ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ Εκατό σονέτα Κυπρίων




Στο τεύχος 39 άνοιξη 2016 του λογοτεχνικού περιοδικού Μικροφιλολογικά υπάρχει το ένθετον Εκατό σονέτα Κυπρίων που ανθολόγησαν και επιμελήθηκαν οι Λευτέρης Παπαλεοντίου και Λεωνίδας Γαλάζης. Οι ποιητές που ανθολογούνται είναι: Γουσταύος Λαφόν, Ονουφριος Ιασονίδης, Σιμός Μενάρδος, Μ. Δ. Φραγκούδης, Ευγένιος Ζήνων, Στυλιανός Θεοχαρίδης, Παύλος Βαλδασερίδης, Δημητρός Μ. Δημητριάδης,  Λεωνίδας Παυλίδης, Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης,  Γλαύκος Αλιθέρσης, Διογένης Γεωργιάδης, Άγης Βορεάδης, Ξάνθος Λυσιώτης, Χρίστος Κ. Περιστιανίδης, Αντώνης Ιντιάνος, Γιάννης Λεύκης, Πάνος Παπαδόπουλος, Χριστόδουλος Γαλατόπουλος,  Τεύκρος Ανθίας, Άντης Περνάρης,  Αιμίλιος Χουρμούζιος,  Θεόκλητος Σοφοκλέους, Πυθαγόρας Δρουσιώτης, Παύλος Ξιούτας, Λώρος Φαντάζης, Κυριάκος Ακαθιώτης, Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα,  Κώστας Λαβίθης, Τώνης Μελάς, Αντώνης I. Σωτηριάδης, Κύπρος Χρυσάνθης, Αυγή Σακαλλή , Ελευθέριος Ζαχαριάδης,  Αρχιμ. Λεόντιος Χατζηκώστας, Αυγή Ρόδινη, Ανδρέας Σ. Ιωάννου, Τίτος Μπάτης, Λόίζος Φιλίππου, Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος, Ευγένιος Στυλιανού, Μιχαλάκης Παρίδης, Πέτρος Σοφάς, Μάκης Καλοζώης, Ν. Ονησιφόρου, Αντώνης Λυτρίδης, Έλλη Παιονίδου, Σπύρος Παπαγεωργίου,  Μυριάνθη Παναγιώτου, A. Κ. Τόφαλλος, Τρύφωνας Παπαχριστοφόρου, Ανδρέας Χρίστου Πούλλος, Αλκής Πογιατζής  και σονέτα από τη Συλλογή ποιημάτων 16ου αιώνα.
Μεταφέρω εδώ μια γεύση από τα εκατό σονέτα.




Συλλογή ποιημάτων 16ου αιώνα


5.


Όνταν σ’ εκείνην την μεριάν γυρίσω,
απού το ’δείν σου το γλυκόν γλαμπρίζει,
τόσον το φως σου μες στον νουν μου ’γγίζει,
που μ’ άφτει και δεν σώννω πιον να ζήσω.

Φοβώντα ’χ το λαμπρόν μην ξιψυχήσω,
γιατί καρδιά μου να μ’ αφήσει αρχίζει·
μισεύγω, κι ως τυφλόν που δεν γαγίζει,
δίχα του δεν εβλέπω να πατήσω.

Ίτσου τους κόρπους του θανάτου φεύγω
κι όχι τόσον βουργά, που πεθυμιά μου
να μεν με φτάννει γοιον εν’ μαθημένη.

Μουλλώνοντας την πλήξιν μου κηβεύγω
για να μέν κλαιν όσοι γρικούν μιτά μου:
τόσον εν’ η φωνή μου λυπημένη.



17.


Αν έν’ πικρός ο πόθος γοιον λαλούσιν,
πώς έν’ γλυκιά τα πάθη τα δικά του;
Κι αν έν’ γλυκύς, πώς έν’ σκλερή καρδιά του;
Κι αν έν’ σκλερός, πώς όλοι τον ποθούσιν;

Αν δεν έν’ έμπιστός, γοιον τον θωρούσιν,
για τίντα να μετέχουνται μιτά του;
Αν έν’ κι είναι φτηνός εις τα καλά του,
γιατί παραπονούνται όσοι αγαπούσι;

Ανίσως και τον κάθαναν πληγώννει,
πώς δεν είναι μιτά του κακιωμένοι,
αμμ’ όλοι τ’ ακλουθούν όσους κορπώννεί;

Έννοια γλυκιά με την πικριά σμιμένη,
τούς αγαπούν εις τούτον αποσώννει
και δεν νιώθουν πως ζουν αποθαμμένοι.

Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου, Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης, Αθήνα 1976, σσ. 82, 94, 102.


ΓΛΩΣΣΑΡΙ


αγρικώ: ακούω, προσέχω
αξάφτω: καίω, καίομαι
αποσώννω: οδηγώ, φέρνω
άφτω: ανάβω
αχ: από
βιγλίζω: αντικρίζω
βουργά: γοργά γαγίζω: διακρίνω, βλέπω
γλαμπρίζω: λάμπω
γοιον: όπως, ωσάν
’δείν: βλέμμα
δίχα: δίχως
έναι, έν’: είναι
εξηγούμαι: διηγούμαι
ίτσου: έτσι
καμένος: πληγωμένος
κάψα: κάψιμο, βάσανο
κηβεύγω: φυλάγω
κοντεύγω: πλησιάζω
κόρπος: χτύπημα, πλήγμα
κορπώννω: χτυπώ
λαμπρόν: φωτιά, πόθος, βάσανα του έρωτα
μετέχομαι: μπλέκομαι
μισεύγω: φεύγω
μιτά: μαζί
μουλλώνω: σιωπώ
νώθω: νιώθω
ξαυτόν μου: από μένα
όνταν: όταν
παθιάζω: υποφέρω
παινούμαι: καυχιέμαι
πας: μήπως
πιον: πια
πνεύμα: σκέψη
πόθος: έρωτας, αγάπη
’σωκιούμαι: καίομαι μέσα μου, μαραζώνω
σώννω: μπορώ
τίντα: τί
φτηνός: γενναιόδωρος




Γλαύκος Αλιθέρσης (1897-1965)


Ηγησώ


Παρθένα, που σε γλίτωσε απ’ του Χάρου
τα χέρια και σ’ ανάστησεν η σμίλη
στην όψη του κατάλευκου μαρμάρου,
να ζεις κάποιον υπέρτατον Απρίλη,

σύψυχα τέτοια τύχη, αλήθεια, χάρου!
Γιατί ο καλός, που σ’ όνειρα σού εμίλει,
κι α δεν ήρθε, στο πείσμα του κουρσάρου
Θανάτου που σε πήρε, του λαού θρύλοι,

τ’ όνομά σου, αθάνατο να μείνει
έκαναν στη ζωή ώσπου ο καλλιτέχνης
σε ανάστησε στα Ηλύσια της Τέχνης.

Και σύμβολο σ’ ατέρμονη γαλήνη
καρτεράς (ω, η αιώνια απαντοχή σου!)
τον εκλεχτό που πόθησε η ψυχή σου.

Γαλανά δαχτυλιδάχια, 1919 [=Επιλογή..., Κύπρος 1976, σ. 29].



Τεύκρος Ανθίας  (1903-1968)


Μελαγχολία


Κατατρεγμένο, δύστυχο πουλάκι τριγυρνώ
μες στης Ζωής την ερημιά με τα φτερά κομμένα
 από του πόνου τα σπαθιά. Με μάτωσε - ωιμένα! –
κάποιος ζηλιάρης κυνηγός και τώρα, δες, πονώ...

Γοργοκυλά ο καημός βαθιά μου σαν ποτάμι
και συναρπάζει ό,τι βρει, λουλούδια της Χαράς,
σε χάη αβύσσων να τα πά’, κομμάτια να τα κάμει
και να ερημώσει άσπλαχνα το σπίτι της καρδιάς.

Αχ! Ψέμα είναι η χαρά· όνειρο που διαβαίνει
σα σύγνεφο ορμητικό, σα λιβανιού καπνός.
Είναι της νύχτας ξωτικό και μόνο πόθους σπέρνει.

Για δες! Βαθιά μου σβήστηκε σαν του κεριού το φως
στ’ ανέμου το τρικύμισμα. Πικρή μελαγχολία
δέρνει τη μαύρη μου ζωή σαν άγρια τρικυμία...

Νέα Εποχή 6 (1 Δεκ. 1921) 90.




Μυριάνθη Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου (γενν. 1941)


Σε μια γωνιά του Παραδείσου

 

του Παναγιώτη

Σε μια γωνιά του Παραδείσου
που αργοσταλάζει το νερό
εκεί, καρδούλα μου, κοιμήσου,
κι εγώ είμαι δω και καρτερώ.

Πώς γαληνεύει η μορφή σου,
τα φρύδια φτέρουγες πουλιών,
ρόδα που βιάζονται ν’ ανοίξουν
οι όχθες των μικρών χειλιών.

Κοιμήσου ήσυχα, κοιμήσου,
και τ’ αεράκι δροσερό
θα κοιμηθεί κι αυτό μαζί σου.

Στου ύπνου τ’ απαλό φτερό,
φεγγάρι κι άστρο μου, κρατήσου
και σαν ξυπνήσεις, θα ’μαι εδώ.

Ανάδρομη πλεύση, Λευκωσία 2011, σ. 281.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου