Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΙΧΑΛΗΣ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


1-%ce%bc%ce%b9%cf%87%ce%b1%ce%bb%ce%b7%cf%82

Ο Μιχαήλ Κ. Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Λεμεσό, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Aix-en-Provence στη Γαλλία όπου πήρε πτυχίο και μεταπτυχιακό τίτλο στην Ψυχολογία. Την περίοδο 1976-2013 εργάστηκε στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, από το 2002 ως Ανώτερος Εκπαιδευτικός Ψυχολόγος.
Το 1996 αναγορεύτηκε Αριστούχος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δίδαξε την περίοδο 1997-1999 ως Επισκέπτης Αναπληρωτής Καθηγητής στο «Τμήμα Επιστημών της Αγωγής» στη «Σχολή Ψυχολογίας και Επιστημών της Αγωγής» του Πανεπιστημίου Aix-Marseille Ι, την περίοδο 2000-2002 ως Ειδικός Επιστήμονας στο «Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου σε Προγράμματα Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών και Διευθυντικού προσωπικού.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
σωΜα το Ποίηση  εκδ. Νήσος (2012)
Ανατολή ηλίου Αναστολή θανάτου εκδ. Μανδραγόρας (2014) 
Ανθρω πεινώ εκδ. Μανδραγόρας  (2016)
Ποίηση και ζεϊμπέκικος Χαρμολύπη  εκδ. Μανδραγόρας (2017)






ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ (2017)

ΠΟΙΗΣΗ
Η ποίηση
χορεύει τις λέξεις
Ζεϊμπέκικο
Στους τεκέδες
Του έρωτα και
Του θανάτου
(Ανθρω πεινώ 2016)
1. ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΥΝΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ανά χείρας βιβλίο προέκυψε από μια συνάντηση σε μια ρεμπετοταβέρνα της Λεμεσού. Συνάντησα εκεί το μουσικό τραγουδιστή Γιώργο Τζώρτζη που πήγα να ακούσω. Έκανα παραγγελιά για το ζεϊμπέκικο «Ένα φθινόπωρο» το οποίο χόρεψα κλεισμένος στο καβούκι μου και κατευθύνοντας το βλέμμα στη γη, στον ουρανό και ενίοτε προς την ορχήστρα και ιδιαίτερα τον κύριο τραγουδιστή τον Τζώρτζη με τον οποίο ένιωθα μια ιδιαίτερη στι(η)χουργική επικοινωνία. Από την πλευρά του ο Τζώρτζης έκανε προσπάθεια να συμπορευθεί με τον «αλλόφρονα χορευτή». Εγώ ένιωθα να διαπερνά όλο μου το σώμα και να καταλήγει στα πόδια μου ο ήχος και ο στίχος. Στίχο γύριζα σαν υπερ ηχη τικό αεροπλάνο χωρίς να μετακινούμαι πολύ από τη θέση μου.
Πώς αλλιώς να εκφράσεις το βαρύ και ασήκωτο φορτίο της λύπης για αυτό που λείπει; Πώς να γίνεις ποιητής όπως όρισε τους ποιητές ο μέγας Τάσος Λειβαδίτης «Ποιητές ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις και γίνονται πουλιά.» Ο ήχος, ο στίχος, ο στ ήχος, τελικά πυροδοτούν όχι μόνο τα πόδια του χορευτή, αλλά και τη στάση του, τις χειρονομίες, τα χέρια, τα μάτια, τον εγκέφαλο με τα δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα του. Παράγουν ένα ζεϊμπεκο γράφημα το οποίο καταγράφει την κυοφορία του πόνου, του πόθου, του πάθους και τη συνεπακόλουθη γέννηση των πουλιών, τη γέννηση και το θάνατο. «Η ποίηση χορεύει τις λέξεις ζεϊμπέκικο στους τεκέδες του έρωτα και του θανάτου.» (Ανθρω-πεινώ, ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, 2016). Ζεϊμπέκικο και ποίηση δημιουργούνται από τα υλικά του Διόνυσου και του Άδη.
Ο Γιώργος Τζώρτζης είναι ένας μουσικός, διανοούμενος «άνευ χαρτοφυλακίου», εκτός από το μουσικό ταλέντο και την οξύνοια του, έκανε πράξη ζωής την ποίηση. Η συνάντηση μας, έδωσε έναυσμα για την ικανο ποίηση της φαντασίωσης μου για την αρχαιολογική διερεύνηση της κοινής πηγής που υδροδοτεί το όνειρο, την ποίηση και το ζεϊμπέκικο.
Η ένταση των συναισθημάτων, των παρορμήσεων και των τόσο πρωτόγονων ενστικτωδών κινήσεων, τόσο στην ποίηση όσο και στο ζεϊμπέκικο φτάνουν στα τόσα πολλά μποφόρ που συχνά εμποδίζουν τον απόπλουν. Για αυτό οι περισσότεροι χρειάζονται πριν να χορέψουν να «φτιαχτούν» με αλκοόλ ή με ουσίες.
«Αν δεν πονέσεις, δεν μπαίνεις στη μουσική. Η τρέλα επικοινωνεί αμέσως με τη μουσική. Εννοώ πάντα, για τη τρέλα που είναι ένα φευγιό. Που εγώ δεν το λέω τρέλα, το λέω επικοινωνία με πολλές διαστάσεις. Αν με ρωτήσεις (στη νεότερη μου ηλικία) θα σου πω ήθελα προστασία να εκθέσω τα συναισθήματα μου. […]έπρεπε να νιώθω ασφαλής, από φίλους, ότι προστατεύομαι […]» (Τζώρτζης)
Με αυτή του την περιγραφή, ο Τζώρτζης ερμηνεύει τις δύο πραγματικότητες σύμφωνα με τη ψυχαναλυτική θεωρία, την Αρχή της Πραγματικότητας και την Αρχή της Ηδονής τονίζοντας σε ένα σημείο της συνέντευξης του πως αυτό που λέμε πραγματικότητα « μπορεί να είναι αυτό που ζητάει το μέσα σου για να πάει ». Αυτό ίσως είναι πιο πραγματικό από τα υπόλοιπα. Την Αρχή της Πραγματικότητας την ορίζει με τον τρόπο του ο Τζώρτζης λέγοντας «είναι αυτό που πρέπει να κάνω, αυτό , εκείνο, το πώς θα το κάνω. Όσο πιο βαθιά μπαίνεις στον ήχο ή στην εικόνα τόσο το άλλο τοπίο παραμερίζεται. Ωραία, αυτή είναι η πραγματικότητα της δημιουργικότητας που φεύγει. Η συνάντηση με τον άλλο. Είσαι στο πάρκο και τραγουδάς… φεύγεις από την πραγματικότητα. Φεύγεις από τους ανθρώπους που σε ακούνε; Καμία φορά ναι. Όταν πραγματικά νιώθεις, φεύγεις, δηλαδή χτες που χόρευες ήθελα να πάρω από σένα τις κινήσεις σου.»
Κατά τη διάρκεια μιας συνεστίασης που μου είχαν παραθέσει οι συνάδελφοι μου στην Αγία Αννα, (ένα χωρίο της Λάρνακας) είχα χορέψει το «Βρέχει Φωτιά στη στράτα μου» και μια αντροπαρέα χωρικών που παρίσταντο είχαν ανάψει ένα πιάτο με ζιβανία. Η όλη εμπειρία της τελετουργίας του χορού αυτού, πυροδότησε την δημιουργία του πιο κάτω ποιήματος που θεωρώ ότι εικονογραφεί τη φιλοσοφία του ζεϊμπέκικου.
Ζεϊμπέκικος ηδονή και οδύνη
Τα μάτια κλειστά. Το σώμα σχεδόν ακίνητο
Σκύβει στη γη
Ερωτοτροπεί μαζί της
Αυτή τον καταβροχθίζει
Σαν Αδη φαγον αιδοίον
Αυτός εκσπερματώνοντας την απελπισία του
Πεθαίνει
Ξαναγεννιέται
Ανάβει τσιγάρο
Υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό
Θέλει να πετάξει
Το σώμα του
Να απαλλαγεί από το βάρος του
Να πάρει τη ψυχή του ανα χείρας
Και να αποδημήσει
Όπως τα αποδημητικά πουλιά.
(Μιχαήλ Κ.Παπαδόπουλου, Ανατολή ηλίου Ανατολή θανάτου , εκδ. Μανδραγόρας, 2014)
Η γνωριμία μου με το Τζώρτζη έγινε σε μια περίοδο της ζωής μου που άφηνα τα λημέρια της ψυχολογίας για να αλητεύω σ΄ αυτά της Ποίησης και του Ζεϊμπέκικου. Στην αρχή μου φάνηκε περίεργη αυτή η στροφή. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποίησα ότι ποίηση και ψυχολογική κλινική εργασία εκπηγάζουν από τον ίδιο ψυχολογικό χώρο. Το χώρο του ονείρου που οι ψυχαναλυτές αποκαλούν ασυνείδητο.
Η ποίηση όπως και το όνειρο εγγράφονται στη σφαίρα της πρωτογενούς ψυχολογικής διαδικασίας όπου κυριαρχεί η «Αρχή της Ηδονής», έν αντιθέσει με τη δευτερογενή ψυχική διαδικασία η οποία λειτουργεί σύμφωνα με την «Αρχή της Πραγματικότητας». Με ότι αυτό συνεπάγεται σε έλεγχο της ψυχικής ενέργειας, αναβολή της ικανοποίησης και της προσαρμογής στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Αν θεωρήσουμε το ψυχαναλυτικό πλαίσιο ανάλυσης της ψυχικής πραγματικότητας τότε θα κατανοήσουμε πιο εύκολα τη ψυχική συγγένεια της ποίησης καθώς και όλων των τεχνών με την ονειρική διαδικασία. Από την ίδια πηγή με το όνειρο εκπορεύεται και το παιδικό συμβολικό παιχνίδι, Ο Φρόιντ είχε εξηγήσει πως κάθε παιδί που παίζει συμπεριφέρεται ως ένας ποιητής δημιουργώντας για τον εαυτό του ένα δικό του κόσμο ή για να το πούμε ορθότερα μεταβιβάζοντας τα πράγματα του δικού του κόσμου σε νέα αρεστή σε εκείνον τάξη… O ιδρυτής της ψυχανάλυσης μας διδάσκει πως ο ποιητής κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα όπως το παιδί που παίζει. Δημιουργεί ένα φαντασιακό κόσμο τον οποίο λαμβάνει σοβαρά υπόψη αφού τον εξοπλίζει με ισχυρή συναισθηματική επένδυση διακρίνοντας τον σαφώς από την πραγματικότητα. Ο ενήλικας αντικαθιστά αυτό τον ψυχικό χώρο του παιχνιδιού με τις ονειροπολήσεις και τις φαντασιώσεις του. Ο Φρόιντ, στο ίδιο κείμενο του για το παιδικό παιχνίδι, γράφει πως «η ποίηση όπως και η ονειροπόληση αποτελούν συνέχιση και υποκατάστατο του παιδικού παιχνιδιού». Ο Σάββας Μιχαήλ στο βιβλίο του Homo Poeticus υπογραμμίζει πως «Δεν υπάρχει μέλλον για την ποίηση εάν δεν γίνει η ποίηση του μέλλον των Ανθρώπων».
Μεγάλοι ποιητές αναγνωρίζουν το γεγονός πως η ποίηση προέρχεται από άλλο ψυχικό χώρο. Ο Ελύτης δηλώνει πως «Αν ζητούσα κάτι από την πεζογραφία για να μπορέσω να την ανεχθώ ήταν η διάλυση στα εξών συνετέθη της πραγματικότητας και η επανασύνδεση της επάνω σε μια βάση όπου ο χρόνος και η αιτιότητα να μη διατηρούν πλέον καμία ισχύ. Το τηγάνι ναι αλλά όχι για να τηγανίζει. Που σημαίνει: οι σχέσεις των ανθρώπων ναι- η οργάνωση της πολιτικής ναι- αλλά όχι πάλι και πάλι ανάμεσα στις δαγκάνες του δέοντος και του ωφελίμου… Η αληθινή επανάσταση δεν εξαντλείται στα φαινόμενα εισχωρεί βαθιά στη ψυχή, φτάνει στα όνειρα κι΄ ας φαίνεται αυτό αφέλεια η παραδοξολογία.»
Ο Σεφέρης προσθέτει: «Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να περιέχει η ποίηση νόημα λογικό. Υποστηρίζω μόνο πως η ύπαρξη των νοημάτων είναι συχνά άσχετη με την ποιητική αξία. Η ποίηση είναι καλυμμένη από λόγο και σιωπή, σμιλεύει τη σιωπή κατά κάποιο τρόπο.»
Η γνωστή ψυχαναλύτρια Άννα Ποταμιάνου (poeticanet.gr, Ομιλία στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης Πάτρα ,2012) σχολιάζοντας τις τοποθετήσεις αυτές του Σεφέρη επισημαίνει πως ο λόγος του στήνει μια γέφυρα ανάμεσα στα ποιήματα της εγρηγόρσεως ενός ποιητή και στα ποιήματα της νύχτας των ανθρώπων αφού από τα βάθη μιας σκέψης στην οποία αλήθεια σμίγουν όλα τα νερά, ξεπροβάλλουν όσα ο άνθρωπος πλάθει. «Ον βαθύτατα ποιητικό ο άνθρωπος ψυχικά βρίσκεται σε συνεχή κίνηση μετασχηματισμών, και περιπλανήσεων, η δε λειτουργία κάθε ψυχισμού θεμελιώνεται με τις μεταλλαγές των ερεθισμών και διεγέρσεων που έρχονται από το σώμα. Η ονειρική διαδικασία αναδεικνύει την «δυνάμει υπάρχουσα ποιητικότητα του κάθε ατόμου.» Ο ψυχαναλυτής Γεράσιμος Στεφανάτος προχωρά ακόμα περισσότερο γράφοντας «η γλώσσα του άλλου εν εαυτώ που διακινεί και διερωτά τον γράφοντα δεν εξαντλείται στη λογική του σημαίνοντος, είναι γλώσσα ένσαρκη. Η γραφή δυνητικά οδηγεί πέρα από τις παραστάσεις λέξεων όσο εγγύτερα γίνεται στο πράγμα και στις παραστάσεις πράγματος του ασυνείδητου τότε το γράφειν επανακτά τη σχέση του με το ονειρεύεσθαι.» Και η διεργασία της γραφής προσομοιάζει με την εργασία του ονείρου:
«Κι΄ εσύ δεν κατάλαβες ακόμη
Πως οι λέξεις έχουν σάρκα και οστά,
και τις εκφέρεις με τα οστά,
έτσι που να μην μπορούν
να συνουσιαστούν με
τις δικές μου.»
(Μιχαήλ Κ. Παπαδόπουλος, Σωματοποίηση εκδ. νήσος 2012)


Ανθρω πεινώ (2016)


ΑΝΘΡΩ ΠΕΙΝΩ

ΤΟ ΑΙΜΑ TOY ΑΕΤΟΥ

Ο πυροβολισμός που δέχτηκε
ο αητός στη δεξιά φτερούγα
προκάλεσε ακατάσχετη αιμορραγία
στο φεγγάρι με το οποίο συνομιλούσε
Οι εξ αίματος και μη συγγενείς
καθώς και πολλοί φίλοι
πανικόβλητοι, έτρεχαν να κρυφτούν
πίσω από δέντρα, βράχια και άλλους
ανθρώπους
Μόνο οι νεκροί δεν φοβούνται
το αίμα και τις νύχτες εξέρχονται από
την τελευταία τους κατοικία
για να τον επισκεφθούν
Μαζί τους και κάτι
γκρίζα θανατηφόρα φίδια


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΙΜΟΡΡΑΓΕΙ

Θρυμματισμένα κύτταρα
Θρυμματισμένα όνειρα
Εγκατάλειψη
Ερήμωση
Αφωνία
Απουσία
Αγωνία
Στη γωνία
Και το ποίημα αιμορραγεί


ΦΘΟΝΟΣ, ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΦΟΝΟΣ

Στον καθηγητικό σύλλογο:
«Εφηβική κατάθλιψη, πιθανές
αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις»
Διάγνωση Ψυχολόγου
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός
Ο Ψυχολόγος νεκρός
Η ομάδα υποχθόνιων καταστροφών
Απαγγέλει το κατηγορητήριο
Στη συνέχεια αφού ανέσυραν
τα Καλά σνικόφ τους
άρχισαν να πυροβολούν
Αυτοί που δεν ξέρουν να μιλούν
Αυτοί που αρνούνται να σκεφτούν
Αυτοί που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
τον εαυτό τους μισούν
Το παιδί που είναι μέσα τους φθονούν
Και πυροβολούν και το πυροβολούν
Με την αφέλειά τους ανά χείρας
Χειροκροτούν τον θάνατό τους
Η μειοψηφία των δασκάλων
εξερχόμενοι της αιθ ούσης
διε ρωτήθηκαν: Ω! οι πτωχοί
συνάδελφοι δεν κατάλαβαν πως
δεν πρόκειται για φόνο
Αλλά για αυτοκτονία


ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ-ΠΙΑ

Σαρκοβόρα πουλιά
επέδραμαν νύκτωρ
κατά της αιωνόβιας
λεμονιάς
ξεσκίζοντας σάρκες
της Μνήμης
Η οποία αιμάσσουσα
τρέχει να κρυφτεί
Πισω από μια
Χάρου πια


ΜΑΘΗ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΤΕΤΡ ΑΔΕΙΑ

ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΕΤΡ ΑΔΕΙΑ

Μια ζωή κρυβόσουν
Σε βιβλία και τετράδια
Και αφού μαθη ματώθηκες
Τώρα πενθείς
Για τη ζωή σου
Την τετρ άδεια


ΜΑΘΗ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΤΕΤΡ ΑΔΕΙΑ

Εσύ τα Μαθηματικά
Εγώ τα Παθηματικά
Εσύ τη Γραμματική
Εγώ τη Γαματική
Εσύ το Πρόγραμμα
Εγώ το Γράμμα
Εσύ το «Εγώ»
Εγώ το «Εμείς»


ΤΑ ΣΤΗΘΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Η Ανατολή χτες
Μας έστειλε τα πουλιά της
Εκατομμύρια
Για να καθαρίσουνε το τοπίο
Από τα πεθαμένα μας όνειρα


ΟΙ ΕΦΤΑ ΑΝΑΤΟΛΕΣ

Χρειάστηκα εφτά
Ανατολές
Για να ζεστάνω
Τις Λέξεις που
Πάγωσες χτες


ΠΟΙΗΣΗ

ΠΟΙΗΣΗ

Η ποίηση
χορεύει τις λέξεις
Ζεϊμπέκικο
Στους τεκέδες
Του έρωτα και
Του θανάτου


Ο ΦΘΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ο ποιητής άναψε όλα
τα καντήλια στα ξωκλήσια
του σώματός της
με τις πολυτιμότερες
Λέξεις-κεριά
Εκείνη μη αντέχοντας
το φως της ποίησης
άρχισε να του εκσφενδονίζει
χαρούπια στο πρόσωπο
ν’ αρπάζει τις λέξεις
από το λαιμό
και να τις ρίχνει σε παρακείμενο πηγάδι 


ΔΕΛΤΙΟΝ ΚΑΙΡΟΥ

Ναι φ ώσεις με βροχές στίχων
ρημάτων, ποιημάτων και άλλων
«άχρηστων» σωματιδίων
αναμένονται κατά την ογδόην
μεταμεσημβρινή στο Σπίτι της Κύπρου
Η θερμοκρασία στους 46 βαθμούς φιλίας
Τότε ο Απόκληρος ποιητής
ανοίγοντας το αλεξιβρόχιό του
ανέβηκε με ζεϊμπέκικα βήματα
στο φεγγάρι ανα φωνω όντας
Αυτό είναι πράγματι μια
Παρ ουσία ιαση!


ΣΤΙΧΟ ΖΩΑΡΙΑ

ΣΤΙΧΟ ΖΩΑΡΙΑ

Ουδέν σχολείον
Άλμα εις ήθος
Με διαφορά στίχους
Θα σε συναντήσω Πόθου και Οδύνης γωνία
Μήλα μας και μη μας απατάς
Το σύκο και το σήκω
Ποιήματα γονέων παιδεύουσιν τέκνα
Το αυγόν και χάριν έχει
Πάλι μ’ έστυσες κι εγώ σε γράφω
Καλώ βρ άδει
Να σε συνα ντύσω Ή να σε συναγδύσω;
Σύκο χόρεψε κουκλί μου
Προσοχή και οι ψύλλοι έχουν αυτιά
Ψύλλοι στ’ αυγά μου μπήκανε
Χρόνου φιδου
Ματωμένα Χρώματα
Διακοπές στα θερινά φέρετρα
Χριστι αμνοί
Αν έχεις σ τίχοι διάβαινε
Αν έχεις στύση πήδα


Ο ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

ΣΑΝ ΡΩΣΙΔΑ ΠΑΝΑΓΙΑ

Συνάντηση
«Θαλασσάκι» &
Ονείρου γωνία
Κι εσύ άγνωστη
Γυμνή με μανδύα
Σαν από Αρχαία Τραγωδία
Ή σαν Ρωσίδα Παναγία
Αναζητώντας τον Χριστό
Με μια τρελή μανία


Ο ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Οι λέξεις που κοιμούνται
Θα ξυπνήσουν
Όπως ξυπνάνε
Τ’ αγόρια χο πρωί
Και θ’ απαιτήσουν
Άμεσον θηλασμόν
Των ονείρων τους


ΜΗΝ ΩΜΗΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ

Ένα λουλούδι
Ένα σώμα
Ένα σωματικό λουλούδι
Το για σε αιμί
Τυλίγει τα σώματα
Την ώρα της συνωμηλίας


ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΟ ΠΟΙΗΣΗ

PARKING SON

Μαγνητική τομογραφία
Ο εγκέφαλος μου στη γωνία
Αγωνία
Αποτέλεσμα: καθαρόν
Ουδέν το μεμπτόν
Αθωωθείς από την τεχνολογία
Παίρνω τον εγκέφαλόν μου ανά χείρας
Και εις την έξοδον του Νοσοκομείου
Επανα συλλαμβόνομαι από όνδρες
Της Νεύρο λογικής Κλινικής
«Πρέπει να ανα κριθείς»
«Και να διαγνωσθείς»
Μετά το πέρας της κλινικής εξετάσεως
το Νεύρο λογικόν εύρημα
με οδήγησε στον χώρο
στάθμευσης του Νοσοκομείου
με την ετυμηγορία
parking son

* * *

Η Ποίηση είναι πόνος
πόθος
πένθος
πεν θυμός
πυρά
πυροβολισμός
πουλί
ουλή

* * *

Η Ποίηση είναι Παραγγελιά
Ζεϊμπεκιά

* * *


ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΘΑΝΑΤΟΥ (2014)


ΤΑ Ψ ΑΙΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤ ΟΡΓΗΣ

Ο ΠΝΙΓΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ο έρωτας εθεάθη
Να επιπλέει
Αιμόφυρτος
Μέσα σε μια μπανιέρα
Που τη γέμισες ψ αίματα


ΘΑ ΣΕ ΖΩ ΓΡ ΑΦΗ ΖΩ

Θα σε ζω γρ αφή ζω
Θα σε περί στίχοι ζω
Κι εσύ θα συνεχίσεις
να μου βγάζεις τα ποιη μάτια μου


ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Κι αυτή η πανσέληνος
Στάζει αίμα
Στην αυλή σου
Και δεν υπάρχει κανείς
Να την παρηγορήσει
Μόνο οι μαύρες γάτες
Περιφέρονται απειλητικά
Έτοιμες να ξεσκίσουν
Τα μάτια της επιθυμίας


ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΜΑ ΧΑΙΡΙΑ

Και η αποψινή πανσέληνος
Πάει χαμένη
Μαχαιρωμένη
Όπως και οι προηγούμενες
Από τα μα χαίρια
Των εν οχιών σου


ΤΟ ΦΥΛΑΘΛΟΝ ΒΛΕΜΜΑ

Από τη χαραγ ματιά
Του Ονείρου
Ξεπρόβαλε
Το βλέμμα
Το δειλό
Ήθελε λέει
Να κοιμηθεί
Με το φεγγάρι
Να συνουσιασθεί
Με τ’ αστέρια
Να νιώσει τη φλεγμονή
Από το χάδι του Ήλιου
Τότε άρπαξε τους στίχους
Που είχε αγκαλιά
Και ιππεύοντας επί του εν πλήρει στύση
Ποιήματος
Ανήλθεν εις τους Ουρανούς
Καλπάζοντας
Ένας διερχόμενος ποιητής
Που παρηκολούθησε τη σκηνή
Αναφώνησε κάθυγρος
θεέ μου Αυτό το βλέμμα
Είναι φύλαθλον


ΜΟΥ ΛΥΠΗΣ

ΜΟΥ ΛΥΠΗΣ

Μου λείπεις
Μου λύπης
Δεν ξέρω πού να δώσω τις λέξεις μου
Άρχισα να τις πίνω στην υγειά σου


ΑΠ ΟΥΣΙΑ 2

Απόψε είμαι μόνος
Προσπαθώ να σκαρφαλώσω
στις λέξεις μου
Για να βγω από το πηγάδι
της Απουσίας σου


ΑΠ ΟΥΣΙΑ 3

Εγώ πια κοιμάμαι με τις λέξεις
Τα ποιήματα μου εφιάλτες
Καίνε τα παιδιά εντός μου
Η μνήμη μένει διάτρητη
Σα βομβαρδισμένο Σεράγιεβο


ΑΦΩΝΟΣ ΣΧΕΣΙΣ

Όταν ο ένα συμφωνεί
Κι ο άλλος συν φονεί
Τα φωνήεντα γίνονται φονοι εντα
Φωνή εντός
Και η σχέση μένει άφωνη


ΕΛΕΥΘΕΡ ΟΙΑ

Μικρή μου Σαντορίνη
Γιατί αφαίρεσες από τα
ΜΑΤ ΟΙΑ σου την ΟΙΑ
Και τα ΜΑΤ που σου απομένουνε
ξυλοκοπούνε του Ηλιοβασιλέματος
την Ελεύθερ ΟΙΑ


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Ταξίδι στο κοιμητήριο των αναμνήσεων
Κάθε λέξη σου κι ένας τάφος
Προσπαθώ να σε αναγνώσω
Σκοντάφτω στις ταφόπλακες
που εκπυρσοκροτούν
θρυμματίζοντας τα κύτταρα
του εγκεφάλου μου


ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ

Ο ποιητής ζει
Υπό το κράτος του βλέμματός της
Στο έθνος των ματιών της


ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Άμα φορέσω τα Μάτια σου
Θα μπορέσω να δω τον Θεό


ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

Άμα μου δώσεις το βλέμμα σου
Θα μπορώ να μιλήσω με τον Ήλιο


ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΕΦΗΒΙ

Το φεγγάρι μισοφαγωμένο
Από τα δόντια της ενοχής
Μισό αιώνα τώρα
Η πιο ερυθρή φωτιά
Χρώματος εφηβί
που έκρυβε στα σωθικά του
Το πρώτο μου φιλί
Κοιμότανε
Στο κρεβάτι των ανεκπλήρωτων
πόθων
Ξύπνησε όμως
Ετούτο το καλοκαίρι
Όταν ξενο-Κυμη θηκε
και σε συνάντησε στο
όνειρο
Τωρινό και εφηβικό μα-ζει
Όταν γεμίσει το φεγγάρι
Θα σκαρφαλώσω στο
γέλιο σου
Και θ’ανέβω
να καταθέσω
Το κομμάτι της ψυχής μου
που σου ανήκει


ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ

Επί Σκέψη
Προς Κίνημα
Η Μνήμη Πολυβολεί
Βαδι ζώντας πάνω
Στην εκκωφαντική σιωπή
Που αρθρώνει το
στενό δρομάκι προς το
χώρο της εκτέλεσης


ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

SUN… AND MOON.Ι

Όταν το ZEI μπέκικο
Συναντά την ποίηση
Είναι σαν το ερωτοκύλισμα
Σωμάτων
Που το βλέμμα πυρπολεί
Σαν το σμίξιμο των χεριών
Δύο παράνομων εραστών
Σαν την ηδονή του βρέφους
Που απολαμβάνει το βυζί
Σαν το χάδι του ανδρός
Στα μαλλιά μιας γυναικός
Που τον παίρνει αγκαλιά
Σαν…
Sun… and moon…i


ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΩΜΑ

Τράπεζα
Εφ Άπαξ
Χρήμα
Κρίμα
Κανένα νήμα
Ούτε ρήμα
Την άλλη μέρα
Ταβέρνα
Πάρτυ αφυπηρέτησης
Πραγματικό εφ Άπαξ
Ποίημα
Αφή και Πυρ Φιλίας
Βρέχει φωτιά Αγάπης
Λιώσαν οι πάγοι της μοναξιάς μου
Ο Γιώργος μού ’δώσε το Μαχαίρι του Καββαδία
Για να μαχαιρώνω
Τον Πόνο του Αποχωρισμού
Εγώ επιμένω:
«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και
«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου»
Καταθέτοντας τα Ζεϊμπέκικο βήματά μου στην Τράπεζα της Φιλίας


σωΜα το Ποίηση (2012)



Μ Η Π ΟΙΗΣΗ

ΠΟΙΗΣΗ

Ποίηση είναι
Το ηδονικό παιγνίδι των λέξεων
Που συνευρίσκονται στις ακρογιαλιές του ονείρου
Ποίηση είναι
Η αντίσταση του Λόγου
Στην τάξη της Λογικής
Το πήδημα του Αλόγου
Η εκσφενδόνιση του σπέρματος
Στο σώμα του φεγγαριού
Ποίηση είναι
Η έκρηξη μολότοφ
Στα μούτρα του Ορθολογισμού
Ποίηση είναι
Η εμπειρίκειος στύση των λέξεων
Η συνουσία των Κυκλάδων
Στο κρεβάτι του Ελύτη
Ποίηση είναι
Η νικηφόρος ρομφαία της Επιθυμίας

* * *


Η γραφή
Ως απόπειρα χειραγώγησης
Του πονοχρόνου
Και κάθε ποίημα
Ως κατεξοχήν πονοχρονογράφημα
Και άθυρμα εγκλωβισμένο
Στον ιστό του πονοχρόνου


ΠΟΙΗΤΟΓΕΝΕΣΗ

Όταν το χάδι ενός στίχου
Φθάνει από το δέρμα
Στα βάθη της ψυχής
Προκαλώντας σεισμικές δονήσεις
Στις ευαίσθητες περιοχές
Που πάλλονται και γονιμοποιούνται
Ποίηση είναι τελικά
Η οργασμιαία έκρηξη των λέξεων
Επί του γυμνού σώματος της πανσελήνου

* * *


Αν μου δώσεις τις λέξεις σου
Θα σου φτιάξω ένα ξωκλήσι
Για να σε παντρεύομαι
Κάθε ηλιοβασίλεμα

* * *


Οι λέξεις μου αγριέψανε
Και δαγκώνουν τη σιωπή σου

* * *


Οι λέξεις σου ξυράφι
Κόβουν το νήμα της επιθυμίας μου

* * *


Οι λέξεις μου
Σε κοιτούν στο πρόσωπο
Προσπαθούν να σκαρφαλώσουν
Στο βλέμμα σου
Να συγχρονιστούν
Με την ανάσα σου
Να μεθύσουν
Με τη μυρωδιά σου
Όταν κουραστούν
Θ’ αποκοιμηθούν
στα μαλλιά σου


ΣΠΟΥΔΕΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙ ΝΟΥ ΚΟΛΠΟΥ
ΜΗΤΡΟ ΠΟΛΙΤΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΗΤΡΟ ΠΟΛΙΝ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ Η ΔΟΝΗΣ
Στην Παναγία των μαστών σου
Εκ κλησιάζομαι εγώ ένας άθεος
Καπνίζοντας την ανάσα σου μεθώ

* * *


Το ερώ τημα που τίθεται στον μητρο πολίτη
Είναι υπαρξιακό
«Και τώρα πώς θα λειτουργήσω αυτήν την εκκλησίαν
Που το εικονοστάσι της μετατράπηκε σε εικονο στύση;

* * *


Το Τμήμα Ηθών σε μια επιχείρηση σκούπα
Συνέλαβε τα επικίνδυνα
Διά την δημοσίαν αιδώ γ (ρ) άματα
Και τα παρέδωσε στον Αρχιεπίσκοπο

* * *


Στο μπλουζάκι σου εκσφενδονίζω τις λέξεις μου
Για να στρατοπεδεύσουν στα μαστιχοχώρια σου
Στο λαιμό σου ζω γραφίζω ονειρογρ αφή ματα
Το βλέμμα σου το έκρυψα κάτω από το μαξιλάρι
Πολύτιμο φυλακτό
Και με οδηγούσε στους κήπους με τις τουλίπες

* * *


Το βλέμμα της άλλαξε
Τη βλάστηση του τοπίου εντός μου
Που ξαφνικά γέμισε τουλίπες

* * *


Μια σπίθα φωτός από το βλέμμα σου
Κι εγώ υπάρχω

* * *


Το οινό πνευμα του βλέμματός σου
Είναι καθαρό
Κι εγώ το καταναλώνω
Καθώς το βρέφος το γάλα το μητρικό
Μ’ έχεις καταντήσει αλκοολικό

* * *


Το άγγιγμα της πεταλούδας
Προκάλεσε ισχυρότατες δονήσεις
Στο σώμα των λέξεων μου
Που εξερχόμενες από τον εγκέφαλό μου ανέκραξαν
«Πού είναι η κόρη που μας χρωμάτισε;»
* *
Στα λιβάδια της ποίησης
Οι πεταλούδες ιερουργούν
Προκαλώντας δονήσεις στο σώμα της άνοιξης

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Τι επιθυμεί η Γυναίκα
Ιδού το μέγα ερώτημα
Που ο Μέγας Φρόυντ
Παρέπεμψε στους ποιητές
Οι ποιητές βρήκαν τη λύση
Και αναφωνώντας με παράπονο
Απάντησαν
«Μα είναι απλό, πρόκειται περί
Ανορθογραφίας
Το πήδημα το γράφουν ως π οίδημα
Τη σχέση ως κατά-σχεση
Το πέταγμα ως πέταμα
Το χάδι ως χΆδη
Τα χρώματα ως χώματα
Το χέρι ως μαχαίρι
Το όνειρο ως όμηρο
Τα ρήματα ως βλήματα»

* * *


Αίφνης ο ποιητής σκαρφαλώνοντας στους στίχους του
Ανέβηκε στο ρετιρέ του ποιήματος
Κι άρχισε να χαϊδεύει τις λέξεις στο λαιμό
Μια νεάνις που καθόταν στο απέναντι μπαλκόνι
Καπνίζοντας γυμνή
Ανέκραξε «Θεέ μου! Ο ποιητής τρελάθηκε»

* * *


Στεκόσουν γυμνή πίσω από την πόρτα
Ωραία μορφή και απορημένη
Εγώ άρπαξα το βλέμμα σου
Για να το φυτέψω στον κήπο μου
Να γεννήσει ορχιδέες
Εσένα σε σκέπασα με ένα υφαντό από μετάξι
Και άλλα πολύτιμα υλικά

* * *


Μια λευκοντυμένη νεάνις
Σκαρφάλωσε στον τοίχο
Και ερωτοτροπούσε με τα χρ ώ ματα
Ένας διερχόμενος ποιητής αναφώνησε
«Ζήτωσαν τα χρ ώ ματα»

* * *


Ξυπόλυτη γυρίζεις
Στις αυλές των ονείρων μου
Γλυκό σπαθί το βλέμμα σου
Καρφώνει τη φωνή μου


ΕΝ ΟΧΗ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΕΡΗΜΙΑ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡ ΟΔΥΣΣΕΑ

Η ερήμωσή σου
Τεμαχίζει τις λέξεις μου
Καθώς το βλέμμα μου
Σκοντάφτει στο πρόσωπό σου
Που φωτίζει μνήμες
Μιας άλλης εποχής


ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΟΝΟΥ

Η ετυμηγορία της ιατρικής
Ήτο σαφής και αμετάκλητος:
«Η κατηγορουμένη κρίνεται
Ένοχη καρκινικών κυττάρων»
Απόδειξη: οι μοβ κηλίδες
Ορατές διά του μικροσκοπίου
Απόφαση: θάνατος με αναστολή
Τώρα η αναστολή τελείωσε
Η εκτέλεση άρχισε και συνεχίζεται
Εσύ δεν καταλαβαίνεις
Και μας ρωτάς με αγωνία
Εμείς ανήμποροι πιότερο από σε
Δεν σου απαντούμε
Φόβος, φόβος, φόβος, φόβος
Και οδύνη, οδύνη, οδύνη

* * *


Κι εγώ σκυφτός μαζεύω
Τ’ αποτσίγαρα
Των ερώτων μας
Για να τα φυτέψω
Στον αμπελώνα των αναμνήσεων

* * *


Οι έναστροι οφθαλμοί σου
Ταξιδεύουν στο μαύρο πέλαγος
Της μοναξιάς μου

* * *


Απόψε
Οι θύμησες οι εν οχιές
Προκάλεσαν επιληψία
Στην πανσέληνο
Των ονείρων μου

* * *


Η πανσέληνος απόψε
Ουρλιάζει
Θέλει να κατασπαράξει
Την απουσία σου

* * *


Ο εγκέφαλός μου είχε μετατραπεί
Σε τοπίο ερειπωμένο
Τότε οι λέξεις μου
Μη έχοντας πού αλλού να πάνε
Στρατοπέδευσαν στο χαρτί
Αγνοώντας όμως τους υφιστάμενους
Στρατιωτικούς κανόνες
Και την πειθαρχία του νοήματος
Ο εγκέφαλός μου είχε μετατραπεί
Σε τοπίο ερειπωμένο
Τότε οι λέξεις μου
Μη έχοντας πού αλλού να πάνε
Στρατοπέδευσαν στο χαρτί
Αγνοώντας όμως τους υφιστάμενους
Στρατιωτικούς κανόνες
Και την πειθαρχία του νοήματος

* * *


Μια μέρα το ουράνιο τόξο
Κατέπεσε σ’ ένα ψαροντούφεκο
Που του ξέσχισε τον εγκέφαλο
Προκαλώντας του οξείαν
Αλλά παροδικής μορφής αφασίαν
Την επομένην ένας κολυμβητής
Που διέσχιζε τον τόπο του εγκλήματος
Ανέκραξε
«Θεέ μου, οι λέξεις επαναστάτησαν
Εγκατέλειψαν τον εγκέφαλο
Και εθεαθησαν να κολυμπούν αμέριμνες».
[16.8.1987]

* * *


Απόψε μ’ άφησες μόνο
Φοβάμαι το φεγγάρι
Δαγκώνει τη μοναξιά μου

* * *


Το κείμενο της επιθυμίας μου
Αναμένει τη δική σου ανάγνωση
Η οποία καθίσταται αδύνατη
Λόγω της λιβιδινικής σου δυσλεξίας

* * *


Σταμάτα να χαϊδεύεις τις αράχνες
θα βραχυκυκλώσεις τα όνειρά σου
θα προκαλέσεις σύγκρουση
Εντός της κεφαλής μιας πεταλούδας
Λευκής και κοιμωμένης

* * *


Απόψε καταβρόχθισα τα ποιήματά μου
Δάγκωσα το φεγγάρι
Και πυροβολώντας τις φαντασιώσεις μου
Παραδόθηκα στην Ιεράν Εξέτασιν

* * *


«Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος μας»
Λαλεί ο ποιητής
Εσύ όμως αγνοείς τους ποιητές
Προσδένεσαι με πείσμα τη γνωστή
Κι οξειδωμένη ζώνη αφελείας
Κι επιχειρείς κατάδυση
Στ’ αραχνιασμένο παρελθόν
Μ’ αφού επιτέλους γνωρίζεις πως
Οι αράχνες σε πληγώνουν
Γιατί επιμένεις να τις χαϊδεύεις;
Δεν βλέπεις τα λόγια σου που ματώνουν
Χειρονομώντας με σκουριασμένες θεωρίες;

* * *


Όταν έπεσε η αυλαία
Έντυσα τα όνειρά μου
Με τα καλά τους ρούχα
Όπως ντύνουν τους νεκρούς
Τα χτένισα
Και τα εναπόθεσα στο νεκρικό κρεβάτι
Ύστερα πυρπόλησα
Τις λέξεις μου
Και πορεύθηκα στην εκκλησία
Για να παρακολουθήσω την κηδεία μου


Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΤΑ ΟΠΛΑ

Ο ποιητής κουράστηκε
Ετοιμάζεται να καταθέσει
Τις λέξεις του
Τα μόνα όπλα που διαθέτει
Και ν’ αποχωρήσει
Αφού ακόμη μια φορά
Έγινε μάρτυρας
Πως οι μετοχές της ποίησης
Στο χρηματιστήριο του Έρωτα
Δεν πουλάνε τελικά
Παρά τα αρχικά ενθουσιώδη σχόλια

* * *


Ο ποιητής
Παρακολουθώντας
Την εξόδιον ακολουθίαν
Του έρωτός του
Αναφώνησε σφαδάζοντας
«Γιατί άραγε πάντα
Να σκοτώνουν τα πουλιά;»

* * *


Το φιλί
Έγινε φίδι
Αφού του ξερίζωσες
Το Λάμδα
Και του πρόσδεσες
Το δηλητηριώδες Δέλτα
Στον κήπο του βλέμματός σου
Παραδείσια πουλιά
Τα οποία οι ενεδρεύοντες εντός
Του εγκεφάλου σου δεινόσαυροι
Εξακοντίζοντας δηλητηριώδεις εν οχιές
Τα μετατρέπουν σε αρπακτικά
Που τρώνε τα εντόσθια των ερωτευμένων ποιητών
Εκείνο το βράδυ
Η αυλή της γέμισε
Σφαγμένα πουλιά
Τα χέρια της κατακόκκινα
Από το αίμα
Τα μάτια της μαύρα
Σαν σπίτια που τα
Κατοικούσε ο θάνατος
Το βλέμμα της σκληρό
Σαν του στρατιώτη
Που σημαδεύει τον εχθρό
Η φωνή της καταπέλτης
Απαγγέλλει το κατηγορητήριο
«Σε κατηγορώ
Γιατί μου άνοιξες
Την πόρτα του ονείρου
Και αφού συνουσιάστηκα
Με τις λέξεις σου
Με κοίμισες αγκαλιά
Με το φεγγάρι

* * *


Εκείνο το βράδυ
Ανέσυρες το περίστροφο
Του Αφέντη σου
Έστησες στον τοίχο
Τα ποιήματα
Και η αυλή σου
Γέμισε με σφαγμένες
Λέξεις

* * *


Εκείνο το βράδυ
Στην Ανώγυρα
Το ηλιοβασίλεμα
Έσταζε αίμα
Και οι μνήμες
Έκοβαν το δέρμα των λέξεων μου
Με κοφτερό λεπίδι

* * *


Εκείνο το βράδυ
Κατά την αναχώρηση του εραστή της
Εκείνη στεκόταν γυμνή στη γωνία του δωματίου
Με μάτια παιδιού φοβισμένου
Πουλιού κυνηγημένου, ενώ
Από την παρακείμενη ταβέρνα
Ακουγόταν βαριά η φωνή του Καζαντζίδη
«αν είν’ η αγάπη έγκλημα, έχω εγκληματήσει….»

Ρ ΩΔΗ ΚΑΙ ΡΟΔΟ ΠΑΙΓΝΙΑ/ ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ;
Τα ρόδα η ροδιά
Το ροδόδενδρο η ροδακινιά
Το βλέμμα σου η μεγάλη δωρεά
Ιδού η Ρόδος
Χρειάζεται και το πήδημα;

* * *


Τα ρόδα ως δωρεά εναπόθεσα
Στο ροδόδενδρο
Της ηβικής σου χώρας

* * *


Εναπόθεσα τα ρόδια των λέξεων μου
Επί των μαστών σου
Και γέμισαν μαστιχόδενδρα της ηδονής


ΠΑΙΡΝΩ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΣΒΕΡΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΟΡΕΥΩ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ
Στο ζεϊμπέκικο μοιράζω το σκοτ Άδη
Στο ’να μου χέρι κρατάω τη χαρά
Στ’ άλλο κρατώ τη λύπη
Και τα δύο μου πόδια υφαίνουνε
Τον ιστό της χαρμολύπης

* * *


Χορεύω ζεϊμπέκικο
Καπνίζοντας τον καπνό
Της απουσίας σου

* * *


Βρέχεις φωτιά στη στράτα μου
Και δε σε νοιάζει αν με κάψει

* * *


Κάθε ζεϊμπέκικο και ένας θάνατος


ΜΑΚΡΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΣΤΗ ΣΚΟΠΕΛΟ

Στην αρχή ήταν ο Κρητικός
Που μας θύμισε
Το μακελειό του ’74
Και τις λέξεις «λεβεντιά»
«αδελφοσύνη», «αρχίδια»
«τρέλα», «πυρ»
Ύστερα ήταν η Άννα
Που αιμορραγούσε
Από τις πολλές πληγές
Μιας θανατηφόρας σχέσης
Ανέβηκε στον καπνό του τσιγάρου της
Σκαρφάλωσε στο πρώτο σύννεφο
Κι έβρεχε αίμα
Ο Γρηγόρης δίπλα μου προσπαθούσε
Να τη συναντήσει
Αναζητώντας μέσα από τα τραγούδια
Λέξεις-ιώδιο
Χρόνια τώρα ζωγραφίζει
Την απ-ουσία
Εσύ γέμισες
Τη φτωχική αυλή
Με το φως της πανσέληνου σου όπως
Τη βραδιά που πυρπολήσαμε
Το διαμέρισμα
Πήρα το φως
Από το βλέμμα σου
Και ταξίδεψα στη Δραπετσώνα
Με βήματα αργά
Σ’ ένα μακρύ ζεϊμπέκικο
Για να σε ξανασυναντήσω
Το μισό κο χείλη
Που μου χάρισες απόψε
Γλυκιά μου πεταλούδα
Θα το φυλάξω στο εικονοστάσι
Της ψυχής μου
Για να το προσκυνώ κάδε πρωί
Το βράδυ
Θα το χορεύω ζεϊμπέκικο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου