Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

ΣΥΝ(Γ)ΡΑΦΕΣ




ΣΥΝ(Γ)ΡΑΦΕΣ   (2018)



ΠΡΟΛΟΓΟΣ  (Απόσπασμα)


ΟΤΑΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΚΠΥΡΣΟΚΡΟΤΟΥΝ ή

ΜΙΑ ΧΕΙΡΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ


Τι συμβαίνει όταν η Αντιγόνη γίνεται persona non grata για τον τόπο της;
Τι μας λένε έντεκα μαύροι κύκνοι που επιστρέφουν στην άκρη του παραμιλητού; Αντέδρασε η Κατερίνα Γώγου στο γράμμα που έλαβε; Αναρωτιόμαστε, διότι σε ανάλογο γράμμα προς τον Κάφκα ο αποστολέας του ακόμα περιμένει.
Τι μεσολάβησε και ο ονειροπόλος, ενώ ήταν ξαπλωμένος στο κύμα, ξύπνησε εντέλει στην αγχόνη; Σκοτώνεται ο χρόνος στον διάδρομο; Πώς απογοητεύεται ένα ραβδάκι δυόσμου; Μια γυναίκα πετώντας μπαλόνια δίνει συνέντευξη στον ουρανό, μια άλλη συλλέγει τα πυροτεχνήματα που αφήνει πίσω του ένας βηματισμός, μια τρίτη γυρεύει το νόημα στα ναρκοπέδια των φράσεων και κάποιος αναγνωρίζει τελικά τον τρομοκράτη. Ένα βλέμμα δραπετεύει από λεύκωμα του Άουσβιτς, ένα τρένο βρίσκεται καθηλωμένο στις αναπηρικές του ράγες, μια παρέλαση από πόρτες καταλήγει στην πιο ερμητικά κλειστή απ’ όλες, καμβάδες λευκοί αναζητούν την κάθαρση, ενώ ανάμεσα σε δύο εποχές μία ιδιότυπη διαπραγμάτευση διενεργείται.
Όλα αυτά, εν είδει καλειδοσκόπιου, θα τα ξεφυλλίσουμε στις «συν(γ)ραφές» των συμμετεχόντων του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης.

…/…

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ




ΠΑΜΠΟΣ ΒΟΣΚΑΡΙΔΗΣ


ΑΝΤΙ ΓΟΝΙΔΙΑ


Την λέγαν  Αντι-γόνη
αφού επέλεξε απ’ των γονιών την εντολή
στη θεϊκή βουλή να πειθαρχήσει.

Την λένε Ανεμώνη
αφού την πήρε ο άνεμος διωγμένη από τη Θήβα
κι αργά-αργά την έσυρε μέχρι τη Σαλαμίνα.

Άργησες Αντιγόνη
σαράντα χρόνους άργησες
δεκάδων αδερφών σου τα άταφα κουφάρια σωρευτήκαν.

Άργησες Αντιγόνη
το μαρτυρούν μοιρολογίστρες άλαλες
σαράντα χρόνους στη δίκιά σου προσμονή αραχνιασμένες.

Άργησες Αντιγόνη
δεν έχει χώμα πια αυτή η γης
των αδερφών σου τα κουφάρια να σκεπάσεις
το πήρε, το παρέσυρε ο βοριάς ο βαρβαροκουβαλητής.

Άργησες Αντιγόνη
καλοδεχούμενη δεν είσαι πια σ’ αυτό τον τόπο
στις χαρακιές των βράχων μόνο πια
μπορείς να έρχεσαι την άνοιξη σαν Ανεμώνη.



ΜΑΡΙΑ ΙΖΑΜΠΕΛΛΑ ΑΧΙΛΛΕΩΣ


ΑΤΙΤΛΟ


Από τότε που με άγγιξες
σταμάτησα να διαβάζω
θλιμμένους ποιητές
και οι λέξεις
δεν με κοιτούν κατάματα θυμωμένες.
Κάποτε μάλιστα, μου σκάνε και χαμόγελο
που μοιάζει στο δικό σου
και ορκίζομαι
πως έχω γίνει τόσο μικρή
που μπορώ να χωρέσω
στις χαραμάδες του ωμέγα
του σ’ αγαπώ που σου γράφω
όπως ακριβώς
φωλιάζω μες στη χούφτα σου
σαν γίνομαι δική σου.
Στο τέρμα του χαμόγελού μου
μια πλανόδια σκέψη δεν λέει να μ’ αφήσει:
Τη μέρα που θα φύγεις
σιγά-σιγά θα πετρώσω
και θα γίνω
το πιο λυπημένο άγραφο ποίημά μου.




ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ


ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΜΑΣ


Πωλούνται όλων των ειδών σημαίες
ανακοινώνει καθημερινά η πινακίδα.

Λόγω αλλαγής στο εμπόρευμα
διατίθενται σε χαμηλές τιμές
mi σ’ όλους τους χρωματισμούς.

Πάρε κόσμε παρεό για τα καλοκαίρια σου!

Η μνήμη ξέμεινε
στις κουτές με τη ναφθαλίνη.

Θυμάμαι παλαιότερα
όταν ο πατέρας ολόισιος διέταζε σιωπή
στον ιστό της ανέβαινε η σημαία
παλιά και ξεβαμμένη
μ’ ένα γαλάζιο τόσο γλυκό
σαν τρυφερό σεντόνι.

Κυμάτιζε ένα πανί
και διέσχιζε την απέναντι θάλασσα
χάδι του αέρα
Πήγασος που μας έτρεχε
πέρα από την απαντοχή.

Και ήταν τότε
που εκεί
μες στο χωράφι μας
παρέλαυναν πατρίδες.




ΣΚΕΥΗ ΓΙΑΓΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ


ΔΥΟΣΜΟΣ


Ένα ραβδάκι δυόσμου
μέσα στην πράσινη του απογοήτευση
συλλάβιζε ψιθυριστά θυμίαμα
να διώξει την ομίχλη που εισέβαλε
πίσω από τα παλιά ρολόγια
να ξεχάσει μια κίτρινη αγάπη
που ταλαιπωρούσε το χρωματιστό του ανάστημα
να δώσει τέλος στη θλιμμένη ιστορία τους.

Στη γαλήνη του απογεύματος
η ανάσα του έρωτα το άγγιξε βελούδινα
μούδιασε τις αρθρώσεις του
τα φύλλα του φούντωσαν φτερά
δροσοσταλίδες τσαγιού το μεταμόρφωσαν.

Ώρες στόλιζε, ώρες μετρούσε
λίκνιζε την ευωδιά του
στης άνοιξης το μουρμουρητό
τα ζωηρά της όνειρα
στο κέλυφος του καρυδιού ζωγράφιζε.

Ήθελε να σπάσει τη σιωπή τους.




ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΑΦΚΑ


Αξιότιμε Φραντς,
Σας στέλνω το γράμμα αυτό μέσω ΕΛΤΑ -έχουν δικά τους μυστικά περάσματα μέχρι την άβυσσο του ουρανού που είστε. Διάβασα χτες τη «Μεταμόρφωση» και μ’ έβαλε σε σκέψεις το τεράστιο σκαθάρι σας, ο Γκρέκορ.
Αυτή η φιγούρα η τραγική που μεταμόρφωσε σταδιακά την οικογένεια του.
Και σας ρωτώ. Γιατί το κάνατε στον χαρακτήρα σας αυτό;
Να ζει μία ζωή μονάχα για τους άλλους; Αναρωτιέμαι αν είμαι και εγώ όπως αυτός μήπως μεταμορφώνομαι σταδιακά σ’ ένα σκαθάρι με τη σκληρή επίπεδη κοιλιά και τα μικρά μου μαύρα ποδαράκια.
Μήπως σέρνομαι στο πάτωμα κι εγώ και δεν με φτάνει πια το φως του ήλιου.
Και μήπως κιόλας εγκατασταθώ αιώνια εκεί, εκεί που οι άλλοι θα ρίχνουν μια βιαστική ματιά και το σκοτάδι θα κάνει ηπιότερο το αποκρουστικό.
Μα αυτό που πιο πολύ απ’ όλα με φοβίζει είναι να συνηθίσω πια να είμαι ένα σκαθάρι, η απομόνωση να γίνεται η οικογένειά μου, ό,τι με τρέφει να είναι σάπιο και μικρό.
Όσο για την Γκέτε, την μικρή του αδελφή, -κάμπια που τρέφονταν απ’ όσα φύτευε ο Γκρέκορ- μας την μεταμορφώσατε σε πεταλούδα ξαφνικά, συλλέκτρια της γύρης των πιο ωραίων λουλουδιών, γεύμα που μοίραζε απλόχερα το βράδυ στους δικούς της.
0 Γκρέκορ όμως οριστικά απών.
Αξιότιμέ μου Φραντς, μεγάλε συγγραφέα, δεν θέλω να καταλήξω και εγώ όπως ο ήρωάς σας.
Πέστε μου πως δεν κατάλαβα καλά, πως άλλο θέλατε να πείτε. Πέστε
μου ότι δεν είμαι ο Γκρέκορ.
Θα περιμένω με ανυπομονησία μιαν απάντησή σας.

Με εκτίμηση
ένα σκαθάρι



ΕΛΕΝΑ ΣΑΒΒΑ ΚΙΝΝΗ


ΑΝΑΣΑ


Κι αν κάπου
στο κεντημένο λιβάδι της ακτής
στους πράσινους κάμπους της θάλασσας
σε ένα άλμπουρο μοναχικό
κατακρεουργημένο
που μεσοπέλαγα ιχνηλατεί
κρυμμένη την αγάπη
αντικρίσεις σε πλήρη αταραξία
τον δάσκαλο
ντυμένο τον χιτώνα του φωτός
είναι συνομωσία
μην διστάσεις
άπλωσε το χέρι
ίαση θα’ ναι.



ΜΕΛΑΝΗ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥ


ΧΑΪΚΟΥ


1.
Καρδιά καθαρή.
Ουράνιο ταξίδι
ευωδιάζει.


2.
Ψυχούλα πονεί.
Θεϊκή παρηγοριά
λάλημα πουλιού.


3.
Φύλλα συκής πια
δεν με προστατεύουνε.
Ερωτεύτηκα.


4.
Το καρναβάλι
καταργεί τις μάσκες μας
ανατρεπτικά.


5.
Άκου! Μουσική...
Φτερά αγγέλων μιλούν
στους γαλαξίες.


6.
Το να θεωρείς
τη ζωή αλάνθαστη
ανυπόφορο.


7.
Ξεθεώνομαι
κάθε φορά που βλέπω
τα σκοτάδια μου.



ΝΑΤΑΣΑ ΑΘΗΑΙΝΙΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ


ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ


Βραδιάζει.
Στο λιμάνι τα πλοία σώπασαν πίσω απ’ τα σύννεφα.
Οι ναυτικοί ξεμπάρκαραν σε σκοτεινά σοκάκια υπνωτισμένοι.
Τότε ξεχώρισε αυτή σαν οπτασία βουβή μέσα στη νύχτα.
Είχε φορέσει ανάποδα τη μαύρη της μαντίλα
προτού ξεμυτίσει αθέατη
στην προκυμαία της γαλάζιας πατρίδας.
Από πίκρα είναι γραμμένο το όνομά της.
Όλεθρο και καπνό μυρίζει το κορμί της.
Αυτήν, βλέπω, με τα σβησμένα μάτια
και τη μαντίλα ανάποδα δεμένη σαν γόρδιο δεσμό
που δεν έμελλε ποτέ κανείς να λύσει.
Γι’ αυτήν, γράφω, που περιφέρεται
πατώντας τα πλήκτρα του ακορντεόν.

Ένα παιδί με κίτρινο ποδήλατο της χαμογέλασε.
Ένα ζευγάρι ερωτευμένων τη φοβήθηκε.
Ένα γατί μπλέχτηκε στα βήματά της.
Ένα άστρο φώτισε τη σκιά της.
Μετά σκοτάδι...

Άπλωσε το πανωφόρι της στον δρόμο
κι αποκοιμήθηκε.
Πάνω απ’ τα χνώτα της
δυο περιστέρια φτερούγισαν
κι έσβησαν όλες τις φωτιές.
Ημέρεψε.

Μια φεγγοβολή είχε μόλις σχίσει
τον θαμπό ορίζοντα.



ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΟΥ


ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ


Η γεύση είναι ακόμα στυφή.
Πρόσθεσα μαύρη ζάχαρη και λιγοστή κανέλλα
άνοιξα τα δεφτέρια της μαγειρικής.
Τα ζώδια σώπασαν επικινδύνως.

Με μαύρα γυαλιά και τα αθλητικά στο χέρι
αποχαιρέτησα το κατάπληκτο άλογο.
Στη στροφή βρήκα τις ράγιες εκτροχιασμένες.
Στην καστανή λιακάδα ψάχνω ακόμη
για το κατάλληλο μπαχαρικό...




ΜΑΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ


ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ


Πού και πού, ένας άνεμος επισκέπτης
μου ανοίγει την πόρτα
και τότε το δωμάτιο
γίνεται μεγάλο λούνα παρκ.

Το καρουζέλ του ξεκινά από την καρδιά
παίρνει αίμα και στριφογυρίζοντας
βάφει τα δειλινά.
Στάζουν επάνω του κόκκινες παπαρούνες.

Η ρόδα του πάλι
βουτά στα βάθη του ωκεανού
φορτώνει δάκρυα και ψηλά τα ανεβάζει.
Στο κατέβασμά της φέρνει αγγέλους παρηγοριάς
ανάβει τον ήλιο να κρατά τα χέρια μου ζεστά
μην κουραστούν ποτέ να στεγνώνουν τα μάτια σου.
Και τι δε θα ’δινα, αυτοί οι τεράστιοι κύκλοι
να μη σταματήσουν ποτέ να δια-σταυρώνονται
για σένα.



ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


ΤΟ ΤΡΕΝΟ


Ένα κομμάτι παιδικότητας
που κρεμόταν ξεχασμένο
σε ξανθά μαλλιά
έπεσε με πάταγο στο χώμα.

Η τσίχλα στο στόμα της
είχε γεύση σκουριάς
μα δεν έλεγε να τη φτύσει.
Αναβίωνε παράτολμες σκανταλιές
από μια ομιχλώδη εποχή
και θύμιζε οξειδωμένο μέταλλο
απομεινάρι ενός τρένου παρελθόντος
σε απόσυρση
που επιδείκνυε μαζοχιστικά τη φθορά του.

Το σύμπαν το δικό μας
ήταν αδιέξοδο.
Καταδίωκε σκέψεις πουλιά
που μόνο κύκλους έκαναν
και ολοένα μίκραινε
καθώς εμείς μεγαλώναμε.

Το τρένο
δεν ευτύχησε να ξεκινήσει.
Μουγγή η σφυρίχτρα αναχώρησης
δεν μας γλύτωσε απ’ της συνήθειας
την κινούμενη άμμο.
Καθηλωμένο από κρίσεις πανικού
ή επεισόδια αιφνίδιας δειλίας
απέμεινε σφηνωμένο
στις αναπηρικές του ράγες.
Αναβάλλοντας μεθοδικά την έναρξη
φτάσαμε αισίως στο τέλος
ακούγοντας μόνο
το δικό μας χειροκρότημα
που εξασφάλιζε εκ του ασφαλούς
τον δικό μας δια-συρμό.

Ε, εσείς πουλιά
πώς είναι να γυρίζεις σπίτι;
Γιατί εγώ
δεν έφυγα ποτέ.



ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΚΚΟΣ


ΚΙΤΡΙΝΗ ΣΑΝ ΛΕΜΟΝΙ


Χωράει πλην ένα παντελόνι σε μια βαλίτσα;
Δεν είναι πρόβλημα μαθηματικό, ούτε κβαντικό παράδοξο.
Τότε που ήρθε ο πατέρας μου από τον πόλεμο, το παντελόνι που φόραγε ήταν δανεικό, αφού το δικό του ήταν στρατιωτικό και αν τον πιάνανε θα τον σκότωναν κι εκείνον και τη μάνα μου. Με δανεικό παντελόνι τι να την κάνεις τη βαλίτσα, τι να τοποθετήσεις μέσα; Έτσι ήρθε ο πατέρας μου, με δανεικό παντελόνι και δίχως βαλίτσα. Προτού κάνω το πρώτο μου βήμα, προτού οι αναμνήσεις αρχίσουν να χαράζονται, και πάλι χωρίς βαλίτσα έπαιρνε τον δρόμο της ξενιτιάς. Γιατί να κουβαλάς ξένα ρούχα σε δανεική βαλίτσα; Δεν θυμάμαι πότε την είχα δει πρώτη φορά. Πιο δυνατές στη μνήμη μου θαρρώ ήταν οι αφηγήσεις της μητέρας, όταν την αντίκρισε ενάμιση χρόνο μετά, που
τον ακολουθήσαμε στην ξενιτιά. Της είχε κάνει τόση εντύπωση που μου ’λεγε πως, σαν την είδε, δεν μπορούσε να σταματήσει να γελά. Ολοκίτρινη, τεράστια, σκληρή, με μεταλλικούς τροχούς, αστραφτερή, εσωτερικά φοδραρισμένη με χρυσό γυαλιστερό ρούχο που είχε τυπωμένο το σήμα της εταιρίας, όμως άδεια! Το πιο αστείο που μου περιέγραφε η μάνα μου ήταν που είχε ειδική κρεμάστρα για κοστούμια αλλά ο πατέρας μου δεν είχε ούτε σακάκι. Όλοι μαζί δεν είχαμε αρκετά ρούχα να τη γεμίσουμε. Αυτό είναι που πρωτοθυμάμαι για αυτήν. Φορούσε όλες μας τις ζωές μέσα της, όλα μας τα υπάρχοντα. Με μια μόνο βαλίτσα ταξιδεύαμε. Όλη η οικογένειά μου.
Σαν επιστρέψαμε από την ξενιτιά δεν την καταχωνιάσαμε σε καμιά αποθήκη. Σε μια γωνιά του διαδρόμου την είχαμε να είναι έτοιμη. Και έτσι συχνά την έπαιρνε και ταξίδευε ο πατέρας.
Ώσπου ήρθε και η δική μου η σειρά να ταξιδέψω. Τα παντελόνια μου τουλάχιστον ήταν δικά μου. Εισιτήριο μιας διαδρομής. Τότε ήταν που την κληρονόμησα. Είχε γεράσει, είχε ακριβώς τα χρόνια μου αλλά μεγαλύτερη απόσταση από μένα είχε διανύσει.
Γεμάτη σημάδια και αυτοκόλλητα από προορισμούς μακρινούς, όπως από εκείνον τον τελώνη που όμοια με αυτήν δεν είχε ξαναδεί και στάμπαρε με τη σφραγίδα του εκείνο το ανεξίτηλο «Pass». Κι έτσι πέρασε μαζί μου απέναντι από τον μεγάλο ωκεανό, και την ώρα που την είδα για πρώτη φορά να ξεχωρίζει ανάμεσα από τις μουντές υπόλοιπες βαλίτσες στην πασαρέλα των αποσκευών έχασα τον έλεγχο της αναπνοής μου. Στο μακρύ ταξίδι είχε χάσει τη μια μεταλλική της ρόδα και τώρα κουτσή έπρεπε να την περιφέρω. Στο μηχανουργείο της νέας μου δουλειάς έφτιαξα ανοξείδωτο νέο τροχό και της τον φόρεσα. Χωρούσε τέλεια στο παλιό αμάξι που αγόρασα, και παρ’ όλο που δεν χρειαζόμουν ποτέ τόσο μεγάλο χώρο για αποσκευές, ολόκληρη την ήπειρο μαζί της ταξίδεψα. Και όταν τα σημάδια του χρόνου στο κορμί της έγιναν ανυπόφορα, μια Κυριακή θυμάμαι πήρα σφουγγάρια και σύρματα τριψίματος και βάλθηκα να την ανανεώσω. Τα χάρτινα όλα με μεγάλη ευκολία έφυγαν, το ίδιο κι οι βρωμιές και τα λάδια απ’ το αμάξι. Μονάχα εκείνη η ανεξίτηλη σφραγίδα του Ινδού δεν έλεγε να φύγει. Δεν ήθελε η βαλίτσα να την αποχωριστεί. Ήτανε «Pass», είχε περάσει και το ’χε καμάρι φαίνεται.
Η καθαριότητα όμως φαίνεται πως δεν αρκούσε. Τα σημάδια κι οι ουλές ήταν βαθιά, τα μηχανικά της μέρη σιγά σιγά αποσυντίθονταν. Έφευγαν οι μεντεσέδες, τα χερούλια, οι κλειδαριές. Κουράστηκε, μα δεν μου πήγαινε η καρδιά να την πετάξω. Δεν της έπρεπε μες στα σκουπίδια να χαθεί. Γι’ αυτό κι εγώ γι’ αυτήν την τελευταία της έξοδο με ειδικό πλαστικό την έντυσα. Κι εκείνη συνεργάστηκε. Σαν μεγαλοκοπέλα στα αζήτητα από χρόνια, έκρυψε το κίτρινο χρώμα της μέσα στο διάφανο νυφικό και ταξίδεψε για τελευταία φορά ντροπαλή μέχρι τον γάμο.



ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ


Η ΦΥΓΗ


Έχουν περάσει τόσα χρόνια
που δεν έχει σημασία πια
βιβλίο πεταμένο στην μπανιέρα η ζωή
γράμματα ατάκτως ερριμμένα
φωνάζουν τρομαγμένα
ρίχνουν σκιές στο λιγοστό νερό
ανίκανο κι αυτό να ξεδιψάσει
την τόση δίψα.

Ας πάρουμε τη γομολάστιχα
να σβήσουμε τα ίχνη μας
μια κι η αυριανή ημέρα
προπορεύεται του θανάτου μας
να κλείσουμε την πόρτα που οδηγεί
στο πεπρωμένο μας
η δική μας φυγή στην Αίγυπτο
των παιδικών μας χρόνων η συνήθεια
ουρλιάζει μαζί με τις σειρήνες
όχι του Οδυσσέα
μα τις άλλες
που τρυπούν αλύπητα την ψυχή μας.



ΔΕΣΠΩ Ζ. ΠΛΑΤΡΙΤΗ


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ


Όταν πεθάνω, δεν θα ’θελα τα τετριμμένα:
Δυσαναπλήρωτο το κενό, φτωχότερη η πατρίδα
η κοινωνία, η οικογένεια και τα λοιπά.

Μην λυπηθείτε.
Η λύπη σας θα διαρκέσει όσο τα χρόνια σας.
Στο τέλος θα ξεθυμάνει.

Μόνο πως αθώωσα την ανάσα να κρατήσετε.
Ότι προσπάθησα
-και ίσως κάποτε να το κατάφερα-
με έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

Μα, ναι
έναν αναστεναγμό ανακούφισης κρατήστε.
Θα έχω πλήρως δικαιολογηθεί.



ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΣΟΥΡΗ


ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ


Στην άγραφη γραμμή
της έννοιας του χρόνου
για πότε σύρθηκε η ζωή
από τη γαλανή επικράτεια
και στο άγνωστο αιωρείται.

Άγαρμποι στη στεριά
έξω από το νερό
ζαλίζονται οι αιώνες.

Κάτω απ’ το φως του ενός
και μέγα προβολέα
καμιά παράσταση δεν παίζεται.

Βίαιο πήδημα
κι από το φως ορμητικά
ντύνεται το σκοτάδι.

0 ρόλος του αγγέλου
εν τέλει αντιφατικός.

Απών
όταν ο άνεμος
κόκκινη και ζεστή
στην άσφαλτο
του έκλεβε την πνοή.

Τώρα ο κάμπος του τίποτα
στεγνός θα ’ναι το καλοκαίρι.
Όπως κι οι εποχές
που μάταια με τα δώρα τους
θα τον αναζητούν.

Ωστόσο αυτός
με τα άκρως επικίνδυνα
εφηβικά παιχνίδια του
στην κόψη του ουρανού
αμέριμνος, πλέον, θα ασχολείται.



ΘΕΟΔΩΡΑ ΦΟΥΤΡΟΥ


ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ


Τώρα, αλλού η ψυχή μου βρίσκεται
κι αλλού το σώμα.
Ελέφαντας δεμένος με κλωστή
που κάποτε του είχαν πει
να μη σαλέψει.

Αιχμάλωτη
στην εικόνα του υπάκουου παιδιού
ψαρεύω υψηλούς βαθμούς
την ανομβρία της ψυχής
με αγάπη να ποτίσω.

Κι ορκίστηκα
να μην αφήσω άνυδρα ποτέ μου τα παιδιά
ανήμπορα σε τούτη την ψαριά
αιώνια παιδιά, άκαρπα δέντρα.

Ανθισμένα
μα άκαρπα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου