Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ







Η Μαρία Γεωργίου γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου το 1962, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Warwick στη Μ. Βρετανία, Διοίκηση Επιχειρήσεων, εργάστηκε στις επιχειρήσεις Computer Team και PanoramaCom, στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει από το 1984.
Το μυθιστόρημα «Σπασμένο Ακορντεόν» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γεωργίου. Το 2018, βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημα «Χιονισμένες Πολιτείες». Επίσης, τον ίδιο χρόνο, βραβεύτηκε από τις εκδόσεις Εντύποις για το διήγημα «Οι Άλλοι και η Αλλη».
Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου έχει παίξει στη ραδιοφωνική εκπομπή του
“Κυπριώτικο Ικετς”, δύο έργα της, το Ο “Σιελιδονής” και το “Η Νυφιτζή Φωτογραφία”. Από αυτά το δεύτερο έχει βραβευτεί.












ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ   (2019)


(Απόσπασμα)


Σπασμένο Ακορντεόν


ΚΑΘΩΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΕΥΕ κι οι νύχτες μίκραιναν και γλύκαιναν και μοσχοβολούσαν γιασεμί, κι οι γειτόνισσες αργούσαν να μαζευτούν από τα στενά,  ο Γιαννάκης όλο και πιο πολύ ανυπομονούσε για το σκοτάδι κι όλο και τριγυρνούσε έξω από το σπίτι της Γεωργίας, πότε με τα πόδια και πότε με το ποδήλατο. Όταν πια  καλοκαίριασε καλά, βρήκαν με την παρέα του καινούργια
 διασκέδαση. Μαζεύονταν, αυτός, ο Πανικός κι ο Αντρέας  κι έκαναν καντάδες στις γειτονιές. Ο Πανικός που ήταν  καλλίφωνος τραγουδούσε, ο Γιαννάκης έπαιζε ακορντεόν,  κι ο Αντρέας, αν και παράφωνος κι ανίδεος από μουσική,  έκανε ένα απαλό σεκόντο, έτσι για να φαίνονται πολλοί να
 μην ντρέπονται. Οι γειτόνισσες συνήθισαν τα τραγούδια  τους και τους περίμεναν να φανούν, τους χωράτευαν και  (ηχούσαν παραγγελιές, το ένα ή το άλλο τραγούδι, κι αν  αυτοί δεν το ήξεραν, υπόσχονταν να το μάθουν, να τους το  παίξουν την επόμενη φορά που θα περάσουν. Μόλις ξεμάκραιναν τα παιδιά, οι γειτόνισσες άρχιζαν το κουτσομπολιό και προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιος αγαπά ποιαν. Δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβουν. Πώς να κρυφτεί ο έρωτας, όταν τα μάτια δεν μπορούν παρά να κοιτάζουν προς
τον αγαπημένο κι όταν τα μάγουλα ανάβουν από τα λόγια παθιασμένων τραγουδιών.

«Καναρίνι μου μικρό,
απ' το κλουβί σου θα σε βγάλω ένα βραδάκι,
και θα σε στείλω σ' ένα γνώριμο δρομάκι,
να κελαηδήσεις το δικό μου το σκοπό...»

Λίγες μέρες πριν το δεκαπενταύγουστο, η Γεωργία του είπε ότι θα πήγαινε με την οικογένειά της για προσκύνημα στον Απόστολο Αντρέα. Όχι με κάρο, όπως είχε πάει κάποτε ο Γιαννάκης με τον παππού του και τον Ραΐφι, μα με το αυτοκίνητο του πατέρα της. Το ταξίδι δεν ήταν πια παρά θέμα ωρών, όμως θα πήγαιναν από την προπαραμονή, για να προλάβουν να βρουν κατάλυμα στη μονή, που πάντα φιλοξενούσε όσους προσκυνητές χωρούσαν στα λιτά κελιά της.
Του σφηνώθηκε η ιδέα να πάει κι αυτός. Ήθελε να πάει. Δεν άντεχε το κλειστό παραθύρι. Ήθελε να πάει. Να ακολουθήσει τη Γεωργία στον Απόστολο Αντρέα και στην άκρη του κόσμου, αν χρειαζόταν. Μα πώς να πάει, δεν είχε μέσον. Δεν είχε μέσον; Ω μα ναι, είχε μέσον. Τη βάρκα του θειου Σταυρή, το τρεχαντήρι με τα πανιά. Δεν τόλμησε να το πει στο θειο του, δεν είχε όρεξη για αντιρρήσεις. Μόνο ορμήνεψε τον γερο-Κολόμπο να πάει από νωρίς στο φούρνο και να ‘χει έννοια μη τυχόν κι ο θείος του γίνει στρακότο
και δεν πάει να δουλέψει. Το είπε και στην Ελένη να έχει κι αυτή το νου της. Μα στον Σταυρή δεν είπε τίποτε.
Παραμονή της Παναγιάς, πριν ακόμα χαράξει το φως, όρτσαρε τα πανιά και ξεκίνησε ταξίδι για τη μύτη της χερσονήσου της Καρπασίας, στο μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα. Είχε αέρα στα πανιά και στα μυαλά του και τίποτε άλλο δεν λογάριασε. Ούτε το θειο, ούτε τη δουλειά, ούτε τους κινδύνους. Ήταν ερωτευμένος.
Πήρε μαζί του δυο ψωμιά, λίγες ελιές, ένα παγούρι νερό, και το ακορντεόν του. Γυαλό γυαλό, ώσπου ο ήλιος να σηκωθεί ψηλά, έφτασε στο ακρωτήρι της Πύλας. Ως εκεί τα νερά ήταν γνωστά. Τα ήξερε, γιατί πήγαινε εκεί με τον θειο του για ορφούς και δροσίτες που τους έπιαναν με χοντρά παραγάδια.
Καβάλησε το ακρωτήρι και πήρε βορειοανατολική πορεία προς το Κάβο Γκρέκο. Οι ακτές της Σκάλας χάθηκαν κι ήταν πια μόνος στο άγνωστο, με οδηγό τα άστρα και τον έρωτα. Προχώρησε προς τον ποταμό του Λιοπετριού
κι από ‘κει στο Κάβο Γκρέκο, γεμάτο σπηλιές που χάσκουν προς το πέλαγο, έφερε γύρω το ακρωτήρι κι έφυγε προς το βορρά. Τον έψηνε ο ήλιος κι η αγωνία να φτάσει μια ώρα αρχύτερα, να δει τη Γεωργία, την έκπληξη, τη χαρά της που θα τον έβλεπε έτσι άξιπα[1]  μπροστά της. Η θάλασσα και το αερούδι ήταν πρίμα και κατάφερε μέχρι το βράδυ να φτάσει κοντά στον Αγιο Σέργιο. Πλησίασε στην ακτή τόσο όσο να μην αροθυμά[2]  από το χάος της απεραντοσύνης, έριξε αρόδον την άγκυρα, μάζεψε τα πανιά. Πριν αποκοιμηθεί
κάτω από το φεγγάρι και με την υγρασία να του φέρνει ανατριχίλες στη ραχοκοκαλιά, έπαιξε λίγους σκοπούς με το ακορντεόν, έτσι για να παρηγορήσει τη μοναξιά του, να ξορκίσει το φόβο, να ηρεμήσει το καρδιοχτύπι μέσα του, και να στείλει το μυστικό μήνυμα της καρδιάς του στον
Απόστολο και στη Γεωργία, να ξέρει, να καταλάβει, να τον περιμένει.
Ξύπνησε μέσα στην απεραντοσύνη της ανατολικής θάλασσας όταν ήρθαν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου να τινάξουν από πάνω του την υγρασία, να του χαϊδέψουν τα βλέφαρα, να ξυπνήσει γλυκά, να δει την πιο μεγάλη στιγμή
του ήλιου που έρχεται, της μέρας που ξεκινά γεμάτη νέες ελπίδες. Ω, Δόξα Σοι ο Θεός, για εκείνο το πορφυρό φως που αναδύθηκε μέσα από το γαλήνιο νερό κι άρχισε να χαράζει πάνω στη θάλασσα τον πιο φωτεινό δρόμο, το πιο
λαμπρό μονοπάτι. Έβγαλε τα ρούχα κι έπεσε μέσα στο δροσερό διάφανο νερό κι όλοι οι πόροι του γέμισαν αλμύρα και φωτεινή ανατολή και γι’ αυτή και μόνο τη στιγμή άξιζε το παραστράτημά του, να πάρει τη βάρκα του θειου του και
να φύγει έτσι κρυφά σαν τον κλέφτη.
Έφαγε λίγο ψωμί κι ελιές και σήκωσε πάλι το πανί. Έφτασε προς το μεσημέρι στο λιμανάκι του Αποστόλου Αντρέα. Σήμερα γιορτάρα μέρα, ήταν γεμάτο μικρές και μεγάλες σημαιοστολισμένες βάρκες. Η λειτουργία είχε πια τελειώσει κι οι προσκυνητές έκαναν βόλτες. Εκεί, κάποτε είχε φτάσει ο Αγιος. Βγήκε στην ξηρά να βρει νερό, πράγμα που μερικές χρονιές μπορεί να είναι πολύ δυσεύρετο σ’ αυτόν τον άνυδρο τόπο. Λένε πως με την προσευχή του, το οδήγησε μέσα από ένα βράχο, να ξεδιψά ναυτικούς και να ξεπλένει αμαρτίες.
Ο Γιαννάκης προχώρησε προς το μώλο. Έριξε το σκοινί προς τη δέστρα. Κάποιος το άρπαξε. Ο θειος του ο Σταυρής. Καλύτερα να σήκωνε η θάλασσα το πιο πλατύ της κύμα και να τον κατάπινε. Καλύτερα η πιο φοβερή θαλασσοταραχή από ‘κείνο το αστροπελέκι του θειού. Να πεις πως είχε άδικο; Που τον είχε αφήσει σύξυλο να βγάλει μόνος τα ψωμιά, που του έκλεψε την αγαπημένη βάρκα, που η καρδιά του πήγε στην κόλαση από έγνοια, και είχε και την αγωνία και την γκρίνια της Εύθυμούς στο κεφάλι. Δεν ήταν λίγα που ξεσήκωσαν την οργή του. Κι όποιος ‘πει κουβέντα για τον Σταυρή θα ‘ναι άδικος. Τράβηξε τη βάρκα απότομα στο μόλο, τον άρπαξε από τα μαλλιά, τον τράβηξε έξω, τον πέταξε κάτω. Ξεδίπλωσε το βούρδουλα που είχε στο ζωνάρι. Λυσσούσε. Ο ερωτοχτυπημένος νέος μάτωνε, με κόπο συγκροτούσε τις φωνές του, μούγκριζε. Μαζεύτηκαν κι οι περιηγητές να κάνουν χάζι. Κι η Γεωργία, αλλά δεν έκανε χάζι. Έκλαιγε η καημένη και παρακαλούσε τον Σταυρή να σταματήσει. Οι γονείς της φοβήθηκαν το ρεζίλι και προσπάθησαν να την παρασύρουν μακριά, όμως εκείνη ούτε που τους άκουγε. «Παπά σταματήστε τον, εν θωρείτε πως εν μεθυσμένος, εν να τον ησκοτώσει», έλεγε στον πατέρα της και κοιτούσε τον κόσμο γύρω ελπίζοντας κάποιος να φιλοτιμηθεί να σταματήσει το κακό. «Μα σταματήστε τον, γιατί τον αφήνετε, εν να τον ησκοτώσει. Άεις τον κύριε Σταυρή, κανεί πιον». Όμως ο Σταυρής όσο την έβλεπε, τόσο θέριευε, ήταν σαν κόκκινο πανί που τον αγρίευε όλο και πιο πολύ. Η σουρτούκα που τον ξεμυάλισε τον άμυαλο και για λόγου
της έκλεψε τη βάρκα. Πρόλαβε κι έδωσε του Γιαννάκη της χρονιάς του, πριν του αρπάξουν επιτέλους τον βούρδουλα κάποιοι προσκυνητές. Όμως εκείνος δεν ησύχαζε.
«Μπάσταρτε, σσυλλομπάσταρτε», φώναζε. Βρισιές που τις λένε όλοι στο θυμό τους μα για τον Γιαννάκη ήταν πιο βαριές κι από τις βουρδουλιές. «Ο παλιοαλήτης που τόσα χρόνια εχώνετουν πίσω που τον παππούν του που τού καμνεν ούλλα τα χατίρκα. Ο αχαΐρευτος, ο αμπάλατος, που άφησεν τη δουλειάν για να βουρά  πίσω που τα φουστάνια της κάθε προκομμένης».
 Έλεγε, έλεγε, δεν τελείωνε. Κι όσο έλεγε τόσο φούντωνε. Να τον σκότωνε, να τον έριχνε κάτω, να τον πατούσε στο λαιμό. Να τον έλιωνε σαν μυρμήγκι. Ο Γιαννάκης ήταν το ίδιο οργισμένος, μα είχε καταντραπεί τον κόσμο και τη Γεωργία, σιωπούσε. Μέχρι που δεν άντεξε πια όταν ο Σταυρής όρμησε μέσα στη βάρκα, άρπαξε το ακορντεόν, το έβγαλε έξω κι άρχισε να το κτυπά κάτω σαν να ‘τανε χταπόδι. Εκείνο έβγαζε σπαρακτικούς ήχους, νότες στριγκιές ξέφευγαν από τα σπλάχνα του, καθώς πετάγονταν στην προβλήτα πλήκτρα και κουμπιά και όμορφα κόκκινα γυαλιστερά κομμάτια. Ο κόσμος προσπαθούσε να τον συγκροτήσει μα τίποτε εκείνος. Τέτοια μανία είχε. Ο Γιαννάκης άντεξε το βούρδουλα και τις βρισιές, μα τώρα αυτό δεν το άντεχε. Ήταν σαν να του ξερίζωνε την ψυχή, σαν να βεβήλωνε τη μνήμη του παππού του. Όρμησε στο θειο του και τον έριξε κάτω με μια μπουνιά. Ο Σταυρής, έμεινε εκεί πεσμένος για λίγο, ήσυχος επιτέλους κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε προς του πανηγυριώτες να βρει λίγο κονιάκι να παρηγορήσει το θυμό του κι ο κόσμος γύρω του άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται.
Ο Γιαννάκης ούτε που γύρισε να κοιτάξει τη Γεωργία. Έτσι πεσμένος και κτυπημένος που ήταν, δεν ήθελε να τον έβλεπε έτσι. Εκείνη, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας της, έβρεξε το μαντήλι της στο αγίασμα και πλησίασε να τον ξεπλύνει. «Φύε», της είπε, «άεις με μόνον μου, φύε, εν θέλω
κανέναν». Την τράβηξε η μάνα της με πο ζόρι. «Έλα στο μοναστήριν», του είπε, «έλα να προσκυνήσουμεν μαζίν, έλα εν να σε περιμένω και του πέταξε το βρεγμένο μαντήλι». Μάταια περίμενε η καημένη. Κι άκουσε και τον εξάψαλμο από τους γονείς της. Ο Γιαννάκης δεν πήγε στο μοναστήρι να προσκυνήσει. Εγκατέλειψε τη βάρκα και γύρισε στη Σκάλα με ξένους προσκυνητές, που τους παρακάλεσε να τον πάρουν μαζί τους.
Ύστερα απ’ αυτό δεν ξαναπέρασε από το αρχοντικό της Γεωργίας, μάταια εκείνη τον περίμενε στο ανοιχτό παραθύρι τα μεσάνυχτα. Ούτε και στο φούρνο τον βρήκε, όταν πήγε να πάρει ψωμί. Ο Γιαννάκης δεν είχε καμιά όρεξη να ξαναδουλέψει με το θειο μου. Το ξεκαθάρισε στην Ευθυμού. «Εγώ με τον θκειον μου εν ηξαναδουλεύκω, ούτε θέλω να τον ηξαναδώ καρτζίν  μου», της είπε κι ό,τι κι αν του ’λεγε εκείνη, αυτός δεν άλλαζε γνώμη.
Η γριά, έστειλε μήνυμα στο φούρναρη των Λευκάρων, παλιό φίλο του Κωσταντή. Εκείνος δέχτηκε μετά χαράς να πάρει το Γιαννάκη στη δούλεψή του, είχε ανάγκη από ένα βοηθό, γιατί κι αυτός γερνούσε πια. Ο Γιαννάκης ξήλωσε τη σιδερένια καρκόλα, που είχε αγοράσει πριν χρόνια ο παππούς του, κι αναγιώθηκε σ’ αυτήν μαζί με την Ινώ, τύλιξε και το στρώμα, ετοίμασε τα μπογαλάκια του, φόρεσε το καλό λευκό κοστούμι του παππού του, αυτό που είχε για την εκκλησιά, κι ήταν αυτονόητο ότι πια του ανήκε σαν δίκαιη
κληρονομιά, και φώναξε του φίλους του, τον Πανικό και τον Αντρέα να τον βοηθήσουν να τα φορτώσει στο μαύρο ταξί, αυτό που έκανε συχνά τη γραμμή Λεύκαρα —Σκάλα, που τον περίμενε έξω από τον Αη Λάζαρο. Περπάτησε μαζί του μέχρι το ταξί κι η Ευθυμού με τις γειτονοπούλες της. Ο Γιαννάκης τους χαιρέτησε όλους σηκώνοντας το χέρι, χωρίς αγκαλιές και χάδια, με σφιγμένο στομάχι, κι έφυγε για την ορεινή Κύπρο αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη του πόλη, την μπερδεμένη του οικογένεια, το φούρνο των
παππούδων του και την απαρηγόρητη Γεωργία.






[1] ξαφνικά
[2] φοβάται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου