Ο Ανδρέας Αντωνίου γεννήθηκε στις 1988 στη Θεσσαλονίκη και
διαμένει μόνιμα στη Λευκωσία. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είναι η
Μεταφυσική, η Αισθητική και η Φιλοσοφία της Τέχνης. Είναι βραβευμένος με το
Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη Κύπρου για το 2016 και έχει συνεργαστεί στα
διαδικτυακά περιοδικά willowisps.gr και στο dazzein.gr. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και
φιλοσοφικά άρθρα σε έγκριτα περιοδικά και έχει συμμετάσχει σε φιλοσοφικά συνέδρια.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
2010 Το Φως και το
Σκοτάδι (Nova-Atlantis, e-book)
2012 Ο Ποιητής και το Φεγγάρι» ( I-Write)
2016 Τα Μάτια της Aelun (Οδός Πανός)
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
2015 Το Παρελθόν Ενός Συγγραφέα» (Εκδόσεις Πηγή)
Τα Μάτια της Aelún
(2016)
Κεφάλαιο I: Τα Μάτια της Θεάς Άδη
A
Elbereth Gilthoniel
silivren
penna miriel
J.R.R
Tolkien -A Elbereth Gilthoniel
Φυλακισμένος κάθομαι κι απ’ τις πληγές μουγκρίζω
Μέρα και νύχτα φύλακες πενήντα με φυλούν
Και το Φεγγάρι κρύφτηκε στο σύννεφο το γκρίζο
Μ’ αυτή την ώρα αναπολώ τα μάτια της Aelún
Θυμήθηκα πως άκουσα κάποιο μοιραίο βράδυ
Για μιας θεάς το άγαλμα, τυχαία να μιλούν
Πως ήταν κάθε μάτι του πολύτιμο πετράδι
Που ο θρύλος τα ονόμασε «Τα Μάτια της Aelún»
Την λάτρευαν οι βάρβαροι πριν εκατό αιώνες
Και λεν πως μέχρι σήμερα τα πόδια της φιλούν
Αυτοί που δεν την ξέχασαν - κλέφτες κι απατεώνες
Όσοι πιστά λατρεύουνε τα μάτια της Aelún
Αυτή η θεά του Φεγγαριού που σκλάβωσε τα πλήθη
Με τα διαμάντια μάτια της που απαλά γελούν
Ξεχάστηκε, την σκέπασαν τα χόρτα και η λήθη
Και έμειναν σαν όνομα, «τα μάτια της Aelún»
Αένε πως κρύβουν ποταμούς τα γαλανά της μάτια
Που χύνονται στην θάλασσα, καθώς αργά κυλούν
Διαμάντια που αξίζουνε βασίλεια και παλάτια
Ο πιο αρχαίος θησαυρός - τα μάτια της Aelún
Τα δυο πετράδια της θεάς τα έχω κυνηγήσει
Στις χώρες που τον Θάνατο σε σκόνη τον πωλούν
Μα τελικά ξαστόχησα και έχω ναυαγήσει
Και τώρα μοναχός θρηνώ τα μάτια της Aelún
Τα μάτια που ανέτειλαν πριν την αυγή του Χρόνου
Με μάγεψαν κι ως σήμερα ακόμη με καλούν
Στον ουρανό της ηδονής, στη θάλασσα του πόνου
Του πόνου που μ’ ανάψανε τα μάτια της Aelún
Έτσι, ετούτη την βραδιά μες στο κελί μου γράφω
Αύριο στο απόσπασμα πρωί θα μ' εκτελούν
Μου έσκαψε ο δήμιος αποβραδίς τον τάφο
Μα πιο πολύ με σκότωσαν τα μάτια της Aelún
Μα κι αν με θάψουνε στη γη, όταν θα ’χω πεθάνει
Τα μάτια της στην κόλαση θα μου φεγγοβολούν
Έλα λοιπόν για να σου πω, μια νύχτα τι είχα κάνει
Που έκλεψα και μ’ έκλεψαν τα μάτια της Aelún
Κεφάλαιο II: Μια Νύχτα στη Βουβάστις
«I am
the Moon among the gods; I shall not come to an end.
Osiris
hath counted thee among the gods»
The Book
of the Dead - Plate XVIII
Πρώτη φορά αντίκρισα την λάμψη της ματιάς της
Σ' ένα αρχαίο και μικρό αιγυπτιακό ναό
Πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, μια νύχτα στη Βουβάστις
Στων πυραμίδων την σκιά, στη γη των Φαραώ
Πλημμύρισε το ιερό με σμύρνα και λιβάνι
Που μάγοι σου ’φεραν σοφοί στα πόδια δωρεά
Οι ψαλμωδίες με τον καπνό τραβούν προς το ταβάνι
Και σε υμνούν γλυκιά Aeliin ιδανική Θεά
Τα μάτια σου που αστράφτουνε στο φως και λαμπυρίζουν
Τα αμύθητα διαμάντια σου που χάραξαν ψυχές
Με χάραξαν αθέλητα κι αθέλητα μ’ ορίζουν
Με χάραξαν και μ’ άφησαν ουλές και αμυχές
Κι όταν τα φώτα του ναού πια είχαν χαμηλώσει
Έκλεψα τα δυο μάτια σου χωρίς αναστολές
Κι αν τον αρχαίο σου ναό τον είχα βεβηλώσει
Φριχτές οι αμαρτίες μου στην πλάτη μου πολλές
Τα μάτια του αγάλματος που ’ταν δικά σου μάτια
Τα κράτησα σαν φυλαχτό στην τσέπη στο πλευρό
Και χάιδευα στον ύπνο μου όλα του τα καράτια
Σαν να ’χα βρει τον πιο κρυφό χαμένο θησαυρό
Κι όταν την πρώτη ακτίδα του ο Ήλιος είχε στείλει
Και χάραζε ένα κόκκινο χρώμα ο ουρανός
Τα δυο αστέρια μάτια σου δεν είχαν ανατείλει
Τα έψαξα... τα έψαξα, μα έγιναν καπνός
Την ίδια νύχτα δεύτερη φορά σε είχαν κλέψει
Κρυφά από τα χέρια μου αδίστακτοι ληστές
Σε έκλεψαν κι η έμπνευση που είχα είχε στερέψει
Aelun κι έχει ο ουρανός τις πόρτες σφαλιστές
Και τώρα σαν νεκρός γυρνώ σε δρόμους και σοκάκια
Και σέρνομαι σαν άψυχο πτώμα στις αγορές
Για σένα έκλαψα Aelun στου δρόμου τα πλακάκια
Για σένα έκλαψα Aelun αμέτρητες φορές
Ξεκίνησα για να σε βρω πάλι αλαφιασμένος
Με φυλαχτά που φτιάχνουνε στην Άβυδο ιερείς
Κι αν των ματιών σου ο ουρανός είναι συννεφιασμένος
Ξέρω πως κάπου μακριά πολύ, με καρτερείς
Κεφάλαιο VΙ: Μετάνοια, Κρίση, Λύτρωση
νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας
Το Τροπάριον της Κασσιανής
Ίδιες περνούν και φεύγουνε οι ώρες και οι μέρες
Τρακόσια χρόνια κάτεργα μου φαίνονται σαν χτες
Βουλιάξανε στο πέλαγος οι σάπιες μας γαλέρες
Κι ίσα που κολυμπήσαμε στης Πόλης τις ακτές
Περάσαμε το Βόσπορο πνιγμένοι στο αλάτι
Γδαρμένοι, άυπνοι, νηστικοί, της Μοίρας ναυαγοί
Με χίλια τόσα βάσανα φτάσαμε στο παλάτι
Για το τι θ' απογίνουμε να βγει διαταγή
Μας έστειλαν ισόβια σε κάποιο μοναστήρι
Οι άπειρες αμαρτίες μας για να συγχωρεθούν
Είναι πικρό κι ασήκωτο ετούτο το ποτήρι
Η λύτρωση για τις ψυχές που πρέπει να κριθούν
Τυλίξανε τη σκέψη μας τα μαύρα μας τα ράσα
Η θλίψη που βασάνισε τόσο την Κασσιανή
Προσεύχομαι γονατιστός χωρίς να πάρω ανάσα
κι αυτό - το μόνο που μπορώ - να κάνω υπομονή
Στον τοίχο απεικονίζεται ο μυστικός Σου δείπνος
Και παραδίπλα ο Δαβίδ που γράφει τους ψαλμούς
Κι εμείς που πια μας καρτερεί ο αιώνιος Σου ύπνος
Χάνουμε της γλυκιάς ζωής τους έντονους παλμούς
Γονατιστοί και ψέλνοντας την λύτρωση ζητάμε
Ζητάμε λίγο έλεος ανώνυμοι, γυμνοί
Πονέσανε τα μάτια μας το φως Σου να κοιτάμε
Κι η γλώσσα μας κουράστηκε, θεέ, να σε υμνεί
Έγινε δηλητήριο η θεία κοινωνία
Κι ο Ιερέας άψυχα στο βάθος λειτουργεί
Μας μόλυνε ανεπαίσθητα ο φόβος κι η αγωνία
Ότι τελειώνει η ζωή κι η λύτρωση αργεί
Και τότε δραπετεύσαμε μέσα στη νύχτα μόνοι
Καταραμένοι, άθλιοι, άδειοι κι αμαρτωλοί
Κι η Κρίση του Πανάγαθου αμείλικτα σιμώνει
Να πέσει σαν χαριστική επάνω μας βολή
Γίναμε δεύτερη φορά κατάδικοι δραπέτες
Σαν χάραζε το πρωινό το φως την Κυριακή
Απάτριδες ταξιδευτές, εγκληματίες κι επαίτες
Που κουβαλάμε μέσα μας βαθιά μια φυλακή
Κεφάλαιο Χ: Ιδαλγοί μιας Ιδέας
Voto a Dios que me espanta esta grandeza
y que
diera un doblon por describilla
Miguel
De Cervantes —Al Tumulo Del Rev Felipe II en Sevilla
Σε άλλα μέρη εξωτικά η Μοίρα μ’ είχε στείλει
Στα χνάρια εξερευνητών κι αρχαίων ναυαγών
Σταμάτησε η πορεία μου μια μέρα στην Καστίλλη
Και κίνησα αυθημερόν πάλι για τ' Αραγόν
Συνάντησα στον δρόμο μου ένα γέρο ιππότη
Και δίπλα σ’ ένα γάιδαρο είχε τον βοηθό
Ρώτησα τα ονόματα: «Με λένε Δον Κιχώτη»
«Και μένα Σάντσο και τον Δον, πιστά ακολουθώ»
Μου πε πως ήταν άρχοντας σ' ένα χωριό, την Μάντσα
Και ιστορίες διάβαζε ιπποτικές πολλές
Κι έτσι για ιπποκόμο του πήρε τον Σάντσο Πάντσα
Για να εκπληρώσουνε μαζί σπουδαίες αποστολές
Είχε καρδιά ειλικρινή, αθώα και γενναία
Κι ας του ’βάζε η λογική πάντα τρικλοποδιά
Ζούσε για να υπηρετεί μια κάποια Δουλτσινέα
Και άντεχε για χάρη της του κόσμου τα ραβδιά
Μια σπιρουνιά στο άλογο, βλέμμα μπροστά και άντε!
Να βρούμε το αληθινό ατόφιο ιδανικό
Καβάλησε σαν ήρωας πάλι τον Ροσινάντε
Να πολεμήσει τ’ άδικο, τ’άσχημο, το κακό
Τα έβαλε με γίγαντες, τέρατα και τιτάνες
Ακούραστος κι αλύγιστος, μερόνυχτα εννιά
Κι ας έλεγαν πως ήτανε τρελός, πως ήταν πλάνες
Πως ήταν ανεμόμυλοι με ξύλα και πανιά
Να βρούμε τα ιδανικά, τα αιώνια, τα σπουδαία
Εκείνα που μας μάτωσαν σαν ανοιχτή πληγή
Να ξαναβρούμε την παλιά ρομαντική Ιδέα
Που γίναμε για χάρη της ιππότες κι ιδαλγοί
Να πάρεις κόσμε ένα ραβδί και όσο θέλεις βάρα
Εμείς θα ακολουθήσουμε τον δρόμο μας πιστά
Απ’ την Καστίλη στο Λεόν, στη Μούρθια, στη Ναβάρα
Οι Δον Κιχώτες τάχθηκαν να προχωρούν μπροστά
Χωρίστηκαν οι δρόμοι μας και μπήκα σε ένα πλοίο
Και τον αποχαιρέτησα σαν να ’ταν αδερφός
Τέτοιο αλλόκοτο ξανά δεν είδα μεγαλείο
Καθώς στην Δύση χάθηκε κι ενώθη με το φως
Καθώς στην Δύση χάθηκε κι ενώθη με το φως
Κεφάλαιο ΧΙV: Ο Ποιητής και το Εκκρεμές
For the
Moon never beams, without bringing me dreams
Of the
Beautiful Annabel Lee
Edgar
Allan Poe - Annabel Lee
Σαράντα χρόνια αργότερα κάπου στη Βαλτιμόρη
Σ' ένα μικρό και βρώμικο, υπόγειο καπηλειό
Κι όλοι βασανιζόμαστε από το ίδιο ζόρι
Εκείνον τον αβάσταχτο τον πόνο τον παλιό
Πνίγω Aelum
τον πόνο μου στο ουίσκι και το μπράντυ
Για να μουδιάσω ολόκληρος να πάψω να πονώ
Για να ξεχάσω, ω θεά, τ' αρχαίο σου διαμάντι
Για να γεμίσω μέσα μου το απέραντο κενό
Πετάει από πάνω μας ένα τυφλό κοράκι
Κι απλώνει στο δωμάτιο μία πηχτή σκιά
Έκρωζε με παράπονο εκείνο το βραδάκι
Και με φωνή ανθρώπινη μας είπε «Ποτέ πια»
Την μοίρα μας εξόριστοι κλαίμε σ’ αυτή τη χώρα
Κι ακούμε μες στα σκοτεινά το χάος να καλεί
Πως χάσαμε την όμορφη και την γλυκιά Λενόρα
Πως θάψαμε στο πέλαγος την θεία Άνναμπελ Λη
Είναι της απουσίας σου αβάσταχτη η οδύνη
Χωρίς το φως σου, ω Aelun, πάμε στα κουτουρού
Σαν να μας τύλιξε σφιχτά του Μάελστρομ η δίνη
Και μας πετάει ξαφνικά το κύμα του καιρού
Το ίδιο μέλλον θα χουμε, που ’χε κι ο Φορτουνάτο
Που θάφτηκε σ' ένα υγρό κελάρι ζωντανός
Και θα 'χουμε για συντροφιά αυτόν τον μαύρο γάτο
Που έχει γίνει Νέμεσις και δήμιος σκοτεινός
Κι αν έθαψα τα λάθη μου κάτω από σανίδια
Χτυπάει κάπου μέσα τους μια ζωντανή καρδιά
Στοιχειώσαν τα εγκλήματα και έγιναν βαρίδια
Και κάνει πιο τρομακτική ετούτη τη βραδιά
Ανήγγειλε μεσάνυχτα ο κούκος στο ρολόι
Και μοιάζει τόσο αμείλικτο στον τοίχο το εκκρεμές
Σκίζει με κάθε κίνηση τις σάρκες και μας τρώει
Κι αιώνες ατελείωτοι μου μοιάζουν οι στιγμές
Απότομα σταμάτησαν του ρολογιού οι δείκτες
Παγώσαμε ακίνητοι σαν μία ζωγραφιά
Ίδιες περνούν και χάνονται στο άπειρο οι νύχτες
Όπως για πάντα χάθηκε στον κόσμο η ομορφιά
Κεφάλαιο ΧVΙ: Το Όνειρο του Ενδυμίωνα
False
moon! False moon! O waning moon!
Where is
my own true lover gone?
Oscar Wilde
– Endymion
Πάρα πολύ περπάτησα με τα φτερά σπασμένα
Χωρίς να ’χω το ψέμα σου τ’ αθώο να πιαστώ
Μα όταν όμως έφτασα μια νύχτα στη Ραβένα
Δεν άντεξα και ξάπλωσα για να ξεκουραστώ
Παράξενα οράματα θυμάμαι ότι είδα
Στον ύπνο μου και έμοιαζαν, Aelun. σαν ζωντανά
Είδα πάλι απ' την αρχή την ίδια πυραμίδα
Και ήταν σαν να έκλεβα τα μάτια σου ξανά
Είδα πως μάτωνα ξανά, μέσα στο όνειρό μου
Σ' εκείνη την πανάρχαια κι αιώνια πληγή
Πως ήμουν πάλι στην αρχή του μαγικού σου δρόμου
Πως άγγιξα του φεγγαριού το φως απ’ την πηγή
Βρήκα ξανά την ομορφιά του κόσμου του ονείρου
Τα ψέματα που μ’ έκαναν να σε ονειρευτώ
Την ξεχασμένη από καιρό την Μούσα του Ομήρου
Που μου ’δώσε ό,τι πιο αγνό για να ερωτευτώ
Μπροστά μου ζωντανέψανε τα γαλανά σου μάτια
Τόσο βαθιά και γαλανά σαν τρεις ωκεανοί
Και στον βυθό τους κρύβονται τα πιο λευκά παλάτια
Μύθοι, Μαγεία, Ομορφιά, Τέχνη και Ηδονή
Η αργυρή ακτίνα σου τον κόσμο είχε λούσει
Τυλίχτηκε τριγύρω μας σαν ασημί κλωστή
Την κελτική σου μουσική είχαμε ξανακούσει
Την γκάιντα που έκτοτε δεν έχει ακουστεί
Ξανάγγιξα τα χέρια σου που έμοιαζαν με κρίνα
Τα εύθραυστα, τα ευαίσθητα, τ’ αγνά και τα λευκά
Σαν πέταλα που σκόρπισαν στον άνεμο κι εκείνα
Και χάθηκαν... και χάθηκαν σε μέρη μυστικά
Φεγγάρι άδειο, ψεύτικο που πάντα ξεθωριάζεις
Που πήγαν οι αγάπες μου, π' έμελλαν να χαθούν;
Aelun,
θεά του Φεγγαριού, που σαν διαμάντι μοιάζεις
Που βρίσκονται τα χείλη που πρέπει να φιληθούν;
Στου Reading μπρος την φυλακή, μια αλήθεια είναι γραμμένη
Που κάποιος με το αίμα του την έγραψε ποιητής
«Αυτός που ζει χίλιες φορές, χίλιες φορές πεθαίνει
Μα όλοι πεθαίνουν, μάτια μου, αν το καλοσκεφτείς»
Κεφάλαιο ΧIX: Η Επιστροφή του Earendil
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία
Νίκος Καββαδίας – Μαρέα
Όταν σταθείς στον τάφο μου, παράξενε διαβάτη
Μην κλάψεις για την τύχη μου, μην κλαις και μη θρηνείς
Δεν πέθανα. Δεν βρίσκομαι σε νεκρικό κρεβάτι
Στον τάφο είναι μια σκιά. Δεν πέθανε κανείς
Μια φάρσα είναι η ζωή και δεν σημαίνει κάτι
Κι η Τέχνη μια ψευδαίσθηση, σαν ψέμα αληθινή
Σαν φυλαχτό την κράτησα στο στήθος την απάτη
Τα ψέματα τα ψεύτικα και τα ειλικρινή
Είναι η ζωή ένας τροχός κι η Τέχνη ένα παιχνίδι
Για να ξορκίσει μακριά κάθε τι σοβαρό
Ένα αστείο, άσκοπο κι ατέλειωτο ταξίδι
Που θα ’κάνε λιγότερο τον κόσμο θλιβερό
Τα ποιήματα που γράψαμε τα γράψαμε στ' αστεία
Πάνω σε μια παράκρουση που έφερε η στιγμή
Πιάστηκαν οι ακτίνες σου Aelum απ’ τα ιστία
Έσκισαν τον ορίζοντα και άφησαν ρωγμή
Πάντα σε σένα θα γυρνώ, στην έμπνευση την ίδια
Αφού σε σένα έδωσα σώμα, ψυχή, καρδιά
Μέσα στα μάτια σου έκανα τα πιο βαθιά ταξίδια
Στ' αστέρια σου, στον ουρανό, στο φως, στην αμμουδιά
Έλειψε απ’ τον κόσμο μας το ψέμα και το ωραίο
Την Τέχνη καταστρέψαμε σφυριά με τη σφυριά
Μα θα ξανάρθει μια φορά το βλέμμα το μοιραίο
Να ξαναδώσει απ’ την αρχή φως και παρηγοριά
Και κάποια μέρα, ορκίζομαι, σε σένα θα γυρίσω
Και σαν πουλί την άνοιξη πάλι θα ξαναρθώ
Κι όταν το ασημί σου φως, μπροστά μου θ’ αντικρίσω
Σαν να μην πέθανα ποτέ, πάλι θ’ αναστηθώ
Θα ’ρθω και θα ’μαστέ μαζί ατόφιο μου Φεγγάρι
Ψέμα μου, Φαντασία μου κι αλήθεια μου κρυφή
Θα ’ρθω και κάποιος ναυτικός θα ’ρθει και θα μας πάρει
Σ’ ένα ταξίδι μακρινό χωρίς επιστροφή
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν και θα ’ρθουν άλλα τόσα
Και τ’ όνομά σου οι άνθρωποι αιώνια θα καλούν
Σε κάθε χώρα κι εποχή, πολιτισμό και γλώσσα
Τ’ αστέρια, τα διαμάντια και τα μάτια της Aelún
Ο Ποιητής & το Φεγγάρι (2012)
ΞΑΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Έκλεισες τα μάτια σου και ονειρεύτηκα
Γαλάζιες θάλασσες, πλανήτες μακρυσμένους
Έκλεισες τα μάτια σου κι ερωτεύτηκα
Μικρούς παράδεισους θαυμάσια μεθυσμένους
Το όνομα σου στη νύχτα το ψιθύρισα
Στ’ αστέρια έφτασε ευχή και μελωδία
Μια αύρα έστειλε η Σελήνη κι εγώ μύρισα
Παρθένα πέλαγα και άστρων ευωδία
Μια προσευχή θα πω στην αθωότητα
Σε ένα όνειρο, στης νύχτας την ελπίδα
Να εξατμίσω όλη τη ματαιότητα
Με ένα πούπουλο, με μια δροσοσταλίδα
Ήρθαν στο όνειρο νεράιδες και χορέψανε
Μαγεία σκόρπισαν, χρυσόσκονη και ήβη
Ποιος για νεράιδες μίλησε και τον πιστέψανε;
Μα την αλήθεια αντάμωσε και την αλήθεια κρύβει
Έκλεισες τα μάτια σου και θύμισα
Αρχαία πνεύματα, ψυχές από τα βάθη
Έκλεισες τα μάτια σου και ξύπνησα
Η νύχτα χάθηκε και το φεγγάρι εχάθη.
Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Χάθηκα κι απόψε στα χλωμά σου
Τα μάτια τα μελαγχολικά
Φωτίστηκα κι απόψε απ’ τη σκιά σου
Κι από βαθιά κρυμμένα μυστικά
Πόθησα να βρω τι μου ‘χεις κρύψει
Έφτασα εκεί που δεν χωράει ο νους
Στην άλλη άκρη σου, έχω ανακαλύψει
Χάη απύθμενα κι αβύσσους σκοτεινούς
Απέναντί σου στάθηκα με δέος
Χωρίς το φως καν, ενός κεριού
Και είπα: «ο κόσμος είναι ωραίος
Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού»
Κι έτσι αγκάλιασα όλο σου το σκοτάδι
Βελούδινα, σκοτεινά και τρυφερά
Με μια ιδέα με σκέπασε το βράδυ:
«Κάθε φεγγάρι έχει μια σκοτεινή πλευρά»
CARAVANSERAI
«…Until
we reached the Caravanserai…»
Loreena.
McKennitt
Στον Ουρανό ανέτειλες. Χωρίς σταματημό
Σ’ ακολουθώ σε μαγικά και σε παρθένα μέρη
Στην Κόκκινη Πόλη έκανα τον πρώτο μου σταθμό
Το Γιβραλτάρ διέσχισα κι έφτασα στην Ταγγέρη
Εκεί πανάρχαιο γέροντα εγνώρισα σοφό
Ανθρώπων διάβαζε ψυχές κι ότι ο νους χωράει
Μου ‘πε, αφού με διάβασε ένα καημό κρυφό
«Αυτό που ψάχνεις βρίσκεται στο Καραβάνσαράι»
Πήδησα στην καμήλα μου, που ‘χα απτή Δαμασκό
Και μια μαντήλα φόρεσα, που χα για τυχερή μου
Με κανταρέλλα και νερό γέμισα τον ασκό
Και μες στη νύχτα κίνησα στα χάη της ερήμου
Μια αμμοθύελλα με πέτυχε στο Αχαγκάρ σφοδρή
Κι εγώ θαμμένος βρέθηκα κάτω από αμμολόφους
Το φως των αστεριών και μια Σελήνη αμυδρή
Μόνη είχα παρηγοριά, πιστούς πολύ συντρόφους
Θαμμένος έμεινα κι αναίσθητος καιρό πάρα πολύ
Με βρήκαν και μ’ ανέσυραν έμποροι Βεδουίνοι
Σένα Σουλτάνου βρέθηκα σαν δούλος την αυλή
Μου λέει: «Δεν πιάνεις και πολλά,
αλλά κομμάτια ας γίνει»
Εκεί μυστήρια έμαθα και κόλπα μαγικά
Από τον Χουσείν Εφέντ πίνοντας ναργιλέδες
Και πως φεγγάρια κρύβονται τα πιο μελαγχολικά
Πίσω από βελούδινους και μαύρους φερετζέδες
Ελεύθερο με άφησε απ την καλή του την ψυχή
Και για το ταξίδι μου ‘δώσε τα πιο καλά γαδούρια
Κάπου στο δρόμο πιάστηκε στ’ αυτί μου ν’ αντηχεί
Ήχος σαγηνευτικός από ούτια και σαντούρια
Στου Αλ-Φαγιούμ του φεγγαριού έπεσα τη γιορτή
Που εμπορεύματα είχανε απ’ τις Ανδαλουσίες
Μα δεν μπορώ τις σκέψεις μου να βάλω σε χαρτί
Σε έκσταση ως έπεφτα από παράξενες ουσίες
Την Badra γνώρισα εκεί, που μ’ άρεσε πολύ
Μα είν’ η εικόνα της θολή απ’ τις αναθυμιάσεις
Θυμάμαι που μ’ αποχαιρέτησε μένα γλυκό φιλί
«Στο Καραβανσαράι ο στόχος σου να φτάσεις»
Caravanserai (συνεχίζεται)
Συνέχισα το ψάξιμο στο όρος του Σινά
Και πέρασα τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη
Χάθηκα στη Βηρυτό, μα βρέθηκα ξανά
Μέχρι που βγήκα στο Ταρτούς, της Σύριας το λιμάνι
Μια νύχτα με πανσέληνο γνώρισα αυτή
Ήταν αριστοκράτισσα, κόρη ενός μονάρχη
Και με παιχνιδιάρικη φωνή μου είπε στο αυτί
«Φίλε μου το Καραβάνσαράι δεν υπάρχει»
Το πρώτο πλοίο ναύλωσα που έκανε πανιά
Κι όλη την νύχτα έκλαιγα κλεισμένος στο αμπάρι
Τ αστέρια όλα σβήστηκαν μέσα στη σκοτεινιά
Μαζί και η Σελήνη μου, το αλαργινό φεγγάρι
Χρόνια οι ώρες φάνηκαν μέσα από τους καημούς
Που η καρδιά μου τόλμησε να σε λαχταρήσει
Με αμανέ σου μίλαγα κι μ αναστεναγμούς
Πόσο σε πόθησα πολύ μα τώρα έχεις δύσει.
Μετά από αιώνες κάθομαι σε κάμαρα κλειστή
Δεν με ταράζει τίποτα, τίποτα δεν μετράει
Κι αν δεν το βρήκα πουθενά, δεν έχω γελαστεί
Τόσα φεγγάρια μου ‘δώσε το Καραβάνσαράι.
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μια ιστορία άκουσα από κάποιο τροβαδούρο
Σε μια ταβέρνα υπόγεια, κάπου στο Dorsoduro
Την έλεγε με δάκρυα και με θλιμμένο τόνο
Κι εγώ μ’ αγάπη περισσή σε μένα αφιερώνω
Για κάποιο μάγου μαθητή τα πάθη αφηγόταν
Που χε κενό τεράστιο, και μέσα του τρωγόταν
«Ήθελε μάγος να γενεί και να μαζέψει γνώση
Να συγκεντρώσει δύναμη κι αθάνατος να νιώσει
Βιβλία διάβασε πολλά, μελέτησε παπύρους
Μ’ ανθρώπους μίλησε σοφούς, τεχνίτες καλογήρους
Ποτέ του δεν ησύχασε, πάντα κάτι του λείπει
Πάντα γυρνούσε σκυθρωπός και τον κρατούσε λύπη
Έτσι το αποφάσισε, το σπίτι του να αφήσει
Να κάνει μια καινούρια αρχή, τι έζησε να σβήσει
Σε άλλες χώρες να βρεθεί, μακριά σε άλλα μέρη
Γιατί όσο μένει σπίτι του πονάει κι υποφέρει
Στις χώρες της Ανατολής, που ο ήλιος ανατέλλει
Έψαξε αυτό που ξέχασε και που η καρδιά του θέλει
Φώτα νέα αντίκρυσε και λαμπερές ακτίδες
Άλλους ήλιους αλλιώτικους πρωτόγνωρες ελπίδες
Είδε του ήλιου τη θεά, όπου τον είχε κάψει
Με φως σκληρό κι επώδυνο, καημούς του είχε ανάψει
Κι αφού τον διαπέρασε με το χαμόγελό της
Συνέχισε φιλώντας την, τον δρόμο ταξιδιώτης
Πλανήθηκε σε θάλασσες και μεγάλα βάθη
Για αυτό που χρόνια τον πονά και που ζητά να μάθει
Βρήκε θαλάσσια τέρατα, ναυάγια και κήτη
Κι εκεί όπου αναδύθηκε παλιά η Αφροδίτη
Λένε ότι την γνώρισε, όπως την λεν οι μύθοι
Με δέρμα αλαβάστρινο και βελουδένια στήθη
Μα ήταν άκαρδη πολύ, του γύρισε την πλάτη
Γιατί με δηλητήριο οχιάς ήταν γεμάτη
Κατάκαρδα τον πέτυχε η λύπη και θλίψη
Που η θεά της ομορφιάς τον είχε εγκαταλείψει
Το φως που βρήκε χάθηκε, οι ακτίνες είχαν σβήσει
Και πράγμα πια δεν έβρισκε να τον παρηγορήσει
Μαύρο σκοτάδι σκέπασε την άθλια του σκέψη
Πόνος βαρύς κι ασήκωτος τον είχε παγιδέψει
Την όρεξή του για ζωή αυτόματα την χάνει
Και μόνη ευχαρίστηση βρίσκει στο να πεθάνει
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ(συνεχίζεται)
Τρόχισε το μαχαίρι του, γέμισε τη πιστόλα
Και είπε «η ώρα έφτασε για να τελειώσουν όλα»
Κι έτσι ως αποφάσισε το τέλος του να δώσει
«Φέρε μου κάπελα κρασί, γιατί έχει τελειώσει»
Άφησε την αφήγηση, δήθεν να ξεδιψάσει
Γεμάτο ψάχνοντας πουγκί, ώστε να τον κεράσει
Εγώ του είπα φωναχτά: «Έλα πέντε φλορίνια
Κρασί πιες και συνέχισε και άφησε την γκρίνια!»
Γέλασαν με το πείραγμα, οι γύρω μου θαμώνες
Και σκούδα κάποιοι του ‘δωσαν, κι άλλοι κάτι κορώνες
Κι αφού του δώσανε κρασί και είχε ξεδιψάσει
Την ιστορία του είπανε, ευθύς να ξαναπιάσει
«Καθώς, που λέτε, κράταγε το όπλο του στο χέρι
Μέσα στη νύχτα έλαμψε ένα μικρό αστέρι
Κι έτσι όπως εγύρισε στον ουρανό το βλέμα
Λευκό φεγγάρι αντίκρυσε, που έφεγγε σα ψέμα
Τον μάγεψε η ομορφιά ατόφια και παρθένα
Και μέσα του φωτίστηκαν κομμάτια ξεχασμένα
Κι είπε: «Χωρίς την ομορφιά, η αλήθεια είναι λάθος
Σκουπίδι είναι για πέταμα στο πιο μεγάλο βάθος»
Τον δρόμο πάλι άρχισε όπου τον είχε αφήσει
Και την Σελήνη ορκίστηκε πιστά ν’ ακολουθήσει
Σε μέρη τον οδήγησε που έχουν ξεθωριάσει
Σε θάλασσες, ωκεανούς και σε αρχαία δάση
Διέσχισε ορίζοντες στα σύννεφα πετώντας
Τις ασημιές του φεγγαριού ακτίνες κυνηγώντας
Με τον Αστέρα σύντροφο και το Σταυρό του Νότου
Έψαξε μ’ απέτυχε να βρει τον προορισμό του
Τι ήταν μακρινό πολύ και δύσκολα πιανόταν
Λίγες φορές το έβλεπε, τις πιο πολλές χανόταν
Αδιάφορο κι απόμακρο, ψυχρό χωρίς ελπίδα
Έτσι τον δρόμο άλλαξε πίσω προς την πατρίδα
Στην Βενετία επέστρεψε κι έμεινε στο San Polo
Σ’ενα δωμάτιο αδειανό, το βιος του όλο κι όλο
Μπλέχτηκε με τους έμπορες, τα προς το ζην να βγάζει
Και για φεγγάρια και Θεές, διόλου δεν τόνε νοιάζει
Εκεί περνούσανε αργά πιο φτωχές του μέρες
Κι λίγη έβρισκε χαρά παρέα με εταίρες
Μέχρι που ξετρελάθηκε με μια μικρή με νάζι
Που ‘ταν διαβόλου πειρασμός και τον Θεό κολάζει
Νύχτες πολλές περάσανε σ ερωτικό κρεβάτι
Κι αυτή τον γέμισε ουλές στο στήθος και την πλάτη
Του ‘δώσε πόνο κι ηδονή, βραδιές από βελούδο
Κι αν και εταίρα ήτανε, δεν ζήτησε ένα σκούδο
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ(συνεχίζεται)
Στιγμές που αξίζουν στέμματα εκεί του ‘χε χαρίσει
Αλήθειες που λαχτάραγε μα που δεν είχε ελπίσει
Χάρη σ’αυτή κατάλαβε τι ψάχνει τόσα χρόνια
Αλήθειες σαν την θάλασσα κι ερωτικά σεντόνια
Έτσι κάπως ηρέμισε η φλόγα που χε μέσα
Κι ύστερα από κάμποσο γνώρισε μια Duchessa
Απ’ το San Marco35, ευγενής ήτανε η καλή του
Κόρη σπουδαίου πολιτικού και μέλος της Συγκλήτου
Είπαν πως την αγάπησε, όσο βαθιά μπορούσε
Στα μάτια τηνε κοίταζε, χατίρι δεν χαλούσε
Για αυτό και την παντρεύτηκε μια Κυριακή στο Frari
Κι ήταν μια νύχτα μαγική, μ’ ολόγιομο φεγγάρι
Χρόνο στο χρόνο πέρασαν δεκαεννέα χρόνοι
Και η αγάπη αύξανε σαν ήρθαν οι απογόνοι
Κι έτσι απολάμβανε ηρέμως και ησύχως
Μια ευτυχία που δεν μπορεί να περιγράψει στίχος
Κι όμως λεν δεν του άρεσε αυτή η ησυχία
Και πως του κάθισε βαριά η τόση ευτυχία
Κι έτσι λεν κάποιοι Βενετοί τον είδαν στο λιμάνι
Ν αφήνει τη γυναίκα του κι άλλους σταθμούς να πιάνει
Έκτοτε τι απέγινε κανένας μας δεν ξέρει
Σε ποια γυρνά εξωτικά της υφηλίου μέρη
Κανένας δεν τον είδε πια, η τύχη του αγνοείται
Κι αν κάτι ξέρετε εσείς καλείστε να το πείτε»
Τότε εγώ του φώναξα: «Την ιστορία σταμάτα!»
Κι έδωσα για τον κόπο του, πέντε χρυσά δουκάτα
Κι έτσι όπως με κοίταζε γεμάτος απορία
«Εγώ θα πω πως τέλειωσε αυτή η ιστορία.
Σωστά ως λέτε μπάρκαρε εκείνη την ημέρα
Σε κάποια μαύρη εμπορική ισπανική γαλέρα
Και όπως εταξίδευε μια μέρα πριν χαράξει
Στη Boa Vista έμελλε το πλοίο να βουλιάξει
Την ίδια μοίρα έλαχε, να πάει προς τα κάτω
Μέχρι που τέλος έφτασε στης θάλασσας τον πάτο
Είχε δεθεί στα πόδια του κάπως ένα κανόνι
Κι η τελευταία σκέψη του, για όλα μετανιώνει.
Μη με ρωτάτε πως και τι, και ποιος τα χει σφυρίξει
Την μοίρα που μου έλαχε Θεός να μην σας δείξει
Είναι βαρύς ο θάνατος και η ζωή επίσης
Μα μένα που ‘μαι ανάμεσα βάρδε να τραγουδήσεις
Ιδού αυτός που ψάχνετε κι έχει πολλά περάσει
Τα πάντα που απέκτησε κι έχει τα πάντα χάσει
Κι αν γνώρισα τα πάνσοφα και έκανα ταξίδια
Πάντα τυφλός κι ανόητος που πάθαινα τα ίδια
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ(συνεχίζεται)
Ήταν σκληρή η μοίρα μου μα το ‘χω μάθει ήδη
Πως δεν υπάρχει προορισμός μονάχα το ταξίδι
Και ό,τι έκτισα μεμιάς ερείπια το γκρεμίζω
Κι απτήν αρχή τα ερείπια ευθύς τα ξανακτίζω
Κι αλήθεια ήμουνα κακός πολλούς είχα πληγώσει
Και την αγάπη που ‘δειξαν με πόνο έχω πληρώσει
Κι αν κείνη που παντρεύτηκα την έχω παρατήσει
Μια κόλαση δεν θα φτάνε για να με τιμωρήσει
Μα μου το δίδαξε κι αυτό η δόλια μου η μοίρα
Πάντα να κρίνεις άνθρωπο από το χαρακτήρα
Άνθρωπο απ’ την πράξη του άνθρωπος να μην κρίνει
Γιατί δεν ξέρει πως πονά και τι σημάδια αφήνει
Δυνάμεις ανεξήγητες γράψαν την ιστορία
Κι εγώ αυτή που διάλεξαν περπάτησα πορεία
Κι αν όποτε προσπάθησα απ’ τη μοίρα να ξεφύγω
Η κάθε μου προσπάθεια πιο λίγο κι απ’ το λίγο»
Κι ο βάρδος με τραγούδαγε χρόνια στο Carnivale
Στου Cannaregio τις στοές κι έξω απ’ τ’ Arsenale
Στα μάτια είχε δάκρυα, το ύφος του θλιμμένο
Ένα τραγούδι τραγικό, οικείο μα και ξένο
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Άσε με να πιω, να πιω και να μεθύσω
Τον κόσμο τον ανάλγητο ανάποδα να φέρω
Να θυμηθώ τα νιάτα σου και να σε νοσταλγήσω
Πως ήσουν όμορφη πολύ μα τώρα δεν σε ξέρω
Σε κάποιο τσιπουράδικο ρακές θα κατεβάζω
Για σένα που μ ενέπνευσες ό,τι κι αν πιω χαλάλι
Σαν κολασμένος ποιητής πικρά θ αναστενάζω
Και «στην υγειά σου κάπελα! Φέρε κι άλλο μπουκάλι!»
Είναι μεγάλο το πρόβλημα γι αυτό δω πέρα πίνω
Κι ας χάνεται ο έλεγχος κι ας καταντάω φέσι
Που σε κρατώ αθέλητα κι αθέλητα σ’ αφήνω
Είναι μεγάλο το πρόβλημα, μα μένα έτσι μ’ αρέσει
Άσε με να πιω, απόψε δεν με νοιάζει
Το αύριο πια δεν μετρά, μετρά μόνο το τώρα
Ζαλίστηκα πολύ και μου φαίνεται σου μοιάζει
Πίσω απτό μπαρ η όμορφη κι αθώα σερβιτόρα
Είναι βαρύ το βάσανο, με πήρε από κάτου
Γι αυτό τις μέρες μου περνώ σε σκοτεινά κατώγια
Μην του μιλάς του ποιητή σαν έχει τον νταλκά του
Μην του μιλάς του ποιητή, δεν παίρνει από λόγια
Εν κατακλείδι(συνεχίζεται)
Απόψε πάλι μέθυσα με την ανάμνησή σου
Ανάμνηση που στοίχιωσε και όμως δεν με θέλει
Καρδιά, κλείσε τα μάτια σου και μόνο αυτό θυμήσου
«Είναι η Σελήνη φωτεινή κι όταν δεν ανατέλλει»
ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (2010)
ΦΩΣ
“We’re
one with the Goddess of the Sun tonight”
«Στο φως μου παραδώσου»
Είπε η βασίλισσα του Φωτός
Άσε με να εξαϋλωθώ απ’ το φως σου
Σαν ένα αστέρι στα βάθη της νυκτός
Η ακτίνα σου ας με τρυπίσει
Κι ας ανοίξει τραύμα διαμπερές
Κάψε με, η μέρα να φωτίσει
Κάψε με μ’ακτίνες λαμπερές
Γίνομαι κι εγώ φως μαζί σου
Και την ψυχή μου στέλνω προς εσένα
Είπε: «στην αγκαλιά μου κοιμήσου
Απόψε εσύ κι εγώ είμαστε ένα»
Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Φεύγεις μακριά και χάνεσαι απ’το βλέμμα
Με τα ονόματά σου σε καλώ, μα δεν μ’ακούς
Τώρα ακόμη κι ιδέα σου φαίνεται ψέμα
Μα εσύ τραβάς σε προορισμούς ηδονικούς.
Σειρήνες κι Άρπυες μαζί σε συνοδεύουν
Κι όλοι οι Ζέφυροι σε παίρνουν αγκαλιά
Πλανήτες και Αστερισμοί που σε μαγεύουν
Θα κατεβούν να σου φιλήσουν την ελιά
Σε μέρη εξωπραγματικά, χάνεσαι τώρα
Πετώντας κάπου στα ουράνια σαν πουλί
Θάλασσες και ωκεανοί σου λεν: «Προχώρα!»
Μα η δική μου η φωνή πίσω σε καλεί.
Φοράς κολιέ από φτερά κι από κοράλια
Κι είναι τα ρούχα σου, ένα σύννεφο λευκό
Σε ποια ηλιόλουστα ξαπλώνεις, ακρογιάλια;
Σε πιο αστέρι κατοικείς, μοναχικό;
Πιάνει βροχή και το ταξίδι σου τελειώνει
Είναι πικρό το ξύπνημα, τα πρωινά
Θάλασσα κι άστρα χαιρετάς και μένεις μόνη
Μα είσ’ αλλού και σ’έχω χάσει παντοτινά.
ΟΝΕΙΡΟ
Απόψε θα έρθεις στο όνειρό μου
Σαν Παναγία και σαν Μαγδαληνή
Θα ‘ρθεις μ’ένα ζεστό φιλί, γυμνή
Θα ‘ρθεις, να γείρεις στο πλευρό μου
Κάτι θα μου ψιθυρίσεις στο αυτί
Μα δεν θ’ακούσω τη φωνή σου
Θα νιώθω μόνο την πνοή σου
Πάνω στο λαιμό μου καυτή.
Θα μείνουμε έξω απ’τον κόσμο μόνοι
Έτσι μες στ’ όνειρο αγκαλιασμένοι
Καθώς μια ακτίνα απ’ το παράθυρο θα μπαίνει
Προμηνύοντας τη μέρα που ξημερώνει.
ΑΙΡΕΤΙΚΟ ΚΙ ΕΡΩΤΙΚΟ
Εσείς Βυζαντινές μου εικόνες
Πως σας ξέφυγε αυτή η Παναγία
Τόσο ξανθιά, τόσο γλυκιά – Σαν μαγεία
Με δυο μάτια μπλε σαν ανεμώνες;
Που ‘ναι ο πόνος, τα μάτια τα θλιμμένα;
Μες στα δικά της βλέπω μόνο τη χαρά.
Ούτε τα χέρια μου τείνει σοβαρά.
Μα σα γυναίκα τ’απλώνει προς εμένα.
Πως θα μπορούσατε να υμνήσετε, ύμνοι
Τον Θεό καλύτερα από τη δική της φωνή;
Χίλιες φορές απ’ όλους σας μένει αγνή.
Σαν φεγγαριού καθρέφτισμα σε λίμνη.
Μέσα μου έχω κάθε πίστη αποτάξει
Μα είναι ο Θεός που μου φωνάζει
Μέσω αυτής, μιας Παναγίας που μοιάζει
Σαν άγγελος λευκός, έτοιμος να πετάξει.
ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ
Χωρίς εσένα, η μέρα λιγότερο φωτίζει
Τα τραγούδια μου, φαίνονται όλα ξένα
Κάθε λουλούδι λιγότερο μυρίζει
Χωρίς εσένα.
Χωρίς εσένα, κάθε προσπάθεια γίνετ’ επί ματαίω
Απο το στόμα μου, τα λόγια λυπημένα
Και την ουσία του χάνει ότι ωραίο
Χωρίς εσένα
Χωρίς εσένα, τα πάντα χάνουν τον εαυτό τους στη συνήθεια
Και δεν μένει πια ενδιαφέρον κανένα
Ψέμα η αλήθεια φαίνεται και το ψέμα μ’αλήθεια
Χωρίς εσένα
Χωρίς εσένα, η χαρά μου μοιάζει τόσο στη λύπη
Γέλιο και κλάμα μου φαίνονται σαν ένα
Κι άψυχοι καταντούν απ’την καρδιά οι κτύποι
Χωρίς εσένα.
Η Παρθένα
Ο ποιητής, ο άδοξος, εγώ!
Να φύγω, να πέσω να πνιγώ
Στην πιο μακρινή γωνιά του νου
Μες στο βυθό του Ωκεανού
Εδώ, στο Χάος, τα πάντα καταχνιά
Πιο σκοτεινά, από κάθε παρθενιά
Παράδεισος ή άκρη της αβύσσου
Εγώ νεκρός θα’μαι εξίσου.
Πάνω στη Γη, το πιο οδυνηρό
Το πιο απάνθρωπο, άσπλαχνο σκληρό
Είναι μία αγνή παρθένα
Μία τέτοια, με σκότωσε και μένα.
Ευαίσθητη, ψυχρή σαν πορσελάνη
Πονάει, ότι και να κάνει
Με το αγνό αγγελικό της βλέμα
Το πιο χυδαίο που γεννήθηκε ψέμα.
Τώρα σαν έμβρυο πεθαίνω στο βυθό
Στο μόνο τόπο που έχω να χαθώ
Στην άμμο το κεφάλι μου θα χώσω
Απ’ τ’ αθώο της βλέμα να γλιτώσω.
ΟΤΑΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
“Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή.
Τα σύννεφα με σκεπάζουν. Κι είναι
σιωπή»
Μ.Χατζιδάκις
Όταν έρθουνε τα σύννεφα
Μην περιμένεις σύννεφα βροχής
Όταν έρθουνε τα σύννεφα
Θα ‘ναι το τέλος μιας εποχής
Όταν έρθει η φωτιά
Για πόλεμο ετοιμάσου
Όταν έρθει η φωτιά
Ρίξε στάχτη στα μαλλιά σου
Όταν έρθει ο σεισμός
Πέσε κάτω στο χώμα
Όταν έρθει ο σεισμός
Νωρίς θα ʼναι ακόμα
Όταν ερθουν οι πληγές
Χώσου μές στο κρεβάτι
Όταν έρθουν οι πληγές
Πάνω θα ‘χουν αλάτι
Όταν έρθει το νερό
Μην ψάξεις για λιμάνι
Όταν έρθουνε τα σύννεφα
Θα ‘χεις κιόλας πεθάνει.
OLD-COTEN
Απόψε, πως τον θυμήθηκα το γέρο-Κότεν;
Ένα παλιό φίλο, του πολέμου βετεράνο
Σε μια φωτογραφία, περίφανο όπως τότε
Δίπλα στη σκάλα, πριν μπει, στ’αεροπλάνο
Ήταν ψηλός, μαυριδερός, σκέτο κατράμι
Τον λέγαμε, καλοπροαίρετα, «κοράκι»
με κάτι χερούκλες να! Και τρείς πήχες παλάμη
μα είχε αγαθή καρδιά, σαν το μικρό παιδάκι
Ένα θύμαμαι ήταν, το μεγάλο όνειρό του
Να πάει στο Βέγκας, στην μέση της ερήμου
Εγώ του έλέγα: «σύντομη η ζωή του πιλότου»
Μα του ‘πα, αν πήγαινα, τον έπαιρνα μαζί μου
Μου ‘λεγε πόσο θα ‘θελε να πάει σε καζίνο
Πόκερ να παίξει και μπλακτζάκ, ρουλέτα κουλοχέρη
Μέχρι που μια βραδιά, πάνω απ’ το Μονταλτσίνο
Έπεσε ο Κότεν σαν τ’ Αυγούστου πεφταστέρι
Τον κλάψαμε όλοι, τον θρήνησε το σμήνος
Στην κάσα όταν είδαμε το άψυχο του πτώμα
Όμως ήμουνα σίγουρος πως μου γελούσε εκείνος
Ήξερα, πριν τον θάψουμε, κάτι ήθελε ακόμα
«Στο Βέγκας» μου ‘πε μια φορά «θα ‘θελα να πεθάνω»
Κι έτσι εκεί τον θάψαμε με μια μικρή πλακέτα
«Να ’ναι σαν σύννεφο το χώμα σου» έγραφε πάνω
Και δίπλα αφήσαμε ενθύμιο, μάρκες και μια ρουλέτα
Ξεχάστηκα κοιτώντας έτσι την φωτογραφία
Σε άλλους κόσμους με είχε η σκέψη συνεπάρει
Καθως τον γέρο - Κότεν έβλεπα στο δεκατρία
Στην ρουλέτα του παραδείσου να ποντάρει
ΕΠΑΜΕΡΟΙ
«επάμεροι• τί
δέ τις; τί δ᾿ οὐ
τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.» Πίνδαρος
«We are
just a moment in time…” Anathema
Βυθίζομαι στο χάος της ανυπαρξίας
Ζωή πεπερασμένη, μικρής αξίας
Γιατί δεν είμαστε παρά μια σκία ονείρου
Μια κουκίδα αδιόρατη στη μέση του απείρου
Πριν ζήσουμε καλά καλά έχουμε πεθάνει
Και το ότι ζούμε είναι τελικά μια πλάνη
Είμαστε μια στιγμή στο χρόνο
Ένα βλεφάρισμα του ματιού μόνο
Γιατί ολόκληρη η ζωή μας είναι ένα ρίξιμο ζάρια
Μια νύχτα με σβηστά φεγγάρια.
Έχω πάνω στο στήθος μου ένα βάρος
Κουράστηκα πολύ απόψε και έχασα το θάρρος
Ξέχασα πως είναι να ζεις, δεν θυμάμαι
Πώς είναι να είσαι ζωντανός, φοβάμαι
Πως δεν είμαι πια, πως έχω φύγει
Μακριά πολύ, αλλά έχει μείνει λίγη
Ανάμνηση να με πληγώνει.
Έγινα το φάντασμα που με στοιχειώνει.
ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Πόσο θα’ θελα τα ποιήματα
Να μην έλεγαν τίποτα.
Ν’άφηναν τα νοήματα
Ελεύθερα κι ανείπωτα.
Θα’ θελα να μην υπήρχαν
Πίσω απ’τις λέξεις ιδέες
κρυμμένες. Κι ούτε να είχαν
Βαριές λέξεις, σπουδαίες.
Θα’θελα να μην είχαν διπλές
Σημασίες κι αναγνώσεις.
Παρά μόνο λέξεις απλές
Χωρίς παρομοιώσεις.
Οι επιτηδεύσεις να ‘λειπαν
Να λέιπουν οι επιδράσεις
Μαζί με τα κατάλοιπα
Από τις συμβάσεις
Έτσι απέριτα, λιτά
Μονάχα συναισθήματα
Θα ‘θελα κύριε Ποιητά
Να ήταν τα ποιήματα
«Μα αν ήταν έτσι όπως λες
Θα ‘μέναν άνεργοι οι ποιητές»
ΛΕΝΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Λένε για μένα διάφορα οι φίλοι κι εχθροί
Πως είμαι ένα καλόψυχο, τέρας λυσσασμένο
Πως μια γυναίκα καρτερώ, δεν πρόκειται να ‘ρθει
Και σαν μαλάκας κάθομαι, πιστά την περιμένω
Λένε πως είμαι διάβολος, και βάζω φυτιλιές
Άλλοι τα βρίσκουν ψέμματα, και λένε είναι φήμες
Και πως με καταράστηκαν τρεις μάγισσες παλιές
Άγγελος είμαι ή δαίμονας; Μα τελικά ποιος είμαι;
Λένε, για αυτήν στο Διάβολο πούλησα την ψυχή
Και άλλοι πως για χάρη της, κατάντησα προφήτης
Μαζί μου πως την έκανα συχνά ν’ αγκομαχεί
Μες στην ζωή μου βρίσκεται, κι εγώ μες στην δική της
Με λένε καρυδότσουφλο, σαν φύλλο ή φτερό
Πως όπου κάτσει βρίσκομαι, και πάω όπου λάχω
Άλλοι με λεν’ ευέλικτο σαν γάργαρο νερό
Και άλλοι πεισματάρικο, και σταθερό σαν βράχο
Λένε για μένα διάφορα, πολλά και γενικά
Κι εγώ τ’ακούω, κάθοντας, παίζοντας το μπεγλέρι
Αλλά για μένα η πιο σωστή κουβέντα τελικά
«κανένας δεν τον μάντεψε, ούτ’ ο θεός τον ξέρει»
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΑΓΡΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ
“And the
river flows beneath your skin
Like savage
horses kept within
And all is
wasted in the sand
Like
breaking diamonds with your hand”
Royksopp –
Running to the Sea
“And rise
with me forever
Across the
silent sands
And the
stars will be your eyes
And the
wind will be my hands”
The
Handsome Family – Far from any Road
Στ’ αυτιά σου μία άγκυρα και τα μαλλιά λυμένα
Το δέρμα σου κατάλευκο και δροσερό σαν γάλα
Κοιτάς και ονειροπολείς, αόριστα, θλιμμένα
Μ’ εκείνα τα κατάμαυρα τα μάτια τα μεγάλα
Μια αλυσίδα κρέμεται στο πόδι σου δεμένη
Κι ένα αρχαίο φυλαχτό ανάμεσα στα στήθη
Στα δάχτυλά σου πιάστηκε μια αχτίδα μαγεμένη
Που πέρασε και χάθηκε σαν ξένο παραμύθι
Σαν δυο ποτάμια ορμητικά χύθηκαν τα μαλλιά σου
Πλημμύρισαν τους ώμους σου κι έφτασαν στη πλάτη
Μια Καρδερίνα κάθισε μέσα στην αγκαλιά σου
Με ευωδιές, χρυσόσκονη και χρώματα γεμάτη
Σαν άλογα οι φλέβες σου χτυπάνε και καλπάζουν
Η λάμψη απ’ τα μάτια σου θόλωσε τα αστέρια
Τα χέρια μου σαν άνεμος πάντα θα σε σκεπάζουν
Μάταια˙ σαν να σπάζουμε διαμάντια με τα χέρια
Ζωγράφισα τα χείλη σου με κόκκινο μολύβι
Κι έχω με γκρίζο απαλό τα βλέφαρα σκιάσει
Μα πώς να δείξω την σκιά που μέσα σου σε θλίβει;
Μα πώς τον άψυχο καμβά να κάνω να σου μοιάσει;
Ατέλειωτο και σήμερα έμεινε το πορτραίτο
Του λείπει αυτή η ένταση και η μελαγχολία
Σου πρέπει, Άγρια Ομορφιά, κάτι απ’ τον Τιντορέττο
Δυο στίχοι και το ιδανικό που κρύβουν τα βιβλία
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (33 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)
Μονάχος, κάπου απόμερα, αόριστα ρεμβάζω
Μονότονα που ακούγεται σήμερα η βροχή
Μια μικρή επιγραφή με προσοχή διαβάζω
Και κόμπο πάλι σφίχτηκε η άδεια μου ψυχή
Μου ‘ρθε η εικόνα στο μυαλό, σαν φευγαλέα σκέψη
(Οι ποιητικοί κι αυθαίρετοι, τυχαίοι συνειρμοί)
Κι είδα πως είχες στη βροχή ολόκληρη μουσκέψει
Και κόλλησε το φόρεμα επάνω στο κορμί
Δύο σταγόνες σκάλωσαν στα κόκκινά σου χείλη
Δυο μάτια καίνε ανάμεσα στα μαύρα σου μαλλιά
Η άγκυρα συνάντησε στ’ αφτί σου ένα κοχύλι
Που φύλαξε σαν θησαυρό μία δροσοσταλιά
Κατέβηκε ένα σύννεφο και απαλά σε ντύνει
Στην άσφαλτο τα πόδια σου εξέχουνε γυμνά
Γελάς μα όμως πιο πολύ τη θλίψη σου εντείνει
Πώς μοιάζουν τούτο το πρωί τα πάντα σκοτεινά
Σαν να κρυώνεις κράτησες στα χέρια τους αγκώνες
Και έμεινες ακίνητη μόνο για μια στιγμή
Χάθηκαν μέσα στη βροχή οι σκέψεις κι οι εικόνες
Μα έμειναν σαν μια ηχώ, ν’ ακούγονται οι λυγμοί
Γύρισε κι άλλο ο τροχός κι έφερε άλλο μήνα
Πώς άλλαξε απότομα σήμερα ο καιρός;
Στην γλάστρα σου μαράθηκαν τέσσερα μαύρα κρίνα
Κι έγινε κι άλλο ο ουρανός κρύος και βροχερός
Και έγραψα στον τάφο σου «τριάντα τρεις Αυγούστου»
Σε πείσμα του μουντού καιρού που μοιάζει να θρηνεί
Τι ειρωνεία που πέθανες (θα βάλει κάποιου ο νους του)
Μια μέρα χειμωνιάτικη και καλοκαιρινή
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΒΡΟΧΗΣ)
«Τι είμαστε», είπες, «Παρά δυο πολύ μικρές σταγόνες
Που ξεκινούμε απ’ τον μουντό και γκρίζο ουρανό
Πέφτοντας με ταχύτητα στ’ αόριστο κενό
Σκάμε στη γη, χανόμαστε, ασήμαντες και μόνες
Κι όλες πασχίζουμε μαζί, όμως, να ενωθούμε
Με αγωνία αμέτρητη, με πάθος και ορμή
Τον χρόνο να παγώσουμε, έτσι, για μια στιγμή
Πριν πέσουμε στο έδαφος, σπάσουμε και χαθούμε»
Αυτά θυμάμαι μου ‘χες πει μια νύχτα στο μπαλκόνι
Ξυπόλητη και βλέπαμε στην νύχτα τη βροχή
Σαν μια σταγόνα πέρασε κι αυτή η εποχή
Κι η ανάμνησή σου χάθηκε ανάμεσα στη σκόνη
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ISAR)
Die schönste Jungfrau sitzet
Dort oben
wunderbar,
Ihr
gold'nes Geschmeide blitzet,
Sie kämmt
ihr goldenes Haar
Heinrich Heine - Lorelei
Φωτίσανε τα μάτια σου και έσβησαν τα άστρα
Πονάει η απουσία σου, μα πώς να σου το πω;
Κοιμόσουνα και τα μαλλιά σου ‘πλεκα σαλαμάστρα
Και σου ψιθύριζα στ’ αυτί ένα πικρό σκοπό
Έχει η ψυχή σου κύματα κι αργά σε νανουρίζουν
Σαν τ’ απαλό κελάρυσμα του Isar ποταμού
Σαν τα ποτάμια είσαι κι εσύ, που πίσω δεν γυρίζουν
Και καταρράκτες γίνονται στο χείλος του γκρεμού
Να ‘ξερες πόσες θάλασσες τα δυο σου μάτια κρύβουν
Να ‘ξερες πόσο θα ‘θελα μέσα τους να χαθώ
Πόσο πολύ με σκλάβωσαν και πόσο με συνθλίβουν
Και με τραβούν σαν άγκυρες δεμένο στο βυθό
Μια Καρδερίνα πέταξε και σου χαμογελάει
Το ίδιο πικρό χαμόγελο έχει όπως κι εγώ
Μοίρα μου εσύ και Πέτρα μου, δεύτερη Λορελάη
Σ’ ακολουθώ κι ας ξέρω πως στο τέλος θα πνιγώ
Η ομορφιά σου τέσσερις φορές με έχει πνίξει
Μα πες μου τι δεν θα ‘δινα για να ‘ταν πιο πολλές
Γελάς και του Παράδεισου η πύλη έχει ανοίξει
Και οι φωτιές της Κόλασης με καίνε όταν κλαίς
Και σε κοιτώ. Και σκίζομαι έτσι όπως κοιμάσαι
Μυρίζει κήπος κρεμαστός, κάθε σου αναπνοή
Mα
σαν ξυπνήσεις την αυγή, ούτε που θα θυμάσαι
Πως στο πλευρό σου κάθισα ίσαμε το πρωί
Κι έφυγα σαν το φάντασμα στα μέρη του Μονάχου
Εκεί που ρέει ήσυχα ο Isar ποταμός
Κι εμένα που μ’ εξόρισες μες στην καρδιά του βράχου
Μου τρώει τη σάρκα ο ποταμός, ο αέρας κι ο καημός
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΜΟΡΦΕΣ)
Είδα την ιστορία σου σε πέντε νότες πάνω
Τα μάτια σου που άλλαξαν χρώμα και εποχή
Τον μύθο σου ξαναγεννώ κι απ’ την αρχή τον χάνω
Ένα ταξίδι μακρινό που μένει στην αρχή
Κάτω από το δέρμα σου κυλάνε δυο ποτάμια
Σαν άλογα ατίθασα, μαύρα κι ορμητικά
Με τύλιξαν τα μαύρα σου μαλλιά σαν τα πλοκάμια
Και μ’ έκλεισαν σαν φυλακή σφιχτά κι ερμητικά
Άγρια. Να σε ντύνουνε δέρματα απ’ αρκούδες
Ατίθαση σαν θάλασσα δεμένη με σκοινιά
Ξωπίσω να σ’ ακολουθούν γαλάζιες πεταλούδες
Και μπρος ν’ αστράφτει πάνω σου μια αυγή δαμασκηνιά
Αλλάζεις χίλια πρόσωπα και δεν σ’ αναγνωρίζω
Σαν ποταμός που δυο φορές δεν γίνεται να μπεις
Έμπνευση που σ’ακολουθώ μα όμως δεν σ’ ορίζω
Που έφυγες και χάθηκες στις όχθες της σιωπής
Και είσαι αυτό το άπιαστο που προσπαθώ να πιάσω
Σαν μια παρθένα αλπική απάτητη κορφή
Κι αν μείνεις το Ιδανικό που δεν μπορώ να φτάσω
Τις νύχτες ονειρεύομαι την κάθε σου μορφή
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΦΙΛΤΑΤΗ)
Τα όνειρά μου μύριζαν λουίζα και λεβάντα
Κι άνθιζε η αγάπη μου σαν τον βασιλικό
Τις νύχτες π’ αγναντεύαμε τ’ αστέρια στην βεράντα
Και ήταν σαν την ζάχαρη το βλέμμα σου γλυκό
Πάνω σε μια παράκρουση σου ‘πα μια ιστορία
Την ιστορία ενός τρελού γερο-ταξιδευτή
Που είχε τ’ άγρια χείλη σου για χάρτη και πορεία
Και την ψυχή σου προορισμό που είχε ονειρευτεί
Σου έφερα εξωτικά μπαχάρια απ’ την Ινδία
Σου έφερα μεταξωτά που φτιάχνουν στο Νεπάλ
Για να σε νανουρίσει έφερα μια χορωδία
Που σου τραγούδησε απαλά, όλα τα Fleurs du Mal
Θα σ’ αγοράσω μια τριπλή ξύλινη βιβλιοθήκη
Θα την γεμίσω λεξικά, ποίηση, συνταγές
Να σε φιλέψω εδέσματα απ’ τη Θεσσαλονίκη
Να σου αλείψω βότανα επάνω στις πληγές
Ας γύριζαν για μια βραδιά ανάποδα οι δείκτες
Να ερχότανε για μια στιγμή εκείνη η βραδιά
Να ξαναζήσω απ’ την αρχή τις πιο λευκές σου νύχτες
Να σ’αγαπήσω όπως πριν που ήμασταν παιδιά
Κι αν λες πως μεγαλώσαμε και έχουμε γεράσει
Κοντά σου πάντα αισθάνομαι σαν το μικρό μωρό
Τον παιδικό του έρωτα ποιος έχει ξεπεράσει;
Να σε ξεχάσω προσπαθώ κι όμως δεν μπορώ.
Γιατί είμαι ο «φίλτατος» και είσαι η «φιλτάτη»
Γιατί είσαι η καλύτερη φίλη απ’ τα παλιά
Μα αν σ’ αγγίζω κάποτε κάπως αλλιώς στην πλάτη
Είναι γιατί θα πέθαινα να σ’έχω αγκαλιά
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΟΥΣΑ)
Πες μου μονάχα πώς κερδίζεται η στιγμή
και θα σου μάθω πώς κερδίζονται οι αιώνες.
Πάνος Σταθογιάννης – Τα Άνθη του Κακού
Θα πάρω άλλη μια φορά, παράπονο και σμίλη
Κι ένα αόρατο καμβά χωρίς αρχή και τέρμα
Να βάψω με το αίμα μου τα κόκκινα σου χείλη
Και με δυο δάκρυα καυτά, το διάφανό σου δέρμα
Στα απύθμενα τα μάτια σου τρεις θάλασσες να χύσω
Το όνομά σου τατουάζ πάνω μου να χαράξω
Να σβήσω τον ορίζοντα και να σε συνεχίσω
Θάλασσα που σε νοσταλγώ μα δεν μπορώ ν’ αράξω
Θα πιω από τα χείλη σου, γάλα, νερό και μέλι
Τ’ ανάποδό σου είδωλο ν’ αγγίξω στον καθρέφτη
Η Καρδερίνα που έκανε τον ήλιο ν’ ανατέλλει
Σελήνη αυγουστιάτικη που σαν αστέρι πέφτει
Δώσε μου μια ασημί κλωστή, στον ουρανό ν’ ανέβω
Και δείξε μου πως κόβονται στη μέση οι αναπνοές
Κι ας έχω τις ελάχιστες στιγμές που σου ξεκλέβω
Γιατί κοντά σου μια στιγμή αξίζει δυο ζωές.
Εφτά φορές στο όνειρο σε φίλησα. Θυμήσου!
Κι έσβησα απ’ τα μάτια σου την απαισιοδοξία
Πες μου θλιμμένη Μούσα μου ποια είναι η τιμή σου
Κι εγώ στ’ αθώο ψέμα σου θα δώσω πάλι αξία
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΤΟ ΜΟΛΥΒΕΝΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ)
og da Pigen Dagen efter tog Asken
ud, fandt
hun ham som et lille Tinhjerte;
af
Dandserinden derimod var der kun Pailletten,
og den var
brændt kulsort.
Hans
Christian Andersen - Den standhaftige Tinsoldat.
…so werd
ich dich auf meinem Blute tragen.
Rainer
Maria Rilke - Lösch mir die Augen aus
Αν δεν ήμουν ομοίωμα φτιαγμένο από κερί
Και αν μπορούσα μια στιγμή το χέρι μου ν’ απλώσω
Θα έπιανα το χέρι σου και ύστερα μπορεί
Να ‘ρχόμουνα κουτσαίνοντας δίπλα σου να ξαπλώσω
Κι εάν ξεχνιόταν ο Θεός και μού ‘δινε φωνή
Μέχρι τα ξημερώματα εδώ θα σου μιλούσα
Κι η μολυβένια μου καρδιά αν ήταν ζωντανή
Με όλη μου την δύναμη πάντα θα σε φιλούσα
Κι αν κάπως να γινότανε, έστω για μια φορά
Σαν άνθρωπος κανονικός λίγο να περπατούσα
Θα σ’ έπαιρνα να φύγουμε με τ’ άστρα του Βορρά
Και όπως τα μικρά μωρά σφιχτά θα σε κρατούσα
Αχ, αν δεν ήμουν κέρινο ομοίωμα ανδρός
Κι εσύ αν δεν ήσουν χάρτινη κι άψυχη μπαλαρίνα
Θα ήτανε λιγότερο ο κόσμος θλιβερός
Κι όλα θα ήτανε αλλιώς μικρή μου Καρδερίνα
Αν είχα μόνο μια σταλιά ανθρώπινη ψυχή
Που θα μπορούσε ανθρώπινα αισθήματα να νιώσει
Θα ήταν καλοκαιρινή η αγάπη μας βροχή
Που λίγο θα μας δρόσιζε πριν γρήγορα στεγνώσει
Δεν θα σου έλεγα ποτέ το πόσο σ’αγαπώ
Και ούτε θα υπέθετα ότι το ξέρεις ήδη
Γιατί τα ομοιώματα δεν έχουνε σκοπό
Μας έχουνε οι άνθρωποι για γούστο και παιχνίδι
Και όταν θα μας βαρεθούν μια καλή βραδιά
Θα μας πετάξουν στην φωτιά σαν δυο παλιά παιχνίδια
Και θ’ απομείνει από μας μια ψεύτικη καρδιά
Τίποτα περισσότερο. Στάχτες κι αποκαϊδια
Και δεν θα μάθουνε ποτέ πως λιώσαμε μαζί
Μας ένωσε ο Θάνατος σαν δυο κεριά λιωμένα
Και κάπου η ιστορία μας – το ξέρω – ότι ζει
Και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού έχουμε γίνει ένα.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΚΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΗΠΟΣ ΜΑΣ…)
Κάτασπρα τριαντάφυλλα στολίζουν την αυλή σου
Στα πέταλά τους κράτησαν νερό απ’ τη βροχή
Μια στάλα από μέσα τους κλέψε κρυφά και πλύσου
Την μαγεμένη σου ομορφιά ν’ αγγίξω απ’ την αρχή
Κάτω από το μπαλκόνι σου ξαπλώνει μία γάτα
Κι είναι τ’ αθώα μάτια της μεγάλα και μελιά
Σαν τα δικά σου λάμπουνε όλο ζωή γεμάτα
Όλο ζωή κι ενέργεια, χαρά κι ανεμελιά
Και μπρος στο παραθύρι σου, δυο άγριες Kαρδερίνες
Και κελαηδούν ένα σκοπό γλυκά λυπητερό
Κι ολούθε αναβλύζουνε του κήπου σου οι κρήνες
Σαν μύρο, ένα γάργαρο κρυστάλλινο νερό
Μα εγώ θρηνώ. Με δάκρυα τον κήπο σου ποτίζω
Κρεμάστηκα απ’ τα κάγκελα που μ’ άφησες εκτός
Και σαν ανθός μαραίνομαι μονάχος και σαπίζω
Και μακριά σου χάνομαι στα βάθη τις νυκτός
Γιατί είναι νόμος, μάτια μου, αυτό που μας γλιτώνει
Αυτό χαράζει πάνω μας πληγές θανατερές
Κι αν ό,τι αγαπήσαμε στο τέλος μας σκοτώνει
Αυτό κι εμείς σκοτώνουμε ακόμη τρεις φορές.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΜΠΑΧΑΡΙ)
Στέγνωσε στ’ άσπρο δέρμα σου όλης της γης τ’ αλάτι
Κι έχει μια γεύση έντονη, ένοχα αλμυρή
Θ’ άφηνα, Καρδερίνα μου, βασίλειο και παλάτι
Για την δροσιά που μάζεψαν οι δυο σου οι μηροί
Έχεις φωτιά στο στήθος σου που μου ‘καψε το χέρι
Κι είναι τα μαύρα μάτια σου μαχαίρια κοφτερά
Η ελιά σου σαν ολόκληρο στο χείλος σου πιπέρι
Που τα φιλιά σου έκανε διπλάσια καυτερά
Έβαλες δενδρολίβανο πάνω σου και πικρίζει
Κι εγώ ένα δαφνόφυλλο σου πρόσθεσα μικρό
Μακριά σου είμαι ορφανό παιδάκι που δακρύζει
Με ένα δάκρυ καθαρό, θλιμμένο και πικρό
Μυρίζεις σκορδοβούτυρο, βασιλικό και δυόσμο
Που αναμνήσεις έφεραν κι όνειρα παιδικά
Λες κι έφτιαξε κάποιος θεός απ’ την αρχή τον κόσμο
Με βότανα κι αρώματα και με μυρωδικά
Γιατί η θλιμμένη σου ομορφιά – αυτή η γλυκιά σου χάρη
Είναι για μένα, μάτια μου, η πιο σημαντική
Κι αν έχω αλείψει πάνω σου κάθε λογής μπαχάρι
Και πάλι μένει η γεύση σου αγνή κι αυθεντική
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΜΙΣΗ ΚΑΡΔΙΑ)
Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Κ.Π.Καβάφης – Στες Σκάλες
Μισή καρδιά στα χέρια σου, μισή καρδιά κι εσύ
Θλιμμένη και μετέωρη στο σκοτεινό σου φόντο
Στα δύο σκίστηκε ο καμβάς κι απέμεινες μισή
Και τώρα την εικόνα σου μετράω πόντο πόντο
Μισή καρδιά στα χέρια σου και τα μαλλιά λυτά
Ο πόνος που με έσκισε στα δύο μου ‘χει λείψει
Τα χείλη σου που τρέμουνε απ’ τ’ αναφιλητά
Και μες τα μάτια σου δειλά παίζει κρυφτό η θλίψη
Μισή καρδιά στα χέρια σου κι άλλη μισή σκιά
Σαν σ’αγαπώ που έμεινε στα χείλη σου κλεισμένο
Σαν μια αγάπη παιδική που έφυγε μακριά
Και ένα κόσμο άφησε πίσω της τσακισμένο
Μισή καρδιά στα χέρια σου, μισή και η ζωή
Σαν καταιγίδα μέσα μου που δεν έχει κοπάσει
Και δεν ξημέρωσε ποτέ το επόμενο πρωί
Οι Kαρδερίνες
πέταξαν μακριά κι έχουν σωπάσει
Μισή καρδιά στα χέρια σου, μισή καρδιά κι εγώ
Με μάτια κοιταζόμαστε, υγρά, βουβά, θλιμμένα
Και κάτι νύχτες σαν αυτήν, μονάχος νοσταλγώ
Όλες εκείνες τις φορές που δεν γίναμε ένα.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (FEUER)
Und die
Schatten die ich fand
Sind mit
den Flammen nun verbrannt
Faun –
Feuer
So hinan
denn! hell und heller,
Reiner
Bahn, in voller Pracht!
Schlägt
mein Herz auch schmerzlich schneller,
Überselig
ist die Nacht
Johann
Wolfgang Von Goethe – Dem Aufgehenden Vollmonde
Σε είχα δει που χόρευες γυμνή μέσα στις φλόγες
Και πίσω σου σχημάτιζε η αύρα σου σκιά
Uîdluiā που ενέπνευσες Αιδούους
κι Αλλοβρόγες
Και άκουσαν το κάλεσμά σου μέσα απ’ τη φωτιά
Κρώζει στην φωτεινή νυχτιά ένα τυφλό κοράκι
Που κούρνιασε στα χέρια σου και ζεστασιά ζητά
Απ’ την φωτιά στο στήθος σου γεννήθηκαν οι δράκοι
Που πέταξαν και έφυγαν και χάθηκαν μετά
Σαν άστρο αυγουστιάτικο η φλόγα σου φωτίζει
Είναι η ματιά σου σαν φωτιά, κόκκινη και καυτή
Η λάμψη σου την μοίρα μας μέσα της καθρεφτίζει
Το μέλλον π’ αρνηθήκαμε κι έχει βαθιά θαφτεί
Τυλίξανε το σώμα σου οι φλόγες σαν βελούδα
Κι εγώ την θεία λάμψη σου ν’ αγγίξω προσπαθώ
Και πάλι γύρω σου πετώ σαν νυχτοπεταλούδα
Κι αν καίγομαι στην φλόγα σου, πάλι σ’ακολουθώ
Τα μαγικά σου ακολουθώ μέσα στην νύχτα χνάρια
Κι ό,τι σκιά με στοίχειωσε πέταξα στην φωτιά
Καθώς μέσα απ’ τις στάχτες μας γεννιούνται δυο φεγγάρια
Που με το αργυρό τους φως έλουσαν την νυχτιά
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ (ΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΒΡΟΧΗ)
Heed, it's
like calling the rain
It's like
bearing in pain
Like
embracing life an decaying in death
Eluveitie – Calling the Rain
Το όνομά σου φώναξα καλώντας τη βροχή
Τον γυριστό σου ποταμό να τον γυρίσω πίσω
Και η καρδιά μου καίγεται σ’ αυτή την προσευχή
Να καταφέρω απ’ την αρχή να σε ξαναγαπήσω
Η αγάπη μου για χάρη σου και τα βουνά κινεί
Στα δυο, για ένα σου φιλί, την θάλασσα χωρίζω
Στα μάτια σου ανοίγονται απέραντοι ουρανοί
Που κάτω απ’ τ’ αστέρια τους, προσκυνητής γυρίζω
Κόμπος τριπλός και ατέλειωτος που μ’ έδεσες σφιχτά
Τρισκέλιον που χάραξες το δέρμα μου μ’ ατσάλι
Το φως σου, Καρδερίνα μου, μ’ έβγαλε στ’ ανοιχτά
Μ’ έδεσες και με χάραξες και σε ζητάω πάλι
Σαν την βροχή το όνομα σου μάταια καλώ
Μάταια ψάχνω τη δροσιά που πάνω σου σταλάζει
Κι αν την αθώα νιφάδα σου κι απόψε αναπολώ
Λείπεις και δεν θα ξαναρθείς. Κι ο κόσμος δεν αλλάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου