Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ





Η Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Είναι Διευθύντρια Πολιτισμού και καθηγήτρια μουσικής στη Μέση Εκπαίδευση στο Grammar School Λευκωσίας. Δημοσίευσε ποίηση, θέατρο, διηγήματα , μυθιστόρημα,  έρευνα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ :
«Κι η Κερύνεια μια ανοικτή πληγή», 1982,
«Υστερόγραφα», 1985.
«Χωρίς Ήρωες », 1985.
«Ανακάλημαν τα Ποιητάρικα» 1999.
Et Kerynia, Une Plaie Ouverte, Nancy 2002 και επανέκδοση 2003.
« Xώρας Ιστόρηση» 2005, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2005

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ: 
«Ως αληθώς η ζωή της Χαρίτας Μάντολες» 2014

ΠΕΖΑ :
«Poemes et Recits» , Nancy 2005.

ΕΡΕΥΝΑ
Ο Ζωγράφος Κώστας Στάθης, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού 2010

ΘΕΑΤΡΙΚΑ :
«Το Άλλο Μισό Του Ουρανού», 1994, Βραβείο ΘΟΚ 1992
« Φεγγάρι Μην Κλαις» 1996, έπαινος Θ.Ο.Κ. 1994.
«Η Σιωπή Είναι Παράξενη Απόψε», 2003.
«Το Τρακτέρ», Βραβείο Διαγωνισμού Εβδομάδας Θεατρικής Γραφής Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Πολιτιστικές Υπηρεσίες σε συνεργασία με το Θέατρο ΕΝΑ, 2004.
«Ανδρόνικος η ο Ζωγράφος», Έπαινος Θ.Ο.Κ. 2006.
«Φίλαμε Μην Ξημερώσει», Βραβείο Διαγωνισμού Εβδομάδας Θεατρικής Γραφής Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, 2008.
«Ο Καιρός Των Καταιγίδων», Έπαινος από τον ΘΟΚ 2009










ΧΩΡΑΣ ΙΣΤΟΡΗΣΗ  (2005)


«…πανσέληνος και γιασεμιά…»    
Γιώργος Σεφέρης

To ριζικόν φεγγοροδεΐ μέσα ’ς το καταλιάδιν
Καταύτις ερεσίστηκεν το ουρανίν τ’ ονείρου
Ρέτινον βάλλει της σωπής ότι την δει τριγύρου
Γνέφει τ’ αέρα τών σειλιών βουττά μες το στιάδιν
Ο ουρανός παραστρατά φιλιά φιλά φιλώντα
Τ’ άβατον η πανσέληνος κατανικά νικώντα
Τες λέξεις που οι συλλαβές αρμύρισαν το σάλιον
Φωνές τα σώματα γροικούν ’ς έναν αέραν κάλλιον
Τό χάδιν γνούδιν μυστικόν θάρητα ορμηνεύκει
Στο μυστικόν του έρωτα μια ρύμη σαγηνεύκει
Γλοια μες την μετάξενην που δειλινιάζει Χώραν
Ανάφτει ο κόρφος πεθυμιάν τα πεθυμά ορπίζει
Νά ’βρέθετουν η αφορμή που να της το ’συγχώραν

Άξιππα που ’μεγάλωσεν πόψε η Λευκωσία
Βουττά τής νύχτας άυπνα τα πιο δικά δειλά της

Φιλίν φιλά φιλίν νικά σταφυλόσειλά της
Οι βούτσές της θκυό δειλινά κροκότσινα λαζούριν
Άρα τζαί πού ’ς την κόξαν της το βλαφουρίν μαντήλιν
Η βέρα της η μαρκουτζιά η όμορκιά τρισπίλιν
Κατύλην εις τα σέρκα της για να της φέρνη γούριν

Αντίς η νύχτα το βαθύν το πιο βαθύν χαττίριν
Να το κρεμμάση ’ς έρωταν καρκιά νά δή χαϊριν

Νά ψουψουρίση δίστιχα να μοιραστή την αχναν
Αντάμα ’ς τούς αστερισμούς του παραδείσου σπλάχνα

Ν’ άφήση πίσω την ωχράν που κόντρα πιλατεύκει
Να της κτενίση το φιλίν σγουρόν να κανατξεύκη

Νά ποπλανήση κατά τζει να την ξημονασιάση
Γλυκάνισσος ο ύπνος της μόλις την δει να σσιάση

Νύχτα γλυτζιά τού γιασεμιού κατάσαρκα μια λάψη
Λόγια λινά μεταξωτά μες τα βυζιά της ν’ άψη

Αδόνια μες τον τριχωτόν όρκον ν’ αναστενάξη
Εις το λευκόν νυχτερινόν όρωμάν της να τάξη

Μεσούρανα ’ς τό σώμάν της νά κατεβοΰν άντξέλοι
Πά νά χαρή τά πεθυμά γιά νά χαρή τά θέλει

Κλειδούχα εσού ’μισόκλεισες ’ς τ’ αμμάθκια τρυφεράδαν
Οι ώρες εβαφτίσαν σε ’φωνάξαν σ’ ανεράδαν


ΚΙ’ Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΙΑ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ, (1982)


(απόσπασμα)

Τουλάχιστο νάκανε υπομονή
τούτος ο θρήνος
πούρθε στον εσπερινό
να διαβάσει κόσμο και θάνατο.
Κι’ ακουμπούσαν σκιές
και νοσταλγίες να μαντέψουν
την ηλικία μας.
Κι’ ακουμπούσαμε στα παράθυρα
να γευτούμε δύση και πυρετό
και σφαλνούσαν τα παράθυρα
να γευτούν ήττα και πυρετό.
Κ’ υστέρα τρέχαμε να προλάβουμε
τα περιστέρια.
Γονατισμένα περιστέρια
εμπόδιο στις συνήθειές μας.
Τότε δε γράφαμε, Πατρίδα,
τότε νοσταλγούσαμε
χωρίς Θεό.
Με τ’ όραμα Θεός κι’ Ανάσταση.
Τότε δειπνούσαμε χωρίς Σταυρό
με ζωή να ζητά συγχώριο.
Βράδυασε νωρίς
κ’ ή προσφυγιά δεν καρτερεί.
Μη φεύγεις, Θεέ, απόψε
μη φοβηθούμε και νοσταλγήσουμε
μην παραστρατήσουμε και χαθούμε.
Κάνει τόσο θάνατο η βραδυά.

Καιγόταν ο Ιούλης
κ’ εμείς τραγουδούσαμε
το εμβατήριο της μοίρας μας,
Πατρίδα, 
καιγόταν ο Ιούλης κ’ εμείς μαζεύαμε
σκιές
κ’ εμείς ψιθυρίζαμε σκιές
κ’ εμείς γίναμε σκιές
για χατίρι σου.

Μα πώς ξηγείς
τού Πενταδάχτυλου
πως όλα τούτα εσκεμμένα έγιναν,
πώς ξηγείς πώς ήταν
εκ προμελέτης
πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε με ψευδώνυμο
κ’ ένα κρεσιέντο ενατένισης
στο θάνατό μας;
Πώς τούτος ο Ιούλης
ήρθε απρόσκλητος,
ήρθε με λεκιασμένο μητρώο,
ήρθε παράκαιρα, τον έσπρωξαν
με το στανιό
κι’ όλο έκανε να φύγει
και το ανέβαλλε
κι’ όλο έλεγε να φύγει
μα δε βαστούσε τόση Κερύνια
η καρδιά του


(Δημοσιευμένο στη ποιητική ανθολογία "Οργής και οδύνης Εκατό φωνές" της 
Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου το 2000)



ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ



Θαλασσινές οι γυναίκες
Να στάζουν αλάτι
αγκυροβολημένες
στο μέσα καράβι της καρδιάς
Στα σαράντα διπλωμένο
Κάποτε ήταν ολόδροσες
Χαλικάκια
Αχινοί
Πεταλίδες και όστρακα
Στα μαλλιά ανέμιζαν
φύκια
Οι Παναγιές
Αχειοποίητες
Γλυκιώτισσες
Κερυνιώτισσες
Κάποτε θα επιστρέψουν πάλι
Παραθαλάσσιες
Σ ακρογιάλι αγαπημένο
Τώρα κωπηλατούν τη ζωή
Τώρα έριξαν θάλασσα πίσω τους
Σε ναυάγιο πνιγμένων
φουρτούνα η αντοχή
Οι λέξεις σωσίβια
Να τις βουλιάζουν
Μέδουσες
Τσούχτρες,
Καρχαρίες
Να γλιστρούν
Καταιγίδες
Στο κατάστρωμα
Οι αγαπημένοι
Απόντες
φωνάζουν θάλασσα
Αίμα θάλασσα
Προσφυγιάς θάλασσα
Κάποτε ήταν καπετάνισσες
Φαροφύλακες
παγοθραυστικά
Υπερωκεάνια
Κάποτε σαν άλλα σώματα
Αγγεία σώματα
Καράβια σώματα
Ανέμιζαν
Γιαλουσίτισσες
Αμμοχωστιανές
Ριζοκαρπασίτισσες
Τώρα έπεσαν σε καιρούς
Τώρα καΐκια
Μαούνες,
Ψαροκάικα
Κάποτε θα επιστρέψουν
Σ ακρογιάλι αγαπημένο


ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Μεν της πιστέψεις τζι εν φελά, θκιαβάζει μας τζι αναελά,
τσας έτσι να της πιστευτείς, τσας έτσι να της γυρευτείς,
ξηφκάλλει, πουκουππίζει σε, μπαίνει βαθκιά, πορπίζει σε,
εν ημπορείς να της κρυφτείς, ξηφανερώνει σε ευτύς.

Ούσσου, λαλώ της, κόρη, τραβά με κατηφόριν.
Λαλώ της λοβαρκασμένα, γυρεύκεις τζαι πο’ μέναν;
Γελά μου, κάμνει χάζιν, ρίφκει που πάνω μου χαλάζιν,
πιάννω τους δρόμους με βροσιήν, φήννει με μανισιήν.
Όσα να της πιερώσαμεν, όσα να της πιστώσαμεν,
βρίσκει μας πάντα χρεωμένους, τέλεια νεοφερμένους.

Θέλει η ποίηση λεβενκιάν.
Θέλει η τέχνη της γηθκειάν.
Τζι ο στίχος, να μεθκιά.

Ανόρπιστα επροχώρεν, τζει που ' σκαφτεν εθώρεν
που πίσω ποιητές πολλούς, λαλεί μου δίκλα τζαι σου να δεις πελλούς.
Δίκλα να δεις το χάλιν τους, ο κόσμος να’ τουν μάλιν τους,
Θαρκούνται εννά τον αλλάξουν, θωρώ το που πασκίζουν, άησ’ τους να νομίζουν.
Είνταν το χάλιν μου λαλείς, δαμαί έν το χάνιν της πελλής.
Ρωτώ της να ορπίσω, κόψε λαλεί μου πίσω.

Μεγάλοι ήτουν οι άλλοι, που Μάντην ως τον Κράλην.
Τζι ακόμα παράπισω γροικώ, Χρυσάνθης, Λυσιώτης,
Μηχανικός.
Καθένας τους ήτουν ένας ένας, τζαι μοναδικός.
Τζαι κόμα που προμπύττερα, Μιχαηλίδης, Λιασίδης, Λυπέρτης,
Εσύ είντα να έρτεις;
Τούτοι εμιαλύνασιν πολλά, λοβάρκασε εν’ μια γειτονιά,
εφκάλαν ρίζες τζαι κλωνιά, πέμπουν που πάνω στίχους
που ρίφκουν κόμα τοίχους.
Έθθεν να σου τανύσουν, δική τους τζαι σου αν ήσουν,
Τζείνοι εν’ ποταμός κρυφός τζι η ποίησή τους έν’φως. ,
Εσύ είντα γυρεύκεις τζαι ’κόμα νεκουτρεύκεις;
Είπεν τζι εχάθην αστραπή, λαλώ της δίχα αντροπήν,
θα ξαναδοκιμάσω, πέρκιμον σε δαμάσω.

Έπιασεν το γελούιν, φωνάζει ρε κοπελλούιν.
Άφησ’ με να ορπίσω, στρόφου λαλώ της πίσω.
Ότι έκαμε να φύει. Θερκόν που με τυλίει,
Χάννω τον ύπνον τέλεια τζαι τζείνη μες στα γέλια.
Γιατί γελάς μου αρωτώ, γυρεύκεις κόμα να πιάσεις τον ατόν;

Κάνει σε κόρη ποίηση, που μ’ έκαμες για λύπησην,
πιάε λαλώ σου πάνταν, δωσ’ μου λλίην αμάνταν.

Παίζει ο στοίχος πα’ στα σιείλη, κρατεί μου το μαντήλιν,
τον νου μου δε παιδεύκει, σαν χάννεται γυρεύκει
να βάλει τάξην που γυρόν τζαι γιώ πκιόν όπως το μωρόν,
κρατεί με στην αγκάλην, δίκλα Θεέ μου χάλιν.

Ούλλην την νύχτα πάλιωμαν, φωνάζει έν’ τ’ ανάγιωμαν
που φταίει τζι εν τραβάς πανιά, άλλη τζαινούρκα αβανιά.
Τζαι γιώ ταιρκάζω να της πω, περίτου πως την αγαπώ.
Ο στίχος της πογύριν, νώθω τον θα με φύρει,
θωρεί με πως παθκιάζω, λαλεί μου εγιώ νυστάζω.
Ο πιο γλυτζύς της στίχος, τσιλλά με πάντα δίχως
ποτέ της να με αρωτά, αν καύκουμαι του έρωτα.

Την ώραν που νυστάζω, την ώραν που μοιράζω
αλλού την σκέψην, την καρκιάν να συμπουρκά μιαν ομορκιάν.
Μέσα μου καλοκάθεται, πιάνει πηλόν τζαι πλάθεται
τωρά που εγιώ νυστάζω, να μεν την λοβαρκάζω.
Λαλώ της ξανάλα που το πρωίν,
μα τζείνη θυμωμένη, γιατί έν’ αππωμένη,
τρώει την η αζούλα, δικά της νάεν ούλα.

Εν έρκεται πίσω ξανά τζαι τζείνα που ετσιάττισα χαμνά,
Αγκρίσκει, πάει χάννεται τζι ως να ξανανεφάνει,
σβήννει το πυροφάνιν. 

(Δημοσιευμένο στο περιοδικό "δέκατα" Η νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου σήμερα
τεύχος 57 Άνοιξη 2019)

Γλωσσάριν

φελώ: ωφελώ
αναελώ: αναγελώ
’τσάς: έτσι δα
πορπίζουμαι: απελπίζομαι
ευτύς: αμέσως
μανισιή: μοναχή
ανόρπιστα: ανέλπιστα
τζει: εκεί
δικλώ: κοιτάζω
μάλιν: το, κτήμα, περιουσία
θαρκούμαι: νομίζω, υποθέτω
πασκίζω: προσπαθώ
δαμαί: εδώ χάμω
γροικώ: ακούω, κατανοώ
προμπύττερα: προηγουμένως
είντα: τι είναι
μιαλυνίσκω: μεγαλώνω
πέμπω: στέλνω
έθεννα: θα
τανώ: βοηθώ
νεκουτρεύκω: ανακατεύω, εξετάζω με περιέργεια
πέρκιμον: μακάρι, είθε
στρέφουμαι: επιστρέφω
κάνει: αρκεί
αράνταν: η, ησυχία
δικλώ: βλέπω, παρατηρώ
πογύρου: κυκλικά, γύρω από κάτι
τσιλλώ: πιέζω, πατώ
καύκουμαι: καίγομαι
συμπουρκώ: υποδαυλίζω
αζούλα: η ζήλεια
τσιαττίζω: ταιριάζω
χαμνώ: χαλαρώνω, αφήνω ελεύθερο
αγκρίσκουμαι: κακοφανίζουμαι




ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


ΩΣ ΑΛΗΘΩΣ  (2014)


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Το οδοιπορικό καταγράφει από κει που κοιτάζεις Όρκα μια θάλασσα. Κάποτε ήταν ολάκερη δική της, σαν το πρώτο φως των λεμονανθών του Καραβά, τα φύλλα της ελιάς στο καπνιστήρι, η αλήθεια της μετάληψη, η αξιοπρέπεια αντίδωρο, να κρέμονται εικόνισμα στο στήθος, χρόνους τριάντα τέσσερις, οι λέξεις μυλόπετρες, εισβολή, θάνατος, αγνοούμενοι, προσφυγιά, συνοικισμός.
Μακραίνει η νύχτα, μα οι αντοχές της καταγράφουν τη σφαγή με την ίδια κραυγή, «πού είναι ο άντρας μου, Ραούφ Ντενκτάς;». Επιστρέφει στα ελιοχώραφα του χωριού της σκάβοντας με τα χέρια την ίδια ελιά για λείψανα του Αντρικού, του πατέρα της, των άλλων. Εναποθέτοντας, ως επίλογο, στεφάνι δάφνης στον Τύμβο της Λευκωσίας, την έφερε βόλτα τη ζωή η Χαρίτα. η Χαρίτα Μάντολες της Κύπρου, Ιούλης 1974.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

…/…
Επιστρέφοντας προς τη Λεμεσό μια από εκείνες Κυριακές βράδυ από το Οδόφραγμα η Χαρίτα με άλλες γυναίκες, πήρε και την Ελένη Φωκά μαζί
διαδρομή κυλούσε μέσα από τις διηγήσεις της Ελένης που βρήκε καταφύγιο στη μεγάλη αγκαλιά των γυναικών και τώρα πήγαινε να μείνει λίγες μέρες στο
προσφυγικό της Χαρίτας, να γνωρίσει και τη Μάρω.
«Εγκλωβισμένη ήμουν, δασκάλα για 23 χρόνια στο σκλαβωμένο σχολείο της Αγίας Τριάδας, της κατεχόμενης Καρπασίας», έλεγε σε όλες και σε καθεμιά χωριστά. «Δίδασκα στα εγκλωβισμένα παιδιά την ελληνική ιστορία, μα αυτό, φαίνεται, εκνεύρισε τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής που μας διοικούν
και μου απαγόρεψαν να επιστρέφω πίσω στο σχολείο μου. Μου έκλεισαν για πάντα την είσοδο στα κατεχόμενα», εξηγούσε η Ελένη.
Τα πώς και τα γιατί των γυναικών μέσα στο αυτοκίνητο τα απαντούσε η δασκάλα, που ένιωσε ζεστασιά που κάποιοι άνθρωποι νοιάστηκαν γι’ αυτήν.
«Πονούσε το στομάχι μου και ήθελα να έρθω οε γιατρό στις ελεύθερες περιοχές, με σκοπό να επιστρέφω αμέσως πίσω. Δεν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Το έκανα παλιά, μα με συνόδευαν Τούρκοι στρατιώτες, δεν ήθελα. Δεν τους εμπιστευόμουν. Φοβόμουν. Την τελευταία φορά που είχα πάει με άφησαν πολλές ώρες να περιμένω για να με εξετάσουν. Μια άλλη γυναίκα εγκλωβισμένη που πήγε στον Τούρκο γιατρό, μετά από λίγες μέρες πέθανε. Δεν ήξερα γιατί, αλλά φοβήθηκα».
«Έναν δικό σου να σε προστατέψει, να σου σταθεί, δεν είχες;», την ρώτησαν όλες κι αμέσως αναρωτήθηκαν μεταξύ τους αν κι αυτές ή τα παιδιά τους
είχαν κάποιον να τους νοιαστεί, να τις τρέξει σε γιατρούς, νοσοκομεία, φάρμακα και εγχειρήσεις. Ο πιο δικός τους άνθρωπος, ο άντρας τους, η μεγαλύτερη απουσία να τους μεγαλώνει το βάσανο.
«Ο πατέρας μου πέθανε γιατί τον κακοποίησαν έποικοι οργισμένοι, που πήγε να τους εξηγήσει μην και πλησιάσουν το πηγάδι που χάλασε το κτίσμα μέσα και ήταν επικίνδυνο. Τον έριξαν κάτω δίπλα στο πηγάδι, τον ποδοπάτησαν με μανία, μέχρι που ξεψύχησε λίγες μέρες μετά. Μάη 26 του 1997, του Αγίου Συνεσίου, με έφεραν στην ελεύθερη περιοχή και δεν μου επέτρεψαν
ποτέ να επιστρέψω ξανά στο σχολείο, στους μαθητές μου που με περιμένουν. Παρ’ όλα τα κακά και τις δυσκολίες που πέρασα από τον κατοχικό στρατό, θέλω να επιστρέψω, γιατί εκεί είναι η ζωή μου», επέμενε η Ελένη. Το πρόσωπό της αλλοιωνόταν σαν μιλούσε, διέκοπτε την κουβέντα της, πονούσαν οι αναμνήσεις τη δασκάλα, που ξόδεψε εκεί τα πολυτιμότερά της νιάτα.



…/…



Ο ΜΗ ΓΕΝΟΙΤΟ  (2014)

Δημοσιευμένο στην έκδοση 10 + 1 Διηγήματα (Λογοτεχνικός διαγωνισμός
στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού)

 (Απόσπασμα)
Τα καλύτερα bunnychow στην πόλη έφτιαχνε η Αθηνά στο φουρνάρικό της, στη διασταύρωση Umbilo και Bulwer Road γωνία, που ακόμα κι οι ίδιοι οι Ινδοί πελάτες της έλεγαν, «καλύτερα κι από μας φτιάχνεις misses Athena το
ινδικό φαγητό». Μπόλικο, χορταστικό, δεν γελούσε τον πελάτη η Αθηνά. Το παραγέμιζε ως πάνω-πάνω με κάρυ, μπαχαρικά και κιμά το καθαρισμένο σαν τσέπη ψωμί, την ψίχα την αφαιρούσε όλη, μα δεν την πέταγε. Έκανε παξιμάδια τη ζύμη, τα άλειφε με αυγό και τα πασπάλιζε με μπόλικο γλυκάνισο, όπως και η γιαγιά της η Ασημίνα η Σμυρνιά. Τα έβαζε σε σακουλάκια διαφανή, παράγγειλε αυτοκόλλητο με τη φωτογραφία των αρχοντικών της Σμύρνης και χάρτη Μ. Ασίας, το κολλούσε κάτω από το όνομα «Τα Σμυρναίικα της Ασημίνας» κι ύστερα τα πήγαινε η ίδια και τα πουλούσε στις υπαίθριες αγορές της πόλης.
Μια φορά τη βδομάδα, μόλις ξεφούρνιζε, γύρω στις τρεις το πρωί, φόρτωνε τα ζεστά bunnychow και κουλουράκια, στο φορτηγό αυτοκινητάκι της και τραβούσε δυο και μισή ώρες δρόμο να φτάσει στη μεγαλύτερη αγορά της περιοχής, στη Hillcrest Market που νοίκιαζε εκεί χώρο, να στήσει τραπέζια, να απλώσει άσπρα λινά τραπεζομάντιλα, να στολίσει με λουλούδια τον πάγκο της και να απλώσει το εμπόρευμα. Είχε τους φανατικούς της πελάτες η Αθηνά, οι Αφρικάανς κυρίες την προτιμούσαν για ’κείνες τις λεπτομέρειες του κατάλευκου τραπεζομάντιλου με τα κοφτά κεντήματα και τα φρέσκα αρωματικά φυτά και λουλούδια, τοποθετημένα μέσα σε ψάθινο καλάθι που έκανε τη διαφορά από τα άλλα τραπέζια της αγοράς.
Μιλούσε τη γλώσσα των Ζούλου η Αθηνά, περνούσε κι άφηνε στις γυναίκες του χωριού Phezulu, σμυρναίικα, «για τα παιδιά», έλεγε στις φίλες της SilindileZamileThandeka. Αγόραζε πάντα κάτι χειροποίητο δικό τους, όπως εκείνο το ξύλινο μαξιλάρι που ακουμπούσε για λίγο το κεφάλι της σαν έγερνε κατά γης να ξεκουραστεί. Τη Silindile, που τη φώναζε Σΐντη, την πήρε βοηθό στο φουρνάρικο. Μέχρι τις 10 το πρωί ξεπουλούσε, τα μάζευε και επέστρεφε, να προλάβει το μεσημεριανό, ήταν κι η ώρα που σχολνούσαν οι φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Kuazulu Natal, μια ευθεία η κατηφόρα και έμπαινε μπουλούκια εκείνος ο νεαρόκοσμος στο μαγαζί της να φάει το φτηνό, μα νόστιμο φαγητό.
Περισώθηκε το δεφτέρι με τις συνταγές μέσα στον μποξά με τα ρούχα, σαν τους φόρτωσαν στα καράβια να γλυτώσουν από την καταστροφή. Εκεί ήταν η διαφορά, στη συνταγή της γιαγιάς Ασημίνας, που έκανε τα bunnychow της Αθηνάς, της εγγονής της, τα νοστιμότερα από κάθε άλλο μαγαζί που πουλούσε το ίδιο φαγητό στην πόλη του Ντέρμπαν.
Δυσανασχέτησε στην αρχή, «μέσα σε αλεύρι τα χέρια μου γιαγιά Ασημίνα και θα καούν στους φούρνους», μα η γιαγιά επέμενε. Σαν σε παραμύθι άκουγε η Αθηνούλα τα λόγια της γιαγιάς, μεγάλη πια, κοντά εβδομήντα, λύγισε από στέρηση και πόνο, «όλα τα είχαμε στη χρυσή εποχή στην πόλη μας στη Σμύρνη και ο άνδρας μου, ο παππούς σου ο Ευάγγελος, δεν με άφησε πότες να αγγίξω το χέρι στο νερό. Υπηρεσίες, παραϋπηρεσίες Αθηνούλα μου, μα η δική μου μάνα, η Νιόνια, με είχε μάθει προτού παντρευτώ, παράλληλα με το πιάνο, να ζυμώνω, να κεντώ, να φτιάχνω κοφτά και να τα βάζω σε λινά τραπεζομάντιλα, να κρατώ νοικοκυριό, για «ο μη γένοιτο σε περίσταση», μου έλεγε.
Ανακάτευε η Αθηνά σε ένα μπολ τη μαγιά με χλιαρό γάλα, λίγο αλεύρι και την άφηνε όλη νύχτα να φουσκώσει. Το πρωί, ζέσταινε το γάλα, έβαζε λίγο νερό να λιώσει η μαγιά κι ύστερα έριχνε το λάδι ζεματιστό και λίγο-λίγο το αλεύρι. Υπογραμμισμένο στο δεφτέρι το λίγο-λίγο κι η Αθηνά κάθε που έφτιαχνε τη ζύμη για τα ψωμιά, ήταν σαν να έβλεπε τη γιαγιά Ασημίνα στο αρχοντικό της στη Σμύρνη να κάνει κι εκείνη το ίδιο, σαν έφευγε ο παππούς Ευάγγελος σε
ταξίδια. Μεγαλέμπορας μπαχαρικών ήτανε ο παππούς της Αθηνάς, που προμήθευε Δύση και Ανατολή μπαχαρικά με ιδιόκτητα καΐκια. Άρχοντας ο Ευάγγελος, δεν καταδεχόταν η γυναίκα του, η όμορφη Ασημίνα, που ήξερε τα πρελούδια του Μπαχ απ’ έξω και τα ερμήνευε σε βεγγέρες και φιλανθρωπικά τσάγια που έδιναν στο σπίτι τους για την αριστοκρατία της πόλης, να ανακατεύεται στην κουζίνα. Αρχόντισσα την ήθελε, πορσελάνη, ντυμένη στολισμένη να τη σεργιανίζει τα βράδια στις καλύτερες ταβέρνες της παραλίας, σε δεξιώσεις των πρεσβειών κι απ’ όπου περνούσε να θαυμάζουν
την ομορφιά, τα μεταξωτά φουστάνια, τα στολίδια της Ασημίνας που της αγόραζε από εμπόρους στην Πόλη, την Αλεξάνδρεια, το Λίβανο.

.../...




ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ ή Ο ΖΩΓΚΡΑΦΟΣ  (2006)


Σημείωμα της συγγραφέως Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου

Ήταν καλοκαίρι του 2000 όταν πρωτάκουσα για τον Κωστή που «ζωγκράφιζε». «Είπα του μεν με ζωγκραφίζεις ρε Κωστή, γιατί τα ρούχα μου εν φτωσιηκά τζιαι έχουν πάνω τρύπες, μα τζιείνος εζωγκράφισεν τζιαι τες τρύπες του φουστανιού μου», μου είπε η Ελένη Παναγίδη, που είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα ογδόντα, μια μέρα καθώς μιλούσαμε με άλλες συγχωριανές στη βεράντα του σπιτιού μας στο ορεινό Φτερικούδι. Η Δεσπούλα, πολύ νεότερη από την Ελένη, θυμόταν κι εκείνη πολύ καλά τον Κωστή. Μου είπε πως έκοβε πάντα ένα λουλούδι από τον κήπο της όταν περνούσε από εκεί, το έβαζε στο πέτο ή στο αυτί του κι άρχιζε να ζωγκραφίζει. «Έκαμεν μου τζαι το πορτραίτον μου. Εν αθθυμούμαι αν μου το εχάρισεν. Εν το έχω. Αθθυμούμαι όμως πως ήμουν τέλεια η ίδια, σαν να έφκαλα φωτογραφίαν. Τα σιέρκα του επιάνναν, ήτουν σβέλτα». Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη κι άρχισε να ξετυλίγεται κάτι παράξενα μυστηριακό και γοητευτικό συνάμα. Κάτι έντονα επίμονο με έσπρωχνε να μάθω περισσότερα. Οι κουβέντες των γερόντων με γοήτευαν όλο και περισσότερο κι άρχισα να μαζεύω πληροφορίες για τον άγνωστο ζωγράφο της Πιτσιλιάς. Δεν ήξερα που θα με έβγαζε αυτό αλλά άρχισα να γυρίζω τα γύρω χωριά Παλαιχώρι, Ασκά, Φτερικούδι, Άλωνα, με ένα μαγνητόφωνο στο χέρι, να καταγράφω ό,τι αφορούσε τον «ζωγκράφον», όπως επέμεναν να τον αποκαλούν. Εξ ου και ο τίτλος του θεατρικού έργου «Αντρόνικος ή ο ζωγκράφος». Όσα μου εκμυστηρεύονταν πήγαζαν από μια βαθιά αγάπη για τον Κωστή, αλλά και ένα είδος μυστηρίου σαν μιλούσαν γι αυτόν, που τον ένοιωθαν δικό τους και κάτεχαν καλά το μυστικό του. Τους εντυπωσίαζε ο τρόπος που ζωγράφιζε με κείνα τα εκπληκτικά κομψά δάκτυλα, το ίδιο μου αποκάλυψε και ο ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής που τον γνώρισε. Ακόμα, τους εντυπωσίαζε η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία ζωγράφιζε πορτραίτα, τοπία, ζώα, αλλά και η καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας (άμαν επερνούσαν εγγλέζοι που το χωρκόν εξηγέτουν τους) και η καθαρεύουσα που μιλούσε πολλές φορές χωρίς να γίνεται κατανοητός από τους συγχωριανούς του.
Μα τι γινόταν; Ένας απλοϊκός άνθρωπος του χωριού θα μπορούσε να μιλήσει έτσι; Η απάντηση από όλους στερεότυπη. «Ήτουν μορφωμένος ο Κωστής. Μεν θωρείς ήνταν που έπαθεν ύστερης που αρρώστησεν». Τότε ήταν που εντατικοποίησα την έρευνα μου γιατί ο ζωγράφος μου έγινε εμμονή κι επέμενε να τον αποκαλύψω.
Παράλληλα με την έρευνα μου, άρχισα να γράφω ένα πολυπρόσωπο (35 άτομα) θεατρικό έργο που του έδωσα τον τίτλο «Αντρόνικος ή ο Ζωγκράφος». Το έργο διαδραματιζόταν στον Ασκά, την γενέτειρα του δηλαδή, στη Λευκωσία που τελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο και στην Αθήνα που σπούδασε, στη Σχολή Καλών Τεχνών 1936- 1941. Το θεατρικό έργο τιμήθηκε με έπαινο στο διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου του ΘΟΚ το 2005. Όμως δεν τέλειωσα εκεί. Οι προσπάθειες μου τόσο στην Λευκωσία όσο και στην Αθήνα, έσμιξαν με τις προσπάθειες του τότε πρέσβη
της Κυπριακής Δημοκρατίας Στάθη Ορφανίδη και του Νικηφόρου Ορφανού, μέλους του Συμβουλίου του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου από το 1997 μέχρι και σήμερα, που ερευνούσαν παράλληλα και οι δύο για τον ζωγράφο. Έτσι και οι τρεις τώρα, σε μια άριστη συνεργασία, αρχίσαμε το μεγάλο ταξίδι σαν «Ομάδα Πρωτοβουλίας» πλέον. Σκοπός μας ένας και μοναδικός. Η ανάδειξη του «αφανή πρωτοπόρου της σύγχρονης κυπριακής τέχνης» όπως τον αποκάλεσε η Δρ. Νίκη Λοϊζίδη.
Συν τω χρόνω, με τα όσα άλλα προγραμματίσαμε και κάναμε σαν Ομάδα Πρωτοβουλίας για τον ζωγράφο, δηλαδή εκδόσεις, εκθέσεις, διαλέξεις, ντοκιμαντέρ κ.λπ„ το πολυπρόσωπο θεατρικό μου έργο εξακολουθούσε να παραμένει καρτερικά στο συρτάρι περιμένοντας την ευκαιρία να ανέβει στη σκηνή από κάποιο θίασο.
Έγινε προσπάθεια από την Ομάδα Πρωτοβουλίας, να γίνει σειρά εποχής στο ΡΙΚ. Έγραψα 13 επεισόδιά για σενάριο δειγματικά με την καθοδήγηση της σκηνοθέτιδας, τότε στην ΕΡΤ Δάφνης Τζιαφέρη, για να βγει στο ευρύ κοινό η ζωή και το έργο του ζωγράφου, αλλά οι προσπάθειες έπεφταν κατ πανάληψιν στο κενό. Δεν σταμάτησα όμως ποτέ να το σκαλίζω, να γράφω και να σβήνω, και να σκιαγραφώ απ όσα άκουσα μέσα από την πορεία της έρευνας όσο μπορούσα πιο πιστά, τον κεντρικό ήρωα του έργου.
Το 2014 όταν μου δόθηκε η ευκαιρία και ευχαριστώ το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου και τον ΘΟΚ γι αυτό, μέσα από το πρόγραμμα Play On, ξαναπήρα στα χέρια μου ουσιαστικά πια το έργο. Σαν πρόκληση με τον εαυτό μου και κατόπιν προτροπής της φίλης και θεατρικής συγγραφέως Ευαγγελίας Κουρσουμπά αλλά και καθοδήγησης της σκηνοθέτιδας Μαρίας Μανναρίδου Καρσερά, μεταποίησα το αρχικό πολυπρόσωπο έργο σε μονόλογο. Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, δεδομένου ότι έπρεπε να κρατηθούν ισορροπίες μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, για ευνόητους λόγους.

Εύχομαι ο θεσμός του Play On να συνεχιστεί γιατί είναι εξαιρετικά δημιουργικός και αποτελεσματικός για μας που γράφουμε κι εύχομαι ακόμα να δούμε πολλά κυπριακά έργα επιτέλους στο σανίδι. Ευελπιστώ ακόμα πως ο ΘΟΚ θα αρχίσει να αγκαλιάζει τους Κύπριους συγγραφείς ουσιαστικά κι όχι ευκαιριακά όπως γίνεται μέχρι σήμερα.


.../...














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου