ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΝΟΙΞΗ
Ο χειμώνας κύλησε αργά.
Ξεχάσαμε πως έπεφτε η βροχή στο τζάμι νεκρή από νόημα.
Οι μέρες προχωρούσαν με την επίγνωση της φθοράς.
Τα φύλλα κιτρινισμένα ικέτευαν να προλάβουν μία θέση στον ουρανό
ελάχιστο πριν από την αποσύνθεση.
Ποτέ στ' αλήθεια δεν κατάλαβα γιατί αργεί τόσο πολύ η άνοιξη.
Να ' ναι θαρρείς κι αυτή απότοκο ενός παλαιού διακανονισμού, μέρος ενός ανώτερου σχεδίου;
Τότε που ξέγνοιαστη μαζί με Νύμφες μάζευε λουλούδια στο Νύσιο πεδίο;
Ή πάλι μια αθώα πράξη εξαγνισμού
θεία οικονομία μετά το πένθος του χειμώνα;
Ποιος ξέρει;
Κανείς μας ποτέ δε θα μάθει
εθελοτυφλώντας στο χορό των μελισσών.
Κανείς δε θα μάθει τι θα πει ομορφιά
την ώρα που το κύμα αγκυλώνει το βράχο.
Δε θα μάθει τι θα πει μεγαλοσύνη
την ώρα που οι φωνές σμίγουν σε δοξαστικό
γιατί το ουσιώδες
δεν είναι ορατό και το ορατό δεν είναι βέβαιο.
Γιατί η Άνοιξη είναι εκ φύσεως αγνή.
Προτείνει απροκάλυπτα το στήθος της
πρωτόγαλα να στάξει στα χείλη των παιδιών.
Ανοίγει τα έγκατα του Κόσμου
να ξεθυμάνουν οι ψυχές
και το ιερό της εκκλησιάς
για να σωθεί η ελπίδα.
Μοσχοβολάνε μύρο οι νύχτες.
Ονειρεύονται αγγέλους τα παιδιά.
Είναι καθαρή αλήθεια η άνοιξη!
Είναι πλάνη ο χειμώνας.
Πολλά τα δώρα που ενταφιάζονται εντός μας.
Ανάψτε τη λαμπάδα της αγάπης να φέξουμε κι εμείς.
ΓΛΑΡΟΙ
Έχουν άλλη κοσμοθεωρία οι γλάροι.
Προνόμια ξεχωριστά στα ταξίδια της βροχής.
Μια ήρεμη αύρα σαν σκίζουν τον ουρανό σε σμήνη
φτιάχνουν σχήματα ιδεών και αναστοχασμούς.
Φευγαλέα τα ίχνη της στιγμής αποτυπώνονται στο είναι τους.
Φωτογραφίζοντας ευλαβικά τους μικροσκοπικούς φάρους των κάβων
πετούν αντίθετα στον άνεμο κόντρα στα κατάρτια της σιωπής.
Περήφανα ανοίγοντας τις μακριές φτερούγες τους, κοιτάνε κατάματα τον ήλιο
ελεύθεροι ταξιδευτές στο διάσελο της ευθύνης.
Κάποτε μες στις σχισμές των παραθαλάσσιων βράχων
καιροφυλακτούν οι αλεπούδες
θεριεύει ο φόβος
τα μαύρα πέπλα του απλώνει
απειλεί τις αποικίες των μικρών γλαροπουλιών.
Στα βάθη των ωκεανών ρουφούν
του παφλασμού τον ιερό απόηχο.
Ευφραίνονται.
Πνίγουν την κραυγή τους.
Αφήνουν άσπρα πούπουλα
σε μακρινές ακτές.
Κι όταν σπαραχτικός ο νόστος μέσα τους
φουντώνει, επιστρέφουν.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Στη Μary-Rose
Σε μια ξεθωριασμένη βαλίτσα έπνιξα την κραυγή μου.
Σε πηγάδι βαθύ το στήθος μου κρυώνει.
Σε υδάτινο ιερό
χιλιάδες αναφιλητά ανυπεράσπιστη
κατάθεσα τα δάκρυά μου.
Αγκομαχώντας μες στη λασπουριά
ψάχνω ίχνη απ' το χαμόγελο του παιδιού μου
την ώρα που τα ρυμουλκά διάσωσης
πηγαινοέρχονται στην επιφάνεια.
Άγγελοι ακροβατούνε σε υγρά σχοινιά
να αγκαλιάσουν τον πόνο
κι εγώ με θρυμματισμένη τη φωνή συλλαβίζω:
-Βοηθήστε με! Ν' αναπαυθεί η ψυχή μου…
Να κοπάσει το μοιρολόι της μάνας μου!
ίσως και τα δικά σας τα παιδιά
ενήλικες πια μετρήσουν χρόνια πολλά
στο αλφαβητάρι του παραδείσου…
ΨΥΧΗ
Όταν οι χαραμάδες στη μάσκα ασβεστωθούν
άπλετο φως θα περιλούσει το πρόσωπο
του γένους των ανθρώπων.
Από μηχανής θεοί και κάθε λογής μαντατοφόροι
θα εκλείψουν.
Αρχέτυπα ενός αέρινου κόσμου
θα μαγνητίσουν από τα βάθη μιας πηγής
ομοιώματα υπάρξεων.
Χορικά θ' απαγγέλλουν οι άγγελοι
με αρμονία τρεις λέξεις μοναχά:
Είμαι, θέλω, επιθυμώ
κι οι προσευχές ενός γραφικού μονόλογου
θα επιστρέφουν.
Δεν κατέχω και δε με κατέχουν.
Δεν είναι δα η ζωή μια απλή συναλλαγή λογαριασμών.
Δεν είναι καν υπαρκτά τα όσα προαναγγέλλει
ο προαιώνιος φόβος των ανθρώπων.
Όλα ρέουν και στροβιλίζονται αδιάκοπα
σ' έναν ατέρμονο χορό μιας αναζήτησης
καταδικασμένης αλίμονο
σε μια ιερή, μα τραγική επανάληψη.
Έχει επιλογή ο Σίσυφος;
Αν ναι, τότε έχουμε κι εμείς.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
Βραδιάζει.
Στο λιμάνι τα πλοία σώπασαν πίσω απ’ τα σύννεφα.
Οι ναυτικοί ξεμπάρκαραν σε σκοτεινά σοκάκια υπνωτισμένοι.
Τότε ξεχώρισε αυτή σαν οπτασία βουβή μέσα στη νύχτα.
Είχε φορέσει ανάποδα τη μαύρη της μαντίλα
προτού ξεμυτίσει αθέατη
στην προκυμαία της γαλάζιας πατρίδας.
Από πίκρα είναι γραμμένο το όνομά της.
Όλεθρο και καπνό μυρίζει το κορμί της.
Αυτήν, βλέπω, με τα σβησμένα μάτια
και τη μαντίλα ανάποδα δεμένη σαν γόρδιο δεσμό
που δεν έμελλε ποτέ κανείς να λύσει.
Γι’ αυτήν, γράφω, που περιφέρεται
πατώντας τα πλήκτρα του ακορντεόν.
Ένα παιδί με κίτρινο ποδήλατο τής χαμογέλασε.
Ένα ζευγάρι ερωτευμένων τη φοβήθηκε.
Ένα γατί μπλέχτηκε στα βήματά της.
Ένα άστρο φώτισε τη σκιά της.
Μετά σκοτάδι...
Άπλωσε το πανωφόρι της στον δρόμο
κι αποκοιμήθηκε.
Πάνω απ’ τα χνώτα της
δυο περιστέρια φτερούγισαν
κι έσβησαν όλες τις φωτιές.
Ημέρεψε.
Μια φεγγοβολή είχε μόλις σχίσει
τον θαμπό ορίζοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου