ΕΣ ΓΗΝ ΕΝΑΛΙΑΝ ΚΥΠΡΟΝ

Α'  Σε μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη και ποίηση Κυπρίων ποιητών

Τραγουδούν : Γιώργος Νταλάρας  -  Φωνητικό Σύνολο "Διάσταση"
















Λογαριάσατε λάθος  

Ποίηση: Θεοδόσης Πιερίδης


Άσε πλέον φωνή μου τον ανέμελο στίχο
το μεθύσι σου δέσε και τη φλόγα σου κράτα
σφίξε τώρα ζευγάρια την ηχώ με τον ήχο
στρώσε στέρεο το βήμα στράταν ίσια περπάτα
μεγαλόφωνος ύμνος στο φαρί του ας σε πάρει
που ζητά δεξιοσύνη και καλό χαλινάρι

Κι ας μην πουν πως τραγούδι σαν κι αυτό δεν ταιριάζει
τέτοια σκότεινη ώρα που τα στήθια σου πνίγει
λέω εκείνο που μένει και που μόνο θ’ αλλάζει
στο καλύτερο πάντα σαν η αγκούσα θα φύγει
γιατί αυτοί θε να φύγουν πες πως κιόλας κινάνε
μα όλα τ’ άλλα θα μείνουν και δικά μας θε να `ναι

Όχι εσάς δε σας θέλει τούτη η γη δε σας ξέρει
όλα εδώ είναι δικά μας τι απ’ το κάθε λιθάρι
απ’ το χώμα απ’ το δέντρο το νερό και τ’ αγέρι
το κορμί μας μια στάλα για να γίνει έχει πάρει
η ψυχή μας επήρε μια πνοή απ’ το καθένα
όλα εδώ είναι δικά μας μα για σας όλα ξένα

Γιατί εσείς είστε ξένοι κι όσα βάγια αν κρατάτε
τούτη η γη δεν πουλιέται δεν της γίνεστε φίλοι
η πατρίδα είναι μάνα έχει μνήμη θυμάται
απ’ τον άγιο της κόρφο ποια βυζάξανε χείλη
κι η γλυκιά μας η Κύπρος ήταν είναι θα μένει
για τα τέκνα της μάνα μα για σας πάντα ξένη

Λογαριάσατε λάθος με το νου σας εμπόροι
δε μτριέται πατρίδα λευτεριά με τον πήχη
κι αν μικρός είναι ο τόπος και το θέλει και μπορεί
τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι
Τούτη η δίψα δε σβήνει τούτη η μάχη δε παύει
χίλια χρόνια αν περάσουν δεν πεθαίνουμε σκλάβοι










Γυρισμός   

Ποίηση : Νίκη Κατσαούνη


Μέρα τη μέρα τριγυρίζω
μα πίσω σβιούν τα βήματά μου
έχουν χαθεί τα χώματά μου

Σπίτι παλιό στην παραλία
πόλη μου θύμηση παλιά
φεύγουν οι τόποι σαν πουλιά

Νύχτα η νύχτα δεν τελειώνει
πόλη μητέρα μου χαμένη
αγκάλη που με περιμένει

Όρθρου καμπάνες σας ακούω
φτωχά ξωκλήσια ερειπωμένα
πουλιά ορφανά παγιδευμένα

Χρόνο το χρόνο μου μετράω
μέρες πληγές που με πονάτε
νύχτες αιχμές με διαπερνάτε

Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
γυάλινοι κόσμοι που ραγίσαν
θρύψαλα την ψυχή μου αφήσαν

Μέρα θα ζήσω ν’ αντικρίσω
πόλεις αρχέγονες μητέρες
νύχτες να λάμπουν σαν ημέρες

Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
φίλους και γέλια από παιδιά
κι έρωτες πάλι στην καρδιά

Μέρα τη μέρα τριγυρίζω
μα πίσω σβιούν τα βήματά μου
έχουν χαθεί τα χώματά μου

Σπίτι παλιό στην παραλία
πόλη μου θύμηση παλιά
φεύγουν οι τόποι σαν πουλιά

Χρόνο το χρόνο μου μετράω
μέρες πληγές που με πονάτε
νύχτες αιχμές με διαπερνάτε

Πόλη και σπίτι κι ακρογιάλι
γυάλινοι κόσμοι που ραγίσαν
θρύψαλα την ψυχή μου αφήσαν










Αγάπη διχασμένη   

Ποίηση : Μιχάλης Γκανάς



Νησί καράβι στοιχειωμένο τόσο δικό μας τόσο ξένο
τόσο δικό σου και δικό μου που δε χωρίζεται μικρό μου
τόσο δικό μας και του κόσμου σαν ευωδιά κομμένου δυόσμου
αλλά τη νύχτα πιο δικό μας σαν μυστικός μας αρραβώνας

Τόσο πολύ και τόσο λίγο που λιγοστεύει λίγο λίγο
τόσο πολύ και τόσο λίγο που περισσεύει μόλις λίγο
και σαν αγάπη διχασμένη που μόνο θαύμα περιμένει

Νησί καράβι στοιχειωμένο τόσο δικό μας τόσο ξένο
τόσο δικό σου και δικό μου που δε μοιράζεται μικρό μου
τόσο δικό μας και του κόσμου σαν ευωδιά κομμένου δυόσμου
αλλά τη νύχτα πιο δικό μας σαν μυστικός μας αρραβώνας

Τόσο πολύ και τόσο λίγο που λιγοστεύει λίγο λίγο
τόσο πολύ και τόσο λίγο που περισσεύει μόλις λίγο
και σαν αγάπη διχασμένη που μόνο θαύμα περιμένει









Ένα Σαββάτο 

Ποίηση:  Μιχάλης Κακογιάννης



Ένα Σαββάτο Σαββάτο την αυγή
ξεκίνησε η κραυγή
απ’ την Κερύνεια κι έφτασε
στον Πόντο και στη Σμύρνη

Ματώσανε οι θάλασσες
κι οι ουρανοί γεμίσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν

Και ράγισαν τα μνήματα
τα δέντρα γονατίσαν
Χριστέ μου τόσα κρίματα
τα μάτια σου πώς τα `δανε
και δεν τα σταματήσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν










Θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε   

Ποίηση: Νίκος Κρανιδιώτης


θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε
σαν τα δέντρα που μάχεται ο άνεμος
που τα δέρνουν οι μπόρες μα ασάλευτα
τον καρπό ετοιμάζουν στα κλώνια

Θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε
με τη μνήμη εκείνων που διάβηκαν
την αγάπη για κείνους που θα ‘ρθουνε
και τη θεία γαλήνη στα σπλάχνα










Προσφυγιά

Ποίηση:   Άνθος Λυκαύγης


Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστό στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός

Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού

Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή










Αμμόχωστος  

Ποίηση:  Νίκη Κατσαούνη


Θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πώς μύριζες στις πρώτες τις ψιχάλες
πόλη που παίζαμε παιδιά μες την πλατιά ποδιά σου
με ψάρια και λεμονανθούς χαμήλωσ’ τη ματιά σου

Τις θύρες σου να κλείσεις θες και να μας περιμένεις
και μυρωδιές και ομορφιές τον ξένο να μη ραίνεις
σφάλιξε κλείσε δίπλωσε παράπονο στα χείλη
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι

Και μεις πουλιά που διώξαν μας τον Αύγουστο οι εχθροί σου
να ξέρεις θα γυρίσουμε πιστοί στην άνοιξή σου

Σφάλιξε κλείσε δίπλωσε παράπονο στα χείλη
χώσου στην άμμο Αμμόχωστος σαν σπάνιο κοχύλι
θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες
κι ολόδροση πώς μύριζες στις πρώτες τις ψιχάλες










Είμαστε Έλληνες 

Ποίηση:  Μιχάλης Πασιαρδής





Δεν είν’ η πρώτη σας φορά που μας πουλήσατε.
Το ’χετε ξανακάνει, χρόνια πριν, σ’ άλλους αιώνες,
όταν μας ξεπουλούσατε στους Πέρσες.
Και όμως ζήσαμε. Κι αντέξαμε σκλαβιές και κούρσα,
τα φέραμε δεξά με την αναβροχιά και την ακρίδα.
Είμαστε έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τώρα μας ρίξατε στους Τούρκους
το αίμα πότισε πλούσο τη γη
κι αλυσοδέσανε βαριά τον Πενταδάχτυλο.
Είμαστε έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τίποτα απ’ την Αθήνα. Είμαστε έλληνες,
έλληνες του πικρού καιρού
και της Απελπισίας.





Ο νεκρός στρατιώτης

Ποίηση:  Θεοκλής Κουγιαλής


Μια ζωή γεμάτη αίμα έπεσε κοντά στο ρέμα
το ποτάμι μουρμουρούσε και πικρά μοιρολογούσε
πεταλούδες κατεβαίνουν με χρυσές κλωστές τον δένουν
την ψυχή του την κρατούνε και πικρά μοιρολογούνε

Ανθέ μου που μαράθηκες τα σπλάχνα μου τα μαύρισες
ονείρατα που έκανα κρυφά μου πνίγηκαν στα αίματα

Πόρτα άνοιξε στον ήλιο μπαίνει σε χρυσό βασίλειο
και η μάνα του λυγάει και πικρά μοιρολογάει
μια ζωή γεμάτη αίμα έπεσε κοντά στο ρέμα
το ποτάμι μουρμουρούσε και πικρά μοιρολογούσε

Ανθέ μου που μαράθηκες τα σπλάχνα μου τα μαύρισες
ονείρατα που έκανα κρυφά μου πνίγηκαν στα αίματα







Αντίσταση  

Ποίηση:  Άνθος Λυκαύγης


Δεν έχει ο κάμπος μας νερό τις ρίζες να κρατήσει
κορμιά ζητάει και στεναγμούς σαν το δέντρο ν’ ανθίσει
τα παλληκάρια στο χορό και πίσω δε γυρίζουν
στου τραγουδιού τους την οργή χίλια σπαθιά τροχίζουν

Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει

Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Όλα τ’ αστέρια να χαθούν κι η γη να σκοτεινιάσει
τη μια η καρδιά στην Τηλλυριά την άλλη στο Καρπάσι

Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει

Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει











Β'  Σε μουσική  Μάριου  Τόκα



Στιγμές της εισβολής


Ποίηση:  Κώστα Μόντη 


Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε
η θάλασσα της Κερύνιας
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε
η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνιας

Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους Πενταδάχτυλέ μου
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους





Η δική μου η πατρίδα


Ποίηση:  Νεσιέ Γιασίν


Λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά
λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά
έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά
έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά

Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο
η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο
ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;
ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;











Γ'  Σε μουσική Παντελή Θαλασσινού


Κερύνεια

Ποίηση: Πόλυς Κυριακού



Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί
με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου.
Να `ρθει το φως και να με βρει
Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή Κερύνεια μου.

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ύστερα θα `ρθει μια βροχή
σαν ζυγαριά στην αντοχή Κερύνεια μου.
Οι νότες τέρμα θ’ ανεβούν
Με αίμα οι σταγόνες θα μας βρουν Κερύνεια μου

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μαχαιρώνει;
Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μας ενώνει;











Δ'  Σε μουσική Δημήτρη Λάγιου


Καρτερούμεν 


Ποίηση: Δημήτρης Λιπέρτης




Καρτερούμεν μέραν νύχταν
να φυσήσει ένας αέρας
στουν τον τόπον πο'ν καμένος
τζι' εν θωρεί ποτέ δροσιάν

Για να φέξει καρτερούμεν
το φως τζιήνης της μέρας
πο'ν να φέρει στον καθ' έναν
τζιαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου