Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΕΝΕΜ ΓΚΙΟΚΕΛ (SENEM GOKEL)


1-senem
Η Σενέμ Γκιοκέλ (Senem Gokel) γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1982 . Αποφοίτησε από το τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στην Κύπρο (EMU) και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου. Τα ποιήματα, οι μεταφράσεις και τα δοκίμιά της δημοσιεύονται από το 2005 σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία όπως τα Varlik, Kitap-lik, Isirgan, Cadences και ΕΝΕΚΕΝ
Μετέφρασε στα τουρκικά ελληνοκύπριους ποιητές όπως η Νίκη Μαραγκού και εξέδωσε τα ποιήματά τους για πρώτη φορά στην Τουρκία. Το 2012, μαζί με την ελληνοκύπρια ποιήτρια Μαρία Σιακαλλή, βραβεύτηκε με το Fikret Demirag Poetry Award (5ος Δικοινοτικός Λογοτεχνικός Διαγωνισμός) από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και την Ένωση Τουρκοκυπρίων Καλλιτεχνών και Συγγραφέων. Η δίγλωσση ποιητική συλλογή τους εκδόθηκε το 2012 και περιλαμβάνει τη πρώτη της ποιητική συλλογή «Ζουλιντέ η Δεύτερη».
Ο Gokel συμμετείχε σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και οργάνωσε μια ποιητική εκδήλωση με τίτλο «Κύπριοι ποιητές: Η υπέρβαση της σύγκρουσης»
σε συνεργασία με την National Poetry Library in London (Μάιος 2017).
Η Γκιοκέλ κάνει το διδακτορικό της στην Ιστορία, στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.


ΖΟΥΛΙΝΤΕ Η  ΔΕΥΤΕΡΗ (2012)

Μετάφραση: Ανθή Καρρά

CARNATION LILY LILY ROSE*

Πρέπει πάν’ απ’ τον θάνατό μου να διαβούν αιώνες
Σε τόπο άγνωστο σε μένα
σε όχθη λίμνης
σε χρόνο που στη χλόη συρρικνώνεται η γαλήνη
πρέπει να λάμπω όπως τα χαρτοφάναρα του πίνακα
Αμέριμνες παιδούλες
με κοντά μαλλιά να ανάβουνε και μένα
Μέσα σε κρίνους, γαρύφαλλα και ρόδα
*Η αναφορά στον πίνακα του Αμερικανού ζωγράφου John Singer Sargent. (Σ.τ.Μ.)

ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ

Ας μείνουνε στη γη οι αυταπάτες μου. Εγώ
τους φόβους μου θέλω να στοιβάξω σε τσουβάλια.
Αφού εσύ ανακοίνωσες σοφά πως θα τους πάρεις.
Θα κατεβείς κάτ’ απ’ τη γη
και θα επιστρέφεις χωρίς αυτούς στο τέλος.
Να σε περιμένω με μεγάλη υπομονή.
Σαν τσόφλι απ’ αμύγδαλο θα σπάσεις,
μ’ ένα μάρμαρο, όσα βλέπουν τα μάτια μας.
Γιατί θέλω να διασχίζω το διάδρομο
χωρίς να κοιτώ πίσω μου.
Για ένα ποτήρι νερό να φτάνω στην κουζίνα
και να το πίνω ήρεμα γουλιά γουλιά.
Χωρίς να υποψιάζομαι πως βγήκε με κουβάδες
από κείνα τα πηγάδια
Από πηγάδια όπου σώματα αδέσποτα υποτίθεται
πετάχτηκαν μ’ όλες τις ιστορίες τους.

ΣΤΑΧΥ ΞΑΝΘΟΣ Ο ΑΓΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕ ΚΟΡΑΚΙΑ*

Στάχυ ξανθός ο αγρός του με κοράκια
ο ουρανός μια δίνη θαλασσιά το κεφάλι του Βαν Γκογκ
Εσύ όμως όχι
όχι εσύ
Ποτέ δεν θα μ’ αφήσεις;
Άφησε με.
*Η αναφορά στον πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Βαν Γκογκ “Σιτοχώραφο με κοράκια” (Σ.τ.Μ.)

ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ

Μακάρι η μικρή ελιά κάτω απ’ τη βλεφαρίδα σου
που μοιάζει με κηλίδα μακρινού ιστιοφόρου να ’ταν
η γνώμη που ’χεις για τον εαυτό σου η άσχημη.
Μακάρι η απογοήτευσή σου να ήτανε αβρότητα
βουτηγμένη στο βάλσαμο
Ν’ αγάπαγες το πράσινο του πεύκου όσο εύκολα του πλάτανου
αγαπάς.
Το αντιλαμβάνομαι,
έχεις εξαντληθεί. Πρέπει να σου γνωρίσουν όλους τους νεκρούς
στο σπίτι.
Πρέπει να τρελαθείς και να χτυπάς στον καναπέ την πλάτη σου
να μουρμουρίζεις συνεχώς:
Χμμ χμμ χμμ χμμ
Πρέπει στα σπλάχνα σου να βυθιστεί σκοτάδι.
Πρέπει πούπουλα χήνας να πετάξει με ξεκοιλιασμένα μαξιλάρια
στον αέρα
το φοβερό νυφιάτικο λευκό.
Έχεις όμως το λόγο μου, θα μεγαλώσεις όπως τα φύκια.
Τίποτα πια δεν θα προβάλει αιχμηρό στα μάτια σου.
Και θα σ’ αρέσει έτσι να χορεύεις και να κροταλάς τα δάχτυλα
στους γάμους,
Ιχχ-
μάταιος κόπος
μάταιος.

ΠΙΝΑΚΑΣ

Λιώσαμε με τον ήλιο εγώ κι εσύ
κρεμιόμασταν στον ουρανό
Στάζω τώρα εγώ

ΑΠΟΒΡΑΔΟ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ

Τώρα οδηγώ αυτοκίνητο, δεν τρέχω.
Το χέρι του άπλωσε ένα παιδί
του κοριτσιού τον ώμο πάει ν’ αγγίξει.
Έτσι έπαιζα κι εγώ
στης Λευκωσίας τ’ απόβραδα.
Σήμερα έκανα μια βόλτα μες στα τείχη
Βγάλανε στις βεράντες τις καρέκλες τους τ’ αντρόγυνα
χαζεύουνε τ’ αυτοκινήτου μου τα φώτα.
Έξω απ’ τα τείχη απόλυτη σιγή
εκείνοι θρονιασμένοι πια στις πολυθρόνες τους.
Ακίνητη κοιτώ απ’ το παρμπρίζ
να περπατάει με το ραβδί του τον δερβίση –
λες και δεν έχει φόβο μέσα του κανένα.
Του κουβαλάει ένας νέος τη βαλίτσα.
Η πόρτα στο Μεγάλο Χάνι ανοιχτή,
να ’πίνα άραγε κι εγώ μια λεμονάδα;
Μπροστά απ’ το Σαράι άντρες που χηρέψαν
κάθονται και χαζεύουν τέτοια ώρα.
Την μέρα σταματούν.
Ούτε τύψεις θα έχουν,
ούτε καημό πως δεν τα βγάζουν πέρα μόνοι τους.
Μακάρι να μπορούσα να καθόμουνα κι εγώ
μπροστά απ’ το Σαράι σαν άντρας χήρος.
Τώρα οδηγώ αυτοκίνητο, δεν τρέχω.
-“Παίζει μια μουσική βαθειάς παραδοχής στο κασετόφωνο”.
Δεν θέλω άλλο να βιάζομαι.
Νωθρή κι αργόσχολη ας γίνω
σαν λεπρή
να μ’ εξορίσουνε στο Λεπροχώρι*
την πόλη μες στα τείχη την παλιά να νοσταλγήσω.
* Οι λεπροί ζούσαν επί αιώνες σε χωριά δικά τους έξω απ’τις πόλεις. Τα χωριά αυτά έφεραν διάφορες ονομασίες, (τουρκ. Miskinler Koyii) πάντα συναφείς με την ανίατη στο παρελθόν αυτή ασθένεια, όπως για παράδειγμα “Μισκινιές” ή “Λοβοχώρια» στην Κρήτη, που ερήμωσαν με τη δημιουργία αρχικά των λεπροκομείων και την ίαση των λεπρών στην συνέχεια. Αδυνατώντας να βρω την ακριβή κυπριακή τους ονομασία την οθωμανική περίοδο, επέλεξα – ποιητική αδεία – την απόδοση “Λεπροχώρι”. (Σ.τ.Μ.).

ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ

Για να μου γίνει μάθημα
Κλείσαν μια συμφωνία με το Θεό
Πετάχτηκαν μπροστά μου ένα ένα
Τώρα στο χώμα κοιτάζω κάθε φύλλο
μην είν’ κάνα σπουργίτι και το σκότωσα

ΤΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΣ ΚΕΙΝΕΣ ΟΙ ΩΡΑΙΕΣ ΚΟΙΛΙΕΣ ΤΟΥΣ

Γλυστρήσαν και γκαστρώθηκαν
τι στρογγυλές κείνες οι ωραίες κοιλιές τους
τι ωραία που μεγαλώνουν
“Δεν θέλω” αν πεις στα σουφρωμένα τους τα χείλη
χτυπάν οι μπούκλες τους σκορπίζουνε γοργά
Τ’ ασώματα πουκάμισα του άντρα τους
στοιβάζονται σε πάτο πηγαδιού
Ξεσπάει φασαρία
Εκείνος, περίπλοκα χορτάρια ξεριζώνει
Πρώτα θυμώνει λίγο
έπειτα σκύβει και τη φιλά στο μάγουλο
Εγώ αποβάλλω φύκια
Θαρρείς πως ζούνε ψάρια μες στα σπλάχνα μου
Τρικλίζει και μια θέρμη έρημος πνιγερή ρουφά τα πόδια μου
για ν’ αγαπήσει.

ΖΟΥΛΙΝΤΕ*

Είσαι σαν πρωινό που από ύψος στέγης μακρινής
στο χώμα αστράφτει, Ζουλιντέ.
Είσαι όμοια ροδάκινο. Ευτυχισμένο παραμύθι από
δυστυχισμένο στόμα.
“Μην ακουμπάτε όπου πονώ” λες με δειλό παράπονο.
Δεν ακουμπάμε, Ζουλιντέ.
* Γυναικείο όνομα που σημαίνει “ μπερδεμένη, περίπλοκη, ανάστατη”.

ΚΟΪ

Αν είχε πλάι στο σπίτι μου ένα πάρκο, κι ένα άλσος
τώρα εκεί, πλάι στη μικρή ανύπαρκτη λιμνούλα
σ’ ανύπαρκτο παγκάκι θα καθόμουν.
Μέρος καλό
να σκέφτεσαι και νέα θέματα να φτάσεις να σκεφτείς.
Πότε θα εμφανιστούν στην επιφάνεια
ανύπαρκτες ράχες διάστικτες ανύπαρκτων ψαριών κόι
να περιμένεις.
Δεν ξέρουν πως μπορεί να ’ναι παρηγοριά που κολυμπούν.
Όπως κι εγώ δεν ξέρω
ανάμεσα σ’ αλήθειες και σε λάθη
που δεν μπορώ να ξέρω.
“Απλώς περνούσα από δω” θέλω να πω αν με ρωτήσει κάποιο.
Τις κρύες κι ολισθηρές τους πλάτες
όσο χρόνο περνώ μην ξέροντας αν θέλω ή όχι δειλά ν’ αγγίξω
με πνίγουν τα βιβλία.
Γιατί μου προκαλούνε σύγχυση στο νου.
Στον ώμο ενός από αυτά θα ήθελα να κλάψω αν δεν φοβόμουν
το νερό
κι αν συναντιόμασταν ξανά
τυχαία σε κάποιο δρόμο
να κάνω πως το αγνοώ.

ΕΥΡΕΤΟΥ*

Το νερό των μαλλιών μου
Λίμνη χωριού εγκαταλελειμμένου
Ψηλώνουν
χαμηλώνουν
κατά μήκος των βάλτων
Πέρα μακριά
αγναντεύει Ρωμιός τσομπάνης
*Εγκαταλελειμμένο τουρκοκυπριακό χωριό στην επαρχία Πάφου, που το ομώνυμο φράγμα σκέπασε τα περισσότερα σπίτια του. (Σ.τ.Μ.)

ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΕΙ

σε μέρη μου που δεν μπορώ ν’ αγγίξω ν’ αγγίζεις τώρα
σε μέρη μου που και να προσπαθήσω δεν θα φτάσω
ν’ αφήνεις ίχνος από δόντι που βγαίνει όσο είσαι παιδί ακόμα
ν’ αφήνεις κοκκινάδι, πριν νιώσω καν εγώ την ανάγκη
να βάλω
από κατάλογο μπλε λουλουδιών μη με λησμονεί
με περιβάλλεις λίγο λίγο σαν αιώρα εσύ με σείεις
θ’ απιθωθούν χιονιού νιφάδες θα χυθούν θαρρείς αυτά
αν χυθώ μάζεψέ με
αν χυθώ μάζεψέ με
γαλάζιο π’ ανοιγοκλείνει γαλανό
κρατάω χώρια εσένα και τα μέρη σου
να μ’ έθαβαν μες στο κουτί αυτό με μένα και το κουτί
πού έφτιαξαν τα χέρια μου
αλλιώς χωρίς εσέ και τους χωρίς εσένα τόπους μου
αν πέταγα αν πετάξω
στάλες δροσιάς μιας ποίησης θα γίνω πάλι το φως θα πίνει.

ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡ ΑΛΕΞΕΓΙΕΒΙΤΣ ΝΤΙΕΒΟΥΣΚΙΝ

Δεν ικετεύει ο σανός
Εμείς δεν καταλάβαμε
Προήλθαμε απ’ τον ίλιγγο κουμπιού
που κρέμεται από μια κλωστή σ’ ένα παλτό

ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΣΤΑΧΤΕΣ

Πεθαίνοντας να στέκει κάπου
Ξεχασμένη στο τασάκι
Κάφτρα πορφυρή οδύνη λεπτότατο τσιγάρο –
να κάθεται στον πάτο
με σιλουέτα στάχτης που θραύεται ασάλευτη.
Ένας λάκκος στην καρέκλα όπου καθόμαστε –
φτάνει φτάνει να πω δεν έχω γλώσσα.
Ήταν Αυτός, ήταν Αυτός όπως πάντα τον ήξερες.
Με την ιερή γραφή του έλεγε όλο στο τσιγάρο να μεγαλώνει.
Όσο για σένα λιώναν τα δάχτυλά σου σε καπνό και στάχτες.
Κόκκινες στάχτες συντρίμμια ερείπια οδυνηρό τσιγάρο
Πεθαίνοντας να χτυπά σε μια καρδιά,
τικ
τακ
Στη σημείωση έγραφε αυτά.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Δεν μπορώ να σου εξηγήσω αυτό που λέω
Τ’ αράδιασα θαρρώ μαργαριτάρια
θα τα πάρεις θα τα βάλεις στον λαιμό σου
και τι ωραία θα μου πεις που παν με το φουστάνι σου.
Εσύ όμως κόβεις την κλωστή
το ένα μετά το άλλο ακούω τους ήχους τους
σκορπίζουν πέρα δώθε παρασύρονται.
Λες και θες να δείξεις πως δεν είμαι δίκαιη.
Σκέφτομαι σιωπηλή
σαν πουλί στο χιόνι το κεφάλι μου τινάζω.
“Συγγνώμη.”
“Θέλω να συζητήσουμε.”
“Το και το” θα πω.
“Το και το” κι εσύ.
Και θα λυθούν τα χέρια και των δυο από μπροστά μας
Θα μπούνε μες στις τσέπες μας μαζί με την σεμνή μας την αγάπη.

ΓΛΥΚΟ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Τι κακός που είστε, κυρ Μουχαλεμπί
Από τα μάγουλά σας κρέμονται όσα κάνετε
Απ’ την κοιλιά σας, όσα μέλλετε να κάνετε
Δεν λέω πως τα παραχοντραίνετε αυτά.

ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Εγώ είμαι η αλλεργία σου.
Η βλέννα στο λαιμό σου,
που σαν σαλιγκάρι τρέχει γρήγορα
κατά μήκος σου.
Η εξάποδη φοβία σου, θεοσκότεινη
– η Προσφιλής σου Έμπουσα Έμπουσα –
Στον ύπνο σου
σκαρφαλώνει στα πόδια σου
Στάζει απ’ τη μύτη σου,
ρέει στο στόμα σου
Δεν είναι ίδιον μου να μοιράζομαι, να πιάνομαι
να κλέβω ποίηση απ’ τα μεδούλια σου
Πρέπει απ’ την άκρη της να πιάσεις,
να τραβήξεις και να βγάλεις
Και να πετάξεις πέρα μακριά!
– Αμψού! Αμψού!

ΕΣΠΑΣΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΟΥ ΠΑΝΩ ΔΥΟ ΑΥΓΑ

Έσπασα στο παρελθόν μου πάνω δυο αυγά
Έκατσα και τα έφαγα με όρεξη
Έβγαλα την μπλούζα μου
Έβρεξα τα στήθια μου, τα ’πλυνα με σαπούνι.
Πήγα σ’ ένα σχοινί τα κρέμασα
Το δειλινό τα πήρα απ’ το σχοινί
Τα έβαλα στη θέση τους
Έκατσα στην κουνιστή καρέκλα, ώρα πολλή και κοίταζα
Ένα θεατρικό (!)
Έπαιζαν τα μάτια που βρήκα στη λεκάνη κι εγώ
Με κούκλας πλαστικής χαχανητό
– Παράτα με ! –
Τόπια κατρακυλήσαν ολόγυρά τους
έγλυψαν,
γλώσσες.

ΒΡΑΔΙΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Να ’σαι στην ουσία ακόμα ζωντανός
το βράδυ επιστρέφοντας
δεν ήταν κάτι που ήξερα.
Να ’σαι στρογγυλεμένος
Φουσκωμένος
Σαν τα ροδοκόκκινα μάγουλα
που ’χει της Σοφίας η αδελφή.

ΧΩΡΑ ΩΡΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΙΩΝ

Το ίδιο κάνουνε κι αυτοί
Κάνουν το άλμα για να φτάσουνε εκεί;
Άλλωστ’ αυτοί
λένε πράματ’ ακατανόητα
πιστεύοντας πως γίνονται έτσι αποδεκτοί με το κεφάλι τους
Πόσα και πόσα δεν πιστεύουνε με το κεφάλι τους
Τυφλοί στην ομορφιά τους τα παλιώνουν
Σαν να ’ν παπούτσια που τα λουστράρει κάθε βιβλίο που διαβάζουν
Κι όμως το χρώμα τους κάθε μέρα ξεθωριάζει
σαν άρρωστος,
κείτεται σαν νεκρός
έτσι κοιτάει ό,τι προβάλλει ευχάριστο στο μάτι το κεφάλι τους
Έχουν ξεχάσει πως τ’ αγαπάνε οι μανάδες τους.
Δεν τις αφήνουν με τα βασανισμένα χέρια τους να τα χαϊδέψουν
κεφάλια που όλο μεγαλώνουν και μεγαλοπιάνονται.
Καμιά φορά φιλάνε τα κεφάλια οι γυναίκες τους
Καμιά φορά γυναίκες που δεν ξέρουν οι γυναίκες τους
Κάθε φορά αυτά επιστρέφουνε στο σπίτι
την κούρασή τους ακουμπούν στο μαξιλάρι
Κεφάλια που τα πρόσωπά τους κουβαλούν
ζωγραφισμένα χαρακιές απηυδισμένες όλο σε ρόλους
Λογομαχούνε με τον εαυτό τους
κακίζουνε τον εαυτό τους
έπειτα επαινούν τον εαυτό τους
Κεφάλια που κουβαλούν τα βλέφαρά τους
χαμηλωμένα μόλις σαν συνείδηση, τα δικά τους κεφάλια.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΑΥΤΗΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΩΣ…

“Αυτή” λέει για την κοπέλα
ο άλλος άντρας.
Κι εκείνη τ’ άκουσε από κάποιον άλλον.
“Αυτή”
“Αυτή”
Με τον μακρύ λαιμό
κάτ’ απ’ τ’ ανήσυχο κεφάλι
ψάχνει μέσα στον κόσμο κάτι.
Αυτή η κοπέλα κάνει πως…
Αυτή π’ ακούμπησε στην πέτρα μαζεμένη
σαν ύφασμα που μπαίνει
λέγοντας από μέσα της “Χρόνια φίλους δεν έκανα”.
Δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του ο Λεβαντίνος.
Καθάρισε ευθύς τον τόπο μπροστά της.
Τινάζοντας όλο χαρά την σκούπα του
μίλησε για τις χάρες της στους άλλους, γεμίσανε τα μάτια του.
Πόσα και πόσα ωραία δεν περίμεν’ απ’ αυτή.
Εκείνη με το πρώτο ευτυχισμένη.
Στo γλέντι όμως πάνω
Μετά από ένα “Γεια” και κάποια αναγκαία νέα
Το βλέμμα του δραπέτευε μακριά σιγά σιγά.
Ψυλλιάστηκε γι’ αυτήν ο πωλητής.
Ένα πουτανάκι, γέλασε κοιτώντας την στα μάτια.
Εκείνη απομακρύνθηκε
παγώνι αδέξιο κουνώντας τις φτερούγες της.
Σκυλάκι που χαμήλωσε τ’ αφτιά του κοιτώντας τον αφέντη
να θυμώνει.

ΠΌΡΤΑ ΣΤΗ ΓΗ

I
Δεν με εξέπληξε η ροδαλή και ήρεμη αγάπη σας
Το χάδι σας με το κεφάλι μου στα γόνατά σας
Τα λόγια τα γλυκά που μου χαρίσατε
Η πίστη σας,
θαρρείς ρολόι με χοντρή αλυσίδα
ραπίσματα φορτίου
που με τσακίζει.
Εκείνη η χαμογελαστή μορφή σας,
σ’ απόμακρης πανσιόν δωμάτιο
λυπητερή φωτογραφία από ταινία
στον τοίχο κολλημένη ένα μ’ αυτόν.
II
Ζητούν για σας πληροφορίες:
Τι πίνετε; τι τρώτε;
Σκέτο τον προτιμάτε τον καφέ;
Με παραπέμψατε σήμερα.
«Στην πίσω σελίδα» είπατε
«σας επεσήμανα,
συνεχίστε.»
Αμυνθήκατε όσο εγώ σας έλεγα τον πόνο μου.
«Εγώ τα έκανα αυτά” σας είπα “κοιτάξτε είναι γραμμένα
στην παλάμη μου»
Με λυπηθήκατε. «Τον κατάλογο» είπατε.
Εκείνο τον κατάλογο στο ράφι…

ΠΑΝΣΈΛΗΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΆΘΥΡΌ ΜΟΥ

ήθελα να ερμηνεύω θετικά τις λεπτομέρειες
χτενίστηκα όμως κι έκλαψα
ήμουν παιδί
και ήταν ένα τρίγωνο η μύτη μου

ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ

Έτσι μέσα από μυρμηγκιάσματα μικρά
σκορπίζει η σειρά σαν πλήθος που έπεσε πάνω του πέτρα
Ένα κουτάλι που βούτηξε στον φόβο
αντί να περιστρέφεται για μια ωραία γεύση στο φλιτζάνι
Και να μην αμφιβάλλει για τον εαυτό του.

ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΕΙ FORGET-ME-NOT (2018)


On Sundays and the Stale Petals

I killed a glance
and wore it on Sundays
I resonated upon water
like the petal of a flower,
staling in vase for days
I kept turning around. Then hushed.
I’ve left a leaky faucet behind;
we should have things to count at nights.
I got used to the sounds:
bees in the sunrise
garden bats in the sundown
sheets waving in the wind, like a whip
and the crackly creak of an empty swing
shaking the pole
of my heart.
Translated bj Zeki Ali

Keats House

Trenimden once
bir kiztlgerdan sakidi
Keats bah9esinde

Keats House

Πριν το τρένο
μου κελαήδησε ένας κοκκινολαίμης
στον κήπο του Keats
Translated by Ahmet Yikik

Bicak

Bakakalinz
goz alici bi9aga
Demiri, 9agirgan, diissuz
durur oylece tezgahta
Bir gumu§ sazan kopar irmaktan;
olmayi olmak yap an eylemle bir
devinir lgikta tozlar gibi.
Bi9ak beklemez,
Biz dururuz tetikte
Suyun indigi suskun, alacali gride
Ozleriz doniisimu, hi9 varmamis olujunu
yikanmis ruhun—
yukselen buhanmn i9inde.

The Knife

We keep staring
at the radiant knife
Irony, evocative, without dreams
lies on the counter just like that.
A silver carp breaks off from the brook;
in an action which makes being an existence
fluttering like dust in the light.
The knife does not wait.
In the reticent, mottled grey
where the water descents
We wait on guard
Longing for the return, the non-arrival
of the washed soul—
in the middle of the rising steam.
Translated by Zeki All


Sabah Kahvesi

Sabahlan Lefteris’ Kafenion’da1
kahvemi ismarlarken
Greek coffee, diyorum
Evime dondugiimde, Tiirk kahvesi icecegim
Aym jehirde ikisini ictigrm de olur
Bir jarki minldandim
ve hep bir agizdan soylendi sarkim
Unuttum adi neydi garkinm.

Πρωινός Καφές

Τα πρωινά στο Καφενείον Λεύτερης* παραγγέλνω τον καφέ μου
ζητώντας Greek coffee
Θα πιω τούρκικο καφέ όταν επιστρέφω στο σπίτι
Καμιά φορά πίνω και τους δυο στην ίδια πόλη
Σιγοτραγούδησα
και με συνόδεψαν όλοι
στο τραγούδι
Μα ξέχασα τον τίτλο του.
Translated by Ahmet Yikik
*Ένα καφενείο που βρίσκεται στη Σύμη.


Στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τ. 43/Μάρτιος 2017

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ

Χαζεύω στον καθρέφτη το X που ζωγράφισες στο στήθος μου
να χύνεται από τη θηλή μου
και να στάζει στην κοιλιά μου
το σημείο όπου όλα μαζεύονται
μιλώ με τα παιδιά που θα γεννούσα αν είχαμε κάνει έρωτα.
Δεν μοιάζουν σαν εμένα αυτά
δεν μεγαλώνουν όπως ένα δέντρο σε ένα δωμάτιο
τρέχουν κατά πάνω σου
σε πνίγουν με τα φιλιά τους,
εμένα με αυτήν τη φαντασία.
Μετάφραση: Ahmet Yikik, επιλογή, επιμέλεια: Lale Alath

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου