Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ


ΜΑΡΙΝΑ-001
.
Η Μαρίνα Αρμεύτη γεννήθηκε στις 25/1/1974 στη Λεμεσό.
Είναι κόρη της Χριστίνας Πατσαλίδου και του Ανδρέα Αρμεύτη, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 16/6/1974 από την ΕΟΚΑ Β΄.
Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση από το 1997.
Είναι μητέρα δυο παιδιών. Αποφοίτησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική σχολή, Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών και έκανε μεταπτυχιακό στη «Δημιουργική Γραφή» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
Δημοσιεύει άρθρα στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» και ποιήματα στο Κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό «ΑΝΕΥ» και στο λογοτεχνικό περιοδικό Κοζάνης «Παρέμβαση».
Στίχοι της μελοποιήθηκαν από τους Έλληνες συνθέτες: Νίκο Παπάζογλου, Αντώνη Μιτζέλο, Γιάννη Ιωάννου.
«Ο κύριος ιππόκαμπος» (Φίλντισι 2018) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
.
ΒΙΒΛΙΟ
.

Ο κύριος ιππόκαμπος (2018)

ΑΝΑΚΩΧΗ

Απόψε φυσάει μουσική
Η κουρτίνα
παίζει ανέμελα
μες στο λευκό της
Σαν ανακωχή με το άγνωστο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Η Πηνελόπη χόρευε συνήθως ως τα ξημερώματα
Τα έντυπα εξέτασης των μνηστήρων
χάθηκαν.
Η Πηνελόπη χόρευε και έραβε και ξήλωνε
και κρυφογελούσε.
Ερωτευόταν ενίοτε τους πιο νάρκισσους
μόνο για έναν χορό.
Το πρωί τους έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
Κι αυτοί
Όλο γυρόφερναν στην αυλή της
ποτίζοντας επιμελώς
τη φιλαρέσκειά της.
Ο Οδυσσέας
δεν υπήρξε στ’ αλήθεια.
Η Πηνελόπη
ήταν πιστή
μόνο στην προσμονή.

ΕΡΩΤΙΚΟ

Οι πανοπλίες μικτών ταγμάτων
πεσμένες στο πάτωμα
Εχθροί σε ατέρμονη ανακωχή κυλιστήκαμε στα στάχυα
Και τυλίξαμε τη σκιά μας με διαίσθηση
Αιώνες τώρα
«Στα πολυκαταστήματα το φως σε κάνει να φαίνεσαι
χλωμή τα μεσημέρια»,
θα πεις και θα χαμογελάσεις.
Ύστερα
Στην άσφαλτο θα αφήσουμε μια ευχή αδέσποτη
κι αυτή θα μας ακολουθήσει νηστικό σκυλί
που μυρίζεται χάδι
Μαζί θα γιορτάσουμε την πείνα την αχόρταστη
που τρέφει το κενό μας.

ΑΚΑΡΙΑΙΩΣ

Η φωνή σου βγήκε
Πυρωμένη γραμμή
το πρώτο χάραμα
Μια μικρή ρωγμή
Και φως.
Ήθελες κάτι να πεις.
Μια συλλαβή μετέωρη
Σκοτάδι.
Λες κι από κάποιο παράξενο
πέταγμα πουλιού
η γη έκανε ένα βήμα πίσω
Σκοτάδι την αυγή.
Τέντωσα τ’ αυτιά μου
Τα μάτια μου
Το σώμα μου ολόκληρο
Ν’ αρπάξω τις λέξεις σου
να μη χαθούν.
Ήθελες κάτι να πεις
ακόμα
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι συχνά.
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα σου
Ξεχειλίζουν τριαντάφυλλα

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ

Παιδικά χέρια
βυθισμένα στην άμμο
Ήταν τα βότσαλα πλανήτες
κι οι ρώγες των δακτύλων μου
μικροί πρίγκιπες γεμάτοι απορίες
Κι ύστερα πλανήτες οι άνθρωποι
κι οι ρώγες των δακτύλων μου
μικροί πρίγκιπες γεμάτοι απαντήσεις.
«Αλμύρα ήταν το φιλί, αλμύρα και το δάκρυ», είπαν
Μα είχε μια γλύκα η φωνή τους.
Έριξα όλα τα τείχη που έκτισα
να μου φυλάξουν το ασάλευτο.
Κι ύστερα
Διακριτικός ιππόκαμπος στα μαλλιά μου.
Έφτιαξε μια θάλασσα μνήμες
-πρωτινές και μελλούμενες –
για να τις κολυμπήσω.
Βυθισμένα τα χέρια μου στην ίδια άμμο
Ανοίγω κανάλια να περάσει το ασάλευτο
Κι όσα μού τάξε ο καιρός να μου τα φέρει. 

ΗΡΩΑΣ

Κάποτε ήσουν ο γιος, ο αδελφός
Ύστερα έγινες ο φίλος
Ο συναγωνιστής
Ο συνάδελφος
Ο σύζυγος
Ο πατέρας
Ύστερα υπήρξες
μια σελίδα σ’ ένα βιβλίο
Μα η ιστορία ασφυκτιά
σ’ ενός τετραδίου διάσταση
Έτσι έγινες
Προοπτική
Ελπίδα
Ακτίδα ανατέλλουσα
ο ’ έναν κόσμο
που ευδοκιμεί
η νυχτερίδα

ΚΟΥΡΕΛΟΥ

Πίσω κοιτάς
Μνήμες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Πάνω της ξαπλώνεις
Δήθεν εκπέμπει μια ασφάλεια
Καθώς από γνωστό σου υλικό είναι καμωμένη
Κι όλα τα χρώματα που ράβεις
θαρρείς είναι δικά σου χρώματα
Λύπες, χαρές, ματαιώσεις
Έκτισαν- κομπάζεις- τον εαυτό σου
Κι ύστερα
Προσδοκίες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Φανατικά υπέρ ονείρων και αναμονών τάσσεσαι
«Λες να είναι εφικτό;»
Και κρατάς για λίγο μετέωρο το βελόνι σου
Πόσο επιδέξια κατασπάραξες
το ευγενικό και ταπεινό σου «τώρα»
Με πόση σιγουριά το αγνόησες
για να επιδοθείς
στη συρραφή νεκρών παρόντων
που έγιναν μνήμες
ή επερχόμενων στιγμών
αμφιβόλου υπόστασης
απουσιάζοντας ουσιαστικά από τον ενεστώτα σου
Ετοιμάζεις προσεκτικά την κουρελού σου
Το σάβανο εν τέλει
μιας ζωής που δεν έζησες

ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

Εσύ μόνο το ξέρεις
πόσες φορές σε σκότωσαν
Η μνήμη σου είναι
Ουσιαστικά ανύπαρκτη
Οικονομικά ασύμφορη
Πρακτικά ατελέσφορη
Σε ξεθάβουν όμως εποχιακά
– αυτό είναι αλήθεια,
πρέπει να το παραδεχτούμε –
την εποχή που ευδοκιμούν υποσχέσεις
Σε σέρνουν από εξέδρα σε εξέδρα
αναλόγως του κοινού
Σε ανεμίζουν σα σημαία και σα λάβαρο
πάνω στα μπαλκόνια
για να σε πετάξουν αργότερα
πριν μείνει στα χέρια τους
η μυρωδιά του θανάτου

ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

Ήθελε να έγραφε
ένα ποίημα αιχμηρό
Να διαπερνά τις συνειδήσεις
σε ακριβή ψευδαίσθηση
θωρακισμένες
Ήθελε να γράψει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό
Όπως της μάνας της
εκείνο το πρωινό
Να διαρρήξει τα τύμπανα των ανυποψίαστων
Να σπάσει τους καθρέφτες
Ήθελε να φτιάξει μια σάρισα λέξεις
για τραύμα διαμπερές στο πλευρό των υπαιτίων.
Τη βλέπω συχνά
Έχει τις έγνοιες της
Τις λίστες των υπεραγορών
Δυο χελιδόνια στα μαλλιά
κι έναν πατέρα διάτρητο να αιμορραγεί
κάμποσα χρόνια πριν
Έχει το σπίτι της
Λουλούδια στο μπαλκόνι
κι ένα βουνό απέναντι
Διάτρητο να αιμορραγεί
κάμποσα χρόνια τώρα.

ΣΤΟ ΝΗΣΙ

0 τόπος μου είναι μικρός
Δεν έχει τρένα
Ούτε καράβια της γραμμής
Μόνες ταξιδεύουν οι μοναξιές των ανθρώπων
Σε ιδιωτικά οχήματα
Τη θάλασσα να την διασχίσεις;
Ούτε λόγος.
Πού να πας εξάλλου
Όλο φωτιές και πνιγμένα όνειρα
Με αεροπλάνα μόνο
ή κρουαζιερόπλοια
Ως τουρίστες επιβαίνουμε τη ζωή μας
Για να ξαναγυρίσουμε σύντομα
Να ξαναφορέσουμε τα ακριβά κοστούμια μας
Και να πεθάνουμε μια μέρα
Μέσα σε μια καλοραμμένη ματαιοδοξία

ΜΗΝΙΣ

Σε βλέπω που μακραίνεις
στο δρόμο που θα σου δείξει
το πιο καλό σου βλέμμα
Και κάνω ν’ αρπάξω
τα βήματα που θα κάνεις μακριά μου
Μόνη
όπως η γεμάτη σελήνη
θα σβήνω τα αστέρια άθελά μου
Μόνη
όπως η θάλασσα η αγριεμένη
θα πνίγω τους ταξιδιώτες
εν αγνοία μου
Και κανείς Θεός να μην έρθει
να μου κρύψει σαρκοβόρο φυλαχτό στο μαξιλάρι
Όχι
Δεν έζησα για την αγάπη την ανιδιοτελή
Πλήρωσα τις στιγμές μου στους αιώνες

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Πού είσαι;
Όλο δίπλα μου σε νιώθω κι όλο σε ψάχνω
όπως κανείς κρατά το κλειδί του
μα το γυρεύει μόνο για μια ιδιοτροπία της αφής
Πες μου πάλι
Πως κόπηκες και έχεις αίμα στα χείλη
Πως κάτι σου πίνει την ανάσα
Πως ακούς στο αμάξι σου το ίδιο κομμάτι μήνες τώρα
Και δίπλα σου νομίζεις κάθομαι
και με πηγαίνεις
Πες μου πάλι
Πως με γυρεύεις πάνω από τις καμινάδες των σπιτιών
Πως καις τη σιωπή μου και ζεσταίνεσαι
«Πού είσαι», ρωτάς κι εσύ.
Κι ας μαίνονται οι άνεμοι αντίξοοι
Αρπάζω από το χέρι την ηχώ σου και σου δείχνω
Είμαι το φύλλο που δεν πέφτει από το δέντρο σου

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1

Μέσα στο όστρακο του αμμωνίτη
μια ψυχή επιμένει να διπλασιάζεται εκθετικά
διαγράφοντας τη σπείρα
Η ομορφιά των κόπων του ενοίκου
Θα στολίσει τον λαιμό μιας κόρης

ΕΙΡΗΝΗ

Κάντε τόπο να περάσει.
Ξυπόλυτη χορεύοντας
στις ματωμένες πέτρες.
Γυμνή να κολυμπήσει
στις στοιχειωμένες θάλασσες.
Κι ανάσκελα να ξαπλώσει
στα χαλίκια με τα κουφάρια.
Κάντε τόπο να περάσει.
Ατάραχη
Θρασύτατη
Πανέμορφη
Να φιλήσει τους νεκρούς
έναν – έναν στο στόμα
Κι ύστερα σ’ εμάς να γυρίσει
και ν’ αρχίσει τραγούδι.
Πιο δυνατό απ’ τις κραυγές των αιώνων
Κι απ’ τη φωτιά.

ΒΑΓΟΝΙ

Ένα βαγόνι αμαξοστοιχίας θα ναυλώσω
Θα καλέσω τις λέξεις
Θα φτιάξω ένα συρτό παραλήρημα
πάνω στις ράγες
Έτσι σχεδόν ακίνητος
Κάπου φτάνεις
Κι ύστερα είναι και το παράθυρο
Βουνά, λίμνες, πουλιά σε διασχίζουν
Ενίοτε εντρυφούν μέσα σου
Και σε ξαναγράφουν
Όσο για σένα
Θα καθόσουν δίπλα μου
Θα θελα και δεν θα θελα
να σ’ ακουμπήσω
όπως θα θελα και δεν θα θελα
να σ’ αγαπήσω

IN MEDIAS RES

I.
Έμεινα
στη στροφή του δρόμου να
σε κοιτώ
και βλέπω τον άνεμο και το σύννεφο
να σβήνει τις ευθείες
στη
σκακιέρα
του
πεζοδρομίου
Και γύρω μου παιδιά χοροπηδούσαν τρομαγμένα
κυνηγώντας τη σκιά τους
II.
Κλείνω
στο δωμάτιο την κραυγή μου
Κομματιασμένη φτερούγα
Χτυπάει στους τοίχους και ματώνει
κι ο κόσμος μαζεύεται στα γύρω μπαλκόνια
και δεν μπορεί να δει
μόνο ν’ ακούσει μπορεί
κάτι σπασμένες εικόνες που σκορπίζονται
Και πολεμώ για μας με τη σιωπή
Να μη σε πνίξω μέσα της
V.
Είναι
Που μου έστρωσες στο δρόμο ανατολές
Κι είναι που φώναζαν για μας τ’ αστέρια ένα βράδυ
Μόνο για να μου κρατάς το χέρι σφιχτά
Περπάτησα τους ουρανούς μεσάνυχτα
Από ποιο βασίλειο είσαι φυγάς;
Και σε ποιο καλυβάκι θα επιστρέφεις;
Πάρε με μαζί σου
Να κατοικήσουμε σε σπίτια που σταμάτησε ο ήχος
Να παλεύουμε με την αγάπη
Και να την αφήνουμε να νικά
Άσε τους άλλους
πάροικοι
να παραμένουν σε στέρφα γη
Κι εμείς
αλιείς δόκιμοι της χίμαιρας
με τα χέρια
να ανοίγουμε
διαδρόμους

ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ

Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.

ΣΤΟ ΚΕΝΟ

Ζεστό βλέμμα
Λιώνει ο φόβος
Χάνεται
το «εγώ»,
το «γιατί»
χάρτες, πυξίδες, σωσίβια
Μαζί σου πέφτω στο κενό
χωρίς δίχτυ προστασίας
και μαγικά μεταμορφώνομαι
στον πιο ωραίο εαυτό μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου