Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ



Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Πενταλιά της Κύπρου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόννη και στο Παρίσι (Docteur d’État). Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες κι Ιστορία στα Πανεπιστήμια του Λαβάλ, του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ. Είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά (ΚΕΕΚ).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας κι Ιστορίας, ενώ δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικά άρθρα κι είχε πολλαπλές συμμετοχές σε συλλογικούς τόμους. Έξι βιβλία δημοσιεύτηκαν, επίσης, κάτω από την εποπτεία και τη διεύθυνσή του. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές διηγημάτων.
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες της Κύπρου, της Ελλάδας και της διασποράς. Δημοσίευσε χρονογραφήματα, κριτική και δοκίμια. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία κι είναι αρθρογράφος στον κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» της Κύπρου.
Από το 1983 είναι εκδότης και διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού “Études helléniques”/ “Hellenic Studies”. Πολυσέλιδες εκδόσεις του περιοδικού αφιερώθηκαν στη λογοτεχνία της διασποράς, την κυπριακή λογοτεχνία, την ελληνική εκπαίδευση και σε θέματα διεθνών σχέσεων. Από το 1997 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο πρόγραμμα «Παιδεία Ομογενών» για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά (έρευνα, επιμόρφωση εκπαιδευτικών και παραγωγή διδακτικού υλικού).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

2018 ΝΟΜΑΔΑΣ Β’ Εκβάτανα εκδόσεις Βακχικόν
2017 Λεξήματα, ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Βακχικόν
2017 Νομάδας [ΑΉέξοδος], μυθιστόρημα, Αθήνα, εκδόσεις Βακχικόν
2012 Η επιστροφή του αρχιερέα και άλλα διηγήματα, Λευκωσία,
εκδόσεις Αιγαίον
2008 Προκρούστη του εναρέτου, ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Ταξιδεύτης
1990 Ενάλια Κύπρος: Ο θάνατος του Ονήσιλου στα 1989 μ.Χ.,
ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Πελεκάνος
1984 Anthumes, ποίηση, Μόντρεαλ, Le Meteque
1980 Ο γυρισμός του αρχιερέα, διηγήματα, Λευκωσία, Ο Μέτοικος
1979 Παρακαλείσθε μη πτύετε εντός του λεωφορείου, ποίηση, Λευ-
κωσία, Ο Μέτοικος
1969 Επένδυση στο χρόνο ενός ονείρου και κάποιων μαρτυριών,
ποίηση, Λευκωσία, Κυπριακά Χρονικά




ΝΟΜΑΔΑΣ 
Γ’ ΜΕΤΑ ΤΑ ΕΚΒΑΤΑΝΑ  (2019)


XIII

Εκεί στην Πενταλιά, το θυμάμαι πάντα, το καφενείο ήταν το πρώτο λαϊκό πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησα. Οι άνθρωποι εκεί, την ίδια ώρα που συζητούσαν για τον καιρό, για το αν θα βρέξει τον Απρίλη, για τα σπαρτά, για τα ζωντανά τους, άνοιγαν και την πολιτική συζήτηση για δικά μας και ξένα. Για τον Εγγλέζο που αργά ή γρήγορα θα τσακιζόταν από την Κύπρο, για τον Νάσερ της Αιγύπτου και για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Για τον ΟΗΕ που κάποιοι τον αποκαλούσαν λέσχη διεθνών απατεώνων, κι άλλοι στήριζαν ακόμη σε αυτόν κάποιες ελπίδες. Κι εκεί έμπαιναν και θέματα στρατηγικής και θέματα τακτικής κι ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Όχι, δεν ήξεραν τους επιστημονικούς όρους, τις  επιστημολογικές έννοιες, μα τι σημασία είχε αυτό; Τα θέματα ουσίας τα έθιγαν, τα ένιωθαν, τα καταλάβαιναν. Με την απλότητα βέβαια των απλοϊκών ανθρώπων, αλλά τι σημασία είχε αυτό; Μήπως η πολλή επιστημονικοφάνεια δεν σκοτώνει στο τέλος την ουσία;
Κι οι γυναίκες που δεν πήγαιναν στο καφενείο, ναι μάνα, ο φεμινισμός δεν είχε φτάσει ακόμη στα μέρη μας, είχαν τον δικό τους καφενέ, όπως έλεγαν κοροϊδευτικά οι άντρες. Ήταν η βρύση! Απ’ εκεί ξεκινούσαν τα τηλεγραφήματα των διαφόρων διεθνών πρακτορείων, με πρώτο το Ρόιτερ φυσικά! Υπήρχε και καταμερισμός εργασίας. Εμείς τα παιδιά ξέραμε ποια ήταν η ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου, ποια του Γαλλικού και πάνω απ’ όλα ποια ήταν αυτή του Ρόιτερ, η πάντα καλύτερα πληροφορημένη. Σε πιο χαμηλό επίπεδο τοποθετούσαμε τις ανταποκρίτριες των τοπικών εφημερίδων. Και σε κάποιες απονέμαμε τον τίτλο της δικηγόρου του στέμματος! Με πρώτη και καλύτερη την Καλλιστένη του Ποστολή. Αυτή θα μπορούσε άλλωστε να θεωρηθεί και η πρώτη φεμινίστρια στην Πενταλιά.
Επίσκιαζε τον άντρα της, τον Λουκαή, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο που φορούσε παντελόνια τρία τέταρτα κι ήταν καλός τεχνίτης. Έπλεκε με λυγαριές και αμπελόβεργες κοφίνια!
Ναι, μάνα, το πρώτο μεγάλο μου σχολείο ήταν η Πενταλιά. Δεν λέω πως όλα ήταν όμορφα και ιδανικά. Όχι, είχε πολλά στραβά η Πενταλιά. Θυμούμαι που υπήρχαν άντρες που κακοποιούσαν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, θυμούμαι και τους καυγάδες και τις βεντέτες... Είδα γυναίκες με μαυρισμένα μάτια από τα γρονθοκοπήματα των ανδρών τους. Και προσπαθούσαν να το κρύψουν. Έλεγαν πως είχαν γλιστρήσει και είχαν πέσει κάτω... Και πολλές μικρότητες και πολλές κακίες... Τα θυμούμαι και αυτό, μόνα. Όμως εδώ εις την ξένην θα το παραδεχτώ, μάνα, έχουμε την τάση να ιδανικοποιούμε το παρελθόν... Κι ύστερα όλα αυτά ήταν μέρος του μικρόκοσμου της Πενταλιάς. Και σήμερα, μάνα, τα ίδια αναπαράγονται στον μακρόκοσμο της οικουμένης... Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας... Όπου αναθέτουμε στις γάτες να πιάνουν τα ποντίκια κι όταν αναθαρρήσουν, μας κλέβουν το τυρί... Ναι μάνα, εξακολουθώ να ζω με όνειρα πολλά... Προσπαθώ όμως, όπως πάντα μου το έλεγες, να μη χάνω και τον μπούσουλα στα μικρό, τα καθημερινά. Το ξέρω, η δημιουργία είναι πάντα
ποιητική. Κι όταν θερίζαμε τα στάχυα κι όταν τα δέναμε σε δεμάτια, αυτή, μάνα, ήταν η δική μας δημιουργία. Και το ψωμί που ζύμωνες στη σκάφη, μόνα, κι αυτό ήταν δημιουργία. Ό,τι  μένει, μάνα, είναι ό,τι δημιουργούμε. Γιατί το πιο τρομερό δεν είναι ο θάνατος. Το πιο τρομερό είναι που μετά θάνατον δεν
θα έχουμε καν συνείδηση της ανυπαρξίας μας. Γιατί ο θάνατος εκεί οδηγεί: Στην αιωνιότητα της ανυπαρξίας! Κι αυτό είναι τρομακτικό. Το τρομακτικό δηλαδή είναι να έχεις συνείδηση της ανυπαρξίας που θα ακολουθήσει. Συνείδηση της αιωνιότητάς της. Γι’ αυτό μακάριοι όσοι πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία. Ίσως θα πεθάνουν πιο εύκολα. Μολονότι άκουσα και
άθεους να νιώθουν ικανοποίηση που ο θάνατος σφραγίζει την
αιωνιότητα της ατομικής ανυπαρξίας.
Αυτά, μάνα, είναι μεταφυσικά προβλήματα που εσένα, ξέρω, δεν σε προβληματίζουν τόσο πολύ. Έλεγες πάντα για την ψυχή που φτερουγίζει στους αιθέρες. Έλεγες πάντα για τους πεθαμένους: αυτοί στον αληθινό κόσμο κι εμείς στον ψεματινό. Θα πεις, μάνα, εμένα με χάλασαν τα πολλά γράμματα
και δεν μπορώ να κάνω αυτήν τη διάκριση. Βλέπεις εγώ αντιστρέφω τους όρους. Ο δικός σου ο ψεματινός κόσμος είναι ο μόνος που υπάρχει για μένα. Ο άλλος ο αληθινός δεν τον διακρίνω πουθενά. Δεν πειράζει, μάνα. Δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε σε όλα. Η αναμέτρηση άλλωστε με τα μεταφυσικά προβλήματα είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Στιγμές-στιγμές έρχεται και ο Σίντης να θαμπώσει την όρασή μου... Σαν σε κινηματογραφική οθόνη περνούν από μπροστά μου τα χρόνια της ζωής μου στον Σίντη. Ο Σίντης..·Το μοναστήρι του Σίντη στην Πενταλιά της Πάφου, χωμένο στην κοιλάδα του ποταμού Ξερού. Που αργότερα περιήλθε ως μετόχι στη Μονή Κόκκου. Εδώ έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας και ο παππούς, γεωργοί, είχαν ενοικιάσει την περιουσία του μοναστηριού και η οικογένεια εγκαταστάθηκε σ’ αυτό. Ήταν προτού η Μονή Κύκκου πουλήσει σε πλειστηριασμό όχι μόνο τη γη αλλά και τα σπίτια του Σίντη και μεγάλο μέρος των υλικών τους μεταφερθεί στην Πενταλιά για να χρησιμοποιηθεί σε οικοδομές του χωριού. Ήταν η εποχή που η κυπριακή Εκκλησία πουλούσε την αγροτική της ιδιοκτησία και ξεκινούσε την αξιοποίηση της αστικής της περιουσίας που συνοδευόταν και από την οικοπεδοποίηση τεραστίων εκτάσεων. Η μισή αγροτική γη της Πενταλιάς ανήκε στη Μονή Κόκκου. Το μοναστήρι του Σίντη ερημώθηκε, ακόμη και η εκκλησία κινδύνευε να καταρρεύσει. Ευτυχώς, με ευρωπαϊκά κονδύλια έγινε μια σχετική αναστήλωση και η μονή πήρε τη σημερινή μορφή της. Διακρίνει όμως κανείς την καταστροφή των σπιτιών που δεν είναι κατοικήσιμα όπως τα γνώρισα όταν
έζησα εκεί παιδί. Επρόκειτο για σπίτια αρχοντικά για την εποχή εκείνη.
Εδώ στον Σίντη, κάποιες αναμνήσεις είναι πολύ ζωντανές. Άλλες τυλίγονται μέσα στην αχλή. Ήμουν παιδάκι τεσσάρων χρόνων, ίσως και μικρότερος όταν πήγαμε στο Σίντη. Στα έξι ξαναγυρίσαμε στο χωριό, έπρεπε να πάω σχολείο. Πρέπει όμως ο πατέρας να πηγαινοερχόταν και τότε, να συνέχιζε δηλαδή να καλλιεργεί τα κτήματα του μοναστηριού. Σίγουρα
ο παππούς και η γιαγιά παραμείνανε εκεί για κάποια χρόνια ακόμη. Ο παππούς ήταν περισσότερο βοσκός παρά ζευγολάτης. Θυμούμαι μάλιστα πως διανυκτέρευα μαζί τους μερικές φορές. Αλλά η σχέση με τον Σίντη συνεχίστηκε και αργότερα, όταν οι καλόγεροι του Κόκκου πούλησαν το μοναστήρι. Ο πατέρας είχε αγοράσει χωράφια στην περιοχή του μοναστηριού
και ανεβοκατεβαίναμε «στον ποταμό», όπως ήταν η έκφραση τότε... Ότι ο ποταμός Ξερός, έστω και με το λίγο του νερό, ήταν η ζωή του μοναστηριού και της περιοχής. Νερόμυλοι κοντά στο μοναστήρι, οπωροφόρα δέντρα, κοπάδια αιγοπρόβατα, όλα ζούσαν με τη χάρη του ποταμού.
Πέρασαν τα χρόνια. Και τώρα, στις όχθες ενός άλλου ποταμού, αυτού του Αγίου Λαυρέντιου, αιώνιος ταξιδευτής, ίσως και τυχοδιώκτης, σε αναζήτηση μιας μοίρας που αρνείται να αποκαλυφτεί.
Στο μεταξύ το λεωφορείο έμπαινε τώρα στο Μόντρεαλ. Περνούσε πάνω από τη γέφυρα Ζακ Καρτιέ. Έβγαλα από τον χαρτοφύλακα μου ένα χαρτί και έριξα μια ματιά. Ήταν η ημερήσια διάταξη της Συντονιστικής Επιτροπής τηςΤ. Ο. ΠΑΣΟΚ Μόντρεαλ που συνεδρίαζε αυτό το βράδυ. Οι σύντροφοι θα με περίμεναν να κάνω μια πρώτη έκθεση για τα τοπικά προβλήματα. Τουτέστιν για την Ελληνική Κοινότητα του Μόντρεαλ
και τον Εργατικό Σύλλογο των Ελλήνων του Μόντρεαλ.
Να φεύγεις από το Πανεπιστήμιο Λαβάλ, να περνάς από τις μαγευτικές συγκυρίες του τυχαίου, να ταξιδεύεις στην Πενταλιά, τον Σίντη, κι ύστερα να προσγειώνεσαι σ’ ένα μικρό γραφείο στην οδό Ζαν Ταλόν του Μόντρεαλ και να συζητάς για την Κοινότητα των Ελλήνων σ’ αυτήν την πόλη. Και κάπου στην Αθήνα, στη Χαριλάου Τρικούπη ή στο Καστρί, να συνεδριάζει ίσως την ίδια ώρα το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα και να συζητούν τακτική και στρατηγική, για την τελική έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα!
Θυμήθηκα τους στίχους του Γκάτσου:

Δεν έχω σπίτι κι όνομα
και κώδικες και νόμους
αιώνες τώρα περπατώ
σε στοιχειωμένους δρόμους.

Ένας κόσμος που τρέχει να προλάβει... Και εγώ σε μια νέα
πορεία, πορεία σε στοιχειωμένους δρόμους...

Δώστε μου μια ταυτότητα
να θυμηθώ ποιος είμαι.


ΛΕΞΗΜΑΤΑ (2017)

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ

I
Χαϊδεύω
τα σκουριασμένα καράβια
που κουβαλάνε τα όνειρά μου
τοξότης γερασμένος
που επιστρέφει
από τον πόλεμό της Τροίας.
Κι ούτε μια μήνυση
στην ιστορία
να μην μπορώ να κάνω.

II
Με συμφωνημένα ψέματα
μας κατάντησαν να ονειρευόμαστε
και μαύρα μεσοφόρια.
Με συμφωνημένα ψέματα
να προχωράμε
κι ούτε που αντέχουμε
να κοιταχτούμε στον καθρέφτη.
Αναποδογυρίστηκε η ψυχή μας
γέμισε νεκρά πουλιά
το δωμάτιο
από έναν παράξενο θάνατο
που έρχεται
μέσα από την κοιλάδα
ενός ήλιου
που στάζει αίμα.

ΙΙΙ
Χαϊδεύω
τα σκουριασμένα καράβια
που κουβαλάνε τα όνειρά μου
τοξότης γερασμένος
που επιστρέφει
από τον πόλεμο της Τροίας
και διαψεύδει
τους χρησμούς του Τειρεσία
ανάμεσα στο γλαυκό
της θάλασσας και του ουρανού

ΣΚΟΥΡΙΕΣ

Σκούριασαν τα όνειρά μας
Μελπομένη
όπως τα πόμολα
στις παλιές πόρτες.
Σκούριασαν
και οι σιδερωμένες αλήθειες
που μας σερβίρουν.
Σκούριασαν
κι οι ένοπλοι έρωτές μας.
Μείναμε από οράματα
ξεμείναμε από μέλλον.
Εδραιώθηκε
μια ξένη άνοιξη
βαρβαρική
και ντυθήκαμε κουρέλια
από το σεληνόφως.
Σ’ ένα σκοτεινιασμένο υπόγειο
προχωρεί η μετεξέλιξή μας
σε πετρώματα
λουλουδιών και πεταλούδων.

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ


I
(Παλλακίδα)
Ναι
συμβαίνει ενίοτε
να συναλλάσσεται
και η ποίηση
παρά τους όρκους των ποιητών
περί του αντιθέτου.
Συμβαίνει ενίοτε
η κάθοδός της
εις την κοιλάδα των λύκων.
Συμβαίνει ενίοτε
να εγγράφονται οι μετοχές της
στα χρηματιστήρια
και να αγοράζονται πομπωδώς
από τραπεζίτες, χρηματιστές
και εμπόρους όπλων.

II
(Ποιητής)
Σκέφτομαι
πως στις μέρες μας
ένα καλό επάγγελμα
θα ήταν συντηρητής
παλαιών επίπλων.
Θα προτιμούσα βέβαια
να δήλωνα ποιητής
αλλά όλες οι θέσεις
είναι από καιρό κατειλημμένες
από τους ποιητές
με το σωστό λεξιλόγιο.

III
(Η μελαγχολία του ποιητή)
Η υστεροφημία…
Κι αναστοχάζεται
ποιος θα τη νέμεται
στην αιωνιότητα της απουσίας του
χωρίς το μπαλέτο των χεριών του
γύρω από το λαιμό της.
Αν ήταν
να αγόραζε μια χαραμάδα
κάπου
να κρυφοκοίταζε…
Αν ήταν
ο εγκέφαλος
να κράταγε αλώβητη
την παντοτινότητα του κόσμου
όσο αυτή θα υπήρχε
θα καταργούσε
την αιωνιότητα της απουσίας
θα μπορούσε να αγαπήσει
ακόμη και το θάνατο.
IV
(Ανατρεπτικός ποιητής)
-Είστε
ανατρεπτικός ποιητής
με ρώτησε χαμηλόφωνα
και κάπως δειλά.
-Πώς το ξέρετε
έχετε διαβάσει ποιήματά μου;
-Όχι
σας είδα το πρωί
που πηγαίνατε στην εκκλησία.
-Ευτυχώς
είπα μέσα μου
νόμισα πως με είδατε
στη τελευταία σύναξη
των τροτσκιστών!

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΛΩΣΗ

Κάθε μέρα
πολιορκείς τις λέξεις
να γεννηθεί ένα ποίημα
και τα βράδια
τα ποιήματα
γίνονται όνειρα.
Την αυγή έρχονται
οι ονειροσυλλέκτες
και τα μαζεύουν.
Είναι η δική σου
η δεύτερη άλωση.

ΑΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΑΔΟΚΙΜΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Εν Αθήναις, Ιούλιος 2015 π.Χ.
Και οι Ούννοι
έφτασαν ως τις Θερμοπύλες
απειλητικοί
και κανένας Λεωνίδας
δεν προστατεύει πια τα στενά.
Κι αύριο
ποιος ξέρει
ενδεχομένως θα αναπέμψουν
τις προσευχές τους
από την Ακρόπολη
μέσα από τον Παρθενώνα.
Μαζί τους
μπορεί να συμπροσευχηθούν
και οι ολιγαρχικοί.
Αυτοί ούτως ή άλλως
πάντα πρόδιναν
τη Δημοκρατία της Αθήνας
στο όνομα του ρεαλισμού
και ενάντια στον όχλο
και τους δημαγωγούς.
Το πρακτορείο Ρόιτερ
σε νεότερο τηλεγράφημά του
μεταδίδει την είσοδο στην Αθήνα
της έφιππης εμπροσθοφυλακής των Ούννων
ενώ ο αρχηγός τους υποσχέθηκε
μια νέα κυβέρνηση στους ιθαγενείς
κυβέρνηση, λέει, εθνικής ευθύνης.
Αναζητείται πρωθυπουργός.
(Με επώνυμον Επιτροπάκης
θα θεωρηθεί προσόν).

ΑΜΦΙΠΟΛΗ

Στην Αμφίπολη
οι αρχαιολόγοι αναστενάζουν.
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Τολμάς να πεις όχι
να διακινδυνεύσεις τον αφορισμό;
Πάντα μια μικρή
ή μεγάλη Αμφίπολη
θα σε συνοδεύει
κι ανάμεσα σε ένα ναι
και ένα όχι
έτσι θα παίζεται η τιμή σου.

Σ’ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ MONTH

Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις;
Γιατί τις ηνώχλησες;
Κώστας Μόντης
Κάποια στιγμή
φοβάμαι ότι όλοι μας
λίγο τις ενοχλούμε!
Δοκιμάζουμε την αντοχή τους…

ΒΑΣΤΙΛΗ

Και σήμερα
είναι 14 του Ιούλη
η μέρα που λένε
πως έπεσε η Βαστίλη.
Άδικα φαίνεται όμως
να πανηγυρίζουν οι άνθρωποι
το ρίξιμό της.
Η Βαστίλη στέκει
πάντα εκεί
μια φυλακή αόρατη
να κρατά πάντα
τα όνειρά μας αλυσοδεμένα.
Κι ο Προμηθέας αργεί.

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

I
Έπρεπε να έχει
και η ποίηση τη μέρα της;
Τι είναι αυτό το κακό που τη βρήκε;

II
Μέσα μας
θα εκκρεμεί πάντα
ένας ποιητής
όσο να βρεθεί
ο πυροκροτητής
της εύθραυστης οροσειράς
των λέξεων
που μας κυκλώνουν.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ

Μην αδειάσουν κάποτε
και την έννοια του ανθρώπου
και δεν έχουμε
πού την κεφαλήν κλίναι.
Μην αδειάσουν κάποτε
και την έννοια της ποίησης
πυροβολώντας στο ψαχνό
την άνοιξη!
Και μείνουμε
χωρίς τη Θεία Κοινωνία
μακριά από τους Δελφούς
χωρίς το Θαλή το Μιλήσιο
τον Αναξαγόρα
τον Παρμενίδη
το Δημόκριτο
το τέλος του μύθου.
Να περισώσουμε τουλάχιστον
στις ακτές της Ιωνίας
την κιβωτό του Ηράκλειτου
με τα αποσπάσματα του.

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ

Κάθε χρόνο
στις 15 του Ιούλη
στο μουσείο τα αγάλματα
δε σαλεύουν
κι όταν ακόμη ο αέρας φυσά
από την πλευρά της Κερύνειας.
Βρίσκονται μόνιμα
στην ανάπαυση
και χαμογελούν μελαγχολικά.
Αυτή η έλλειψη προοπτικής
είναι προφανές
ότι σκότωσε την ποίηση
της Κερύνειας
και ανέδειξε
τις ακολουθίες των μνημοσύνων.
Και τα αγάλματα
χαμογελούν πάντα μελαγχολικά.

Ο ΛΑΛΑ ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Η Λευκωσία
εκείνο τον Αύγουστο του 1974
κατά τας κληρονομηθείσας συνήθειας της
ήταν έτοιμη για τη μεγάλη συνουσία.
Την απαξιώθηκε κι αυτή
κι όταν ακόμη
ο νέος Δάνδολος
την άφησε στην τύχη της
μετακόμισε προσωρινά στη Λεμεσό.

15 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ 1974

Το πρωί κοιτάξαμε
από το παράθυρο
τα άρματα μάχης
να οργώνουν παράξενα
με τις ερπύστριές τους
τους δρόμους
της Λευκωσίας.
Το γιατί
το μάθαμε πιο ύστερα.
Γκρέμισαν τα τείχη
της Λευκωσίας
-όσα απόμειναν
από την πολιορκία του Λαλά Μουσταφά
το 1571-
για να διευκολύνουν
τη δεύτερη άλωση
του 1974.

Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

Μην πονοκεφαλάτε
οι έμποροι του ναού
δώσανε την υπόσχεση
θα μεταφέρουνε, λέει
τη θάλασσα της Κερύνειας
κάτω από τα τείχη
της Λευκωσίας.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

Στην Πενταλιά
ανθίσαν οι αμυγδαλιές
Αλέξανδρε.
Και συ
ανάμεσα στο Γρανικό
και τον Υδάσπη
αναζητάς, λέει
τον κόσμο…
Ανάμεσα στη Μακεδονία
και το Γρανικό
χιλιάδες μιλιά
κι η όψη της Ναυσικάς
με τα βελούδινα τσοχάκια
να χάνεται
από το οπτικό πεδίο
των αισθήσεων
του ουρανού.
Ώρες παράξενης ανάδυσης
του άγνωστου.
Το απύθμενο ριζικό
του ανθρώπου
κι η Ρωξάνη
που χωρίς να το ξέρει
περιμένει
το δικό της ριζικό.
Τούτες οι μέρες
έχουν μια παράξενη αίσθηση
μπορεί και να βρίσκεσαι
στο Κεμπέκ
στο Μόντρεαλ
-ο Αλέξανδρος
έκανε λέει
το γύρο του κόσμου
Γρανικός
Υδάσπης
Βαβυλώνα
η χώρα των Πάρθων
η Βόρεια
και η Νότια Αμερική
το Βελουχιστάν
το Κεμπέκ
η Βακτριανή
η Κομμαγηνή
η Σογδιανή
το Μόντρεαλ
παντού το χνώτο του-.
Στην Πενταλιά
ανθίσαν οι αμυγδαλιές
Αλέξανδρε
και συ
ανάμεσα στο Γρανικό
και στο Κεμπέκ
αναζητάς, λέει
τον κόσμο…
Κοίταξα
το σκληρό τοπίο
το φεγγάρι ήταν γεμάτο
δεν έμεναν παρά
κάτι μεσοτοιχίες
σημάδι πως κάποτε
ήτανε σπίτια.
Ύστερα χάθηκε
μες στη νύχτα.
Κανείς δεν έμαθε
αν πέθανε
στο Μόντρεαλ
στην Πενταλιά
ή στη Βαβυλώνα.
Υ.Γ. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πενταλιά της Πάφου, σύμφωνα με ένα
παλιό συναξάρι, λίγο βορειότερα απ’ εκεί που αναδύθηκε η Αφροδίτη από τους αφρούς της θάλασσας. Παράξενο που οι ιστορικοί δεν τον είπαν Πάφιο.

ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ
ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ (1969)

γεννήθηκα το 1941 π.χ.

Γεννήθηκα το 1941 π.χ.
την ώρα που γεννιούνταν
τα θανατερά μανιτάρια
στο διπλανό πευκόδασο,
-αλήθεια, είπε ή μάνα μου,
τί σύμπτωση! —
χωρίς καλές προοπτικές
και με λίγες ελπίδες.
Κι όμως…
Πώς αυξαίνουν οι ελπίδες
όταν θέλουμε να ζήσουμε;
-Όπως ανεβαίνουν οι μετοχές
στα τσιμέντα «Ηρακλής»
ή στη «Βιοχρώμ».
Κι όμως…
Ήταν κι αυτά τα θανατερά μανιτάρια
— αλήθεια τι σύμπτωση! —
κι όσο κι αν προσπάθησα
ή πρόληψη κυριαρχούσε
στη ζωή μου.
Γεννήθηκα τδ 1941 π.χ.
και περίμενα την άνοιξη
– καθώς ήτανε χειμώνας –
να υπογράψω το συμβόλαιο μου.
Κι όμως…
’Αν τουλάχιστο
δεν είχα αυτή την πρόληψη
να με βασανίζει
σε κάθε μου βήμα
θα μπορούσα
να γυρέψω τη ζωή μου
κάπου αλλού. Μα τώρα…
Τώρα πια γεννήθηκα
— αλήθεια τί σύμπτωση! —
1941 π.χ.

άρνηση

Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Με βρώμικα χέρια
τσακισμένα πλευρά
μαλλιά πού ξέχασαν
τη μαύρη απόχρωση
καμπουριασμένοι
– κι είμαστε τόσο νέοι –
σερνούμαστε σαν τα σκουλήκια
στη ξηρά
όμοια σαν τα παλιά καράβια
στη θάλασσα
που γυρνούν μισοβουλιαγμένα
χτυπημένα κιόλας
από το παρθενικό τους ταξίδι
— κι είμαστε τόσο νέοι! —
’Αλήθεια
ποιο βάσκανο μάτι
κακού Θεού
μας κυνηγά;
Με βρώμικα μαντήλια
στα χέρια, σκουπιζόμαστε,
μα δεν είναι αυτό.
Ότι γυρέψαμε
πέθανε σαν αναζήτηση
ότι αγαπήσαμε
ξεψύχησε νωρίς.
Δεν είναι πού το γυρέψαμε
χωρίς δικαίωση
δεν είναι πού αγαπήσαμε
χωρίς ελπίδα
και τσακιστήκαμε
σέρνουμε σώματα γερόντων.
Είναι που μείναμε γυμνοί
— κι είμαστε τόσο νέοι! —

δικαιοσύνη

«Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις
ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων
ρήμασι πειθόμενοι…».
Για Λακεδαιμονίους, ναι.
Γενναίοι αυτοί που δεν λύγισαν
κι ο Λεωνίδας
ήρωας τρανός κι αυτός
από τα σύμβολα του γένους.
Για Λακεδαιμονίους, ναι.
Ποιος όμως θα μιλήσει
για τούς Θεσπιεΐς
αυτούς που δεν ανέχτηκαν
-το μονοπώλιο της δόξας;
Αυτούς πού κλέψανε
τη δόξα των τριακόσιων;
Στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας
Ναι.
Με τούς τρακόσιους του.
Μάταν εκεί
και κάποιοι Θεσπιεΐς…
Κανείς δεν τούς θυμάται…
Στους πανηγυρικούς τους
οι ρήτορες ξεχνούν συνήθως
ν’ αναφερθούν σ’ αυτούς,
ή κι αν τούς θυμηθούν
μιλούν όλως παρεμπιπτόντως.
Για Λακεδαιμονίους
Ναι.
Για Θεσπιεΐς
κανένας δεν μιλάει.
«Δικαιοσύνη», πού λέει
κι ό ποιητής!

σχήματα

I
Στην κρυερή ανάσα της στιγμής
οργώματα αψηλάφητης ενέργειας
στην παθητική συμφωνία
του αναπόδεικτου
μυρσίνες του ακροπόταμου
ανάνθιστης κατωφέρειας
της κοιλάδας
με τα γυμνά στάχυα,
θα βιαστούμε για το διέξοδο
του στοχασμού πού λιώνει
αναπότρεπτη συνάντηση
στην ένταση του χρόνου.
Είναι κι η ποίηση
κράμα υπερχρονικής αρμονίας
πού συμβιβάζει την προσκόμιση
δίπλα στους αναμμένους
δαυλούς του μεσημεριού
μα και το άκουσμα της μουσικής
στριμωγμένες βιολέτες
για τ’ αναφιλητά της κόρης
στις ώρες της απεραντοσύνης.
Είναι κι ο Αχέροντας
υπόθεση πίστης
στην υπόκρουση της ψυχής
το τρίξιμο της πόρτας
μες’ την νύχτα που περιμέναμε
μπορεί κι οι λυγαριές
το λύγισμα τους ήταν όπως πάντα
μα στο χόρτο της πράσινης ακτής
πάντα θα υπάρχουν
ανταύγειες της καλής απόχρωσης.
Η αναξιότητα καμιά φορά
στους καιρούς της ύπνωσης
συντρίβει τα αριθμητικά σχήματα
στες πνοές του αναλλοίωτου
της σκοτεινής ανάπαυλας
των ξελογιασμένων.
Βουβές στιγμές που δέθηκαν
στην απόθεση του στοχασμού
ώρα της εκκόλαψης για πιθανότητες
ώρα της εκκόλαψης της νότας
του απύθμενου ριζικού.

II
Τα χρόνια δίνουν αμάλγαμα
από την ζωή της ειμαρμένης
του κόσμου που παλεύει
για την ύστερη εισπνοή,
στις μέρες που οι Θεοί
σκορπούν ειρωνικά χαμόγελα.
Πάμε για την καινούργια πρόσταξη
με το μεθύσι
της ανήξερης κατάντιας
μια παγερή βραδιά
με τα σφυρίγματα της ατομοβόμβας
συντροφιά.
Ένας κόσμος
δυο ελπίδες
τρία χαμόγελα.
Μέτρησε τις χαρές της ζωής
δεν θα σβηστούν τ’ αστέρια
μια φωτολαμπίδα
δυο κροταλίσματα.
Καθόλου.
Όχι.
Το πανηγύρι
το τραγούδι
η χαρά
το μεσημέρι
ο ζεστός ήλιος
το διαμάντι
η ζωή ατέρμονη
ο κόσμος
η γραμμή της γενιάς μας
η πορεία,
είναι κι ο Αχέροντας
που ζηλεύει…

στιγμές

I
Ο τόπος που γεννήθηκα
δεν αντίκριζε τον ήλιο
επειδής η βουή της νύχτας
δεν άφηνε την ανάσα της μέρας
ν’ ακουστή.

II
Ο κόσμος είναι καλός.
Το παραπονεμένο μας ύφος
είναι περισσότερο από συνήθεια.
Αν κλαίμε
είναι για την πολλή καλοσύνη
που μάς πνίγει.

III
Κάποτες θα μάθουμε
πως οι θεοί μισούν
τον άνθρωπο.
Οι άνθρωποι
είναι θεοί με σάρκα
και τούς φοβούνται.
Αύριο θα πετάξουν
την σάρκα.
Θα ζητήσουν
μια θέση δίπλα τους.

IV
Όταν μισής τον ουρανό
αυτό είναι
αληθινή αγάπη.
Το τέλειο μίσος
αυτό είναι
η γνήσια αγάπη.
Κάποτες θα μάθουμε
να μισούμε με πάθος.

V
Η θάλασσα
να καρτεράς
κι ή ελπίδα
το καράβι,
ω οι γλάροι
στερνά συναπαντήματα
και λιγοστά τραγούδια,
η θάλασσα, η θάλασσα
ο κόσμος
μια ελπίδα.

μας πρόλαβαν…

Ήλθαμε μες’ από τα χρόνια
προσκυνητές τούτης της γης
νιόφερτοι του άπειρου μας.
Ήλθαμε μες’ από τα χρόνια
ταξιδιώτες στην ιερή μας γη
και βρήκαμε τα πάντα βεβηλωμένα.
Απλώσαμε τα χέρια μας
στον ουρανό της πίστης μας
και ζητήσαμε ενίσχυση.
Ζητήσαμε δύναμη
για να κρατήσουμε.
Ήλθαμε μες’ από τα χρόνια
προσκυνητές
στην ιερή μας γη
μα καθυστερήσαμε
στον ερχομό μας.
Μάς πρόλαβαν οι βέβηλοι
και ρήμαξαν τα πάντα.
Και τώρα
στην ιερή μας γη
πώς θα βολευτούμε εμείς
Ιουδαίοι πιστοί
με τούς βέβηλους επιδρομείς;

σύνθεση

Τι κι αν φωνάζουν
οι Ιουδαίοι
κι αν οι σάλπιγγες
ηχούν;
Τα τείχη της Ιεριχούς
κρατούν.
Τούς αυλούς της εταίρας
—ώ τούς αυλούς —
καρτερούσαν
τον παλιό καιρό
—τραγούδι ηθικής
από χείλη πόρνης —
Η Ιεριχώ
οι ’Ιουδαίοι
η εταίρα
οι αυλοί
ο Θεός.
Επενδύσεις εποχών.

απατη

Αγαπήσαμε
χωρίς να το νοιώσουμε
την νεκρή φύση της γυναίκας.
Γυρέψαμε τον έρωτα
κι απατημένοι «ήρωες»
κρατάμε τα προσχήματα
να σώσουμε — όπως νομίζουμε —
την αξιοπρέπεια μας.
Κάθε σβησμένη ελπίδα μας
και μια ματωμένη παπαρούνα
κάθε αγωνία μας
και μια βιολέτα μαραμένη.
Ο κόσμος στενεύει
μάς πνίγει ό αγέρας
της γνωστής μας θάλασσας
γυρεύουμε καινούργιους δρόμους.
Θεέ μου που σε πίστεψα
τί όψη είναι τούτη;
Θεέ μου που σ’ αγάπησα
γιατί παιδεύεις την πνοή μου;

Στροφές

Ι
Ό έρωτας
(αστέρι που προσμέναμε με δέος)
η πρώτη συναπάντηση
το βολικό τραγούδι,
αλήθεια αγαπήσαμε;

II
Ένα τραγούδι
μια συναπάντηση
μια καινούργια αγάπη
τι μπορεί να φέρει
όταν η γης βουλιάζει;

IΙΙ
Αγαπήσαμε
και κλάψαμε.
Κλάψαμε
μα δεν υπάρχει αγάπη.
Γυρέψαμε
κι η αναζήτηση μας βούλιαξε.
Τι καρτερούμε;
Αλήθεια τι καρτερούμε;

IV
Ερωτικές νηοψίες
σε ώρες ανθρώπινες
όταν γυρεύουμε τον ήλιο.
Ο έρωτας
ένα μαντάτο ακόμη
μια ελπίδα
η μεταμόρφωση
για την καινούργια σύνταξη.

V
Η μετάλλαξη τού κόσμου
— συντελεστής απρόβλεπτης ισορροπίας
μπορούμε,
αγαπήσαμε.
Ναι, μπορούμε.

τελευταία ελπίδα

Πάντα κάτι λαχταρά
ατά βάθη της καρδιάς μας,
κι ας είναι βεβαία η πτώση μας.
Κι όταν ακόμη σύρουνε την Εκάβη
σκλάβα οι Αχαιοί,
κι αντηχούν οι θρήνοι
στη κουρσεμένη Τροία,
κι όταν ακόμη ό γενναίος Έκτωρ
δεν υπάρχει πια
για να μάς υπερασπίζει…
Πάντα κάτι λαχταρά
στα βάθη της καρδιάς μας,
μια τελευταία ελπίδα.

Επιτύμβιο

(Μνήμη Ιερή της αδελφής μου)
Πριν το γιορτάσι της ζωής
ξεπέζεψε τ’ αστέρι
κι η άνοιξη
χωρίς τα χελιδόνια
οι τριανταφυλλιές με τη νοτιά.
Πρωί
και εμείς λιώνουμε
μες’ τα χέρια μας
την κάθε ελπίδα.
Πρωί
πρώιμη εαρινή συμφωνία
λιωμένη μες’ τα χέρια μας
και δυο τριαντάφυλλα
ξεψυχισμένα.
Ω του χαμόγελου
σε δυο χείλη
που πεθαίνει
μαδημένη παπαρούνα
του καιρού μου που καρτέραγα.
Πρωί
πρώιμη εαρινή συμφωνία
σε κλίμακα Minore.
Πεθαίνει ένα τριαντάφυλλο.
Πρωί
ανατριχίλα
πεθαίνει μια βιολέτα.
Πρωί
κι η πλάκα νοτιασμένη.
(Κι όμως εσύ αδελφή μου κράτησες. Στ’ αλώνια αντάμωσες το μαύρο
άγγελο, κι είπες:- ΟΧΙ. Μια μέρα ζωής είναι μεγάλη υπόθεση, όταν
μετράς και τα μυριοστά των δευτερολέπτων που βλέπεις να φεύγουν και
να γίνονται ένα με το χάος. Ναι αδελφή μου κράτησες τη ζωή σου
ως το βράδυ, εκείνο το βράδυ που ξεψύχησες στην αγκαλιά του
παραστάτη αγγέλου — αδελφού).
Είπες
«απόψε που η μέρα θα φυγή
απόψε
μονάχα απόψε
όχι πιο νωρίς,
θα ταξιδέψω.
Θάναι ωραίο το ταξίδι.
— Αυτό το λέω εγώ —
Μα θα ταξιδέψω
ανάμεσα σε ανθρώπους καλούς».
(Κι αλήθεια μόλις η μέρα έφυγε, ταξίδεψε… Ήταν ωραίο το ταξίδι
άραγε και οι άνθρωποι καλοί;).

λακωνικό

Ο χρόνος
τα πλοκάμια του
η ύπαρξη
κι ο θάνατος
πρώτη απόδειξη
του αναπόδειχτου
στη χώρα της ανυπαρξίας.

ο θάνατος της ελπίδας

Μετρούμε τις ελπίδες μας
κι ανάλογα ρυθμίζουμε
την παρουσία μας
στην ανταύγεια της καινούργιας μέρας
χωρίς μεγάλες προσδοκίες
χωρίς πολλές αναδρομές
που λίγο ωφελούν.
Ότι και να φτιάξουμε
είναι νεκρό στη γέννηση
δεν είναι παρά — πέρα ζωή·
μπορεί κι η ποίηση
νάναι μονάχα για νεκρούς
όσο και να φαίνεται
για ζωντανούς.
Στη γέννηση
πού κρύβεται ό θάνατος
δεν μπορείς να ελπίζεις
κι οι δρόμοι
δεν βγάζουν πουθενά.
Τώρα θυμούμαι
εκείνο το στενό δρομάκι
της παλιάς μου γειτονιάς
« Οδός Μακαρίων — Αδιέξοδος».

βιογραφικό

Όταν ήμουν παιδί
αγαπούσα την θάλασσα
που δεν την γνώρισα…
Γεννήθηκα σε κάτι βράχια
εκεί που γεννιούνται
αετοί και αλεπούδες.
Όταν μεγάλωσα
την γνώρισα τη θάλασσα
κι αγάπησα τα δελφίνια…
Τώρα που πλάτυνε
η ζωή μου
αγαπώ τη θάλασσα,
τα βουνά
όπου φωλιάζουν αετοί
και τις πόλεις
με τ’ ανήλιαγα στενά τους.
Ότι αγάπησα στη ζωή μου
ήταν ωραίο…
ωραίο…
Κι οι γυναίκες
κι η πατρίδα
κι η δημοκρατία
και τα λουλούδια.
Ήταν όλα ωραία…
Ωραία…
Ότι αγάπησα στη ζωή μου
δεν υπάρχει πια…
Τώρα πια ζω με τις αναμνήσεις
της αγάπης των λουλουδιών.
Τουλάχιστον τα λουλούδια
ανθίζουν κάθε άνοιξη
κι η άνοιξη
— δεν μπορεί αλλιώς —
την άνοιξη την νοιώθω
κάθε ’Απρίλη!

μνήμες και μαρτυρίες

I
Είναι κι οι γυναίκες
με την πολλή αγάπη
όταν θυμίζουν την σύνθεση
στο πέρασμα του άνεμου,
τα νυχτερινά συναπαντήματα
κι η λάμψη του φεγγαριού,
το ασημί φεγγάρι
που κρατούσαμε στις φούχτες μας
όψιμες ανταύγειες λησμονημένες.
Είναι κι οι αντιθέσεις της ζωής
που φέρνουν εξουθένωση
και το τραγούδι δύσκολα μάς σώζει.
Στ αναπάντητα της πρώτης συναπάντησης
των πουλιών που τραγουδούσαν,
είναι και τα καμένα φτερά
μια μαρτυρία υπόθεσης που ανοίγει.

II
Ά! μη το ρωτάς γιατί.
Είναι κι οι αγέρηδες
που παρασύρουν τους στοχασμούς
και φέρνουν την εναλλαγή της πλήξης
είναι και τα πουλιά
που κρύβουνε τις μνήμες
της μπροσούρας
οι νύχτες που απιθώνουν
τις πράσινες ανταύγειες της ελπίδας,
είναι και τα λουλούδια
που δέχτηκαν
τα δάκρυα της απογοήτευσης,
το Σαββατόβραδο κι η πρώτη έκπληξη
της μυστικής βουής του κόσμου.

V
Μακριά, χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο το Πάσχα του Θεού.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Θα τραγουδήσουμε την ένταξη
της αρμονίας στην ποίηση
την ώρα της υπέρτατης
ενατένισης του κόσμου.
Θα προσφέρουμε την αδελφή μας
για την οφειλή του ανθρώπου.
Θα ζυγιάσουμε την πίκρα
φτιασίδωμα του ψωμιού μας.
Το προσφάγι
της ξαναμμένης επιθυμίας
θα το φουσκώσουμε
στην κολυμβήθρα της φλόγας
να σβήσουμε τη φλεγόμενη βάτο
στην αντοχή της μοίρας.
Αύριο κιόλας
θα τραβήξουμε κατά τις υπώρειες
της απεραντοσύνης
του ουρανού που κλαίει.
«Ά! μη το ρωτάς γιατί.
Αύριο οι πλατείες
θα γιομίσουν πάλι ζωή
(δεν σε αρκεί;)
το κλάμα θα γενεί γάλα
της νέας γενιάς
γέννημα της Χιροσίμας.
Μακριά, πολύ μακριά,
ηχούν καμπάνες…

ΝΟΜΑΔΑΣ Β’ Εκβάτανα (2018)

(Απόσπασμα)

ΙΧ

Με την τουρκική εισβολή τα δεδομένα άλλαξαν ριζικά. Ξανασυναντηθήκαμε, φοιτητές και κάποιοι ακαδημαϊκοί, να δουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε στη βάση αυτής της νέας κατάστασης. Η συγκέντρωση στη Mutualite θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αλλά έπρεπε να πάρει διαφορετική κατεύθυνση. Από την άλλη, προσπαθούσαμε να πληροφορηθούμε τι γινόταν στην Κύπρο, ποιες περιοχές είχαν καταλάβει οι Τούρκοι, τι θα έκανε η Ελλάδα, πώς θα αντιδρούσαν η διεθνής κοινότητα και η διεθνής κοινή γνώμη. Με έκπληξη διαπιστώναμε πως δεν υπήρχε καμιά σχεδόν αποδοκιμασία της τουρκικής εισβολής. Άπαντες τη δικαιολογούσαν ως αντίβαρο στο πραξικόπημα. Εξάλλου το χουντικό καθεστώς της Αθήνας ήταν μισητό στη διεθνή κοινή γνώμη, ενώ η Τουρκία παρουσιαζόταν με δημοκρατικό μανδύα, μιας και οι στρατιωτικοί είχαν προλάβει να πολιτικοποιήσουν το καθεστώς τους μετά το τελευταίο πραξικόπημα. Ο δε Τούρκος πρωθυπουρός Μπουλέντ Ετζεβίτ, παρουσιαζόταν ως σοσιαλδημοκράτης. Οι Σοβιετικοί, μπροστά στον φόβο να μετατραπεί η Κύπρος σε Νατοϊκή βάση, στήριζαν ουσιαστικά την Τουρκία. Η λογική τους ήταν παράξενη, αφού και η Τουρκία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και καθοδηγείτο από τους Αμερικανούς. Οι Αδέσμευτοι στην πλειονότητα τους είτε σιώπησαν, είτε στήριζαν την Τουρκία.
Όπως ήταν φυσικό, ο Μακάριος βγήκε με δηλώσεις του να επανορθώσει, λέγοντας πως οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να επέμβουν και κάλεσε τα Ηνωμένα Έθνη να αναλάβουν δράση για την απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στο νησί. Ακουγόταν ότι είχε πάθει κατάθλιψη, γιατί δεν πίστευε σε τουρκική επέμβαση. Ίσως γι’ αυτό είπε απερίσκεπτα όσα είπε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας. Άλλες πληροφορίες από τη Νέα Υόρκη έκαναν λόγο για προσπάθειά του να συναντήσει τον Κίσινγκερ, ελπίζοντας σε μεσολάβησή του για να επιστρέφει στην Κύπρο.
Συζητούσαμε για ό,τι συνέβαινε. Τι άλλο να κάναμε όταν οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο και η Ελλάδα δεν φαινόταν έτοιμη να αντιδράσει; Ακούστηκε, βέβαια, πως το στρατιωτικό καθεστώς στην Αθήνα διέταξε επιστράτευση, αλλά η ανώτερη στρατιωτική ηγεσία έμοιαζε να διαφωνεί. Την επιστράτευση λεγόταν πως τη διέταξε ο αόρατος δικτάτορας Ιωαννίδης, αλλά φαινόταν πως δεν έλεγχε πια την κατάσταση. Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί έστειλαν επιτόπου τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο που προσπαθούσε, ταξιδεύοντας ανάμεσα σε Αθήνα-Άγκυρα, να αποφύγει έναν καταστροφικό ελληνο-τουρκικό πόλεμο.
Ο Σίσκο έφτασε στο Λονδίνο ξημερώματα της 18ης Ιουλίου και στο Φόρεϊν Όφις τον περίμενε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλλαχαν. Συμφώνησαν πως προτεραιότητα ήταν να αποφευχθεί ένας ελληνο-τουρκικός πόλεμος και αυτό το μήνυμα έστελνε και ο Κίσινγκερ. Οι Εγγλέζοι έθιξαν και το θέμα Μακαρίου, αλλά ο Σίσκο ξεκαθάρισε πως έπρεπε να αποκλειστεί η επιστροφή του στην Κύπρο και να αντικατασταθεί από τον Γλαύκο Κληρίδη. Εμείς τα μαθαίναμε όλα αυτά από έναν Γάλλο φίλο που εργαζόταν στο Quai d’Orsay . Ήταν πια ξεκάθαρο πως ο αμερικανικός παράγοντας δεν έδινε δεκάρα για την Κύπρο και πως το μόνο ενδιαφέρον του ήταν να προστατεύσει τη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Το προηγούμενο βράδυ βρισκόταν στο Λονδίνο ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ, στον οποίο παρέθεσε δείπνο ο Βρετανός ομόλογός του Χάρολντ Ουίλσον. Ο Ετζεβίτ είπε στους Εγγλέζους πως η Τουρκία θα ασκούσε τα εγγυητικά της δικαιώματα που της έδιναν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και θα επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο. Κυκλοφορούσαν φήμες πως οι Εγγλέζοι όχι μόνο δεν τον απέτρεψαν,
αλλά μάλλον τον ενθάρρυναν κιόλας. Στο μεταξύ, οι χουντικοί διέδιδαν πως ο Μακάριος, που βρισκόταν ακόμη στο Λονδίνο, είχε συναντηθεί με τον Ετζεβίτ και τον ενθάρρυνε να ασκήσει η Τουρκία τα εγγυητικά της δικαιώματα για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας στην Κύπρο. Επρόκειτο για άθλιο ψέμα και φτηνή προπαγάνδα των χουντικών.
Καθώς ο Ετζεβίτ ήταν ακόμη στο Λονδίνο, μάθαμε ότι είχε συνάντηση μαζί του ο Σίσκο. Δεν καταφέραμε να μάθουμε τι διαμείφθηκε μεταξύ τους, αλλά υποψιαζόμασταν ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός θα του ανέφερε την πρόθεση της χώρας του να επέμβει στρατιωτικά στο νησί. Εξάλλου, δημόσια, από καιρό οι Τούρκοι πρόβαλλαν ως λύση στο Κυπριακό την υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού συστήματος, έναν συνεταιρισμό ανάμεσα στις δύο κοινότητες που τώρα τελευταία τις παρουσίαζαν και ως δύο λαούς. Αυτό θα σήμαινε ακόμη και μετατόπιση πληθυσμών για να ικανοποιηθούν οι τουρκικοί όροι.
Συζητούσαμε μεταξύ μας και καταλαβαίναμε πως η τουρκική πολιτική δεν επιδίωκε πλέον τη διχοτόμηση, μα τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Σίγουρα, θα υπήρχαν κρυφές ατζέντες που δεν γνωρίζαμε.
Ένα βασικό ερώτημα, που θα μπορούσε να θέσει κανείς σε αυτό το στάδιο, είναι γιατί η Βρετανία δεν άσκησε το υποτιθέμενο δικαίωμά της για επέμβαση στην Κύπρο, ως εγγυήτρια δύναμη, για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Θα μπορούσε να το είχε κάνει από κοινού με την Τουρκία, κάτι που θα εμπόδιζε τη δεύτερη να βάλει σε εφαρμογή τα σχέδιά της για εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Θεωρητικά θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν και την Αθήνα σε αυτή την προσπάθεια, αλλά παραμένουμε στο δεδομένο ότι αυτό ήταν αδύνατον λόγω του πραξικοπήματος που είχε προηγηθεί. Η απάντηση δεν ήταν δύσκολη. Το Λονδίνο δεν ενδιαφερόταν για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, αλλά για τη διευκόλυνση των τουρκικών σχεδίων, υπολογίζοντας στην κάμψη των διεκδικήσεων των Κυπρίων και στην επιβολή μιας Νατοϊκής λύσης που θα εξουδετέρωνε την όποια σοβιετική επιρροή στο νησί και στην ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, η βρετανική στάση διευκόλυνε τους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Στην Αθήνα, την επόμενη μέρα, ο Σίσκο προσπάθησε να πείσει τους στρατιωτικούς να συνομιλήσουν με τους Τούρκους πάνω σε ένα σχέδιο του Κίσινγκερ που θα ήταν η βάση λύσης του Κυπριακού. Σύμφωνα με τα ξένα μέσα ενημέρωσης -ακούγαμε και διαβάζαμε ότι μπορούσαμε, από Ντόιτσε Βέλλε και Φωνή της Αμερικής μέχρι Μόσχα και BBC-, το σχέδιο προνοούσε ουσιαστικά δύο κράτη στην Κύπρο με τουρκική στρατιωτική βάση. Οι χουντικοί της Αθήνας το συζητούσαν. Μόλις, όμως, έφτασε τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 20ής Ιουλίου στην Άγκυρα ο Σίσκο για να συζητήσει με τους Τούρκους το σχέδιο, είχε αρχίσει ήδη η απόβαση στην Κύπρο. Λέτε να μην το ήξερε και να αιφνιδιάστηκε; Εδώ χαμογελάμε πικρά.
Τις επόμενες μέρες παρακολουθούσαμε αδύναμοι την τουρκική προέλαση στην Κύπρο. Αποφασίσαμε, αλλάζοντας στρατηγική, να επεμβαίνουμε όπου μπορούσαμε στα μέσα ενημέρωσης και επιστρατεύσαμε για τον σκοπό αυτό Έλληνες αλλά και ξένους ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες και ανθρώπους των Γραμμάτων. Είχαμε, βέβαια, σε βάρος μας το πραξικόπημα και την απέχθεια που ένιωθαν πολλοί άνθρωποι για το χουντικό καθεστώς της Αθήνας. Οργανώσαμε μια ομάδα που ετοίμαζε ενημερωτικά σημειώματα με όλα τα επιχειρήματα για τους ανθρώπους που αναλάμβαναν να μας στηρίξουν στα μέσα ενημέρωσης. Ταυτόχρονα κυκλοφορήσαμε μια έκκληση στη γαλλική κυβέρνηση για υπογραφή, με την οποία της ζητούσαμε να παρέμβει για να σταματήσει η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση και να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη. Η έκκληση υπογράφτηκε από μερικές δεκάδες Γάλλους διανοούμενους. Είχαμε την βοήθεια του Σβορώνου, της Κρανάκη, του Πιερ Βιντάλ-Νακέ και του Ζαν Πιερ Βερνάν. Η Ζακλίν ντε Ρομιγί υπέγραψε επίσης την έκκληση.
Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά είχαμε και κάποιες ενοχές. Το συζητούσα με τον ξάδερφο Παζαρίδη και τον Παπαμάρκου. Οι άλλοι σκοτώνονταν στην Κύπρο κι εμείς καθόμασταν στο Παρίσι και ψάχναμε να κινητοποιήσουμε τους Γάλλους.
– Μα τι θέλεις να κάνουμε, μου αντέτεινε ο Παζαρίδης. Και να θέλαμε να πάμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε, είναι αδύνατον, δεν υπάρχει τρόπος, το αεροδρόμιο έκλεισε και το νησί είναι από παντού αποκλεισμένο. Η μόνη έξοδος-είσοδος είναι από τις βρετανικές Βάσεις. Αποκεί πήγε στη Γενεύη ο Κληρίδης.
– Και τι περισσότερο θα κάναμε αν ήμασταν κάτω, πρόσθεσε ο Παπαμάρκου; Όλα είναι προδομένα. Έχουμε όλοι αδέρφια στην Εθνική Φρουρά και δεν ξέρουμε αν ζουν ή πέθαναν.
– Εγώ πάντως δεν νιώθω καλά, είπα, να βρίσκομαι ασφαλής στο Παρίσι, την ώρα που οι άλλοι σκοτώνονται στην Κύπρο.
-Το βλέπεις συναισθηματικά! Άσε τη λογική σου να δουλέψει. Και ύστερα, βρες έναν τρόπο και φεύγουμε όλοι αμέσως, να πάμε, να ντυθούμε στο χακί.
Κάπου εκεί παρενέβη και ο Βασίλης Χαραλάμπης, Κύπριος φοιτητής από τη Μόσχα που πήγαινε στην Κύπρο, αλλά το πραξικόπημα και η εισβολή τον βρήκαν στον δρόμο, απομονώθηκε στο Παρίσι και μοιραζόταν μαζί μας τη φτώχεια και τις αγωνίες μας.
– Άμα βρεθεί τρόπος, εγώ να φύγω πρώτος, είπε ο Βασίλης, μην σας είμαι και βάρος.
– Μα τι λες τώρα, χριστιανέ μου, που μας είσαι βάρος, του απάντησα λίγο εκνευρισμένος. Δεν μας στερείς δα και το χαβιάρι.
Ύστερα κατάλαβα πως η αναφορά σε χαβιάρι ήταν επιεικώς άτυχη, καθώς ερχόταν από τη Μόσχα. Προσπάθησα να τα μπαλώσω.
– Φίλε, είσαι ένας από εμάς, τη φτώχεια μας μοιράζεσαι, θα μείνεις όσο χρειάζεται, μέχρι να δούμε τι θα γίνει.
Ο Χαραλάμπης ήταν συμπαθητικό και σεμνό παιδί, ερχόταν από τη Μόσχα με διαφορετική κουλτούρα, αλλά ταυτόχρονα με ανοιχτούς ορίζοντες, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις συζητήσεις μας, αλλά απέφευγε να πάρει μέρος, απέφευγε να πει τη δική του άποψη σε όλα, όμως στα ουσιώδη είχε γνώμη. Αργότερα κατάλαβα γιατί ήταν επιφυλακτικός. Προερχόταν από το ΑΚΕΛ, σπούδαζε στη Μόσχα με κομματική υποτροφία, θα επέστρεφε εκεί να συνεχίσει τις σπουδές του, ήταν δύσκολο να εκτεθεί δημόσια, εμείς ήμασταν ακτιβιστές, δεν υπολογίζαμε κανέναν, πιστεύαμε στην απόλυτη ελευθερία, είχαμε κάψει τα γεφύρια πίσω μας!
Είχαμε προσπαθήσει να επικοινωνήσουμε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ζούσε στο Παρίσι για να του ζητήσουμε να πάρει θέση με μια δήλωσή του, αλλά αρνήθηκε κάθε επαφή. Αργότερα καταλάβαμε τον λόγο. Ενώ η Κύπρος καιγόταν, ο Καραμανλής διαπραγματευόταν την επιστροφή του στην Αθήνα ως σωτήρας. Στην αρχή, οι πληροφορίες τον έφεραν να διαπραγματεύεται με μια ομάδα στρατιωτικών. Αργότερα, όμως, έγινε φανερό πως διαπραγματευόταν και με τους Αμερικανούς. Γάλλος φίλος μας, πολύ κοντά στον Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, μας πληροφορούσε πως προς αυτή την κατεύθυνση είχε δραστηριοποιηθεί και ο Γάλλος Πρόεδρος σε συνεννόηση
με τους Αμερικανούς. Εξάλλου ο ίδιος ο Κίσινγκερ ανήγγειλε τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα 48 ώρες πριν από την πτώση της χούντας. Ποιες δεσμεύσεις ανέλαβε ο Καραμανλής απέναντι στους Αμερικανούς που του πρόσφεραν την πρωθυπουργία για δεύτερη φορά; Μην ξεχνάμε πως τον ανέβασαν στην εξουσία την πρώτη φορά μέσω Ανακτόρων και Φρειδερίκης.
Τότε το συμβόλαιο ήταν να κλείσει το Κυπριακό, και το έκλεισε -όπως το έκλεισε- με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης. Τώρα τι περιλάμβανε το συμβόλαιο; Θα φαινόταν σύντομα. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο.
Έτσι, με τους Τούρκους να προχωρούν στην Κύπρο, αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα. Ο Καραμανλής γύρισε θριαμβευτής. Στις 24 Ιουλίου, το πλήθος παραληρούσε.
Κι εσύ να μνημονεύεις Διονύσιο Σολωμό:
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε
πάντοτε ευκολόπιστε και πάντα προδομένε…
Η στρατιωτική ηγεσία, που μέχρι χθες προσκυνούσε τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, τον αόρατο δικτάτορα, όταν ήρθε η ώρα να πολεμήσει, κατέβασε το βρακί. Έκανε πέρα τον Ιωαννίδη και κάλεσε τον Καραμανλή να σώσει την Ελλάδα, ελέω Αμερικανών. Αμ πώς, που θα ’λεγε και ο άλλοτε εθνικός μας κωμικός, ο Χατζηχρήστος, θα πολεμούσαν ο Μπονάνος και ο Αραπάκης. Και μάλιστα για την Κύπρο. Καλύτερα να βυθιστεί τούτο το νησί ή να το πάρουν οι Τούρκοι να ησυχάσουμε!
Στο μεταξύ, ξένες εφημερίδες και ξένα πρακτορεία ειδήσεων άρχισαν να μεταδίδουν σενάρια για το πραξικόπημα στην Κύπρο και την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα. Το μεγάλο σενάριο, ράβοντας και κόβοντας από όσα γράφονταν, ήταν πως πραξικόπημα και εισβολή αποτελούσαν μέρος του ίδιου σχεδίου. Στόχος: η λύση του Κυπριακού με τη διπλή ένωση. Κάπου στράβωσε το κλήμα και σε αντάλλαγμα της τουρκικής εισβολής προσφέρθηκε η «αποκατάσταση» της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, οι καραβανάδες της Αθήνας δεν είχαν πάρει είδηση πως η Άγκυρα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο διχοτόμηση, αλλά γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου.
Δεν ξέραμε πού να σταθούμε τώρα. Ελπίζαμε πως κάτι θα γινόταν να αποσύρουν οι Τούρκοι τα στρατεύματά τους. Όμως, παρόλο που λήφθηκε στο μεταξύ απόφαση από το Συμβούλιο Ασφαλείας να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, οι Τούρκοι προχωρούσαν ανενόχλητοι. Και στην Αθήνα πανηγύριζαν για τη δημοκρατία. Με την Κύπρο θα ασχολούνταν; Και εμνήσθην και πάλιν σε τέτοιες ώρες τον λόγο του ποιητή: Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων. Για Λακεδαιμονίους να μιλάμε τώρα; Κάτι σαν Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι Έλληνες πλην Κυπρίων!
Ύστερα σκεφτόμουν πως ο καβαφικός αυτός στίχος δεν πολυταίριαζε με την περίσταση! Τι δηλαδή, οι’Ελληνες πανηγύριζαν πλην Κυπρίων;
Στις 25 Ιουλίου 1974 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συγκάλεσε στη Γενεύη Τριμερή Διάσκεψη, με συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας Γεωργίου Μαύρου, Τουρκίας Τουράν Γκιουνές και Μεγάλης Βρετανίας Τζέιμς Κάλλαχαν, για τη λύση του προβλήματος. Το χουντοκρατούμενο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς – ΓΕΕΦ στην Κύπρο, που κατά την εισβολή άφησε ακαθοδήγητες τις στρατιωτικές μονάδες
ή μάλλον τις καθοδήγησε να μην αντισταθούν, τώρα εξέδωσε διαταγή παύσεως πυρός.
«Παυσατε πυρ – Αποφυγή μετακινήσεων μονάδων – Αποφυγή προκλήσεων προς τους Τούρκους και οποιασδήποτε εμπλοκής με αυτούς, για οποιονδήποτε λόγο».
Για «οποιονδήποτε λόγο»; Έτσι, οι Τούρκοι παραβίαζαν την εκεχειρία, προήλαυναν, έφερναν στρατιώτες και στρατιωτικό υλικό από την Τουρκία, ανενόχλητοι, σύμφωνα με τη διαταγή των χουντικών. Υπήρξαν, ευτυχώς, κάποιοι απροσάρμοστοι αξιωματικοί που αντιστάθηκαν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περισώσουν και τη δική τους τιμή και ό,τι ήταν εφικτό από τη γενική κατάρρευση. Ήταν όμως πολύ λίγοι για να ανατρέψουν τα δεδομένα της χουντικής προδοσίας.
Οι εξελίξεις στη Λευκωσία ήταν πιο ραγδαίες από ό,τι στην Αθήνα. Με εντολή Κίσινγκερ -κατά τα φαινόμενα- παραμερίστηκε ο οκταήμερος «Πρόεδρος» Νίκος Σαμψών και στις 23 Ιουλίου ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης. Τάχατες συνταγματικά, ως ο δεύτερος τη τάξει, αφού ήταν Πρόεδρος της Βουλής. Όμως συνταγματικά αυτό σήμαινε προεδρεύων στην
απουσία του Μακαρίου, ενώ αυτός παρουσιάστηκε ως Πρόεδρος και μάλιστα ορκίστηκε ενώπιον Μητροπολίτη, κάτι που δεν προβλέπεται από το κυπριακό Σύνταγμα. Αρχή του μεταπραξικοπήματος. Την ίδια μέρα ο Μακάριος γινόταν δεκτός στην Ουάσινγκτον από τον Κίσινγκερ. Τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων μετέδιδαν πως ο Κίσινγκερ τού ζήτησε να μην επιστρέφει ακόμη στην Κύπρο για να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Μακάριος δέχθηκε να παραμείνει μερικούς μήνες στο Λονδίνο, αλλά ζήτησε ως αντάλλαγμα να μην αναγνωριστεί ως Πρόεδρος ο Κληρίδης, αλλά ως συνταγματικά προεδρεύων της Δημοκρατίας, μέχρι την επιστροφή του. Ο Κίσινγκερ δεν δεσμεύτηκε σε τίποτε, απλώς υποσχέθηκε να ασκήσει την επιρροή του προς αυτή την κατεύθυνση.
Να ασκήσει την επιρροή του… όταν αυτός κινούσε τα νήματα. Και ο Κληρίδης στη Λευκωσία δήλωνε «Πρόεδρος» και έλεγε πως για την επιστροφή του Μακαρίου θα αποφασίσει ο λαός. Και ότι σε μελλοντικές προεδρικές εκλογές ο Μακάριος θα μπορούσε να ήταν υποψήφιος. Αρχή μεταπραξικοπήματος. Και ο Καραμανλής σύμφωνος!
Φυσικά ο Μακάριος πλήρωνε τις δικές του αμαρτίες που δεν ήταν λίγες. Από τις τελευταίες του αμαρτίες η επιστολή στον Γκιζίκη, η πρόκληση κρίσης ώστε να πέσει η χούντα. Σε συνεννόηση, μάλλον, με τον φλώρο, τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, και τον Καραμανλή. Οι δύο άλλοι ήταν βέβαια σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς και υπολόγιζαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Ο Μακάριος τι θα κέρδιζε; Την ησυχία του να είναι σεΐχης στην Κύπρο. Ποιος πλήρωνε τη νύφη; Οι ταλαίπωροι Κύπριοι σε ρόλο Ιφιγένειας. Μολονότι και χωρίς την επιστολή, το πραξικόπημα ήταν πιθανόν προδιαγεγραμμένο.
Ο πρώτος γύρος των συνομιλιών στη Γενεύη δεν απέδωσε τίποτε. Οι Τούρκοι αδιάλλακτοι, ο Κληρίδης από κυπριακής πλευράς και ο κεντρώος Γεώργιος Μαύρος από ελλαδικής πλευράς ως υπουργός Εξωτερικών, αδύναμοι και στο έλεος των Αγγλοαμερικανών. Ορίστηκε δεύτερος γύρος στις 8 Αυγούστου. Στην Κύπρο οι Τούρκοι παραβίαζαν την εκεχειρία καθημερινά και διεύρυναν τον κατεχόμενο θύλακα.
Η νέα διάσκεψη συνήλθε στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς. Οι Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης ήταν υποχωρητικοί και έκαναν σημαντικές παραχωρήσεις στους Τούρκους. Προσέκρουσαν, όμως, στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία. Στο μεταξύ, από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακα της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το τετραήμερο 22- 26 Ιουλίου, οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό-διζωνικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Ο Ντενκτάς, πιο προχωρημένος, πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Ο Κληρίδης προχώρησε τότε σε μια σημαντική υποχώρηση και πρότεινε η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της και η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία. Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει την πρόταση Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνουν αμέσως δεκτές οι τουρκικές προτάσεις. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Μακάριο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του και η δεύτερη Διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 3.30 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974. Είναι τότε που ο Γεώργιος Μαύρος έκανε την περίφημη δήλωσή του, ότι από την ατίμωση είναι προτιμότερος ο πόλεμος. Μόνο που η ατίμωση έγινε, αλλά η Ελλάδα δεν μπήκε στον πόλεμο! Οι άνθρωποι των Αμερικανών στην Αθήνα, στρατιωτικοί και πολιτικοί, έλεγχαν καλά τους κρίσιμους μηχανισμούς και δεν θα επέτρεπαν ποτέ κάτι τέτοιο. Υπεράνω όλων ήταν το ΝΑΤΟ και η νοτιοανατολική πτέρυγά του. Και η «θεωρητικοποίηση»
αυτής της στάσης: Η Κύπρος «κείται μακράν». Ας φρόντιζαν οι κραταιοί Θεοί να ήταν λίγο πιο κοντά!
Εξήντα πέντε λεπτά μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, ξεκινούσε ο Αττίλας 2, στις 4.35 π.μ. Ένδειξη πως όλα ήταν προετοιμασμένα. Ο τουρκικός στρατός εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου. Οι μέρες της εκεχειρίας τού είχαν επιτρέψει πλήρη ανεφοδιασμό και ενίσχυση των θέσεών του. Οι Ελληνοκύπριοι έμειναν μόνοι να αντιμετωπίζουν τις ορδές των Τούρκων εισβολέων, αφού βοήθεια από την Ελλάδα δεν ερχόταν. Η Κύπρος κείται μακράν, ήταν η γνωστή επωδός. Και ύστερα, στο διονυσιακό κλίμα της «αποκατάστασης» της δημοκρατίας, για Λακεδαιμονίους θα νοιάζονταν τώρα; Ποιος ξέρει και ποιες δεσμεύσεις ανέλαβε ο Καραμανλής απέναντι στη κραταιά Ρώμη.
Έτσι, οι τουρκικές δυνάμεις, όταν στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα που προνοούσε το Σχέδιο Ντενκτάς, σχέδιο που είχε εγκρίνει ο Κίσινγκερ, και επιπλέον την Αμμόχωστο, περιοχές των οποίων η έκταση αντιστοιχούσε στο 37% του κυπριακού εδάφους. Κατά την προέλασή τους, οι Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε ανατριχιαστικές ωμότητες και πράξεις βίας.
Κάπως έτσι συνετελέσθη το τέλειο έγκλημα. Κι εμείς στο Παρίσι παρακολουθούσαμε αμήχανοι. Η συγκέντρωση στη Mutualite δεν έγινε τελικά. Είχαμε παραλύσει παρακολουθώντας τις εξελίξεις μέρα με τη μέρα και δεν ξέραμε, με τις συνεχείς αλλαγές, πού οδηγούνταν τα πράγματα. Από την άλλη, υπήρχαν τώρα σε Αθήνα και Λευκωσία πολιτικές ηγεσίες που διαπραγματεύονταν και που έκαναν ενέργειες στον διεθνή στίβο για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Και οι μεγάλοι «αντιστασιακοί» των παρισινών σαλονιών, έσπευδαν πίσω στην Ελλάδα, να προλάβουν το μεγάλο πανηγύρι της δημοκρατίας και να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στη δόξα, στην εξουσία και… στη μάσα. Μείναμε μόνοι… Όχι ακριβώς. Οι παλιοί του «Ματαρόα», Αξελός, Σβορώνος, Κρανάκη και λοιποί, δεν έφυγαν. Έμειναν μαζί μας. Φιλοσοφημένοι, με στοχασμό που ξεπερνούσε το εφήμερο, έβλεπαν περίλυποι τις εξελίξεις, αδύναμοι και αυτοί να κάνουν οτιδήποτε. Σε αυτούς προστρέχαμε τώρα, θέλαμε την παραμυθία τους, αλλά και τη συμβουλή τους. Και δεν μας την αρνήθηκαν.


ΝΟΜΑΔΑΣ (2017)

Α’ Η έξοδος

XLVI
Η επιστροφή του Αλέξανδρου στην Πενταλιά σημάδεψε τη ζωή μας. Άφησε πίσω του τη Βαβυλώνα που σχεδίαζε να κάνει πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του και γύρισε να πεθάνει στην Πενταλιά. 0 άνθρωπος αγαπά την περιπλάνηση και την αυταπάτη. Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης
που κουβαλούσε πάντα μέσα του εναποτέθηκε στην Πενταλιά, κάπου είκοσι χιλιόμετρα από τους αφρούς της θάλασσας όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Παρακαταθήκη εκείνου του άλλου, του Ονήσιλου, που σκοτώθηκε στην πεδιάδα της Σαλαμίνας για την κυπριακή, αλλά και την παγκόσμια ελευθερία.
Κι ύστερα ο άνεμος μετάφερε τα μηνύματα του Τσε Γκεβάρα από τη Λατινική Αμερική, αυτά του Αντώνη Οικονόμου από το Ναύπλιο και της Μαντώς Μαυρογένους από την Ύδρα.
Κι ύστερα, παράξενο, ενώ μιλούσες για τους ταλαιπωρημένους αγρότες της Πενταλιάς και τους εργάτες του μεταλλείου του Αμιάντου, τους τοκογλύφους και τη λάμπα πετρελαίου δίπλα στην οποία διάβαζες παιδί, η μάνα σου άναψε το ηλεκτρικό φώς. Μα εσύ ζητούσες τη λάμπα πετρελαίου.
– Πού είναι, μάνα, η λάμπα πετρελαίου;
– Α, την πέταξε από χρόνια ο πατέρας σου. Τι τη θέλεις τώρα; Κοίτα, όλα έχουν αλλάξει. Να, έχουμε και τηλέφωνο τώρα. Θυμάσαι τότε που έστελνες μηνύματα με αγγελιοφόρους; Τώρα σηκώνεις το τηλέφωνο από τη Βαβυλώνα, από την Κομμαγηνή και επικοινωνείς σε δευτερόλεπτα με την Πενταλιά. Κοίτα και την ηλεκτρική κουζίνα. Θυμάσαι τότε που έτρεχες να μαζέψεις κλαδιά και ξύλα να βράσω το φαί; Και το νερό πια στο σπίτι μας. Θυμάσαι τότε που τρέχαμε στη βρύση για νερό;
– Μάνα, όλα έχουν αλλάξει.
– Ναι, όλα. Κι οι άνθρωποι φύγανε μακριά. Ρήμαξε η Πενταλιά.
– Μάνα, γιατί; Άφησες φωνή γεμάτη θλίψη. Έδιωξε η πρόοδος τους ανθρώπους;
– Κάπως έτσι, γιε μου. Η Ευρώπη έκλεισε τα μαγαζιά, πήρε τη δουλειά από τους τεχνίτες. Ύστερα οι νέοι βρίσκουν σήμερα δουλειές στην πόλη με καλύτερες συνθήκες ζωής, με περισσότερα χρήματα. Γιατί να βασανίζονται στο χωριό; Πάλι, ξανά και ξανά, η ίδια ιστορία! Η Πενταλιά, η Ευρώπη, οι
τεχνίτες, η πρόοδος. Αν τουλάχιστον μπορούσες να τα περιμαζέψεις όλα αυτά σ’ ένα ποίημα.
Στην Πενταλιά ανθίσαν οι αμυγδαλιές, Αλέξανδρε. Κι η μάνα σου να περιμένει την επιστροφή σου από τα Γαυγάμηλα και την Κομμαγηνή. Πήγες πολύ μακριά, Αλέξανδρε. Καιρός να γυρίσεις, να προλάβεις τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Κι ύστερα, σε περιμένουν οι πόλεις με τις ουρές στα συσσίτια, τις ουρές μπροστά στα κλειστά καταστήματα, τις ουρές μπροστά στα κλειστά εργοστάσια, τα παιδιά με τα λεκιασμένα ρούχα και τις πρησμένες κοιλίτσες στα φανάρια.
Στην Πενταλιά ανθίσαν οι αμυγδαλιές, Αλέξανδρε.
Κι ύστερα ο Αλέξανδρος μπήκε στις πόλεις. Τρομάξαν οι αστοί. Του στήσανε δόκανα. Τον κυνηγάνε ακόμη σαν τα άγρια θηρία.
Θυμάται τον Κεμάλ του Μάνου Χατζιδάκι:
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι…
Κυνηγάν τον αποστάτη
να τον πιάσουν ζωντανό.
Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο, Αλέξανδρε. Στην Πενταλιά οι αμυγδαλιές θα ανθίζουν κάθε άνοιξη. Είναι νόμος του Νεύτωνα. Κι ο Τσε, κι ο Αυξεντίου, κι ο Ονήσιλος, κι η Υπατία, κι ο Ροβεσπιέρος, κι η Μαντώ Μαυρογένους, κι ο Αντώνης Οικονόμου θα βαδίζουν πάντα αλληλέγγυοι στα στενά δρομάκια
της Πενταλιάς τις μεταμεσονύχτιες ώρες και θα βουλεύονται για ψωμί κι ελευθερία.
Ύστερα έγραψε στη μάνα του: «Φεύγω μάνα από το Παρίσι. Ό,τι είχε να μου δώσει αυτή η πόλη μου το έδωσε». Ήταν τότε που στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για έναν σύντομο απολογισμό της ζωής του κι ας ήταν μονάχα τριαντάρης. Μύχιες σκέψεις, χαμένα όνειρα, ανεκπλήρωτοι έρωτες, συναισθηματικές ματαιώσεις ξετυλίγονταν με στωικότητα, παράπονο, αυτοσαρκασμό. Ένας μελαγχολικός μονόλογος του πρόωρα γερασμένου «επαναστάτη» που νόμισε πως θα άλλαζε τον κόσμο. Τώρα οι αυταπάτες τελείωσαν κι έφευγε από το Παρίσι, αφανής ταξιδιώτης. Ύστερα, διάβασε για πολλοστή φορά την τελευταία επιστολή της Ανδρομάχης. Έγραφε:
Αγαπημένε μου Απόλλωνα,
Θέλω να με πιστέψεις. Σε αγαπώ πολύ-πολύ. Θέλω να ζήσω μαζί σου. Ήταν πολλά πράγματα που αγνοούσα ή δεν καταλάβαινα. Κι άλλα που δεν ήξερα την ουσιαστική τους σημασία.
[…]
Γράψε μου πώς περνάς εσύ.
Αγάπη περιμένω.
Ανδρομάχη
Μήπως εγώ δεν αγνοούσα πολλά πράγματα ή δεν τα καταλάβαινα; Η Ανδρομάχη, η άλλη πλευρά της ζωής, η άλλη πλευρά του λόφου.
πλευρά του λόφου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου