Συλλογικό έργο όπου δέκα Κύπριοι λογοτέχνες
παρουσιάζουν ποίηση και διηγήματα τους
ΛΑΙΜΑΡΓΑ (2018)
ΡΩΞΑΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
0 κήπος μέσα μου
Ετοίμαζα τα σάντουιτς των παιδιών
ύστερα καθόμουνα στη βεράντα
κι έφτιαχνα κοσμήματα
με το τσιγκελάκι
παρατηρώντας
τη λίμνη
που γεννούσε
(μια λίμνη ήσυχη όπως είναι οι λίμνες
-δεν γνώριζα σε ποιο χρόνο, σε ποια εποχή,
σε ποιον κόσμο ανήκε-
εσύ τσάπιζες
τις λεκάνες των δέντρων
στον μέσα κήπο μου)
Γεννούσε λοιπόν η λίμνη και παρατηρούσα τις λέξεις να βγαίνουν ολόκληρες και με κλάματα
να χάνονται μέσα στην πολύβουη ζωή ενός ουρανού που δεν γνώριζα σε ποιον χρόνο,
σε ποια εποχή, σε ποιον κόσμο ανήκε. Κοφτερά θραύσματα των εκμαγείων τους έπεφταν
και μάτωναν το στόμα μου.
Ήταν και λέξεις κλειστά όστρακα, λέξεις επικαλυμμένες με μούχλα, λέξεις όπως κανένα στόμα
να μην τις έχει φτύσει ή φιλήσει.
Άφησα το εργόχειρο στην άκρη κι άρχισα με ένα κλαδί ν’ ανακατεύω.
Ένα πρωτάκουστο τραγούδι κάλυψε τότε ολόκληρη την επιφάνεια της λίμνης, ένα τραγούδι
ασύγκριτο. Κανένα παράπονο, πείνα ή δίψα άλλου ανθρώπου δεν μπορούσε να φτιάξει.
Κι ήταν το δικό μου τραγούδι πιο δικό μου κι από το όνομά μου.
ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Λαίμαργα
Νύχτα που είναι
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές μου λέξεις
τα μαλακά τους σημεία
τα μικρά τους φτερά
τα πελώρια αγκάθια
τις ζωηρές τους ουρές και όλα
τα σημεία στίξης και όλα ανεξαιρέτως
τα σημεία τήξης τα
μελαμψά περιστέρια τους και τα ύψη
των περιστάσεών τους
τις μυτερές μου λέξεις
και τις καμπύλες που πέταξαν
μυτερά κλωνιά
με τη ρώσσικη στέπα τους
με τα δέλτα των Νείλων τους και
των ώριμων φρούτων την ανεξίτηλη
ορθογραφία
με τους ξένους φθόγγους της ζωής
και τις αποτζιατούρες του θανάτου
τις τυφλές μου λέξεις με το μάτι
πότε του Κύκλωπα και πότε
του κυκλώνα
με το έλκος του Λόρκα στη λήγουσα
και τη χρωματιστή τους
διάρκεια φορτωμένη με
χαίρε ύψος δυσανάβατον χαίρε
βάθος δυσθεώρητον τις παγωμένες μου λέξεις
μα πού
να γυρνάω τέτοια ώρα και μάτια και λόγια
ποιανού να ζητώ
νύχτα που είναι
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές μου λέξεις
και ποιου να γυρεύω τα χέρια και
την ανεξίκακη
θερμοκρασία
ποιανού να ζητώ
νύχτα που είναι
λαίμαργα
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές
σκληρές μου λέξεις τα
απόκοσμα
παξιμάδια.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το αίνιγμα της Βένους
Αυγερινός:
0 ακόλουθος των αστεριών
η ύστατη λυχνία την αυγή
που τα περιμένει να σβήσουν
τελευταίος να δύσει.
Αποσπερίτης:
0 ταγός των αστεριών
που σέρνει το άρμα την εσπέρα
ν’ ανατείλει πρώτος
κι ύστερα οι άλλοι.
Λίαν επηρμένος
κι ας μην είναι ο Βέγας
και δεν είναι καν αστέρι
και δεν είναι ούτε άρρεν,
είναι μία γυναίκα
που τη λένε Βένους.
Αν δεν ανατείλω, δεν είναι βράδυ.
Αν δεν δύσω, δεν είναι μέρα.
Τι είμαι;
έλεγε το αίνιγμα της Βένους.
Αν δεν το έλυνες,
σ’ έτρωγε ζωντανό
κι εσύ καθώς αφηνόσουν
στην έξαψη της πέψης της
τη δικαιολογούσες λέγοντας:
Τι να γίνει,
αυτό θα πει έρωτας.
ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΑΟΥΡΗ-ΧΙΛΜΕΡ
Το ζακετάκι
Ξέχασα το ζακετάκι μου. Το μαύρο ζακετάκι μου. Έβγαλε ήλιο και το έβγαλα. Το άφησα στο
παγκάκι εκείνης της πλατείας. Πόσο όμορφη ήταν εκείνη η πλατεία: τα σιντριβάνια, τα μικρά
παιδιά να τη γυρνοβολάνε με τα ποδήλατά τους, οι φοιτητές να λιάζονται με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά
και τη ζωή στις παλάμες τους. Σ’ εκείνη την πλατεία θυμάμαι και δυο-τρεις άστεγους,
ξαπλωμένους σε εμβρυϊκή στάση πάνω σε κάποια τετραγωνικά χαρτονιού. Σκληρά χαρτόνια
που έγιναν το στρώμα ανθρώπων που χαίρονταν κάποτε, ίσως, κι αυτοί εκείνη την πλατεία.
Τώρα ζωντανοί νεκροί.
Έφυγα βιαστική, μη χάσω την πτήση μου. Χωρίς το ζακετάκι. Ξέχασα να το αναζητήσω στους
ώμους, τα χέρια, το στήθος μου. Μαζί του ξέχασα κι ό,τι με τυραννούσε μέσα στο στήθος μου.
«Το ωραίο σου στήθος», όπως συνήθιζες να λες τους τελευταίους μήνες. Φεύγοντας απ’ την
πλατεία εκείνης της βόρειας πόλης, όπου λίγο πριν σε είχα δει για τελευταία φορά, ήξερα πως
μ’ είχες ήδη ξεχάσει.
«Τι ωραία βυζιά έχεις», έλεγες.
Όταν μπήκα στο αεροπλάνο, έψαξα ξανά και ξανά στο σακίδιό μου το ξεχασμένο ζακετάκι.
Μάταια. Όπως μάταια έψαχνα εσένα.
«Τι ωραία βυζιά έχεις», έλεγες πάντα, όσο καιρό λαίμαργα με λαχταρούσες.
Θεωρία στη θεωρία. Ουτοπία στην ουτοπία. Δεν λαχταράς τα ωραία μου βυζιά πια. Δεν θες
να τα ρουφήξεις πια. Χόρτασες τη λαιμαργία σου και φρέναρες τη δίκιά μου. Κάθε φορά που
σε θυμάμαι να μιλάς και να γράφεις για τα βυζιά μου, αναζητώ το γαμημένο μου ζακετάκι.
Να σκεπάσει το δικό μου κρύο και τη δική σου ασχήμια. Να κρύψει εσένα, που κάποτε η ομορφιά
σου με τύφλωνε κυριολεκτικά.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Σκοτάδι μαύρο και βαθύ. Έβαλα τότε την
παλάμη στο στήθος μου κι ο ήχος εκεί ανεβοκατέβαινε σαν κύμα. «Έχω ωραία βυζιά», ψιθύρισα
χαμογελώντας και συνέχισα ν’ ακούω το κύμα εκεί στ’ ανάμεσό τους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΡΚΟΥ
η βασική
ξυπνάει κάθε πρωί και φτιάχνει το τσάι του, το βάζει σ’ ένα
φλιτζάνι από πορσελάνη και το σκεπάζει με την εφημερίδα,
για να μην κρυώσει, ίσως αυτό να φταίει που τα νέα που
διαβάζει είναι δακρυσμένα
συνέχεια/
κάθεται σε μια καρέκλα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα πίσω
από τα βουνά, πίνει το τσάι του. από τη μέρα που έφυγε
αυτή, έχει δει πολλά ηλιοβασιλέματα, είναι πεισματάρης,
ίσως αυτό να φταίει που τα μάτια του είναι γεμάτα αίμα
που κυλάει/
ο χρόνος και δεν το αντιλαμβάνεται πως νύχτωσε, και
γυρνάει με την καρέκλα του στο δεξί χέρι και το άδειο
φλιτζάνι στο αριστερό πέφτει και σπάει, κι αυτός είναι
ξυπόλητος.
ίσως αυτό να φταίει που το πεζοδρόμιό του είναι στρωμένο
με δέρμα
μαλακό/
σαν το κρεβάτι που πέθανε μια μέρα, χωρίς να το μάθει
κανείς ποτέ και χωρίς αυτή να επιστρέψει να τον ρωτήσει
τι κάνει,
γιατί δεν τη νοιάζει.
τα ωραία της μαλλιά της κλείνουν τ’ αυτιά και δεν τους
ακούει όταν κλαίνε, γιατί κλαίνε πολύ σιγά, μέχρι που τα
κόκαλά τους αδειάζουν και τους τελειώνει το τσάι και
φωνάζουν διψάω ο καθένας από μόνος του, μα δεν τους
ακούει ποτέ.
/
ίσως αυτό να φταίει που ο καναπές της είναι ψηλά στο
ταβάνι, πάνω από τη στοίβα με τα πτώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου