Γεννήθηκε μια Τρίτη χαράματα, Δεκέμβρη του 1968, σ’ ένα χωριό κοντά στη Λευκωσία. Το 1974, με την τουρκική εισβολή, τη δέχτηκε το χωριό
της μάνας της το Μοσφίλι, που δεν το έχει ο χάρτης, ένα χωριουδάκι ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα. Το 1981, εκεί που άρχισε να ριζώνει, ο άνεμος τη μετέφερε ξανά στη Λευκωσία. Το 1986 τη βρίσκει με μια βαλίτσα πάλι στο χέρι στην Αθήνα για σπουδές στη Φιλοσοφική.
Το 1992 επιστρέφει στην Κύπρο. Η ζωή της αλλάζει εντελώς το 1995 με τον ερχομό της κόρης της Ιφιγένειας. Τα θρανία την καλούν και πάλι το 2003 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακό στην Επικοινωνία.
Το ταξίδι της συνεχίζεται με συντρόφους πάντα μια βαλίτσα, ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί.
Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές
της μάνας της το Μοσφίλι, που δεν το έχει ο χάρτης, ένα χωριουδάκι ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα. Το 1981, εκεί που άρχισε να ριζώνει, ο άνεμος τη μετέφερε ξανά στη Λευκωσία. Το 1986 τη βρίσκει με μια βαλίτσα πάλι στο χέρι στην Αθήνα για σπουδές στη Φιλοσοφική.
Το 1992 επιστρέφει στην Κύπρο. Η ζωή της αλλάζει εντελώς το 1995 με τον ερχομό της κόρης της Ιφιγένειας. Τα θρανία την καλούν και πάλι το 2003 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακό στην Επικοινωνία.
Το ταξίδι της συνεχίζεται με συντρόφους πάντα μια βαλίτσα, ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί.
Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές
Αύριο λοιπόν… (2016 Ιωλκός)
Χρωματιστό μου γκρίζο (2017 ΦΥΛΛΙΣ)
Χρωματιστό μου γκρίζο (2017 ΦΥΛΛΙΣ)
ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΚΡΙΖΟ (2017)
ΑΝ…
Μπορεί και να γελάστηκα.
Αν…
Αν ο ήλιος μπήκε το πρωί απ’ το παράθυρο…
Αν το αγόρι με το κοντομάνικο πουκάμισο
με καλημέρισε…
Αν το χωράφι δίπλα στο σπίτι μου πρασίνισε…
Αν είναι Άνοιξη;…
Αν…
Αν ο ήλιος μπήκε το πρωί απ’ το παράθυρο…
Αν το αγόρι με το κοντομάνικο πουκάμισο
με καλημέρισε…
Αν το χωράφι δίπλα στο σπίτι μου πρασίνισε…
Αν είναι Άνοιξη;…
Ο ΕΡΩΤΑΣ
Ένας λυγμός ο έρωτας.
Το πρώτο κλάμα του μωρού στον αποχωρισμό.
Η αιώνια έξοδος από τον Παράδεισο.
Η καταιγίδα που σαρώνει στο πέρασμά της.
Η τελευταία αβίαστη ανάσα.
Η παράδοση των όπλων
σε μια από την αρχή χαμένη μάχη.
Ο έρωτας…
Το πρώτο κλάμα του μωρού στον αποχωρισμό.
Η αιώνια έξοδος από τον Παράδεισο.
Η καταιγίδα που σαρώνει στο πέρασμά της.
Η τελευταία αβίαστη ανάσα.
Η παράδοση των όπλων
σε μια από την αρχή χαμένη μάχη.
Ο έρωτας…
ΞΩΜΑΧΟΣ
Να ναι το σώμα μου η τελευταία σου πατρίδα
Τα χείλια μου η πηγή
να ξεδιψάσεις
Η εκκλησία για το τελευταίο προσκύνημα
Ξωμάχος που κουράστηκες
Να ’ρθεις να ξαποστάσεις.
Τα χείλια μου η πηγή
να ξεδιψάσεις
Η εκκλησία για το τελευταίο προσκύνημα
Ξωμάχος που κουράστηκες
Να ’ρθεις να ξαποστάσεις.
ΙΣΩΣ
Ίσως, λέω ίσως,
γιατί ποτέ δεν είμαι σίγουρη
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη.
Ζητάμε πάντα κάτι διαφορετικό.
Εσύ μιαν αγάπη χάρτινη
Ένα καλό ποίημα
(βραβευμένο, ενδεχομένως, με καλές κριτικές)
που να χαϊδεύει τη ματιά σου όταν το βλέπεις
Να κλείνει τα μικρά κενά.
Και εγώ μιαν αγάπη σάρκινη
Που να μπορώ να κρύβομαι στην αγκαλιά της
Και να ακουμπώ τους πόθους μου.
Να γεμίζει το μεγάλο το κενό.
Εσύ, μια λέξη, μια σκιά.
(πόσο καλός είσαι στις λέξεις, αλήθεια!)
Και εγώ μια πράξη, ένα χαμόγελο – ήλιο.
Δεν ξέρω
Εξάλλου ποτέ δεν ήξερα τίποτε.
Ίσως…
γιατί ποτέ δεν είμαι σίγουρη
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη.
Ζητάμε πάντα κάτι διαφορετικό.
Εσύ μιαν αγάπη χάρτινη
Ένα καλό ποίημα
(βραβευμένο, ενδεχομένως, με καλές κριτικές)
που να χαϊδεύει τη ματιά σου όταν το βλέπεις
Να κλείνει τα μικρά κενά.
Και εγώ μιαν αγάπη σάρκινη
Που να μπορώ να κρύβομαι στην αγκαλιά της
Και να ακουμπώ τους πόθους μου.
Να γεμίζει το μεγάλο το κενό.
Εσύ, μια λέξη, μια σκιά.
(πόσο καλός είσαι στις λέξεις, αλήθεια!)
Και εγώ μια πράξη, ένα χαμόγελο – ήλιο.
Δεν ξέρω
Εξάλλου ποτέ δεν ήξερα τίποτε.
Ίσως…
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ… ΔΕΝ
Νοσταλγώ τα χρόνια που δεν έζησα
Το γέλιο που δεν γέλασα
Την κούκλα στη βιτρίνα που δεν μου πήρανε
Τα γόνατα που δεν μάτωσα στις αλάνες
Τις ζωγραφιές με τους κίτρινους ήλιους
που δεν ζωγράφισα
Τις Κυριακές και τις γιορτές,
τις σχόλες που έχασα
Εκείνο το τραγούδι που δεν τραγούδησα
Το πρώτο το κρυφό φιλί που δεν μου έδωσες
Τα όνειρα που δεν έκανα.
Εκείνο το παιδάκι νοσταλγώ.
Το γέλιο που δεν γέλασα
Την κούκλα στη βιτρίνα που δεν μου πήρανε
Τα γόνατα που δεν μάτωσα στις αλάνες
Τις ζωγραφιές με τους κίτρινους ήλιους
που δεν ζωγράφισα
Τις Κυριακές και τις γιορτές,
τις σχόλες που έχασα
Εκείνο το τραγούδι που δεν τραγούδησα
Το πρώτο το κρυφό φιλί που δεν μου έδωσες
Τα όνειρα που δεν έκανα.
Εκείνο το παιδάκι νοσταλγώ.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ
Τα αγαπώ τα ερωτηματικά.
Τη γοητεία της πρόκλησής τους
Τη συνεχή αέναη κίνησή τους.
Τη γεύση
Τον ήχο
Το άγγιγμά τους.
Πώς;
Τι;
Γιατί;
Και ας μην πάρω.
Και ας μην δώσω απαντήσεις.
Τα αγαπώ τα ερωτηματικά.
Τη γοητεία της πρόκλησής τους
Τη συνεχή αέναη κίνησή τους.
Τη γεύση
Τον ήχο
Το άγγιγμά τους.
Πώς;
Τι;
Γιατί;
Και ας μην πάρω.
Και ας μην δώσω απαντήσεις.
Τα αγαπώ τα ερωτηματικά.
ΣΑΝ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
Κάθε φορά που βράδιαζε
κάθε φορά που οι δαίμονες,
με μάσκες αγγελικές
χτυπούσαν λυσσασμένα τις πόρτες,
κάθε φορά που ο άνεμος ούρλιαζε,
έφευγα.
Γινόμουνα μικρή.
Κρυβόμουν
να μην με βρουν.
Μα ο φόβος έστηνε κάστρο στην ψυχή.
Και σαν ξημέρωνε
αγρίευα
Γινόμουν λύκος.
Το ουρλιαχτό με έπνιγε
και στο κάθε χάδι σας
σας δάγκωνα το χέρι
γιατί, να ξέρετε,
ο λύκος, από φόβο γίνεται θεριό
σαν του χαράξετε με μαχαίρι τα όνειρα.
Μέχρι που
από φόβο πάλι…
αθώο αίμα μην χυθεί
Κρύφτηκα.
Συγγνώμη
Σας φοβάμαι.
κάθε φορά που οι δαίμονες,
με μάσκες αγγελικές
χτυπούσαν λυσσασμένα τις πόρτες,
κάθε φορά που ο άνεμος ούρλιαζε,
έφευγα.
Γινόμουνα μικρή.
Κρυβόμουν
να μην με βρουν.
Μα ο φόβος έστηνε κάστρο στην ψυχή.
Και σαν ξημέρωνε
αγρίευα
Γινόμουν λύκος.
Το ουρλιαχτό με έπνιγε
και στο κάθε χάδι σας
σας δάγκωνα το χέρι
γιατί, να ξέρετε,
ο λύκος, από φόβο γίνεται θεριό
σαν του χαράξετε με μαχαίρι τα όνειρα.
Μέχρι που
από φόβο πάλι…
αθώο αίμα μην χυθεί
Κρύφτηκα.
Συγγνώμη
Σας φοβάμαι.
ΟΙ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΙ ΚΛΕΙΔΩΣΑΝ
Μαζεύτηκαν στο καλό σαλόνι
και έβγαλαν το γλυκό
οι εντιμότατοι!
Έκλεισαν την πόρτα,
κλείδωσαν,
με φόβο μήπως μπούνε κι άλλοι!
Μήπως τους πάρουν το γλυκό απ’ τα χέρια.
Λιβανίζουν ο ένας τον άλλον!
Μα τι ωραία που είστε σήμερα, αγαπητή μου!
Πόσο σας πάει αυτό το φόρεμα!
Ω, φίλτατε, καινούργιο το καπέλο;
Τονίζει τόσο όμορφα τα μάτια σας!
Κάθε τόσο ανοίγουν την τζαμαρία.
Να τους δει και λίγο το πλήθος.
Να τους θαυμάσει!
Και να ρίξουν και λίγα ψίχουλα από το γλυκό.
Αλλά στο καλό το σαλόνι
δεν αφήνουν να μπει κανείς!
Το γλυκό, βλέπεις…
και έβγαλαν το γλυκό
οι εντιμότατοι!
Έκλεισαν την πόρτα,
κλείδωσαν,
με φόβο μήπως μπούνε κι άλλοι!
Μήπως τους πάρουν το γλυκό απ’ τα χέρια.
Λιβανίζουν ο ένας τον άλλον!
Μα τι ωραία που είστε σήμερα, αγαπητή μου!
Πόσο σας πάει αυτό το φόρεμα!
Ω, φίλτατε, καινούργιο το καπέλο;
Τονίζει τόσο όμορφα τα μάτια σας!
Κάθε τόσο ανοίγουν την τζαμαρία.
Να τους δει και λίγο το πλήθος.
Να τους θαυμάσει!
Και να ρίξουν και λίγα ψίχουλα από το γλυκό.
Αλλά στο καλό το σαλόνι
δεν αφήνουν να μπει κανείς!
Το γλυκό, βλέπεις…
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Θα βάλω στη βαλίτσα μου
ένα μελαγχολικό τραγούδι.
Και θα το βγάζω
τα βράδια του χειμώνα
για να μου κάνει συντροφιά.
ένα μελαγχολικό τραγούδι.
Και θα το βγάζω
τα βράδια του χειμώνα
για να μου κάνει συντροφιά.
ΛΕΥΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Ημερολόγιον
Μέρα ηλιόλουστη…
Έξω από το κελί μου μια τριανταφυλλιά
που σήμερα μου χάρισε ένα τριαντάφυλλο λευκό
κι ανθίζει τώρα
κι ας έρχεται χειμώνας.
Θα ’χω και τη δική σου έγνοια πια.
Να με καλημερίζεις
με ένα τριαντάφυλλο χαμόγελα.
Μέρα ηλιόλουστη…
Έξω από το κελί μου μια τριανταφυλλιά
που σήμερα μου χάρισε ένα τριαντάφυλλο λευκό
κι ανθίζει τώρα
κι ας έρχεται χειμώνας.
Θα ’χω και τη δική σου έγνοια πια.
Να με καλημερίζεις
με ένα τριαντάφυλλο χαμόγελα.
ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΟΥ
Ημερολόγιον
Μέρα…
Δεν τις μετρώ τις μέρες πια
Το κελί μου…
Φυλακής;
Μονής;
Δεν ξέρω…
Ο Άγιος Διονύσιος,
το σπαθί μου.
Η λάμπα της μάνας μου,
ένα καράβι
μια Παναγιά,
δοσμένα από χέρια αγαπημένα.
Πόση αγάπη στο κελί μου!
Η ζωή μου
σε ένα τζάκι
σε ένα κελί
αγαπημένο.
Μέρα…
Δεν τις μετρώ τις μέρες πια
Το κελί μου…
Φυλακής;
Μονής;
Δεν ξέρω…
Ο Άγιος Διονύσιος,
το σπαθί μου.
Η λάμπα της μάνας μου,
ένα καράβι
μια Παναγιά,
δοσμένα από χέρια αγαπημένα.
Πόση αγάπη στο κελί μου!
Η ζωή μου
σε ένα τζάκι
σε ένα κελί
αγαπημένο.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ημερολόγιον
Μέρα Τρίτη,
ώρα δευτέρα μεσημβρινή.
Μετέφερα το κελί σήμερα.
Έτσι έπρεπε.
Το έβαλα σε μια γωνιά
Κοντά στο παράθυρο να βλέπω τον ποιητή
απέναντι με το χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλο.
Είναι φορές που αναρωτιέμαι…
Τι να σκέφτεται άραγε;
Δεν κουράστηκε τόσα χρόνια καθισμένος εκεί;
Δεν τον ενοχλεί η φασαρία του δρόμου;
Εμένα με ενοχλεί η φασαρία.
Μπορεί να την ενοχλώ και εγώ.
Ποιος ξέρει…
Μέρα Τρίτη,
ώρα δευτέρα μεσημβρινή.
Μετέφερα το κελί σήμερα.
Έτσι έπρεπε.
Το έβαλα σε μια γωνιά
Κοντά στο παράθυρο να βλέπω τον ποιητή
απέναντι με το χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλο.
Είναι φορές που αναρωτιέμαι…
Τι να σκέφτεται άραγε;
Δεν κουράστηκε τόσα χρόνια καθισμένος εκεί;
Δεν τον ενοχλεί η φασαρία του δρόμου;
Εμένα με ενοχλεί η φασαρία.
Μπορεί να την ενοχλώ και εγώ.
Ποιος ξέρει…
ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Ημερολόγιον.
Μέρα πρώτη.
Έκανα το πρώτο βήμα.
Βγήκα για πρώτη φορά από το κελί
Μονής;
Φυλακής;
Ποιος ξέρει;
Πότε το ένα πότε το άλλο.
Που λες, βγήκα
μετά από καιρό.
Πήγα σε ένα κατάστημα με σιδερικά.
Αγόρασα
ένα λοστό
και ένα σχοινί.
Έκανα μια μεγάλη βόλτα
μέχρι το σούρουπο.
Μέρα πρώτη.
Έκανα το πρώτο βήμα.
Βγήκα για πρώτη φορά από το κελί
Μονής;
Φυλακής;
Ποιος ξέρει;
Πότε το ένα πότε το άλλο.
Που λες, βγήκα
μετά από καιρό.
Πήγα σε ένα κατάστημα με σιδερικά.
Αγόρασα
ένα λοστό
και ένα σχοινί.
Έκανα μια μεγάλη βόλτα
μέχρι το σούρουπο.
Και όταν ο ήλιος έδυε
επέστρεψα
στο κελί
με τον λοστό
επέστρεψα
στο κελί
με τον λοστό
ΑΥΡΙΟ ΛΟΙΠΟΝ… (2016)
Ι
Εσύ μείνε στη δουλειά.
Εγώ θα κάνω βόλτα στη λιακάδα αύριο
και δε θα ’ρθω να σε βρω…
Με πνίγει που το γραφείο δεν έχει πια παράθυρα.
Αν θελήσεις, έλα να με βρεις.
Θα λουφάρω κάτω από τον ήλιο
σαν γέρικο σκυλί…
Εγώ θα κάνω βόλτα στη λιακάδα αύριο
και δε θα ’ρθω να σε βρω…
Με πνίγει που το γραφείο δεν έχει πια παράθυρα.
Αν θελήσεις, έλα να με βρεις.
Θα λουφάρω κάτω από τον ήλιο
σαν γέρικο σκυλί…
ΙV
Το καθάριο το βλέμμα σου,
τα μάτια σου σαν χαμογελάς,
η ανάσα σου που μυρίζει δυόσμο.
Το βάδισμά σου το λαφίσιο
σαν δρασκελάς τις ρεματιές του τόπου σου,
τα χέρια σου κι η καρδιά σου
που χωρούν τον κόσμο ολόκληρο,
σύνθεση κι αποδόμηση,
όλα εσύ…
Μάνα.
τα μάτια σου σαν χαμογελάς,
η ανάσα σου που μυρίζει δυόσμο.
Το βάδισμά σου το λαφίσιο
σαν δρασκελάς τις ρεματιές του τόπου σου,
τα χέρια σου κι η καρδιά σου
που χωρούν τον κόσμο ολόκληρο,
σύνθεση κι αποδόμηση,
όλα εσύ…
Μάνα.
VII
Ανάμεσο βουνού και θάλασσας,
εκεί που ο αγέρας μυρίζει αλμύρα και σχοίνο,
που το χώμα ανάστησε το αίμα μου,
που στην αγκαλιά του κράτα τρυφερά τους πρόγονους,
που σε αυτή την αγκαλιά γλυκά θ’ αναπαυθώ κάποτε,
ο τόπος μου…
εκεί που ο αγέρας μυρίζει αλμύρα και σχοίνο,
που το χώμα ανάστησε το αίμα μου,
που στην αγκαλιά του κράτα τρυφερά τους πρόγονους,
που σε αυτή την αγκαλιά γλυκά θ’ αναπαυθώ κάποτε,
ο τόπος μου…
ΧΙV
Όταν έρθεις
και είναι η μέρα βροχερή,
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα στεγνώσω την ψυχή σου στα χέρια μου.
Θα σου ’χω έτοιμο ζεστό
και ένα κομμάτι ουρανό, να κοιμηθείς
…σαν θα ’ρθεις.
και είναι η μέρα βροχερή,
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα στεγνώσω την ψυχή σου στα χέρια μου.
Θα σου ’χω έτοιμο ζεστό
και ένα κομμάτι ουρανό, να κοιμηθείς
…σαν θα ’ρθεις.
ΧVII
Σαν φύγεις…
Εκείνο που με θλίβει πιο πολύ
θα ’ναι που δε θα σ’ αγκαλιάζω.
Να σε κρύβω όταν σε τρομάζουν.
Εκείνο που με θλίβει πιο πολύ
θα ’ναι που δε θα σ’ αγκαλιάζω.
Να σε κρύβω όταν σε τρομάζουν.
XVIII
Σ’ ένα ασημένιο κουτάκι που δε σκουριάζει
έχω βάλει την ψυχή μου.
Κάθε που στο δρόμο μου πέφτει ένα λαβωμένο σπουργίτη
κόβω ένα κομμάτι και το ταΐζω.
Και δεν τελειώνει.
Είναι εκεί, ακέραιη
για να τρέφει τα πληγωμένα πουλάκια του κόσμου.
έχω βάλει την ψυχή μου.
Κάθε που στο δρόμο μου πέφτει ένα λαβωμένο σπουργίτη
κόβω ένα κομμάτι και το ταΐζω.
Και δεν τελειώνει.
Είναι εκεί, ακέραιη
για να τρέφει τα πληγωμένα πουλάκια του κόσμου.
XIX
Δεν τη φοβάμαι, τη μοναξιά μου.
Τη μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι.
Τη μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι.
XXIII
Οι έρωτες τον Αύγουστο
είναι- αλλιώτικοι.
Έχουν μια θλίψη,
κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα,
μια γεύση παγωτό που λιώνει,
μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται,
τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ’ το λιμάνι,
ένα χάδι μετέωρο,
ένα ταξίδι επιστροφής.
Οι έρωτες τον Αύγουστο
που ξεκινάνε μ’ ένα αντίο
κι εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
είναι- αλλιώτικοι.
Έχουν μια θλίψη,
κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα,
μια γεύση παγωτό που λιώνει,
μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται,
τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ’ το λιμάνι,
ένα χάδι μετέωρο,
ένα ταξίδι επιστροφής.
Οι έρωτες τον Αύγουστο
που ξεκινάνε μ’ ένα αντίο
κι εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
ΧΧVΙΙ
Θυσία, λοιπόν, για κείνο που λένε ασφάλεια.
Μια πόρτα κλειδωμένη, δηλαδή, με κλειδαριά ασφαλείας στο
φόβο του κλέφτη.
Και ο ήλιος;
Ο αγέρας;
Η αλμύρα της θάλασσας;
Η μυρουδιά του γιασεμιού;
Έξω…
Πνίγομαι…
Μια πόρτα κλειδωμένη, δηλαδή, με κλειδαριά ασφαλείας στο
φόβο του κλέφτη.
Και ο ήλιος;
Ο αγέρας;
Η αλμύρα της θάλασσας;
Η μυρουδιά του γιασεμιού;
Έξω…
Πνίγομαι…
XXIX
Και τώρα, δηλαδή, πρέπει να μιλώ για σένα σε παρελθόντα
χρόνο;
Για τους άλλους ίσως…
Αλλά μεταξύ μας θα κανονίζουμε τι θα κάνουμε αύριο.
Και θα γελάμε σκανταλιάρικα.
Σαν παιδιά που μοιράζονται το δικό τους μυστικό.
Το δικό μας μυστικό;
Δεν έφυγες…
Αύριο λοιπόν…
χρόνο;
Για τους άλλους ίσως…
Αλλά μεταξύ μας θα κανονίζουμε τι θα κάνουμε αύριο.
Και θα γελάμε σκανταλιάρικα.
Σαν παιδιά που μοιράζονται το δικό τους μυστικό.
Το δικό μας μυστικό;
Δεν έφυγες…
Αύριο λοιπόν…
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1.
Ώρα μηδέν
Μετάγγιση
Ασύμβατοι Δότες
Ευθεία γραμμή
Λευκό
Ανάγκη
Για αίμα
Μετάγγιση
Ασύμβατοι Δότες
Ευθεία γραμμή
Λευκό
Ανάγκη
Για αίμα
2.
Μου αρέσει να ανεβαίνω σε λεωφορεία
Και να διαβάζω…
Ανθρώπους
Προτιμώ τα βραδινά
Τα τελευταία
Η ανάγνωση γίνεται ευκολότερη
Ρυτίδες
Λευκά μαλλιά
Σκούρο δέρμα
Κουρασμένα πρόσωπα
Και να διαβάζω…
Ανθρώπους
Προτιμώ τα βραδινά
Τα τελευταία
Η ανάγνωση γίνεται ευκολότερη
Ρυτίδες
Λευκά μαλλιά
Σκούρο δέρμα
Κουρασμένα πρόσωπα
Έβγαλα και κάρτα απεριορίστων διαδρομών
Επιλέγω μια στάση
Ανεβαίνω στο πρώτο που θα ‘ρθει
Τυχαία…
Ανεβαίνω στο πρώτο που θα ‘ρθει
Τυχαία…
Προορισμό δεν έχω
Μόνο ταξίδια κάνω
Μόνο ταξίδια κάνω
Με τα βραδινά λεωφορεία
Διαβάζω
Ανθρώπους
Ανθρώπους
Και φτιάχνω ιστορίες
3.
Έλα…
Ας πούμε, ένα παραμύθι
Ας πούμε, ένα παραμύθι
Δεν μπορώ, είπε
Αν βρέξει;
Θα βραχώ
Αν ο ήλιος είναι καυτός;
Θα καώ
Και αν κατέβουν λύκοι από το βουνό;
Και φίδια φοβερά βγουν απ’ τη γη;
Αν βρέξει;
Θα βραχώ
Αν ο ήλιος είναι καυτός;
Θα καώ
Και αν κατέβουν λύκοι από το βουνό;
Και φίδια φοβερά βγουν απ’ τη γη;
Θα κάτσω εδώ
Μέχρι να φύγω…
Μέχρι να φύγω…
Και έπιασε μια μικρή γωνιά
Που θάρρηε πως της αναλογούσε
Που θάρρηε πως της αναλογούσε
Και δεν την μούσκεψε καμιά βροχή
Και δεν την ζέστανε κανένας ήλιος
Ούτε τους λύκους χάιδεψε
Μα ούτε και στα φίδια άπλωσε τα χέρια
Και δεν την ζέστανε κανένας ήλιος
Ούτε τους λύκους χάιδεψε
Μα ούτε και στα φίδια άπλωσε τα χέρια
Και περνούσε ο καιρός
Χρόνο στο χρόνο
Και μάζευε και μίκραινε
Μέχρι που δεν την πρόσεχε κανείς
Και έχασε τη φωνή της
Μόνο ανάσαινε
Περνούσε κόσμος πολύς από δίπλα της
Πλήθος
Χρόνο στο χρόνο
Και μάζευε και μίκραινε
Μέχρι που δεν την πρόσεχε κανείς
Και έχασε τη φωνή της
Μόνο ανάσαινε
Περνούσε κόσμος πολύς από δίπλα της
Πλήθος
Έγινε αόρατη
Και περνούσε αυτή καλά
Και οι άλλοι καλύτερα
Και περνούσε αυτή καλά
Και οι άλλοι καλύτερα
Μέχρι που…
Κατάλαβε
Και ψήλωσε
Έφτασε στο ταβάνι
Και πιο ψηλά
Και πιο ψηλά
Και έβγαλε φωνή μεγάλη
Και σείστηκε η γης
Και έγιναν καταστροφές
Κατάλαβε
Και ψήλωσε
Έφτασε στο ταβάνι
Και πιο ψηλά
Και πιο ψηλά
Και έβγαλε φωνή μεγάλη
Και σείστηκε η γης
Και έγιναν καταστροφές
Τώρα…
Ζει σ’ ένα βουνό
Και την μουσκεύει η βροχή
Και την ζεσταίνει ο ήλιος
Παρέα με τα αδέλφια της
Τους λύκους
Και τα φίδια
Ζει σ’ ένα βουνό
Και την μουσκεύει η βροχή
Και την ζεσταίνει ο ήλιος
Παρέα με τα αδέλφια της
Τους λύκους
Και τα φίδια
4.
Μου ‘φερνες δώρα χρηστικής αξίας
Γιατί τα χρήματα έπρεπε να επενδυθούν σωστά
Γιατί δεν είχαμε αρκετά
Μα όταν γέμισε το δωμάτιο, το σπίτι, η ψυχή μου χρησιμοποιημένες πετσέτες μπάνιου, ποτήρια και πιάτα παράτερα
Που πήρες απ’ την τελευταία σου δουλειά
Δώρο για μένα
Άδειασα
Βγήκα έξω
Και έψαξα τη μυρωδιά
Του γιασεμιού
Που λαχταρούσα χρόνια
Γιατί τα χρήματα έπρεπε να επενδυθούν σωστά
Γιατί δεν είχαμε αρκετά
Μα όταν γέμισε το δωμάτιο, το σπίτι, η ψυχή μου χρησιμοποιημένες πετσέτες μπάνιου, ποτήρια και πιάτα παράτερα
Που πήρες απ’ την τελευταία σου δουλειά
Δώρο για μένα
Άδειασα
Βγήκα έξω
Και έψαξα τη μυρωδιά
Του γιασεμιού
Που λαχταρούσα χρόνια
5.
Οι έρωτες τον Αύγουστο …
Είναι αλλιώτικοι
Έχουν μια θλίψη
Κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα
Μια γεύση παγωτό που λειώνει
Μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται
Τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ ΄ το λιμάνι
Ένα χάδι μετέωρο
Ένα ταξίδι επιστροφής
Οι έρωτες τον Αύγουστο
Που ξεκινάνε με ένα αντίο
Και εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
Είναι αλλιώτικοι
Έχουν μια θλίψη
Κάτι που αρχίζει για να τελειώσει σύντομα
Μια γεύση παγωτό που λειώνει
Μυρωδιά θαλασσινής αύρας που απομακρύνεται
Τον καπνό του τελευταίου πλοίου που φεύγει απ ΄ το λιμάνι
Ένα χάδι μετέωρο
Ένα ταξίδι επιστροφής
Οι έρωτες τον Αύγουστο
Που ξεκινάνε με ένα αντίο
Και εγώ… εγώ που σε γνώρισα Αύγουστο…
6.
Να κλαίς θέλω ψυχή μου
Να κλαίς από έρωτα
Όχι γιατί πονάς
Αλλά γιατί γεμίζεις.
Τόσο πολύ
Που ξεχειλίζεις
Να κλαίς από έρωτα
Όχι γιατί πονάς
Αλλά γιατί γεμίζεις.
Τόσο πολύ
Που ξεχειλίζεις
7.
Δεν την φοβάμαι την μοναξιά μου
Την μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι
Την μοναξιά του κόσμου τούτου φοβάμαι
8.
Δεν έμαθε ποτέ του το εγώ
Ξεκινούσε πάντα να κλείνει τα ρήματα της ζωής του
από το δεύτερο ενικό
κι όταν στο τέλος έκανε τον απολογισμό
να γράψει το διαγώνισμα
έδωσε κόλλα λευκή
Δεν έμαθε ποτέ του το εγώ
Ξεκινούσε πάντα να κλείνει τα ρήματα της ζωής του
από το δεύτερο ενικό
κι όταν στο τέλος έκανε τον απολογισμό
να γράψει το διαγώνισμα
έδωσε κόλλα λευκή
Δημοσιεύτηκαν στο FRACTAL
Μνήμη – Μεσολόγγι
Φορούσε η αγάπη μου ένα λευκό πουκάμισο
Και ήτανε θυμάμαι Απρίλης
Βασίλευε η λιμνοθάλασσα μέσα στα μάτια της
Καθρέφτιζε τη θλίψη της ψυχής της
Στις άκρες των χειλιών της άτολμο ένα Σ’ αγαπώ
Παιδί δεκατριών χρονών,
Η αγάπη μου.
Αρχάγγελος,
Στο πρώτο της ζωής του σκίρτημα
Και ήτανε θυμάμαι Απρίλης
Βασίλευε η λιμνοθάλασσα μέσα στα μάτια της
Καθρέφτιζε τη θλίψη της ψυχής της
Στις άκρες των χειλιών της άτολμο ένα Σ’ αγαπώ
Παιδί δεκατριών χρονών,
Η αγάπη μου.
Αρχάγγελος,
Στο πρώτο της ζωής του σκίρτημα
http://www.bonsaistories.gr/%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B7-%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B3%CE%B9/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου