Ποιήματα δύο νέων ποιητών, της Τουρκοκύπριας Τούγτσε Τέκχανλι και του Ελληνοκύπριου Αντρέα Τιμοθέου, που βραβεύτηκαν σε δικοινοτικό διαγωνισμό για νέους ποιητές τον οποίο διοργάνωσαν η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και η Ένωση Τουρκοκυπρίων Καλλιτεχνών και Λογοτεχνών.
Η Τούγτσε Τέκανλι γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1990. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Διερμηνείας και Μετάφρασης στην Αγγλική του Πανεπιστημίου Χατζέτεπε. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο, την Τουρκία και τη Γερμανία. Συμμετείχε στο Διεθνές
Φεστιβάλ Νέων Ποιητών, το οποίο διοργανώθηκε από το Ιδεόγραμμα. Ασχολείται με το θέατρο και τον χορό.
Ο Αντρέας Τιμοθέου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1990. Σπούδασε με υποτροφίες, Επιστήμες της Αγωγής και Διδακτική του Γλωσσικού Μαθήματος, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων. Ποιήματα και διηγήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.
Τούγτσε Τέκχανλι/ Tuğçe Tekhanlı
Τούγτσε Τέκχανλι/ Tugpe Tekhanli
ΗΜΟΥΝ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ
ΠΕΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ
ME TON BAN ΓΚΟΓΚ ΣΤΗΝ ΕΝΑΣΤΡΗ ΝΥΧΤΑ
είσαι μια νύχτα με έντεκα αστέρια
το κυπαρίσσι... τα μαλλιά της θεάς
στο πλάι
βυθίστηκα στη δίνη του μυαλού σου και
στο στόμα σου περιπλανήθηκα
τα υπόλοιπα είναι ψευδαισθήσεις του ζωγράφου
TO ΠΑΛΕΥΩ
επίτηδες
ψάχνω τα πράγματά μου σε λάθος βεστιάριο
αν ο λαιμός μου δεν ενοχληθεί, δεν ζητώ το κασκόλ μου
αν μου διαβάσεις μια δημηγορία
αν χάσεις τα λόγια σου
ή αν έχεις στο πρόσωπο σου μια γκριμάτσα,
τότε δεν φεύγει η Οφηλία
ΒΡΕΓΜΕΝΟΙ
Ι
μια χελώνα είμαι που δεν μπόρεσε
να αποφύγει την κούραση της υπομονής
εσύ, τα πορτοκαλί ψάρια που τόσες φορές χάιδεψα
στον πάτο εκείνης της τεχνητής λίμνης με τα φύκια
ΙΙ
στα χέρια μου σταματάει για λίγο η γύμνια σου
ανάρμοστα ένστικτα πέφτουν από το συρτάρι
και από το αλάτι εσύ/εγώ
III.
τις ρωγμές της καρδιάς μου γέμισέ τες σε έναν καμβά
τώρα
η θλίψη δεν έχει εγκατασταθεί
μην ξεχάσεις τα πτερύγιά μου
AN ΓΝΩΡΙΖΕ Η ΠΕΤΡΑ TON ΕΡΩΤΑ
εξοργίζομαι
τα πόδια μου
ταράζουν τον βαθύ ύπνο της πέτρας
τη σπρώχνουν στην ακτή, σε κάτι που μοιάζει με λίμνη
λένε ότι εκεί υπάρχει κάποια
που τον αγκαλιάζει ασταμάτητα
υπάρχει κάτι· λάθος γνωρίζουν
αν ο ρυθμός της μουσικής είναι προβλέψιμος,
αυτό το λέμε «αφοσίωση στα λόγια»
πάντα η ίδια χλιαρότητα
και εάν αποτραβηχτεί θα γυρίσει αναγκαστικά, λένε,
και θα αγγίξει την πέτρα στην ακτή της
ήμουν στα βαθιά
πολλές φορές είχα πειστεί για το αντίθετο·
αν η πέτρα γνώριζε τον έρωτα θα αγαπούσε την ψύχρα
αν μη τι άλλο, θα πολλαπλασιάζονταν τα νεογιλά δόντια
στο στόμα των πουλαριών
εκείνος ο κολπίσκος δεν είναι δικός μου, εκείνη η ακτή
μην τα ανακατεύετε
δεν μαζεύεται χιόνι στο σβέρκο της πέτρας
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
ήταν θρασύς
λες και διαπερνώντας τον ουρανό
θα έμπαινε μέσα μου
παρατήσαμε για μια στιγμή
ξεθώριασε το ύψος του ώμου μας
μια ατελής καμπύλη
που μείναμε να την επαναλαμβάνουμε στον εαυτό μας
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΟΥΣΙΑ
η πλάτη σας πώς μπορεί και δείχνει
ότι κοιμάστε μόνοι
μετά από μια συνουσία
αμέσως πριν στο μπαλκόνι
εγώ
ακόμη και το να ντυθώ μπροστά σας
το θεωρούσα αγκάλιασμα με κάποιον
τώρα μπαίνω μέσα σε ένα τσουβάλι
πρέπει να καταφέρω να περπατήσω έτσι μέχρι να βγω από την
πόρτα
έτσι κι αλλιώς δεν θα με έβλεπε κανείς αν κυλούσα από τις
σκάλες
πριν χρόνια είχα πει σε κάποιον:
μην κοιτάξετε στην κατεύθυνση που πηγαίνω
μαζέψτε με από τα μέρη όπου πέφτω
ο άνθρωπος είναι εκείνες τις στιγμές που θέλει πιο πολύ
κάποιον να τον μαζέψει
αφού πέσει από το κλαδί του
καθώς σκόνταφτα στις πέτρες των προσώπων σας
θυμήθηκα·
πριν λίγο χάιδεψα την πλάτη σας
με την άκρη των μαλλιών μου
το λουρί είναι κάποτε τα ίδια τα μαλλιά του, του ανθρώπου
καστανό και με λεπτές τρίχες
ΚΡΕΜΑΣΤΟ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ
θα βάλω τα κρεμαστά μου σκουλαρίκια σήμερα
γιατί πρέπει να κρεμαστεί κάτι από μένα στο έξω μου
αυτά θα πουν
αυτά να ρωτήσουν
τη φωνή που δεν κατάφερα να βγάλω σε σένα
μήπως αρχίζει από τα σκουλαρίκια
η αίσθηση ότι δεν φτάνεις κάτι
σε ένα ακίνητο λαιμό για παράδειγμα
ΠΕΤΟΝΙΑ
Ι
το ψάρι μένει να κρέμεται με την υπνηλία του
στην πετονιά
η αιχμαλωσία του μετράει για κατόρθωμα
εγώ δεν μπορώ να το δω έτσι
II.
ενώ τα πρόσωπα είναι μια αμελητέα ανάμνηση στους δρόμους
τα αμάξια με άφησαν χωρίς απαντήσεις
III.
πρέπει κι εγώ να βυθιστώ στην περισυλλογή ενός τζαμιού
υπάρχει άραγε κάποιος που θα καταλάβει καλύτερα την
ομίχλη μου
και θα αναλάβει την ευθύνη για το έγκλημα;
IV.
θα έλεγα ότι με πρόσβαλε αυτός ο κόσμος
αν έμενε ένα κομμάτι μου που να μπορεί να μιλήσει
Αντρέας Τιμοθέου
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΕΝΝΗΣΗ
Με γέννησε
γενεά προηγούμενη
γυναίκα λεβαντωμένη
γυναίκα μυρωμένη
γυναίκα.
Μ’ έναν σπασμό μουσικής
με έφερε στον κόσμο
και μου τραγούδησε
να ’χω υπομονή
και μου φόρεσε ανθούς
να έχω χάρη
και να προσέχω μου 'τάξε
μια αγάπη.
Με γέννησε ένας στεναγμός
κι ένα χαμόγελο,
η ανάσα και η ματιά σου.
Με τούτα γεύτηκα τον κόσμο.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Οι ποιητές,
τα χαρακώματα της κοινωνίας,
οι κοινωνοί του κενού
οι μυημένοι της απώλειας,
δεν έπαψαν ποτέ
να μαρτυράνε εκείνη την πρώτη πληγή.
Σιωπούν μέσα στους στίχους
τις φωνές που πνίγονται κι όλο μεγαλώνουν.
Πλάθουν καταφύγια αθόρυβα.
Μεριμνάνε
για τα αρπακτικά που κουβαλούν.
Τεκμήρια, οι λέξεις τους...
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Στην
ποιήτρια Ναδίνα Δημητρίου
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε»...
Ένα ρήμα που την πρόδωσε
μα εκείνη ακόμα χαμογελούσε.
Οι λέξεις της σκόρπιες μέσα στο σπίτι,
δίπλα απ’ τα πορτρέτα και τους πίνακες.
Οι στίχοι της κρεμάμενοι δίπλα στις κουρτίνες
να αντικρίζουν το φως,
ν’ αναγνωρίζουν το αύριο ερήμην της,
μα πάντα εντός της.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε»...
Το πέρασμα των εποχών και των ανθρώπων.
Ένα κομμάτι παρελθόν
διακοσμητικό στοιχείο σπάνιο των ημερών
σε όλους τους χώρους...
Μαρτυρούσε, πιο πολύ τα δειλινά θαρρώ.
Αιφνιδίαζε τις σιωπές, κατοχύρωνε τις σκέψεις.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε»...
Την περασμένη αίγλη του
που κατοικεί ολόκληρη
στις ανατολές της αγάπης του
φοβούμενο τη δύση.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε»...
Μα τώρα πια δεν είχε και τόση σημασία.
Στα μάτια της χαραγμένη η ευλάβεια του ποιητή
και στα χέρια οι κόσμοι που τώρα ζούσε...
Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ
Υπάρχουν κι απ’ την άλλη πλευρά ποιητές.
Υπάρχουν κι απ’ την άλλη πλευρά
άνθρωποι που ζήσαν τον ξεσπιτωμό,
που είδαν να μεγαλώνει τ' άδικο
μες στους κροτάφους τους,
που γέρασαν μέσα σε σπίτια ξένα
με μνήμες μιας άλλης γης.
Υπάρχουμε κι εμείς γι' αυτούς,
η άλλη πλευρά.
ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα μου
απ’ τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται ένα δοχείο διαδρομής
και μοτίβα διαλεκτών υαλικών
ιταλικής προέλευσης, κατά προτίμηση.
Παραδίδεται το σώμα
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά τον χρόνο,
τον χρόνο που ήταν πάντα λίγος.
Τις Δευτέρες, ως διά μαγείας,
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς
μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
τα χατίρια της άνοιξης...
Ευγνώμων, προσδοκώ.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠ' ΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ
Κοίταζαν κι οι δυο στο κενό.
Η μια τη ζωή που άφησε
η άλλη τη ζωή που έχανε.
Σχεδόν αδιάφορη η μεταξύ τους παρέα
σχεδόν ανέγγιχτα τα χέρια του βραδινού περιπάτου.
Τα χέρια που τη σήκωναν, την τάιζαν, την έπλεναν.
Τα χέρια που της άναβαν το κερί
τις Κυριακές στην εκκλησιά,
σε απλήρωτες υπερωρίες.
Τα ίδια χέρια που θα της άλλαζαν τις πάνες
στις δύσκολες μέρες.
Τα χέρια που λάμβαναν
σ' έναν καθωσπρέπει φάκελο εξιλέωσης
μια μηνιαία οφειλή, στα γηρατειά.
Τα χέρια που θα της έκλειναν
κάποιο ξημέρωμα τα μάτια.
ΕΞΙΛΕΩΣΗ ΑΓΑΠΗΣ
Καθάρισα την ξύλινη καρέκλα σου με ανθόνερο,
όπως καθαρίζαμε τότες
τα εικονίσματα των Αγίων.
Σε ρωτούσα γιατί
και μου απαντούσες «από αγάπη».
Από αγάπη και τώρα...
μοιάζει να 'ναι ο μόνος ήχος πίσω σου,
ο μόνος αντίλαλος φωνής στο βουβό σου σπίτι...
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Το δέντρο σου δεν στόλισα
τούτα τα Χριστούγεννα.
Τα στολίδια απ' το Έσσεξ
και τους κόσμους που με ταξίδευες
κλαίνε μονάχα στην αποθήκη
παρέα με τον σκόρο.
Μα προνοώ ακόμα
για τα λουλούδια της αυλής και τα υπάρχοντά σου.
Προνοώ και το καντήλι σου,
πάντα μετά τη βροχή.
Υπόσχομαι να προλαβαίνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου