ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ








ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

 ΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ





ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ


ΠΗΝΕΛΟΠΗ



Τριάντα αιώνες πέρασαν
Ο Οδυσσέας αλόγιστα
τις γεύσεις ξόδεψε
τα χρώματα
τα σχήματα σπατάλησε αδίκως
Στέγνωσε, γέρασε

Εσύ όμως
γυναίκα Πηνελόπη
γεννήθηκες να περιμένεις
Το χρόνο πάγωσες εντός σου
στα κατάβαθα
Σε μυστικές αβύσσους με ξόρκια μαγικά
πίνοντας φίλτρα
μητέρας, κόρης, αδελφής
τρώγοντας κάθε βράδυ
από το κόκκινο καρβέλι της αγάπης

Τη νιότη σου έγκλειστη
σε νάρκη χειμερία
αιώνια διατήρησες
Τριάντα αιώνες πέρασαν
Ακόμη στ' ακρογιάλι περιμένεις
την πλημμυρίδα και την άμπωτη


Στιγμές Αλκυονίδες  2012





ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ


ΦΙΛΟΜΕΛΑ



Η χώρα μου μάτωσε.
Τα δάκρυα ξεχασμένες
σταγόνες σιωπής.
Μες την κρούστα της κίτρινης γης
σπέρνει ο θεός
λευτεριά.
Στον πυρήνα της θάβει
την άθλια σκλαβιά του αιώνα.

Η χώρα μου μάτωσε.
Είναι πια μοιραία γυναίκα
με τα χέρια κομμένα
μα τα πόδια γερά.
Οι κραυγές, ήχοι σπαραχτικοί
χωρίς λέξεις.
Τι να ’χει να πει;
Η χώρα μου μ’ αίμα
είναι πια μια Λαβίνια ή Φιλομέλα.


Μετάβαση (2009)




ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ


ΓΥΝΑΙΚΑ


Μία σπασμένη καρέκλα
δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.

Απόψε,
ο αγέρας βρέχει κουκουνάρια
με νυσταγμένα μάτια.
Κλωνάρι ιτιάς γυμνό
κτυπά τα κεραμίδια.
Κλάμα της γάτας μακρινό
διασχίζει το σκοτάδι.
Οι δείκτες κινούνται
από φθινόπωρο σε φθινόπωρο
καθώς η εικόνα επιστρέφει
στο ίδιο πάντα δωμάτιο.
Η γυναίκα
με το βλέμμα βιδωμένο
στο πόμολο της πόρτας
και την παλάμη
ν' ανοιγοκλείνει αναποφάσιστα
κάθεται στη σπασμένη καρέκλα.
Δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.

Έτσι δισταχτική παρθένα
κι άτολμη,
θα μείνει ως το πρωί.
Αύριο,
ίσως σκεφτεί
να γράψει ιστορία...


Συγκάτοικοι του ορίζοντα  (2000)





ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ


ΑΡΙΑΔΝΗ


λαβύρινθος
κλειδί και πόρτα εσύ
τόσον αποφασιστική όσον εύθραυστη
και διαφορύμενη στες κινήσεις
πρόβλημα εσύ
και λύση

Αιωρείται το βλέμμα  (2015)





ΒΑΣΙΛΚΑ ΠΕΤΡΟΒΑ - ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ


ΣΤΗ ΝΤΑΝΚΑ


Τι να περιμένει τάχα
αυτή η παράξενη γυναίκα
νύχτες και μέρες
στην κάψα, στη βροχή
κοντά εκεί
στην τελευταία στάση.
Τι να περιμένει
η χλομή τούτη γυναίκα
με μάτια υγρά;
Από τα μέρη ετούτα
δεν περνά κανένας πια.

Περιμένει όμως αυτή
κι εγώ κρυφά ακολουθώ.
Τι άλλο τάχα ν' αναμένει
μου ναι αδύνατο να φανταστώ.


Η μοναδική λέξη  (2010)







ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ


ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΕΣ


Σκυφτή γυναίκα καθαρίστρια των καφενείων
μέσα σ αναποδογυρισμένα τραπέζια
και σε σκόνες
Μόνη σου συντροφιά η τελευταία λάμπα
της περασμένης νύχτας
το τελευταίο αστέρι της αυγής
η ψυχή σου,
που τρεμοσβήνει
ετοιμάζοντας τις «καθαρές» ζωές
αυτών που έρχονται τη μέρα


η γρηά ρακοσυλλέκτις ένα τσουβάλι παραμορφωμένα κόκκαλα • οστεοπόρωσης
η νέα μόνη της μ ένα βυζί (το άλλο της το κόψανε)

Λειτουργία του νεκρού παρόντος  (1974)






ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ


ΓΥΝΑΙΚΑ


Γυναίκα,
το άγαλμά σου έχει στηθεί κάτω απ΄τον ήλιο
πότε με ένα μαντίλι στο κεφάλι
πότε με ξέμπλεκα μαλλιά
Μα πάντα εκεί βλέπω σκυμμένο ένα γκρίζο πουλί
να σκύβει να τσιμπολογάει
λίγο λίγο το ουράνιο τόξο
που θα  ΄θελε να γίνει καλοκαιριάτικη κορδέλα στα μαλλιά σου
μα γίνεται σκέψη ανεμοδαρμένη
γίνεται κουπί και αρμενίζει μες στην έγνοια, Γυναίκα
Γιατί γεννήθηκες για να γεννάς τη θάλασσα
κι όλους τους βράχους της μαζί
μα και καράβια που όλο  φεύγουνε
πότε με ούρια ευχή
πότε με πόνο χωρισμού


Γυναίκα
σου΄δωσε ο Θεός αντρίκια χέρια
για να δουλεύεις σαν αμόνι τον καιρό
Και τις φωτιές να ανάβεις
να λάμπουν  φώτα μες στους δρόμους των παιδιών
Κι όταν πονάς, γυναίκα
με τις ωδίνες και οδύνες του καιρού σου
είναι για να γεννάς ακόμα ελπίδα
και να γεννιέσαι εσύ σαν άλλη μέρα
μια νέα ανατολή
για τα παιδιά που έμειναν χωρίς αγκάλη
για ένα κόσμο που έμεινε ακίνητος
χωρίς την γενική του πτώση στην αγάπη
Της αγάπης, της αγάπης , της αγάπης κόσμος
μόνο μέσα στο κόκκινό σου αίμα πάλλεται
σαν νέο φεγγάρι είκοσι οχτώ ημερών
και σαν κύκλος μυστικός που πλάθει
και ξαναπλάθει τη ζωή
ώσπου ο έρωτας να γονιμοποιήσει ένα μέλλον

Ανέκδοτο







ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ


ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ



11


Γυναίκα στη θάλασσα.
Κοιτάζει -θαρρούνε- τον ορίζοντα,
καράβια και ναύτες φευγάτους.

Κλαίει- θαρρούνε- αποχαιρετισμούς.
Θανάτους.

Κι' όμως αυτή κοιτάζει δίχως έγνοια
τον πλάνητα μοναχικό της εραστή.
Με το παραδεισένιο φως πού κόσμους
δεν χωρίζει στα μαγικά της μάτια
λούζεται σε αφρούς ψιθυρισμάτων,
παραδίνεται στην αύρα των ονείρων του.

Κι' αγαπιέται αξόδευτη ομορφιά πάλι και πάλι.
Γυναίκα.

(Αμαθούς, 2006)

Το μέσα φόρεμα (2011)









ΚΑΤΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ- ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ


ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΑΘΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ


Έπλυνε βιαστικά τα πιάτα
κι έβαλε τις καρέκλες στη θέση τους
πριν φύγει από το σπίτι της
στη Μόρφου
η κυρά-Αγάθη•
σαν θα επέστρεφε
να μην το έβρισκε ασυγύριστο.
Σήμερα τη θάψαμε
σε κάποια ακατάστατη γωνιά της Λευκωσίας
δεκατέσσερα χρόνια απόσταση
από τους πορτοκαλεώνες της Μόρφου.
Κι ήταν Γενάρης
μα μύρισε λεμονανθούς και πάστρα
το ταξίδι της
στην ωραία Μόρφου των ουρανών.


Το ταξίδι της Ραχήλ  (1991)







ΚΛΑΙΡΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ


ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ


Στη μαθήτριά μου Μαρία.

Ξέρω
δεν μπόρεσες ν' αντέξεις, Μαρία,
προτίμησες το θάνατο.
Θα γλίτωνες από τη φοβερή δοκιμασία.
Ήσουν γενναία.

Σε θυμούμαι πάντα
με τα ερωτηματικά
στα μάτια σου
που δεν μπορούσα
τότε να καταλάβω.
Τώρα ξέρω
ζητούσες την ουσία των πραγμάτων
όχι φωτοσκιάσεις.

Διψούσε η ψυχή σου φως.
Το βλέμμα σου στη μνήμη μου
ακόμα ζωντανό.
Σκοτείνιασε ο ουρανός
όταν σ' είδα στη φωτογραφία
ανάμεσα Ταύρου Βουκολίδα
καταμεσίς του δρόμου.

Εκεί σταμάτησε το χαμόγελο
κι η γαλάζια θάλασσα
των ματιών σου
όταν σου φύτεψαν
μια σφαίρα στο κεφάλι
γιατί αρνήθηκες
τον εξευτελισμό.
Κόρη των Αχαιών,
άλλη Μαρία Συγκλητική,
ο θάνατος στιγμή αθανασίας.

Ιούλιος 2009


Αμφορείς της μνήμης (2011)







ΛΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ


ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ


της Marie Laurencin, 1938

Τα δάχτυλα μόλις που αγγίζουν λεπτά κοτσάνια λουλουδιών.
Τα φύλλα υποκλίνονται στην αφή.
Ένα μπράτσο δροσερό λυγίζει ανεπαίσθητα, συγκρατώντας
στον ώμο ανάλαφρο μετάξι. Το ρούχο δεν κρύβει τίποτα,
απλώς μένει ασάλευτο, ένα με το νεανικό δέρμα.
Αμμουδερά βουναλάκια σαλεύουν διακριτικά στους ρυθμούς της
ανάσας. Το πιγούνι μια καμπή στο διάστημα του προσώπου.
0 λαιμός στηρίζει τη γοητεία του κεφαλιού" είναι γερμένο
ελαφρά, προς τη διάθλαση της μυρωδιάς.
Οι μανόλιες στο ίδιο χρώμα με τα μάγουλα.
Στο φαράγγι των ματιών κρύβονται μυστικά
που το πινέλο προσπαθεί να προσδιορίσει.

Σίγουρα ο ζωγράφος πήρε το μερίδιο του.
Άλλωστε πώς θα μπορούσε να γδύσει αυτό το πλάσμα,
ν' ανοίξει την πλημμυρίδα των χειλιών, να κολυμπήσει,
να πνιγεί στη μέθη των χρωμάτων, να παραδοθεί
στο επιφώνημα του αιθέριου σπασμού;

Τα μαλλιά πιασμένα με κορδέλα πέφτουν, όπως ο ήλιος
σε μια πλάτη λεία σαν δειλινό.
Αγαπάει το φως που τη χαϊδεύει.
Το πετράδι στ' αφτί της λικνίζεται απ' τους τριγμούς
του σιντεφένιου στήθους* ξαναμμένο ψιθυρίζει στο λοβό.

Είναι όμορφη και το αισθάνεται καθώς το πινέλο ακουμπά
την απόλυτη στιγμή που αναδίνει το σώμα της.
Το χρώμα χύνεται σ' όλη τη γύμνια της, παραλύοντας
το σήμερα και το αύριο των χεριών του


Αρένα (2014)







ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ



ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΟΣ ΙΜΕΡΟΣ



Στην έκπαιδευτικό Μελαξώ
πού διετέλεσε εγκλωβισμένη
στη Βόρεια Κύπρο


Γνέθεις μετάξι
με το ρυθμό των ερώτων
τραγικό θανάτου σπασμό
των πάλλευκων πεταλούδων
πού απεγκλωβίστηκαν
απ' το κουβούκλι του άδολου χώρου
του δηλωμένου στ' αλφαβητάρι τ' Ομήρου
πνεύμα εσύ μελισσοφόρου κρανίου
φτερούγα ασωμάτου
ακοίμητη εναγώνια κι' άγια

Γνέθεις εγκλωβισμένη
σε άγνωστη πορεία
και στις πορείες μυστική παρουσία
σε μια υπόγεια καταπαχτή
στο Βορρά 1974 και έξης

Ό λόγος σου πυξίδα Τεύκρου
εντός των πυλών της οδύνης
διδάσκει τούς κλασσικούς και τούς σύγχρονους

Ό λόγος σου κοινωνεί απ' το καντήλι τ' ανέσπερο
των βυζαντινών εικόνων
Ξεδιπλώνει το λάβαρο του Διονύσιου Σολωμού
στο μοιρασμένο αιθέρα

Θέλει την Αρετή του Κάλβου
και την Άνοιξη του Σικελιανού
και δεν καπηλεύτηκε
τα βουνά τα μοναστήρια τη θάλασσα
Γνέθεις μετάξι
σε μια πενταδάχτυλη κορυφογραμμή
απανταχού αόρατη στο μεταίχμιο
εστία παρηγορήτισσα
γιατί είσαι συ
βουνό και μοναστήρι και θάλασσα
Μελαξώ ίμερόεσσα
ποθεινή πατρίδα
Νόστιμον ήμαρ


Κάτοπτρον έρωτος και θανάτου  (1997)







ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ


ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΑΛΑΣΣΑ


Φυσούσε ο αέρας
Και μου 'λεγε μη λυπάσαι
Φυσούσε ο αέρας
Κι επαναλάμβανε
Παρηγορήσου
Μα εγώ είχα αφήσει πίσω
Ένα δάσος μνήμες
Οροσειρές παραμυθιών
Κοιλάδες δοξασίες και μύθους
Τοπωνύμια, ιστορία και έρωτες
Άφησα πίσω ποτάμια
Με γάργαρο νερό
Άγρια άνθη
Που γνώριζαν τους κραδασμούς μου
Ακόμη χάθηκαν απ' τον ορίζοντά μου
Οι ακτές της Μικρασίας
Τα χελιδόνια που αποχαιρετούσαν πρώτα
Και ύστερα τα πετροχελίδονα
Πού είναι τα σκοτεινά δωμάτια
Όπου ο μεταξοσκώληκας
Οραματιζόταν το έργο του
Εσθήτα τρυφερή
Να ντύνει το εφηβικό μου σώμα;
Ερχόταν ο αέρας
Και διέκοπτε τις σκέψεις μου
Σχεδόν μουρμούριζε
Κι έφερνε τον ήχο
Από το κύμα της θάλασσας
Να με αποσπάσει βίαια
Να με αποπλανήσει
Εκεί όπου καθηλώθηκα
Τι θα γίνει με τόσους θρύλους
Που κατακλύζουν τις μέρες
Και τις νύχτες μου
Αφού είμαι απούσα;
Ποιος θα φροντίσει τον κήπο
Με τα γέλια της νιότης
Και των εφήβων τις ανάσες;
Ποια υφάντρα θα με ακούσει
Σαν θα απαγγέλλω το σονέτο
Της γυναίκας θάλασσας;


Φασγάνου δίχα  (2009)






ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ


ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ II


Καινοφανής αστέρας στο έμπα της άνοιξης
ο Μάρτης μου ψιθύρισμα
στων ελευθέρων ηθών καρπό
που πήραν όλοι από περίπατο.
Στα κορίτσια της Σούτσου οι φεγγαράδες
του Απρίλη κι η Λευκωσία δροσίζεται
Η Λευκωσία νυχτώνει
η Ανθούλα σφουγγαρίζει την πλατεία
Ελευθερίας και το χέρι μου
τι να το κάνω το χέρι μου.


Μνημοροή   (2002)







ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ


ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ

                  
                   Για τον Andrey Gritsman

Στο Βουκουρέστι υπάρχει
μια πανίσχυρη και μυστική  οργάνωση γυναικών
με μαντίλες και χοντρές κάλτσες,
που συνήθως κρατούν μια πλαστική σακούλα.
Σκουπίζουν τις εκκλησίες,
πουλούν κεριά,
ταζουν τα αδέσποτα σκυλιά,
ανοίγουν το  μπουκάλι του κρασιού του παροδίτα
και κουβεντιάζουν καθημερινά με τον Μπρανκοβεάνου
και την κόρη του Σάφτα.
Ξεσκονίζουν το ένδυμά της
πριν πιάσουν  το θρήνο για τους τέσσερίς τους γιους 
και βάζουν το μαργαριτάρι που έπεσε από το περιδέραιο
στη θέση του.
Συγκεντρώνονται στο εργόχειρό τους,
παρόλο που ούτε τα μάτια, ούτε ο φωτισμός τις βοηθούν
και φροντίζουν να ανατέλλει ο ήλιος στη σωστή ώρα
κάθε μέρα.



Προς Αμυδράν Ιδέα (2013)








ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ


ΚΥΠΡΙΕΣ ΠΡΟΓΟΝΕΣ


'Ονόματα του μαρτυρίου και της περηφάνιας
Μαρία, Λουκία, 'Ελένη,  Χαρίτα, Παναγιώτα, 'Αγνή,
Γερασμένες όσιες Αντιγόνες πού ζητάνε να θάψουν οστά
-τις σάρκες τις έφαγε ή γη κι ό καιρός-
Με πυρσούς αναμμένους, με ορμή, με απέραντη υπομονή καί μαρτύριο
Άξιοθέα, Αρσινόη Δημόνασσα, Άντωνού.
Γενναίες, δίκαιες των δικαίων, δυνατές και μεγάλες
Με μάτια πρησμένα απ' τα δάκρυα κι ωστόσο άδάκρυτες
Να χαιρετούν την λευτεριά
Και με το αίμα τους να γράφουνε συνθήματα ατούς τοίχους
Ευγενία, Κυριακού, Παναγιωτού της Πιτσιλιάς
Πού μέτρησαν το μπόι τ' ανθρώπου
Οι μικροκαμωμένες, οι μεγάλες, οι όσιες
Έρχεστε στον ύπνο μου ασημένιες
Με χρυσωμένα χείλη και μάτια κάρβουνα
'Ανάβετε άστρα βεγγαλικά στον ουρανό
Όταν σας θυμηθώ μού καίγονται τά ποιήματα
Κι έρχονται οι λεβεντονιοί
Να μού ρυθμίζουν βήματα


Δημοσιευμένα στο περιοδικό Νέα ευθύνη τ. 30 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015







ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ


ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΣΑΡΑΣ


Μακριά
Ένας γέροντας είδε στο όνειρο
Μια γειτονιά ολόκληρη
Συνεχώς ανοιγόκλεινε
Το σπίτι να γέρνει
Και ένα μάτι να κοιτάζει τα έγκατα
Άφωνη μέρα δίχως διήγηση
Τις φωνές του δρόμου
Δεν τις άκουγε ο ήλιος
Βόγκηξε το κορίτσι
Πριν ξυπνήσει ο κάτω κόσμος
Πριν την κλέψει
Ως άλλη Περσεφόνη ο Πλούτωνας

Τις κρύες νύχτες του χειμώνα
Να μην έχουν θέρμανση τα αστέρια
Θέριζε ο αέρας παγωμένα δάκρυα
Στις εκδορές του τοίχου
Ένα κορίτσι δίπλα στο μαγκάλι
Με κλειστά παράθυρα και μάτια
Να μη βλέπει το κακό που πλησιάζει
Μια μικρή ιερή θεότητα
Στο βωμό του ασύστολου κόσμου
Δίχως έλεος
Συναρμολόγησε το θάνατο
Χωρίς ανάσα

5/12/2013

Σκοτεινή συγκατοίκηση  (2014)
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου