Η ΜΑΥΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 15 ΙΟΥΛΗ 1974





Μιχάλης Πασιαρδής



ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΥ 15.7.74


Δεν είναι η Λευκωσία απόψε
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.



Λεύκιος Ζαφειρίου


15.7.1974


Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς —πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του- άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.

Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο
θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.

           Σχεδόν μηδίζοντες  1977




Άνθος Λυκαύγης


ΕΡΠΥΣΤΡΙΕΣ



Και ξαφνικά η καλημέρα κρεμάστηκε
στα χείλη μας σαν πέτρα.
Και ξαφνικά η καλημέρα σφηνώθηκε
στα δόντια του πρωινού.

Ένα αχ σα στεναγμός
ένα αχ οργή και σίδερο
στα φυλλοκάρδια του καλοκαιριού

Τι να σου πρωτοπώ καλή μου!
Με τόσες μνήμες άδικες
στα δάχτυλα μιας μέρας
που τη φοβόμασταν πριν έλθει
με τόσες μνήμες άδικες
που τις προσμέναμε να ’ρθουν.
Τι να σου πρωτογράψω!

Σήμερα 15 Ιουλίου 1974.

Καταγράφω απλώς τις στιγμές.
Αντιπαρατάσσομαι με τις στιγμές.
Οι στιγμές που δεν φεύγουν
που δεν λένε να φύγουν
που δεν θα φύγουν ποτέ.

Σήμερα 15 Ιουλίου 1974.

Βράδυ
και δεν καταμετρήθηκαν ακόμη οι νεκροί
και δεν καταμετρήθηκε ακόμη το μίσος
και δεν καταμετρήθηκε ακόμη ο παραλογισμός

Βράδυ

και βρέχει δάκρυα στις γειτονιές
της Λευκωσίας
και απλώνεται ένας εφιάλτης στο ξαγρυπνισμένο
πρόσωπο της Λευκωσίας.
Τι να σου πρωτοπώ καλή μου;





Νάσος Φλόγας


ΟΙ ΕΝΟΧΟΙ


(μνήμη 15ης 7ου 1974)


          Στερεμένα ποτάμια,
στερεμένες ελπίδες,
στερεμένες καρδιές.
Μόν' το πένθιμο φλοίσβισμα,
αξημέρωτο,
λάμνει

ως τα βάθη
της άδεντρης μνήμης μας·
μόν’ η φρίκη
σαλεύει,
στα παράθυρα τ’ άφεγγα·
μόν’ η πίκρα
αντηχεί
στους ανώνυμους δρόμους
της άταφης άνοιξης.

                    Το φεγγάρι,
το κούρσεψαν
οι αμέτρητες λόγχες·
το μοιράστηκαν ύπουλα,

«οι σωτήρες»
μες στ’ άντρα τους.
Τα λευκά περιστέρια μας
μίσεψαν,
στις οχτώ, περίπου,
και τέταρτο·
στις οχτώ και τέταρτο.
Και ο ήλιος
αιμόφυρτος



καταπλάκωσε τ’ όνειρο.
Αύριο,
δε θα ξημερώσει.
Ποτέ πια
δε μπορεί να ξημερώσει,
γιατί,
κανένας
δεν έχει τη δύναμη
τόσα μαύρα
να σηκώσει μαντήλια·
να μνημονέψει ανώδυνα
τόσους νεκρούς,
που τα χρόνια τους
ευώδιαζαν ήβη·
που τα μάτια τους
ξέφραγα,
στάλαζαν όνειρα·
τους νεκρούς,
που τους στέρησαν κάποιοι
το φιλί το στερνό·
το φιλί τ’ ανυπόκριτο.

Ποιητή,
πού θα βρεις το κουράγιο,
με τρισεύγενους στίχους
να ράνεις τη νύχτα σου;
τις βεντάλιες
ν’ απλώσεις ολόδροσες,
στης φρυγμένης φωνής σου
τα τρίσβαθα;

Ποιητή,
πού θα βρεις το κουράγιο,
ν’ ανοίξεις
πηγάδι χαράς
μες στον άνυδρο ύπνο σου,
τα πουλιά να ποτίσεις; 
να φροντίσεις
των ρόδων τα τραύματα;
Πού θα βρεις,
Ποιητή, τα
ο κουράγιο,
να σχωρέσεις τους ένοχους;
να σχωρέσεις
τους έ-νο-χους;;


Ποιήματα 1996








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου