Ο Γκιουργκέντς Κορκμάζελ (Giirgenq Korkmazel) γεννήθηκε το 1969 στο χωριό Σταυροκόννου της Πάφου. Μετά το 1974 και τη διαίρεση της Κύπρου, το χωριό εκκενώθηκε και ο Γκιουργκέντς μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη Λύση, στην πεδιάδα της Μεσαορίας, στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Φοίτησε σε δύο πανεπιστήμια αλλά δεν αποφοίτησε από κανένα. Το
1992 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Η ιδιότητα του μισού
(Yarimhk). Αργότερα, έφυγε από την Κύπρο για να ζήσει στην Τουρκία, στη
Φετίγιε (Fethiye). Το 1996 μετακόμισε στην Αγγλία (Λονδίνο και Μάντσεστερ).
Το 2003 επιστρέφει στην Κύπρο και επί του παρόντος ζει στο Μπογάζι, ανάμεσα στην Κερύνεια και τη Λευκωσία, και εργάζεται ως συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων. Έχει μεταφράσει τον Τανέρ Μπαϊμπάρς και τον Τζον Κλαρ στα τουρκικά. Επιπλέον έχει επιμεληθεί τις Σύντομες Ιστορίες Τουρκοκυπριακής Λογοτεχνίας και την Ανθολογία Ελληνοκυπριακής Ποίησης.
Είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Φοίτησε σε δύο πανεπιστήμια αλλά δεν αποφοίτησε από κανένα. Το
1992 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Η ιδιότητα του μισού
(Yarimhk). Αργότερα, έφυγε από την Κύπρο για να ζήσει στην Τουρκία, στη
Φετίγιε (Fethiye). Το 1996 μετακόμισε στην Αγγλία (Λονδίνο και Μάντσεστερ).
Το 2003 επιστρέφει στην Κύπρο και επί του παρόντος ζει στο Μπογάζι, ανάμεσα στην Κερύνεια και τη Λευκωσία, και εργάζεται ως συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων. Έχει μεταφράσει τον Τανέρ Μπαϊμπάρς και τον Τζον Κλαρ στα τουρκικά. Επιπλέον έχει επιμεληθεί τις Σύντομες Ιστορίες Τουρκοκυπριακής Λογοτεχνίας και την Ανθολογία Ελληνοκυπριακής Ποίησης.
Είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
(Μετάφραση: Αγγελική Δημουλή)
Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ (1992)
ΠΡΟΓΕΥΜΑ
Αυτό το πρωί
Μητέρα
Θέλω μονάχα λίγα ψίχουλα
Για να συνάξω τα μικρά πουλιά
Στο ποίημά μου
Αυτά με τα κίτρινα φτερά
Που εμφανίζονται πάντοτε μετά τη βροχή
Μητέρα
Θέλω μονάχα λίγα ψίχουλα
Για να συνάξω τα μικρά πουλιά
Στο ποίημά μου
Αυτά με τα κίτρινα φτερά
Που εμφανίζονται πάντοτε μετά τη βροχή
Στο υπόσχομαι πως
Δε θα πετάξω μακριά μαζί τους
Δε θα πετάξω μακριά μαζί τους
ΕΤΩΝ ΤΡΙΑ
Ετών τρία και ήμουν ένας πέτρινος χωριάτικος δρόμος
Εκεί που έπεσα ξανά και ξανά ματώνοντας τα γόνατά μου
Εκεί που έπεσα ξανά και ξανά ματώνοντας τα γόνατά μου
Ένα ζευγάρι στρατιωτικές μπότες
Πάντα πολύ μεγάλες για τα παιδικά μου πόδια
Πάντα πολύ μεγάλες για τα παιδικά μου πόδια
Μια αμυγδαλιά στολισμένη την Άνοιξη με άνθια
Εκεί που έθαψα κλαίγοντας το νεκρό μου σπουργίτι
Εκεί που έθαψα κλαίγοντας το νεκρό μου σπουργίτι
Ετών τρία και οι πυροβολισμοί ήταν η ηλικία μου
Όταν η μάνα με πίεσε κλαίγοντας στο στήθος της σφιχτά
Όταν η μάνα με πίεσε κλαίγοντας στο στήθος της σφιχτά
Ήταν μια γυναίκα που τράβαγε τα μαλλιά της
Το μικρό κορίτσι που κατουριόταν από το φόβο του
Το μικρό κορίτσι που κατουριόταν από το φόβο του
Ετών τρία και ήμουν τα πρησμένα ματωμένα κορμιά
Ξέρεις όταν νόμιζα ότι οι νεκροί προσποιούνταν το θάνατο
Ξέρεις όταν νόμιζα ότι οι νεκροί προσποιούνταν το θάνατο
ΔΑΓΚΩΣΕ ΤΟ…ΜΟΥ (1994)
ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ
Είμαι έδω-
σαν μπουκάλι από κρασί με το φελλό του
πεσμένο μέσα- αν κάποιος με σπρώξει
θα ανατραπώ και θα χυθώ
σαν μπουκάλι από κρασί με το φελλό του
πεσμένο μέσα- αν κάποιος με σπρώξει
θα ανατραπώ και θα χυθώ
Εσύ και εκείνοι (ακόμα κι εκείνη) με αφήσατε
παγιδευμένο εδώ
εδώ, σ’ αυτό το στενό νησί
δίχως ειρήνη και αγάπη
παγιδευμένο εδώ
εδώ, σ’ αυτό το στενό νησί
δίχως ειρήνη και αγάπη
Σήμερα, βρήκα ένα κέρμα στα σκατά μου
(ένα που είχα καταπιεί παιδί)
κι έφερα ένα ματσάκι βιολέτες·
ξόδεψέ το… είμαι τελειωμένος… σακάτης
(ένα που είχα καταπιεί παιδί)
κι έφερα ένα ματσάκι βιολέτες·
ξόδεψέ το… είμαι τελειωμένος… σακάτης
Γάτες και σκυλιά μαζεύονται γύρω από τη θέρμη του κορμιού μου
χοντροί αρουραίοι, μύγες και στρατιώτες ζητάνε το μερτικό τους
χοντροί αρουραίοι, μύγες και στρατιώτες ζητάνε το μερτικό τους
ΑΣΠΑΣΟΥ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΜΟΥ ΣΩΜΑ
Ασπάσου το νεκρό μου σώμα και θ’ ανθίσουν αζαλέες στα χείλια σου απάνω
Μια κιθάρα θα παίζει θλιβερά
Μια μητέρα θα τρελαθεί
Στα γόνατα θα πέσει ένας πατέρας
Σου αφήνω μια ζωή με τη μυρωδιά ενός πουδραρισμένου βρέφους
Σου αφήνω μια ζωή που στάζει αίμα
Από το σπασμένο μπουκάλι που έκοψε τις φλέβες μου
Μια κιθάρα θα παίζει θλιβερά
Μια μητέρα θα τρελαθεί
Στα γόνατα θα πέσει ένας πατέρας
Σου αφήνω μια ζωή με τη μυρωδιά ενός πουδραρισμένου βρέφους
Σου αφήνω μια ζωή που στάζει αίμα
Από το σπασμένο μπουκάλι που έκοψε τις φλέβες μου
Ασπάσου το νεκρό μου σώμα και ανάμεσα στο λίκνο και τον τάφο
Μια τρελή γιορτή θα ξεκινήσει
Με την ικανοποίηση της μνήμης η σάρκα μου αλλάζει χρώμα
Και συρρικνώνεται
Γιατί κατέγραψα με τη δική μου κάμερα το θάνατό μου
Και γυμνός μπορώ να σου το δείξω σε αργή κίνηση
Με φήμη ενδεή
Με φήμη αισχρός να γίνομαι
Μια τρελή γιορτή θα ξεκινήσει
Με την ικανοποίηση της μνήμης η σάρκα μου αλλάζει χρώμα
Και συρρικνώνεται
Γιατί κατέγραψα με τη δική μου κάμερα το θάνατό μου
Και γυμνός μπορώ να σου το δείξω σε αργή κίνηση
Με φήμη ενδεή
Με φήμη αισχρός να γίνομαι
Ασπάσου το νεκρό μου σώμα κι η ηχώ του αίματος θα σε διαπεράσει
Λάβε την ειρήνη καθώς η ιερή επανάσταση καταλαγιάζει
Έλα, φίλησέ το και μάθε
Γιατί οι τσακισμένοι ποιητές πάντα πρώτοι τρέχουν στο θάνατό τους
Λάβε την ειρήνη καθώς η ιερή επανάσταση καταλαγιάζει
Έλα, φίλησέ το και μάθε
Γιατί οι τσακισμένοι ποιητές πάντα πρώτοι τρέχουν στο θάνατό τους
ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ (2000)
ΟΧΙ ΠΟΙΗΣΗ… ΝΕΡΟ
Στους Κύπριους ποιητές
Απ’ τον καιρό της Αφροδίτης έγινε τούτο το νησί
του έρωτα χωματερή.
Τα πόδια μας να μπλέκονται στις ρίζες των κατακτητών
οστά να θραύονται απ’ το βάρος
σε κάθε μας βήμα.
του έρωτα χωματερή.
Τα πόδια μας να μπλέκονται στις ρίζες των κατακτητών
οστά να θραύονται απ’ το βάρος
σε κάθε μας βήμα.
Το χώμα τόσο κορεσμένο με του θανάτου δηλητήριο
και η μόνη διαφυγή
δεν είναι η ποίηση μα…
το νερό!
και η μόνη διαφυγή
δεν είναι η ποίηση μα…
το νερό!
Από τη ζέστη την πολλή κι οι πέτρες έχουν λιώσει
και χύνονται σε ρεύματα στη θάλασσα
Γλώσσες αλλότριες σε εισβολή ερωτική έκαψαν
τ’ ανοιχτά μας στόματα σαν λιωμένος χαλκός
και χύνονται σε ρεύματα στη θάλασσα
Γλώσσες αλλότριες σε εισβολή ερωτική έκαψαν
τ’ ανοιχτά μας στόματα σαν λιωμένος χαλκός
Τόση ποίηση για ένα τόσο μικρό νησί
μη γράφετε άλλο πια
φυτέψτε δέντρα
ή νερό!
μη γράφετε άλλο πια
φυτέψτε δέντρα
ή νερό!
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Δύσκολοι καιροί, γυρίζω και κοιτάζω το ρολόι
«είναι ώρα να γυρίσω σπίτι»;
Ποια είναι λοιπόν η προσφορά του σπιτιού
και ποια η δύναμη της γλώσσας
αν κλειδωμένη βρίσκεται στη μνήμη;
«είναι ώρα να γυρίσω σπίτι»;
Ποια είναι λοιπόν η προσφορά του σπιτιού
και ποια η δύναμη της γλώσσας
αν κλειδωμένη βρίσκεται στη μνήμη;
Όταν κραυγάζω στο κενό: «είσαι άδειο»
το σπίτι δεν είναι δυνατό αρκετά για να με προστατέψει
από την ηχώ που επιστρέφει…
Και όμως κρατώντας τη σμίλη
συνεχίζω να προσπαθώ.
Υποθέτω πως θα μπορούσα να σκαλίσω ένα σπίτι
από της πέτρας τη σκληρότητα.
το σπίτι δεν είναι δυνατό αρκετά για να με προστατέψει
από την ηχώ που επιστρέφει…
Και όμως κρατώντας τη σμίλη
συνεχίζω να προσπαθώ.
Υποθέτω πως θα μπορούσα να σκαλίσω ένα σπίτι
από της πέτρας τη σκληρότητα.
ΣΤΑΥΡΟΚΟΝΝΟΥ
Εδώ δεν έχει βασιλιά μόνο τις καταγεγραμμένες λεπτομέρειες
από επτά γλώσσες
Ακόμα κι αν η ιστορία μπορούσε να μυρίσει
Τόσο φρέσκα όσο το μόλις γδαρμένο τομάρι από ελάφι
Οι γεροντότεροι έχουν θαφτεί και οι πιο νέοι
Πήραν τα πλοία για νησιά πιο βροχερά
από επτά γλώσσες
Ακόμα κι αν η ιστορία μπορούσε να μυρίσει
Τόσο φρέσκα όσο το μόλις γδαρμένο τομάρι από ελάφι
Οι γεροντότεροι έχουν θαφτεί και οι πιο νέοι
Πήραν τα πλοία για νησιά πιο βροχερά
Αμπέλια και οπωρώνες απλώθηκαν σ’ αυτούς τους αφημένους τόπους
Χήνες με μέγεθος κότας ξύνουν το έδαφος
ξεθάβοντας τα σκουριασμένα εργαλεία της μνήμης
Χήνες με μέγεθος κότας ξύνουν το έδαφος
ξεθάβοντας τα σκουριασμένα εργαλεία της μνήμης
Στο μικρό παρεκκλήσι ο Άγιος κάτω από τον σταυρό
να κοιτάζει καθώς οι θησαυροί των Λουζινιάν χάνονται για πάντα
καθώς κείτονται στην ίδια πεδιάδα
Από τότε που το χωριό το άφησαν
τρελές κατσίκες περιφέρονται στις στέγες με τα τεράστια χόρτα
να κοιτάζει καθώς οι θησαυροί των Λουζινιάν χάνονται για πάντα
καθώς κείτονται στην ίδια πεδιάδα
Από τότε που το χωριό το άφησαν
τρελές κατσίκες περιφέρονται στις στέγες με τα τεράστια χόρτα
ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ (2005)
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡΟΥ ΡΕΜΠΩΣΤΟ ΝΗΣΙ
Κορεσμένος, σχεδόν τύφλα από πικρό βουνίσιο κρασί, στάθηκε δίπλα
σ’ έναν κέδρο μεγάλο σαν τον ουρανό και κατέβασε το φερμουάρ του.
Κατέλαβε το ύψος και την απόσταση!
Από την καλοπληρωμένη του θέση ατένισε τις ασήμαντες κοιλάδες, τα
δάση που δεν είδαν ποτέ τη θάλασσα και τις γεμάτες βαρεμάρα πεδιάδες.
Δεν έχει τίποτα καινούριο να γράψει!
Με τη βαριεστημένη μελωδία συνοδεία αρχαίου μουσικού οργάνου,
κατούρησε κάτω στο «χάος των χιονισμένων βουνών», πάνω από την
εκκολαπτόμενη δημοκρατία μιας αγέννητης γενιάς…
σ’ έναν κέδρο μεγάλο σαν τον ουρανό και κατέβασε το φερμουάρ του.
Κατέλαβε το ύψος και την απόσταση!
Από την καλοπληρωμένη του θέση ατένισε τις ασήμαντες κοιλάδες, τα
δάση που δεν είδαν ποτέ τη θάλασσα και τις γεμάτες βαρεμάρα πεδιάδες.
Δεν έχει τίποτα καινούριο να γράψει!
Με τη βαριεστημένη μελωδία συνοδεία αρχαίου μουσικού οργάνου,
κατούρησε κάτω στο «χάος των χιονισμένων βουνών», πάνω από την
εκκολαπτόμενη δημοκρατία μιας αγέννητης γενιάς…
ΧΩΡΙΣ ΣΗΜΑΙΑ
Στον Χρήστο
Ένας σκουριασμένος ιστός χωρίς σημαία
είναι η σημαία μας που χωλοί ρινόκεροι
έρχονται για να ξεκουραστούν
Ίσιος δεν είναι ούτε μπορεί να υψωθεί
αν δεν τον αγγίξεις
είναι η σημαία μας που χωλοί ρινόκεροι
έρχονται για να ξεκουραστούν
Ίσιος δεν είναι ούτε μπορεί να υψωθεί
αν δεν τον αγγίξεις
Για μας είναι αρκετός ένας μεγάλος χώρος σαν πετσέτα για να ξαπλωθείς
Με ή δίχως καπνό μαστουρώνουμε με κάθε τρόπο
και μαζί μ’ αυτόν τον παλιό πνευματικό δρόμο
ρουφάμε και φτύνουμε το δηλητήριο του εθνικισμού
μέσα από σγουρούς αφαλούς
πρόσφατα χωρισμένων γυναικών
Με ή δίχως καπνό μαστουρώνουμε με κάθε τρόπο
και μαζί μ’ αυτόν τον παλιό πνευματικό δρόμο
ρουφάμε και φτύνουμε το δηλητήριο του εθνικισμού
μέσα από σγουρούς αφαλούς
πρόσφατα χωρισμένων γυναικών
ΜΕΣΑΟΡΙΑ
Ξαναβρέθηκα στο σπίτι με τις σιταρήθρες
Από τις σπίθες της μνήμης το κατάξερο χορτάρι πιάνει φωτιά
πιτσιλάει ο συριγμός το υδάτινο όνειρο των βότσαλων
Στον πάτο του ρέματος;
πιτσιλάει ο συριγμός το υδάτινο όνειρο των βότσαλων
Στον πάτο του ρέματος;
Κάθε σκιάδα δέντρων κι ένας θησαυρός
Κληρονομιά από βασιλείς
Αγκαθωτό φυτό της σιωπής στριφογυρίζει
Και με τσιμπάει
Κληρονομιά από βασιλείς
Αγκαθωτό φυτό της σιωπής στριφογυρίζει
Και με τσιμπάει
Η πλάτη από το φτυάρι στεγνώνεται στον ήλιο
ξεραίνοντας τη σκουριά του
Και ανάμεσα στις ώριμες φύτρες του σιταριού
Σμήνη από πέρδικες θερίζουν το φως
ξεραίνοντας τη σκουριά του
Και ανάμεσα στις ώριμες φύτρες του σιταριού
Σμήνη από πέρδικες θερίζουν το φως
Δίχως βροχή εδώ και καιρό
Όλη η πεδιάδα να κρέμεται από τις εγκοπές της ουράς της σαύρας
Πιο ηλικιωμένης απ’ το κοντινότερο χωριό
Να ψάχνει νερό
Σε άσκαφτο πηγάδι
Όλη η πεδιάδα να κρέμεται από τις εγκοπές της ουράς της σαύρας
Πιο ηλικιωμένης απ’ το κοντινότερο χωριό
Να ψάχνει νερό
Σε άσκαφτο πηγάδι
Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΛΥΣΗ*
Στον Γιώργο Μολέσκη
Κοιτάζω το χάρτη που από τις αναμνήσεις σου σχεδίασες
Ψάχνοντας για το σπίτι σου-
(το μυστήριο διαλευκάνεται, λύνεται ο γόρδιος δεσμός;)
Ψάχνοντας για το σπίτι σου-
(το μυστήριο διαλευκάνεται, λύνεται ο γόρδιος δεσμός;)
Υπό το βάρος του μπρούτζινου Κερασφόρου Θεού
ή με διαταγή του δήμου τα περισσότερα πλίθινα σπίτια γκρεμίστηκαν
Τουλάχιστον οι εκκλησίες στέκονται ακόμα
(οι δύο είναι εντάξει, στη μια λείπει η οροφή)
και τα κυπαρίσσια, ακόμα πιο εξαίσια από τότε που τ’ άφησες
ή με διαταγή του δήμου τα περισσότερα πλίθινα σπίτια γκρεμίστηκαν
Τουλάχιστον οι εκκλησίες στέκονται ακόμα
(οι δύο είναι εντάξει, στη μια λείπει η οροφή)
και τα κυπαρίσσια, ακόμα πιο εξαίσια από τότε που τ’ άφησες
Αυτό πρέπει να είναι το σπίτι που περιγράφεις -ναι!
Χτυπάω: μια οικογένεια εποίκων
που προσθέτει στη θλίψη εκείνων που άφησαν
τα δικά τους, ανοίγει την πόρτα
Χτυπάω: μια οικογένεια εποίκων
που προσθέτει στη θλίψη εκείνων που άφησαν
τα δικά τους, ανοίγει την πόρτα
Ρωτάω για τις παιδικές σου φωτογραφίες:
Καμιά! Αλλά βρήκαν δύο μαύρους σκελετούς κρεβατιού, τρία χάλκινα κατσαρολάκια δύο πήλινα βάζα, ένα με χεράκι κι ένα χωρίς και εγκυκλοπαίδειες στα ελληνικά
σ’ αυτό το σπίτι που μετακόμισαν πριν τριάντα χρόνια…
Καμιά! Αλλά βρήκαν δύο μαύρους σκελετούς κρεβατιού, τρία χάλκινα κατσαρολάκια δύο πήλινα βάζα, ένα με χεράκι κι ένα χωρίς και εγκυκλοπαίδειες στα ελληνικά
σ’ αυτό το σπίτι που μετακόμισαν πριν τριάντα χρόνια…
*Λύση (τουρκ. Akdogan): Κατεχόμενη κωμόπολη της Κύπρου και ανεξάρτητος δήμος στην Επαρχία Αμμόχωστου. (Σ.τ.Μ.)
ΚΛΩΤΣΩΝΤΑΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ (2011)
ΚΛΩΤΣΩΝΤΑΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Κλωτσάει πεταλούδες
φέροντας αφροδίσια φεγγάρια στο δέρμα της
φέροντας αφροδίσια φεγγάρια στο δέρμα της
Καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά, το αριστερό μου γόνατο
Γίνεται καθάριο και ξέρω ότι είναι αυτή
Καταρρέω γιατί δεν μπορώ πια να της ξεφύγω,.
Γίνεται καθάριο και ξέρω ότι είναι αυτή
Καταρρέω γιατί δεν μπορώ πια να της ξεφύγω,.
Τα σιντριβάνια στρέφονται προς τη λάθος μεριά
τους θόλους και το κεφάλι μου
τους θόλους και το κεφάλι μου
Καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά, στη θέρμη.
Φαίνεται ξανθότερη, να Τη…
οι πεταλούδες πάνε και γυρίζει προς εμένα
Φαίνεται ξανθότερη, να Τη…
οι πεταλούδες πάνε και γυρίζει προς εμένα
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Λευκωσία με ξεγέλασες στη μια πλευρά να μείνω
Από τις χωρισμένες σου αυλές
Καθήμενος στις ιερές χουρμαδιές από κάτω
Μαζί μ’ αυτούς που άσχημα μιλούν και
Που μ’ εθίσανε στο χασίσι
Αντί στο σπίτι κοιμήθηκα στο αρμένικο νεκροταφείο
Και ονειρεύτηκα την ίδια την Ισαβέλλα του Ιμπελέν·
Μ’ ένα ανοιξιάτικο στρώμα πεταμένο απ’ το εγκαταλελειμμένο πορνείο
Κι έναν 28ιντσο σκελετό ποδηλάτου μεταχειρισμένο,
αντάλλαξα την περηφάνεια μου
Μπορεί οι γεροντότεροι ακόμα να μυρίζουν γιασεμί
Μα εγώ αισθάνομαι μονάχα τη στρατιωτική μυρωδιά του ιδρώτα
Και τις πληγές στους δρόμους σου
Στα σαπισμένα σου ποτάμια
Κι αν προσπαθούσα δε θα κατάφερνα να κατεβάσω στη γη έναν
ερωδιό με λαιμόκοψη,
πιο λευκό κι απ’ τις γεροντοκόρες σου
Λευκωσία, κράτησες για πολύ καιρό το όνομά μου στο στόμα σοι»
Καιρός να το φτύσεις..
Από τις χωρισμένες σου αυλές
Καθήμενος στις ιερές χουρμαδιές από κάτω
Μαζί μ’ αυτούς που άσχημα μιλούν και
Που μ’ εθίσανε στο χασίσι
Αντί στο σπίτι κοιμήθηκα στο αρμένικο νεκροταφείο
Και ονειρεύτηκα την ίδια την Ισαβέλλα του Ιμπελέν·
Μ’ ένα ανοιξιάτικο στρώμα πεταμένο απ’ το εγκαταλελειμμένο πορνείο
Κι έναν 28ιντσο σκελετό ποδηλάτου μεταχειρισμένο,
αντάλλαξα την περηφάνεια μου
Μπορεί οι γεροντότεροι ακόμα να μυρίζουν γιασεμί
Μα εγώ αισθάνομαι μονάχα τη στρατιωτική μυρωδιά του ιδρώτα
Και τις πληγές στους δρόμους σου
Στα σαπισμένα σου ποτάμια
Κι αν προσπαθούσα δε θα κατάφερνα να κατεβάσω στη γη έναν
ερωδιό με λαιμόκοψη,
πιο λευκό κι απ’ τις γεροντοκόρες σου
Λευκωσία, κράτησες για πολύ καιρό το όνομά μου στο στόμα σοι»
Καιρός να το φτύσεις..
ΣΤΑΥΡΟΚΟΝΝΟΥ 29 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Στη μητέρα και τον πατέρα μου
I
Το πρώτο σου σπίτι ακόμα στη θέση του
αδιάφορο σ’ αυτούς που μπαίνουν
Η εκκλησία έγινε σχολείο
και ο παπάς
καλλιεργεί κολοκύθες στην αυλή
Παρόλο που ξεράθηκαν οι κήποι
οι τριάντα πηγές ρέουν ακόμα
Το πρώτο σου σπίτι ακόμα στη θέση του
αδιάφορο σ’ αυτούς που μπαίνουν
Η εκκλησία έγινε σχολείο
και ο παπάς
καλλιεργεί κολοκύθες στην αυλή
Παρόλο που ξεράθηκαν οι κήποι
οι τριάντα πηγές ρέουν ακόμα
II
Το νεκροταφείο άδειο
ακόμα και οι νεκροί σηκώθηκαν
πήραν τους επιτάφιούς τους
και ακολούθησαν τους πρόσφυγες
Το χωριό αφέθηκε να κρέμεται στον γκρεμό
έτοιμο να πηδήξει
αν δε γυρίσουν όσοι έφυγαν
IΙΙ
Η γη αμερόληπτη και φιλόξενη
Για τον ουρανό δεν είμαστε πρόσφυγες
Με το γύρισμα της εποχής,
δέντρα ανθίζουν
και φρούτα καρπίζουν ακόμα
γυρίζουν και μας γελάνε
εκείνοι που φύγανε…
Το νεκροταφείο άδειο
ακόμα και οι νεκροί σηκώθηκαν
πήραν τους επιτάφιούς τους
και ακολούθησαν τους πρόσφυγες
Το χωριό αφέθηκε να κρέμεται στον γκρεμό
έτοιμο να πηδήξει
αν δε γυρίσουν όσοι έφυγαν
IΙΙ
Η γη αμερόληπτη και φιλόξενη
Για τον ουρανό δεν είμαστε πρόσφυγες
Με το γύρισμα της εποχής,
δέντρα ανθίζουν
και φρούτα καρπίζουν ακόμα
γυρίζουν και μας γελάνε
εκείνοι που φύγανε…
ΤΟ ΣΑΜΙΑΜΙΔΙ (2015)
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ
Διαγουμίσαμε τα μαγαζιά τους.
Τ’ αγάλματα τους καταστρέψαμε.
Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε
μαζί με τις παιδικές τους φωτογραφίες.
Καλύψαμε τα χαντάκια τους. Με μπουλντόζες ισοπεδώσαμε
και πάνω στα μνήματά τους χτίσαμε γήπεδα ποδοσφαίρου.
Γκρεμίσαμε πλίθινους τοίχους μες τις αναμνήσεις τους.
Κόψαμε τα δέντρα τους. Σκοτώσαμε και τη σκιά τους ακόμα.
Τ’ αγάλματα τους καταστρέψαμε.
Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε
μαζί με τις παιδικές τους φωτογραφίες.
Καλύψαμε τα χαντάκια τους. Με μπουλντόζες ισοπεδώσαμε
και πάνω στα μνήματά τους χτίσαμε γήπεδα ποδοσφαίρου.
Γκρεμίσαμε πλίθινους τοίχους μες τις αναμνήσεις τους.
Κόψαμε τα δέντρα τους. Σκοτώσαμε και τη σκιά τους ακόμα.
Νομίσαμε πως ποτέ δε θα γυρίσουν
αλλά ήρθαν. Με τα κλειδιά της πόρτας μας στα χέρια τους…
αλλά ήρθαν. Με τα κλειδιά της πόρτας μας στα χέρια τους…
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ I
Κήποι όσοι πριν την ώρα τους πεθάναν
Εκείνοι που σκοτώθηκαν και κρυφά
Εκείνοι που σκοτώθηκαν και κρυφά
Τα νεκρά μάτια τους λευκά
γίνανε μαργαρίτες στο λιβάδι
γίνανε μαργαρίτες στο λιβάδι
Οι αγνοούμενοι είναι δέντρα που
θρηνούν στον άνεμο μ’ άλλη φωνή
για τον καθέναν
θρηνούν στον άνεμο μ’ άλλη φωνή
για τον καθέναν
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Πεθαίνουν οι δολοφόνοι ένας ένας
Με φυσικό θάνατο
Δε μιλάνε, δε μαρτυρούνε
Πού είναι το θύμα, πού είναι θαμμένο;
Με φυσικό θάνατο
Δε μιλάνε, δε μαρτυρούνε
Πού είναι το θύμα, πού είναι θαμμένο;
Όχι όταν υπογράφεται συμφωνία ειρήνης,
Αλλά όταν και ο τελευταίος δολοφόνος έχει πεθάνει
Και έχουν ξεθαφτεί τα κόκκαλα του
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ
Μόνο τότε θα ενωθεί ξανά ετούτο το νησί…
Αλλά όταν και ο τελευταίος δολοφόνος έχει πεθάνει
Και έχουν ξεθαφτεί τα κόκκαλα του
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ
Μόνο τότε θα ενωθεί ξανά ετούτο το νησί…
Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ
Είμαι αιχμάλωτος των λέξεων
Εκείνες είναι που διατάζουν
Ενώ εγώ
Εκείνες είναι που διατάζουν
Ενώ εγώ
Δεν υπομένω πια
Τα όσα λέει,
ετούτη η γλώσσα, πρέπει να κοπεί
Τα όσα λέει,
ετούτη η γλώσσα, πρέπει να κοπεί
Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟΥ ΒΟΡΡΑ (1997-2002)(ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ)
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΘΡΙΟ
Αρχικά ήταν το δέντρο της Συγκαρπίας
Μετά είδα
Πως σε πουλί μεταμορφώνεται ο βάτραχος
Και χάνεται από τα μάτια μου πετώντας
Μετά είδα
Πως σε πουλί μεταμορφώνεται ο βάτραχος
Και χάνεται από τα μάτια μου πετώντας
Κάτω απ’ του Απρίλη τον φιλόξενο ουρανό
Όσα βρισκόταν μακριά, βρεθήκαν σχεδόν εκεί
Τόσο κοντά που με την άκρη της γλώσσας μου
Θα μπορούσα να τ’ αγγίξω
Όσα βρισκόταν μακριά, βρεθήκαν σχεδόν εκεί
Τόσο κοντά που με την άκρη της γλώσσας μου
Θα μπορούσα να τ’ αγγίξω
ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ
Τώρα που είμαι τελείως έξω
Από το αίμα σου
(Δεν υπάρχει εκτυφλωτική ζέστη
ούτε σπασμένα γυαλιά ή σιδηρόσκονη)
Βλέπω καθαρά
Τα πουλιά και τα δέντρα
Να είναι με το μέρος μου…
Από το αίμα σου
(Δεν υπάρχει εκτυφλωτική ζέστη
ούτε σπασμένα γυαλιά ή σιδηρόσκονη)
Βλέπω καθαρά
Τα πουλιά και τα δέντρα
Να είναι με το μέρος μου…
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΚΙΟΥΡΓΚΕΝΤΣ ΚΟΡΚΜΑΖΕΛ
Ο Γκιουργκέντς Κορκμάζελ μπορεί να θεωρηθεί μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές, τις πιο δυνατές ποιητικές φωνές ανάμεσα στους σύγχρονους τουρκοκύπριους ποιητές· θα ήταν πιο σωστό να πούμε: ανάμεσα στους κύπριους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών. Διαβάζοντας τα ποιήματά του, ιδίως τις πιο πρόσφατες συλλογές του, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς στοιχεία εντοπιότητας, που συγκλίνουν στην αναζήτηση μιας κυπριακής ταυτότητας. Παράλληλα ο Γκιουργκέντς (που υπογράφει τα ποιήματά του ως Γκιουρ Γκεντς) προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο, μέσα από μια οικουμενική, πανανθρώπινη ματιά, τον γενέθλιο χώρο της Κύπρου, την ιστορία, την ανθρωπογεωγραφία και τις σύγχρονες πληγές της. Ο ίδιος εντάσσει το έργο του στην κυπριακή λογοτεχνία, όχι στην τουρκική, έστω και αν γράφει κατά κανόνα τα ποιήματα ή τα πεζά του στην τουρκική γλώσσα. Το στοιχείο της εντοπιότητας σηματοδοτείται και με τη χρήση σποραδικών
κυπριακών ιδιωματισμών σε κάθε βιβλίο του.
Ο Γκιουργκέντς Κορκμάζελ γεννήθηκε το 1969 σε ένα μικρό χωριό της Πάφου, τη Σταυροκόννου. Το 1974, εξαιτίας των τραγικών γεγονότων που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου (χουντικό πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Μακαρίου και τουρκική στρατιωτική εισβολή), μετακινήθηκε με την οικογένειά του στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Λύση, τη γενέτειρα του Παύλου Λιασίδη και του Γιώργου Μολέσκη, στην πεδιάδα της Μεσαορίας. Όπως και οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι, βίωσε και αυτός τις αρνητικές συνέπειες των θλιβερών ιστορικών γεγονότων (και της τουρκικής κατοχής). Τέτοιες εμπειρίες αποτυπώνονται αφαιρετικά στο αξιόλογο διήγημά του «Οι μελισσοφάγοι» αλλά και σε ποιήματά του. Στη συνέχεια έζησε προσωρινά στην Τουρκία και ακολούθως εγκαταστάθηκε για εφτά χρόνια στη Μ. Βρετανία (στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ), όπου ήρθε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, ενώ έγραφε ποιήματα απευθείας στα αγγλικά. Εξέδωσε έξι συλλογές ποιημάτων και δύο τόμους με διηγήματα. Τελευταία προτιμά να εκδίδει τα βιβλία του στη Λευκωσία παρά στην Κωνσταντινούπολη (όπου εξέδωσε τρία από αυτά). Παράλληλα ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων. Ανάμεσα σ’ άλλα, μετέφρασε στα τουρκικά ποιήματα του Taner Baybars (2007) και επιμελήθηκε μια Ανθολογία ποιημάτων ελληνοκυπρίων στα τουρκικά (2010).
Ο Γκιουργκέντς δηλώνει ότι δεν είναι πολιτικός ποιητής, έστω και αν σε ορισμένα πιο πρόσφατα ποιήματα του ασχολείται και με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και δείχνει τις ανοιχτές πληγές της. Βέβαια, από νωρίς αποστασιοποιείται αρκετά από τη μονότονη θεματική και τη ρητορική της κυπριακής Γενιάς του 1974. Ο ίδιος δηλώνει αναρχικός ποιητής. Δεν υποτάσσεται σε θρησκευτικές, πολιτικές ή άλλες νόρμες. Για παράδειγμα, αδιαφορεί για την περιτομή στην οποία υποβάλλονται τα παιδιά των μουσουλμάνων, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να επιβάλει στον γιο του τέτοια δοκιμασία («Ατελές»). Πάνω από όλα αρθρώνει έναν αντικομφορμιστικό ποιητικό λόγο, που συνδυάζει στοιχεία από την αιρετική γραφή της «Γενιάς Beat» και της «Undeground» λογοτεχνίας. Ανάμεσα στους ξένους ποιητές που θεωρεί ως δασκάλους του συγκαταλέγονται και οι Paul Celan, Rene Char και Octavio Paz.
κυπριακών ιδιωματισμών σε κάθε βιβλίο του.
Ο Γκιουργκέντς Κορκμάζελ γεννήθηκε το 1969 σε ένα μικρό χωριό της Πάφου, τη Σταυροκόννου. Το 1974, εξαιτίας των τραγικών γεγονότων που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου (χουντικό πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης Μακαρίου και τουρκική στρατιωτική εισβολή), μετακινήθηκε με την οικογένειά του στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Λύση, τη γενέτειρα του Παύλου Λιασίδη και του Γιώργου Μολέσκη, στην πεδιάδα της Μεσαορίας. Όπως και οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι, βίωσε και αυτός τις αρνητικές συνέπειες των θλιβερών ιστορικών γεγονότων (και της τουρκικής κατοχής). Τέτοιες εμπειρίες αποτυπώνονται αφαιρετικά στο αξιόλογο διήγημά του «Οι μελισσοφάγοι» αλλά και σε ποιήματά του. Στη συνέχεια έζησε προσωρινά στην Τουρκία και ακολούθως εγκαταστάθηκε για εφτά χρόνια στη Μ. Βρετανία (στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ), όπου ήρθε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, ενώ έγραφε ποιήματα απευθείας στα αγγλικά. Εξέδωσε έξι συλλογές ποιημάτων και δύο τόμους με διηγήματα. Τελευταία προτιμά να εκδίδει τα βιβλία του στη Λευκωσία παρά στην Κωνσταντινούπολη (όπου εξέδωσε τρία από αυτά). Παράλληλα ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων. Ανάμεσα σ’ άλλα, μετέφρασε στα τουρκικά ποιήματα του Taner Baybars (2007) και επιμελήθηκε μια Ανθολογία ποιημάτων ελληνοκυπρίων στα τουρκικά (2010).
Ο Γκιουργκέντς δηλώνει ότι δεν είναι πολιτικός ποιητής, έστω και αν σε ορισμένα πιο πρόσφατα ποιήματα του ασχολείται και με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και δείχνει τις ανοιχτές πληγές της. Βέβαια, από νωρίς αποστασιοποιείται αρκετά από τη μονότονη θεματική και τη ρητορική της κυπριακής Γενιάς του 1974. Ο ίδιος δηλώνει αναρχικός ποιητής. Δεν υποτάσσεται σε θρησκευτικές, πολιτικές ή άλλες νόρμες. Για παράδειγμα, αδιαφορεί για την περιτομή στην οποία υποβάλλονται τα παιδιά των μουσουλμάνων, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να επιβάλει στον γιο του τέτοια δοκιμασία («Ατελές»). Πάνω από όλα αρθρώνει έναν αντικομφορμιστικό ποιητικό λόγο, που συνδυάζει στοιχεία από την αιρετική γραφή της «Γενιάς Beat» και της «Undeground» λογοτεχνίας. Ανάμεσα στους ξένους ποιητές που θεωρεί ως δασκάλους του συγκαταλέγονται και οι Paul Celan, Rene Char και Octavio Paz.
…/…
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο Γκιουργκέντς Κορκμάζελ είναι
μια αυθεντική ποιητική φωνή της Κύπρου. Αφουγκράζεται τον παλμό της πληγωμένης πατρίδας του αλλά και πανανθρώπινα θέματα και προβλήματα, γεφυρώνοντας στο έργο του στοιχεία εντοπιότητας και οικουμενικότητας. Πάνω απ’ όλα, προσεγγίζει τα θέματά του με καθαρό βλέμμα, απροκατάληπτα, χωρίς να εγκλωβίζεται σε εθνικά ή άλλα στερεότυπα. Υμνεί τον έρωτα και τη φυσική ζωή και προβάλλει πτυχές από τον παραδοσιακό κόσμο της Κύπρου. Από την άλλη, χλευάζει το τείχος της ντροπής, που κρατά διαμελισμένο το νησί. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αιχμές που αφήνει για τα πολιτικά πράγματα είναι μάλλον καλυμμένες ή έμμεσες, ίσως γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
μια αυθεντική ποιητική φωνή της Κύπρου. Αφουγκράζεται τον παλμό της πληγωμένης πατρίδας του αλλά και πανανθρώπινα θέματα και προβλήματα, γεφυρώνοντας στο έργο του στοιχεία εντοπιότητας και οικουμενικότητας. Πάνω απ’ όλα, προσεγγίζει τα θέματά του με καθαρό βλέμμα, απροκατάληπτα, χωρίς να εγκλωβίζεται σε εθνικά ή άλλα στερεότυπα. Υμνεί τον έρωτα και τη φυσική ζωή και προβάλλει πτυχές από τον παραδοσιακό κόσμο της Κύπρου. Από την άλλη, χλευάζει το τείχος της ντροπής, που κρατά διαμελισμένο το νησί. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αιχμές που αφήνει για τα πολιτικά πράγματα είναι μάλλον καλυμμένες ή έμμεσες, ίσως γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Απόσπασμα από το επίμετρο
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ
ΓΚΙΟΥΡΚΕΝΤΣ ΚΟΡΚΜΑΖΕΛ Η ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
…
Στην παρούσα έκδοση που αποτελείται από οκτώ μέρη, ανθολογούνται οι έξι ποιητικές συλλογές του Γκιουργκέντς και παρουσιάζονται για πρώτη φορά καινούρια, ανέκδοτα ποιήματά του. Επίσης περιέχονται και ποιήματα που έχουν γραφεί απευθείας στ’ αγγλικά.
Οι προβληματισμοί του Κορκμάζελ άπτονται της θεματικής φύση – αγάπη — θάνατος — πατρίδα, καθώς παρατηρούμε την προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα σε ό,τι θεωρεί δικό του και στο ξένο. Στην Κύπρο και στην Αγγλία. Στα τουρκικά και στα αγγλικά. Η «ξενότητα» τίθεται σε υπαρξιακό επίπεδο όχι μόνο στην προέλευσή του, δηλαδή στο γεγονός ότι αλλού γεννήθηκε και αλλού μεγάλωσε αλλά την κουβαλάει και στην ενήλικη επιλογή του: αλλού μεγάλωσε αλλού επέλεξε να ζήσει. Ωστόσο, παρατηρούμε στα ποιήματα του ένα είδος αφαιρετικής εντοπιότητας, δηλαδή ενώ αφορμάται από τον τόπο καταγωγής ή άλλοτε από τον τόπο διαμονής, κατορθώνει να
μιλήσει για έννοιες αφηρημένες, για θέματα κοινωνικά και όλα τούτα διυλισμένα μέσα από μια οντολογική θεώρηση της πραγματικότητας στης οποίας το κέντρο βρίσκεται εν τέλει, η ανθρώπινη εμπειρία.
Η ποίηση του Κορκμάζελ δεν φοβάται να δείξει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια του ποιητή για τον κόσμο, μια αβεβαιότητα που δημιουργείται αναπόφευκτα από την περιπλοκότητα των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων και που καλούν το υποκείμενο-ποιητή να βρει στηρίγματα στα μικρά και καθημερινά όπως για παράδειγμα σε μια βόλτα ή στη σεξουαλική εμπειρία, χωρίς ωστόσο να κατορθώνει να βρει την ευτυχία ή την πληρότητα.
Στην παρούσα έκδοση που αποτελείται από οκτώ μέρη, ανθολογούνται οι έξι ποιητικές συλλογές του Γκιουργκέντς και παρουσιάζονται για πρώτη φορά καινούρια, ανέκδοτα ποιήματά του. Επίσης περιέχονται και ποιήματα που έχουν γραφεί απευθείας στ’ αγγλικά.
Οι προβληματισμοί του Κορκμάζελ άπτονται της θεματικής φύση – αγάπη — θάνατος — πατρίδα, καθώς παρατηρούμε την προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα σε ό,τι θεωρεί δικό του και στο ξένο. Στην Κύπρο και στην Αγγλία. Στα τουρκικά και στα αγγλικά. Η «ξενότητα» τίθεται σε υπαρξιακό επίπεδο όχι μόνο στην προέλευσή του, δηλαδή στο γεγονός ότι αλλού γεννήθηκε και αλλού μεγάλωσε αλλά την κουβαλάει και στην ενήλικη επιλογή του: αλλού μεγάλωσε αλλού επέλεξε να ζήσει. Ωστόσο, παρατηρούμε στα ποιήματα του ένα είδος αφαιρετικής εντοπιότητας, δηλαδή ενώ αφορμάται από τον τόπο καταγωγής ή άλλοτε από τον τόπο διαμονής, κατορθώνει να
μιλήσει για έννοιες αφηρημένες, για θέματα κοινωνικά και όλα τούτα διυλισμένα μέσα από μια οντολογική θεώρηση της πραγματικότητας στης οποίας το κέντρο βρίσκεται εν τέλει, η ανθρώπινη εμπειρία.
Η ποίηση του Κορκμάζελ δεν φοβάται να δείξει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια του ποιητή για τον κόσμο, μια αβεβαιότητα που δημιουργείται αναπόφευκτα από την περιπλοκότητα των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων και που καλούν το υποκείμενο-ποιητή να βρει στηρίγματα στα μικρά και καθημερινά όπως για παράδειγμα σε μια βόλτα ή στη σεξουαλική εμπειρία, χωρίς ωστόσο να κατορθώνει να βρει την ευτυχία ή την πληρότητα.
…/…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου