Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΤΙΝΙΟΣ




ΚΩΣΤΑΣ
.
Κώστας Πατίνιος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971. Είναι νυμφευμένος και πατέρας δυο παιδιών. Εργάζεται στο Γραφείο Ευημερίας ως ιδρυματικός λειτουργός. Είναι δρομέας μεγάλων αποστάσεων και ένθερμος υποστηρικτής της δια βίου άθλησης.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Είναι μέρες που αναπνέω τη σιωπή τους (2011)
Δρόμου Δρώμενα (2012)
Κουνήσου μούχλα (Με εικαστικες δημιουργίες της Πόλας Χατζήπαπα 2014)
Θέα από μπαλκόνι (2018)


ΘΕΑ ΑΠΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ (2018)
διηγήματα

Η ΚΥΡΙΑ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ

«Θα σε τιμωρήσω, κακό παιδί» του έλεγε, κι αυτός γελούσε. Δεν άργησε εκείνη η ημέρα… Τον κάλεσε να έρθει στη σκηνή του μικρού θεάτρου να την συναντήσει όταν θα τελείωνε την πρόβα της με τη συμφωνική ορχήστρα. Του είχε υποσχεθεί ότι πριν αναχωρήσουν θα περνούσε μαζί του μια νύχτα που θα του έμενε αξέχαστη, αφήνοντας υπονοούμενα για ερωτικά παιχνίδια: «σαν αυτά που σου αρέσουν και… κάτι παραπάνω». Την επόμενη μέρα θα ταξίδευε για συναυλία στην Ευρώπη. «Έτσι, θα σ’ έχω χορτάτο, μην μου κάνεις καμιά απιστία όσο θα απουσιάζω», «Στις 11:15 να είσαι εδώ» του έγραψε στα
δύο τελευταία μηνύματα, λίγη ώρα νωρίτερα σ’ ένα διάλειμμα από την πρόβα.
Είχαν αποχωρήσει όλοι. «Θα κλείσω εγώ την πόρτα φεύγοντας. Θα μείνω ακόμη λίγο να δουλέψω μερικά σημεία που με δυσκολεύουν» είπε στον διευθυντή της ορχήστρας που την καληνύχτισε. Το ρολόι, όταν έμεινε εντελώς μόνη, έδειχνε έντεκα και πέντε πρώτα λεπτά. Με γρήγορες κινήσεις κατευθύνθηκε στα παρασκήνια και επέστρεψε με ένα μεγάλο κομμάτι καραβόσκοινο και ένα μεταλλικό κουτάκι που έμοιαζε με μεγάλο τηλεχειριστήριο, ενώ από τη δερμάτινη τσάντα της έβγαλε χειροπέδες,
φτερά από περιστέρια, τρίχες αλόγου από ένα σπασμένο δοξάρι, ένα μπουκαλάκι με λάδι για μασάζ, ένα σάλι για τον λαιμό κι ένα τριαντάφυλλο. Τα παρέταξε σε ευδιάκριτο σημείο στο πάτωμα, πήρε το τηλέφωνό της, σχημάτισε τον αριθμό του και με απαλή φωνή του είπε: «Είμαι έτοιμη. Αργείς;».
«Ανεβαίνω τα σκαλιά, σ’ ένα λεπτό είμαι εκεί» της απάντησε.
Μέχρι να εμφανιστεί, πέταξε τα ρούχα από πάνω της και στάθηκε γυμνή να τον περιμένει. Όταν ανέβηκε ο άντρας στη σκηνή, κάτι πήγε να πει, αλλά δεν τον άφησε. «Απόψε δεν θα πεις τίποτα, θα είσαι ο κομπάρσος στο έργο μου» του είπε. Αυτός χαμογέλασε, έκλεισε το στόμα και δέχτηκε να του το σφραγίσει με την αυτοκόλλητη ταινία που του επιδείκνυε. Στη συνέχεια τού έβγαλε αργά όλα τα ρούχα, πήρε στο ένα της χέρι το φτερό, στο άλλο τις χειροπέδες κι άρχισε να τον χαϊδεύει. Σταμάτησε και του ζήτησε να φέρει τα χέρια πίσω. Του πέρασε τις χειροπέδες, τον χάιδεψε ακόμη λίγο στα γεννητικά όργανα με το φτερό και μετά άρπαξε το σάλι και τις τρίχες αλόγου
από το σπασμένο δοξάρι, γονάτισε μπροστά του και τις κρέμασε στο πέος του. Σηκώθηκε και του έκλεισε τα μάτια με το σάλι της. Αυτός δεν αντιδρούσε καθόλου, απολάμβανε ό,τι του έκανε.
Ξαφνικά σταμάτησε και απομακρύνθηκε μερικά βήματα, πήρε το σχοινί και το λάδι στα χέρια της, επέστρεψε και του πέταξε στο σώμα μερικές σταγόνες λάδι, ενώ με το σχοινί κάτι προσπαθούσε να φτιάξει. Του πέταξε ακόμη μερικές σταγόνες λάδι, τελείωσε αυτό που έφτιαχνε με το σχοινί, πήρε το τριαντάφυλλο και του το έβαλε κοντά στη μύτη να το μυρίσει. Αυτός χαμογέλασε. Μετά μάδησε το τριαντάφυλλο και έριξε τα πέταλα στο σώμα του, από το κεφάλι προς τα κάτω. Την ίδια κατεύθυνση ακολούθησε και το χάδι του χεριού της- φτάνοντας στους αστραγάλους, τύλιξε και τα πόδια του με μαγνητική ταινία. Σηκώθηκε, πάτησε το τηλεχειριστήριο και κατέβηκε από την οροφή ένα συρματόσχοινο που στην άκρη είχε έναν γάντζο, στον οποίο πέρασε μέσα την πρώτη από τις δύο θηλιές που έφτιαξε νωρίτερα, ενώ τη δεύτερη την πέρασε στον λαιμό του συντρόφου της. Αυτός δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθόλου ούτε περνούσε από το μυαλό του μέχρι εκείνη τη στιγμή τι τον περίμενε. Πάτησε το κουμπί και τον τράβηξε προς τα πάνω, τόσο όσο να μην αιωρείται, σαν να στεκόταν στις μύτες των ποδιών του. Εντελώς απαθής στα βογκητά και στις άναρχες κραυγές του, σαν δικαστής και δήμιος, του αναγγέλλει την ετυμηγορία της και την καταδίκη του εις θάνατον με άμεση εκτέλεση!
Τοποθέτησε επίτηδες τη θηλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, για να μην σπρωχτεί προς τα πίσω το κεφάλι κατά την ανύψωση και πιεστούν οι αυχενικοί σπόνδυλοι, επιφέροντας έναν πιο γρήγορο θάνατο. Πάτησε το κουμπί του τηλεχειριστηρίου εκ νέου και τον ανασήκωσε περίπου τριάντα εκατοστά πάνω από το δάπεδο. Ήθελε να τον κάνει να υποφέρει μ’ έναν θάνατο αργό και οδυνηρό, από ασφυξία. Περπάτησε με γοργό βήμα, ανέκφραστη, προς το βιολοντσέλο, που ήταν αφημένο στο πάτωμα, αγνοώντας τις κραυγές του συντρόφου της. Γονάτισε και το πήρε στα χέρια της, έκανε μερικά βήματα και στάθηκε απέναντι του. Κάθισε, τοποθέτησε το βιολοντσέλο ανάμεσα στα πόδια της, έπαιξε μερικές νότες, για να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά κουρδισμένο, πήρε το δοξάρι με το δεξί της χέρι, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε, σαν να ατένιζε τον μαέστρο της ορχήστρας έτοιμη να δεχτεί την καθοδήγησή του. Άρχισε να παίζει. Ο πλούσιος και δυνατός ήχος του βιολοντσέλου κάλυπτε τις κραυγές του, που με δυσκολία έβγαιναν από την πλαστική αυτοκόλλητη ταινία που του σφράγιζε το στόμα, ενώ εκείνη, σοβαρή
και ατάραχη, συνέχιζε να παίζει βλέποντας τα πόδια του αιωρούμενου άντρα να κινούνται πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, και αυτοσχεδίαζε τη μελωδία του επερχόμενου θανάτου, ανάλογα με τις απέλπιδες κινήσεις και κραυγές που έβλεπε και άκουγε. Πέντε γεμάτα λεπτά κράτησε ο αυτοσχεδιασμός, τόσο μέχρι που ήταν σίγουρη ότι ολοκλήρωσε την «τιμωρία» της.
Σταμάτησε μερικά δευτερόλεπτα για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να την ενημερώσει: «Με σκότωσε πρώτος και μετά τον τιμώρησα. Μην εκπλήσσεστε που με ακούτε να σας μιλώ. Ελάτε να μας πάρετε». Πήρε και πάλι το δοξάρι στο χέρι και συνέχισε να παίζει, αυτή τη φορά ένα πένθιμο εμβατήριο. Οι σειρήνες της αστυνομίας και του ασθενοφόρου δεν άργησαν να την προειδοποιήσουν ότι σε μερικά δευτερόλεπτα θα βρισκόταν αντιμέτωπη μαζί τους. Στον ήχο του πένθιμου εμβατηρίου προστέθηκαν και τα βήματα των αστυνομικών πάνω στο ξύλινο πάτωμα που ακούγονταν να δυναμώνουν. Σταμάτησε, παράτησε το βιολοντσέλο στο πάτωμα, πέταξε το δοξάρι και στάθηκε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σαρανταπεντάρι περίστροφο, το έφερε στον κρόταφο και μόλις είδε τον πρώτο αστυνομικό πάτησε τη σκανδάλη. Η εξιχνίαση της υπόθεσης δεν ήταν δύσκολη. Όλο το μαρτυρικό υλικό βρισκόταν στη μνήμη της μικρής κάμερας που στεκόταν στο τρίποδο και συνέχιζε ακόμα να γράφει.

ΥΠΟ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗΣ

Τον φίλησε και τον σκέπασε καλά, τον καληνύχτισε και έκανε να φύγει. Πριν πατήσει τον διακόπτη για να σβήσει το φως, ο γιος του τον ρώτησε:
«Θα πας στο γραφείο να γράψεις;».
«Ναι, έχω να παραδώσω ένα άρθρο και, παρόλο που είμαι πολύ κουρασμένος, πρέπει να κάτσω να δουλέψω».
«Μείνε στο δωμάτιό μου, φέρε το laptop εδώ στο γραφείο μου, μου αρέσει να σε νιώθω κοντά μου μέχρι να κοιμηθώ».
«Δεν θα σε ενοχλεί που θα έχω αναμμένο το φως;»
«Όχι, άσ’ το αναμμένο».
«Ούτε θα μου κάνεις συνέχεια ερωτήσεις που θα μου διακόπτουν τον ειρμό της σκέψης μου;»
«Ούτε!»
Τράβηξε το χέρι από τον διακόπτη, βγήκε έξω και επέστρεψε σχεδόν αμέσως έχοντας στο χέρι μια μικρή βαλίτσα. Την τοποθέτησε στο γραφείο, έβγαλε και άναψε το laptop και περιμένοντάς το να φορτώσει συνάντησε το βλέμμα του γιου του.
«Παπά, τι γράφεις;»
«Ένα θέμα για την κατάσταση της οικονομίας και τις επιδράσεις τύπου ντόμινο που επιφέρει στη δομή της κοινωνίας μας».
«Δεν κατάλαβα τίποτα…»
«Είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις… στα έντεκα μου ούτε κι εγώ καταλάβαινα».
«Τώρα δηλαδή καταλαβαίνεις;»
«Έλα ντε! Καλή ερώτηση! Αν καταλαβαίναμε εμείς οι μεγάλοι, δεν θα κάναμε τόσα ασυγχώρητα λάθη, που δυστυχώς θα τα βρει και η δική σου γενιά στον δρόμο της».
Έκανε να ρωτήσει κάτι άλλο ο μικρός, αλλά του έκοψε τη φόρα ο πατέρας του:
«Φτάνει η κουβέντα. Είπαμε δεν θα με ενοχλείς. Έχω πολλή δουλειά. Αλλιώς, θα σηκωθώ να πάω στο γραφείο, να έχω την ησυχία μου».
«Όχι, εντάξει. Καληνύχτα, παπά μου».
«Καληνύχτα, αγάπη μου!»
«Να μου δώσεις ακόμη μια αγκαλίτσα και ένα φιλί;»
«Να σου δώσω».
Ξεκίνησε να γράφει ο πατέρας υπό το βλέμμα δύο πελώριων καφέ ματιών, που ανοιγόκλειναν για αρκετή ώρα μέχρι να βαρύνουν και να πάρει τελικό ο ύπνος τον μικρό, ψελλίζοντας ένα ακόμη «αγαπώ σε, μπαμπά μου» και γυρίζοντας πλευρό προς τον τοίχο.
Πριν αρχίσει καλά καλά να γράφει για την κατάσταση της οικονομίας και τις επιδράσεις τόπου ντόμινο που επιφέρει στη δομή της κοινωνίας μας, άρχισε να ξεφεύγει με το μυαλό του βλέποντας τον γιο του κουλουριασμένο στο κρεβάτι. Άρχισε να ξεφεύγει από την εργασία του και να θυμάται πως όταν κι αυτός ήταν μικρός του άρεσε που καθόταν ο δικός του πατέρας στο δωμάτιό του και έγραφε.
Ο πατέρας του σημερινού πατέρα, και παππούς του μικρού παιδιού, ήταν συγγραφέας. Έχει ακόμα την παλιά μεταπολεμική γραφομηχανή που αγόρασε ο πατέρας του από ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Αγγλία- μια γερμανική μαύρη Optima του 1975, και θυμήθηκε πως ο πατέρας του είχε να το λέει: «οι γερμανικές γραφομηχανές είναι οι καλύτερες». Ο πατέρας του είχε μακαριστεί λίγο πριν γεννηθεί ο εγγονός, που κοιμόταν πλέον ήρεμος στο κρεβάτι, όταν είχαν αρχίσει να εισβάλλουν στη ζωή μας για τα καλά οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κάτι που δεν συμπάθησε ποτέ. Έγραφε ως τα βαθιά γεράματα, παραμένοντας πιστός στον έρωτά του με τον ήχο της γραφομηχανής, αυτό το για άλλους εκνευριστικό αλλά για εκείνον μελωδικό τακ τακ της παλιάς γραφομηχανής. «Πώς μπορείτε να γράφετε στα μουγγά, χωρίς να ακούτε τον ήχο του πληκτρολογίου; Δεν σας καταλαβαίνω» έλεγε. Και που να ζούσε ακόμα έως τις μέρες μας, ν’ άκουγε πως αυτή του την απορία κάποιο επιχειρηματικό μυαλό την συμμερίστηκε και δημιούργησε ένα πρόγραμμα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές που κάνει το πληκτρολόγιό τους να ακούγεται σαν παλιά γραφομηχανή!
Τρεις γενιές μέσα στο ίδιο δωμάτιο: ο παππούς μέσα από τη σκέψη του πατέρα με τη γραφομηχανή του, ο πατέρας μπροστά στον υπολογιστή και ο γιος, που όλη μέρα είναι με το tablet στο χέρι και μέχρι να μεγαλώσει, ποιος ξέρει πόσο θα εξελιχθεί η τεχνολογία και πώς θα γράφει, αν θα γράφει, ή θα εφεύρουν κάποιο μηχάνημα που θα διαβάζει τη σκέψη του και θα την μετατρέπει σε γραπτό κείμενο! Ο πατέρας δεν έγραφε πλέον. Σκεφτόταν, ταξίδευε με το μυαλό του, έφερνε στη θύμησή του την παιδική του ηλικία, τότε που ο δικός του πατέρας καθόταν στο δωμάτιό του μπροστά στη γραφομηχανή και δημιουργούσε τις ιστορίες, τα διηγήματα και τα ποιήματά του. Νοστάλγησε τον ήχο της γραφομηχανής που τον νανούριζε σαν ήταν μικρό παιδί’ εκείνον τον ήχο που σε κάθε πάτημα των δαχτύλων ήταν διαφορετικός, κι ας έμοιαζε με τον προηγούμενο. Αλλιώς ακουγόταν το χτύπημα στο πλήκτρο όταν πατούσε με το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού χεριού το άλφα και αλλιώς ακουγόταν με τον δείκτη του δυνατού δεξιού χεριού όταν έδινε εντολή στο ήτα να πάρει τη θέση του στο χαρτί, αλλιώς το space και αλλιώς η επαναφορά της σελίδας στην αρχή του περιθωρίου για την επόμενη γραμμή. Αλλιώς ακουγόταν ο ήχος της γραφομηχανής όταν ο πατέρας είχε έμπνευση. Όταν είχε ρέουσα σκέψη, άκουγες τη γραφομηχανή ακατάπαυστα, σαν πολυβόλο, που έριχνε ριπές σκέψεων πάνω στο χαρτί. Πληκτρολογούσε γρήγορα ο πατέρας, και το παινευόταν, έγραφε πάνω από είκοσι λέξεις το λεπτό. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί να πάει στην
αποθήκη να βρει εκείνη την παλιά γραφομηχανή του πατέρα του και να την φέρει δίπλα του να του κρατά παρέα τα βράδια, το ανέβαλε όμως για την επομένη.
Ο μικρός κοιμόταν εδώ και ώρα, ο πατέρας του τον έβλεπε καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή και νοσταλγούσε τη δική του παιδική ηλικία. Νοσταλγούσε τις στιγμές που περνούσε με τον δικό του πατέρα ακούγοντας το τακ τακ της παλιάς γραφομηχανής και θυμήθηκε χαμογελώντας πως ποτέ δεν ανέφερε στον δικό του πατέρα πόσο τον ενοχλούσε αυτό το τακ τακ, γιατί προτιμούσε να τον νιώθει δίπλα του μέσα στο παιδικό του δωμάτιο ενόσω κοιμόταν. Έκλεισε το laptop, έσβησε το φως, ξάπλωσε δίπλα στον γιο
του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και αποκοιμήθηκε.

ΠΑΠΠΟΥΣ, ΠΑΙΔΙΑ ΚΙ ΑΓΓΟΝΙΑ

«Βλέπεις το φεγγάρι; Μια νύχτα με πανσέληνο θα σε ανεβάσω στα σύννεφα, να την κάνω μπάλα και να παίξουμε ποδόσφαιρο!»
«Και μαζί μου, παπά, τι θα παίξεις;»
«Όλοι μαζί θα παίξουμε, κουκλίτσα μου».
«Μα δεν μου αρέσει το ποδόσφαιρο».
«Ε, τότε, θα κάνουμε τσουλήθρα από το φεγγάρι και θα πέφτουμε στα πουπουλένια σύννεφα μαζί!»
«Κοροΐδευε όσο θες την αδελφή μου, αλλά όχι εμένα, ρε παπά, εγώ μεγάλωσα, γίνομαι δώδεκα την άλλη εβδομάδα».
«Ε και; Τι κι αν γίνεσαι δώδεκα, τι κι αν η αδελφή σου είναι επτά και τι κι αν εγώ είμαι σαράντα δύο; Ακόμη κι αν είσαι σίγουρος πως δεν γίνονται κάποια πράγματα, μην σταματήσεις ποτέ να τα ονειρεύεσαι. Αυτό θα σε βοηθήσει να κρατήσεις ευαίσθητη την ψυχούλα σου όταν θα μεγαλώσεις. Θυμάσαι όταν ήσουν μικρός, πριν ακόμα γεννηθεί η αδελφή σου, που καθόμασταν τα καλοκαίρια αγκαλιά στο πεζούλι της βεράντας και κοιτάζαμε τα αστέρια και σου τραγουδούσα: “ψηλά ψηλά στον ουρανό λάμπει ένα αστέρι,
κάθομαι και το κοιτώ κρατώντας στο ένα χέρι τον γιο μου τον λεβέντη μου που με γεμίζει ελπίδα… ’;»
«Θυμάμαι, και μου άρεσε πολύ! Ύστερα όμως γεννήσατε την αδελφή μου και με ξεχάσατε».
«Πάλι τα ίδια, ρε μωρό μου; Θυμάσαι που μας παρακαλούσες να σου κάνουμε αδελφάκι;»
«Αδελφάκι ναι. Αγόρι όμως, όχι κορίτσι».
«Γιατί, ρε, τι σου κάνει η αδελφή σου;»
«Α, τίποτα, τη ζωή μου κόλαση μόνο!»
«Εμένα είναι η ζωή μου κόλαση που σε έχω για μεγάλο μου αδελφό…»
«Σταματήστε να τσακώνεστε κι ελάτε να καθίσουμε στο πεζούλι αγκαλιά, για να δούμε τα άστρα και το φεγγάρι».
Και έτσι αγκαλιά με τα δυο παιδιά του κοιτώντας στον ουρανό περνούσε ο καιρός- η θεματολογία των συζητήσεων και η σύσταση της παρέας άλλαζε και
οι στίχοι του τραγουδιού αναπροσαρμόζονταν αναλόγως… « ψηλά ψηλά στον ουρανό λάμπει ένα αστέρι, κάθονται και τα κοιτούν παππούς, παιδιά κι αγγόνια, κάθονται κι αναπολούν πώς πέρασαν τα χρόνια…»

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Είναι ένα από τα θέματα που όλοι θα ήθελαν, αν είναι δυνατόν, να μην περάσει ποτέ απ’ το μυαλό τους, αλλά κάποια στιγμή αναπόφευκτα, όσο κι αν «φοβάμαι για όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα», που λέει και το γνωστό άσμα, και θα περάσει από τη σκέψη μας, αλλά και θα γίνει! Περί θανάτου ο λόγος βέβαια.
Τον κύριο Δημήτρη Κοντογιαννάκη άρχισε να τον απασχολεί έντονα ο θάνατος από τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, και όσο μίκραινε ο υπολειπόμενος χρόνος της ζωής του, τόσο τον φόβιζε και τόσο προσπαθούσε να το φιλοσοφήσει το πράγμα. Μια μέρα, ενώ σκότωνε τις ώρες του στο καφενείο της γειτονιάς διαβάζοντας στην εφημερίδα τις «αγγελίες θανάτου», έπεσε το μάτι του σε μια διαφήμιση που το κύριο σλόγκαν της ήταν: «Όχι, εμείς δεν παρέχουμε υπηρεσίες τέλεσης κηδείας, εμείς δεν σας θάβουμε, εμείς σας βοηθάμε να ζήσετε αιώνια». Τι να ήθελε να πει άραγε αυτή η
διαφήμιση; σκέφτηκε. Μήπως είναι κάποια θρησκευτική αίρεση που προσπαθεί με πιασάρικα συνθήματα να προσελκύσει υποστηρικτές; ή είναι όντως γραφείο τελετών που προσπαθεί να αλιεύσει πελάτες με αυτόν
τον προκλητικό τρόπο; Η φράση «εμείς σας βοηθάμε να ζήσετε αιώνια» έκανε τη ματαιοδοξία του να χτυπήσει κόκκινο και, χωρίς να το καλοσκεφτεί, έκοψε το απόκομμα με την αγγελία και το έβαλε στην τσέπη.
Την επόμενη μέρα το πρωί βγήκε απ’ το σπίτι λέγοντας στη γυναίκα του ότι θα πήγαινε στο καφενείο για κάνα δυο ώρες. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβγαλε από την τσέπη το απόκομμα με τη διαφήμιση και ξεκίνησε.
Σε είκοσι περίπου λεπτά ήταν έξω απ’ το γραφείο και χωρίς να δειλιάσει καθόλου πέρασε μέσα.
«Καλημέρα σας».
«Καλημέρα σας! Παρακαλώ, περάστε. Σε τι μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;»
«Να, διάβασα αυτό εδώ στην εφημερίδα και ήθελα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες».
«Καθίστε. Να σας παραγγείλω ένα καφεδάκι;»
«Ένα σκέτο, αν δεν είναι κόπος».
Μέχρι να συστηθούν και να μπουν στο ψητό, έφτασε και ο καφές.
«Λοιπόν, κύριε Δημήτρη μου, το γραφείο μας δεν είναι, όπως θα διαβάσατε και στην εφημερίδα, γραφείο τελετών. Εμείς αναλαμβάνουμε αφού τελευτεί το μυστήριο της εξοδίου ακολουθίας και γίνει η ταφή».
«Και αυτό που διαφημίζετε “εμείς σας βοηθάμε να ζήσετε αιώνια” τι είναι;»
«Να σας εξηγήσω. Εμείς κατασκευάζουμε τάφους με μια ουσιώδη διαφορά από τους συμβατικούς που γνωρίζετε. Στο σημείο του σταυρού ή του μαρμάρου, όπου, ως συνήθως, τοποθετείται η φωτογραφία του αποθανόντα, εμείς τοποθετούμε μια οθόνη η οποία έχει ενσωματωμένη μια κάρτα μνήμης. Σε αυτή την κάρτα μνήμης μπορούμε να αποθηκεύσουμε μια συλλογή φωτογραφιών του αποθανόντα, έτσι ώστε ο επισκέπτης να βλέπει στιγμές από τη ζωή του. Εάν επιθυμεί ο πελάτης, μπορούμε να δείχνουμε και μια
ταινία από τη ζωή του, αφού ένας αισθητήρας κίνησης θα αναγνωρίζει ότι κάποιος στέκεται μπροστά στον τάφο, οπότε και θα αρχίζει η ταινία να προβάλλεται. Διαθέτουμε μάλιστα και κινηματογραφικό συνεργείο, όπου ακόμη και την κηδεία μπορούμε να την οπτικογραφήσουμε και να προβάλλουμε στιγμιότυπα. Επίσης, αν επιθυμεί ο πελάτης, την αφήγηση στην ταινία μπορεί να την κάνει ο ίδιος προτού πεθάνει και να την ενσωματώσουμε στην ταινία μεταθανάτια. Λαμβάνουμε πάντα πολύ σοβαρά υπόψιν την ιδιαίτερη αισθητική του πελάτη στη μουσική υπόκρουση, στη σκηνοθετική και φωτογραφική προσέγγιση και σε ό,τι άλλο μπορεί να ενδιαφέρει τον ίδιο. Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να σας ενημερώσω ότι διαθέτουμε και την πρωτοποριακή υπηρεσία “like ” after death·, όπου ο επισκέπτης, αν και εφόσον του αρέσει αυτό που βλέπει, μπορεί να πατήσει στην οθόνη το εικονίδιο “like”. Οι πελάτες που συγκεντρώνουν τα περισσότερα “like” ανά εξάμηνο μπαίνουν σε κλήρωση για δωρεάν μνημόσυνο και τρισάγιο! Το γραφείο μας, αγαπητέ, έχει και οικολογικές ευαισθησίες και πρωτοπορούμε φτιάχνοντας ταφόπλακες με ειδικά φωτοβολταϊκά πλαίσια, που μοιάζουν με μάρμαρο ή γρανίτη, και από εκεί τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό την οθόνη και το ηλεκτρικό κερί, διασφαλίζοντας έτσι ότι ποτέ δεν θα σβήσει η φλόγα και ούτε η οθόνη θα χρειαστεί επαναφόρτιση. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουμε την αιώνια παρουσία του αποθανόντα στη γη με το μικρότερο κόστος, ανάλογα βέβαια με το πακέτο υπηρεσιών που θα διαλέξει, γιατί έχουμε και άλλες υπηρεσίες υποβοηθητικές, όπως μεταθανάτια ενημέρωση -σύμφωνα πάντα με την εκ των προτέρων συνεννόηση με τον πελάτη- των προσωπικών λογαριασμών σε κοινωνικά δίκτυα και ιστοσελίδες».
«Και με την επίσημη εκκλησία, τι γίνεται; Πώς σας αντιμετωπίζει; Χρειάστηκε να τους ενημερώσετε; Έχετε άδεια για όλα αυτά που κάνετε ή θα δώσουμε το χρήματά μας, και όταν έρθει εκείνη η ώρα –που να μην έρθει ποτέ—, θα τα χάσουμε και δεν θα μπορούμε να τα διεκδικήσουμε και πίσω!»
«Κοιτάξτε, κύριε Δημήτρη, είμαστε σοβαρή εταιρεία, η οποία διαθέτει όλες τις άδειες από τις εκκλησιαστικές αλλά και τις δημοτικές αρχές όπου βρίσκονται τα εργαστήρια και τα γραφεία μας. Μάλιστα η επίσημη εκκλησία βρήκε τόσο ενδιαφέρουσα την παρουσίαση του επιχειρηματικού μας πλάνου, που ζήτησε και μπήκε και μέτοχος της εταιρείας μας, οπόταν, μείνετε ήσυχος, δεν μιλάτε με επιτήδειους καιροσκόπους».
«Σας ευχαριστώ πολύ για την παρουσίαση. Καλό σας απόγευμα».
«Να κλείσουμε ένα ραντεβού για…»
«Όχι, δεν χρειάζεται, το αποφάσισα! Θα ζητήσω να αποτεφρωθεί το νεκρό μου σώμα και την τέφρα μου να την σκορπίσουν στο ποτάμι πίσω από το σπίτι μου».

ΘΕΑ ΑΠΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Ήθελε να έχει για κρατούμενο ένα τέλος κι από εκεί να αρχίσει να χτίζει, να δημιουργεί, να προσπαθήσει ίσως να ανατρέψει το προδιαγραφόμενο τέλος, να
παιδευτεί, να ονειρευτεί, να πειραματιστεί και να καταλήξει. Αν σας ακούγεται ανάποδο και παράδοξο αυτό, τι να σας κάνω, δεν σκέφτονται δα όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο.
Καλά καλά δεν ξημέρωσε και το ραδιόφωνο παίζει Σεζάρια Εβόρα το τραγούδι «Sodade». Πρώτος καφές, πρώτο τσιγάρο. Από το μπαλκόνι η θέα τις Κυριακές είναι η ίδια μα και διαφορετική. Πρώτη και σημαντική η ταχύτητα των πραγμάτων που ακούει και βλέπει. Τις Κυριακές στο μπαλκόνι ο αέρας φέρνει και ευχάριστες μυρωδιές δέντρων, θάμνων, φαγητών από τις γειτονικές κουζίνες και τα ψηλά φουγάρα των μαγειρείων της λεωφόρου κάτω από την πολυκατοικία. Το φθινοπωρινό αεράκι διαπεραστικό, σκύβει και κοιτάζει το κενό. Την χώριζαν από το έδαφος έξι όροφοι. Καμιά εικοσαριά μέτρα, σκέφτηκε. Να μια καλή ιδέα γι’ αυτό που έψαχνε- μια βουτιά στο
κενό και τέλος. Μετά όμως από που να αρχίσει; Και πάλι δεν της εγγυάται κανείς ότι θα ζήσει. Έκανε μια έκφραση που έμοιαζε με μειδίαμα και αμέσως το διόρθωσε με χαμόγελο. Παιχνίδι με το μυαλό της, με τον ίδιο της τον εαυτό. Η ζωή δεν περνά, οι άνθρωποι την προσπερνούν βιαστικά και όταν φτάσει το τέλος, την αναζητούν, κοιτάζουν πίσω, αλλά πάει, αυτή χάθηκε. Στέκεται στο μπαλκόνι, κάτω στα πόδια της η πόλη, όπου μεγάλωσε και αγαπά, ακριβώς μπροστά από την τάφρο και τα ενετικά τείχη. Δεξιά της το μεγάλο εργοτάξιο με την ανακατασκευή της πλατείας Ελευθερίας, που κρατά χρόνια. Απέναντι η παλιά πόλη, τα εντός των τειχών καμπαναριά και μιναρέδες, σημαίες, λάβαρα, μάρμαρο, γυαλί, πουρόπετρα, μπετό, κεραμίδια και τελευταίως φωτοβολταϊκά πλαίσια, αυτόπτες μάρτυρες της πολύχρονης ιστορίας της.
Δεύτερο τσιγάρο, πριν τελειώσει ακόμα ο πρώτος καφές. Από τα ηχεία του ραδιοφώνου χαμηλόφωνα ακούει «Buena Vista Social». Χτυπά το τηλέφωνοήταν η κολλητή της:
«Να σου πω, πάει ο Μάριος, τέλος. Τρία χρόνια με κοροϊδεύει, και, αφού δεν μπορούσα να τον έχω ολοκληρωτικά δικό μου, δεν θα τον έχει ούτε η γυναίκα του».
«Τι μαλακία έκανες πάλι;»
«Το βράδυ δούλευε η γυναίκα του και πέρασα από το σπίτι του. Μαλώσαμε, αλλά καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα για πρώτη φορά στο σπίτι του, στο σαλόνι, και να μας κοιτάζει μέσα από τη φωτογραφία του γάμου τους, που ήταν στον τοίχο, η γυναίκα του. Πριν φύγω σκέφτηκα και έκανα μια τρέλα- μπήκα στο μπάνιο τους, τάχα για να φρεσκαριστώ λίγο, και άφησα το εσώρουχό μου στο ντουλάπι με τα άπλυτα ρούχα τους».
«Όχι…»
Το τηλεφώνημα της φίλης της ανέτρεψε την ηρεμία της. Διαφωνούσε με την πράξη της, αλλά, ναι, ήταν και αυτό ένα τέλος, και μάλιστα οριστικό. Τώρα
η φίλη της θα μπορούσε μέσα από τη σεισμική δόνηση που προκάλεσε στη ζωή της, και του έως χθες εραστή της, να ξεκινήσει από την αρχή. Όσο για την ίδια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τέλος που αναζητούσε ήταν η ίδια η ζωή που την προσπερνούσε. Έσβησε το τσιγάρο, πήρε τα κλειδιά και κατέβηκε κάτω, έστρεψε το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε στο άδειο μπαλκόνι και
χάθηκε μέσα στον κόσμο. Από εκείνη τη μέρα τη ζωή δεν την χάζεψε ποτέ ξανά από το μπαλκόνι.

Ο ΕΧΘΡΟΣ

Ο γερο-Αδάμος και η Αδάμαινά του (παλιά ήταν σύνηθες φαινόμενο τις γυναίκες να τις φωνάζουν με το όνομα του αντρός τους) κάθονταν στο ξωπόρτι με την πλάτη γυρισμένη στον ήλιο και έπιναν το απογευματινό τους καφεδάκι. Μπροστά τους τέσσερα νεαρά, σχεδόν αμούστακα παιδιά, που λίγο νωρίτερα συζητούσαν (σχεδόν μάλωναν) για άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Ο φόβος, η καλλιέργεια του φανατισμού και της ξενοφοβίας είναι στο φόρτε τους στην ανώριμη κυπριακή κοινωνία του εικοστού προτού αιώνα.
Κάποτε τα πράγματα ήταν διαφορετικά, σήμερα όχι, αύριο ίσως να αλλάξουν πάλι προς το καλύτερο.
Κουβαλώντας στις πλάτες του τη σοφία των ογδόντα πέντε χρόνων του, ο γερο-Αδάμος είχε πάντα μια ιστορία να διηγηθεί για να προβληματίσει
τους νεότερους:
«Θα σας πω μια ιστορία από αυτές που εσείς δεν προλάβατε να ζήσετε. Πριν πολλά πολλά χρόνια ο δικός μου παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς Αδάμος, ζούσε σε μεικτό χωριό. Ήξερε να
γράφει και να μιλά τουρκικά τόσο καλά όσο και τα ελληνικά, γιατί φοίτησε στο τουρκοκυπριακό σχολείο του μεικτού χωριού του. Οι γονείς του τον πάντρεψαν με τη γιαγιά μου, που καταγόταν από ένα άλλο πιο μικρό μεικτό χωριό, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Ελληνοκύπριοι. Εκεί ζούσαν και καμιά τριανταριά ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι.
»0 παππούς μετακόμισε στο σπίτι που πήρε ως προίκα η γιαγιά και έφτιαξαν μαζί το σπιτικό τους. Ήταν φιλήσυχος άνθρωπος, βαθιά θρησκευόμενος και εργατικός και διατηρούσε άριστες σχέσεις με όλους τους συγχωριανούς Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Δούλευε στα χωράφια, ενώ ήταν και επίτροπος στην εκκλησία του χωριού. Για να βοηθήσει τους Τουρκοκύπριους συγχωριανούς του που δεν γνώριζαν γράμματα -και μη έχοντας χότζα στο χωριό- δέχτηκε να τους βοηθήσει στην άσκηση των
θρησκευτικών τους υποχρεώσεων διαβάζοντάς τους κάθε Παρασκευή αποσπάσματα από το Κοράνι μέσα στο τζαμί.
Αυτή του η πράξη δεν άρεσε σε κάποιους Ελληνοκύπριους συγχωριανούς, που τον κατήγγειλαν στον δεσπότη, ο οποίος σε αυστηρό ύφος τον κάλεσε ή να σταματήσει να τους διαβάζει από το Κοράνι ή να παραιτηθεί από επίτροπος στην εκκλησία του χωρίου. Ο παππούς μου, παρόλο που σεβόταν —ίσως η καταλληλότερη λέξη να είναι φοβόταν— τον δεσπότη, βρήκε τη δύναμη και του είπε: “Ο χριστιανισμός, δέσποτά μου, μας διδάσκει την αγάπη. Εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω. Εγώ, δεσπότη μου, δεν ζυγίζω τον άνθρωπο με το χρώμα, τη θρησκεία ή τη γλώσσα του παρά με το τι άνθρωπος είναι. Οι λέξεις δεν αλλάζουν νόημα όταν τις λέει Τούρκος ή Έλληνας. Το
πεινώ και το aclik κάνει το ίδιο γουργουρητό στο στομάχι και του Έλληνα και του Τούρκου”. Ο δεσπότης άλλαξε το αυστηρό του ύφος και τον παρακάλεσε να είναι λίγο πιο διακριτικός, γιατί κάποιοι φανατικοί του χωριού έρχονταν και του μετέφεραν αλλιώς την κατάσταση».
Εμένα μου έκανε τρομερή εντύπωση η ιστορία που διηγήθηκε μια άλλη μέρα στα παιδιά ο γερο-Αδάμος. Μια αληθινή ιστορία, όπως τους τόνισε, με ήρωα έναν μεσήλικα -σήμερα- καθηγητή πανεπιστημίου. Ο καθηγητής έμεινε ορφανός σε ηλικία τεσσάρων χρόνων όταν το 1964 Τουρκοκύπριοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ τον πάτερα του ενώ έβοσκε στα χωράφια το κοπάδι του, σε αντίποινα για μια ανάλογη συμπεριφορά Ελληνοκύπριων την προηγούμενη μέρα σε διπλανό χωριό. Τον καθηγητή και την αδελφή του τους μεγάλωσε με χίλιες δυο στερήσεις η μάνα τους, κάνοντας δύο δουλειές, χωρίς να ξαναφτιάξει ποτέ τη ζωή της, αν και χήρεψε πολύ νέα. Το ιδιαίτερο αυτής
της τραγωδίας είναι πώς το αντιμετώπισε ο καθηγητής. Συζητώντας το θέμα με τον γερο-Αδάμο, όταν μεγάλωσε, του είπε:
«Περάσαμε δύσκολα εγώ και η αδελφή μου, αλλά περισσότερο η μάνα μας. Θα μπορούσα να αφήσω τον θυμό, την οργή, τη λύπη και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που ένιωθα κατά καιρούς για τον τρόπο που έχασα τον πάτερα μου να με οδηγήσουν στο μίσος, στον φανατισμό, στον εθνικισμό, στον φασισμό, αλλά, αντ’ αυτού, προτίμησα όλα αυτά τα αρνητικά να τα μετατρέψω σε αγάπη για τον συνάνθρωπό μου. Κατάλαβα από νωρίς πολύ καλά ότι αυτό το παιχνίδι μίσους και αλληλοεπίρριψης ευθυνών δεν έχει νικητές και ηττημένους. Αυτό το παιχνίδι δεν έχει καν ισοπαλία. Είναι το μόνο παιχνίδι που το «σκότωσαν έναν δικό μας» και το «σκοτώσαμε έναν δικό τους»
δεν φέρνουν ποτέ ισοπαλία αλλά δύο ήττες.

ΚΟΥΝΗΣΟΥ ΜΟΥΧΛΑ (2014)

Ο δρομέας

Κάποτε ήθελα να γίνω ξυλοπόδαρος,
να κοιτώ στα ίσια δέντρα και πουλιά.
Παλιάτσος-ξυλοπόδαρος, να μπερδεύω και να μπερδεύομαι
βαμμένος, θλιμμένος, χαρούμενος
με μια τεχνητή, μεγάλη σταγόνα δάκρυ στο πρόσωπό μου.
Ύστερα ακολούθησα το ένστικτό μου και έγινα δρομέας,
δρομέας μεγάλων αποστάσεων.
Και έτσι μπορώ να τρέχω
στο απέραντο των ονείρων μου και να κρύβομαι
μες στο χαμόγελο μπροστά σου.
Για κοίταξε καλά, με βλέπεις;
1-Untitled.FR12 - 0001

Πενταδάκτυλος

Με μούντζωνε τόσα χρόνια,
που σχεδόν είχα εμπεδώσει την ενοχή μου,
και ας ήμουν μωρό παιδί τότε.
Μια οροσειρά ενοχών με επικίνδυνες κατολισθήσεις συναισθημάτων.
Και όταν έγινε κατορθωτό, έτρεξα να το σκαρφαλώσω,
να χώσω τη μούρη μου ανάμεσα στα δάχτυλά του,
να φάω τη μούντζα από κοντά,
να θεραπευτεί η ψυχή μου,
να εξιλεωθώ.
Μα ένιωσα ακόμα πιο ένοχη την ενοχή μου.
Μαγνητίζει επικίνδυνα η θέα, ζαλίζει το άρωμα.
Το εδώ, όταν το βλέπεις από απέναντι, έχει άλλη όψη
και το απέναντι, όταν το βλέπεις από τόσο κοντά,
μεγαλώνει τη μούντζα.
Κληροδοτεί στο μωρό παιδί την ευθύνη και καταργεί τις δικαιολογίες.
Αυτό το βουνό είναι μόνο για να αγαπιούνται
στην παλάμη του άνθρωποι.
Άνθρωποι χωρίς ταμπέλες.

Σε στάση αναμονής

Είμαι διαρκώς σε μια προσωρινή κατάσταση,
σε στάση αναμονής,
σε σταθμό, χωρίς να ξέρω το μεταφορικό μέσο.
Μα είμαι πανέτοιμος, καρτερώ να επιβιβαστώ.
Έχω στις αποσκευές μου δύο χέρια, δύο πόδια και ένα κορμί,
που τα κρατά ένα μυαλό, που αρνιέται να αποδεχτεί
την προδιαγραφόμενη πορεία των κάθε λογής «λογικών».
Άνοιξε μου να περάσω, να αφήσω σε μια γωνιά τις αποσκευές μου.
Φίλεψέ με γλυκό του κουταλιού, καφέ
και δύο ρουφηξιές από το δικό σου τσιγάρο, να ξαποστάσω.
Μπαίνω στο σώμα μου και φεύγω.
Τρέχω, τρέχω, τρέχω…
Ο χρόνος, η ώρα, η στιγμή, η απόσταση, το συναίσθημα,
όλα μετριούνται αλλιώτικα από ένα δρομέα.
Ακόμα και το «πέραν πάσης λογικής αμφισβήτησης»
αμφισβητείται για λίγο.
Δοκίμασέ το και θα δεις.
3

Μα και σχεδόν ανίκητος

Στους δρόμους της πόλης
κινούνται πολλοί μελλοθάνατοι,
περπατάνε, σπρώχνονται, οδηγούνε,
κορνάρουν, βρίζονται.
Στη στάση του λεωφορείου,
μαθητές, αλλοδαποί, εργάτες,
μελλοθάνατοι’
σκοτώνουν τις μέρες τους
περιμένοντας τη σειρά τους.
Και εσύ τρέχεις,
περνάς από δίπλα μου
σαν το δρομέα του Αργύρη Χιόνη,
σαν το θλιμμένο και μοναχικό δρομέα του,
«που δεν τρέχει για να φτάσει πρώτος,
που δεν τρέχει για να φτάσει καν».
Τρέχει σχεδόν ακίνητος, μα και σχεδόν ανίκητος.

Να εξαφανίζεσαι

Να εξαφανίζεσαι, ενώ σε βλέπουν όλοι,
να τρέχεις, να ασκείς ψυχή και σώμα,
μα η ψυχή να είναι πιο μπροστά.
Να εξαφανίζεσαι, ενώ σε βλέπουν όλοι,
να βγαίνεις από το σώμα σου,
να παρατηρείς εσένα και τους άλλους,
να επιστρέφεις,
να βάζεις μικρές διορθωτικές πινελιές
και το βράδυ, πριν κοιμηθείς,
να κλείνεις πονηρά το μάτι στον καθρέφτη,
όχι εσύ στο είδωλό σου,
αλλά η ψυχή στο σώμα σου.
1-Untitled.FR12 - 0005

Στη βροχή

Δύο μέρες σ’ έπλενα ψυχή,
δύο μέρες με το κορμί μου
έτρεχα μέσα στη βροχή,
σε οάσεις της ερήμου.
Κάθε βήμα σαν το δόρυ
σκάλιζε την καρδιά μου,
έγινε η πέτρα εύφορη,
να σπείρω τα όνειρά μου.
Γεύτηκα δάκρυ και βροχή,
αλμύρα από ιδρώτα.
Ατσάλωσα την αντοχή,
χαμήλωσα τα φώτα,
για να χορέψω στη ζωή
καλό, κακό και πόνο,
ό,τι στο δρόμο μου βρεθεί,
ό,τι και αν ανταμώνω.

Με αντίπαλο έμενα

Τα πόδια σπρώχνουν την ψυχή
και η ψυχή τα πόδια
και στο ταξίδι της ζωής
περνάω τα εμπόδια.
Πληρώνω το αντίτιμο
στου δρόμου τα διόδια,
τρέχω να φτάσω να χαρώ
όσα μου ’χει ταμένα,
σ’ έναν αγώνα αντοχής
με αντίπαλο έμενα.
1-1-Untitled.FR12 - 0007

Σαν αγγελιοφόρος

Σε είδα να τρέχεις
σαν αγγελιαφόρος
στο δρόμο που ενώνει γη και ουρανό,
εκεί στη γραμμή του ορίζοντα.
Σε είδα να τρέχεις, αφήνοντας
μια ρωγμή στο χρόνο,
μια ρωγμή στον πόνο
και μια ελπίδα
ότι το αδύνατο
μπορεί να γίνει δυνατό.

Δεκατέσσερις Αυγούστου

Έτρεξα και σήμερα (40η επέτειος της δεύτερης εισβολής)
ως εκεί που δυο ειρηνευτές με σταμάτησαν.
«You are in the risk area», μου είπε ο ένας ευγενικά.
Το χέρι να άπλωνες, θα είχες στην παλάμη σου την Αμμόχωστο.
Το τουρκικό φυλάκιο λίγα μέτρα μπροστά μου υπερυψωμένο.
Λίγα μέτρα πίσω, σε μη «risk area»,
βουτιά στη θάλασσα, κολύμπι προς τα ανοιχτά και ξάπλα,
με τα χέρια στο σβέρκο για μαξιλάρι.
Απόλυτη ηρεμία.
«Αφού μπορώ να ξαπλώνω στη θάλασσα,
γιατί να μην μπορώ να τρέξω στην επιφάνειά της;», σκέφτηκα.
«Όχι, για να το «παίξω» Χριστός, αλλά για να ζήσω
ως άνθρωπος άλλη μια μικρή χαρά.»

Επίλογος (Γενέθλια)

Αν θες να με σκοτώσεις,
εμπόδισε με από το να τρέχω
και θα είναι ένας θάνατος αργός, βασανιστικός.
Έχω γενέθλια σήμερα,
έφτασα στο μισό και κάτι του προσδοκώμενου ορίου ζωής.
Νιώθω νέος, γερός και δυνατός.
Η ευεξία πρέπει να μετριέται με την ποσότητα των χιλιομέτρων.
Έχω τρέξει κοντά τρεισήμισι φορές το γύρο της γης μέχρι σήμερα.
Γι’ αυτό μη με ρωτάτε αν τρέχω ακόμα.
Εγώ ποτέ δε σας ρώτησα για τα αυτονόητα.
Τον εαυτό σας να ρωτήσετε πότε θα ξεκινήσει,
πότε θα ξεκολλήσει από το δολοφόνο καναπέ,
που τροφοδοτεί τη σωματική και εγκεφαλική παράλυσή σας.
Τον εαυτό σας να ρωτήσετε,
πότε θα επαναστατήσει η ψυχή σας,
πότε θα σας φωνάξει:
«Κουνήσου μούχλα…».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όλα άρχισαν όταν ο Κώστας ζήτησε από την Πόλα να «παντρέψει» ένα σκίτσο της, που είδε σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, με ένα δικό του ποίημα, που μόλις είχε γράψει, με θέμα το τρέξιμο. Το «πάντρεμα» των δύο δημιουργιών ήταν μια όμορφη σύμπτωση των δύο δρομέων-δημιουργών. Εκείνο το πρωί, η Πόλα έτρεξε στη θάλασσα. Κάθε της βήμα ήταν ένα παιχνίδι με το κύμα, μπρος-πίσω, πάνω- κάτω. Το σκίτσο, μια απλή παιχνιδιάρικη γραμμή με κύκλους και καμπύλες, αντανακλούσε την απορία του Κώστα, όπως αυτή εκφραζόταν στο ποίημά του: «Αν τα πόδια είχαν πινέλα, τι σχήματα, άραγε, θα ζωγράφιζαν;».
Για τους επόμενους δέκα μήνες οι δύο τους συνομιλούσαν ζωγραφίζοντας και γράφοντας… Κάποιες φορές την αρχή έκανε η Πόλα, στέλλοντας στον Κώστα ένα σκίτσο της, ενώ άλλες φορές πρώτος δημιουργούσε ο Κώστας. Έγινε γρήγορα φανερό ότι το κοινό τους θέμα, το τρέξιμο, είναι και για τους δύο τρόπος ζωής και αστείρευτη πηγή έμπνευσης.
* * *
Η Πόλα Χατζήπαπα γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε Καλές Τέχνες στις ΗΠΑ και Visual Communications στο Λονδίνο. Έχει παρουσιάσει πέντε ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές τόσο
στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το τρέξιμο εδώ και 25 περίπου χρόνια.

ΔΡΟΜΟΥ ΔΡΩΜΕΝΑ (2012)

Το ξεκίνημα

0 Άρης ήταν από τα παιδιά που, αν γεννιόταν δύο δεκαετίες αργότερα από τη μέρα που γεννήθηκε, σίγουρα θα χαρακτηριζόταν ως ένα παιδί με στοιχεία ελλειμματικής συγκέντρωσης και υπερκινησίας. Τότε, όμως, στο περιβάλλον του τον χαρακτήριζαν απλώς ζωηρό και άτακτο, έξυπνο αλλά τεμπέλη και μέτριο προς κακό μαθητή.
Με έντονα ακόμα τα σημάδια της προσφυγιάς, καταγόμενος από την επαρχία της Κερύνειας, βρέθηκε να κατοικεί μαζί με τους γονείς και τα άλλα τρία του αδέλφια σ’ ένα μικρό ενοικιαζόμενο σπίτι στην πράσινη γραμμή, κοντά στον ιππόδρομο, στον Άγιο Δομέτιο. Τα χρόνια της
φοίτησής του στο δημοτικό σχολείο τα πέρασε στο περιθώριο- στο περιθώριο από τους δασκάλους του λόγω των μαθησιακών του δυσκολιών, στο περιθώριο και από τους συμμαθητές του κατά τα διαλείμματα.
Μπάλα δεν κλώτσησε ποτέ του είτε γιατί ήταν πολύ αδέξιος είτε γιατί απλώς δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο. Του άρεσαν τα μοναχικά παιχνίδια. Γυρνούσε τις γειτονιές και σκαρφάλωνε σε δέντρα και στέγες. Του άρεσε
να βρίσκει τις φωλιές των πουλιών και να παίρνει από αυτές τα αυγά ή τα μικρά σπουργίτια, τα οποία προσπαθούσε να μεγαλώσει. Τα ομαδικά παιχνίδια τα βαριόταν, γιατί έπρεπε να ακολουθεί κανόνες, να δείχνει πνεύμα ομαδικότητας κι εκείνη την εποχή αυτό το «χάρισμα» δεν το διέθετε. Στο μόνο παιχνίδι που συμμετείχε μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς ήταν οι αγώνες δρόμου που διοργάνωναν. Ευτύχησε να μεγαλώσει την εποχή που υπήρχαν ακόμα οι αλάνες. Εκεί διαγωνιζόταν και το ευχαριστιόταν, γιατί ξεχώριζε και αυτό τον έκανε να αισθάνεται όμορφα.
Αυτό, όμως, που του άρεσε πιο πολύ να κάνει ήταν να καβαλά το ποδήλατό του, να διανύει πέντε με έξι χιλιόμετρα δρόμο και να κυνηγά τα περδίκια τρέχοντας. Μόλις τα εντόπιζε, τα έκανε να πετούν και τότε άρχιζε να τα
κυνηγά. Παρατηρούσε πού θα προσγειώνονταν κι έτρεχε προς το μέρος τους, για να τα τρομάξει. Αυτά με τη σειρά τους απογειώνονταν και πάλι, για να προσγειωθούν καμιά εκατοστή μέτρα πάρα πέρα. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν για τέσσερις-πέντε φορές, μέχρι που τα περδίκια δεν είχαν πλέον δύναμη να πετάξουν. Έτρεχαν, όμως, για να ξεφύγουν από τον Άρη που συνέχιζε να τα κυνηγά μέχρι να πιάσει ένα από αυτά στα χέρια του. Σε αυτό το «άθλημα» επιδίδονταν και άλλοι νεαροί της περιοχής του και ο Άρης παινευόταν πως μέσα σ’ ένα χρόνο κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να αιχμαλωτίσει δεκαοκτώ περδίκια -αριθμός ρεκόρ για πολλά χρόνια στη γειτονιά.
Το σπίτι του ήταν το τελευταίο της γειτονιάς που απέκτησε τηλεόραση, μία μαυρόασπρη NEC δεκατεσσάρων ιντσών. Την ίδια περίοδο ο γείτονάς τους, ο κύριος Κωστής, προχωρούσε τεχνολογικά τη γειτονιά ένα βήμα
πιο μπροστά, όντας περήφανος για την πρώτη έγχρωμη τηλεόραση, είκοσι επτά ιντσών, που είχε αγοράσει. Τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες του 1984 η έγχρωμη τηλεόραση του κυρίου Κωστή είχε την τιμητική της. Τα βράδια την έβγαζε έξω στη βεράντα όπου όλοι οι περίοικοι μαζεύονταν, για να δουν για πρώτη φορά σε απευθείας μετάδοση τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξάγονταν στο Αος ‘Αντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών, από τις 28 Ιουλίου μέχρι τις 12 Αυγούστου.
Ο Άρης, δώδεκα-δεκατριών χρονών τότε, καθόταν στην περίφραξη του σπιτιού του ή ακουμπούσε στα κάγκελα και παρακολουθούσε τους αγώνες όση ώρα ο γείτονάς του είχε αναμμένη την τηλεόραση. Τη μέρα που διεξάχθηκε το αγώνισμα του μαραθωνίου δρόμου εκκολάφθηκε το σκουλήκι του δρομέα μέσα του. Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε να τρέχει. Έκτοτε, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, τρέχει ακόμα και είναι πλέον βέβαιος πως θα συνεχίσει να τρέχει όσο μπορεί. Εύχεται, αν είναι δυνατόν, μία μέρα, πλήρης ημερών, να πεθάνει τρέχοντας.

Το βάφτισμα του πυρός

Παρόλο που έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Άρης ολοκλήρωσε με επιτυχία τον πρώτο του μαραθώνιο δρόμο, παρόλο που από τότε τερμάτισε άλλους τριάντα τουλάχιστον μαραθωνίους, το συναίσθημα που ένιωσε την πρώτη φορά που περνούσε τη γραμμή του
τερματισμού, δεν το ξέχασε ποτέ. Ο κάθε αγώνας είναι διαφορετικός, είναι μία υπέρβαση και μία ξεχωριστή νίκη απέναντι στην ύπαρξη του κάθε μαραθωνοδρόμου, αλλά η πρώτη φορά είναι σαν τον πρώτο έρωτα.
Ο Άρης ολοκλήρωσε με επιτυχία τον πρώτο του μαραθώνιο στην Πάφο, την όμορφη παραλιακή πόλη της μικρής του πατρίδας. Ήταν ένα πρωινό Κυριακής και είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό του ότι θα τερμάτιζε ανεξαρτήτως χρόνου. Είχε προηγηθεί μία αποτυχημένη προσπάθεια, όταν εγκατέλειψε τον αγώνα στα τριάντα οκτώ χιλιόμετρα και αυτό τον πείσμωνε ακόμα πιο πολύ.
Στο συγκεκριμένο μαραθώνιο δε λάμβαναν μέρος πολλοί αθλητές- ήταν δεν ήταν εκατό, ντόπιοι και ξένοι. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, οι αθλητές λίγοι, με αποτέλεσμα οι δρομείς να αραιώσουν πολύ γρήγορα. Ο Άρης βρέθηκε να τρέχει μόνος του από τα πρώτα πέντε χιλιόμετρα. Είχε
βάλει στόχο να κρατήσει ένα ρυθμό διανύοντας το κάθε χιλιόμετρο σε περίπου τέσσερα λεπτά, κάτι που κατάφερνε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Η διοργάνωση ήταν πολύ καλή, τα χιλιόμετρα ήταν μαρκαρισμένα ένα προς ένα κι έτσι ο Άρης μπορούσε να ελέγχει εύκολα το ρυθμό του.
Υπομονή, υπομονή και πάλι υπομονή… Τα τρία αυτά στοιχεία πρέπει οπωσδήποτε να τηρεί ο κάθε μαραθωνοδρόμος. Βρισκόταν για αρκετά χιλιόμετρα στην Τρίτη θέση, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία, αφού ο μοναδικός του στόχος ήταν να περάσει τη γραμμή του τερματισμού. Μετά το πρώτο μισό της διαδρομής, επειδή ένιωθε καλά, έχασε για λίγο τη συγκέντρωσή του και ανέβασε ρυθμό, υπερτίμησε τις δυνάμεις του. Έβλεπε για ώρα τον προπορευόμενο του αθλητή και βιάστηκε να κάνει «αλλαγή» για να τον προσπεράσει, κάτι που τελικά κατάφερε στο εικοστό έβδομο χιλιόμετρο.
Σιγά-σιγά κατάφερε να περάσει το τριακοστό δεύτερο χιλιόμετρο, κοίταξε το χρονόμετρό του και ήταν τέσσερα λεπτά πιο γρήγορος από το στόχο που είχε θέσει. Χαμογέλασε και σκέφτηκε πως όλα πήγαιναν καλύτερα από
ό,τι υπολόγιζε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε νιώσει κάποια κράμπα ή κάποιο μυϊκό πόνο ούτε κάποιο από αυτά τα περίεργα πονάκια στο στομάχι, στο συκώτι ή στη σπλήνα, αλλά ούτε και τους καρδιακούς του παλμούς να ανεβαίνουν ιδιαίτερα.
Εκατό μέτρα μπροστά του βρισκόταν η πινακίδα με την ένδειξη «τριακοστό τέταρτο χιλιόμετρο». Κοίταξε το χρονόμετρό του. Είχε πέσει λίγο ο ρυθμός του, αλλά θεώρησε ότι αυτό οφειλόταν στο μεγάλο ανήφορο που βρισκόταν
στα μέσα του χιλιομέτρου που μόλις ολοκλήρωνε. Οκτώ χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό ήταν σχεδόν σίγουρος πως όλα κυλούσαν ομαλά. Ποτέ, όμως, δεν ξέρεις πότε θα προκόψει κάποιο πρόβλημα στο μαραθώνιο… Κι έτσι ξαφνικά από το πουθενά ένιωσε σαν να τον χτύπησε από
απέναντι ένας άνεμος, σαν να σκέπασε το μυαλό του ένα σύννεφο κάνοντάς τον να τα βλέπει όλα γύρω του γκρίζα, σαν να είχε ένα χέρι απέναντι του, στο ύψος του στήθους του, να του βάζει αντίσταση.
Αναπνοές, αυτοσυγκέντρωση, σκεφτόταν πως «θα περάσει»… Μα δεν περνούσε… Ακολούθησαν τρία χιλιόμετρα. Σε κάθε μέτρο σκεφτόταν να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Ένιωθε να πονά τα πόδια του, ένιωθε
βαρύ το κεφάλι του, σαν να πιεζόταν μέσα σε μία μέγγενη. Ο ρυθμός του από τέσσερα λεπτά το χιλιόμετρο έπεσε στα πέντε. Στο τριακοστό ένατο χιλιόμετρο δεν άντεξε. Ξέσπασε σε κλάματα. Ενώ έτρεχε άκουσε μία γυναικεία φωνή να του φωνάζει, «έλα Άρη, μπορείς», παρακινώντας τον να κάνει την υπέρβαση. Έσφιξε τα δόντια. Ένιωθε ότι σερνόταν και όχι ότι έτρεχε. Επαναλάμβανε στον εαυτό του, «ή θα πεθάνεις ή θα τερματίσεις», ενώ τα δάκρυα έρρεαν από τα μάτια του ακόμα πιο πολύ εξαιτίας του ιδρώτα.
Έμεναν λιγότερο από μερικές εκατοντάδες μέτρα. Με τα μάτια του θολά από τα δάκρυα που προκαλούνταν πλέον και από την παρότρυνση των γνωστών του που παρακολουθούσαν τον αγώνα και νιώθοντας σίγουρος πως επιτέλους θα κατακτούσε ένα όνειρό του, ξέσπασε σε λυγμούς περνώντας κάτω από την αψίδα του τερματισμού. Το χρονόμετρο έγραφε «δύο ώρες, πενήντα δύο λεπτά και δέκα δευτερόλεπτα». Νιώθοντας τόσο μεγάλη ικανοποίηση κι ευτυχία, χρόνια μετά, όταν απέκτησε το πρώτο του παιδί είχε να λέει πως ανάλογα συναισθήματα χαράς κι ευτυχίας ένιωσε όταν ήταν παρών στη γέννηση του πρώτου του παιδιού, αλλά και όταν τερμάτισε στον πρώτο του μαραθώνιο δρόμο.

Κουνήσου μούχλα… !

Μεγάλωσε, έκανε οικογένεια, τα πράγματα άλλαξαν, οι προτεραιότητες άλλαζαν συνεχώς, ο γάμος, τα τρεχάματα για την οικοδόμηση της συζυγικής κατοικίας, το πρώτο παιδί και μετά το δεύτερο… Η καθημερινότητα ήταν δύσκολη, αλλά το τρέξιμο παρέμενε η μόνη αμετάκλητα σταθερή αξία. Παρέμενε η σανίδα σωτηρίας του και η επιπλέον χωρητικότητα στο ποτήρι που, αν και ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει, ποτέ δεν ξεχείλιζε.
Μία εικόνα σφηνωμένη στο πίσω μέρος του μυαλού του από τα νεανικά του χρόνια, εμφανιζόταν κάθε φορά που ο Άρης έκανε να «λασκάρει» λίγο από τη γραμμή που είχε χαράξει και ακολουθούσε τόσα χρόνια. Κάθε φορά
που έκανε την εμφάνισή της, τον έκανε να το «βάζει στα πόδια», κρατώντας τον σε εγρήγορση με τον καλύτερο τρόπο.
Πρόκειται για μία γελοιογραφία, που απεικόνιζε έναν παχύσαρκο αξύριστο μεσήλικα άντρα, βυθισμένο σε μία πολυθρόνα απέναντι στην τηλεόραση να παρακολουθεί νωχελικά ποδόσφαιρο. Το άδειο κουτί από την πίτσα, που μόλις είχε καταβροχθίσει ήταν πετάμενο στο πάτωμά, τρία-τέσσερα άδεια τενεκεδάκια μπίρας βρίσκονταν σκορπισμένα ανάμεσα στα πόδια του κι ένα ακόμα γεμάτο στο δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό του κρατούσε το
τηλεχειριστήριο. Το πουκάμισό του ήταν ανοιχτό, για να μην σκάσουν τα κουμπιά, ενώ η πολυθρόνα αναστέναζε από τα περιττά κιλά που κείτονταν πάνω της.
Ο άνθρωπος «μούχλα», όπως θα μπορούσε κάποιος να τον αποκαλέσει, παρουσιαζόταν, σε όλο αυτό το σκηνικό, να φωνάζει σε ποδοσφαιριστή που συμμετείχε στον αγώνα που παρακολουθούσε στην τηλεόραση: «Κουνήσου μούχλα…!».

Δύο πόδια μόνα στο δρόμο

Αν τύχει να δείτε στο δρόμο σας δύο πόδια να τρέχουν από μόνα τους, μην τρομάξετε. Είναι τα πόδια του Άρη. Κάποτε το σκάνε από το υπόλοιπο κορμί του, αφού δεν αντέχουν, βαριούνται την καθημερινότητα του, τη δουλειά του, τη μουρμούρα του, τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, την οικογένειά του. Κάποτε, όταν περάσουν ώρες να τρέξει, ο Άρης γίνεται πολύ εκνευριστικός και γι’ αυτό τα πόδια του το σκάνε και ξεκινούν να τρέχουν από μόνα τους.
Αυτά τα πόδια λειτουργούν σαν να έχουν μάτια και μυαλό, σαν να είναι πόδια ενός τυφλού, που έμαθαν να τρέχουν στο σκοτάδι. Ξέρουν πολύ καλά πού πάνε, δε σκοντάφτουν, δεν χτυπάνε στους περαστικούς. Βγαίνουν στο δρόμο και τρέχουν προς το πλησιέστερο πάρκο, τρέχουν
μέχρι να ιδρώσουν, να εκτονωθούν, να αποβάλουν τις τοξίνες, να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Ύστερα επιστρέφουν ήρεμα, για να πάρουν τη θέση τους στο υπόλοιπο «χαμένο κορμί» του Άρη.
Τα πόδια όταν επιστρέφουν, βρίσκουν τον Άρη αγχωμένο, στρεσαρισμένο, ένα καζάνι που βράζει… Του δίνουν τότε μία κλωτσιά υπενθυμίζοντάς του πως είναι ώρα να πάει να τρέξει.

Το προσωπικό blog του Άρη

Ένας δρομέας είναι φύσει ανήσυχο πνεύμα. Οι ανησυχίες του συνήθως πάνε πιο πέρα απ’ όσα «βλέπει» η μύτη του. Ο εσωτερικός αναβρασμός του Άρη έβρισκε διέξοδο σ’ ένα διαδικτυακό blog που διατηρούσε. Εκεί έγραφε ό,τι τον απασχολούσε, ενώ προεξάρχουσα θέση είχαν τα θέματα που σχετίζονταν με το τρέξιμο και τη λογοτεχνία, την οποία θεωρούσε ως τη δεύτερή του μεγάλη αγάπη.
«Η γκόμενά μου είναι το τρέξιμο», έλεγε στη γυναίκα του, ενώ την ώρα που έτρεχε «απατούσε» την «γκόμενά» του με την ποίηση και την πεζογραφία, αφού τις εικόνες που του «κατέβαιναν» τρέχοντας, τις μετέτρεπε σε στίχους και μικρές ιστορίες. Σ’ ένα από τα post του εξήγησε
αναλυτικά το λόγο που το έκανε:
«Αφορμή για να ξεκινήσω να γράφω αυτό το κείμενο μού έδωσε ένας φίλος, ο οποίος γνωρίζοντάς με καλά μου επισήμανε ότι η εικόνα που εκπέμπω μέσα από αυτά που γράφω στο blog -αλλά και από άλλα που έτυχε να διαβάσει- έρχονται πολλές φορές σε σύγκρουση με τη
στάση ζωής που έχω υιοθετήσει στην καθημερινότητά μου και σε πλήρη αντίθεση με το χαμογελαστό άνθρωπο, που, ακόμα και την ώρα που τρέχει, είναι μες στην «τρελή χαρά», όλος χαμόγελα.
Ο Φερνάντο Πεσσόα έγραψε ότι «ποιητής είναι εκείνος που πηγαίνει πάντα πιο πέρα απ’ ό,τι μπορεί να κάνει». Δεν ισχυρίζομαι πως είμαι ποιητής, αλλά το γράψιμο με κάνει να αισθάνομαι πως πηγαίνω πιο πέρα από αυτό που μπορώ να κάνω στη ζωή μου. Ζούμε σ’ έναν κόσμο
στον οποίο οι κοινωνικές, σοβινιστικές, εκκλησιαστικές και πολιτικές κλίκες μάς βομβαρδίζουν από παντού, προσπαθώντας να εξουσιάσουν το μυαλό μας.
Δε σημαίνει ότι υιοθετώ όσα γράφω ή ότι ταυτίζομαι με τους χαρακτήρες που δημιουργώ. Πολλές φορές γράφω πράγματα που έρχονται σε αντίθεση με τη δική μου στάση ζωής. Μέσα από τη σύγκρουση αυτή διαλέγομαι με
τον εαυτό μου και προχωρώ πιο πέρα.
Το γράψιμο είναι ένας τρόπος που με βοηθά να ισορροπώ ανάμεσα στο «θέλω» και στο «μπορώ», ανάμεσα στον «καλό» και τον «κακό» εαυτό μου, ανάμεσα στο «ηθικό» και το «ανήθικο», ανάμεσα στο «φως» και το «σκοτάδι» του μυαλού μου.
Ο Έλληνας διανοητής και φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης αναφερόμενος στην ατομική αυτονομία, είπε: «Στη λέξη αυτονομία υπάρχουν δύο ρίζες, η λέξη «αυτός» (εγώ ο ίδιος) και η λέξη «νόμος». Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται τη ρίζα αυτός και ξεχνούν τη ρίζα νόμος. Αυτόνομος είναι αυτός που δίνει στον εαυτό του ένα νόμο. Δεν μπορούμε να εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας χωρίς φρένο κι έλεγχο.»
Αυτήν την αυτονομία υιοθετώ, προσπαθώντας να σκέφτομαι και τις δύο ρίζες της λέξης.
Έτρεχε κι «έγραφε» ή έγραφε κι «έτρεχε».

Όταν η πόλη κοιμάται

Το ξυπνητήρι χτυπά… Τετάρτη, πέντε η ώρα το πρωί. Σηκώνομαι, πηγαίνω στην κουζίνα και φτιάχνω έναν καφέ. Μέχρι να τον ετοιμάσω, έχω ήδη φάει μία μπανάνα και λίγους ξηρούς καρπούς αμυγδάλου. Παράλληλα, φορώ ρούχα και παπούτσια. Η ώρα πέντε και δεκαπέντε είμαι στο αυτοκίνητο. Οδηγώ και από το μισάνοικτο παράθυρο μπαίνει το δροσερό αεράκι χαϊδεύοντάς με. Έξω έχει φως, ξημερώνει πολύ νωρίς. Λίγο πριν μας αφήσει η άνοιξη, το καλοκαίρι βιάστηκε να μας τρίξει τα δόντια του.
Στις πέντε και τριάντα το σκηνικό γίνεται πολύ διαφορετικό. Λίγο πριν «έτρεχα» οδηγώντας το αυτοκίνητό μου για να μην καθυστερήσω, ενώ τώρα βρίσκομαι στο γήπεδο της Αγγλικής Σχολής στη Λευκωσία και τρέχω με τα πόδια. Όταν η πόλη κοιμάται, είναι απίστευτο πόσοι άνθρωποι κάνουν την πρωινή τους γυμναστική τόσο νωρίς, ξεκινώντας με τον καλύτερο τρόπο τη μέρα τους.
Τρέχω σχεδόν καθημερινά, για είκοσι πέντε χρόνια τώρα, σε διάφορους χώρους και διαφορετικές ώρες: στο πάρκο της Αθαλάσσας, στο πάρκο της Ακαδημίας, στην Αγγλική Σχολή, στο γραμμικό πάρκο του Πεδιαίου… Τα
πρωινά μικρά πηγαδάκια τριών-τεσσάρων ατόμων, τους μοναχικούς περιπατητές και δρομείς, που κάνουν την πρωινή τους προπόνηση, ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και κοινωνικού στρώματος, όλους τους ενώνει ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.
Τρέχω, παρατηρώ και ακούω διάφορες κουβέντες. Αυτές τις μέρες, λόγω των βουλευτικών εκλογών, κυριαρχούν οι πολιτικές συζητήσεις, ενώ δε λείπουν και τα πειράγματα μεταξύ φίλων -ένας μάλιστα κρατά παρουσίες και δίνει κίτρινες κάρτες, άμα το κρίνει απαραίτητο! Μία άλλη χαρακτηριστική εικόνα που έχει τυπωθεί στο μυαλό μου είναι η παρουσία στο γήπεδο μίας ηλικιωμένης μαυροφορεμένης γιαγιάς. Η αντίθεση του μαύρου φουστανιού της με τα άσπρα αθλητικά της παπούτσια μού έκανε εντύπωση. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ενώ περπατούσε, έκανε ταυτόχρονα και σμιλί (εργόχειρο). Ήταν τόσο μάλιστα προπονημένη στο σμιλί που οι κινήσεις της γίνονταν αυτοματοποιημένα.
Πολύ γέλιο ρίξαμε πέρσι το καλοκαίρι, όταν σαν φωτοβολίδα έσκασε σ’ ένα από τα πρωινά μας στέκια ένας σαρανταπεντάρης Ελλαδίτης, ο οποίος συνόδευε μία νεαρή γυναίκα. Και τι δεν της έλεγε ο άνθρωπος στα πλαίσια
του αδιάκριτου φλερταρίσματός του… Μέχρι πως ήταν σε προ-ολυμπιακή ομάδα της έλεγε -σε ποιο άθλημα δεν καταλάβαμε- και ότι τελικά δεν τον πήραν, γιατί του έφαγε άλλος τη θέση! Μιλούσε δυνατά, εύκολα τον ακούγαμε στην πρωινή ησυχία. Μία μέρα όταν τους προσπεράσαμε με σχετική ταχύτητα, τον ακούσαμε να της λέει: «Τους βλέπεις αυτούς; Αυτοί δεν τρέχουν, αυτοί κάνουν πως τρέχουν!».
Μίαν άλλη μέρα της έδειχνε ασκήσεις, τεντώματα, και ήταν όλες λάθος -οι γυμναστές της παρέας το επιβεβαίωναν. Μία ώρα κάθε μέρα όλο αυτός μιλούσε, τη φωνή της κοπέλας δεν την ακούγαμε. Μετά από δύο εβδομάδες σταματά να μιλά αυτός και άρχισε να μιλά συνεχώς η γυναίκα. «Κάτι άλλαξε», σχολιάσαμε… Αυτό κράτησε μόνο δύο μέρες και μετά ο κύριος δεν ξαναπάτησε το πόδι του εκεί. Τη γυναίκα την είδαμε για ακόμα δύο-τρεις φορές και μετά χάθηκε και αυτή…
Μικρές στιγμές από την πρωινή γυμναστική…

Μεσάνυχτα και κάτι

Εκείνη τη μέρα, παρόλο που το μυαλό του ήταν γεμάτο με σκόρπιες σκέψεις, παρόλο που περίμενε να βραδιάσει και να περάσει τη γνωστή σε όλους τους οικογενειάρχες διαδικασία μέχρι να κοιμηθούν τα μωρά, για να καθίσει να αδειάσει τη σκέψη του σε μία «κόλλα» από λευκό ηλεκτρονικό χαρτί, τελικά δεν του έβγαινε, σαν να βαριόταν να γράψει οτιδήποτε. Όχι πως τον υποχρέωνε κανείς να γράψει κάτι, αλλά αυτή η διαδικασία γινόταν για χρόνια τώρα. Ένιωθε όπως το στρατιώτη που αποθέτει το όπλο και την εξάρτυσή του μετά τη σκοπιά και πηγαίνει ανάλαφρος να ξεκουραστεί ή σαν ένα σφουγγάρι που το στύβεις, για να είναι και πάλι έτοιμο να ρουφήξει ό,τι βρεθεί στο δρόμο του.
Καθόταν κι έβλεπε γι’ αρκετή ώρα την άδεια «κόλλα» κι έβρισκε διάφορες δικαιολογίες, για να μη βάζει τα δάχτυλά του στα πλήκτρα του υπολογιστή. Ξαφνικά πέρασε από το μυαλό του η σκέψη, «πόσες και πόσες φορές πριν
πάω να τρέξω δε βαριόμουν, αλλά πάντα μα πάντα όταν ξεκινούσα να τρέχω, τα πόδια μου έβρισκαν από μόνα τους το δρόμο, τη δύναμη και το κέφι, για να με κάνουν να νιώσω ζωντανός γι’ άλλη μία μέρα;».
Έτσι ξεκίνησε να γράφει. Το μυαλό σιγά-σιγά απελευθέρωσε τα δάχτυλα και στη «λευκή» ηλεκτρονική κόλλα άρχισαν να ξεπετάγονται γράμματα που κρατούσαν χέρι-χέρι, λες και χόρευαν σε ρυθμό καλαματιανό σχηματίζοντας προτάσεις.
Το τρέξιμο το θεωρεί τόσο αυτονόητο που συχνά αναρωτιόταν, «μα είναι δυνατόν να υπάρχει άνθρωπος στη γη που να μην του αρέσει να τρέχει;». Θυμήθηκε και χαμογέλασε πόσο ηλίθιος μπορεί να φαίνεται μερικές φορές
με τις «εμμονές» του με ό,τι έχει να κάνει με το τρέξιμο. Όταν γνώριζε έναν άνθρωπο, από τις πρώτες τους συναντήσεις τον βολιδοσκοπούσε αν του αρέσει η γυμναστική και ειδικά το τρέξιμο. Δε θα ξεχάσει την αμηχανία που ένιωσε, όταν ρωτούσε, κάπως επίμονα, μία νέα συνάδελφό του αν της άρεσε να τρέχει. Αυτή, σε κάποια στιγμή, σηκώθηκε από την καρέκλα και με το χέρι της τού έδειξε το κορμί της -θα είχε καμιά εικοσαριά περίσσια κιλά- λέγοντάς του: «Νομίζεις πως αυτό το κορμί κάνει για τρέξιμο ή μας κοροϊδεύεις;».
Κάνοντας αυτοκριτική ο Άρης σκέφτηκε ότι κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σε κάποιον να ασχοληθεί με κάτι που δε θέλει ή στο οποίο δεν έχει κλίση, όσο απλά και αγνά κι αν το έχει ο ίδιος στο μυαλό του. Αυτό από μόνο του
είναι ρατσιστικό. Ο καθένας θα πρέπει να προσπαθεί να βλέπει και την άλλη όψη των πραγμάτων, να υπάρχει αλληλοσεβασμός στην όποια διαφορετικότητα. Και με τη διαπίστωσή του αυτή πήγε για ύπνο.

Το τέλος που ονειρεύεται

Κάπου εκεί στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του, ας αφήσουμε ήσυχο τον Άρη. Ας αφήσουμε ήσυχους τον Κώστα, το Χρίστο, το Χριστάκη, το Γιώργο, το Στέλιο, το Σέργιο, το Μιχάλη, το Φύτο… Ας αφήσουμε ήσυχους όλους τους δρομείς στους οποίους θα μπορούσε να ανήκει κάτι από
αυτό το βιβλίο, μία παράγραφος, μία σελίδα, μία ή και περισσότερες ιστορίες…
Ας αφήσουμε ήσυχο τον Άρη να συνεχίζει να τρέχει, να συνεχίζει να αντλεί οξυγόνο από κάθε βήμα σε κάθε μέτρο, σε κάθε χιλιόμετρο. Όσα περισσότερα βήματα κάνει τόσο πιο καθαρό είναι και το οξυγόνο που παίρνει, τόσο πιο «καθαρή» γίνεται και η ζωή του. Θα συνεχίσει να τρέχει, ώσπου μία μέρα να έρθει το τέλος, όπως αυτός το ονειρεύεται, χαμογελώντας πονηρά, λες και με αυτόν τον τρόπο εξοικειώνεται και γίνεται φίλος με το θάνατο. Το τέλος το περιγράφει ως εξής:
«Είναι μέρες που νιώθω τόση ευφορία, τόση μεγάλη ευτυχία όταν τρέχω μόνος στο πάρκο ή στο δάσος, όταν γίνομαι ένα με τη μάνα γη. Νιώθω ότι απογειώνομαι, ότι ελευθερώνομαι από τη βαρύτητά της, ότι γίνομαι ανάλαφρος, ότι τα πόδια μου δεν πατούν στο χώμα, αλλά ότι τρέχω στον αέρα. Νιώθω στα στήθια την ψυχή μου να μεθά από χαρά. Ανοίγω τα χέρια, τα τεντώνω σε σχήμα σταυρού και συνεχίζω να τρέχω και παρακαλώ το Θεό, στον οποίο δεν πολυπιστεύω, αν υπάρχει και με ακούει,
αν μου χρώστα έστω μία χάρη, μία μέρα έτσι να με πάρει από εδώ. Να με πάρει ενώ τρέχω με ανοιχτά, τεντωμένα τα χέρια σε σχήμα σταυρού. Να απογειωθώ και να φύγω, να χαθώ ευτυχισμένος.»

ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΠΝΕΩ
ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥΣ (2011)

Για τούτη την ώρα που…

Τούτη την ώρα που η επιθυμία σε σπρώχνει να πουλήσεις
την ψυχή σου στον διάβολο για τριάντα αργύρια, τούτη την
ώρα που το πάθος δεν έχει λάθος, τούτη η ώρα δεν χωρεί
στη λογική’ ακολούθα τη σπίθα που σου δείχνει το δρόμο.
Για τούτη την ώρα εγώ γράφω στον τοίχο του κοιμητηρίου,
απ’ όπου έτυχε να περνώ, μια ευχή – προσευχή για σένα.
Τη γράφω για να τη δουν οι ζωντανοί από έξω και να τη
νιώσουν οι νεκροί από μέσα. «Η ενοχοποίηση της ηδονής
επινοήθηκε για να μας εξουσιάζουν κοινωνικοεκκλησιαστικές-
σοβινιστικές κλίκες- γι’ αυτό ζήσε όπως αγαπάς».
Την ένιωσαν οι νεκροί μέσα από τον τοίχο και σκοτώθηκαν
για άλλη μια φορά. Το διάβασε και ένας ξεχασμένος ποδηλάτης
του ονείρου, σαν περνούσε από έξω, και στάθηκε
για ώρα και χάζευε. Έφυγα. Το άλλο πρωί είδα να το σβήνουν
με μπόγια οι υπάλληλοι καθαριότητας του δήμου. Οι
νεκροί μετρήθηκαν και βγήκαν παραπάνω.

Κύκλος

Επιθυμίες φανερές, αφανέρωτες,
ανεκπλήρωτες, εκπληρωμένες.
Ο φόβος, η «λογική», το «παράλογο».
Το «ανήθικο», το «ηθικό»…
η ανηθικότητα της ηθικής.
Το «ψέμα», η «αλήθεια».
Κατάλοιπα «τοξικά», ανασφάλειες.
Υποτίμηση, υπερτίμηση…
Το σωστό στη λάθος στιγμή,
το λάθος στη σωστή στιγμή…
Ησυχία, ο «θάνατος» παραμονεύει.
Τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω να φτάσω.
Το μάταιο είναι ένα βήμα πιο μπροστά.
Δεν σταματώ- τρέχω, τρέχω, τρέχω.
Τρέχει και η καθημερινότητα.
Μικρά, μεγάλα «θέλω>> κάνουν παρέλαση,
ένα δύο, ένα δύο, υπό τους ήχους
στρατιωτικού εμβατηρίου.
Βρέχει βροχή συναισθημάτων,
ανοίγει ο ουρανός ουράνιο τόξο.
0 χείμαρρος τα ξερνά όλα με ορμή στη θάλασσα,
το ποτάμι στεγνώνει.
Το τέλος της εποχής σηματοδοτεί
την αρχή της επόμενης.

Κάποτε

Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι.
θα είμαι ένας άλλος, θα είσαι μια άλλη.
θα με κοιτάξεις, θα σε κοιτάξω.
θα ζήσουμε ξανά, μέσα από μια ματιά, την οδύνη.
θα ζήσουμε ξανά, μέσα από μια ματιά, την ηδονή.
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι.
θα είμαι ένας άλλος, θα βγαίνει από μέσα μου ένας νέος
και θα τον σπρώχνω, θα του κλείνω την πόρτα,
γυρνώντας σου την πλάτη.
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι, θα είσαι μια άλλη,
θα το σκάσει από τη μικρή σχισμή του ματιού σου,
μια σταγόνα που δεν θα ονομάσεις δάκρυ,
για να μην το παραδεχτείς.
Κάποτε θα ανταμώσουμε και πάλι,
τσακισμένα τα κορμιά μας από τα χρόνια.
Οι ψυχές μας με μια φωνή θα ουρλιάξουν: «Ανάθεμά σας…»

Ονειροπαγίδα

Καμιά ονειροπαγίδα δεν σε γλυτώνει
από τον εφιάλτη που ζεις.
Κανένα άσυλο δεν δαμάζει την τρέλα μου.
Το σύστημά σας δεν είναι συμβατό
με τον οργανισμό μου.
Όχι, δεν είμαι εγώ
που χρειάζομαι μεταμόσχευση ιδεών.
Εσείς πρέπει να σταματήσετε να δίνετε βαρβιτουρικά,
όταν φταρνίζεται ο λαός.

Ξημερώνει Κυριακή

Ξημερώνει Κυριακή…
Αν ήμουν κυνηγός, θα σκότωνα.
Αν ήμουν οπαδός, θα έβριζα.
Αν ήμουν του οκταώρου υπηρέτης
και της οικογένειας εργάτης,
θα έπαιρνα γυναίκα και παιδιά για εκδρομή.
Αν ήμουν νέος, δεν θα καθόμουν εδώ.
Αν ήμουν γέρος, θα αναπολούσα,
ίσως και ως την εκκλησιά να περπατούσα.
Ξημερώνει Κυριακή…
Αν είχα έρωτα να δώσω,
θα ήμουν σε μια αγκαλιά.
Αν πονούσα,
θα έκανα το δάκρυ κομποσκοίνι να προσευχηθώ.
Αν λυπόμουν, θα είχα ελπίδα.
Αν χαιρόμουν, θα είχα συντροφιά.
Ξημερώνει Κυριακή
και το τίποτα με τίποτα δεν το μπορώ.
Μα αν το τίποτα σ’ ένα χαρτί είναι η αρχή του κάτι
αυτό το τίποτα κρατώ και προχωρώ.

Μόλις χθες γεννήθηκες

Μόλις χθες γεννήθηκες…
Μα πριν προλάβουν τα ταξιδιάρικα πουλιά να βρουν
ζεστά μέρη να ξεχειμωνιάσουν…
Πριν τα χελιδόνια κτίσουν τη φωλιά τους, πριν ακόμα από
τον βολβό ο κρίνος να βλαστήσει…
Εσύ είσαι κιόλας μέσα στις καμπανούλες του και τον
εξερευνάς με του μωρού την απορία, μα και του γέρου τον
αναστεναγμό. Βρήκες κιόλας τον τρυφερό κορμό του, τον
αγκάλιασες, κατρακύλησες και κατέβηκες στο χώμα…
Τα χέρια σου δεν σε βαστούσαν γερά και ξέφυγες λίγο,
«έπεσες με τα μούτρα», έγλυψες με τη γλώσσα σου το χώμα
από τα χείλη σου, η αναπνοή σου μυρίζει ακόμα χώμα.
Σηκώθηκες, τίναξες τα ματωμένα και λερωμένα σου γόνατα
και έφυγες…
Βλέπω τον δρόμο που περπατάς,
βλέπω τι καιρός σε συντροφεύει.
Βλέπω τα μάτια σου μια να λάμπουν και να κοιτούν ψηλά
και μια να βρέχονται, αλλά εσύ δεν σταματάς, προχωρείς,
βάζεις σε λειτουργία τους ματοκαθαριστήρες που έχεις
ενσωματωμένους επάνω στα βλέφαρά σου, σου διώχνουν
το δάκρυ και προχωρείς…
Ό,τι καιρό και αν έχει, χαμογελάς και αυτό είναι ένα
όπλο που φοβούνται τα στοιχειά του δάσους και ανοίγουν
δρόμο.
Βλέπω τον δρόμο, είναι μακρύς με πολλά δέντρα κατά
μήκος του, δεξιά και αριστερά.
Όπως ρουφάς τα μέτρα και μαζεύεις χιλιόμετρα, όσο το
χαμόγελο κρατά τόσο πιο πολύ το ουράνιο τόξο προσεγγίζεις…
Να εγώ σε βλέπω, ναι μπορώ να σε δω. Σε λίγο θα είσαι
ανάμεσα στο κόκκινο και το πράσινο και θα κολυμπάς, θα
ανεβαίνεις στην κορυφή του και θα κάνεις τσουλήθρα και
θα κατεβαίνεις από την άλλη μεριά…
Μετά θα παίζεις κρυφτό με το λιλά, όταν το κίτρινο θα σε
κυνήγα…
Τέτοια παιχνίδια σε καρτερούν…
και θα χαμογελάς …και θα χαμογελάς … και θα χαμογελάς,

Είχα κάτι φίλους

Είχα κάτι φίλους «επαναστάτες», «αναρχικούς»,
χίπηδες, αξύριστους , «ροκάδες».
Έπιναν το κρασί της κουλτούρας
από το πιο «ίη»
κουλτουριάρικο στέκι της πόλης
και έκαναν όνειρα…
Αγαπούσα τα όνειρά τους…
Έγραφαν συνθήματα με σπρέι στους τοίχους,
κάπνιζαν οκλαδόν, με την μπίρα παρά πόδας στα πάρκα,
συζητούσαν με τις ώρες και έκαναν όνειρα…
Αγαπούσα τα όνειρά τους…
Χθες η συνεστίαση των φίλων
έμοιαζε με συνέδριο επιχειρηματιών·
έτρωγαν, κάπνιζαν, μιλούσαν, γελούσαν
και έκαναν όνειρα…
Γαμώ την κατάντια μας…
Με φόβισαν πολύ,
μα πάρα πολύ τα καινούργια όνειρά τους.

Αναπνέω τη σιωπή τους

Είναι μέρες που αναπνέω τη σιωπή τους
περιμένοντας να περάσουν.
Μου δίνουν την αίσθηση πως περνούν αργά,
μα να με βασανίσουν.
Την άλλη μέρα βλέπω τον λόγο ύπαρξής τους.
Οι μέρες δεν περνούν,
να κοιτάς μπροστά,
μα να βλέπεις που έρχονται.

Σε κάθε κορμί που ναυάγησα

Σε κάθε κορμί που ναυάγησα
ένα κομμάτι της ψυχής μου άρπαξε.
Μετάγγισα στην πληγή μου,
για να σωθώ το αίμα άλλης πληγής,
μα με αίμα πληγής, πληγή δεν κλείνει.
Ήπια νερό με βδέλλες και σκουλήκια, για να ξεδιψάσω,
και από τότε έχουν τροφή και νερό τα ερπετά ανεξάντλητη.
Κάθε κορμί ένα κομμάτι της ψυχής μου ρουφούσε.
Μέχρι που ψυχή δεν έμεινε στο σώμα.
Μέχρι που το σπέρμα για κατούρημα από το κορμί κυλούσε.
Μέχρι που η ηδονή και οργασμός στα λεξικά κλειστήκαν.
Μέχρι που το μέχρι, δεν ξέρω και εγώ πού κρύφτηκε.
Η πάλη έρωτα και σάρκας μέσα μου φουντώνει
και με καθιστά ανέραστο,
αφού το πολύ δεν γεύτηκα και το λίγο πλέον το αρνιέμαι.

Η τακτική της αποφυγής

Σου έτυχε ποτέ να μην έχεις όρεξη να κάνεις απολύτως
τίποτα, να έχεις χίλια δύο πράγματα και όμως να κάθεσαι
απέναντι τους και να μην έχεις όρεξη; Να κοιτάζεις από το
παράθυρο σαν να περιμένεις να δεις κάτι, να είσαι αφηρημένος
για πολλή ώρα με καρφωμένο το βλέμμα στη γωνιά του ταβανιού,
να σου έρχεται να κλάψεις χωρίς να υπάρχει λόγος,
να θυμώνεις με τον εαυτό σου για ό,τι υποσυνείδητα
σε ενοχλεί, χωρίς όμως να το αφήνεις να βγει στο συνειδητό,
γιατί δεν έχεις το κουράγιο να το αντιμετωπίσεις;
Σου έτυχε ποτέ να θέλεις να μιλήσεις σ’ έναν άνθρωπο,
να του ανοίξεις την ψυχή σου, να μοιραστείς τη μιζέρια
σου μαζί του, να γυρέψεις ένα λεκτικό χάδι, μια κουβέντα
παρηγοριάς και να μην βρίσκεις;
Η Ελπίδα έχει το όνομα, αλλά όχι τη χάρη…
Πιάνει στο χέρι το κινητό τηλέφωνο και πάει στο μενού.
Επέλεξε το ευρετήριο, Αγάπιος, Άγγελος, Αντρέας, Άντρη…,
Βασίλης, Βάσω…, Γαβριέλα, Γιάννα, Γιώργος…, Δέσπω,
Δημήτρης, Διαμάντω…, Χρήστος, Χριστόφορος… Τριακόσια
σαράντα δύο ονόματα αποθηκευμένα στη μνήμη του τηλεφώνου,
με αλφαβητική σειρά τα πέρασε όλα, ένα ένα, αλλά
με κανένα δεν αισθανόταν ότι μπορούσε να μοιραστεί αυτά
που ένιωθε τη δεδομένη στιγμή.
Τι στο διάβολο, φίλους έχω, ρε γαμώτο, είπε και πέταξε
το τηλέφωνο στον απέναντι τοίχο. Τα θραύσματα του
τηλεφώνου τη κτύπησαν στο μάγουλο και της έγδαραν το
δέρμα. Ήταν σαν να της ανταπέδιδε το κτύπημα ο τοίχος ή
καλύτερα ήταν σαν να την κτυπούσαν τα τρακόσια σαράντα
δύο ονόματα που ήταν αποθηκευμένα στη μνήμη του
τηλεφώνου της.
Ένα αιμάτινο δάκρυ από το πληγωμένο της μάγουλο
κύλησε και έπεσε στο γκρίζο κεραμικό. Έσκυψε και είδε
τον αντικατοπτρισμό να της γυρίζει την πλάτη.
Η τακτική της αποφυγής σκοτώνει.

Ανάποδα πρέπει να φοράς

Όταν με βλέπεις να γυρνώ,
μανδύα νεκρικής σιωπής να φορώ, μην ησυχάζεις,
είναι που μάχομαι με τον έσω κόσμο μου
και δύναμη δεν έχω να δώσω στην ψυχή της έξω εικόνας μου.
Είναι που παλεύω θηρία να δαμάσω,
είναι που θέση γερεύω να βρω
ανάμεσα στη φωτιά, την καταιγίδα, τη μέρα και τη νύκτα.
Ανάποδα πρέπει να φοράς καμιά φορά, άνθρωπε…
Ανάποδα το δέρμα σου και την ψυχή σου.
Ανάποδα, για να μπορείς να κοιτάς όσα σε μαχαιρώνουν,
για να μπορείς να αγαπάς όσα σε σκοτώνουν.

Φταίμε όλοι

Φταίμε όλοι για την κοινωνική μας κατάντια.
Δεν ξέρω αν μου αξίζει να κλάψω και αν ναι,
για τι να πρωτοκλάψω.
Φταίμε όλοι.
Φταίει η νοικοκυρά που κλείστηκε στο σπίτι
και μαγειρεύει αμέριμνη.
Φταίει ο εργαζόμενος
που εξαντλεί το «καθήκον» του στο οκτάωρο.
Φταίει ο γείτονάς μου
που μου λέει: «Δεν βαριέσαι, όλοι το ίδιο είναι.»
Φταίει ο «ωχαδερφισμός» του δίπλα,
που είναι μεταδοτικός.
Φταίει ο «βολευτής» της αντιπολίτευσης,
που ετοιμάζει επικήδειους
με τη σκέψη στο κομματικό όφελος.
Φταίει ο «βολευτής» της συμπολίτευσης,
που πιο πολύ ρέει το δάκρυ του
για τους ψήφους που θα απολέσει.
Φταίει ο επαγγελματίας καριέρας
που έκτισε την ανέλιξή του στην ανοχή.
Φταίνε οι γονείς μας και οι δάσκαλοί μας
που μας έμαθαν να σωπαίνουμε.
Φταίω εγώ που φωνάζω με τις λέξεις μου,
μα ο ήχος τους δεν φτάνει πουθενά.
Φταίμε όλοι, γιατί ακόμα και τώρα κοιμόμαστε.
Φταίμε όλοι, γιατί δεν μαθαίνουμε.
Φταίμε όλοι, γιατί θα ξανακάνουμε τα ίδια.
Μα πιο πολύ φταίμε όλοι,
γιατί όλοι αύριο θα έχουμε ξεχάσει.

Διάλογος

Ο «ποιητής» καθόταν για πολλή ώρα μπροστά στον υπολογιστή,
αλλά δεν έγραφε ούτε λέξη στο λευκό ηλεκτρονικό χαρτί που
στεκόταν απέναντι του. Αυτό το σκηνικό επαναλαμβανόταν για
μέρες τώρα. Καθόταν, φαινόταν πως σκεφτόταν, ίσως και να ήταν αφηρημένος. Το γεγονός είναι πως ούτε λέξη δεν έγραφε.
Τώρα, κάπου μεταξύ του χθες και του αύριο, ενώ το ρολόι στον
υπολογιστή έδειχνε ήδη 00:01 κάτι τον ταρακούνησε, κάποιο μήνυμα
του έστελναν τα τρία μηδενικά και ο αριθμός ένα ήταν σαν να έπαιζε
το πιστόλι του αφέτη, ξεκινούσε το χρονόμετρο και αυτός στεκόταν
στη γραμμή της εκκίνησης, για να λάβει μέρος στον «αγώνα».
«Ναι, ξεκινάμε», σκέφτηκε, αλλά… πάλι δείλιασε. «Τι να
γράψω, δεν μου κατεβαίνει καμιά ιδέα, που να με συνεπαίρνει».
Εκεί που δεν είχε τι να γράψει, άρχισαν να εμφανίζονται
δειλά δειλά οι πρώτες λέξεις στην οθόνη, άρχιζε ένας διάλογος με το ηλεκτρονικό χαρτί που στεκόταν απέναντι του.
– Τι σε απασχολεί; τον ρωτά. Έχει τόσες μέρες που κάθεσαι
εδώ και δεν μου χάρισες ούτε με μια λέξη.
-Δεν βρίσκω τίποτα που να με συγκινεί για να το γράψω.
Όλα μου φαίνονται ίδια. Έκλεισε αυτό το παράθυρο που είχα στο
μυαλό και έμπαινε μέσα στο κεφάλι μου αυτή η διαφορετική ματιά
που έβλεπα τα πράγματα. Τώρα τίποτα, απάντησε ο ποιητής.
-Γιατί τώρα τίποτα, τι έγινε; ρώτησε το ηλεκτρονικό χαρτί
προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή του που άρχισε να του
αποσπά λέξεις, οι οποίες γίνονταν προτάσεις και έντυναν το έως
πριν λίγο γυμνό κορμί του.
– Φοβάμαι, φοβάμαι πως παραδόθηκα στη βουή του κόσμου.
Φοβάμαι πως αυτή η σιωπή μου είναι το κύκνειο άσμα του ποιητή.
Περνά η ώρα, το ρολόι στον υπολογιστή δείχνει τώρα 00:51 και ο
διάλογος σταμάτησε εδώ και αρκετά λεπτά. Φοβόταν και το ηλεκτρονικό
χαρτί να συνεχίσει την κουβέντα. Έτσι όπως τον έβλεπε να βυθίζεται στη σιωπή του γνώριζε πως δεν το είχε και πολύ να πατήσει το «delete»
και να το ξεγυμνώσει πάλι.
Όλα τέλειωσαν στις 01:31 γυρνώντας την πλάτη ο ένας στον άλλο.
Το ηλεκτρονικό χαρτί πήρε τον τίτλο «παράλογος διάλογος» και έγινε
«save» στο «folder», ημιτελές. Και ο ποιητής πήγε και κοιμήθηκε ανήσυχος.

Η πόρνη της πλατείας

Τη γνωρίζει η πόλη
μα αυτή προχωράει.
Αδιάφορα σφυρίζει
σε κανένα δεν μιλάει.
Βγάζει βόλτα στην πλατεία,
τα νεκρά όνειρά της
κι ένα σκύλο μεγαλώνει,
έχοντας για συντροφιά της.
Καταραμένη μοναξιά,
καταραμένα χρόνια.
πού χαθήκανε, πού πήγαν
στης ζωής τα βαγόνια.
Καταραμένη μοναξιά,
χίλια πρόσωπα έχεις.
Όσα και να σου έχει κάνει,
πάλι εσύ την αντέχεις.
Τη γνωρίζει όλη η πόλη,
μα ξεχνούν το όνομά της.
Είναι η πόρνη της πλατείας,
γράψει η ταυτότητά της.
Να μπορούσε για λίγο,
να άλλαζε το ριζικό της.
Θα ήθελε να ήταν σκύλος,
και αυτή το αφεντικό της.

Τελευταίο γράμμα

Έγραφε μόνο, όταν ήταν ερωτευμένος. Ήταν μια αναγκαία προϋπόθεση
για να μπορέσουν να γονιμοποιηθούν τα θηλυκά κύτταρα του εγκεφάλου
του και να γεννήσουν. Όταν ήταν ερωτευμένος, προκαλούνταν μια
πνευματική διέγερση, άνοιγε αυτό το μικρό παραθυράκι στον εγκέφαλο
και από εκεί κρυφοκοίταζε, παρατηρούσε μέρα – νύκτα,
αποκωδικοποιούσε ό,τι τον έλκυε, τα συμπύκνωνε υπό μορφή ποιημάτων
ή διηγημάτων και τα άφηνε να αναπαυτούν σ’ ένα κομμάτι χαρτί.
Όταν δεν ήταν ερωτευμένος, το «παράθυρο» έκλεινε, γύρω του ήταν
όλα μαύρα, ούτε καν γκρίζα, δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Όταν ήταν ερωτευμένος, το κάθε κλάσμα δευτερολέπτου αποκτούσε τεράστια
σημασία, ζούσε με ένταση και πάθος. Ο χρόνος γι’ αυτόν δεν μετρούσε
σαν στους άλλους ανθρώπους της σύγχρονης πόλης όπου κατοικούσε
και που μαστιζόταν από φρενίτιδα.
Την τελευταία φορά που ερωτεύτηκε είχε κάνει ένα βήμα παραπάνω,
ενώ παρατηρούσε το πέταγμα μιας άσπρης πεταλούδας με καφέ, κόκκινες
και μπλε βούλες στα φτερά της. Σηκώθηκε και την ακολούθησε αμίλητος, αφήνοντας πίσω στο γραφείο το χέρι του να κρατά την πέννα και να
αποτυπώνει σαν φωτογραφική μηχανή στο χαρτί ό,τι ένιωθε και έβλεπε εκείνη τη δεδομένη στιγμή .
Μεθυστικός ο χορός της πεταλούδας, χόρευε-χόρευε, μάγευε τον
συγγραφέα και τον οδήγησε στον μαγικό της κόσμο. Ο συγγραφέας
άρχισε να βγάζει φτερά, σε λίγο πετούσε μαζί με τις άλλες πεταλούδες. Προσέγγισε για μια στιγμή το παραθυράκι από όπου είχε εισχωρήσει,
έκανε πίσω και με μια απότομη κίνηση έκλεισε το παραθυράκι του
μυαλού και αυτοεγκλωβίστηκε μέσα στον παραμυθένιο κόσμο των
πεταλούδων. Το χέρι του ήταν εκεί έξω στο μαύρο τοπίο της καθημερινότητάς του, πάνω στο γραφείο, να κρατά μια πέννα που της στέγνωσε, με την πάροδο του χρόνου, το μελάνι. Ο ποιητής μπήκε,
κλείστηκε σ’ ένα ποίημά του και εγκατέλειψε την ποίησή του.

Έχω ανάγκη να φεύγω κάθε τόσο

Θα φύγω για λίγο και μην με γυρέψετε,
θα φύγω με το τελευταίο χελιδόνι
και το πρώτο σύννεφο του φθινοπώρου.
Έχω ανάγκη να φεύγω κάθε τόσο,
να κλείνομαι σε μια σταγόνα δάκρυ
και να γελώ μονάχος,
μέχρι που τα ηχοκύματα του γέλιου μου
σπάσουν το δάκρυ και βγω ξανά στο φως.
Το έχω ανάγκη να φεύγω κάθε τόσο,
να αλητεύω ξεχασμένος στα μέρη που απαρνήθηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου