Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ


1-ΝΙΚΟΣ3


Γεννήθηκε στο Βασίλι της Κύπρου το 1948. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διηγήματα και άλλες εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε ελλαδικά και κυπριακά περιοδικά. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
ΚΑΡΠΑΣΙΑ ΠΟΙΗΣΗ (1984)
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (2003)
ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ ΠΟΙΗΣΗ (2012)
20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (2014)
ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ ΠΟΙΗΣΗ (2014)
ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ ΠΟΙΗΣΗ (2016)



ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ (2016)


ΓΕΝΕΣΙΣ

Ανάμεσα
Σέ δύο άγρινά θυμωμένα
Πού σφίγγουνε τά δόντια
Πού χτυπάνε τά πόδια
Πού χτυπάνε κεφάλια με βουητά
Βρυχηθμούς καί πόνους τής γέννας
Διάπυρη λάβα πηχτή στο χάσμα
Ό μαστός σου γυμνός ξεπροβάλλει
Στήν άρχέγονη ράχη
Ν’ άνθίσει.
Στήν άγκαλιά μου ή ζωή σου
Στήν άγκαλιά μου
Ή πρώτη σου άνάσα.
Τυφλωμένο άπ’ τον ήλιο
Ράθυμα τό ένα άγρινό προχωρεί
Καί τό άλλο μανιασμένο
Τό σκληρό του όφιόνιο κέρατο
Στο σώμά σου βυθίζει.
Κι έτσι πλεγμένα
Με μάτια θολά
Θυμωμένα
Πιο ψηλά σέ σηκώνουν
Καί μέσα στο φώς, στούς άνέμους
Τον άλλο μαστό σου
Εκθέτουν.
Ποτάμι έκατόβρυσο
Τον κόρφο σου ποτίζει
Ένδυμα χαλκοπράσινο
Στο σώμα άνεμίζει
Αλλάζει γίνεται άσημί
Γίνεται χαλί χρυσό
Κάτω από γαλάζιο θόλο.
Στήν ύδάτινη άγκαλιά μου
Τό ομορφότερο πλάσμα τού κόσμου
Στήν άγκαλιά τής Πανθαλάσσου
Γεννιέσαι.


ΥΔΑΤΑ ΥΔΑΤΩΝ

Άκούγεται τριτώνιο κοχύλι πού φυσάει
Μήνυμα για τούς ναυτικούς σε όλα τα πελάη
Ό βύθιος Λεβεντόκορμος καί οί πενήντα κόρες
Χορεύουνε καί τραγουδούν πάντα έλπιδοφόρες
Τό κύμα μου πρωτεϊκό φτάνει στο περιγιάλι
Χορεύει μέ τά βότσαλα καί με τήν αύρα ψάλλει
Κάποτε γίνεται άγριο θαλασσινούς φοβίζει
Κι αν έχουνε κακό σκοπό στά βράχια τούς τσακίζει
Στόλοι πανίσχυροι περνούν τριήρεις καί πεντήρεις
Μετά πλοίο δεν φαίνεται ούτε καραβοκύρης
Μες στο πλατύ τό χέρι μου παλεύουν παλικάρια
Βγάζουν φωτιά τά μάτια τους στά χέρια τους κοντάρια
Άλογα χαλκοπόδαρα μες στον βυθό καλπάζουν
Έχουν τή χαίτη τους χρυσή καί τούς κακούς δικάζουν.


ΤΑΞΙΔΙ

Έλαμψε πάλι ή χρυσαυγή χάθηκε τό σκοτάδι
Ό κόσμος Λούστηκε στο φως ζεστό τού ήλιου χάδι
Στέκονται νέοι στή σειρά φοράνε δαχτυλίδι
Σημάδι άποχωρισμού γιά μακρινό ταξίδι
Σέβονται τήν άπόφαση πού ή πόλη έχει Λάβει
Ήρθε στιγμή σημαδιακή νά μπούνε σέ καράβι.
Μά ποιος κατέχει τον καιρό μόνο ό Θεός τον ξέρει
Θυσία τού προσφέρουνε τύχη καλή νά φέρει
Ένα καράβι μέ πανί κι ένα ψηλό κατάρτι
Θά ταξιδέψει σήμερα μέ οδηγό καί χάρτη
Μ’ ένα καράβι τολμηρό καί στήν καρδιά ελπίδα
Θά ταξιδέψουν μακριά στή νέα τους πατρίδα
Έχουν άγγεία, φυλαχτά, κοσμήματα ωραία
Δέν πάνε ’κεΐγιά πόλεμο μά γιά πατρίδα νέα
Καράβι φεύγει μέ τούς νιούς κι άφήνει πονεμένη
Μάνα πού κλαίει τό παιδί καί πάντα τό προσμένει.
Ποιος είπε πώς τό σώμά μου είναι μιά λίμνη λάδι
Κάποτε είμαι μάγισσα στά βάθη μου σκοτάδι
Καί τραγουδώ βράδυ πρωί άλάτι τούς ποτίζω
Άν βρούν πατρίδα σώζονται πίσω δέν τούς γυρίζω.


ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ


γ’

Κρύφτηκες μες στά κάστρα σου
Θές νά με ξεγελάσεις
Νά θυσιάσω άρνήθήκες
Στον σεβαστό Θεό σου
Δεν ήξερες πώς γιος Θεού
Γεννήθηκα κι εγώ;
Στηρίζεσαι στούς πύργους σου
Καί σε γενναίων πυρφόρα βέλη
Μά όλα στή γή θά σωριαστούν
Οί γιοί κι οί θυγατέρες σου
Θά είναι γιά πάντα σκλάβοι.
Θύμωσαν οι θεοί
Θύμωσε ή θάλασσα
Έσφαξες άνανδρα αιχμαλώτους
Αδύνατη ή συγχώρεση.
Γι’ αύτή την πράξη την αισχρή
Πράξη τού παραλόγου
Θά ξεψυχήσει ή δύναμη
Στά πόδια ενός άλογου.


Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ


α’

Ποιος άνεμος πού φύσηξε σ’ έφερε στα νερά μου
Ποιά τιμή μ ένα κύματα σε ρίξανε κοντά μου
Καί ποιό καράβι με πανί είχε μίά τέτοια τύχη
Νά ταξιδεύει τούς θεούς πού έχουν τά στήθια τείχη
Όποιος δέν έχει λεβεντιά στον τόπο περισσεύει
Τού Κάτω Κόσμου τά σκαλιά γρήγορα θά κατέβει
Καλώς τον, τον πολεμιστή ό τόπος μου δικός σου
Μόλις έδώ σκοτώθηκε μπροστά ό γυρισμός σου.


ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ (2014)


Τα Βότσαλα

Τα ποιήματα
Ως εύπλαστη ύλη
Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν
Της θάλασσας
Σε βυθούς σιωπής ταξιδεύουν
Μαζί με τους χτύπους της καρδιάς
Με του έρωτα τα χρώματα
Και της σοφίας τα πολύτιμα πετράδια
Που προκαθόρισε ο δημιουργός.
Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο ταξιδεύουν
Ωσότου η περιπέτεια να λειάνει το σώμα τους
Και τότε τα κύματα
Στις ακρογιαλιές τα εναποθέτουν
Και στο φως.
Κι επάνω στη σκληρή πια επιφάνεια
Τα περιστέρια κουβαλούν
Τα χελιδόνια χτίζουν
Κι ανάβουν πράσινα κεριά
Και κόκκινες λαμπάδες.


Η Πέτρα


Α’

Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι
Καμωμένη με τέχνη και κόπο
Σφυροκοπώντας βράχο σκληρό
Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι
Περίεργα τριγύρω κοιτώντας
Από πείνα, από πείσμα και φόβο
Περπατώ με μια πέτρα στο χέρι
Μα πάντα μένω στα ίδια δάση
Στα ίδια μέρη το χώμα πατώ.

Ε’

Το άλλο τραγούδι
Που φέρνει ο αγέρας
Με τραβάει σαν μαγνήτης
Μου ταράζει τα σπλάχνα
Μακρινό μου τάζει ταξίδι.
Ακολουθώ το ποτάμι
Ως εκεί όπου το χώμα
Σμίγει με άμμο χρυσή
Κι ο αγέρας αλοσάχνη
Στο διψασμένο μου στόμα
Και στα χείλη στεγνώνει.
Εκεί όπου η αχλύς με τυλίγει
Τη μουσική της μια οπτασία αρχίζει
Στον σκοπό της κι εγώ τραγουδώ
Ενώ μέσα μου ο πόθος φουντώνει.
Το ανυπόμονο σώμα μου
Σ’ έναν ίμερο θαλασσή πνίγεται
Και στο πρώτο του βάπτισμα
Αναρριγώντας ταράσσεται.
Μια απέραντη γάζα γλαυκή
Με καλεί να ξεχάσω την πέτρα
Το κύμα εκεί πάντα αγαλήνευτο
Και μέσα μου το σπλάχνο σπαγιάζεται.
Τότε κι εγώ φυλάγω την πέτρα
Και παίρνω στα χέρια μια κώπη.


Τα Πουλιά

τι άραγε γνωρίζουν τα πουλιά; * ποιος τα μαζεύει εδώ στις παραλίες; * και τι είναι εκείνο που επίμονα στο βάθος του ορίζοντα κοιτούν; * πού να πηγαίνουν τα πουλιά * και ποιος διατάζει ξαφνικά όλα μαζί * να φεύγουν μέσα στη νυχτιά * να χάνονται στο πέλαγος * σαν ένας νους να ξεκινάνε; * κι ύστερα πάλι, όταν γλυκαίνει ο καιρός * ποια δύναμη κρατάει μέρες και νύχτες τις φτερούγες ανοιχτές * και μέσα στο σκοτάδι όπου κυλάνε όλα μαζί * βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;


Έρωτας και Θάνατος

Το σώμα του με πάθος
Το φίδι μ’ άλλο συνταιριάζει
Περίτεχνα χορεύουνε
Την έμπυρή τους μελανή ομορφιά
Μέσα σε θάλασσα από καλαμιές
Σ’ ολόχρυσα χωράφια θερισμένα
Σφυρίζοντας τραγούδι ερωτικό
Κι από κλωστή αόρατη πιασμένα.
Ύστερα ύπουλα κουλουριάζεται
Γύρω από μια φωλιά στο χώμα
Που φτιάξαν από έρωτα και τέχνη δυο πουλιά
Και με κινήσεις τέλειες του σώματος μαγικές
Τη μάνα που σπαράζει γοητεύει
Τον κύκλο της μικραίνοντας γύρω από τη φωλιά.
Κι όταν πια άλλη επιλογή γι’ αυτήν δεν απομένει
Με γοερή κραυγή
Στο στόμα πέφτει τ’ ανοιχτό του απορημένη
Κι απ’ το φαρμάκι το πολύ
Τρεμουλιαστή και μορισμένη αργοπεθαίνει.


Η ΣΚΗΤΗ


Α΄

Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά
Μέσα σε σύννεφα πυκνά
Κρύβουν τον ήλιο∙ καταχνιά!
Μα οι αχτίδες
Βρίσκουν διέξοδο σε δέσμες
Και στη δροσιά του δειλινού
Το πράσινο χορτάρι αναπνέει.
Εμείς, οι γραφικοί περιπατητές
Σχολιάζουμε την επιφάνεια του τοπίου
Χωρίς ν’ ακούμε του χειμάρρου τη βοή
Που ρέει κάτω απ’ τον φλοιό
Χωρίς να αισθανόμαστε τον ρυθμό του
Που σε λίγο θα ξεσπάσει σε μαβί.
Είναι οι μυροφόρες, βέβαια
Οι μυροφόρες που ενδύουν το σώμα τους
Βιαστικά που ενδύουν το γυμνό τους σώμα
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησιάζει.

Β΄

στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού ♦ μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει ♦ είναι από πέτρα σκληρή ♦ και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά ♦ κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ ♦ για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι.
της ανοιξιάτικης μέρας το φως καταυγάζει τον σπήλιο ♦ μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι ♦ βγες έξω στο φως, στην αλήθεια ♦ μα δεν ξέρουν πως το φως είναι εδώ ♦ κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι ♦ μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος ♦ ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες ♦ μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες ♦ γνωρίζουν ποιος είμαι ♦ και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει.
ο αρχηγός στους εξήντα ουρλιάζει ♦ κι έναν λεβέντη όπως είπε διαλέγει ♦ με σαφείς εντολές τη ζωή να μου πάρει ♦ μα πριν Προλάβει μια σκέψη να κάνει ♦ η ζωή η δική του τελειώνει ♦ λίγα μέτρα μακριά από του φούρνου τη λάβρα.
και τότε των άνανδρων φτάνει η ώρα ♦ οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη ♦ καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά ♦ καίνε μονάχα το σώμα ♦ κι έναν μικρό τρυπομάζη – δίπλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά ♦ όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν ♦ την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι.
με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω ♦ στην πέτρα μου αφήνω ♦ ένα κόκκινο σημάδι από αίμα.


Το Πηγάδι

μια φορά κι έναν καιρό * εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα * πυρωμένα ξετυλίγονταν παραμύθια * γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου * και που με τέχνη ο πατέρας * τραγούδαγε στα παιδιά * το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους * κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου * έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.
ο Παναγιώτης ο πιο μικρός * πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε * τα μαγικά μουρμουρίζοντας * της μυστικής του γλώσσας τα λόγια * σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι * και πάντα νικούσε.
γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς * κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε * μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε * τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε
Τέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο
σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι * κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε * γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει; * γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; * και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;
άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει * έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του * και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι
Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν
Τραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν
ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού * κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε * δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης * ο εγγονός του ο πιο μικρός * καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών * σ’ ένα χωριό, την Αγιά * θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του * και πικραμένος σιγοψιθύρισε
Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί
το χώμα τον σκέπασε * μαζί με τους άλλους * κι η απορία του * ήταν γραφτό του * να μη λυθεί.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Αναφορά στον ομοχώριό μου Παναγιώτη Φωτίου. Το 1974 υπηρετούσε τη θητεία του και πολέμησε τους Τούρκους στην περιοχή Αμμοχώστου. Τα οστά του βρέθηκαν μαζί με τα οστά άλλων στρατιωτών σε πηγάδι στο χωριό Αγιά, ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA και τάφηκαν στη Λάρνακα.


Νανούρισμα

«Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα κι έγλειφε τα αίματά της»

α’

κοίταξέ με στα μάτια * κοίταξέ τα καλά προτού κλείσουν * κοίταξε της μανούλας σου την ωραία μορφή * κοίταξέ την προτού η μαύρη της τύχη και το σκοτάδι τη σβήσουν * εσύ πρέπει να ζήσεις μωρό μου * τρόμαξέ τους να φύγουν * εγώ παγώνω και πώς να ζεστάνω το κορμάκι σου η έρμη * πού ν’ ακουμπήσεις το μικρό σου κεφάλι * στο στήθος μου χάσκουν από σφαίρες δυο τρύπες * κι αντί εγώ η μάνα σου το γάλα να σου δίνω στο στόμα * εσύ βυζαίνεις το μαύρο μου αίμα * που τρέχει και ποτίζει το χώμα * εγώ φεύγω μωρό μου, μα εσύ γλυκό μου κοιμήσου * κοιμήσου αγγελούδι μου * κοιμήσου
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Που ‘ποτζοιμίζεις τα μωρά
‘Ποτζοίμισ’ το κορούδιν μου
Το πιο γλυτζύν τραούδιν μου
Έπαρ’ το πέρα γύρισ’ το
‘Που τον φονιά μου γλύτωσ’ το.

β’
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
‘Ποτζοίμισ’ την μανούλα μου
Την πιο γλυτζειάν του κόσμου μου
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
Πάρε την πέρα γύρισ’ την
Τζαι πάλε πίσω φέρ’ μου την
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
Την μάνα μου ‘ποτζοίμισες
Σε κόσμους άλλους ξέχασες
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Κοντά μου φέρ’ την πάλι
Τη μάνα μου την πιο γλυτζειάν
Μεσ’ στην δική μου αγκάλη
Κλαίω της τζαι φωνάζω της
Ξύπνα μανά ξύπνα μανά
Δίκλα ‘ποτζεί δίκλα ‘ποδά
Τι έχεις μωρό στην αγκαλιά
Μα η μάνα μου δεν απαντά
Έσιει τα μάθκια της κλειστά.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα. Ήταν δεκατριών μηνών κι έγλειφε τα αίματα της νεκρής μάνας της. Έπιασα το μωρό, το πήγα σπίτι μου, το έλουσα και του φόρεσα καθαρά ρουχαλάκια. Πρόκειται για τη συγκλονιστική μαρτυρία μιας εξηνταεξάχρονης γυναίκας για τη βάρβαρη δολοφονία μιας νεαρής μητέρας, της Σ.Π. 26 ετών, η οποία δολοφονήθηκε κρατώντας το βρέφος της στην αγκαλιά της. Το 1974 δόθηκαν πολλές μαρτυρίες για την τούρκικη θηριωδία που εκφράστηκε με βιασμούς, δολοφονίες και εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.


ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ (2012)


Φως

Ήρθες
Ανάμεσα από τα φυλλώματα
Της ελιάς
Κι εγνώρισα
Το ασημί
Την απλότητα
Και την αγάπη.
Ανάμεσα από τα φυλλώματα
Του κυπαρισσιού
Κι εγνώρισα
Το πράσινο
Την πάλη
Την παλληκαριά.
Της ροδιάς
Κι εγνώρισα
Το κόκκινο
Την τρέλα
Και τον έρωτά σου.
Κι ο κόσμος όλος φως.


Ἀόρατος

Ἐδῶ γεννήθηκα
Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ
Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα
Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ
Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα
Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.
Κι ὁ ἥλιος ποὺ βλέπει ἀπὸ ψηλὰ
Κοντοστέκεται γιὰ λίγο
Καὶ μ᾿ ἀπορία μὲ ρωτᾶ
Ποιός σ᾿ ἔμαθε νὰ τραγουδᾶς γλυκὰ
Τὶς οὐράνιες τοῦτες νότες;
Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ ἁπλὰ
Βρίσκω γοργόνες τζαὶ φιλῶ τες.


Ἑλένη


Α΄


Τὴ δωδεκάχρονη Ἑλένη τῶν παλαιῶν περιοδικῶν
Ἀνάμεσα στὶς παπαροῦνες τῆς αὐλῆς της μελετῶ.
Στὸ παιδικὸ κεφάλι της τὸ πράσινο μαντίλι της φορεῖ
Πλεκτὴ δαντέλα ὁλόγυρα μ᾿ ὁλόχρυση κλωστὴ
Μὲ τέχνη σὰν στεφάνι ἀπὸ λουλούδια
Στὶς πλεξίδες τῶν μαλλιῶν της τὸ τυλίγει.
Σίγουρα θὰ ἦταν Κυριακὴ μετὰ τὴ λειτουργία
Τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἀναζητοῦν ξεκούραση στὸν λόγο
Καὶ στὶς μεγάλες συντροφιὲς οἱ νέοι ἔχουν προτίμηση
Ἀνύποπτοι χορεύουνε, πειράζονται καὶ τραγουδοῦν
Ἀπὸ τὸ Ριζοκάρπασον νὰ πάω στὴ Γιαλοῦσα
Δὲν εἴδασιν τὰ μάθκια μου τέτοια μαυροματοῦσα.
Κι ἐσύ, καλὲ ταξιδευτή, μισὴ ἀνατολίτισσα τὴν εἶπες
Γιατὶ ἔχει θέλγητρα πολλὰ ποὺ μ᾿ ἐπιμέλεια κρύβει.
Μὰ ὅσο κι ἂν πασχίζει μὲ φροντίδα νὰ κρυφτεῖ
Τὸ βλέπουν τὸ μαντίλι της ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τοῦ Ταύρου.


Β΄


Τὸ σκληρὸ βότσαλο μὲ τοῦ χεριοῦ χτύπημα ἐπιδέξιο
Στὸ σῶμα ἀφήνοντας τὸν κραδασμό του σπάει
Τοῦ Τεύκρου, τῶν γενναίων του συντρόφων
Τοῦ Δημητρίου καὶ τοῦ νικηφόρου του στρατοῦ
Καλύπτοντας τὰ χνάρια, ὁ δρόμος τοῦ Ἁγίου νὰ στρωθεῖ.
Λευκὸ κι ἀραχνοΰφαντο μαντίλι στὸ κεφάλι της φορεῖ
Μὲ σχέδια περίτεχνα στὶς τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Καὶ σᾶς εὐχαριστῶ Maynard Owen Williams πολὺ
Γιατὶ στὴ φωτογράφιση φροντίσατε νὰ μὴ φανοῦν
Τὰ ροζιασμένα χέρια της ποὺ σίγουρα δὲν θὰ ταιριάζαν
Μὲ τὴν εὐγένεια τοῦ προσώπου της, μὲ τὴ λεπτότητά του.

Γ’


Τῆς ἱστορίας ἀνυπόμονος ταξιδευτὴς
Μέσ᾿ ἀπὸ τὶς φωτογραφίες τὴν Ἑλένη μελετῶ.
Στὸ κεφάλι της φορεῖ ἕνα μαντίλι βυσσινὶ
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ λευκὴ ἁπλῆ κλωστή.
Μὲ τέχνη καμωμένα τὰ κουλούρια στὸ σανίδι
Καὶ τ᾿ ἀχνιστὸ ψωμὶ μοσχοβολᾶ γιὰ τὰ παιδιὰ
Τὸν ἄντρα της καὶ τὴ γριὰ γειτόνισσα.
Κι ἐνῶ ἕνα χαμόγελο χαράζεται στὰ χείλη
Καὶ χαίρεται γνωρίζοντας πὼς ἡ μικρή της κόρη
Δίνει συνέχεια στὴ ζωὴ σ᾿ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι
Πολὺ μακριὰ ἀκούγονται τὰ βήματα βαριὰ
᾿Νοῦ καβαλλάρη βάρβαρου καὶ μοχθηροῦ καὶ μαύρου.

Δ’


Ἁντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι τζαὶ φυσοῦσαν
Τζαὶ ᾿ποὺ τὲς τέσσερις μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν
Ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζαιρὸν ν᾿ ἀρκεύκει νὰ στοιβάζει
Στένεψε ὁ τόπος πιὸ πολὺ κι ὁ οὐρανὸς στενάζει.
Τὰ πέλαγα λυσσομανοῦν, τὰ κύματα βουίζουν
Τὶς λιγοστὲς ψαρόβαρκες στὰ βράχια τὶς τσακίζουν.
Σίδερο βαρὺ κι ἀτσάλι ἕρπει στοῦ Ἁγίου τὸν δρόμο πιὰ
Μὰ ὅταν ὁ Κάρβας καὶ οἱ ἄλλοι ἀνέμοι ποὺ φυσοῦν
Ἀνθρώπους παρασύροντας καταλαγιάζουν
Κι ὁ γκρεμισμένος οὐρανὸς καὶ ἡ καμένη γῆ
Ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ καὶ τὸν καπνὸ ξεκαθαρίζουν
Τὴ μορφή της διακρίνω τὴ σεβάσμια καὶ θλιμμένη
Φορώντας στὸ κεφάλι της τὸ μαῦρο της μαντίλι
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ κατάμαυρη κλωστὴ
Ἀμίλητη καὶ σοβαρὴ νὰ περιμένει.
Τὴν Οὐρανία Ἑλένη.


ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Κάθε πρωί
Ακονίζω τη μνήμη μου
Κι ένα μαχαίρι
Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν
Σε δυο κομμάτια με χωρίζει.
Τα παιδικά μου χρόνια με συνθλίβουν…
Προσπαθώ να ταιριάξω φωνήεντα
Στα ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθώς στον ήλιο διάπλατα
Η μάνα ψιθυρίζοντας
Το σπίτι ανοίγει.
Στην πρωινή καταχνιά
Τριάστρι, Ποαλέτρικα και άλλοι αστερισμοί
Δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τη σκιά μας ανάμεσα στα καπνόφυτα
Με την πίσσα στα χέρια και στa ρούχα μας
Αποχωρίζουμε τσακ-τσακ τα νοτισμένα φύλλα
Κι ενώ το χρυσαφί ρουφάει το πράσινο
Ο ήλιος ανεβαίνει
Και οι μακριές αυλακιές
Μικραίνουν στο μέτωπο του πατέρα
Μετρώντας τον με κοντάρια.
Μα ένας ρόδακας
Ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μία πίσω
Επιστρέφοντας εικόνες του παλιού καιρού
Και δείχνοντας τις άλλες
Που συνθέτουν οι μέρες που θα ᾿ρθουν.
Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας
Κι ας μην είναι δια την δόξαν
Ας είναι για τα καπνολούλουδα
Και τις σκορπισμένες ψηφίδες
Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.


Χαράκωμα

Ὁ ἄνεμος στριφογυρνοῦσε μανιασμένα
Μέσα στοὺς κλώνους τῆς μικρῆς ἀμυγδαλιᾶς
Καὶ τοὺς λευκοὺς ἀνθοὺς σκορποῦσε
Στὰ τέσσερα σημεῖα∙ καταχνιά!
Μολύβι ὁ οὐρανὸς περνοῦσε
Χιλιάδες τ᾿ ἄνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι ὅσο χαμήλωνε αὐτὰ ποθοῦσαν
Τὴ θέση τους νὰ πάρουνε ἐπάνω στὰ κλαδιά.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Πάνω στὸ σῶμα τῆς ἀμυγδαλιᾶς κυλοῦσαν
Καὶ φτάναν στὰ ριζὰ γιὰ νὰ γεμίσουν
Σκαμμένο καὶ μὲ νούμερο ἀναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.


ʺΣαλαμίνιαʺ

Ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο,
πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης [Δημόκριτος]
Τὶ τύχη κι αὐτὸς
Νὰ βλέπει ἔτσι τὴν πόλη του!
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια
Ἕνα μέρος τῆς πόλης
Μιὰ λωρίδα χρυσὴ ἀμμουδιὰ
Καταπράσινα περιβόλια
Νὰ κρέμονται
Ἀπὸ ἕναν θαλασσὴ οὐρανό.
Τὰ κάτω ἄκρα ἄνω
Φυτεμένα σὲ συντρίμμια
Τὰ ἄνω ἄκρα κάτω
Μὲ τὰ δάχτυλα τεντωμένα.
Ἡ πατρίδα ἀνάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στὴν παλάμη του.


Μονόλογος

Τὸ πουκάμισο τοῦ φιδιού
Στὴν πληγὴ τῆς σπασμένης φτερούγας μου
Μέσα στὴ μοναξιά μου μὲ κατατρώει.
Αὐτοὶ ἂν ἔρχονται κοντά μου ἔρχονται ἀπὸ περιέργεια
Μοῦ τραβοῦν τὰ φτερά, δοκιμάζουν τὴ δύναμή μου
Τῶν ἄλλων
Φτερούγισμα σπουργιτιών ἡ φυγή.
Τὸν Μεγάλον Ἄγγελο ταχύπλοα σκάφη τσάκισαν
Τὴν ὥρα ποὺ τραβοῦσε τὰ δίχτυα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες.
Ὅσοι σωθῆκαν πνίγηκαν
Πνίγηκαν στὴ στεριὰ
Φορώντας τὸ ἄσπρο πουκάμισο τὸ μαύρο παντελόνι.
Καὶ κουβαλοῦν καὶ κουβαλοῦν τοὺς δίσκους μὲ καφέδες.
Θὰ ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ
Νὰ ραγίσει αὐτὴ ἡ πλάκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου