Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ


ΣΤΕ-001

Ο Στέφανος Στεφανίδης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και απομνημονευματογράφος, μεταφραστής, εθνογράφος και ντοκιμαντερίστας. Γεννήθηκε στο Τρίκωμο της Κύπρου. Στα οκτώ του, ο πατέρας του τον πήρε μαζί του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και μεγάλωσε. Απέκτησε διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του έζησε κατά περιόδους σε ’Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα.
Για έξι χρόνια δίδαξε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γουιάνας, όπου
ανέπτυξε ενδιαφέρον για τις διασπορικές κοινότητες των Κρεολών της Καραϊβικής και των ’Ινδών. Η βαθιά σχέση του με την ’Ινδία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Για επτά χρόνια έζησε στην Ουάσιγκτον, προτού επιστρέψει στην Κύπρο το 1992 ως μέλος του ιδρυτικού διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το 2017 συνταξιοδοτήθηκε με την ιδιότητα του Καθηγητή Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας. Επιλεγμένα ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες. Γράφει στα αγγλικά, αλλά στο έργο του αντηχούν και άλλες γλώσσες.
Έχει εκδώσει, ανάμεσα σ’ άλλα, τα βιβλία Translating Kali’s Feast: the Goddess in Indo-Caribbean Ritual and Fiction (2000) καί Blue Moon in Rajasthan and other poems (2005).

ΒΙΒΛΙΟ


Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ  (2018)


 
ΑΝ ΜΟΥ ΛΑΧΑΙΝΕ


για την Κάθυ

Αν μου λάχαινε τις λέξεις θα ξεστόμιζα
απ’ το μυαλό του καθενός
Θα τις πρόφερα με το ρυθμό της βοής
που τραντάζει τα παντζούρια ορθάνοιχτα
να μπει μέσα το αεράκι
να σε χαϊδέψει με τ’ ακροδάχτυλά του
τα απαλότερα κι από πέταλα άγριας τριανταφυλλιάς
Ή θα ’κανα επίκληση στον άνεμο που κροταλίζει
κι απασφαλίζει τους μεντεσέδες
για να σε πάρει μακριά
με ορθάνοιχτα πανιά
έστω για μια στιγμή
να γίνω σπουδαίος στ’ ανάμεσο σπουδαίων
μικρός στ’ ανάμεσο μικρών
το ποίημα να γενώ που εσύ είσαι...


 
ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΑΗΔΟΝΙΑ


Τη μικρότερη ώρα
ξυπνώ και καρτερώ
μ’ αδημονία
πώς θα κελαηδήσει το αηδόνι.
Ο βρυχηθμός της θάλασσας
απορροφά τους ήχους
των τρένων που περνούν
με παρασέρνει σ’ αποκοίμισμα
τόσο που δεν αισθάνομαι
το λάλημα του πετεινού.
Το φώς το ροδαλό μου διαφεύγει
νυχτοπατώντας μέσα από τις περσίδες
για ν’ απαλύνει τον ύπνο της Κάθυ
κι έτσι αφουγκράζομαι άρωμα ζεστό φρέσκιας φοκάτσιας
στο πρώτο χτύπημα τις Ραφαέλας έξω απ’ την πόρτα μου.

Βίλλα Ρινκόν, Μπολιάσκο, Λιγκούρια, Μάρτης 2009 


 
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ: ΝΕΡΟ ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ


για τή Σαρασβάτι, την 'Υδάτινη

Τόση πολλή ποίηση σε τοσοδά νησί
άλλο μή γράψετε φυτέψτε δέντρα
και ποτίστε...

Gur Gens

Προσθέτω φωνή στον έκκροτο ήχο
δίχως να ξέρω αν εκρήγνυται προς τα μέσα ή έξω
Ακολουθεί γάργαρος κρότος g r g r g r
περνά o αέρας και σουφρώνω τα χείλη
σπρώχνω τη γλώσσα να σχηματίσω την πνοή
να συλλάβω την οπτασία που κρύβει η συλλαβή
Ούτε (μ)ου ούτε (σ)υ
Ούτε μπροστά ούτε πίσω
Στου ονείρου το γλίστρημα
μου δίνεις κωδικό για να σε βρω
μα ένας απ’ τους αριθμούς ξεπέφτει στην αφάνεια.
Χέρι μυστικό προσφέρει το χαμένο κρίκο
δίχως την προσταγή μου
Αν όμως στέρξω να φωνάξω
ποιες γλώσσες θα μιλήσουν θα το ξέρω;
Στέλνω αγγελιαφόρους στο κατόπι σου
κι όταν σε φέρνουν
δεν αναγνωρίζω το πρόσωπό σου
μονάχα το αίσθημα αναγνωρίζω
Και τα μαλλιά σου αγγίζοντας
προσυπογράφω: αλήθεια, είναι της ερωμένης σου,
της θάλασσας, το χόρτο.
Αν όντως έχεις έρθει
τότε γιατί σωπαίνεις;
Ξέρω τώρα πώς gens δεν είσαι — ψεύδονται τα ονόματα
Έχεις τα χρόνια της θάλασσας
και του shiv 
του αρχαίου χορευτή
Γνέφεις στη σιγή
που μίλα πριν και μετά το αα
το ου
και το μμ.
Περιμένω την ποίηση.
Ή να περιμένω το νερό;
Κλείνω τα μάτια
απαγγέλλω το μάντρα
gur-gur-gur

Φεβρουάριος 2004 




ΠΟΛΗ-ΦΑΝΤΑΣΜΑ


Ο βίος βραχύς,
η δε τέχνη μακρή.
Ιπποκράτης

Γκρεμίζεται στη σιγή της απόφασης
το Βαρώσι γνέφει και σιγανά
μου ψιθυρίζει στ’ αυτί
μέσα απ’ το συρματόπλεγμα
Ars longa, vita brevis est


Με λαχτάρα εύθρυπτη (αποκαρδιωτική
γυρνώ αντικρίζω το νερό
έτοιμος ν’ απογειωθώ
δελφίνι στο νέκταρ
μιας θάλασσας
ίνδαλμα συνάμα κι αυταπάτη
Ποιες σκιές προσμένουν
στην αντίπερα όχθη


 
ΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ


Από της Λάρνακας τη θάλασσα πριν από τόσα χρόνια
κίνησες για ένα όνειρό για μένα και για σένα
Στο πλοίο μου κράταγες το χέρι
Πρώτη φορά διέσχιζα το πέλαγο
Τώρα στην ίδια θάλασσα επιστρέφεις
στο τελευταίο σου όνειρο
Τότε ήσουν πατέρας μου, τώρα παιδί μου γίνεσαι γυρνώντας
Πρέπει τώρα να ονειρευτώ τ’ όνειρό σου
καθώς μέσα στο φέρετρο της μετακομιδής σου
πίσω σου αφήνεις διά παντός
την πόλη του Λαζάρου και του Ζήνωνα
και τη θάλασσα περνάς για να φτάσεις στη νεκρική πυρά

Προτού ετοιμαστείς ν’ αναχωρήσεις
Ψάξε, μου είπες, για να βρεις της Λάρνακας
τα πορτοκάλια. Γιατί άργησαν φέτος;
Αδημονούσες να γλυκάνεις το αίμα
να ξαναγίνεις ο μαθητής που ήσουν κάποτε
μέσα στην κοσμοσυρροή των Φοινικούδων
Δεν θέλω μοιρολόγια, μαύρα, παπάδες γενειοφόρους
δήλωνες συχνά
Ανοίξτε τα παράθυρα
αφήστε το φως να μπει άπλετο μέσα
Τώρα μου παραχώρησες τη μνήμη σου
ύστατο δώρο
Η σορός σου ελεεινή ξαναγίνεται
ρυθμός στης μάνας σου τη μήτρα
όσο εγώ καταδιώκω τη γεύση
των εκτοπισμένων σου πορτοκαλιών

Δεκέμβριος 2000



 
ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ


για την παλιά πόλη

σε λυκόφωτος προσκύνημα
διασχίζω τα Ενετικά Τείχη
και ταξιδεύω ένδον
γυρεύοντας τη γλώσσα του μοιρολογιού
πνιγμένα αναφιλητά της γέρικης καρδιάς
συνθήματα στα παλιά τείχη
Τα όνειρά μας στους τάφους
τάφοι γεμίζουν τα όνειρά μας

μάτια τυφλά και λαίμαργα
γρίλιες που κρύβουν το φως απ’ τις λευκές αυλές
φαντάσματα μυστακοφόρων καβάλα σε ψάθινες καρέκλες
λασπωμένα ριζικά μέσα στα κατακάθια του καφέ
σκιές των γιαγιάδων μας
ανάμεσα στις λεμονιές της μνήμης
χέρια αρθριτικά ράβουν ακόμη το πάπλωμά μου βελονιά τη βελονιά

προφυλάσσουν το σώμα μου
πέτρινη μήτρα εικόνων που δακρύζουν
Βυζαντινοί άγιοι, που δεν θυμάμαι τα ονόματα τους
μια ανάμνηση μόνο, ένα άρωμα θυμιάματος αρχαίου
μα και λυγμοί στις προσευχές αθέατου χότζα στο Βορρά

ή ζεστή θωριά των νέων κάτω απ’ τα παγωμένα κράνη
είναι ζωοδότρα δύναμη περίλυπης καρδιάς
λάβαρα κυματίζουν
με εξορίζουν απ’ τις κομμένες αρτηρίες  
έτσι κινώ να βγω μέσα απ’ της πόλης τις πύλες
ενώ ονειρεύομαι ανατολή, βορρά
οπτασία κοινότητας
και θεία κοινωνία
με θάλασσα, εσπεριδοειδή και προβατίσιο γάλα
κι ελιά
στο ξημέρωμα μιας γης στη χάση της
εύθραυστο τρόπαιο

Λευκωσία 1993 (ελαφρώς αναθεωρημένο το 2000)



 
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


Θεϊκή νόσος
καλύπτει τη λαχτάρα
σε ξεχείλισμα λέξεων
Πρόβα άφιξης
αιώνια επανάληψη
ζωών που έχουμε ζήσει

Στο σύδεντρο των κυπαρισσιών
ένα ιωβηλαίο από τριζόνια
σβήνει τον τόνο της χαράς
και το λιθόκτιστο
εκκρίνει αλάτι και τέφρα
Βυθίζεται σε πέπλο βαθύτερου σκότους
καθώς αποκοιμιέμαι
σαλεύοντας με πάχνη εωθινή
ανοίγοντας τα μάτια για να δω τί ενδέχεται
να κομίσει η θάλασσα, φερ’ ειπείν φύκια και
καλαμάρι με φρέσκο μελάνι για το στυλό μου

2016



ΚΟΡΗ ΜΟΥ


Η παράφορή σου γέννηση πέφτει σαν καθαρή ψιχάλα
σήμερα, χάραμα σκοτεινού Γενάρη, κι εγώ
αλαφραίνω μαζί με της μητέρας σου το σώμα
όσο η φλόγα των μαλλιών σου
επιστρέφει εκεί που διυλίζαμε την άνοιξη
Αγγιχτήκαμε μέσα από τους φεγγίτες του Παρισιού
μετά από νύχτες έρωτα
Πιαστήκαμε γελώντας από κυρτές κόκκινες στέγες
έτοιμες να μας ρίξουν στο γύρισμα του ποταμού
ή στης γωνιάς το καφενείο

Τυλίγεις τα δαχτυλάκια σου γύρω απ’ το δάχτυλό μου
έτσι που με κοιτάς με βλέμμα καθαρό, ξένης
που με ξέρει καλύτερα
κι απ’ της γιαγιάς μου το λιόδεντρο

Πριν σβήσω περιμένω
να μου αποκαλυφθείς σε ήλιο και βροχή
και στης συλλαβής ΚΑ το μυστήριο

Φεβρουάριος 2005



 
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ


Σκοτεινή προσήλωση στην τελευτή
υπερπλήρες νεκροταφείο
ενταφιασμένων αναμνήσεων
επιορκίας και προδοσίας
Λαχταρώντας μιαν ευρύτερη ομορφιά
θα γινόμουν Η Φερεπάφα
ν’ αγγίζω ό,τι κινείται
να μεταμορφώνω με κοφτερό μάτι ή
μ’ έναν και μόνον ήχο
από κοχύλι
θα δελέαζα φάντασμα
στης θάλασσας τη μακρινή φωνή
θανάσιμη ηχώ que sera sera
Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά
σιωπηλά προδίδει το κρυφό του




ΚΑΡΠΑΣΙΑ


για τον equus asinus, τήν caretta caretta, και
τα άλλα σπάνια είδη που με συντρόφευσαν στο
ταξίδι ή που συνάντησα καθ’ οδόν

Θυμάσαι
τότε που πέρασε ο ήλιος στην Παρθένο
και τραβηχτήκαμε ενάντια στη βαρύτητα

σε τόπο λεπτόρρευστο
προσεκτικά μην πατήσουμε τα ριζώματα
της αψιθιάς πλάι στο βράχο

όπου ο Άγιος Φίλων βρήκε το ιερό σημείο
κι ο ουρανός πάρα πολύς
καθώς η θάλασσα τον ήλιο καταπίνει

και στην απόχρωση του πορφυρού
μαίες χελωνών που ήρθαν από μακριά
να κομίσουν την επιστήμη της φύσης

στη φύση της αναχώρησης που φωλιάζει
καθώς του οστράκου η σπείρα σε υγρό θαλασσί
ενστερνίζεται μια σάρκα ευάλωτου πράσινου

Κι όταν έπεσε η νύχτα μ’ έναν χείμαρρο βροχής
και χτύπησε ο κεραυνός
το ντέφι

την ώρα που η φλόγα του κεριού
χόρευε λεϊλαλίμ
Κι αποκρινόμενα

λικνίστηκαν τα σώματά μας
καθώς στρεφόταν του νησιού η γάστρα
ώσπου η μέρα πάστρεψε τους αγρούς

για τ’ άγρια γαϊδούρια με τα μεγάλα μάτια
συνεσταλμένα που τραγουδούν σ’ εμάς, τους συγγενείς τους
«Όλμάζ Όλμάζ να με πεθαίνεις πολεμάς»

Και με βαρύτητα γυρίζουμε για να ρωτήσουμε
ετούτος είν’ του γυρισμού ο δρόμος
προς μια Μεσαορία εύφορη αθέριστη;

Ο αέρας, τόσο πηκτός που τον κόβεις με μαχαίρι
και σπίτια που χαραμίζονται σαν τον καιρό τον ίδιο
ή σαν διαστημόπλοια πού έχασαν το έδαφος

αβέβαια αν σε τούτο τον τόπο
ο χρόνος τους είναι μακρύς ή είναι βραχύς
ήταν κάποτε αυτή η πεδιάδα

η παλιά θάλασσα
ανάμεσα σε δυο νησιά
ήταν κάποτε

το ενδιαίτημά μου
ώσπου σηκώθηκε ο ορίζοντας
για να διαβούμε

γι’ αυτό κι ακόμη αναρωτιέμαι
πώς να γράψω ποίηση πυκνή;
πώς να ψάλω έναν τόπο τόσο διάφανο; 



 
ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΕ ΦΥΤΕΙΑ ΖΑΧΑΡΟΚΑΛΑΜΟΥ Ι


Ολόγιομο φεγγάρι σε φυτεία ζαχαροκάλαμου τα σύννεφα αναδεύει
τους ουρανούς και του ναού τον τρούλο διανοίγει
Στην αιώρα μου αναχαράζω οράματα
Απέκλεισα το αλάτι και τη σάρκα
να κάνω χώρο στα όνειρα να μπουν
Μπλάβος πίθηκος έρπει
εύοσμος μαλακός καστανός βρεγμένος
Αν τη λατρεία σου μιμηθώ
θα γίνουν άραγε οι θεοί μου παλμός, φωτιά, νερό ξανά;
Αγγίζω ξιπόλητος το χώμα
το δέρμα σκληραίνει και σκουραίνει
Λέει ο Μάμου
Πάνω στον πάνθηρα ο Διόνυσος είναι αδελφός της Ντούργκας
Ναός είναι η καρδιά σου
φωνές μανάδων και αδελφών μου λένε
όπου κι αν πας, τον κουβαλάς μαζί σου
Έσπασε το περίγραμμα της γίδας και του πετεινού
ενώ η βροχή ξεπλένει το αίμα
το νέο αίμα να προκόψει
καθώς ο Σεληνοσκόπος αναδύεται ανάμεσα
σε νέα σελήνη και πανσέληνο
Θα μιλήσουμε με νέα φωτιά και νέα ιστορία πριν
σκοτεινιάσει το φεγγάρι

Μπερμπίς, Γουιάνα, δεκαετία του ’80




ΘΥΣΙΑ


Για σένα αδελφή. Αδελφός Στέφ

διψώντας για νέα ελπίδα
ανασκαλίζω πολυκαιρισμένες στάχτες
και βλέπω εσένα. Αδελφή
φανερωμένη σε όραμα
μπράτσα γυμνά, πασαλειμμένα κιτρινόριζα
χέρια ματωμένα γδέρνουν κατσίκας τη δορά
τεντώνοντας το δέρμα της καρδιάς
αρχαίο τύμπανο βαρά για πάντα νέα ζωή
τρόπαιο νέας ημέρας
κι εγώ
να γράφω ρητορείες
όσο σαν δήμιος σηκώνω σπάθα τόσο σαν γίδι κλαίω
κάποτε σάρκα που ψάχνει πνεύμα
μα τώρα πνεύμα που ψάχνει σάρκα
στη γη των ζωντανών κρυφοκοιτάζω
όπως τεντώνεις το δέρμα της καρδιάς μου

Γουιάνα και Ουάσιγκτον DC, 1988




ΔΥΟ ΑΣΒΟΙ ΣΤΗ ΛΙΓΚΟΥΡΙΑ


faccia a faccia

Έκθαμβοι πάνω που στρίψαμε
τους είδαμε να γρηγορεύουν στο σκοτάδι
με κέφι να τραβούν το δρόμο τους
φορώντας γούνες και ουρές
Σταθήκαμε κι οι δυο αποσβολωμένοι
με τα δερμάτινα παλτά και μάλλινα σκουφιά μας
Μας κοίταξαν
και τους κοιτάξαμε
κι ύστερα δίχως λέξη
μας γύρισαν την πλάτη
κι εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνος
αφήνοντας μας όρθιους
στο τελευταίο σκαλί
ν’ αποθαυμάζουμε!
Άραγε τί να ήθελαν;
Και μάλιστα εκεί, καταμεσής της σκάλας!

Τ’ άλλο βράδυ στο δείπνο
ντυμένοι με καλό σακάκι και γραβάτα
στην έπαυλη στα πεύκα
δηλώσαμε μέσα από δυο γουλιές κρασί:
Ήταν, που λέτε, δυο ασβοί
καταμεσής της σκάλας
Ήταν, που λέτε, δυο ασβοί!

Μπολιάσκο, Λιγκούρια, 2009



ΣΑΒΑΝΟ


Σύλφη της αναθύμησης μου
θησαυρός νιότης
αλγεινής θεϊκής
απλώνεις λινό σάβανο
με κατηφέδες σ’ έντονο κίτρινο
το πιο θεσπέσιο όλων των χρωμάτων
τυλίγοντας τη γη
λειμώνας για τους αφανέρωτους
πένθος ανθός αναχώρησης
με τη μεστή γεύση της κιτρινόριζας και
μια φευγαλέα σπίθα
ελιξίριο βλέμματος ιεροφάντη.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Σταύρος Σταύρου Καραγιάννης

(Απόσπασμα)
H ανά χείρας πρώτη δίγλωσση έκδοση της δουλειάς του Στέφανου
Στεφανίδη, από αθηναϊκό εκδοτικό οίκο, αποτελεί ένα απολύτως απαραίτητο και καίριο εγχείρημα. Τα ποιήματα και η ποιητική του πρόζα έχουν συντείνει στον αναπροσδιορισμό των ορίων της Κύπρου ως συμβολικού χώρου, κι έχουν ενισχύσει την εμπειρία του τόπου ως προς τη γεωγραφική έννοια του βιωμένου φυσικού χώρου άλλα και ως σχήματος λόγου. Η γραφή του Στεφανίδη δεν περιορίζεται στο νησί που γεννήθηκε, μα αφορά μέρη και κουλτούρες που έχει βιώσει στα ταξίδια, τις επισκέψεις και τις διαμετακομίσεις του μέσα από εθνικά και νοητικά σύνορα. Η ποιητική του εμποτίζεται από κεκτημένες εμπειρίες και εντυπωσιακή ευρυμάθεια: καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας, μελετητής της μεταποικιακής θεωρίας, πολύγλωσσος μεταφραστής, άλλα και εθνογράφος και ντοκουμενταρίστας. Οι λογοτεχνικοί του πειραματισμοί βρίσκουν έκφραση στα αγγλικά, τη γλώσσα πού έμαθε στα παιδικά του χρόνια, όταν μεταφυτεύτηκε από την Κύπρο στην
Αγγλία. Ήταν μια εξέλιξη στην οποία ο ποιητής δεν είχε καμία αυτενέργεια. Έτσι, μεγαλώνοντας στην αποικιακή μητρόπολη, ανακάλυψε στα αγγλικά, τη γλώσσα του εκτοπισμού του, μιαν ανοίκεια οικία. Η αμφιλεγόμενη σχέση του με τη γλώσσα γονιμοποίησε μια παρόρμηση δημιουργικής καταφυγής σε μια πληθώρα γλωσσών και κουλτουρών. Ως προς την ποιητική του, λοιπόν, ο Στεφανίδης ανήκει στην ίδια παράδοση συγγραφέων με τον Ντέρεκ Γουόλκοτ και τον Σαλμάν Ρούσντι, που διαπραγματεύονται μεταποικιακές πολιτικές γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας, εξερευνώντας παράλληλα γλώσσες και πολιτισμούς κι αποκαλύπτοντας φευγαλέες εικόνες μιας ρευστής ανοιχτοσύνης όπου η καθομιλούμενη παρόρμηση εκφράζεται σε γλώσσα
κοσμοπολιτική. Θεωρώ πώς ο Στεφανίδης πρέπει να γίνει κατανοητός
ως ποιητής στα διάκενα των γλωσσών, καθώς αυτός ο ίδιος ενσαρκώνει τη μεταφραστική διεργασία στις βαθύτερές της εκφάνσεις. Τα αγγλικά που γράφει επανεφευρίσκονται σε ιδιοσυγκρασιακή μορφή, μεταποιούνται, όπως θα έλεγε ο Ρούσντι, και αντανακλούν τη σύνθετη υποκειμενικότητα του ποιητή. Η ελληνική μετάφραση της Δέσποινας Πυρκεττή σε αύτη την έκδοση σηματοδοτεί μια σημαντική κατεύθυνση στην τροχιά που διαγράφει η ποίηση και η ποιητική του πρόζα.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

(Απόσπασμα)
Είναι τυλιγμένη σε μια αύρα η γραφή του Στέφανου, κάποτε ανάερη και ρευστή, κι άλλοτε πυκνή σαν συνωστισμένη μνήμη. Στα ποιήματά του μεταχειρίζεται συνειδητά πολύσημες λέξεις, παρηχήσεις,
εικονοποιία και επιλεκτική ομοιοκαταληξία για να ιστορήσει το χειροπιαστό αλλά κυρίως για να υπαινιχτεί το υπερκόσμιο, «πιο πέρα απ’ της ζωής τις βεβαιότητες». Στο γλωσσικό του σύμπαν αναδεύεται η σιβυλλική λαλιά των γιαγιάδων του με αναφορές σε στίχους του Γ.Χ. Ώντεν, του Γουόλκοτ, του Όβίδιου, του Καλντερόν — αλλά και του Καβάφη, υπόρρητα. Η κυπριακή διάλεκτος, η αγγλική ποίηση, το θέατρο του ισπανικού χρυσού αιώνα, καθώς και λέξεις αρχαιοελληνικές, τούρκικες, λατινικές, πορτογαλικές, σανσκριτικές, συνθέτουν ένα πολύτιμο κράμα εξωκειμενικών αναφορών που ως επί το πλείστον μεταγράφονται αμετάφραστες στα ελληνικά ως ελάχιστος φόρος τιμής στον πολυπολιτισμικό χείμαρρο που έχει εμποτίσει έναν
φερέοικο. Στα πεζά του, αν στον αφηγηματικό πυρήνα τοποθετείται
η ακούσια, άρα βίαιη, μεταφορά του από την Κύπρο στην Αγγλία
της δεκαετίας του ’60, η βασική διήγηση διανθίζεται από ένθετες
αφηγηματικές ακολουθίες που αψηφούν το χωροχρονικό συνεχές.
Δέσποινα Πυρκεττή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου