Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ


1-ΜΑΡΙΟΣ
Ο Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στη Κύπρο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και απέκτησε το πτυχίο ΜΑ, Εd από το Πανεπιστήμιο Αρκάνσας (ΗΠΑ) Εργάστηκε στην Αθήνα στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Τρία έργα του, η ποιητική συλλογή «Σαν άλλοθι οι λέξεις» (2003) το μυθιστόρημα «Ο Οστεοφύλαξ» (2007) και η νουβέλα «Ο Ανακριτής» (2012) τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Το μυθιστόρημα «Ανατολικά της Αττάλειας βόρεια της Λευκωσίας» μεταφράστηκε στα τουρκικά και στα γερμανικά.
ΠΟΙΗΣΗ
Αντίκρυ στην Ανατολή, Κύπρος 1971
Τα ανεξίτηλα, Δόμος 1987
Τα αναστάσιμα, Εκπαιδευτήρια Δούκα 2001
(σε 1000 αντίτυπα εκτός εμπορίου)
Σαν άλλοθι οι λέξεις, Μεταίχμιο 2003 Βραβείο
Τέφρα ονείρων 2016
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ο οστεοφύλαξ, Μεταίχμιο 2007, 2011 (Μυθιστόρημα) Βραβείο
Τα κρόταλα του χρόνου, Μεταίχμιο 2010, 2011
Ο ανακριτής, Γαβριηλίδης 2012 (Νουβέλλα) Βραβειο
Ανατολικά της Αττάλειας, Momentum 2014, 2015
Η Απειλή 2016



ΤΕΦΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ (2016)


α’

Όταν μπήκα στον κήπο αντίκρισα συνωστισμό
Η συστοιχία των μυριστικών
Θριαμβολογούσε τα ακατάληπτα ρήματα των μελισσών
Και οι κηπουροί αφημένοι στην έκθαμβη μέρα
Έσκαβαν στις υπώρειες του έσχατου χρόνου
Όλα κατολίσθαιναν τα πέταλα η γύρη
Με τα μυστικά φορέματα οι λέξεις που
Γέμιζαν τις οπτασίες των σχημάτων
Μια ακατανίκητη έλξη ωσάν μαγνητισμός
Την ώρα που επωάζονται αμφίβια πουλιά
Η Μεγάλη Ακολουθία των Ορών -σκέφτηκα-
Και με τραβούσαν τα ελάχιστα ζούδια
Στην υψικάμινο του κήπου
Όπου έμαθα κι εγώ να ασφυκτιώ και να σκάβω
Και να μετεωρίζομαι και να κατολισθαίνω
Στις εσχατιές μιας ακατανίκητης οπτασίας

β’

Ανάερο χάδι η ματιά που
Με κοίταε
Την ώρα που φτερούγες πουλιών
Κροτούσαν συλλαβίζοντας
Παράξενες αρμονίες
Ώσπου έπεσε το απόβραδο
Τη νύχτα δαμάζοντας στα
Ακροβλέφαρά της
Με ανάσες και πόθους
Την Κύπριδα υμνώντας

γ’

Ύστερα τα πουλιά πέταξαν
Ηλεκτροφόρα
Οι φτερούγες τους
Πλατάγιζαν στο σύθαμπο
Σαν φλάμπουρα καμένα
Μα εκείνα δε νοιάζονταν
Έτσι πυρωμένα
Που τα μαγνήτιζε
Το σύμπαν με τις έγνοιες του
Μετά αφέθηκαν
Σε μια τροχιά ελλειπτική
Κάτω
Τα καλώδια εξακολουθούν
Να μεταδίδουν ασαφείς ειδήσεις
Για την τύχη τους

ζ’

Αύγουστος ήταν
Ο φίλος στεκόταν ευθυτενής
Κι αγνάντευε το πέλαγο
Προσμένοντας
Τίποτα…
Ώρα κοντά στο μούχρωμα
Και στον αγέρα πλατάγιζαν
Μυστικές φτερούγες
Ώσπου ξαφνιάστηκε
Τον προσπερνούσαν κάτι
Ξεχασμένοι γλάροι που
Κοίταγαν κι αυτοί
Κι όλο απορούσαν
Ποιος ήταν να φανεί
Κάτι είχαν ακούσει για τον πικρό ποιητή
Μα δεν αφήνονταν σε άκαιρες αναπολήσεις
Άλλωστε δεν ήταν άνθρωποι
Μόνο πουλιά θαλασσινά…
Ο φίλος στεκόταν μα απόκαμε
Και πήρε να κολυμπά στη θλίψη του δειλινού
Μα ήταν Αύγουστος
Και η μνήμη κουβαλούσε
Οπτασίες απίθανων φεγγαριών
“Όπου να ’ναι θα φανεί, όπου να ’ναι θα φανεί..
Μέχρι που τον πήρε το κλάμα
Κι άρχισε να πετροβολά τους γλάρους
Που όλο τον κοίταγαν …

ιβ’

Τα Πουλιά του Προύθου
Μας προσπέρασαν κρούοντας
Διάφανα κύμβαλα
Με φτερούγες μυστικές
Την ώρα της αποδημίας
Μας άφησαν και πήραμε πολλά
Φωνές και λοφία
Ράμφη ευθυτενή και άλλα γαμψά
Και καθώς ο ποιητής
Τροχοδρομούσε ανέμελος στο σύμπαν
Ιππεύοντας άτι φτερωτό
Τον προϋπαντούσαν οι αυτόχειρες
Με μια κουστωδία ματωμένων στίχων
Ελάτε μας έγνεφαν
Η εκδημία ρίχνει πέπλο σκοτεινό
Κι η ποίηση δεν είναι πια
Αυτού του κόσμου
Εκείνος στάθηκε
Έχωσε το χέρι στα σπλάχνα του
Έβγαλε ένα λευκό μαντήλι
Το τίναξε
Και τότε περιχύθηκε στο σύμπαν
Στάχτη από την Υψικάμινο
Πώς είναι όταν οι λαμπηδόνες
Διαχέονται ακανόνιστα μέσα στο σκότος
Ωσάν σημεία στίξεως
Που δαιμονίζονται
Από την παρασημαντική των λέξεων
Έτσι
Γεννήθηκαν μικροί γαλαξίες
Υψικάμινοι με αιλουροτροφεία και παλλακίδες
Που ταλαντεύονται
Στη σκιά μιας μελλοντικής αυτοχειρίας

.. .και σαν σταμάτησαν
οι σπονδές των πουλιών
άρχισαν οι υλακές
πανάρχαιων σκυλιών.

α’

Είπε να ετοιμάσουν τη σκηνή
Το δράμα παιζόταν ήδη χρόνια τώρα
Αλλά μια έκτακτη θεατρική σκηνή
Θα νομιμοποιούσε τα πάντα.
Τότε οι ηθοποιοί έβγαλαν τα προσωπεία
Και φάνηκαν οι μαύροι κύκλοι των ματιών τους
-όχι δεν ήταν ψιμύθια-
Ήταν γιατί κλαίγανε πολύ
Καθώς μοιράζονταν
Ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Η ώρα περνούσε και τα σκηνικά στήνονταν
Με τις απαραίτητες προσαρμογές
Ο σκηνοθέτης όμως γυρόφερνε
Στο μυαλό του την πιο επίμαχη σκηνή
Αλήθεια τι θα γινόταν με τη σφαγή
Όχι επιτέλους όχι
Με τίποτα δεν έπρεπε να διαταραχθεί
Η ειρήνη των αμνών
Το πράγμα ήταν σαφώς απλό
Ο αγγελιαφόρος
Αυτός ο φευγαλέος κομιστής των κακών
Αυτός να σφαγιαστεί
Άλλωστε και ο ίδιος το γνωρίζει
Ενίοτε οι κακές μαντείες
Θερίζουν όχι του θεούς αλλά
Αυτούς που τις κομίζουν
Ο σκηνοθέτης το αποφάσισε
Δε χρειάζονται προφάσεις
Ας πάρει το μάθημά του επιτέλους ο μάντης κακών
Όμως η ώρα περνούσε
Όταν ξαφνικά φάνηκε ένα παιδί
Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί άλλον περίμεναν
Και πριν προλάβουν να σκεφτούν
Το παιδί άνοιξε τη χούφτα του
Και σαν να’ ταν ζάρια
Πέταξε μπροστά τους
Τα μάτια του μάντη Τειρεσία
Ο παλιόγερος μας πρόλαβε
Μονολόγησε ο σκηνοθέτης
Και ούρλιαξε από τον πόνο
Καθώς έφτυνε θραύσματα δοντιών
Και ένα αυτούσιο μάτι…

ς’

Τις σαΐτες που σφύριζαν
τις ένιωθε στα σπλάχνα της
Η Πηνελόπη
Καθώς ένα ένα τρομαγμένα τα αρχοντόπουλα
Έγερναν προς τη μεριά
Που δε βγαίνουν τα όνειρα.
Τότες ο Άργος δεν άντεξε
Της κυράς του της αδικημένης
Να βλέπει που ξανεμίζονταν οι γλυκασμοί
Για είκοσι τόσα χρόνια…
Και μ’ ένα πήδο τού πήρε το λαιμό
Εκεινού του Οδυσσέα
Που έτσι χωρίς αιδώ
Αφάνιζε τα νιάτα της Ιθάκης.
Το τέλος του Άργου κανείς δεν το ’μαθε
Μόνο έχουν να λένε ακόμα και σήμερα
Πως στη θέρμη του καλοκαιριού
Όταν καταλαγιάζει το λιμάνι
Και κλείνουν τα μπαράκια
Ένα φτερωτό σκυλί βογκάει από έρωτα
Και σέρνει στην πλάτη του υπομονετικά
Μια νύμφη που τηνε λένε Πηνελόπη.

ι’

Ο χρόνος ο χρόνος
Αέναος χτύπος ρυθμός μυθικός
Μιας αυγής ανατέλλει το κάλλιστο φως
Και λάβαρα ανεμίζοντας στη φορά των ανέμων
Διαλύει του σκότους σκιές
Ο χρόνος ο χρόνος της ζωής ρυθμιστής
Εμπρός με κρουστά υφαντά
Αστερίες ιππήλατοι ο Ρίτσος ο Ελύτης
Ο Σολωμός ο Σεφέρης ο Κάλβος
Ο Παλαμάς ο Καβάφης ο Εμπειρικός
Τις φωνές των πατρίδων τρίβοντας διαμαντικά στο φως
Χρωματιστό υαλί στις αμμουδιές του Ομήρου
Με ένα στίλβον επιφώνημα στο στόμιο τον φεγγαριού
Και του λόγου του πρώτου τα ρίγη
Φτάνουν ίσαμε μας
Ξεχύνοντας στ’ αυλάκια του νου φωταψίες
Τα κρόταλα χτυπώντας της μέρας
Ο χρόνος ο χρόνος ρυθμός μυθικός
Της αυγής σιγολάμνει το σκάφος και
Φλογίζει σημαίες θριάμβου
Οι χτύποι οι χτύποι ψηφίδες του χώρου του χρόνου
Και νυν και αεί

… επιθαλάμια
και
τέφρα υμεναίων.

α’

Ανέστιε πόθε
Μη ζητάς από μένα δανεικά
Τα είπαμε στο χώρο του
κοινού μας πεπρωμένου
Οδός Επαιτείας αριθμός μηδέν
Βλέπω να χάνεις το δρόμο
Ξανά και ξανά
Και να επικαλείσαι τάχα
Τους θολούς οδοδείκτες και την
Ύποπτη συνέργεια των αριθμών
Μα όταν αργείς να φανείς
Βγαίνω κι αλλάζοντας τα σήματα με
Ανεπαίσθητο δόλο
Διαλαλώ τα κέρδη μου
Μια απλόχερη καταχνιά κι ένα
Τρύπιο πουκάμισο για να χωράς
Και να φεύγεις όποτε θες

ε’

Κι όταν χτυπήσεις την πόρτα
Μην ξεχάσεις να έχεις μαζί σου
Πολλά αντίγραφα εκείνης
Της νύχτας
Γιατί κάτι σκέφτηκα
Στο νέο μου βιβλίο θέλω
Να χαράξω
Αυθεντικές συντεταγμένες
Μιας έσχατης ελεγείας
Έτσι για να δαιμονίσω
Τις σελίδες μου
Με την αυταπάτη
Ενός ατελεύτητου ρόγχου
Που εσύ επέμενες
Να τον αποκαλείς έρωτα

η’

Να επέρχομαι δρομαίος
Στεφανωμένος έσω με φως
Έτοιμος
Για το μέγα τελετουργικό
Της στέψεως των αγγέλων
Σε πυρφόρους θεούς
Κι εσύ να με σκέφτεσαι
Να εισβάλλω
Και να σου αφήνω
Θριαμβικά επισκεπτήρια
Πυρσούς και φτερά

ιδ’

Κι αν πιστέψεις
Τα λόγια που φτεροκοπούν
Σαν αλκυόνες
Θα βρεθείς μ’ ένα σου πέταγμα
Στη χαίτη του Πηγάσου
Και θα καλπάζεις
Ατίθαση κι εσύ
Στην κόψη ενός ονείρου
Που πρόλαβε κι ατόφιο
Βρέθηκε στο σύμπαν
Δέξου λοιπόν Αλκυόνη
Τα δώρα μου και έλα
Μα μην ξαφνιαστείς
Μόνο λέξεις δαμάζοντας
Και σημεία στίξεως
Μπορώ να σου χαρίσω

.. .κι εσύ γυμνός χορεύοντας
στα δόντια των πατρίδων.

γ’

Η πολιορκία ελύθη οπότε
Ας καταμετρήσουμε τις απώλειες
Μόνο μη μας πάρει η ώρα γιατί το μάτι της νύχτας
Συνωμοτεί με τους δαίμονες των ενυπνίων
Και τούτο είναι της απαντοχής μας
Η ακροτελεύτια καταβασία
Άλλωστε τώρα το τοπίο ηρεμεί
Περικεφαλαίες με λοφία από λαιμούς σπουργιτιών
Θώρακες με ωραίες ανοιχτές σάρκες και αχνίζοντα οστά
Περικνημίδες καριοφίλια και
Μεταξωτά πέπλα από τα ξανθά τους όνειρα
Το χέρι που κρατά τους όρκους και
Τις στερνές ρώγες των καμένων αμπελιών
Γεια σου και σένα μετέωρε φίλε χορεύοντας
Στα σαγόνια των πατρίδων
Η Άννα που σου έλαχε χάθηκε
Με το μετάλλιο τιμής κατάστηθα να αιμάσσει
Να δεις τώρα τα εμβατήρια πώς διασχίζουν ό,τι απόμεινε
Και μια ηρεμία απλώνεται στον κάμπο
Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Κοκκινοτριμιθιά Άουσβιτς Άδανα φορώντας
Ένα κάτασπρο πουκάμισο
Σαν τη μνήμη που πετροβολά το μάτι τούτης της νύχτας

ε’

Όταν ανελκύσθη το ναυάγιο
Το πέλαγο εμυρώθη
Την ώρα της θαλάσσιας χαρμονής
Αναδύονταν ευφρόσυνα αγγέλματα
Από την πανσπερμία των χρυσών νομισμάτων
Και επιτέλους
Η μοίρα συνεργός του πνιγηρού πελάγους
Κατεβρόχθισε το σκαιόν της προδοσίας
Καθώς οι σιαγώνες καταθρυμμάτιζαν το πρωραίον μέρος
Της ανήκουστης εκείνης βραχώδους πλησμονής
Πώς αφουγκράζονται τα παιδιά μας
Τις φωνές και το ρόγχο της θαλάσσης
Με ένα όστρακο χωνί
Πώς αναδύονται τα ίδια τα ναυάγια
Καθώς το πρωραίον σφαδάζει
Υπό τους ήχους πνιγηρούς
Που αφήνουν οι σιαγώνες των τεράτων
Αυτά ακούς και αδημονείς να συγκολλήσεις
τα ετερώνυμα: ΣΑΡΚΑΜΕ… ΚΤΥΠΕΝΤΑΔΑΛΟΣ… και
Ο! τι ελαφρότης…


ΣΑΝ AΛΛΟΘΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (2003)


Σαν άλλοθι οι λέξεις
Κι ο ποιητής υψώνει το σώμα του
Καιόμενος
Μα ούτε φθόγγος κραταιός
Μόνον ανάσες χνώτο προβάτου
Πριν απ’ τη σφαγή
Ή σαν νεφέλη απλωμένη
Στο σώμα στρατιώτη που ξεψύχησε
Βογκώντας όνειρα παιδικά.
Αποκεφαλισμένοι φθόγγοι
Τυμπανισμένοι ήχοι
Κραυγές αλυχτώντας
Σαν άλλοθι οι λέξεις
Γυρεύουν δικαίωση
***
Και φρύαξε η αυγή
Καθώς μας άνοιγαν τα σπλάχνα οι οβίδες
Και δεν μπορώ σου λέω να μη θυμάμαι
Και σκοτείνιασε μου λες
Τα κορίτσια μας κλειστά
Σαν άνθη και δεν έστερξαν το φως.
Η Μαίρη η Χρύσω κι η άλλη Μαίρη
Με τους λωτούς στα στήθη
Και σκοτείνιασε Κι ούτε που ξέρω
Πώς θα βγει και τούτη η νύχτα
***
Σαν κάτι μια υποψία
Ψηλαφώντας αδιόρατους παλμούς
Και ήχους συριστικούς
Μιας ανάσας κεκαυμένης
Πώς όταν επέρχεται σκότος
Και μυριάδες θρύμματα
Του αντιρρόπου φωτός
Περιλούζουν το συμπαντικό κενό
Και μέσα σε όλα αυτά
Ασθμαίνει η εσωλέμβιος Μαρία
Τα έξω του κόσμου καταμετρώντας
Σαν κάτι μια υποψία
Το «αχ» που της έλαχε
Στα περίχωρα μιας νυκτωδίας
Και η αγωνία της να φθέγγεται
Καμπύλους υμεναίους
Στα άωρα μιας ευμέλειας
Ο ίσκιος της με τις ευθυτενείς προσδοκίες
Καθώς η Μαρία συρρικνώνεται υποδορίως
Μες στην ευρυχωρία του κάτι
***
Σε είδα στα ρίγη των άστρων
Ήλιος σαν φλεγμονή
Στα έγκατα του σύμπαντος
Να αντανακλάς υπερούσια θραύσματα
Σκοτεινών θαλάμων
Εκεί στα ρίγη των άστρων σε είδα
Περίκλειστη να επωάζεις γάμους μυστικούς
Ασύμμετρη με περιλάλητες πληγές
Να τανύεις ήχους επιθαλάμιους
Θριαμβικά γυρνώντας τις ώρες
Κατά το τίναγμα του αυχένα σου.
***
Αδημονία
Μες στη σιωπή
Των ήχων της νύχτας
Των αστεριών
Των αιθερίων
Της μαρμαρυγής
Των στεναγμών
Της αμφιλύκης
Εκ βαθέων μιας μουσικής
Η παύση με πληγώνει
Σαν αδημονία που αιμάσσει
Σιωπή και θάνατο
***
Είναι ωραίο να συλλέγεις διαθλάσεις φωτός
Στη μαρμαρυγή της αδημονίας σου
Ειρμός αειφόρος
Κι εσύ αμφίκυρτος πεπλανημένος
Στις υπώρειες κρυφών λιμένων
Εκεί τη ζωή αναμέλποντας ασώματος
Και να των ανέμων ο πλεονασμός
Με σφυρίγματα εωθινά και να
Το σώμα ασπίδα της γύμνιας ψυχούλα μου
Τα έγκατα αναδεύοντας
Μη στέρξει και ξημερώσει μη
Κούρνιασε εαρινό μου κούρνιασε
Και μην κλαις ή καλύτερα κλάψε
***
Όταν γράφεις ποίηση στα σκοτεινά
Φορτωμένος μεγαβάτ
Όταν βρυχάσαι κι ανελέητος ο πόνος
Σου νυχιάζει τα σπλάχνα
Τότες οι λέξεις αιμάσσουν
Κι ο λόγος αμφίστομος σε διαπερνά
Οπότε ιχνηλατείς επιφωνήματα τριγμούς
Και μικρές παιδίσκες που θαμπίζουν στο φως
Τερπνού ποδηλάτου και λες να πάμε αλλού
Σε κάμπους πρωτόγνωρους μα κι εκεί
Τι άραγε θα’χει απομείνει
Έτσι που λεηλατήσαμε τα τοπία μας
Που αποκεφαλίσαμε τις γυναίκες μας
Με την παμπάλαια έγνοια
Τότες όλα ακινητούν
Τα χείλη άλαλα κι οι ασεβείς μας πόθοι
Επίκληση στο έλεος μιας μνημοσύνης
Επιτέλους γενηθήτω μια λέξη
Ή μιας εικόνας απείκασμα
Σαν άλλοθι
***
Σε εργαστήρια επιγραφοποιών
Ο λόγος οιακίζεται και αναρριγά
Το νέον τρεμοπαίζει στη γυάλινη πανοπλία του
Και η λέξη που ήξερες τώρα ασφυκτιά
Αναρτημένη στις μετώπες της σιωπής μας
Χιλιάδες άσημες πεταλούδες
Ανυποψίαστες χορεύουν μαζί της το θάνατο
Υπό τους ήχους μιας πένθιμης σιωπής
***
Η λέξη υποτροπίασε
Τα καρινώματα αιμάσσουν
Να ΄ναι άραγε
Της ψυχής μας η αντανάκλαση
***
Λοιπόν επέστρεψες
Και είδες τα ορατά
Και στην ψυχή σου αντήχησαν
Τα αόρατα
Και πόνεσες λες ξανά
Ικέτεψες να σου δώσουν μια γουλιά λεμονανθούς
Και έφερες τροπαιούχος ίχνη κι ανάσες
Του άλλου καιρού
Έφερες και τη φωτογραφία της γιαγιάς
Μόνο που δεν μπόρεσες λες να βρεις τους τάφους
Και ρωτάς τι να ‘γιναν, άραγε οι νεκροί
Μα δεν υπήρξαν ποτέ
Άλλωστε τώρα δεν αρχίζει η ιστορία
Παραδέξου το όλα ήταν μια ψευδαίσθηση
Και που ζούσαμε αγκαλιά με το καυτό αίμα
Και που συντηρούσαμε το μνημονική εκείνης της μέρας
Τα αγάλματα και τις μαυρόασπρες φωτογραφίες
Υπήρξαμε ρομαντικοί πολύ ρομαντικοί σου λέω
***
Τότε το αυγινό φως
Διεισδύει μέσα στις ρωγμές
Και διαθλάται στα πολλοστημόρια του
Και τι χαρά είπες
Να αδράχνεις χρυσές πεταλούδες
Κι ολοένα τα χέρια σου να αιωρούνται
Έως ότου διαπιστώσεις πως όλα αυτά
Παίζονται ερήμην σου
Και λες
Θεέ μου να γίνω ένας Οιδίποδας
Οπότε αιχμαλωτίζεις μια παλλακίδα
από αυτές που ιστόρησες ξανά και ξανά
καθώς τότε το σπέρμα διαπηδώντας
εισχωρεί στα κούφια μάτια σου
Αχ μονολογώντας εκδικούμαι
Τη σάρκα μου ο ανελέητος
Χλευάζοντας την πλεκτάνη
Που σου έστησαν
***
Πώς όλα ξαφνικά
παίρνουν το χρώμα της σκουριάς
Και οι φίλοι μας αποφλοιώνονται
Κι η σάρκα τους μυρίζει θάνατο
Εκεί που χτες οι ροδώνες
Ασφυκτιούσαν γλυκασμούς
Μήπως δεν είναι να τους περιμένουμε άλλο
Η σκιά τους απλώνεται
Γίνεται πέτρα και χώμα και χώμα
Αφή κενού
***
Στα δισκοπότηρα της μετάληψης
Έτσι όπως θα σημώνουμε τ’αγαπημένα νερά της Κύπρου
Σ’άκουγα κι ο νους ταξίδευε
Κι αλάργευε κι αλάργευε κι οσμίζονταν
Και μέθαγε και πάλι επέστρεφε και πάλι ταξίδευε
Ώσπου η νύχτα κόμιζε μαζωμένες ιαχές και βογγητά
Των φίλων που δε θα ξαναβλέπαμε.
Και σ’έπιανε το παράπονο και μαζί κλαίγαμε
Καρφώνοντας στον αέρα τα λόγια τον Σεφέρη
«Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου
που κατάντησε κι αυτό ς πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς…»
***
Εν τέλει η ποίησή μας
Είναι τόκοι και ωδίνες
Λέξεις εν κενώ
Μετέωρα


ΤΑ ΑΝΕΞΗΤΙΛΑ (1987)


α’

Πέτρα τσουρουφλισμένη
Και ο ήχος ακούστηκε παράξενος
Στο μαγγανοπήγαδο του κήπου μας
Άκουσα τη φωνή
Την έφερνε αυτός που αιώνες πριν
Στα αρχαία μας όνειρα
Επικρατούσε λογχοφόρος
Ήρθε με τη μάσκα του προσώπου του ανάποδη
Με ξέφρενα συνθήματα για νίκες και τρόπαια
Και πλήρωμα χρόνου και όπλα ορθόφρονα
Ήρθε με φίλτρα αδερφικά
Μίλησε σε γλώσσα Ελληνική με
Αλεξανδρινή κομπορρημοσύνη
Και χάραξε στους βράχους του ξεραμένου κάμπου μας
Νέα σχήματα λέξεις πρωτόγνωρες
Που προμηνούσαν το μέγα τίποτα
Ήρθε και μέσα στην άμετρη ανία μας
Πρόσθεσε τη δική του υπόσταση
Τη στομφώδη την αμείλικτη

β’

Κύμβαλο θανάτου μου έκλεισε τα μάτια
Και το ψέμα μ’ επεσκίασε
Στην όσφρηση του απόηχου
Άκουσα τα λόγια τους
Και τη βαριά πατημασιά τους
Οι μικροί αρλεκίνοι φίλοι μου
Συνωμοτούσαν οιστρηλατούμενοι

γ’

0 χρησμός δόθηκε
Μέσα σε αμφορέα δήθεν αρχαίο
Με πλαστά ιωνικά σχήματα
Τα κτερίσματα και η γραμμική γραφή
Αποδείχτηκαν πλάνες
Ο τρίτος σκοπός ξαφνιάστηκε
Οι Μηδίζοντες καιροφυλακτούσαν

στ’

Ό βρόγχος πού γεύτηκε λαιμούς έφηβων
Αιώρα σαν πανάρχαιο όνειρό
Οι καιροί που μας πέρασαν
Είπαν πέντε τουφέκια και μια ψυχή αλώνι
Για του χάρου το ροβόλισμα
Κι είχαν τα κοπέλια μουστάκι
Και παππούδες Αντρόνικους
Τον Ευαγόρα τον άδραξε ό βρόγχος στα 1957
Δεκαοχτώ χρόνων τον Νίκο ένα αυγουστιάτικο
Δείλι στα 1974 τότε πού το στάχυ μεστωμένο
Σελάγιζε στη Μεσαρκά

θ’

Στο βυθό της παντερημικής
Στην αχερουσία των στεναγμών
Και στην αγωνία του τίποτα
Ένα μασημένο δαφνόφυλλο
Και μια ταινία κίτρινη
Από το κάτουρο μιας κουκουβάγιας
Ήρθαν οί μοιρολογήτρες να τον κλάψουν
Η μια τον είπε αητό
Η άλλη καβαλλάρη
Η τρίτη δεν μίλησε

ια’

Αρχαϊκά προσωπεία
Τα όνειρα μας που χάθηκαν
Ο Νίκος ο Παυλής
Ακρωτηριασμένοι Ελπήνορες

ιβ’

Ρωγμές
Η μνήμη ελλειπτική
Η απορία καμπύλη
Ασθμαίνουσα
Και να μην ξέρεις πώς να τ αποσιωπήσεις
Στα ζυγωματικά του Ιούλη
Ένα στάχυ αμφίστομο
Μπηγμένο σ’ ένα φάρυγγα
Που αιμάσσει φθόγγους ακατάληπτους
Μεσαρκά… Μεσαρκά…

ιστ’

Και πώς ν’ αντέξουμε
Την επίβουλη ρευστότητα
Που μας κατακλύζει
Έτσι χωρίς τύψεις
Ν’ αποσιωπήσουμε την αγωνία μας
Εκείνα τα ηρωικά και πένθιμα
Θα μας βαραίνουν με την επίπλαστη σιωπή τους

κ’

Αύριο καθώς θα υποχωρούμε
Καθώς θα υποστέλλουμε τις σημαίες
Υποβασταζόμενοι χωρίς δεκανίκια
Ο λόγος μας πρέπει να είναι απλός
Όχι αμφισημίες και τα παρόμοια
Εξάλλου ο καιρός τους θα ‘χει περάσει
Λέω
Να μιλήσουμε χωρίς εφικτά και ευκτέα
Πρώτα όμως να ετοιμάσουμε μια γλώσσα έκτακτη
Όπως ταιριάζει
Φωνήεντα εν μέρει ελληνικά
Εν μέρει αρκαδικά
Να τα συλλέξουμε λέω
Στο ρόδο τον έρωτα
Στο παράθυρο των ελπίδων
Στο κοχύλι των μυστικών ψιθύρων

κγ’

Ό ερωτάς μου χαρακιά
Στη νηνεμία των ονείρων σου
Οι πόθοι μου σπαράζουν
Εσύ ενδίδεις
Κι ευάλωτη στο σκότος καθώς λες
’Ομνύεις στους όρκους μου
Μα απορώ γιατί ν’ αλλάζεις πουκάμισο
Και μέσα στους γλυκασμούς μου
Ξάφνου να διαθλάσαι

κζ’

Νυχιάζεις τον πόνο
Κι αφουγκράζεσαι
Οι φωνές διαχέονται
Η ηχώ τους ανερμάτιστη
Στα ύφαλα ενός πικρού λογισμού
Να συνθλίβεσαι λέω
Μες στον απόηχο που αφήνει η ποίησή μας

λβ’

Μόλις πήρε το μήνυμα
Λούστηκε
Με τις ώρες καλλοπιζόταν
Ήξερε πως άρεσε πολύ και προσπάθησε
Το πρόσωπο να λάμπει
Τα μάτια να είναι εύγλωττα
Τα χείλη πάλι να τρεμοπαίζουν
Παιχνίδισμα και τούτο αρεστό στις κρυφές συνεννοήσεις
Ο καθρέφτης ασφαλώς δεν τον ξεγελούσε
Ήταν χάρμα νέος έτοιμος καθόλα
Μα έτσι καθώς κοιτιόταν
Το συμπαθητικό είδωλο
Έμοιαζε να ασφυκτιά
Κι ήταν όλο λύπη
Τότε λαχτάρησε εντός του
Και του ‘φυγεν ο ερωτισμός

λζ’

μνήμη
Στη δοξολογία των θαμπών μαρμάρων
Η λεύκα που λίκνιζε το σώμα της
Το χέρι που κουρταλούσε μνήμες
Κι εσύ πού κειτόσουν γαλήνιος
Μες στην άφατη θλίψη μας
Καράβι πλησίστιο
Στων ανέμων την όρχηση

μ’

Πριν σε ρίξει κάτω η αηδία και η βρωμιά
Που σ’ έστησε σκοπό να φυλάς σε ανεξιχνίαστη χώρα
Με αμφίβολα σύνορα γίνου ένα με τη φωνή
Πού θα σκορπίσει η μοναξιά στην απόγνωση της
Κοιμάσαι με το φως του λύχνου
Και με την αφομοίωση του μέσα στα κρόσσια
Της νύχτας αλλάζεις το νεανικό σου πουκάμισο
Με τη μαύρη αυλαία
Στο ποτάμι της ξεχασιάς αλλάζουν σκοπό τα βατράχια
Κι εσύ με τη φοβερή όψη και την παλάμη
Στο μέτωπο σε σχήμα κατάρας αναζητάς τον άγνωστο
Δαίμονα να φανεί στην αντίπερα όχθη
Μη με ρωτάς γιατί δεν ξημερώνει ακόμη
Μέσα στη σιγαλιά ακούγονται οι πιο παράξενοι άνεμοι
Γι’ αυτό μη με ρωτάς
Είναι η ώρα πού βρυκολακιάζουν οι ακρίδες
Στα δάχτυλα των σκοτωμένων
Είναι η ώρα που αλλάζουν στροφή οι ποταμοί
Έτοιμοι να χυθούν στους πλατιούς δρόμους
Είναι η ώρα που κοιτάζει η ύαινα την όψη
Της νεράιδας στην ανάποδη του σπασμένου καθρέφτη
Άκου το ποδοβολητό
Η νύχτα με τα κατοικίδιά της φεύγει
Γι’ αυτό μη με ρωτάς
Το μόνο πού ξέρω είναι πως πάντα ο ήλιος
Στήνει καρτέρι στα επιφάνεια της χαραυγής

μα’

Το φεγγάρι γιομάτο
Συλλέγει αχόρταγα τις εκλάμψεις
Του σύμπαντος
ΗΗ νύχτα ξαπλώνει το καμπύλο σώμα και
Μέσα της εισχωρούν τα πολλοστημόρια
Ενός νέου γαλαξία

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΥΓΙΝΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ

Με την αρματωσιά του ένα τρικάταρτο
Ρίχτηκε στου πελάγου τα μάκρη.
Γοργόφτεροι γλάροι συντρόφευαν
την αρχινημένη λιτανεία και αφροί
διαμαντικοί σε πλάτες δελφινιών.
Ψηλά στο μεσιανό κατάρτι μια σημαία
να αντέχει στων ανέμων τη φορά
κι η μάσκα να γέρνει μια δεξά και μια ζερβά,
μα φόβος κανένας.
Μόνο των γλάρων το κρώξιμο κι οι μνήμες
π’ ανασταίνουν μιας Αφροδίτης
το συναπάντημα στου Διγενή την Πέτρα.
Κι όλα τα θάρρητα
κρατούσαν την ελπίδα ορθόπλωρη,
με των δελφινιών το ξάφνισμα και
της γοργόνας τ’ ατίθασο βλέμμα να ρωτά
ξανά και ξανά, παγιδευμένη
σε μιας αγάπης την απαντοχή.
Και περνούσε τ’ αυλάκια το τρικάταρτο
κι έπιανε αρόδο εκεί που
τα ύφαλα του μνημονικού χτυπούσαν.
Και τότες αναδύονταν γοργοεπήκοες Παναγίες
με υπερούσιους Χριστούς μες στην πλατιάν αγκάλη,
κουβαλώντας μέδουσες και αστερίες
και με την αρμύρα να στάζει ρίγη.
Κι ύστερα, βουτώντας ξανά
μες στης αυγής τη χαρμονή ξανοίγονταν
μπροστά σε κίονες αμέτρητους κι αγάλματα,
σε θόλους και μετώπες.
Όλα λευκά κι ολόφωτα στο
μάγεμα του πρωινού.
Και ξάφνου αντίκρισε στρατιές.
Παντιέρες περσικές πλατάγιζαν στη χαίτη
του πελάγου και μαζί γαλέρες γενοβέζικες
κι αρμάτες τουρκικές.
Και τότες το πέλαγο εθεοκρούστη
και γίνηκε καταποτήρας που τους ρούφηξεν
όλους εξόν από εκείνο το τρικάταρτο
που έλαμνε γοργά μες στου γιαλού τα πλάτη
κι ακόμα γοργολάμνει το σκαρί που
το λαλούσιν Κύπρο…
Και μιας φωνής μέγας αχός αργά το συντροφεύει:
Υπερούσια Σαλαμίνα κράζω σε Βασίλισσα
κι εσένα Πάφο, Αγία
κι εσέ Κερύνεια, Δέσποινα
που σαράντα χρόνους με θωρείς αδάκρυτη
με βλέμμα που σκοτώνει…


ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


Η ΑΠΕΙΛΗ (2016)

(Απόσπασμα)
Το νεκροταφείο ροκανίζει την πόλη
Το τοπίο στην πόλη άλλαζε. Η μεγάλη λεωφόρος γινόταν πεζόδρομος και οι παράπλευρες οδοί έπαιρναν το σχήμα διπλών διαδρόμων. Στο μέσον ένα στενό κατάφυτο διάζωμα και στα πλάγια μικρά παρτέρια και κρήνες με τον ίδιο ακριβώς φυτικό, κεραμικό και μαρμάρινο διάκοσμο του κοιμητηρίου. Επρόκειτο για μια μορφή ήπιας εισβολής και κατάληψης ζωτικού χώρου
στις παρυφές της πόλης. Φαινομενικώς τουλάχιστον. Γιατί, στην πραγματικότητα, χωρίς κανένα πρόσχημα, είχε κιόλας αρχίσει η πολεοδομική αποψίλωση, και το δυστύχημα ήταν πως όλοι πίστευαν ότι η νομαρχία
και ο δήμος μεριμνούσαν για την αισθητική αναμόρφωση αστικών χώρων.
Ο Πολ Μελίδης δεν είχε κανένα λόγο για να ανησυχεί. Αντίθετα, αισθανόταν πανευτυχής, αφού όλα εξελίσσονταν κατ’ ευχήν. Το επιτελείο των ψυχολόγων της εταιρείας είχε δώσει σαφέστατη αναφορά με τολμηρότατες προβλέψεις, που η ίδια η πραγματικότητα τις επιβεβαίωνε με τρόπο πανηγυρικό. Και ήταν αυτό ένα δείγμα ότι τα προγράμματα έρευνας ήταν σχεδιασμένα με άκρως επιστημονικό τρόπο. Ο ψυχικός σφυγμός των κατοίκων αποτυπωνόταν με εκπληκτική ευκρίνεια στις απαντήσεις που έδιναν σε σχετικά ερωτήματα. Η φρενίτιδα που τους κυρίευσε για την αγορά ταφικών κτισμάτων καν η απουσία κάθε αντίδρασης στη νέα φάση της επέκτασης-εισβολής αποδείκνυαν ότι η πόλη παραδιδόταν αμαχητί στις βουλήσεις της εταιρείας. Οι κάτοικοι έδειχναν να συμφιλιώνονται με την ιδέα της γειτνιάσεως των σπιτιών τους με τάφους-χώρους υπνώσεως, «ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται»…
Όταν κλήθηκε ο νεαρός διανοούμενος να παραστεί στην έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας, τα λόγια του προκάλεσαν σε όλους θαυμασμό. «Το κοιμητήριον» είπε, «ως εκφερόμενος όρος, απαλύνει το άλγος ακόμα και από έσχατα δυστυχήματα. Τότε ο πικρότατος πόνος γλυκαίνει και το συνειδός συμφιλιώνεται με το θάνατο, που τον εκλαμβάνει πλέον ως αχρονία μακαριότητος».
Τέτοια και άλλα ηχηρά παρόμοια έλεγε ο διανοούμενος, που, ακούγοντάς τον ο Μελίδης, έμενε άναυδος. Όμως εκείνο που κυριολεκτικά τους ξάφνιασε όλους ήταν η πρόσληψη του διανοουμένου ως υπευθύνου προγραμμάτων ψυχολογικής υποστήριξης. Τη θέση, φυσικά, την αποδέχτηκε ασμένως. Βέβαια, άλλο είναι να περιφέρεσαι στα καφέ και στα μπαρ της πλατείας με τον Μαρξ ανά χείρας, ή και ενίοτε τον Γκόργκι, και άλλο να είσαι στέλεχος της πολυεθνικής Εταιρείας Σχεδιασμού και Αναπλάσεων με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Το πράγμα δεν έμεινε εκεί. Τα παρτέρια προχωρούσαν, ροκάνιζαν τους δρόμους, καταλάμβαναν τα πεζοδρόμια, πατούσαν τα ελάχιστα αλσύλλια και πίσω τους στήνονταν τάφοι. Πολλοί τάφοι. Προτιμήθηκε αυτή η κατευθείαν επέκταση προς το κέντρο της πόλεως, διότι το προηγούμενο, με την αποψίλωση των παρυφών του πολεοδομικού συγκροτήματος, δε συνάντησε καμιάν απολύτως αντίδραση. Άλλωστε η πρόταση για σταδιακή περιφερειακή άλωση ενείχε τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί δόλια τακτική. Και αυτό ήταν πολύ πιθανό να προκαλέσει τους ελάχιστους αμετανόητους από τον κύκλο του νεαρού διανοουμένου, που εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι τους είχε
προδώσει.
Έτσι λοιπόν, το σύστημα των ετοιμοπαράδοτων ταφικών κτισμάτων κατακτούσε διαρκώς έδαφος. Ο Πολ Μελίδης έτριβε τα χέρια του. Μάλιστα αποφάσισε να υποβάλει αρμοδίως προτάσεις για την εφαρμογή του σχεδίου σε όλη την επικράτεια. Είχε λόγους να πιστεύει ότι οι τοπικοί άρχοντες θα το έβλεπαν θετικά. Ήδη οι επισκέψεις νομαρχών και δημάρχων στην πόλη αυξάνονταν, και αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Γι’ αυτό και η επιτόπια ξενάγηση από στελέχη της εταιρείας εμπλουτίστηκε με διάφορα δρώμενα, τα οποία αισθητικοποιούσαν το ανοίκειο του θανάτου και το αφόρητο της ταφής αναγάγοντάς τα σε οντολογικές παραλλάξεις κτλ., ναι, και για τις οποίες μεριμνά η χάρις των συμπαντικών δυνάμεων, επιδαψιλεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εύνοιά της προς τους εκλεκτούς.
Για όλα αυτά την επιχειρηματική ευθύνη ανέλαβε ο μέχρι χτες αριστερός διανοούμενος και τώρα εκλεκτό στέλεχος της εταιρείας, ο οποίος χρησιμοποίησε τόσο τη γλωσσική του οξυδέρκεια όσο και τις γνωριμίες του. Η χορωδία ιδιωτικού σχολείου της περιοχής απέδωσε θαυμάσια τον «Μεγάλο Ερωτικό», ενώ τα κείμενα και τις θεατρικές αποδόσεις ανέλαβαν με ιδιαίτερο πάθος δύο φιλόλογοι, για τους οποίους έχουν να λένε ότι, δεν μπορεί, η μοίρα δυστρόπησε. Γιατί για άλλα ήταν καμωμένοι και άλλα η ψυχή τους λαχταρούσε. Ας είναι.
Συμμετείχαν, φυσικά, και οι κάτοικοι της πόλης. Εννοείται όσοι συνήλθαν από εκείνο το αποτρόπαιο συμβάν του ολοκαυτώματος των Καλαβρυτινών μαστόρων. Γιατί οι πιο πολλοί έχουν κλειστεί στα σπίτια τους και, καθώς λέγεται, κάθονται ώρες ατέλειωτες και κοιτούν με αδημονία τις σκιές που άφησαν στον τοίχο οι καθρέφτες. Προτού οι ίδιοι τους καταθρυμματίσουν. Τότε. Τώρα, όσο κι αν οι αρχές επιμένουν να τους χαρίσουν από έναν καθρέφτη και ένα κλουβί γεμάτο τιτιβίσματα, αυτοί αρνούνται. Προτιμούν να κοιτούν. Και να μοιρολογούν. Λέγεται.
Όσοι συνήλθαν λοιπόν, αφού φόρεσαν κατάσαρκα στενά πουκάμισα, ολόλευκα με κόκκινα σιρίτια, συνέχεια συστρέφονταν και έψελναν σε γλώσσα κρυπτική
ύμνους, που τους αποκαλούσαν «θριάμβους». Μαγεμένοι, οι τοπικοί άρχοντες δάκρυζαν και κάποιοι εκστασιάζονταν και έμεναν με τα μάτια κλειστά για πολλή ώρα. Τότε παρενέβαινε η ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης και άρχιζαν οι συνεδρίες. Μετά, αφού ορίζονταν ρήτρες και υπογράφονταν συμβόλαια, ο Πολ Μελίδης έδενε τους δημάρχους με νόμιμες κατά τα άλλα χορηγίες. Ο νομάρχης τα έβλεπε όλα αυτά και παρέμενε απαθής. Μάλλον χαιρόταν. Γιατί η συνενοχή ελαφρύνει το άλγος που προκαλούν άστοχες ή σφαλμένες επιλογές και, το χείριστο, αργυρώνητες αποφάσεις. Ενίοτε μάλιστα το εξαλείφει, εφόσον η κρούστα που σκεπάζει τα πράγματα, διά της εκτεταμένης συνενοχής, γίνεται όλο και πιο φασματική, μέχρι που διαλύεται.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΑΤΤΑΛΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (2014)

(Απόσπασμα)
Προμηνύματα χαμού
Εν τω μεταξύ, ο καιρός περνούσε κα η αγωνία μας άρχισε να φυραίνει, μέχρι που ένας αδικαιολόγητος εφησυχασμός απλώθηκε σχεδόν παντού, εμποτίζοντας το καθετί με την ηδονή της απραξίας. Η βεβαιότητα «Διά
την δικαίωσιν τον αγώνος μας, και την εκπλήρωσιν των προαιώνιων πόθων μας…», στερούσε από τον καθένα το δικαίωμα να οραματίζεται και να παλεύει.
Το πραξικόπημα στην Ελλάδα είχε πέσει σαν πολύ δυνατή γροθιά στο πρόσωπό μας. Εκείνο που αποδείχτηκε περίτρανα ήταν το πόσο βαθιά είχε προχωρήσει η σήψη και το πόσο ευδιάκριτο γινόταν πια το τέλος. Ένα καλογραμμένο σύνθημα με μπλε μπογιά και με βυζαντινούς χαρακτήρες, μου χάραξε τη μνήμη και από τότε με βασανίζει με τις ενοχικές του διακυμάνσεις.
«Όχι άλλη Μικρά Ασία!»
Σε χρόνο ασυνήθιστα μικρό, η Κύπρος έμεινε να μοιάζει με καΐκι ριγμένο σε μανιασμένο πέλαγο. Τα καράβια φορτωμένα ελληνικό στρατό έφευγαν το ένα πίσω από το άλλο. Είδα στρατιώτες να κλαίνε, γιατί το
είχαν ντροπή που δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ο κόσμος απελπιζόταν και δεν ήξερε με ποιον να τα βάλει. Στεκόμασταν σιωπηλοί με τον Χάρη στην προκυμαία της Λεμεσού. Πήγαμε με φανερή πρόθεση να δούμε το αντιτορπιλικό «ΙΕΡΑΞ». Μέσα μας όμως τρέφαμε την ελπίδα, πως κάτι θα γινόταν στο τέλος και οι στρατιώτες θα γυρνούσαν στα στρατόπεδά τους. Φαίνεται πως το ίδιο ένιωσαν κι άλλοι, γιατί η προκυμαία είχε γεμίσει από κόσμο. Τα πρόσωπα ήταν βουβά. Μόνο κάτι γέροντες βρακοφόροι γονάτιζαν, ύψωναν τα χέρια τους και ήταν αυτό η πιο ακραία στάση ικεσίας.
Δίπλα στο «ΙΕΡΑΞ», είχαν δέσει δύο οχηματαγωγά, το «ΝΗΣΟΣ ΑΝΔΡΟΣ» και το «ΕΝΑΛΙΟΣ». Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μηχανές των αυτοκινήτων και το μουγκρητό των τεθωρακισμένων. Οι στρατιώτες,
με τα κράνη και τις εξαρτήσεις τους έμπαιναν με τάξη στα πλοία και κάποιοι στρέφονταν με θλιμμένο βλέμμα προς το πλήθος. Φαινόταν πως κάτι έλειπε για να ξεσπάσει η βουβή οργή που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή μας διαπέρασε ένα ρίγος, καθώς, σαν να ήταν συμφωνημένο, όσοι κρατούσαν σημαίες τις ύψωσαν και ο κόσμος άρχισε να ψάλλει τον εθνικό ύμνο. Με μιας οι στρατιώτες στάθηκαν προσοχή και οι αξιωματικοί χαιρετούσαν. Όμως το «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθερίά…» πνίγηκε μέσα σε κραυγές και συνθήματα:
«Η Κύπρος είναι Ελληνική», «Κάτω η χούντα», «Αδέρφια, μη φεύγετε», «Θάνατος στους προδότες». Κι εκεί Ανατολικά της Αττάλειας που τα πλοία έλυσαν τους κάβους και άρχιζε της επιστροφής, ακούστηκε ένας κι άλλος πυροβολισμός. Το πλήθος τρομαγμένο ζητούσε διαφυγής με φωνές, σπρωξίματα και άγριες διαθέσεις για όσους στέκονταν εμπόδιο. Τέσσερις κρατούσαν ψηλά το σώμα ενός παλικαριού και κραύγαζαν ν’ ανοίξει διάδρομος… Πιο πίσω, δυο γυναίκες ολοφύρονταν…
Έτρεχα και προσπαθούσα να μη χάσω απ’ τα μάτια μου τον Χάρη. Τον είδα να χώνεται κάτω από το στέγαστρο του τελωνείου και να κοιτά πίσω. «Γρήγορα! Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά…», και με κομμένη την ανάσα μου έδειξε ψηλά στο καμπαναριό της εκκλησίας τρεις ντυμένους στα μαύρα να έχουν στραμμένα τα όπλα τους προς το πλήθος. Ο εφιάλτης της διχόνοιας είχε πρόσωπο τη μάσκα του θανάτου.
Μείναμε στου Γιώργου Χαριτωνίδη, θείου του Χάρη, που πιο πολύ έμοιαζε σαν μεγάλος του αδερφός. «Να αποτραβηχτείτε. Θα μπλέξετε άσχημα. Μη σας τάξουν και σας παρασύρουν…», μας συμβούλευε όλο το
βράδυ. Τον καιρό των Άγγλων, μαθητής ακόμη, αναμείχθηκε στον αγώνα. Οι Άγγλοι τον προκήρυξαν και αναγκάστηκε να βγει στο βουνό αντάρτης. Μετά την απελευθέρωση, δε γύρεψε χάρη από κανένα. Δούλευε στο μικρό τυπογραφείο του πατέρα του και τα βράδια, κρυφά, έγραφε ποιήματα. Στα τριανταπέντε του, αποφάσισε να σπουδάσει φιλολογία. Τέλειωσε, γύρισε
πίσω και διορίστηκε καθηγητής. Ούτε ν’ ακούσει ήθελε γι’ αυτά που γίνονταν τελευταία.
«Θυμάσαι που σου το ’λεγα;», είπε κοιτώντας τον Χάρη ίσια στα μάτια. «Κάποιοι πουλάνε με περισσή ευκολία εθνολυτρωτική πραμάτεια, γιατί θέλουν να μας ρίξουν στην παγίδα του αδελφοκτόνου σπαραγμού…» Και σαν να ένιωθε το βάρος της λέξης, σταμάτησε για να πάρει ανάσα και να συμπληρώσει με έμφαση: «…για ν’ ανοίξουν έτσι πιο εύκολα οι Κερκόπορτες».
Μιλούσε χωρίς πάθος. Ωστόσο, η φωνή του παλλόταν ελαφρά καθώς στην κουβέντα απάνω πρόφερε τις λέξεις «Ελλάδα… Ένωση… Ελευθερία…»
Ο Χάρης, για τις ίδιες λέξεις, συχνά μιλούσε παράφορα. Η φωνή του γινόταν βραχνή, το βλέμμα του χανόταν σε πλατιούς ορίζοντες και ήταν αυτό σαν
γλυκασμός και άγγιγμα μιας πρωτόγνωρης εμπειρίας. Δεν υπήρχε κάτι ούτε ανώτερο ούτε και πιο ιερό από όσα οι λέξεις αυτές έκλειναν μέσα τους. Σαν τον άκουγα, έλεγα πως άλλος μιλούσε και όχι ο Χάρης. Πού τα έβρισκε όλα αυτά; Και εκεί που σιωπούσε και το στήθος του ηρεμούσε, ξαφνικά, τα μάτια άνοιγαν διάπλατα και ήταν σαν να έβγαζαν φωτιές. Νόμιζες πως απέναντι του στέκονταν κάποιοι, που σκοπός τους ήταν να καταστρέφουν τα πιο μεγάλα όνειρά του. Δε συγκρατιόταν. Άνοιγε έναν υποθετικό διάλογο και τέντωνε τα χέρια του με τέτοια αυτοπεποίθηση σαν να είχε όλο το σύμπαν με το μέρος του. Ζήλευα το πάθος του και ένιωθα ανάξιος που δεν μπορούσα να αισθανθώ κι εγώ τα ίδια ρίγη που διαπερνούσαν την ψυχή του.
Μετά το φονικό στη Λεμεσό, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Ο κόσμος μοιράστηκε στα δυο και οι πιο μυαλωμένοι τρόμαξαν στην ιδέα πως το αδελφοκτόνο μίσος μπορούσε να απλώσει τα πλοκάμια του, να κόψει την
ανάσα και να πνίξει τις φωνές, που μέχρι χτες έβγαιναν από το ίδιο στήθος. Εκεί στη Λεμεσό, τον Οκτώβρη του 1931, ξέσπασε η οργή των σκλαβωμένων, γιατί δε χωρούσε κι άλλη υπομονή στην ψυχή τους. Το 1955, τα αμούστακα παιδιά μέτρησαν το μπόι τους με εκείνο της λευτεριάς. Τώρα, σαν να πιάστηκαν όλοι στις κλωστές της αράχνης και αναδεύοντας χέρια και πόδια μπλέκονται όλο και πιο πολύ και ασφυκτιούν, χωρίς κανείς να γνωρίζει πως το δικό τους σάλιο είναι που φτιάχνει τον ιστό.
Το είδα στα λόγια της Δήμητρας. Πού βρήκε, αλήθεια, τόσο πάθος και τόση οργή ένα κορίτσι σαν κι αυτό;
«Να τους σκοτώσουν όλους», φώναξε, «κι αυτούς και τα παιδιά τους… είναι προδότες, είναι ανθέλληνες, κομμουνιστές…»
Γιατί τόσο φαρμάκι γι’ αυτούς που αποφάσισαν να συναντηθούν με μια ομάδα Τούρκων αριστερών; Γιατί είναι έγκλημα να συζητάς για την ειρήνη; Γιατί, παιδική μου φίλη, Δήμητρα;

Ο ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ (2012)

(Απόσπασμα)
Ένιωθε το σχοινί να χαράζει τη σάρκα του, τα μπράτσα, την κοιλιά, τα πόδια. Πήγε να παίξει τα δάχτυλα. Τίποτα. Είχε μουδιάσει ολόκληρος. Ο νάνος απέναντι τον κάρφωνε. Ο άλλος… ο άλλος… Στο διάολο ο άλλος! Συνήλθε. Θα λαγοκοιμήθηκε δυο τρία λεπτά. Η κλοτσιά στην πόρτα τον τάραξε για τα καλά. Το κεφάλι του πήγε να εκραγεί. Μπήκε μέσα ο επιστήμονας και άπλωσε τα σύνεργα στο τραπέζι. Οι κινήσεις του, τελετουργικές. Τον έβλεπε. Λαχτάρισε. Όχι δεν ήθελε. Ας έμενε έτσι για ώρες. Θα είναι ήσυχος. Έκλεισε τα μάτια. Τον πίεζε η κύστη του. Βράχηκε. Ανάσανε με ανακούφιση. Έτσι που αλάφρυνε, μπορούσε να αντέξει πολλές ώρες ακόμη. Μόνο μην τον πειράξει ο επιστήμονας. Μα εκείνος τον πλησίασε. Άνοιξε ένα ρουμπινέ κι έκανε απότομα πίσω. Από την οροφή ξεχύθηκε ένας χείμαρρος. Κράτησε όσο που να τον περιλούσει και να του κόψει την ανάσα. Μετά, τακ, τακ άρχισαν να πέφτουν κάτι χοντρές σταγόνες κατευθείαν στο κεφάλι του. Πέρασαν λίγα λεπτά κι άρχισε να τινάζει τον αυχένα του. Καθόλου δεν του άρεσε η ιδέα πως οι σταγόνες θα συνέχιζαν να πέφτουν αδιάκοπα. Άρχισε να δυσανασχετεί, μέχρι που η όλη κατάσταση τού γινόταν ανυπόφορη. Μετά, κάθε που έπεφτε μια σταγόνα, νόμιζε πως του κάρφωναν πρόκες στο κεφάλι. Άρχισε να πονά, να υποφέρει. Ήθελε να φωνάξει, δάγκωνε τα χείλη του, μάτωνε. Ο πόνος έμοιαζε να του διαλύει το κρανίο. Κάποια στιγμή το μαρτύριο σταμάτησε. Όμως, ο πόνος δεν έλεγε να τον αφήσει. Πέρασε έτσι κάμποση ώρα. Καταλάγιασε.
Τον Αμερικάνο τον πυροβόλησαν στο κούτελο. Ακαριαία. Έγειρε πίσω και ξάπλωσε ανάσκελα με ορθάνοιχτα μάτια. Ήρθαν αμέσως, με τις σειρήνες να στριγκλίζουν απαίσια. Τον σήκωσαν και τον πήρανε. Μια φήμη σερνόταν στους δρόμους της πόλης. Όλοι ψιθύριζαν σαν να γνώριζαν από καιρό, για μια σκοτεινή οργάνωση, που αντρώθηκε στα χρόνια της χούντας και που τώρα έπαιρνε εκδίκηση. Κάποιοι θυμήθηκαν τον άλλο, τον Αμερικάνο το δημοσιογράφο, που τον φάγανε στον Εμφύλιο. Τότε. Στη μαύρη καταχνιά… Την άλλη μέρα τον κάλεσαν στην Ασφάλεια. Εκεί ήταν καμιά εικοσαριά. Ανάμεσά τους, γνώριμα πρόσωπα, συμφοιτητές, φίλοι. Πρώτος ο Παναγιώτης ο Τρικαλινός. Του ’γνεψε να μη μιλήσουν, να κάνει τον αδιάφορο. Τα πουλάκια μου… εδώ είμαστε πάλι… ακούστηκε μια φωνή. Ο Ηρακλής, η αδερφή…. Τώρα ούτε γυαλιά ούτε κουνήματα. Τα ’χασε. Δυο χωροφύλακες άρπαξαν τον Τρικαλινό και τον έσυραν έξω από την αίθουσα. Έμεινε να κοιτά. Τι άλλο να ’κανε. Τον πλησίασε ο Ηρακλής. Ομορφούλη, τι γυρεύεις εσύ εδώ; Τον κοίταξε στα μάτια. Δεν ξέρω. Με κάλεσαν. Από κάποιο υπόγειο ακούγονταν οι φωνές των χωροφυλάκων. Χτυπούσαν τον Παναγιώτη. Αλύπητα. Μα εκείνος, μιλιά. Ούτε φωνές ούτε τίποτε. Κοντά σ’ εκείνα που τράβηξε στην Αίγινα, αυτά θα τα ’νιωθε χαϊδέματα. Μα όσο δε μιλούσε και δεν ούρλιαζε τόσο και αποκτηνώνονταν οι χωροφύλακες. Οι άλλοι ταράχτηκαν. Ένας λοχίας άνοιξε το ραδιόφωνο στη διαπασών. Τον καημένο θα τον λιανίσουν, σκέφτηκε. Ο Ηρακλής σαν να διάβασε τη σκέψη του, τον στραβοκοίταξε. Εσύ είσαι το αιώνιο θύμα. Ούτε για τσιλιαδόρος δεν κάνεις. Αυτός σας πήρε στο λαιμό του. Και σαν κάτι να τον χτύπησε, πέταξε με θυμό ένα παλιοκουμμούνια θα σας λιώσουμε… κι έφυγε. Τα είχε χαμένα. Είδε άλλους δυο, του σπουδαστικού. Ρουφιάνοι κι αυτοί. Ο ένας, του ’κλεισε το μάτι. Τον ρώτησαν, τους είπε, ξανά εκείνοι επέμεναν, αυτός έτρεμε. Ναι, δεν έκανε για συνωμότης. Μετά τον πήγαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Τον φωτογράφισαν κι έτσι κι αλλιώς. Μετά του πήραν δαχτυλικά αποτυπώματα. Στα 1974. Χειμώνας.
Τώρα τι να θέλουν πάλι; Ένας τσιλιαδόρος ήταν, τίποτε άλλο. Κι αυτό από τη λαχτάρα να κάνει κάτι κι αυτός. Έβλεπε τους άλλους που μιλούσαν συνωμοτικά και τους ζήλευε. Ένιωθε ανάπηρος. Εγώ σου το ’πα, μην τους ακούς, φύγε. Εσύ έχεις μέλλον. Του μιλούσε και τον κάρφωνε στα μάτια. Εκείνη. Του άρεσε. Είχε ωραίο πρόσωπο. Έδειχνε να τον νοιάζεται. Κόρη Πτεράρχου. Στα χρόνια της xούντας, στη Φιλοσοφική. Σόλωνος και Μασσαλίας γωνία.

O Oστεοφύλαξ (2007)

(Απόσπασμα)
Του άρεσε πολύ να κατανέμει κόκαλα νεκρών σε κιβώτια μεταλλικά. Έπαιρνε με περισσή ευλάβεια το κρανίο και τα συνήθη οστά, την ωλένη και το μηριαίον. Τα σκούπιζε ελαφρά και με ζηλευτή δεξιοσύνη τα τοποθετούσε, την κεφαλή στο μέσον και τα κόκαλα εκατέρωθεν. Ανάμεσά τους έβαζε μπόλικο βαμβάκι. Βεβαίως τα οστά –ιδίως αυτά– δεν θραύονται εύκολα. Όμως, υπό συνθήκες βίας, εσκεμμένης ή τυχαίας, θρυμματίζονται.
Μετά τα τακτοποιούσε στις προθήκες. Ένας τοίχος σεβάσμια οστά. Φρόντιζε πολύ η αίθουσα των μακαριστών αδελφών να μυρίζει λιβάνι και ο καπνός, κυανούς, ελαφρύς και νωχελικός, να αναδύεται ίσαμε την οροφή και από εκεί να διαχέεται ατάκτως στο σεπτό οστεοφυλάκιο. Φρόντιζε, επίσης, να γραφούν αριθμοί στο άνω δεξιό μέρος του μεταλλικού κιβωτίου και όριζε αυτός το μέγεθος της φωτογραφίας του τεθνεώτος. Θεώρησε όμως περιττό να γράφεται το όνομα, διότι οι οικείοι γνωρίζουν, οπότε δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνουν και οι άλλοι το όνομα του πάλαι ποτέ περιβάλλοντος τα οστά. Ωστόσο αυτό, μαζί με άλλες ενέργειες, εξόχως συνωμοτικές, σχετιζόταν με τη γνώση μυστικών κωδίκων, καθότι επί της Εθνοσωτηρίου του ’67 υπηρέτησε την πατρίδα ως κρυπτογράφος.
Δεν επέτρεπε, ακόμα, τα πλαστικά λουλούδια, καθώς και άλλα κακόγουστα, όπως έλεγε, σταυρουδάκια, χάντρες και όρκους σε στιχάκια «Θα σε θυμάμαι παντοτινά» – εξευτελισμοί δηλαδή που όντως εκθέτουν τις νυν δακρυρροούσες σεβάσμιες δέσποινες. Διότι οι κιβωτιόσχημοι εν ζωή πολλά ημάρτησαν έργω, λόγω και διανοία. Πώς να το κάνουμε; Η ανθρωπίνη φύσις δεν τελειούται. Ψεγάδι πάντοτε μένει – ακόμα και τα πάνσεπτα οστά το γνωρίζουν. Άλλωστε, όταν οι τεθνεώτες όριζαν εν ζωή τα σώματά των, πολλάκις θα ενέδωσαν σε πειρασμούς σαρκός και της σαρκός τα ρίγη διαπέρασαν και ανατάραξαν το μυελό των οστών. Τώρα, χωρίς πάθη, μόνο με υποθέσεις, αλλά και με εκμυστηρεύσεις των οικείων ή και με αναμενόμενες διαδόσεις, μπορεί να εικάσει τον βίον και την πολιτείαν των σεμνοτάτων οστών. Του άρεσε να εικάζει.
Φορές μάλιστα αναστήλωνε διά περιγραμμάτων τα απομεινάρια. Τα ενέδυε φορέματα και τα περιέφερε σε σχήματα οίκων και αγορών. Συνταίριαζε τα περιγράμματα, διαμόρφωνε σχέσεις, εμπνεόταν διαλόγους και έστηνε τα σκηνικά μιας μακάβριας, τωόντι, παράστασης. Η δημιουργικότης του Οστεοφύλακος, καταρχήν, τον ακολουθούσε από την εφηβεία, αλλά προσέφερε ικανοποίηση μόνο στον ίδιο. Αυτό διήρκεσε μέχρι που δραστηριοποιήθηκε στη σχολική ομάδα θεάτρου. Tην ομάδα ενεθάρρυνε η κ. Λεοντίδου, φιλόλογος και φιλότεχνος, σύζυγος του κ. Δημάρχου, ο οποίος εχήρευσε νωρίς, υπό συνθήκας –λέγεται– ασαφείς. Διότι πώς η Ναταλία Λεοντίδου βούτηξε με σκάφανδρο, ενώ τίποτε δεν γνώριζε περί την αλιεία σφουγγαριών, και μάλιστα φορώντας χρυσό περιδέραιο, με βαμμένα χείλη και με καταμωλωπισμένα τα πόδια στο ύψος της λεκάνης; Ερωτήματα που συνεχώς επανέρχονται και τώρα εμπλουτίζονται εσκεμμένως, αφότου ο κ. Δήμαρχος παραιτήθηκε και εξαφανίστηκε, λένε, κάπου στο Βέλγιο.
Η εν λόγω κ. Λεοντίδου θεωρούσε πολύ προχωρημένες τις σκηνοθετικές εμπνεύσεις του μαθητού της. Mάλιστα ο ίδιος διαισθανόταν και μια ζηλόφθονη διάθεση, εφόσον της κυρίας η αντίληψη περί σκηνοθεσίας όχι μόνον πρωτόλεια ήτο αλλά και κακόγουστη αντιγραφή χειρίστων δειγμάτων από παραστάσεις περιοδεύοντος θιάσου. Εξαιρετικώς εθύμωσε η κ. Λεοντίδου όταν επέμεναν οι μαθηταί της ογδόης να ανεβάσουν Άμλετ και ιδίως εκεί όπου, στην επίμαχη σκηνή, αντί κρανίου, ο φιλόδοξος νέος σκηνοθέτης επρότεινε μετά πάθους να κρατά ο πρίγκιψ μια φρουτιέρα.
Και το μένος των συγγενών της νεκράς Λεοντίδου ήταν ασυγκράτητο, όταν άρχισαν να διαδίδονται φήμες περί επιστολών της προς τον ατίθασο μαθητή με τις σκηνοθετικές ανησυχίες, ο οποίος προηγουμένως είχε φροντίσει –λέγεται– να της εκμυστηρευθεί πόθους της εφηβείας. Ναι, με σκάφανδρον.
Εννοείται ότι ο νέος επέζησε και τώρα ούτε καν ενθυμείται –έτσι τουλάχιστον δείχνει– την περιπέτειά του. Όμως συνεχίζει να σκηνοθετεί. Να εμπνέεται, να προτείνει και να εφαρμόζει στο δικό του βασίλειο, αυτό της οστεόπολης. Η αίθουσα με τα οστά ήταν το σπίτι του. Κι αν δεν φοβόταν ένα πολύ πιθανό σκάνδαλο, θα το τολμούσε: θα τοποθετούσε έναν καναπέ-κρεβάτι στη δεξιά κόγχη, ακριβώς κάτω από την Εις Άδου Κάθοδον του μεγάλου μαΐστορος Γεωργίου Πιφλιντζή, του εκ Κοζάνης. Όλα τα είχε σκεφθεί – αλλά δεν ήθελε να δώσει λαβή. Οπότε διατηρούσε ένα μικρό διαμέρισμα, για το οποίο κανείς τίποτε δεν εγνώριζε.
Του άρεσε να μπαινοβγαίνει στην αίθουσα με τα οστά. Μάλιστα λυπήθηκε πολύ που το συμβούλιο της Πανελληνίου Ενώσεως Διευθυντών Ορθοδόξων Κοιμητηρίων (ΠΕΔΟΚ) απέρριψε πρότασή του να δοθεί συναυλία με βιολί και τσέμπαλο την ημέρα των νεκρών, δηλαδή το Ψυχοσάββατο. Ιδίως ο μητροπολίτης της περιοχής όπου και το οστεοφυλάκιον τον επέπληξε διά την μιαράν σκέψιν του. Ήμαρτον! Συναυλία με όργανα και διαφόρους περιέργους εντός του οστεοφυλακίου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου