Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ







ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ)


ΠΟΡΤΕΣ

  
Φαντάστηκες ποτέ ένα σπίτι χωρίς πόρτες;
Ένα σώμα δίχως ψυχή;
Ένα χρόνο χωρίς καλοκαίρι;
Ένα καλοκαίρι χωρίς φως;

Μια πεταλούδα χωρίς φτερά;
Έναν άνθρωπο χωρίς όνειρα;
Μια αγάπη χωρίς προορισμό;
Ένα γράμμα δίχως παραλήπτη;

Δυο πόρτες και στη μέση εσύ
Η απόφαση που πρέπει να πάρεις
Το βήμα που πρέπει να κάνεις
Που δεν έχει επιστροφή
Και ο χειμώνας προ των πυλών
Η κατολίσθηση που έκλεισε την πόρτα
Η φωλιά των πουλιών που γκρεμίστηκε
Τα αποδημητικά πουλιά
Η αποδήμηση της μνήμης
Η αποδόμηση της ψυχής
Το άγγιγμα του ουρανού
Η πύλη του παραδείσου

Έμοιαζε τότε με ουτοπία
Μα ήταν η μόνη αληθινή
Η πόρτα που δεν έχει χερούλι απ΄έξω
Η καταπακτή που κρύβει μυστικά στο υπόγειο
Σαν την πόρτα της τάξης
Την πρώτη μέρα στο σχολείο
Η πόρτα του σπιτιού μου
Στη γαλανόλευκη Αμμόχωστο
Το συρματόπλεγμα, οι σημαίες, οι ξένοι άνθρωποι
Οι κακοί άνθρωποι πίσω από τις πόρτες μας

Ο εγκέλαδος και η ραγισματιά στον τοίχο
πάνω από την πόρτα
Σημάδι του πόνου και της εγκατάλειψης
Οι ιδέες που πνίγονται
Η ασφυξία
Η ψυχρή πόρτα του χειρουργείου
Η προσμονή της ζωής ή του θανάτου
Το σπίτι που δεν έχει πόρτα
Η πόρτα που δεν έχει χερούλι
Ούτε κλειδαριά
Το γαλάζιο ξέφτι της πόρτας
Ο χτύπος της καρδιάς της
στον ερχομό του ξενιτεμένου
Πώς ηχεί
Η πόρτα που ανοίγει
Και χύνονται έξω τα σκοτάδια
Η αναμονή έξω από μια πόρτα κλειστή
Η αγωνία, η γλυκύτητα, η απαντοχή

Μα εντέλει έρχεται ο Νυμφίος
και όσοι ήταν έτοιμοι μπαίνουν μαζί του στους γάμους
και κλείνει πίσω τους η πόρτα
κι απ’ έξω έμειναν πολλοί
οι περισσότεροι
αν και αυτό δεν ήταν καν παρηγοριά
μείναν όλοι τους απαρηγόρητοι



ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΚΟΜΑ


Μου λες ότι είναι χειμώνας ακόμα
Ότι είναι νωρίς για να μαζέψω φύκια
και σταγόνες ήλιου μεσημεριάτικα
μα κοίτα,
ο ήλιος σπαργάνωσε δυο βοτσαλάκια
έτοιμα να ξεπετάξουν ρίζες
τα φάσκιωσε κι ύστερα τα ‘ριξε στο πέλαγο
με τη φουρτούνα να αναμετρηθούν και με τον θάνατο
αυτόν που κόβει τη θάλασσα στα δυο
και το μαράζι κάνει μοιρασιά δεξιά κι αριστερά
μην λείψει σε κανέναν


ΕΞ΄ΑΦΟΡΜΗΣ


Κάθισα και σκέφτηκα όλα τα παραμύθια
των παιδικών και όχι μόνο χρόνων
ήθελα κάπου να πιαστώ
και γιατί όχι; ακόμα και να εμπνευστώ
από στιγμές παραμυθένιας άφεσης αμαρτιών.

Χάθηκα,
στα μονοπάτια που οδηγούν στα ξέφωτα
μα ξέφωτα δεν βρήκα
Χώθηκα,
σε πύργους υψηλούς που κατοικούν πρίγκιπες ωραίοι
μα πρίγκιπες δεν είδα
Kι η κοιμωμένη βασιλοπούλα
άφαντη και αυτή.
Απογοήτευση…

Μα πού πήγαν όλοι;
Τόσα παραμύθια ζήσαμε
και ήρωας κανένας;
Ξαφνικά,
ξεπρόβαλαν από το πουθενά
η κοκκινοσκουφίτσα, η σταχτοπούτα κι η χιονάτη
πιασμένες χέρι-χέρι.

Παραμύθι ή πραγματικότητα
ή σύμπτωμα των καιρών
δύο συν ένα προσφορά
όλα τα παραμύθια στο σφυρί;

Η μικρούλα με την κόκκινη σκούφια
κι η άλλη μες στις στάχτες της
κι η τρίτη σαν τα χιόνια
Χρόνια τώρα ζούνε μαζί αγκαλιαστά
μες στο δικό τους παραμύθι.

Κόκκινο σαν τη ζωή
και μαύρο σαν το πένθος
αλλά και άσπιλο λευκό
της αθωότητας λευκό
της πρώιμα χαμένης
που μια ολόκληρη ζωή θα την πενθούμε.


ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΗ


Καχύποπτα ρέει το αίμα στις φλέβες
μηρυκάζει λέξεις και χάδια περασμένα
αφήνεται στην ορμή της μνήμης
σαν πέφτει πυκνό το σκοτάδι
Κι έρχεται τότε η ίδια προσμονή
η ίδια εναγώνια προσευχή
σαν σε κήπο χωρίς ελιές
μια Μεγάλη Τετάρτη βράδυ
χωρίς θεατές, δίχως προσκυνητές.
Βουτιά στο κενό
Σαν από χαμένο παράδεισο να ξυπνά
Να αναζητά αποδείξεις
πως κάποτε υπήρξε
πως κάποτε υπήρξες
εδώ, κάτω από το φως της σελήνης
πάνω στα σκληρά βότσαλα
με το φιλί στο στόμα της αβύσσου
με τα κύματα να σπάνε χωρίς φωνή
να απλώνονται και να βυθίζονται ξανά
σαν ξωτικά πονετικά
χωρίς φωνή.




ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ, ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΑΝΟΙΚΤΗ


Τρύγησα το μέλι απ’ τη μορφή σου
σαν φυλακτό να διώχνει κάθε πίκρα
ήπια νερό απ’ την πηγή σου
παρηγοριά σε κάθε δίψα.
Κι από την απαλάμη σου
πήρα το αποτύπωμά της
τη νύχτα σφικτά να το κρατώ
για να μην φοβάμαι, για να μην πονώ.

Σκούπισα με δάκρυα την πληγή σου
και για αντίο, ένα φιλί
πήρα χρώμα και φως από τα πέταλά σου
να βρω το δρόμο μου, να μην χαθώ
για να θυμάμαι, για να μην ξεχνώ...


                          



























ΣΤΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ


Χλωμή
σε είδα να περνάς
πάνω από τις στέγες των σπιτιών
που χάθηκαν μες τη σιωπή
αγγίζοντας τα καμπαναριά
που βουβάθηκαν κι αυτά
πλάι στη μοναξιά των ίσκιων.

Πληγωμένη
σε είδα να κλαις
μες την ομίχλη που σε σκέπαζε
απόκοσμη οπτασία της παιδικής μου θύμισης.
Δεν έβλεπα τα μάτια σου
μα έβλεπα τα δάκρυά σου
χρυσά βόλια να σχίζουν την καρδιά μου
και να μετρώ στιγμή-στιγμή
τη μνήμη που πληγώνει.


  

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ


Μόλις συνήλθε από το τράνταγμα / έψαξε για σπίρτα,
να δει πού βρέθηκε / να εξηγήσει την αιφνίδια πτώση. […]
                                                                    Τίτος Πατρίκιος


Το ήξερες από μικρός
πως οι δολοφόνοι πάντα γυρνούν
στον τόπο του εγκλήματος
μα τώρα που μεγάλωσες έμαθες
πως κάνουν το ίδιο ακριβώς και τα αθώα θύματά τους…
Ψάχνω ένα κοριτσάκι
που κάποτε πουλούσε σπίρτα
για να ζήσει
Απόκαμε όμως και κοιμήθηκε για λίγο
στο παραμύθι πέρασε την υπόλοιπη ζωή της …
Τώρα, βαδίζει αργά
σε δρόμο έρημο, μοναχικό
ζωσμένη τα εκρηκτικά
με στόχο μοναδικό τον εαυτό της
τη δική της συθέμελη επανάσταση.
Και η Κίρκη να παραμονεύει…
όχι σε θάλασσες
όχι σε βραχονησίδες
μα σε δρόμους πολύβουους, ερημικούς 
μιας πόλης που συνθλίβει
χωρίς να σε αγγίζει…
Δεν είναι εύκολο
κάθε μας πτώσης τον λόγο να εξηγούμε
γιατί η κόλαση του καθενός
είναι υπόθεση προσωπική
καθώς κι η σωτηρία.
Ψάχνω ένα κοριτσάκι
που κάποτε πουλούσε σπίρτα
για να ζήσει
Απόκαμε όμως και κοιμήθηκε για λίγο
στο παραμύθι πέρασε την υπόλοιπη ζωή της…
Μα εσύ είχες πάντα τον θάνατο στο όνομά σου
Δεν σε τρόμαζαν οι λέξεις
ούτε οι στιγμιαίες αναφλέξεις της σιωπής
Μονάχα οι αναλαμπές
της μέρας που έσβηνε
σε φόβιζαν λιγάκι.
Μονάχα το βράδυ
όταν το φως δραπέτευε από τις στέγες
έπαιρνες το κοριτσάκι από το χέρι
κι ανάβατε μαζί τα σπίρτα
δραπετεύατε μαζί από τα παραμύθια…
«Ήσουν αναγκασμένη να βγεις στο φως.»






ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ  


Στο βιβλίο «συν(γ)ραφές» εκδόσεις τεχνοδρόμιον (2018)


Η ΦΥΓΗ


Έχουν περάσει τόσα χρόνια
που δεν έχει σημασία πια
βιβλίο πεταμένο στην μπανιέρα η ζωή
γράμματα ατάκτως ερριμμένα
φωνάζουν τρομαγμένα
ρίχνουν σκιές στο λιγοστό νερό
ανίκανο κι αυτό να ξεδιψάσει
την τόση δίψα.

Ας πάρουμε τη γομολάστιχα
να σβήσουμε τα ίχνη μας
μια κι η αυριανή ημέρα
προπορεύεται του θανάτου μας
να κλείσουμε την πόρτα που οδηγεί
στο πεπρωμένο μας
η δική μας φυγή στην Αίγυπτο
των παιδικών μας χρόνων η συνήθεια
ουρλιάζει μαζί με τις σειρήνες
όχι του Οδυσσέα
μα τις άλλες
που τρυπούν αλύπητα την ψυχή μας.


Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


Σηκώνουμε το άδειο μας ποτήρι
στην υγειά μιας ψευδεπίγραφης στιγμής
που δεν ξοδεύεται
και δεν ασπάζεται κανένα χείλι.

Ασήκωτο το βάρος της
θαρρείς και κουβαλά μίσους αιώνες λύπης.
Μια λάμψη αραιώνει τη σιωπή
σχίζει το τίποτα σε κάτι, το μετρά
λειψό το βρίσκει, προσπερνά
τον τυχερό αριθμό ακόμα ψάχνει.

Οι κόρες διαστέλλονται
οι ώρες αναστέλλονται
ο χρόνος επισημοποιεί
τη δική του εκδοχή
αργά, εμφατικά, μακρόσυρτα
η μουσική ανατέλλει κυανή
μες στην παλάμη του ήλιου τρεμοπαίζει
ώσπου οργίζεται το σούρουπο και φεύγει.
Τέτοια τερτίπια -πάει πολύ-
δεν τα σηκώνει πια.

Είναι εκείνη
η ανεπαίσθητη στιγμή αιωνιότητας
που μας ξεγελά
και χάνουμε την αληθινή διάρκεια
για πάντα.



0 ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Ένα παιχνίδι ζωής
ένα στοίχημα χωρίς νικητή
και έπαθλο η ανάσα σου.

Τηρουμένων των αναλογιών
τεράστιο το κόστος και δυσανάλογο
μα αξίζει κι ας είναι τελικά μονάχα ένας γύρος.
Μία περιστροφή γύρω από το κενό
ένα αδιέξοδο που καταλήγει πάντα εκεί
στην αλήθεια του ανύπαρκτου
στη ματαιότητα του τίποτα.

Θα μου πεις
και η γη περιστρέφεται
αιώνες τώρα
δεν απογειώνει όμως
της ψυχής τα αναγκαία.

Παράσταση ή αναπαράσταση
η τροχιά αυτή του θανάτου
ο κύκλος του φόβου
που με βεβαιότητα
και μαθηματική σχεδόν ακρίβεια κλείνει
κάθε που κλείνει η αυλαία
τόσο απλά
όπως δένει κανείς τα κορδόνια στα παπούτσια του
ή όπως βάζει μια κορδέλα στα μαλλιά
ή όπως φυλάει ένα μυστικό στον κόρφο του.



ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ


Με τις λέξεις σου να είσαι
πολύ προσεκτικός όπως ακριβώς
μ’ έναν βαριά τραυματισμένο
που κουβαλάς στον ώμο...
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Κειτόταν βαριά τραυματισμένος
δίπλα από τον φρεσκοφυτευμένο κήπο.
Το τραύμα εξ επαφής, διαμπερές
έμοιαζε με κουσούρι εκ γενετής
που κανείς δεν είχε προσέξει μέχρι τότε.

Μόνο κάτι ανήξερα πουλιά
πετούσαν πέρα δώθε και τραύλιζαν
ανήμπορα να συλλάβουν
το μέγεθος της τραγωδίας
ανήμπορα να συλλαβίσουν
ένα φωνήεν χαράς.
Έσκυβαν στο χώμα ευλαβικά
και κόκκινους βρεγμένους σπόρους τσιμπούσαν
σε μια μετάγγιση αίματος διαφορετική.

Το τραύμα σιωπά, ρέει ανύποπτο
σαν φλοίσβος και σαν άνοιξη
πάνω από πετρωμένα κύματα.

Είναι η σιωπή του μια κραυγή
που σχίζει τα έγκατα της γης
κι ακόμα παραπέρα
τον ουρανό βυθίζει μες στο πένθος
λες και συνάντησε τη γη πρώτη φορά.

Πεθαίνουν οι λέξεις μοναχές
ψάχνοντας για το νόημα
σε ναρκοπέδια φράσεων.

Γι’ αυτό επιβάλλεται
άμεση εκκένωση των σκέψεων
σαν ξημερώνει.

Δεν συμβιώνουν άλλωστε
άγιοι με τρομοκράτες...

Θα κάνω τώρα μία ανάληψη ζωής.
Το έχω αποφασίσει από καιρό
αν κι ο λογαριασμός
είναι λειψός, καχεκτικός
και το τραύμα βαθύ, απέραντο, λευκό.

Κοίτα, τα χέρια μου είναι άδεια.
Σε τρομάζει η ιστορία τους θαρρώ
παρά η ύπαρξή τους.

Είναι βαριές οι μνήμες
και οι πληγές ασήκωτες.
Μα ποιος αλώβητος κι ανέγγιχτος
διαβαίνει αυτόν τον δρόμο; 





ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ 

(ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ)


Η ΒΑΛΙΤΣΑ


Είχα μόλις επιστρέψει από το εξωτερικό όπου είχα πάει για σύντομες διακοπές. Πλησίαζα προς το σπίτι όταν ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια παλιά μου γνωστή, που είχε χρόνια να την δω. Είχε κατεβασμένα τα μούτρα. Καθόταν σκυφτή και μελαγχολική στην άκρη του πεζοδρομίου κοιτάζοντας με απλανές βλέμμα τους περαστικούς. Μου φάνηκε αλλόκοτη, κάπως χαμένη. Και το δέρμα της ξεθωριασμένο και πολύ πιο ζαρωμένο από την τελευταία φορά που την είδα.
Σάστισα λίγο αλλά  προσπάθησα να μην δείξω τίποτα…
«Χαθήκαμε», της είπα. «Έχει χρόνια να σε συναντήσω, άλλαξες κάπως. Πώς είσαι, πώς περνάς; Με τι ασχολείσαι τώρα;».
«Αχ καλή μου, πού να στα λέω τώρα;», μού απάντησε μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό. «Τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρούμαι αφάνταστα με διάφορα θέματα υγείας, το χειρότερο όμως είναι στις κλειδώσεις μου. Τρίζουν οι έρμες, λες κι ανοίγουν οι καταπακτές της κόλασης κάθε φορά. Δεν αντέχω εγώ η ίδια να τις ακούω, πόσο μάλλον οι άλλοι! Και να΄ταν μόνο αυτό; Είναι βλέπεις και η ηλικία μου τέτοια, που όλα παίρνουν την κατιούσα. Ο φυσικός νόμος της φθοράς που οδηγεί εντέλει στον θάνατο και στην ανυπαρξία. Και τότε όλα θεραπεύονται, εκεί όπου δεν υπάρχει λύπη, οδύνη και στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητη, που λένε και στη νεκρώσιμη ακολουθία.
Το δέρμα μου από ζωηρό, μαλακό και φωτεινό, ξεθώριασε, έγινε θαμπό, σκληρό, πλαδαρό. Τα χέρια μου είναι πολύ ευπαθή, με το παραμικρό τράβηγμα βγαίνουν και με πονάνε πολύ. Είναι αυτό που έλεγε κι η γιαγιά μου η μακαρίτισσα, ότι αν μου τραβήξεις το χέρι θα μου βγει το πόδι. Τόσο ετοιμόρροπα είναι όλα. Αισθάνομαι πραγματικά σαν να είμαι υπό κατάρρευση.
Και συν τοις άλλοις, έχουν μειωθεί κι οι δυνάμεις μου. Παλιά άντεχα πολλά, στοίβαζα μέσα μου του κόσμου τα καλά. Δεν με πτοούσε το βάρος, δεν με πτοούσε η πίεση, δεν κουραζόμουν να μπαίνω και να βγαίνω, χειμώνες και καλοκαίρια, άνοιξες και φθινόπωρα, όλα τα άντεχα! Κι ακόμα παραπάνω. Κι όχι μόνο τα άντεχα μα και χαιρόμουν κιόλας γιατί ήμουν τόσο χρήσιμη σε κάποιους, ήμουνα εκεί γι’ αυτούς την ώρα που με χρειάζονταν, μου εμπιστεύονταν τη φύλαξη πολύτιμων γι’ αυτούς πραγμάτων! Κι εγώ πιστή στην αποστολή μου, χρόνια τώρα, φρόντιζα με περισσή στοργή για όλα και πρόσεχα να τα βρουν το ίδιο καθαρά και συγυρισμένα όπως και όταν μου τα εμπιστεύτηκαν. Ποτέ δεν παραπονέθηκα για κάτι, ήμουν ευχαριστημένη μ’ αυτό που είχα, δεν ζητούσα πολλά. Κι ας μην με πήρε ποτέ κάποιος ένα ταξίδι, όπως έκαναν με τις άλλες συγκατοίκους μου. Δεν βγήκα ποτέ μέχρι σήμερα έξω από το σπίτι…. Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μού φτάνει …
Ο χρόνος όμως κορίτσι μου είναι αδυσώπητος. Σήμερα είσαι κάποιος, αύριο δεν είσαι κανένας. Όταν παύσεις να είσαι χρήσιμος για τους ανθρώπους, αυτοί σε πετάνε στα σκουπίδια. Συναισθηματισμοί δεν χωράνε, υπάρχει μόνο η λογική και το συμφέρον. Δεν σε χρειάζομαι πια, έχεις γεράσει, είσαι και λίγο άσχημη, πιάνεις και αρκετό χώρο στο σπίτι, άντε πήγαινε στα σκουπίδια, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων σε κανένα κάλαθο ανακύκλωσης.
Είναι οδυνηρή η στιγμή αυτή, γι’ αυτό με βλέπεις κάπως κατσουφιασμένη.  Αναπολώ τις ωραίες στιγμές που πέρασα στο σπίτι, κυρίως με τα παιδιά! Τα χαμόγελά τους, τα γέλια, οι χαρές, όταν αναζητούσαν κι έβρισκαν σε μένα τα αγαπημένα τους ρουχαλάκια, τα παιχνίδια και τα τετράδιά τους. Ακόμα αισθάνομαι τη μυρωδιά από τα ρούχα τους και το απαλό άγγιγμά τους στο δέρμα μου. Μα κι εγώ ήμουν όμορφη και με αγαπούσαν πολύ. Πολλές φορές ήθελαν να μένω μαζί τους στο δωμάτιο τα βράδια. Δεν ήθελαν να με αποχωριστούν!
Αλλά κι αυτά μεγάλωσαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες, έφυγαν από το σπίτι, πήραν και τα πράγματα μαζί τους. Κι εγώ άδειασα, έμεινα μόνη και έρημη, με έπιασε κατάθλιψη. Το συζήτησα με μια καλή φίλη και μου είπε πως αυτό λέγεται το «σύνδρομο της άδειας φωλιάς» (empty nest syndrome). Εμένα δεν με ενδιαφέρει τόσο το όνομα όσο το τι νιώθω. Και νιώθω πολύ μόνη και άχρηστη. Και δεν είναι μόνο ότι εγώ νιώθω αυτό το πράγμα, το ίδιο νιώθουν κι άλλοι μαζί μου. Γι αυτό με βλέπεις σήμερα εδώ. Με έδιωξαν από το σπίτι. Στην ψύχρα, εντελώς. Απλώς άνοιξαν την πόρτα και με έβγαλαν έξω, τόσο απλά. Δεν υπάρχει χώρος, είπαν. Μα ούτε και μας είναι πλέον χρήσιμη σε κάτι. Έφαγε τα ψωμιά της, αρκετά την ανεχτήκαμε, καιρός να καθαρίσουμε το σπίτι μας από κάθε τι άχρηστο, να κάνουμε χώρο για κάτι καλύτερο…».
Δεν είχα λόγια. Πραγματικά έμεινα άφωνη. Τόση αχαριστία, τόση απανθρωπιά τελικά; Από ανθρώπους που ευεργέτησες και εξυπηρέτησες τόσα χρόνια, δίνοντάς τους τον καλύτερό σου εαυτό; Αυτό είναι το ευχαριστώ; Είναι λυπηρό ένα τέτοιο τέλος… Κι εγώ που νόμιζα πως οι άνθρωποι έχουν καρδιά και συναισθήματα! Τζάμπα κουβαλούν φαίνεται έναν τόσο μεγάλο μυ μέσα τους.
Τελικά είναι πιο πιθανό στα σπλάχνα της να έχει αισθήματα μια βαλίτσα παρά ένας  άνθρωπος!





ΜΝΗΜΕΣ




Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΥΜΙ


Δεν έβλεπε καλά, η όρασή της είχε από καιρό θολώσει. Κι όμως, την έβλεπες εκεί, σκυφτή πάνω από το πλουμί. Να κεντά με πείσμα και τέχνη περισσή τα πλουμιστά της πετσετάκια. Με δυσκολία βέβαια. Έτσι έβγαζε τα προς το ζην. Γι΄ αυτήν και για τα εγγόνια της, που τα μεγάλωνε μόνη της. Ερχόταν ο έμπορος και έπαιρνε τα πλουμιστά. Της έδινε για τον κόπο της κάποια λεφτά. Δεν έχει σημασία πόσα, ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ λίγα για τον κόπο που έκανε. Ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ λίγα για την αγάπη της γι’ αυτά τα πλουμιστά. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ λίγα για την αγάπη της γι’ αυτά τα παιδιά. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύς ο κόπος και λίγη η ζωή. Ανέκαθεν.



ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΕΓΚΩΜΗ


Στην Αρχιεπισκόπου Λεοντίου 22 στην Έγκωμη της Λευκωσίας, όχι στην άλλη Έγκωμη την αρχαία της Αμμοχώστου. Πολλές φορές το βλέπω ακόμα ολόρθο στον ύπνο μου να μου χαμογελά. Κι ας σωριάστηκε ένα πρωί νεκρό, παραδομένο σε μια παράξενη μοίρα χωρίς αντιπαροχή. Μπαίνω στο περιβολάκι του με τις πορτοκαλιές και τις μανταρινιές. Σκαρφαλώνω στις μεσπιλιές (μουσμουλιές) τις φορτωμένες μέσπιλα να γλυκάνω την πίκρα που έχω στο στόμα. Οι κοτούλες κυκλοφορούν ακόμα ελεύθερες στην αυλή μας κι εμείς τις κυνηγούμε με γέλια. Ο σκύλος μας ο Τίτος τρέχει ξοπίσω μας και γίνεται ένα πανηγύρι. Το σπίτι δεν υπάρχει πια. Μια άχαρη πολυκατοικία ξεφύτρωσε στη θέση του. Εκεί όπου παλιά ήταν η ψυχή μας, τώρα είναι η πληγή μας. Γιατί και τα σπίτια πληγωμένοι άνθρωποι είναι κι αυτά. Το σπίτι σωριάστηκε νεκρό, οι αναμνήσεις θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια και τα όνειρα αναλήφθηκαν στους ουρανούς. Δεν ξέρω σε ποιους ουρανούς, ακόμα τα ψάχνω. Βλέπεις είναι μακρύς ο κατάλογος των ουρανών κι εγώ έχω μονάχα δυο γήινα ποδάρια. Στην αγκαλιά μου έχω τώρα μόνο ένα μπουκέτο κρίνα. Είναι αυτά που πρόλαβα να ξεριζώσω από την αυλή μου λίγο πριν το τέλος. Είναι αυτά που ξερίζωσα από την αυλή μου λίγο πριν μου ξεριζώσουν την ψυχή μου. Για πάντα.



Ο ΛΕΝΑΣ, Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ, ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ


Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου ήρθε στη ζωή μου ο Λένας. Ο αγαπημένος μου Λένας. Ένα αγόρι μελαμψό, με μάτια που σπινθηροβολούσαν αθωότητα. Ένα χαμόγελο πλατύ όλο αγάπη και καλοσύνη κι ένα χιούμορ που τσάκιζε κάθε λύπη. Ποια είναι η πρωτεύουσα της Φορμόζας ρωτούσε; (σημείωση: η Φορμόζα είναι το πρώην όνομα της Ταϊβάν,  αλλά και το φρούτο βανίλια/δαμάσκηνο). Ώσπου να το βρούμε μας έδινε και την απάντηση: η κοκκόνα (κουκούτσι) έλεγε γελώντας ξεκαρδιστικά. Πανέξυπνος και δοτικός, σπούδασε γιατρός στη Θεσσαλονίκη. Νευροχειρουργός ήθελε να γίνει και ο στόχος ήταν ένας: η προσφορά προς τον συνάνθρωπο. Μα δεν τον άφησαν… Σε μια άκρη της γης, όπου η ζωή φτήνισε και σέρνεται κουρελού και καταφρονημένη, εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Αργά και μαρτυρικά. Δολοφονημένος άδικα… Τώρα η μαυρόασπρη φωτογραφία του από την αποφοίτησή του κοσμεί τον τάφο του στο κοιμητήριο Στροβόλου. Ούτε καν στο κοιμητήριο στο χωριό του, τον Άη Σέρκη (Άγιο Σέργιο) δεν μπόρεσαν να τον θάψουν. Είναι, λέει, κατεχόμενο. Η ζωή μας έγινε πολύ φτωχή χωρίς εσένα Λένα μου. Αλλά κι ο θάνατος ξεφτιλίστηκε που καταδέχτηκε να σε αρπάξει με αυτόν τον τρόπο. Κι εσύ να μας κοιτάζεις χαμογελαστός. Βαθιά στα μάτια.



ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ, Η ΕΙΣΒΟΛΗ, ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ, ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ, ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ


Το πουκάμισο το θαλασσί, τραγουδούσε ο Νταλάρας εκείνο το πρωινό της Δευτέρας 15  Ιουλίου στο ραδιόφωνο. Τις Δευτέρες το βράδυ βλέπαμε στο θερινό σινεμά της γειτονιάς καράτε. Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Δευτέρα. Αυτή η Δευτέρα όμως καλύτερα να μην ερχόταν ποτέ! Το πουκάμισο το θαλασσί διακόπηκε, μια ξερή φωνή μάς ανακοίνωσε πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Σε λίγες μέρες το πουκάμισο το θαλασσί βάφτηκε κόκκινο. Από τη θάλασσα της Κερύνειας μέχρι το Βαρώσι. Κι από τον Πενταδάκτυλο μέχρι τη Μόρφου. Και φωτιές παντού. Μια ολόκληρη οροσειρά είχε γίνει λαμπάδα αναμμένη. Βορά στις φλόγες του πολέμου και της καταστροφής. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά έβγαλαν και τα σπλάχνα του Πενταδάκτυλου. Και κάρφωσαν στα στήθια του βαριά την τούρκικη σημαία. Την κατοχή να μην ξεχνούμε. Νόμισαν πως θα το συνηθίσουμε, μα γελάστηκαν. Συνηθίζεται η κατοχή; Συνηθίζεται η σκλαβιά; Συνηθίζεται το έγκλημα; Όχι, δεν συνηθίζεται, μόνο συνεχίζεται. Και δεν αντέχεται!



ΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΡΙΕΣ


Η Πόπη (από το Προκοπία) με την υπέροχη φωνή της τραγουδούσε «το σπίτι στην ανηφοριά» κι εμείς τη σιγοντάραμε με τις αδύναμες φωνές μας. Η διπλανή μου η Νάτια ζωγράφιζε Σνούπηδες στα τετράδιά μου την ώρα του μαθήματος και μου έγραφε αστεία για να γελούμε. Η Χριστίνα, σταθερή και αφοσιωμένη φίλη μέχρι σήμερα. Ενίοτε και συνοδοιπόρος τότε στο δρόμο προς το σχολείο με τα ποδήλατα. Η Φλώρια, γλυκιά κι αγαπημένη και ευαίσθητη. Έκλαιγε κάποτε γιατί ο καθηγητής της έβαλε καλύτερο βαθμό και δεν τον άξιζε, έλεγε! Η Αντρούλα, η Γιάννα, η Ελένη, η Ροδούλα, η Ζήνα, η Λευκή. Τόσα όμορφα ονόματα, τόσες όμορφες ψυχές. Καλοσυνάτες, όμορφες, αγαπημένες . Συμμαθήτριες και φίλες. Ήταν λυόμενη η τάξη μας στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου. Λυόμενη μ’ ακούς; Και ξέρεις γιατί; Γιατί έγινε πόλεμος το καλοκαίρι του 1974. Και τα παιδιά όλης της Κύπρου, τα λαβωμένα πουλιά του Ιούλη, έπρεπε να συνωστιστούν μέσα στα σχολεία της μισής Κύπρου. Πώς να χωρέσουν μέσα στα μισά σχολεία τα διπλάσια παιδιά; Πώς να χωρέσουν στις μισές τάξεις μέσα τα μισεμένα παιδιά; Πώς να χωρέσει τόση πίκρα και τόσος πόνος σε μια σταλιά σχολείο; Έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Να είναι λυόμενα τα σχολεία. Να είναι λυόμενες οι πατρίδες. Να είναι διαλυόμενα όλα όσα είχαμε ζήσει μέχρι τη μέρα εκείνη. Κι ύστερα ξεκίνησε μια νέα μέρα. Μόνο που ξεκίνησε μ΄έναν εφιάλτη που δεν λέει να τελειώσει 44 χρόνια τώρα. Κι εμείς διατηρούμε ακόμα την εφηβεία μας. Γιατί τη ζήσαμε λυόμενη κι αυτή. Και τώρα θέλουμε να την απολαύσουμε κανονικά. Με ασβέστη και κεραμίδια και ένα παρτέρι ολάνθιστα κυκλάμινα στην αυλή.




Ο ΠΑΠΑΣ* ΜΟΥ


Ψηλός, ωραίος, επιβλητικός. Ολάνθιστος κήπος το χαμόγελό του. Ο μαχητής της ζωής αλλά και του πολέμου. Του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο εργατικός, ο αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Ήταν πογιατζής ο πατέρας μου, μα ντρεπόμουν να το λέω στην τάξη. Όταν με ρωτούσαν οι δάσκαλοι τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου, έλεγα: ελαιοχρωματιστής. Κάπως μου φαινόταν πιο μυστήριος, πιο σοβαρός αυτός ο τίτλος. Κατά βάθος όμως ήξερα πως οι συμμαθητές μου δεν καταλάβαιναν αυτή τη λέξη και τους προκαλούσε δέος. Κι αυτό μου έδινε ικανοποίηση. Μεγάλη. Ο γλυκύτατος πατέρας, ο εμπνευστής μου, ο παρακινητής μου, το πρότυπό μου. Οι Κυριακές στο σπίτι μετά την εκκλησία, το τάβλι με τον παππού (ο άλλος προώρως αναχωρήσας, λες και όλοι οι καλοί για κάποιον περίεργο λόγο βιάζονται να αναχωρήσουν από τούτη τη ζωή). Οι καλοκαιρινές αποδράσεις στη θάλασσα της Κερύνειας, τα λόγια του, οι πράξεις του. Το ποδήλατό του που πήγαινε στη δουλειά. Λες και το ήξερε πως η παρουσία του θα ήταν σύντομη και την έκανε να σημαίνει πολλά. Όπως πολλά σημαίνει και μια μαυρόασπρη φωτογραφία του, αγκαλιά μ΄ένα κοριτσάκι με ροζ φουστάνι, να με κρατά σφικτά στην αγκαλιά του και να χαμογελά. Για πάντα.

*  Ο πατέρας



ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΣΤΟ ΕΞΙ ΜΙΛΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ


Απέραντο γαλάζιο. Και μετά κι άλλο γαλάζιο. Απογειώνεσαι. Από τη θάλασσα ως τον ουρανό κι ακόμα παραπέρα. Αχόρταγα ρουφούσαμε τις κυριακάτικες μας βουτιές στην αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. Βότσαλα στο νερό και ομόκεντροι κύκλοι χαράς  χωρίς όρια. Απόλαυση χωρίς τέλος… έτσι νομίζαμε μέσα στην παιδική μας αφέλεια. Ήμασταν μικροί βέβαια και σ΄αυτή την ηλικία κάθε στιγμή είναι φανταστική. Δεν υπάρχει παρελθόν. Δεν υπάρχει μέλλον. Υπάρχει μόνο η στιγμή που ζεις κι αυτήν χαίρεσαι με όλο σου το είναι. Τέλεια όλα μα ξαφνικά τέλειωσαν όλα. Πόσο τραγικά διαψευστήκαμε εκείνο το καλοκαίρι που δεν ήρθε ποτέ. Εκείνο το καλοκαίρι εμείς δεν πήγαμε στη θάλασσα. Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνη η θάλασσα, ακούσια, μας έφερε τον Τούρκο στον τόπο μας. Όλεθρος και καταστροφή παντού. Πρόκες καρφωμένες βαθιά, μαρτυρικά. Στυγερά. Χάος απέραντο. Περιμένουμε την Ανάσταση. Ακόμα.




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ΄ένα ήσυχο και όμορφο προάστειο της Λευκωσίας, την Έγκωμη.

Το 1980, έξι χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και με νωπά ακόμα τα τραύματα στην ψυχή, μετέβηκα στην Αθήνα για σπουδές στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.  Μετά το πέρας των σπουδών μου επέστρεψα στην Κύπρο όπου αργότερα έγινα τραπεζικός υπάλληλος.

Έχοντας ταξιδέψει όλα τα χρόνια της ζωής μου μέσα στην ανάγνωση και τη βιβλιοφιλία και με τη φλόγα της γραφής να σιγοκαίει μέσα μου, αποφάσισα το 2016 να παρακολουθήσω τα μαθήματα δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης με εισηγήτρια την Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου.

Απότοκο των μαθημάτων αυτών είναι η συλλογική έκδοση με τίτλο «Συν(γ)ραφές», που εκδόθηκε από το Τεχνοδρόμιο τον Απρίλιο 2019 και στην οποία συμμετέχω με 4 ποιήματα.

Είμαι ευτυχής μητέρα πέντε υπέροχων παιδιών και γιαγιά τεσσάρων χαριτωμένων εγγονιών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου