Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ






ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΖΩΗ


Στο σκοτεινό δωμάτιο
που παίζαμε παιδιά
μετρούσαμε τα «όχι» καρφιά
που έπεφταν από το στόμα του πατέρα
ματαιώνοντας την όποια φυγή.
Και τι ανακούφιση το βλέμμα του
εκείνη τη φορά
στην ενηλικίωση του πρώτου «ναι».

Ο ίδιος ο εαυτός μας
με μια αόρατη βελόνα
έσπαζε τα μπαλόνια που μας αγόραζαν
πριν πετάξουν ψηλά.
Ύστερα γυρεύαμε
ποιος έβαζε τρικλοποδιά στη νύχτα
κι εκείνη κουτσή με δεκανίκι δανεικό
ακύρωνε τις εξερευνήσεις
της πρώτης αγάπης.

Μετά
ζήσαμε με τους όρους
κάποιας περαστικής ζωής
κι ενός απλωμένου χεριού
ευγνώμονες που χρεωθήκαμε
την απλοϊκότητα μιας ανοιχτής αγκαλιάς.


  
ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Μέσα σε τούτο το λαγούμι όπου ζω
γαντζωμένη στο βήμα του χρόνου
υπάρχει ένα άλογο με φτερά.
Καλπάζει τη μέρα
με ένα όνειρο ακέφαλο αναβάτη
και με τρομάζει.
Το σούρουπο πετάγεται
από την τρύπα αυτή
και αλωνίζει ελεύθερο στους ουρανούς.
Ακούγονται ως τα πέρατα
οι αστραπές κραυγές του
και όταν το ρωτούν
πού είναι το κεφάλι του αναβάτη
ανεμίζει την άσπρη χαίτη
κι απαντά
πως σκέψη δεν χρειάζεται
για να ’σαι λεύτερος
ν' αφήσεις το λαγούμι.

Από τότε
κρεμασμένη στο λαιμό του
άφοβα πια ταξιδεύω.



ΑΠΟΔΗΜΟΣ


Μια απόδημη γνωριμία
προσπάθησε να πείσει
πως αποκαταστάθηκε στην ξενιτειά
πως άλλαξε το όνομα
σ' ένα περίεργο ξενικό
και πως οι λέξεις υιοθετήθηκαν πια
από μια γλώσσα ανάδοχο.
Είχε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο
μια απομίμηση χαμόγελου
με χρώματα που έσταζαν
τη νοσταλγία για το πρωτότυπο.

Μόνο όταν με κοίταξε
βαθειά μέσα στα μάτια
κατάλαβα πως δεν είχε φύγει ποτέ
πως ήταν ακόμα
στην πίσω αυλή του σπιτιού
και χτένιζε σιωπηλά
το σβολιασμένο χώμα της γης.
Μουρμούριζε κι ένα νανούρισμα
που του ’λεγε, όταν ζούσε, η μάνα.

Πριν αποχαιρετιστούμε
μου φάνηκε πως είπε
ότι ακόμα τον φωνάζουν
Οδυσσέα.



20 ΙΟΥΛΗ


Από τότε
περπατώ με ένα πέδιλο
με μισό παντελόνι
και θυμάμαι τα χακί διάτρητα πουκάμισα
ν' αποχαιρετούν τις ψυχές
που φυγάδευσαν οι τρύπες τους.
Η θυσία που επεβλήθη
δεν αφορούσε μόνο την Ιφιγένεια
μα κι αγουροξυπνημένους ανθούς
δίχως καν άρβυλα.

Οι εικόνες συνωστίζονται
μεσ' στο λιοπύρι
να δηλώσουν παρούσες
ενώ στο μέτωπο
πάλλεται μια μωβ φλέβα
φορτωμένη ιστορίες πολέμου.
Το είδωλο της πατρίδας
σκαμμένο από ιαχές
αμούστακων βλεμμάτων
αντικατοπτρίζεται πάνω σ' ένα βουνό
με κίτρινους εκσκαφείς
και μισοφέγγαρα.
Ακουμπώντας στον ώμο
ενός ασθμαίνοντος Σίσυφου
κουβαλούμε βράχο ασήκωτο το άδικο.

Να ξυπνούσαμε κάποτε απ` αυτή την αλήθεια
και να ζούσαμε επιτέλους το όνειρο.


  

ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ


Ήταν δικά σου εκείνα τα ροζ παντοφλάκια
κοριτσάκι
που χόρευαν με το κύμα ανέμελα
σαν να μην είπε κανείς
πως το παιχνίδι τελείωσε
κι ειν' ώρα να σε γυρίσουν σπίτι.
Βράδιασε πια
κι ας νόμιζες πως έφεγγε ακόμα
παράξενα σαν μέρα
η νύχτα που γέμισε φωτιά.
Κι ας μην καταλάβαινες
εκείνο το τρελλό κυνηγητό
ως τη θάλασσα
και πώς μουτζουρώθηκε η αχτένιστη κούκλα
με το γυάλινο βλέμμα
και το κουτσό ποδάρι.
Τι παράξενο παιχνίδι και τούτο.
Το καλύτερο όμως απ` όλα
το νερό
δροσερό και αλμυρό
μα όταν η μάνα χαλάρωσε το σφίξιμο
της αγκαλιάς, μαύρο.

Μόνο τα παντοφλάκια
συνέχισαν το μονότονο πήγαινε έλα
σ` ένα παιχνίδι χαμένο
που βαρέθηκαν πια
περιμένοντάς σε.




ΟΔΥΝΗ


Ποιος είπε φευγαλέες τις στιγμές
κι όλοι οι θνητοί πρόθυμα το πιστέψαμε.
Πώς προσπερνάς ένα βουνό
τη θλίψη
σημάδι ασήκωτο στους ώμους
με τη ζωή να σταματά ενώ επιμένει να κυλά;
Αποκαΐδια
που εκσφενδονίζονται
στο πέρασμα ενός κομήτη χρόνου
και ισοπεδώνουν την πρόθεση
του ονείρου.

Τι μοίρα κι αυτή του ανθρώπου…

Μια λάμψη περαστική μαχαιριού
φλόγας ριπή
μια στιγμή λαιμητόμος
και η θυσία προς εξευμενισμό
του άγνωστου θεού
νυχτώνει για πάντα τις ψυχές
που δωροδοκούν σιωπηλά τον βαρκάρη.

Πώς να διαχειρίζονταν άραγε
τον πόνο οι αρχαίοι
δίχως τον από μηχανής θεό;
Ποιο περιθώριο εξιλέωσης αφήνει
μια διά βίου στιγμή δυνάστης
που μας καταδικάζει
σε οδύνη βοούσα εσαεί;

Ποιος τραγικός
θα το ξεκαθαρίσει;




ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ


Πίσω από τούτο το προσωπείο
το στόμα σκάβει τρύπες ν’ αναπνέει
και το χαραγμένο του χαμόγελο
πνίγει τα ουρλιαχτά.
Ένας σουγιάς
ανοίγει ρωγμές για τα μάτια
να μην φαίνεται το χρώμα τους πια    
 - με χαμηλωμένο βλέμμα 
κοιτούν μα δεν βλέπουν.
Άλλωστε ο κίνδυνος της οικειότητας παραμονεύει.
Κλεμμένο από κάποια αρχαία τραγωδία
δώρο απρόσμενο ενηλικίωσης. 
Η κάρτα έγραφε,
«Να εκτιμήσεις την διαχρονικότητα του». 
Η μόνιμη διφορούμενη έκφραση
εξυπηρετεί τις προθέσεις του φέροντος
και δίνει παραστάσεις 
κοινωνικής παντομίμας 
ώστε να επιβιώνεις καθημερινά.
Αφαιρώντας το σε στιγμές
ανόητου συναισθηματισμού
έντρομη ανακαλύπτεις 
πως δεν ξέρεις πια να χαμογελάς
να κλαις 
ή να βλέπεις κατάματα.
Ένα πρόσωπο ταινία τρόμου
το δικό σου
με ακαθόριστα χαρακτηριστικά 
γυρεύει ψηλαφητά το προσωπείο του
για να υπάρξει
- τραγικό κατάλοιπο 
μιας παρεξηγημένης κληρονομιάς
που λίγοι αρνούνται.

Και ενώ το αποκηρύσσουμε δημοσίως
διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά μας
παραδεχόμαστε εν κρυπτώ                                 
πως είναι μία κάποια λύσις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου