.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στην Πάφο το 1941. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Ελλάδα και Αγγλία και είναι κάτοχος τίτλου Msc στην Κοινωνική Πολιτική και το Σχεδίασμά. Εργάστηκε μέχρι το 1996 στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και αφυπηρέτησε από τη θέση της Πρώτης Λειτουργού Ευημερίας.
Ασχολείται με την ποίηση από τα νεανικά της χρόνια δημοσιεύοντας ποιήματα της στα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Αργότερα ασχολήθηκε και με την παιδική- νεανική λογοτεχνία καθώς και με την ιδιωματική γραφή.
Τιμήθηκε με βραβεία από τον Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς και με πανελλήνιο βραβείο. Έχει εκδώσει 23 έργα, τα 13 για παιδιά και νέους.
Ποιήματα της περιλαμβάνονται σε ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες ( Αγγλική, Ιταλική, Γαλλική, Γερμανική, Ισπανική, Ρουμανική ).
Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου της οποίας επί σειράν ετών διετέλεσε πρόεδρος. Είναι επίσης μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ, του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού- Νεανικού Βιβλίου καθώς και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ,
1978, ποίηση
2. ΗΡΩΙΚΟΙ
ΑΠΟΗΧΟΙ,1983, ποίηση
3. ΑΧΡΟΝΗ
ΦΥΣΗ,1988, ποίηση
4. ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ,1992,
ποίηση για παιδιά, βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού βιβλίου
5. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΕΣ,1994, ποίηση για παιδιά, βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-
Νεανικού βιβλίου
6. Της Γης μου οι
Αντίλαλοι,1997,ποίηση για παιδιά, βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού-Νεανικού
βιβλίου
7. Γράμμα στον
Αγνοούμενο,1997,ποίηση για νέους, κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και
Πολιτισμού Κύπρου
8. Στον Κρατήρα
του Ηλιου,1999, πανελλήνιο βραβείο του περιοδικού «Νουμάς»
9. ΚΑΤΕΒΑ
ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΚΡΥΦΤΟ,2002, ποίηση για μικρά παιδιά, κρατικό βραβείο του
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
10. Η ΦΟΥΡΝΑΡΟΠΟΥΛΑ
,2002, παραμύθι για παιδιά
11. . Άιμάτια γιαλλουρούδια, άι πόδια πεταλλούδια,2002, δέκα μύθοι
12. Τα φκιόρα της
πικραθασιάς, 2003, ιδιωματική ποίηση
13. ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΚΑΙ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ,2004, λαογραφία
14. Η πόρτα μου
ήτανε μεράντι,2004, ποίηση για νέους, κρατικό βραβείο Υπουργείου Παιδείας και
Πολιτισμού Κύπρου
15. Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΗ,
2006, παραμύθι για παιδιά, τιμητικός κατάλογος ΙΒΒΥ
16. Αριες του
Περασμένου Καλοκαιριού,2007, ποίηση
17. Το τζιτζίκι
παίζει ντέφι,2008, ποίηση για παιδιά
18. Ταξίδια Μαγικά στο Χτες, 2008, μικρές ιστορίες
19. Τραντάφυλλατζιαγκάθκια,2009
,ιδιωματική ποίηση
20. Το τραινάκι
τραγουδάει Χάι Κου- Χάι Κάι, 2011, ποίηση για παιδιά
21. Χρώματα κι
Αρώματα, 2011,ποίηση για μεγάλα παιδιά, βραβείο ΚΣΠΝΒ
22. Ανάδρομη
Πλεύση, ποίηση 2010-1965, Λευκωσία 2011 Συγκεντρωτικός τόμος)
23. Σε κλίμακα
ελάσσονα 2015, εκατό χαϊκού
ΣΕ ΓΝΩΡΙΜΕΣ ΡΑΓΕΣ (2018)
ΣΟΝΕΤΑ
Α΄ΜΕΡΟΣ
Θα φύγω
Θα φύγω είπες με το πρώτο
για κάποιον άγνωστο βορρά
μα είσαι ακόμα εδώ στο νότο
δεσμώτης γι άλλη μια φορά.
Θα φύγω είπες δίχως άλλο
δε θέλω τίποτα από δω
μα το ταξίδι σου μεγάλο
χωρίς διεύθυνση κι οδό.
Κι όλο καμώνεσαι πως φεύγεις
κι όλο από δίπλα σου περνάς
μόνο στα λόγια να ξεφεύγεις
με αυταπάτες να κερνάς
ζωή που δεν τη διαφεντεύεις
και λίγο-λίγο να γερνάς.
Η πόλη
Σε σημαδεύουνε σαν βέλη οι κεραίες
τανάλιες σφίγγουνε το νου
βρισιές και χάχανα παντού
οι μεθυσμένες σαν ξεχύνονται παρέες.
Μες στα φτηνά της τα αρώματα η πόλη
στα πεζοδρόμια ξενυχτά
γίνεται σκύλα κι αλυχτά
φαρμακερό γίνεται φίδι και σε ζώνει.
Κι όλο ετοιμάζεις μια βαλίτσα για να φύγεις
σαν θα το φέρει ο καιρός
και τα φτερά τα μουδιασμένα σου ανοίγεις
ίσως πετάξεις χαρταετός
λαθρεπιβάτης μ' ένα σπάγκο να ξεφύγεις
σε κάποιο σύννεφο φωτός.
Μα τα παιδιά
Πώς χάθηκε η λάμψη από τα μάτια
το φως που σεργιανούσε στη μορφή σου
ρημάξανε της νιότης τα παλάτια
με τα βασιλικά του παραδείσου.
Η στενωπός του ορίζοντα μπροστά σου
πίσω η λεωφόρος με τα φώτα
φλόγα που τρεμοπαίζει η καρδιά σου
για τα παλιά, τ' αλλοτινά, τα πρώτα.
Μα τα παιδιά δεν έπαψαν να παίζουν
στις ίδιες τις δικές σου τις αλάνες
και σαν ζαρκάδια ολόγυρα να τρέχουν.
Χαρταετούς στον ήλιο να πετάνε
όμοιες χαρές και όνειρα να γνέθουν
με τη φωνή, φωνή σου να μιλάνε.
Το σονέτο του αλμυρού νερού
Απλώθηκε μετά μια συννεφιά
και τα πουλιά λουφάξανε στα δέντρα
μικρό παιδάκι τη ζωή του εκέντα
στον άσπρο τον καμβά μια ζωγραφιά.
Μαύρα τα καραβάκια στη σειρά
τον ήλιο ένα πύρινο καμίνι
κάπου να επιπλέει ένα παιγνίδι
και τα νερά ζωγράφιζε αλμυρά.
Κι ύστερα τραγουδούσε ολονυχτίς
χωμένο σε μιαν άγνωστην αγκάλη
απόκοσμο τραγούδι της ψυχής
και έλεγε για τα χαμένα κάλλη
για την καυτή την άμμο μιας ακτής
για τη μικρή ζωή που δεν είν’ άλλη.
Νυχτερινός μονόλογος
Απ' τον αυχένα ενός άλλου ουρανού
κρεμάστηκε ολοφώτεινο φεγγάρι
στα μονοπάτια τα απόκρυφα του νου
ασύγγνωστο παιδί να σουλατσάρει.
Να καταγράψει με ρολόι ρυθμικό
τις ώρες τα μεγάλα σου τα βράδια
της αγρυπνίας σου να παίρνει το σφυγμό
από μια δεύτερη καρέκλα άδεια.
Ένα κοκόρι από μακριά να διαλαλεί
πραμάτειες και καθέκαστα της μέρας
κι απ' τον φεγγίτη η ζωή να σε καλεί
της Αμαλθείας φέροντας το κέρας
το σιντεφένιο της ν' απλώνει το χαλί
να κρύβει τις σκοτούρες της εσπέρας.
Η αναχώρηση του ποιητή
(του Θεοκλή Κουγιάλη)
Έφυγε λένε ο ποιητής το βράδυ
το χέρι του γραφίδα και στυλό
στα μάτια του ξαπόστασε ένα χάδι
στα χείλη του χαμόγελο δειλό.
Οι λέξεις τριγυρνάνε στα σκοτάδια
ψάχνοντας ένα ποίημα γυμνό
στα σκονισμένα του καιρού τετράδια
στις κόγχες των ανήκουστων λυγμών.
Ω ποιητή των εύμορφων γραφών
τα σύνορα η ζωή δεν τα ορίζει
κι εγώ την άλλη όψη ιχνογραφώ.
Την μέσα όψη σου που κατακλύζει
του μέλλοντος αιώνος το παρόν
τον ζώντα λόγο που σε καθορίζει.
Περίκλειστη πόλη
(Αμμόχωστος)
Μέσα απ' τα σπίτια δέντρα έχουν φυτρώσει
ως να κρατάνε τους απόντες αγκαλιά
κι η πόλη από τ' ατσάλινο της κρόσσι
βγαίνει τις νύχτες με τ' ανύσταχτα πουλιά.
Χέρσα τα λόγια στις αυλές του πόνου
-πού V το φρουκάλι, το φαράσι μας γιαγιά;-
Αύριο, μεθαύριο, του άλλου χρόνου
κουβάρι ο μίτος και ξεφτίζει στη σπηλιά.
Μα πάντα μια Αριάδνη θα προσμένει
ένα Θησέα απ' το λαβύρινθο να βγει
και τον νεκρό Μινώταυρο να σέρνει.
Κι από την άγια θάλασσα τη γαλανή
ούριος άνεμος σκαρί να φέρνει
και ν' ανεμίζει ένα κατάλευκο πανί.
Το δέντρο του αγνοούμενου
Οι μυροφόρες του μικρού συνοικισμού
στου δέντρου επάνω τα χλωμά κλωνάρια
-καρτερικές Μαγδαληνές του γυρισμού-
κρεμάνε του καημού τα θυμητάρια.
Κι όπως ο άνεμος βογκά μες τις βραγιές
και κίτρινα ανεμίζουνε τα υφάδια
ίδια με ξεσκισμένες μοιάζουνε καρδιές
στοιχειώνοντας τα άυπνα σου βράδια.
Το νυχτοπούλι στην κορφή του θρηνωδεί
αετίνα τις φτερούγες ξεμαδάει
κι αντιλαλεί απ' άκρου σ' άκρου η οιμωγή.
Η μέρα σκεφτική παραμιλάει:
μες την ασώματη σιωπή στη στέρφα γη
σκοπιά ο αγνοούμενος φυλάει.
Ρεμβάζοντας
Εδώ η θάλασσα απλώνει την ποδιά της
ως τ' ουρανού το πιο ψηλό μπαλκόνι
τον ήλιο διαθλά στα λαγαρά νερά της
κι αμμοβολεί τη νύχτα που ζυγώνει.
Απ' του ορίζοντα τη μακρινή πατρίδα
και της ζωής την γλιστερή τη σκάλα
λες και σαν όνειρο μου φάνηκε πως είδα
του κόσμου τα μικρά και τα μεγάλα.
Την ανηφόρα, τον ιδρώτα και το κλάμα
τον θάνατο εκλειπτικό φεγγάρι
την εγγενή μας χαρμολύπη και το δράμα
του έρωτα την υπερκόσμια χάρη
να υφαίνει της αέναης ζωής το θάμα
με μια σαΐτα και χρυσό υφάδι.
Β’ ΜΕΡΟΣ
ΣΟΝΕΤΑ ΣΤΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ
Η Παναγιά η Αφέντρικα
Έφκην η Παναγιά η Αφέντρικα
ολονυχτού που τα Καρπάσια
τζι ήρτεν ποδάξω γιαν την πέρτικαν
όπως που να την εφαράσαν.
Τα πόθκια της ούλα που τρέμασιν
που τον πολλύν τον ποσταμόν της
εμοιρολόαν τζαι πααίννασιν
βροσσιή τα δάρκα των ποθκιών της.
- Έμπα σσω μου τζυρά τζι αρκόντισσα
βρόκκον νερόν να πκιείς να πνάαεις.
Τέθκοια λοής την καλωσόρισα
έγειρα μέσα στην ποθκιάν της
γιαν το μιτσίν μωρόν εμώρισα
τζαι έκλαψα τζι εγιώ μετά της.
Ρα μουζουρού του Μόρφου
Άρκον έλα μιτά μου ρα κορού
να πάμεν κατατζεί μερκάν του Μόρφου
να δώκωμεν γυρόν του περβολιού
να σε φορτώσω αθθούς πουπανωκόρφου.
Να τρέχουν μες τ' αυλάτζια τα νερά
πουλιά να τζελαδούσιν στην αλάναν
να μπαίννουσιν να βρέχουν τα φτερά
τζαι ν' αδονά η καμπάνα τ' Άη Μάμα.
Να κατεβούμεν πέρα του βραμού
να μεν μας εσσιαστεί μμάτιν αδρώπου
μεν μας ακούσει φτιν του πασανού.
Τζαι μες τες ομορκιές τζείνου του τόπου
να πω τραούδιν κόρη του καμού
ρα μουζουρού για «δκιο βυζιά του κόρφου»
Απού το χάραμαν του φου
Έλα ττωρνόν απού το χάραμαν του φου
πριχού ψυσσιή πλασμάτου μας πισκάσει
κλούθα τον Κάρβαν τζαι το τζύμμαν του γιαλού
παθκιάν-παθκιάν να πάμεν το Καρπάσιν.
Φόρα παππέξω ρούχα μαύρα του πρεπού
να ρέξωμεν Πογάζιν, Βουκολίδαν
τον Αεονάρισσον, την Κώμαν του Γιαλού
τζαι την Λφέντρικαν την Παναγίαν.
Να ξηντιλήσω κόρη θάλασσες νερόν
να πλύννω με τα σιέρκα την καρκιάν τους
δέντρη, βουνούς τζαι κακοτράχαλα γυρόν
την πρωτινήν αρχαίαν ομορφκιάν τους
να αναστήσω όπως τζείνον τον τζαιρόν
που τζοίταζα στρουθίν μες την φουλιάν τους.
ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΑ ΕΛΑΣΣΩΝΑ
100 ΧΑΪΚΟΥ
ΤΑ ΚΛΑΣΣΙΚΑ
ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ
Στον άσπρο κρίνο
Ψίθυροι και μυστικά,
Η πεταλούδα
Η τριανταφυλλιά
Μαδάει τα πέταλα,
Αγκάθια μόνο
Απρίλη μήνα
Σκαρφαλώνουν στις ροδιές
Οι παπαρούνες
Στην πορτοκαλιά
Κοιμάται ο έρωτας
Άσπρα σεντόνια
Κίτρινα φύλλα
Φθινοπωρινή βροχή
Αρχή του τέλους
Χωρίς βαρκάρη
Τα νέφη ταξιδεύουν
Άγνωστοι δρόμοι
Χιόνια στον κάμπο
Ποιος να τινάζει πάλι
Τις αμυγδαλιές;
Πού τάχα φεύγουν
Τα μαδημένα φύλλα
Του Φθινοπώρου;
Και το ρυάκι
Τραγουδούσε στη βροχή
Ούτι το νερό
Λευκό το χιόνι
Στο βουνό των κοχυλιών
Και η θάλασσα;
Μια μελωδία
ξαγρυπνάει στο δάσος
να 'ναι τ’ αστέρια;
Μπήκε στην καρδιά
Από τη χαραμάδα
Μια ηλιαχτίδα
Ορθό το δέντρο
Στη άγρια καταιγίδα
Στρώμα τα φύλλα
Άκου πώς γελά
Στ’ αυλάκι το νερό!
Πιο κάτω δέντρα
Κι όμως το δέντρο
Δεν είναι πια το ίδιο
Μετά τη βροχή
Σώπασε κι άκου
Χτυπήματα στην πόρτα
να 'ναι η βροχή;
Το πρωτοβρόχι
Πώς ξέπλυνε τη σκόνη
Απ’ τη ψυχή μου!
Μοσκοβόλησε
Το μουσκεμένο χώμα
Πόσο ακόμα;
Άδειοι οι δρόμοι
Μάτια στα παράθυρα
Κρυφοκοιτάνε
Πέτρα στη λίμνη!
Αλλεπάλληλοι κύκλοι
Ρυτίδες καιρού
Αργά το βράδυ
Μονότονο τζιτζίκι
Με τυραννούσε
Οι χαρταετοί
Χάθηκαν στο άπειρο
Πρώτη του Μάη
Ένα λουλούδι
Χάραξε το σκοτάδι
Γλιστράει το φως
Μικρό κορίτσι
Χτενίζει τα μαλλιά του
Ετών δώδεκα
Ήσυχο δείλι
Το παλιό γραμμόφωνο
Στη διαπασών
Αφρός το κύμα
Στη λευκή ακρογιαλιά
Μαύρος ο βράχος
Μικρό μυρμήγκι
Σέρνει νεκρή αράχνη
Μακριά η φωλιά
Πάνω στην άμμο
Ζωγραφίζει το κύμα
Αυτοδίδακτο!
Μικρή γοργόνα
Αναζητεί στα βράχια
Τον Αλέξανδρο
Καλή σου μέρα
Οι γαλάζιοι ουρανοί
Βροντοφωνάζουν
ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Της νύχτας ήχοι
Μαζί μου ξαγρυπνάνε
Άκου! Τριζόνι
Της νύχτας ρίμες
Στις ρύμες του ουρανού
Ποιος τραγουδάει;
Το νυχτοπούλι
Έκλεισε τις πόρτες του
Νύχτα ή μέρα;
Μικρό φεγγάρι
Μες τα κλαδιά του δέντρου
Αποκοιμήθη
Τραγούδα νύχτα
Να κοιμίσω το παιδί
Που μ' αγρυπνάει
Πέφτει τ' αστέρι
Χρυσή γραμμή χαράζει
Την παλάμη μου
Και το φεγγάρι
Περπατούσε μαζί μου
Μαύρ’ η σκιά μου
Στο φως της λάμπας
Τσουρουφλίζει τα φτερά
Δεν το ήξερε!
Η νύχτα πέφτει
Κατράμι ο ουρανός
Ίχνος φεγγάρι
Γλυκό σούρουπο
Πώς πέφτει ανάλαφρο
Φωνή του γκιώνη
Ραγίζ' η νύχτα!
Τι να θρηνεί η κραυγή
της κουκουβάγιας;
Τι παράξενο!
Να λάμπουν στο σκοτάδι
Τ' άσπρα γιασεμιά!
Τις άσπρες νύχτες
Γιορτάζουνε τ’ αστέρια
Στρώνουν τραπέζι
ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Φυλακισμένο
Το πουλί μες το
κλουβί
Μη με κοιτάς!
Τα χελιδόνια
Στων γερανών τις
πλάτες
Λαθρεπιβάτες
Βουβά τα πουλιά
Το δέντρο κοιμήθηκε
Αύριο πάλι
Χτυπά καμπάνα
Και τρομάζουν τα
στρουθιά
Το κυπαρίσσι;
Στα μανίκια του
Τρυπώσανε
κοτσύφια
Φωλιά το
σκιάχτρο
Σκιάχτρο και
πουλιά
Φιλέψανε στο
τέλος!
Λες το καπέλο;
Το ξεγέλασε
Μια πρώιμη
Άνοιξη
Το χελιδόνι
Το καναρίνι
Μέρα νύχτα στο
κλουβί
Τι τραγουδάει;
Η νύχτα μόνο
Τ' αηδόνι του
Σεφέρη
Γλυκοκελαδεί
ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ
ΚΡΑΥΓΕΣ
Σε περιμένω
Τις νύχτες της
αγρυπνίας
Και της συλλογής
Φορώ το σώμα
Μοναδικό μου
ρούχο
Και σε φωνάζω
Σπάζει κομμάτια
Ο αντίλαλος ήχος
Και αργοσβήνει
Άγονη πέτρα
Μαζεύει τα λόγια
μου
Ξεψυχισμένα
Καμένα δέντρα
Τα χέρια
ολάνοιχτα
Σε προσκαλούνε
Μα συ ακόμα
Με γλώσσα
αρχέγονη
Μιλάς στ’
αστέρια
Κι όμως θα
έρθεις
Σα δε σε
περιμένει
Κανένας μας πια
ΕΡΩΤΙΚΑ
Όταν σωπαίνεις
Ουρανοί
χαμογελούν
Βαθειά τα μάτια
Να 'μουν αγέρας
Στα φύλλα της
καρδιάς σου
Να ξαποσταίνω
Να 'σουν θάλασσα
Κι εγώ το
βοτσαλάκι
Στην αμμουδιά
σου
Να ‘σουν ποτάμι
Κι εγώ μες τα
νερά σου
Το αποκλάδι
Η ανάσα σου
Το χνώτο της Άνοιξης
Μες το χειμώνα
Αστέρια λάμπουν
Μες το βαθύ
σκοτάδι
Είναι τα μάτια
σου;
Κοράλλι π’ ανθεί
Κάθε χαμόγελο
σου.
Βύθος θαλάσσης
Έλα κοντά μου
Ν’ ανθίσουν τα
λούλουδα
Στην ορτανσία
Το φλέγον σώμα
Περίτεχνο όργανο
Σε συναυλία
ΕΠΙΛΟΓΟΙ
Καινούριοι
κόσμοι
Μα τα δικά μου
ρούχα
Έχουν παλιώσει
Φεύγουν τα
χρόνια
Στα ημερολόγια
Που έχουν λήξει
Χρόνια που φύγαν
Μετράνε οι
χαρακιές
Στο μέτωπό του
Χωρίς φεγγάρι
Ο σκοτεινός
ουρανός
Και με πληγώνει
Το κοριτσάκι
Με την άσπρη
κορδέλα
Μεγάλωσε πια
Το τραγούδι του
Ίσως το
τελευταίο
Μα πού να ξέρει;
Το παλιό παλτό
Γερνάει στο
ντουλάπι.
Κι εσύ μαζί του
Στα λασπόνερα
Η γέρικη ομπρέλα
Παραπατάει
Έλα μαζί μου
Το δρόμο δεν τον
ξέρω
Μόνο σημάδια
Όταν σιγήσουν
Οι τελευταίες
φωνές
Τότε να κλάψεις
Μικρός ο κόσμος.
Μια δράκ’ από
μυρμήγκια
Σε αναζήτηση
Σκόρπισαν όλα
Τα λόγια σαν τα
πουλιά
Που αποδημούν
Η άσπρη πόλη
Τα φλογάτα
δειλινά
Πόσο μακριά μας;
Σε χαιρετάνε
Τα καθάρια
πρωινά
Κι αναχωρούνε
Απλώνεις χέρια
Απλώνεις χαμόγελα,
Ποτέ δε φτάνεις
Οι καλή μέρες
Σκαλώνουν
ανείπωτες
Στις καληνύχτες
Το μικρό παιδί
Στις πλάτες του
σηκώνει
Τον μέγα κόσμο
Χειμώνας τώρα
Και κλείσαμε τις
πόρτες.
Τρέχει η ζωή!
Σε ζεστά παλτά
Οι μέρες μας
κλεισμένες
Ασφυκτιούνε
Μάτια της νύχτας
Στα ταβάνια τ'
ουρανού
Περιδιαβάζουν
Δώς’ μου τα
χέρια
Μέσα στις
παλάμες μου
Να τ’ αναστήσω
ΑΝΑΔΡΟΜΗ
ΠΛΕΥΣΗ (2011)
Διαχρονικά-Αδημοσίευτα
ΠΟΙΟ ΓΛΥΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ποιο γλυκό παραμύθι
σφαλνά τα μάτια σου
πλανιέται
δροσερός μαΐστρος
στα μαύρα ματόκλαδα;
Κι αυτό το χαμόγελο
που απλώνεται
ως τις κόρες των ματιών σου
ω, ένας ήλιος αυγουστιάτικος
στα κύματα του απέραντου σιτώνα
που τραγουδάν οι ώρες
τα δευτερόλεπτα του νου μου
μικρή αγάπη, Έλενα
1968
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ
Αργούσες
Οι δικαιολογίες γέρασαν
- συνηθισμένες εκφράσεις -
τα λόγια φτώχυναν
κι η γλώσσα υποτάχτηκε
σ’ αυτά που η σκέψη ανασκαλεύει
τυραννικά
Λες και το έρμο το πουλί βουβάθηκε
τρομάζοντας την ίδια τη λαλιά του
κι ούτε για κλάμα
ή για χαρά
τολμά να κελαδήσει πια
1969
ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ
Μη με ρωτάς πως βρέθηκα
σ’ ένα πεδίο που εκπέμπει
στη συχνότητα «τύψεις»
σε μια συν-οικία που πνίγεται
με κάγκελα και μάνταλα
και απαγορευτικές ενδείξεις
1970
ΤΩΡΑ
Τώρα στα κλειστά μας παραθύρια
αποκοιμιούνται
τα δειλινά του χρόνου
και στη στέγη μας
το χιόνι πλάκωσε λευκό
τόσο λευκό
που δεν τολμάς να το κοιτάξεις με τα μάτια
και το γνωρίζεις μόνο
απ’ την αμείλικτη παγωνιά
που περονιάζει την ψυχή σου
1970
ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Ψηλά κι όλο ψηλότερα
ένας ευνοϊκός άνεμος
κι ένας μακρύς σπόγγος τόσο αόρατος
θα ‘βαζες στοίχημα
πως πετά από μόνος του
Ένας πολύχρωμος χαρταετός
τόσο μα τόσο βιαστικός
θα μας κοιτάζει από ψηλά
δεδομένου του σπόγγου
κι ουρίου ανέμου
1981
ΜΑΘΗΜΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εντιμότατε
δεν ξέρω βέβαια
πόσο έντιμος είστε
και διατελώ μεθ’ υπολήψεως
που δεν έχω ιδέα
πόσο σας υπολείπεται
Οσιολογιότατε
δεν ξέρω βέβαια
πόσο όσιος είστε
και προσκυνώ
ένας Θεός ξέρει
τι προσκυνώ
1981
ΣΩΜΑ Τ’ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Σώμα τ’ Αυγούστου
με δυο σκοτώστρες άρβυλα
με χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
κίβδηλα πρόσωπα
πως επανέρχεται
με προσωπεία τώρα απονενοημένων καιρών;
Τα μέτωπα ζάρωσαν
τα μάγουλα βυθίστηκαν στο χρόνο
τα σώματα φεύγουν δίχως σώμα
Κι εσύ
ένας ανέραστος μήνας
χωρίς ημερολόγια
χωρίς τις μικρές ή τις μεγάλες
μέρες σου
χωρίς τη μαγεία
της έκπαγλης νύχτας σου
Σώμα τ’ Αυγούστου
με τα χρυσά τα δόντια κρόταλα
σταμάτα πια
ν’ αποξερνάς σιδερικά και ρόπαλα
δεν σε μπορώ
με ανυδράργυρα θερμόμετρα
να μου μετράς τα όνειρα
1984
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Μακρύς ο δρόμος του πηγαιμού
κι όλο να σκιάζεσαι
μη δε προλάβεις τη Θεά
Ήχος νερού
που αργοσταλάζει ολούθε της σπηλιάς
οσμή βουνού στα βράχια
κλωνιά και ρίζες αξεδιάλυτα
μα η συκή δεν εξηράνθη
Μην την είδατε την Αφροδίτη
άσπρο σεντόνι στα νερά;
Μιαν αχτίδα περίεργη
που τρύπωσε ανάμεσα στα φύλλα
κι αχνοφέγγει στον πάτο της σπηλιάς;
Μικρή ζαρκάδα γοργοκίνητη
με δυο αρμαθιές λουλούδια στην αγκάλη
να τρέχει αλαφιασμένη
στην άλλη άκρη του δρυμού;
Μη και την είδατε
μια χαδιάρα τρυγόνα
στο πέταλο της αροδάφνης
μ’ ένα φτερό της πεθυμιάς τρεμάμενο
να σέρνει πλουμιστό πουκάμισο
στην τραχηλιά του ήλιου;
Μη δεν την είδατε την Αφροδίτη
κι άδικο μείνει
το ταξίδι ως το Λατσί!
1989
ΤΑΦΟΙ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
Ξένε
αυτός ο τόπος που πατάς κρατάει ακόμα
ότι απόμεινε από κάποιο βασιλιά
Κανένας τους
δεν άντεξε στο χρόνο
εξόν από την πέτρα
που διαφεντεύει το τοπίο
σκληρή
σαν την ανθρώπινη μοίρα
που τους ξεγέλασε
Κι αν θέλει ν’ αποτίσεις
κάποιο φόρο
τίμα τους άσημους και τους θνητούς
που μη όντες βασιλιάδες
όμοια μ’ εκείνους
είχανε μοίρα
1989
ΑΣΕ ΝΑ ΟΔΥΡΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ
Άσε να οδύρεται η βροχή
χειμώνες άλλους να θυμίζει
ζήλια να φλέγει το κορμί
ορμή νερού να μ’ αφανίζει
Άσε να οδύρεται η βροχή
χίλιες κραυγές να μ’ αγρυπνάνε
νάναι τραγούδι το φιλί
λιμιώνας η αγάπη να ναι
Άσε να οδύρεται η βροχή
χειμερινοί να ηχούνε θρήνοι
νυχτόβιος πόθος στο κορμί
η ανάσα ξέψυχη να σβήνει
2003
ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ
Αληθινά, τι άλλο πια να πω
απόκαμε η καρδιά να περιμένει
μένει στο στόμα μου το σ’ αγαπώ
απόκριση βουβή και ξεχασμένη
Χειμώνιασε στου κόσμου τα στενά
στενάζουν οι ουρανοί και κλαίνε πάλι
άλλη δεν είναι νάρθει πια ξανά
αναστεριά από τούτη πιο μεγάλη
Αληθινά δεν ξέρω τι να πω
αποκαΐδια γέμισε το δείλι
η λύπη αντάρα σέρνει το χορό
ορχείται και κρατεί μου το μαντίλι
Μάιος 2003
ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (2007)
Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ
Η αγάπη μου κοιμήθηκε
και η μορφή του γαληνεύει
νεύει στ’ αστέρια και καθίζουνε
νερόκρινα στην κοίτη μας επάνω
πάνωθε λάμπουν οι ουρανοί
ανοίγουν παραθύρια και κοιτάνε
τα νέφη σκίζουν άγγελοι
αγγελικά και περπατάνε
ανεβοκατεβαίνουνε στη στέγη μας
μαζί του και μιλάνε
Ανέβα τη μεγάλη σκάλα
αλαφροΐσκιωτο πουλί
λύσε του έρωτα τα μάγια
ΑΡΑΧΝΗ
Ήσυχα πέφτει απόψε το σκοτάδι
αδιόρατο χάδι
διαχυμένο στις ρύμες του μυαλού
Αλλού σε ταξιδεύει
βήμα-βήμα
η μαύρη τρύπα
η παγερή της νύχτας
Ασήκωτη η μοίρα
μύρα φορά
αγκίστρια και δολώματα
Αράχνη γίνεται και γράφει
αφηρημένους κύκλους στο κενό
ενώ στραγγίζει στην καρδιά
η ακριβή του έρωτα μελάνη
Νύχτα ξηλώνει το πανί
ανήμερα το υφαίνει
φαίνει και σένανε μαζί
ΝΟΜΑΔΑΣ ΕΡΩΤΑΣ
Ήρθε με τους τρελούς βοριάδες
δέσμη από φως αλαργινό
νομάδας έρωτας δίχως βέλη
λειψός από φαρέτρες και φτερά
ερασιτέχνης ήρθε ραψωδός
Δώσε μου, είπε, το σώμα
Μα εγώ δεν είχα
Χάρισε μου την ψυχή σου, είπε
Πέρασα τα σαράντα κύματα
μα τα τυφλά πουλιά
λιανοπετώντας αντικρύ μου
μούσκλια σκορπώντας και κρωγμούς
μες του βυθού τις άγνωστες σπηλιές
εσώκλειστη κρατούσαν
σαν από χρόνια τη ψυχή μου
Ήμουν μικρό δεντρί και γέρασα
ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Βουβό τ’ αηδόνι στα φυλλώματα
τα δέντρα τάφοι ωραίων
ονείρων που στοιχειώσανε
ανεμικά παράπονα μετρώντας
Άσμα δεν είναι πια κανένα
να τραγουδήσει ο ποιητής
τις νύχτες με φεγγάρια
Άρια του περασμένου πια καλοκαιριού
ΟΤΑΝ ΕΦΕΥΓΕΣ
Όταν έφευγες
έσταζε έρωτα η σελήνη
η νύχτα στέκονταν γυμνή
μνήμη του πόθου που πληγώνει
Όνειρο τ’ άστρα όπως τσακίζονταν
ανεμίζοντας σκόνη από χρυσάφι
Άφησε είπα να σ’ αγαπήσω
ίσως δεν είναι να γεννηθώ ξανά
Ανασήκωσε το κεφάλι
λυσίκομη η νύχτα και με κοίταξε
ξένα τα μάτια
ξένα τα βλέμματα
αίματα
ΕΛΑ
Η νύχτα πήζει τώρα
ώρα την ώρα τα σκοτάδια της
άδεια της ειμαρμένης τα χαμόγελα
Ελα, μου γνέψουν οι ωραίοι αγαπημένοι
Μένει το ναι στα χείλη μου να κρέμεται
τεφρή κατάφαση
ύστατο σέλας θανάτου
ΣΒΗΣΜΕΝΑ ΛΥΧΝΑΡΙΑ
Μη μιλάς άλλο
αλλόκοτη η φωνή σου ανήκουστη
στείρα πηγή το στόμα
Στο μάτι ορθρίζει ακόμα
ο μακρινός ορίζοντας
όντας επέρναγες παιδί τους ύφαλους
άλλους να ψάχνεις αγγέλους
Γελούσε ο Θεός
στις φτέρουγες πατώντας των ανέμων
μοναχικός πολίτης
στο γυάλινο ουρανό
Ανώφελο τώρα να κυνηγάς τις χίμαιρες
οι μέρες τρέχουν σαν νερά
ανέραστες παρθένες βιαστικές
και συ με τα σβησμένα σου λυχνάρια
χνάρια γυρεύεις τάχα
άλλων χαμένων ερώτων;
Η ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ
Ο ήλιος τώρα βιαστικά
κατρακυλά στην κατηφόρα
ραγίζοντας στα δυο τη δύση
Σηκώνει στις ξαναμμένες πλάτες του
του δρόμου τα σημάδια
αδειάζει πύρινα τα χρώματα
άτακτα σχήματα τρελά
ελάφια αλαφροπάτητα
τάχα πως τρέχουν να προλάβουν
Βουνά μου παραστέκουν μακριά
ρυάκια και ρηχά νερά
Ράθυμα σκλήθρα γύρω μου
μου γνέφουν και τ’ ακολουθώ
θόλους ανοίγοντας για να περάσω
σώμα διάφανο μες την αχλή
λιτός, ατάραχος διαβάτης
της άλλης χώρας
ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ
Όνειρο ο κόσμος
όσο ιριδίζει η μέρα μες τα μάτια του
του χρόνου ιχνογραφώντας τις στιγμές
Μεσούρανα θροΐζουνε τα λόγια ,
λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ
ερωτικές κραυγές που σπάνε
ανέλπιδα στους τοίχους
στους στίχους σπάνε
ανέκφραστων κι αλλόφωνων γραφών
Φωνές που σέρνονται στα χείλη
λιπόψυχοι ήχοι μακρινοί
οι τέλειες φράσεις της σιωπής
πισθάγκωνα δεμένες στο ζυγό
του γυάλινου ουρανού
Τώρα κιτρινισμένη γέρασε η γραφή
ΑΣ ΤΟ ΔΩ Τ’ ΩΡΑΙΟ ΣΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ας το δω
στων ονείρων τ’ ακροδάκτυλα
τ’ ωραίο σου πρόσωπο
στο παλλόμενο πράσινο φύλλο
στο ατάραχο
το άχρωμο νερό
Τώρα με τους νεκρούς μου ζω
να ‘ρχονται αμίλητοι και φευγαλέοι
σχεδόν αόρατοι
σχεδόν ωραίοι
Τους ψηλαφίζω
με άλλα ανάλαφρα χέρια
μ’ αέρινα μάτια τους χαϊδεύω
Ας το δω
στης φωτιάς την αλλόφρονη φλόγα
τ’ ωραίο σου πρόσωπο
στου έσχατου ορίζοντα την κόψη
λευκό
κεκαθαρμένο φως
ΔΕΝ ΜΕ ΓΕΛΟΥΝ ΕΜΕ
(Του Ανδρέα
Πετρίδη)
Δεν με γελούν εμέ
οι κραυγαλέες των χειλιών σου αναλαμπές
των οματιών σου η θλίψη με συνθλίβει
Αχ η αυγή
κομμάτι αυγή
να ξέπεφτε στα μάτια σου
κι ως φλόγα να ραγίσει το γυαλί
σχισμή ν’ ανοίξει στο παράθυρο
να' μπει ο Απρίλης
να φωλιάσει μες τα ρόδα
να σκαρφαλώσει
αγκάθι-αγκάθι το παιδί
Η ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΡΑΝΤΙ (2004)
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ
«Θέλω να δω το σπίτι μου» δήλωνε χωρίς περιστροφές, όταν άνοιξαν τα σύνορα. Οι άνθρωποι συνωστίζονται από το χάραμα στα σημεία εισόδου, περιμένουν ώρες μέσα στο λιοπύρι. Εικοσιεννέα χρόνια συμπυκνωμένα στο σήμερα. Όνειρα απλά κι ανθρώπινα που αρνούνται να ξεθωριάσουν, παρά μόνο περιφέρονται από το ένα σημείο εισόδου στο άλλο, αναζητώντας την πόρτα για τον παράδεισο που η καρδιά κι ο νους συντηρούν σα σε φωτογραφία, ανάλλαχτο.
«Θέλω να δω το σπίτι μου». Εικοσιεννέα Ιουλίου δυο χιλιάδες
τρία, εικοσιεννέα χρόνια μετά το ξεριζωμό, η Άννα, καθισμένη στο πίσω μέρος του
αυτοκινήτου, αρχίζει το πιο μεγάλο ταξίδι της ζωής της, ξετυλίγοντας ένα
κουβάρι νήμα την ιστορία της. Τόσο ήρεμη που της πέφτουν τα πράγματα από τα
χέρια. Τόσο ήρεμη που της χύνεται το νερό από τη μικρή παγωνιέρα που κουβαλά.
Τόσο μα τόσο ήρεμη. Η διαδρομή οδηγεί χωρίς πολλά λόγια στην κατεχόμενη γη.
Τα μάτια της τώρα
βρίσκονται σε εγρήγορση. Κατοπτεύει το τοπίο, τα χωριά, τους δρόμους που
άλλαξαν. Το βλέμμα της αμολημένο βοσκά στην ανοιχτή πεδιάδα, ανιχνεύει τις
μπάλες του σανού κι αγκομαχά στ’ αντάκια με το θερισμένο στάρι. Όπου να ’ναι θα
φανεί η πόλη.
* **
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ είχα ένα κλήμα στην αυλή
βέρικο
Η πόρτα μου ήτανε μεράντι
-ξύλο πρώτης ποιότητας -
με δυο μικρά παραθυράκια στα πλάγια για τον αέρα
Ύστερα
στο σπίτι εμπρός
δεν είχαμε κανένα πεύκο
μήτε κι ελιά στο πεζοδρόμιο
ούτε κι αυτό
το θεόρατο κυπαρίσσι στο πλάι
Ε, ναι
τα παράθυρα ήτανε βαμμένα
σε γκρίζο χρώμα σαν κι αυτά
μα πάλι το δικό μου σπίτι
χώριζε με χαμηλό τοίχο
κι από κει μιλούσα με τη γειτόνισσα
-ανταλλάζαμε κάποτε και φαγητό –
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Εγώ το είχα μόλις χτίσει
κι ήταν ολοκαίνουριο
Ε, ναι
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε
και φυσικό να έχει παλιώσει
Μα πάλι
πού πήγε η μικρή τζαμαρία;
πού πήγε το κοτέτσι
στο πίσω μέρος της αυλής;
-είχαμε κουνέλια και κότες –
Ναι, ναι
Εγώ είχα κι ένα μικρό υποστατικό
για πλυσταριό
-τώρα θυμάμαι -
και δεν είχα αυτό το φουρνάκι στη γωνιά
Μπορεί όμως και να’ ναι το σπίτι μου
Το μπάνιο έχει το ίδιο χρώμα
κι οι πάγκοι της κουζίνας ήτανε άσπροι σαν κι αυτούς
Και το σέντε κάπως έτσι με την ξύλινη πορτούλα
Γεννησαρέτ 3Α
αυτή ήταν η διεύθυνση
Μα εδώ γράφει οκτώ
κι η οδός εκεί
μου είναι άγνωστη
Ένα ή δυο στριψίματα
από τ’ ανώι του Αλυπόλητου
Δεν είναι αυτό το σπίτι μου σας λέω
Τα σκαλάκια από το δρόμο
ήτανε μόνο δύο
- αν θυμάμαι καλά -
κι αυτές οι πέτρες στο περιτοίχισμα
θαρρώ δεν το’ χαμε φτιάξει έτσι
ούτε και είχαμε αυτή
την ξύλινη βεράντα στην είσοδο
τζαμαρία είχαμε
-ναι σας το ξανάπα αυτό –
Κάτι
κάτι μου θυμίζει
αυτό το σήμαντρο στην πόρτα
μα σας είπα
η δικιά μου ήτανε μεράντι
Μπορεί όμως και να’ vaι το σπίτι μου
Η γειτονία ήτανε καινούρια
Φτωχόκοσμος
Σ’ ένα οικόπεδο χτίζαμε δυο
κι είχαμε ένα κοινό τοίχο
Γι’ αυτό σας λέω
Ούτε και το πλαϊνό
μοιάζει με το σπίτι της Νίκης
Έζησα στο σπίτι αυτό
οκτώ ολόκληρα χρόνια
πώς είναι δυνατό να μη θυμάμαι
Πάρε τη Νίκη στο τηλέφωνο
Νίκη Κασάπη
Μα παντρεύτηκε μετά
κι ούτε που ξέρω το επίθετο της
Τι κάνεις τώρα;
Γυρίζεις πίσω
χωρίς να δεις το σπίτι σου;
Μπορεί όμως και να ’ναι το σπίτι μου
Μα πάλι
πώς έγιναν έτσι οι τοίχοι;
Τα παράθυρα
τα παράθυρα μου ήταν γκρίζα
- σας το ξανάπα –
αυτά εδώ
είναι έτοιμα να πέσουν
Κάπου εδώ ήτανε το σπίτι μου
Με δάνεια το χτίσαμε
κι ούτε που το είχαμε ξοφλήσει
Φτύσαμε αίμα
αλήθεια σας λέω
Παρκέ στα υπνοδωμάτια
σαν και τούτο
Στο σαλόνι μια διαχωριστική καμάρα
κάπως έτσι
Για την τραπεζαρία
ένα τετράγωνο τορνευτό τραπέζι
-της μάνας μου -
με τέσσερις τόνενες καρέκλες
κι η οκταήμερη νυφική μου φωτογραφία στον τοίχο
Κάπου εδώ ήτανε το σπίτι μου
Δυο στριψίματα από τ’ ανώι του Αλυπόλητου
δέκα λεπτά από την εκκλησία της Αγίας Ζώνης
Να το καμπαναριό
- περπατητή πήγαινα –
Λίγο πιο ψηλά
από το εργοστάσιο του Εύρηκα
λίγο πιο χαμηλά
από το Μαντζούρειο σχολείο
-το περάσαμε καθώς ερχόμασταν –
εκείνο με τους χρωματιστούς τοίχους
Πώς είναι δυνατό
να μη θυμάμαι;
Κάπου εδώ σας λέω
ήτανε το δικό μου σπίτι
Γεννησαρέτ 3Α
Αυτό είναι το σπίτι μου
λέει η φωνή της
από τα τρίσβαθα του Άδη
σπασμένη σαν ηχώ
σε διάσελα βουνών
Ναι αυτό είναι το σπίτι μου
Χωρίς τα κλήματα
χωρίς την πόρτα από μεράντι
χωρίς το κοτέτσι
χωρίς την οκταήμερη φωτογραφία
χωρίς το τραπέζι της μάνας μου
χωρίς
χωρίς
χωρίς
το σπίτι μου Γεννησαρέτ 3 A
* * *
Μπαίνει μέσα ξανά
σε αργή κίνηση
— Παναγιά μου βοήθα
βόηθα -
μουρμουρίζει σαν υπνωτισμένη
Μπορώ; ρωτά
Και στο γνέψιμο του Μεχμέτ
αρχίζει την ανάβαση
Τα μάτια της γλείφουν το πάτωμα
ακουμπούν δεξά ζερβά τους τοίχους
καρφώνονται στο ταβάνι
και πάλι απ’ την αρχή
πάτωμα
τοίχοι
ταβάνι
οι μεσόπορτες
ναι οι μεσόπορτες
τα παραθύρια
το σέντε με τη μικρή ξύλινη πορτούλα
-βρήκατε τίποτα
-όχι μπήκαν άλλοι πριν από μας
-μα κοιτάξατε; επιμένει
-ναι, κοιτάξαμε
Περπατά πάνω κάτω
στέκει μπροστά στο παράθυρο
και κοιτάζει στην αυλή
ξανάρχεται στο διάδρομο
ξαναπηγαίνει στην κουζίνα
-αφήσατε τους πάγκους με φορμάικα
λέει μονολογώντας
και ψηλαφώντας το άσπρο
ανασηκωμένο επικάλυμμα
Όσοι δεν ξέρετε τι είναι το φορμάικα
καιρός να μάθετε
Είναι συνδετικό επικάλυμμα
για πάγκους και έπιπλα
ανθεκτικό στις κακουχίες και στο χρόνο
γυαλιστό τόσο
που μπορεί να αντιφεγγίζει τις μνήμες
δέκα χιλιάδων πεντακόσιων εβδομήντα ημερών
-Αφήσατε και την πόρτα –
λέει ακουμπώντας στοργικά
την πόρτα της κουζίνας
Τα μάτια της συγκρατούν
σα δυνατός φράκτης την πλημμύρα
που ανεβαίνει σιγά σιγά
-Μπορώ; ρωτά
Μπαίνει μόνη στο μπάνιο
και κλείνει πίσω της την πόρτα
τάχα προς νερού της
Αργεί να βγει
Τα μάτια της
χαμηλωμένα στο πάτωμα
-Με πείραξε η σκόνη του δρόμου
θα νομίσει πως εξαπατά όλους
-Έναν καφέ, κάτι κρύο;
ρωτά η ραγισμένη φωνή
του ευγενικού Μεχμέτ
Γνέφει ναι με το κεφάλι
Τώρα οικονομεί τα λόγια της
-Ευχαριστώ που μ’ αφήσα ...
Σπάει κομμάτια η φωνή της
-Να ‘ρχεσαι... όποτε
θέλεις
-Δεν είναι εύκολο απαντά τάχα ήρεμα
και δεν ξέρεις αν μιλά για την απόσταση
ή για την ηλικία της
ή για την αντοχή της ψυχής
Σιγά σιγά
πέφτει μια ηχηρή σιωπή
στο μικρό προχώλ
Αμηχανία στα χέρια
που δεν ξέρουν πώς να φερθούν
αμηχανία στα μάτια
που σταθμεύουν στο κενό
Μια απόκρυφη συνομιλία
αρχίζει ανάμεσα στους δυο
-Αυτό εδώ είναι το σπίτι μου
-Κατοικώ εδώ είκοσι χρόνια
-Αυτό εδώ είναι το σπίτι μου
-Ήταν ερημωμένο, ξόδεψα πολλά
-Αυτό είναι το σπίτι μου
με δάνεια το ‘κτισα μονάχη μου
-Αν δεν το ’χεις προσέξει μεγάλωσα την κουζίνα
-Είναι το σπίτι μου
-Μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις
-Το σπίτι μου
- Να μας ξανάρθεις
λέει δυνατά ο Μεχμέτ
και της γράφει το τηλέφωνο του
σ’ ένα κομματάκι χαρτί
Το διπλώνει και το φυλάει στην τσάντα της
-Να ξανάρθεις
επαναλαμβάνει η φωνή του Μεχμέτ
Κουνά το κεφάλι
με ακαθόριστο νόημα
Σηκώνεται
Το μπαστούνι αργό την οδηγεί στην έξοδο
-Να μου τηλεφωνάς λέει πάλι ο Μεχμέτ
Γνέφει ναι με το κεφάλι
Δεν έχει πια άλλα λόγια
Το αυτοκίνητο σκίζει την πεδιάδα ακολουθώντας τα βήματα του
ήλιου.
Το νήμα τυλίγεται πάλι πίσω στην άτρακτο. Ο ήλιος βουτηγμένος
σε χρυσόσκονη ταλαιπωρεί τα μάτια της. Τα κλείνει. Θαρρείς πως κοιμάται. Ησυχία.
Μόνο η βουή του αυτοκινήτου ακούγεται αμυδρά καθώς ο ήχος σκορπά και χάνεται
στην άπλα.
Δε νομίζω να ξανάρθω
ακούγεται ξαφνικά σίγουρη η φωνή της
από το πίσω κάθισμα
Δε νομίζω να ξανάρθω
Όλα εδώ έχουν αλλάξει
τίποτα δεν έμεινε όπως πριν
Ακόμα κι ο ήλιος
πιο κίτρινος μου φαίνεται
- αν είναι δυνατό –
εκτός κι αν δε θυμάμαι
Ο δικός μας ήλιος
γίνεται κόκκινος σα φωτιά
σαν πάει να δύσει Α
υτός εδώ θαμπός μου φαίνεται
Δε συμφωνείς κι εσύ;
Αλλιώτικος κόσμος
Τα πάντα αλλιώτικα
Κάπου εδώ ήτανε ...
Να δεις τι ήτανε
Α ναι ένα εκκλησάκι
Κάνε σιγά
Κάπου εκεί στα δέντρα ήτανε ...
Να δεις τι ήτανε...
Βάλε λίγη μουσική
Θες ένα μήλο
ζεσταθήκαν απ’ τον ήλιο
μα να βάλουμε κάτι στο στόμα μας
απ’ το πρωί τρέχουμε
να πάρω κι εγώ τα χάπια μου
Λίγο νερό να τα πάρω σιγά σιγά
-δεν κάνει να τα παίρνω μαζεμένα –
Δε νομίζω πως θα ξανάρθω
Να σας γράψω το σπίτι
μήπως και
άνθρωποι είμαστε
δεν ξέρεις τι γίνεται
καμιά φορά εκεί που είσαι καλά
Να θυμάσαι
Στο σέντε μέσα
έχω κρύψει όλα τα πολύτιμα
—ά, ναι, δε βρήκανε τίποτα —
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
όχι κλείσε
με πνίγει ο αέρας
Γιατί δε βάζεις λίγη μουσική;
Λες να πηγαίνουμε σωστά;
Γιατί νομίζω πως πάμε πάλι πίσω;
Πρόσεχε τα σήματα μη χαθούμε
Ο ήλιος έδυσε
Βραδιάζει οπού να ’ναι
να βγούμε από δω
πριν νυχτώσει για καλά
Να βγούμε
Παναγιά μου βόηθα
να γυρίσουμε στο σπίτι μας
Ανοίγει την τσάντα
και βγάζει από μέσα
το διπλωμένο χαρτάκι του Μεχμέτ
-Κράτησε το, λέει
μπορεί και να το χάσω
έτσι που μπερδεύομαι ώρες-ώρες
Κι ύστερα
-Κοίτα τώρα
που ξέχασα να δώσω κι αυτά τα δώρα
Δε με θύμισες και συ
Μα πού να ‘ξερες
Ας είναι, κάπου θα χρειαστούν
Βγάζει τώρα τα γυαλιά και τα παπούτσια της
Απλώνει αναπαυτικά
το γέρικο σώμα
ακουμπά το κεφάλι
κι αποκοιμιέται
για το υπόλοιπο του ταξιδιού
του πιο μακρινού ταξιδιού
που έκαμε ποτέ η Άννα
στη ζωή της
ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ
1. ΤΡΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖΙ ΑΓΚΑΘΚΙΑ (2009)
A...ΤΖΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΓΕΡΗΜΟΣ
Oi
τόποι εγερημώσασιν
απoύ τα πλάσματά τους
τα πλάσματα εσκορπίστησαν
μα ‘πήραν τους μετά τους
ΤΡΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖΙ ΑΓΚΑΘΚΙΑ
Εκάμασιν τραντάφυλλον
με δίχα τα αγκάθκια
μα μεν θωρείς την δείξην του
την μυρωθκιάν αγκάθκια
ΕΙΠΕΣ ΕΝ ΝΑ'ΡΤΕΙΣ
Είπες εν ν’άρτεις τζι εν ήρτες τζι έκατσα τζ’ εκαρτέρουν
ώστι τζι εχάραξεν το φως τζι ακόμα τζείθθεμέρου
Μες το καμίνιν έγκρουζα τζι εζώνναν με τα φίθκια
μεν τζι ήτουν ούλλα ψέματα τζι εν μ’ αγαπάς π’ αλήθκεια
Ήρτεν η νύχτα τζι’ ηύρεν με τζι’ έππεσα να πεθάνω**
τον κόσμον επογνώμησα τζι εμέναν παραπάνω***
Είπες εν να’ρτεις τζι εν ήρτες μ’ ακόμα καρτερώ σε
τζι ούλλον τες στράτες ασκοπώ μεν τζαι φανείς χαρώ σε
* έχω μεγάλη έγνοια, φόβο
** απελπίστηκα
*** βαρέθηκα αυτό τον κόσμο
ΠΛΑΣΜΑΝ ΑΛΛΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Τ’ αμμάθκια σου εν θάλασσα τζύμματα τα μαλλιά σου
που πάσιν τζαι ξανάρκουνται τζαι φέρνουν με κοντά σου
Μαύρα πουλιά τα φρύθκια σου με τα φτερά αννοιμένα
σαν τζαι που σωζυάζονται στον ουρανόν για μέναν
Που σε θωρώ ζαλίζομαι σαν που ’χασα το φως μου Να’ σαι π’
αλήθκεια τούν’ της γης για πλάσμαν άλλου κόσμου;
2. ΤΑ ΦΚΙΟΡΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΘΑΣΙΑΣ (2003)
Λαλούσιν η πικραθασ’ιά
πως έσ’ιει χάρην άλλην
όντας οι άλλες πορουβούν
τζαι ‘παντινάσσουν τζιαι λουβούν
τζιείνη ν’ αθκιεί καπάλιν
ΣΤΟΛΙΖΕΤΑΙ Η ΟΜΟΡΦΗ
Ήλιε μου χρυσήλιε μου με το χρυσαππαρίν σου
τζι η καματόβερκα χρυσή
πόμεινε της να στολιστεί
πο’ ν όμορφη τζιαι πρέπει της να φέγγει στο γυρίν σου*
Τζι’ εστάθην ο χρυσήλιος μου που πόρταν ως ξαπόρτιν
ρέσσει ο κόσμος τζι’ αρωτά
είντα’ σ’ιει ο ήλιος τζι’ εν βουττά;
Στολίζεται η όμορφη, λαλεί, τζιαι καρτερώ την
* στη θέση σου, αντί για σένα
ΜΕΝ ΜΕ ΚΟΛΑΖΕΙΣ
Μεν με κολάζεις άφοη με τα καμώματά σου
εγιώ γυρεύκομαι τζι αλλού
έσ’ιει που με παρακαλούν
μα’ν να ραεί η καρκιά σου
Εν έσ’ιει παίξε γέλασε κόρη με τον καμόν μου!
Κάλλιον να φύεις που τωρά
παρά να με καστιοράς
τζιαι φέτι τζιαι του γρόνου
Μα μεν σου κακοφαίνεστε τζι ένας Θεός το ξέρει
πως τούτα εν λόγια της οκκάς*
Εσού στα σ’ιέρκα σου κρατάς
τζι εμέν τζιαι το μασ’ιαίριν**
*δεν έχουν
σημασία ή αξία
** με έχεις στο
χέρι
ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ
Να μπόρουν να πεθάνισκα έναν κάρτον
νά’ στρεφα πίσω τον τζιαιρόν
να κάλαρα τζιαι τον Θεόν
την πόρταν να μ’ αννοίξει να ξανάρτω!
ΕΝ ΤΖΙΑΙ ΖΗΛΕΥΚΩ ΚΑΝΕΝΟΥ
Εν τζιαι ζηλεύκω κανενού
πάνω στον κόσμον τούτον
ζηλεύκω τζιείνου του πουλιού
δίχα φκιολίν λαούτον
που τζιελαδά που το πωρνόν
ίσ’ια με νήλιου δύσην
τζι εν έσ’ιει έννοιαν μήτε φό’ν
για βρέξει για σ’ιονίσει
είντα να πκιεί, είντα να φα
’ντα τόπον να μονάσει
ούλλες οι πέτρες εν φουλιά
τα δέντρη τζιαι τα δάση
Ζηλεύκω του τζιαι που πετά
που μιαν χώραν ως άλλην
με πασαπόρτιν αρωτά
με εισιτήριον φκάλλει
ΠΑΛΛΙΩΝΩ ΜΕ ΤΑ ΤΖΙΥΜΜΑΤΑ
Έναν πεζούνιν έκατσεν
μονάτζιν στον βραμόν μου
λυπητερόν το κλάμαν του
λυπητερόν το δειν του
όπως το πλάσμαν ένωθεν
θαρκούμαι τον καμόν μου
ακόμα τζιαι που λλόου σου
επόνεν με περίπου
Μ’ έναν πουλλίν πετούμενον
έπεψα σου μαντάτον
Παλλιώνω με τα τζιύμματα
τζι εν πόμακρα η ξέρη
χοχλοκοπά τζι η θάλασσα
τζιαι παίρνει με πουκάτω
μα έξερε πως εν να φκω
ότι τζιαιρός το φέρει*
*χωρίς αμφιβολία
ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ (1999)
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Νερό
ατόφιο κρύσταλλο η σταγόνα
που διασπάται στο πρώτο φως του πρωινού
Χάραξε η πέτρα
το πρόσωπό της στη σιωπή
με κοφτερό λεπίδι
Αγύρτης άνεμος πετροβολά τα στήθια της
ύμνος ακάθιστος
ανάκουστος
ανάκρουστοι καιροί των λουλουδιών
Φωτιά κι η θάλασσα
με πυροφάνι καίει τη σάρκα της
νερό κι αλάτι στις πληγές της
Σε σκιάζομαι ηδονή
το ρούχο σου σκιάζομαι
πυρακτωμένο σίδερο να με τυφλώνει
Σφράγισε η νύχτα
τις φωλιές των αηδονιών
κατάχαμα κοιμάται το φεγγάρι
σώμα του έρωτα που απόκαμε
Πέρασε η νύχτα βήμα-βήμα τη σιωπή
βουλιάζει ολόκληρη
στην άμμο που γλιστρά
μέσα από δάχτυλα χεριών
Σκόνη
ο πόνος στις παλάμες
και τα σημάδια στις πατούσες
τις γυμνές από στολίδια
σκόνη
Μαρμαρωμένο χέρι το κλαδί
μια άφωνη τρομπέτα
σε στάση αναμονής
φυλλοβολεί τον Αύγουστο
στα χίλια δώματα του κράχτη που σιωπά
στα μύρια κλειστά στόματα
των άστρων
Σε σκιάζομαι σιωπή
τον ήχο σου σκιάζομαι
που στάλα-στάλα με διαβρώνει
ΡΙΠΕΣ
(Δερύνεια 1996)
Ριπές
στην καρδιά του ήλιου
που ανασηκώνει μεσούρανα ατσάλινα χέρια
ριπές
ατσάλι φονικό
στη φτέρνα του αητού
την ώρα της ημίθεης απογείωσης
Αίμα
Τα λόγια δεν κρατάνε πια
τα παίρνει ο άνεμος και φεύγουνε φτερά
τα λόγια δεν κρατάνε
Μόνο η ψυχή που δέρνεται μονάχη
μπορεί να σχεδιάζει παράλογα άλματα
μόνο η ψυχή που από μείνε
μπορεί να υπογράφει
με κόκκινο μελάνι
την τελευταία παράτολμη κίνηση
ΟΙ ΙΣΚΙΟΙ ΒΑΘΑΙΝΟΥΝ
Οι ίσκιοι βαθαίνουν
στο προσκεφάλι του ύπνου
Η εγκάθετη άρκτος
αχαλίνωτη καλπάζει στο χαλαρό στερέωμα
Αύρα ξεχύνεται κατά μόνας
στα πηχτά σκοτάδια του αμετάθετου χρόνου
που φωλιάζει στα κοιμισμένα φύλλα
Ανάλαφρο πετούμενο
ενδημεί
στις παρυφές των άπλετων δρόμων
κι άγρυπνά
για τις στιγμές που ξέφυγαν άπλερες
από τις χαραμάδες της πολύβουης μέρας
Νύχτα
τα μάτια αγίνωτων παιδιών
βγαίνουν απ’ την κρυψώνα του μέγα κόσμου
για να αποτάξουν τη σοφία τους
και να ξεμωραθούν λευτερωμένα
στους βόλους της αυλής
ΑΧΟΣ ΚΥΜΑΤΟΥ
Αχός κυμάτου
αλλόκοτος ήχος
κλεισμένος στα βάθη της πολύπαθης πέτρας
εδώ στο δικό μου ερημικό ακρογιάλι
που απολιθώνει τον ίσκιο μου
Εδώ τα χαραγμένα
κατακόκκινα μάγουλα της γης
αποστάζουν τον φλεγόμενον ήλιον
φορώντας κατάσαρκα
τo ένδυμα του πόνου
το δικό μου αλάνθαστο ένδυμα
Μια λάβα ανθός το κύμα και με καίει
μια λάβα ανθός το δάκρυ και με σβήνει
Αχός κυμάτου
αλλόφωνος ήχος
στους λόφους που αγρυπνήσανε μαζί μου
δε με χωράνε τα κοχύλια
δεν με χωράν οι βράχοι και στα σπήλιά
δε με χωράνε τα φαράγγια και τα πέρατα
δε με χωρά ουδέ κι η θάλασσα
που την κατάπιανε τα μάτια σου
παρθένα
και δακρύζουν
ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω
μιαν αειπάρθενην αυγή
με ένα πετράδι αμέθυστο στην κόμη μου
κι ένα αλάνθαστο σπαθί
στο αστραφτερό θηκάρι
να ξεπληρώσω την οδύνη ενός ρηχού χαμόγελου
του μισοτέλειωτου παραμυθιού την πίκρα
να απαλύνω
Ορκίζομαι
στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω
ΒΡΟΧΗ ΤΟ ΦΩΣ
Πάγωσε η φλόγα στο μαγκάλι
και το φως
κατρακυλάει χορεύοντας στο μάρμαρο
φλέβα της γης που πάλλεται αδιάκοπα
Βροχή το φως
σε πλάγιους ήχους ανασαίνοντας
πλένει τα χώματα
τα διάσπαρτα χρώματα
λευκή σινδόνη στην κλίνη του ήλιου
Αιώρα
που σταμάτησε μετέωρη
στο διάσελο των μακρινών βουνοκορφών
με το παιδί να ονείρεται
σ’ ανάπαιστους στίχους
Βροχή το φως
στις διάφανες τις πόρτες των σπιτιών
στους διάφανους τοίχους
στις στέγες
στα παντζούρια
που αφουγκράζονται διάτρητους ήχους
Σε σκιάζομαι βροχή
το φως σου σκιάζομαι
που με διαλύει
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ (1997)
Στον ανθυπολοχαγό Πανίκο Παναγή
και σ’ όλους τους άλλους
αγνοούμενους του 1974
ελάχιστη μαρτυρία
και γραφή οδύνης
Βάρυνε η νύχτα
σα μολύβι στο στέρνο μου
και το κορμί μου ενέκρωσε
σε τούτη την κάμαρη
που την ορίζω πια
με τα καμώματα του νου και μόνο
Και να’ σαι τώρα
με τα λουλούδια της φωτιάς στα δάχτυλα
λαλέδες θα ’ναι
που παιδί τους μάζευες
κι όσο να φτάσεις
μαδούσανε στα χέρια σου
οι λαλέδες σου ’λεγα
δεν είναι για τα βάζα
παρά
για να στολίζει ο Θεός τους κάμπους
Και μπαίνεις και περπατάς με τα νερά
και τα βαριά σου τ’ άρβυλα
Οκτώβρης θα ’ναι και πρωτοβρόχι
«Βρέχει χιονίζει
τα μάρμαρα ποτίζει»
μπες μέσα σου ’λεγα
θ αρπάξεις καμιά πούντα
σι βροχές δεν είναι για παιγνίδι
παρά
για να ποτίζει ο Θεός τη γη
Κι αστράφτεις άξαφνα
στη σκοτεινή την κάμαρη
με το γαλάζιο φως
να κρέμεται στους ώμους σου
η στολή σου θα ναι
«κοίτα μάνα πως την κρεμμάς
μην είναι η τσάκιση στραβή»
Και να ’σαι από παντού
με τους λαλέδες
τα νερά
και το γαλάζιο φως
να προχωράς
να προχωράς
και να μη φτάνεις
γομάρι ασήκωτο στα πόδια μου
και δεν τα σέρνω
η καρδιά μου ορμά να σε πιάσει
να φύγει απ’ το κλουβί που την κρατά
να φύγει
να φύγει
να φύγει
και τ άσπλαχνο κουφάρι μου
ξυπνά
Λένε πως παντρεύτηκες
εκεί μια δική τους πως έχεις σπίτι
και παιδί Μακάρι να το πίστευα και θα ’σερνα φωνή ν’
ακούσεις να ’σαι καλά όπου και να ’σαι γιε μου Εμάς δε μας πέφτει λόγος σε
τέτοια θέματα πάντα το λέγαμε μια γυναίκα σου χρωστά ο Θεός και δεν έχει
σημασία τ’ όνομά της να σ’ αγαπάει μόνο θέλαμε να σου στέκει σύντροφος θέλαμε
και προπαντός να τιμά το στεφάνι της
Άλλοι λένε
πως είσαι σε στρατόπεδο κλεισμένος
μ’ άλλους πολλούς
πως έχεις ξεχάσει τη λαλιά σου
μέρα μπαίνει
μέρα βγαίνει
χρόνια που έπαψες να μετράς
πως ξέχασες ακόμα κι εμάς
αν είναι ποτέ μπορετό
να λησμονήσει ο άνθρωπος
το γάλα που τον βύζαξε
Μα κι έτσι να ’ναι κράτα
όσο κρατά ετούτος ο μακρύς χειμώνας
όσο να βγουν κι αυτά
τ’ απανωτά ζεστά μας καλοκαίρια
κράτα σου λέω
κράτα
Θέλω να ξέρεις πως ακόμα λαχταρώ με τα αυτοκίνητα που
σταματούν έξω από την πόρτα μας στυλώνω τα μάτια μη σε δω να κατεβαίνεις Πως
στον ύπνο μου απάνω αλαφιάζομαι ως να ’κουσα βήματα στην αυλή Πως φυλάω για
σένα το τελευταίο σταφύλι στο κλήμα μην έρθεις χειμώνα και δεν έχω το φρούτο
που αγαπάς Πως αλλάζω ακόμα τα στρωσίδια στο κρεββάτι να ’ναι καθαρά μην έρθεις
νύχτα και στη χαρά μου δε βρίσκω σεντόνι να σου στρώσω Πως τρέμουν τα χέρια μου
κάθε φορά που παίρνω γράμμα κι η καρδιά μου τρελαίνεται όσο να βάλω τα γυαλιά
και να διαβάσω. Δεν είναι
από σένα Πού να τα βρει παραμιλάω το παιδί τα γραμματόσημα
και περιμένεις γράμμα.... τρομάρα σου;
Μη μου στέλλετε άλλα γράμματα
μη μου στέλλετε άλλες κάρτες
Δεν αντέχω πια
να μελετώ τους αποστολείς
δεν το μπορώ να περιμένω
το επόμενο ταχυδρομείο
Γυρίζω ακόμα στους δρόμους ίσως και κάποιος κάπου σ’ έχει
δει Και τρέμω μην σ΄ έχουν αλλάξει τα χρόνια κι αυτή η φωτογραφία δεν σου
μοιάζει πια…
..........................................................
Σκούζει το πουλί
από τις χαραμάδες
των ένοχων ψυχών
που βολεύτηκαν
στον κλεμμένο παράδεισο
Φοράει για στέμμα
τα πατημένα στέφανα του γάμου
που δεν στέριωσε
το ράμφος του πληγή
που αποξερνά το αίμα
των σφαγιασμένων παιδιών
Πουλί μη σωπαίνεις
εν’ ονόματι Κερύνειας
εν’ ονόματι Αμμόχωστος
εν’ ονόματι
επωνύμων και ανωνύμων προγόνων
οδύρου
Μπήκα στα χρόνια γιε μου κι οι γέροι όλο θυμούνται και
παραμιλούν μονάχοι τους Κοίτα τώρα τι θυμήθηκα η τρελή που σε μάλωνα που δεν
καθόσουν να διαβάσεις και λέω τι να τα κάνει τώρα το παιδί τα Μαθηματικά που
δεν τα ’παίρνε κιόλας τι να την κάνει τη Φυσική Μα τα Αρχαία και τα Νέα και η
Ιστορία αυτά σου είναι χρήσιμα δεν είναι; Κόλλησε ο νους μου σε κείνο το
ποδήλατο που ήθελες κι όλο στην αναβολή έπεφτε Θα ‘πρεπε να στο χα πάρει κι ας
έμενε πίσω η κρεβατοκάμαρη της μικρής που τη χτίσαμε με τα χέρια μας κι άλλοι
τη χαίρονται αν τη χαίρονται δηλαδή κι αυτοί γιατί πώς να χαρείς τη ξένη στρώση
που κουβαλάει ακόμα τα χνώτα του αλλουνού και τα σημάδια του κορμιού στην πλάτη
της; Το ποδήλατο που λες γιε μου το πήρα και στο ’χω φυλαγμένο κι όλοι μου λένε
να το δώσω γιατί μεγάλωσες και δεν είσαι πια για τα ποδήλατα Τι ξέρουν αυτοί τι
αξία έχει για μένα ένα ποδήλατο που το ’θελες τόσο
Αχ να μπορούσα
να σε γεννήσω ξανά
να φυλακίσω κάθε στιγμή σου
στις φτωχικές μου μνήμες
να ξαναπαίξω μαζί σου
τα παιχνίδια που δεν πρόφταξα
να μάθω για χάρη σου
στα παιδικά σου πείσματα
άμυαλη μάνα
να ενδίδω
Αυτό τώρα διστάζω να στο πω μα δεν βαστάνω και κοίτα μη μου
βαλαντώνεις με τις βλακείες του καθενού Βαλτήκανε
φίλοι και δικοί να μου γυρίσουν τα μυαλά να σου κάνω λέει μνημόσυνο στην
εκκλησιά ν’ αναπαυτεί η ψυχή σου να ησυχάσουμε όλοι απ’ το καρτέρα και περίμενε
Η αγωνία βλέπεις
σκάβει αργά με το νύχι
όλο και πιο βαθειά
όσο περνά ο καιρός
Ο θάνατος χτυπά δυνατά μια και έξω
ο πόνος κάποτε μερεύει
κι οι νεκροί
λησμονιούνται με τα χρόνια
στις ταφόπετρες
Μα εγώ προσέχω την υγεία μου να ’μαι γερή και να ’μαι εδώ
για σένα δε θα κιοτέψω τώρα στα στερνά Δεν κλαίω αλήθεια σου
λέω δεν κλαίω για τίποτε γιατί δεν έχω πια καημό
Είναι η ίδια μου ο καημός
κι αν κάμω πως τον σβήνω
σβιέμαι κι εγώ μαζί του
τρεμάμενο κερί
που δεν έχει λόγο κανένα
ν’ ανάβει πια
Ξημέρωσε κιόλας κι έχω τόσα να σου πω μα όπου να ’ναι θα
σηκωθεί ο κύρης σου θα τον ρωτώ και θα λέει πως κοιμήθηκε καλά θα με ρωτά και
θα λέω πως κοιμήθηκα κι εγώ καλά Συνεννοούμαστε όπως πάντα Τα λόγια δεν λένε
πάντα αυτό που λένε και το ξέρουμε κι ο πολύς ο ύπνος είναι χασομέρι τώρα για
μας Εσύ όμως κοίτα να κοιμάσαι έχεις ανάγκη τον ύπνο στην ηλικία σου Θυμήθηκα
τώρα το κουρδιστό ξυπνητήρι που βάραινε στ’ αυτιά σου κάθε πρωί κι εγώ σου φώναζα
ξύπνα θ’ αργήσεις και τι θα λέει ο δάσκαλος για τη μάνα σου που δε ξυπνά τα
παιδιά της στην ώρα τους;
Νύχτες αγρύπνιας
στην άγνωστη χώρα
που περιφέρεις τον ίσκιο σου
Κι αμόλησα τα περιστέρια
να σε ψάχνουν
κλωνάρι ελιάς
στους έρημους τόπους
του κατακλυσμού
Είπαμε ο πατέρας σου κι εγώ τώρα που είμαστε στα συγκαλά μας
να σας μοιράσουμε τα χτήματα κι ας τα κρατάνε τώρα οι ξένοι αν είναι δυνατό να
κρατήσει άνθρωπος στη γη Η γη κρατάει τον άνθρωπο κι ας το νομίζουνε αλλιώς Γράψαμε
κατά το συνήθειο στο σπίτι στη μικρή και στους αδελφούς σου τ’ αμπέλια μας στις
Πλάντες κι αφήσαμε για σένα τον ελιώνα στο
Δρουγγάρη ξέραμε πως και μόνος σου έτσι θα διάλεγες Μόνο που
δεν μπορούμε να σ’ τα κοιτάξουμε
Μα τι τα θες
γη ειν’ αυτή
κι εκεί θα μείνει
δεν πάει πουθενά
δε φεύγει
δε χάνεται
Ωσότου να γυρίσετε
ωσότου να γυρίσουν τ’ αγγόνια μας
Τα λιόδεντρα βαστάνε
πέντε γενιές και βάλε
κι άμα γεράσουν
ξαναβλασταίνουν απ’ τη ρίζα
και φουντώνουν
και καρπίζουν πάλι
τί νόμισες;
Χαιρετισμούς από... - μα τι σου λέω αυτό το γράμμα είναι ένα
μυστικό ανάμεσά μας κανένας τους δεν ξέρει Ίσως σου γράφουν κι αυτοί μα δεν το
γνωρίζω Μιλάμε βλέπεις για άλλα πράγματα είναι τα καθημερινά που πρέπει να
γίνουν είναι κι οι δουλειές που τρέχουμε όλοι μας Η αγάπη δε χρειάζεται δα και
λόγια πολλά κι ο πόνος δε μιλά Μα μη θαρρεί; πως υποφέρουμε και μαραζώνεις τώρα
και για μας Εμείς καλά τη έχουμε Εσύ τον εαυτό σου να φυλάς και να προσέχεις
Φιλιά σου στέλλω
με το φεγγάρι
αυτό το ίδιο το φεγγάρι
που φωτίζεται απ’ τα μάτια σου
Φιλιά σου γράφω
αμέτρητους σταυρούς
στα μύρια ταξιδιάρικα κύματα
στην αύρα της νυχτιάς
που σου χαϊδεύει τα μάγουλα
Φιλιά
Φιλιά σου στέλλω
ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ
(1988)
1. ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ
III. Το φίδι
Άπλωσαν ύστερα τη μαύρη σταφίδα
στο περήλιακο αλώνι
τέλος ζεστού καλοκαιριού
παρατεταμένος Σεπτέμβρης
τεντωμένος απ’ άκρη σ’ άκρη
όσο που χώραγε
έναν ηλιοκαμένο άντρα
σε ώρες ανάπαψης.
Ζώστηκα την κληματαριά
ένα μαύρο καλογυμνασμένο φίδι,
π’ απαντούσε το ταίρι του
αγνώριστο απ’ τα χρόνια τα πολλά,
που χάθηκαν στην αναζήτηση.
Τα λόγια μου σώθηκαν
σ’ αναπάντητες ερωτήσεις
τα πόδια μου σώθηκαν
περπατώντας σ’ ατέλειωτες στράτες.
Είχα μόνο τα μάτια μου,
ένα ζευγάρι διαπεραστικά μάτια
κοκκινισμένα από τις ολονύκτιες αγρύπνιες
στους χρόνους του σκληρού κατατρεγμού.
«Σκότωσέ το» μου φώναξαν
«Δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί»
Κι εγώ παρασυρμένη
έμπηξα ένα βέλος στην καρδιά μου
και την τρύπησα πέρα για πέρα.
Μ’ αυτή συνέχισε να κτυπά
ακριβώς πίσω απ’ το αριστερό μου στήθος
ενώ το βέλος
έπεφτε άψυχο
ματωμένο στα πόδια μου.
Το καλοκαίρι στάθηκε λίγο
ακόμα σκεφτικό
τίναξε το κόκκινο αίμα
από τους ώμους του
και κατρακύλησε
στην άκρη του ουρανού
ν’ αναπαυτεί,
για το επόμενο μακρύ,
σιωπηλό ταξίδι.
IV. Ιφιγένεια
Γύρισ’ η μέρα
άναψαν τις μεγάλες φωτιές στο ξέφωτο
πανέτοιμοι για τη μεγάλη θυσία.
Ακόμα κι ο άνεμος τότε
ήθελε μια θυσία
για νάναι ούριος.
Ήμουν πολύ μικρή,
ένα τρομαγμένο κορίτσι
στολισμένο και μυρωμένο
με σκόνη άγριας μυρσίνης.
Μούχανε πλέξει τα μαλλιά
σφιχτές κοτσίδες
και καμωνόμουν την ιλαρή παιδούλα
που προξενεύουν σε γαμπρό.
Μη, φώναξε η μάνα μου
απλώνοντας δύο βασιλικές αγκάλες
τριγύρω μου.
Την κοίταζα αδιάφορη.
Δεν είχε ιδέα για το θέμα
κι αν έτυχε να ήμουνα παιδί της
σάμπως με ήξερε από πριν;
Μη, σπάραξε!
Της έριξα μιαν αυστηρή ματιά,
τη βρήκε κατάστηθα και σώπασε.
Οι αυλιστές
τεχνοτροπούσαν στους ξύλινους αυλούς
προσηλωμένοι.
Οι ιερείς παραλληρούσαν
μέσα από δάφνες και καπνούς μεθυστικούς.
Πίσω ο γονιός μου παραπατούσε
ζαλισμένος από το χρέος
κι εγώ
ένα μοναδικό κορίτσι σε σφαγή
ανέμισα τ’ άσπρο μου πέπλο
σε πείσμα τους
κι έφυγα μέσα στο σύννεφο
που τους σπλαχνίστηκε
την ύστατην ώρα.
Για να ξελογιάσω τον άνεμο
να το γυρίσω με το μέρος τους
και να τους τιμωρήσω
έτσι άμυαλοι που δείχνονταν
να εκστρατεύσουν αύτανδροι
κατά της κάποιας Τροίας.
VI. Η Ελένη
Μ’ έστησαν ύστερα στο εδώλιο
γιατί τάχατες εγώ
αποπλάνησα
με δόλο τον άντρα.
Και προσήλθαν οι μάρτυρες κατηγορίας
κι ήταν πολλοί
όλοι εκείνοι οι γνωστικοί
που δεν κατάφερα ν’ αποπλανήσω.
Με κοίταζαν αγριεμένοι
οι ανάσες τους μ’ έπνιγαν από παντού.
Τα ιδρωμένα χνώτα τους
πετροβολούσαν τα μέλη μου
αναμάρτητοι καθώς ένιωθαν.
Μα εγώ δεν αποπλάνησα κανένα
επιχείρησα μιαν απολογία.
Ένας αυστηρός δικαστής από ψηλά
μου πέταξε κατάμουτρα
την καταδίκη μου.
Το φίδι, είπα, το φίδι φταίει –
μα κανένας δεν ήθελε το φίδι.
Εμένα ήθελαν
αμαρτωλή κι ένοχη
για να μπορούν να κατακτούν
και να απονέμουν αδέκαστοι
την υπέρ πάντων δικαιοσύνη.
Έφεραν ύστερα και την Ελένη
μιαν ωραία χωρίς αμφιβολία Ελένη
και τη δίκαζαν και ξένοι και δικοί.
«Κατηγορείσαι για τον πόλεμο της Τροίας»
-Μα εγώ
μόνο που αγάπησα πολύ
δεν απόσωσε.
Μας καταδίκασαν μαζί
για αμαρτήματα βαρεία κι ασήκωτα
για τους δικούς τους ώμους.
Χρόνια γερνούσαμε στη φυλακή
εγώ κι η Ελένη παρέα
με μόνη τη διαφορά
πως έξω οι ωραίες πλήθαιναν
κι αναγκάστηκαν στο τέλος οι γνωστικοί
ν’ αναζητήσουν τον άνδρα.
IX. Οδυσσέας
Όταν όλοι πια κουράστηκαν
να με προσμένουν στην Ιθάκη,
το γλυκόπιοτο κρασί
απ’ τα πυθάρια σώθηκε
και το χιλιοφαμένο νήμα
ξέφτησε στον αργαλειό.
Εκείνη,
νούσιμη καθώς ήταν
με τις παντείες μάγισσες κι ωραίες
να την αντιμάχονται
μ’ ένα πολυμήχανον
αλητήριον άντρα
να βολοδέρνεται για ξένες τιμές,
διάλεξεν επιτέλους ένα σύντροφο
για το κρεβάτι και το σπίτι της
κι ησύχασαν τα κουτσομπολιά
μέσα και έξω απ’ το παλάτι.
Χρόνια μετά
όταν τα καράβια των Αχαιών
γύρισαν με τις σκλάβες από την Τροία
βρήκα το σπίτι μου σε τάξη
κι έτοιμους απογόνους
τόσο πολύ που πάθιασα ο δύστυχος
και δεν αποζητούσα πια
εξόν από βολεμένα
και ήσυχα γεράματα.
X. Σωκράτης
Μια ζωή
λυπόμουν το Σωκράτη
για κείνη την άδικη καταδίκη του
ώσπου μια μέρα
συνάντησα τη Ξανθίππη
να βγαίνει από το κομμωτήριο.
_ Δε σου στοίχισε πολύ της είπα
Με κοίταξε σχεδόν ήσυχη
- Τι είχα, τι έχασα, μ’ απάντησε
Και τότε κατάλαβα
πως τη Ξανθίππη
άξιζε να οικτίρω
που δεν κατάλαβε ποτέ
ούτε τι είχε
ούτε τι έχασε.
Γνώρισα το Σωκράτη
ένα απόγεμα στην αγορά
και δεν είχα λόγο κανένα,
προπάντων εγώ,
να αμφισβητώ τη σοφία του.
Όμως αυτή του την παράδοση
δεν την εννόησα ποτέ.
Χρόνια μετά
τον πήρε το μάτι μου
στην Ιερουσαλήμ
χωρίς καμιά φιλοσοφημένη απολογία
«ως πρόβατον επί σφαγή»
να δέχεται και πάλι
μιαν άδικη καταδίκη
ανυπεράσπιστος.
- Τι κάνεις πάλι στον εαυτό σου
του είπα
αν δεν τον σκέφτεσαι
σκέψου εμάς
που σ’ αγαπάμε.
Με κοίταξε
Δεν είναι αυτό το θέμα
μου πρόφτασε
και μου παράδωσε
μια κατακόκκινη παπαρούνα
που έλιωσε στα χέρια μου
προτού προλάβω να αντισταθώ.
Και πάλι
δεν κατάλαβα το λόγο
μικρός σαν ήμουνα
κι απαίδευτος
(Μια παπαρούνα
δε μιλά και στον καθένα
και γω τότες
δε σκάμπαζα πολλά
από παπαρούνες και τα τέτοια).
Χιλιάδες χρόνια μετά
σα γέρασα και γω
κατάλαβα το λόγο
όταν τον ξαναπάντησα ζωντανό
να ξεναγεί τους τουρίστες
στα Ηλύσια.
2. ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άρνηση
Στάθηκα
ένα μέτρο πάνω από το σώμα μου
γυμνή
όπως με γέννησεν η μάνα μου
έτοιμη για ένα πέταγμα
που από ανέκαθε λαχταρούσα.
Με το μυαλό μου καθάριο
σε πλήρη λειτουργία
πέταξα
μέσα από τοίχους κι αμπαρωμένες πόρτες
στο άγνωστο άπειρο.
Το σκοτάδι τριγύρω μου
έπηζε
λες και δεν είχα τα μάτια μου
αφημένα στ’ ανθρώπινο σώμα μου
που δεν υπήρχε
πέρα από μένα.
- Μην πας πολύ μακρυά, σκέφτηκα
ίσως δεν βρεις το δρόμο να γυρίσεις
και πρέπει να γυρίσεις
δεν είναι καιρός
για τέτοια πετάγματα.
Ήχος μηδέν χρόνος μηδέν
και φως ουδένα.
Τρόμαξα και γύρισα
ακριβώς την ώρα
που τ’ ανθρώπινο σώμα μου
ήταν έτοιμο να μ’ αρνηθεί
«πριν αλέκτορα φωνείσαι»
3. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Διαδρομή πρώτη –
Το φεγγάρι
Παρακολουθούσα ένα γεμάτο φεγγάρι
κρεμασμένη
στο σίγουρο ώμο του πατέρα μου
τόνα μου μάτι
παραδομένο στον ύπνο,
καλημέρα με χάδεψαν
οι σκυμμένες βαλανιδιές
δεν είχαν ιδέα
πως δεν είχα ανάγκη από δαύτες.
Καλημέρα τους ξέφυγα
και το φεγγάρι
λοξοδρόμησε μαζί μας στο μονοπάτι
ξεθωριάζοντας την εικόνα του.
Γύρισε την άλλη μέρα
μετανιωμένο
κι έκατσε στο τραπέζι μας
αστραφτερό.
Γέμισα το ποτήρι μου κρασί
και μέτρησα τα λόγια μου
μην είναι πολλά
μην πέφτουν λίγα.
Σοβάρεψα τα βήματά μου
στο βρεμένο χώμα
κι αντίκοψα τη βιασύνη
που έτρεχε ακάθεκτη στις φλέβες μου.
- Ο χρόνος είναι δικός σου
είπε
κι αν πέφτει λίγος
καλύτερα να πας στα ίσσια
παρά να χαθείς
στα πολυσύχναστα συντομία.
Βρέθηκα να περπατώ στο μονοπάτι
το φεγγάρι μ’ ακολουθούσε
ένα βήμα πιο μπροστά.
Ένας λαγός
προσπέρασε τρεχάτος
κυνηγημένος από λαγωνικά σκυλιά.
- Μην φεύγεις
είπε
κι αν τα στοιχειά
λαχταρούν να σε κυνηγήσουν
κοίτα μην τους κάνεις ποτέ
αυτή τη χάρη.
Το κυπαρίσσι
συγκατένευσε
μια σκιά απλωμένη πίσω μου.
Γύρισα να κοιτάξω
και τα στοιχειά μαρμάρωσαν
μια στήλη άλατος
στα πάλαι ποτέ Σόδομα.
Διαδρομή πέμπτη
Η βροχή
Η νύχτα
έμπαινε ακράτητη
από την ελάχιστη χαραμάδα
ένας Θεός ξεθύμαινε
λευτερώνοντας τα νερά
που βροντούσαν την πόρτα
«Μέγας είσαι, κύριε»!
Στρίμωξα την αγρύπνια μου
στ’ άβολο μαξιλάρι
χρονομετρώντας το διάστημα
ανάμεσα βροντών και αστραπών.
Ένα κλαρί μ’ ανησυχούσε
απελπισμένα στο παράθυρο τρίζοντας.
Η μάνα μου ανάσαινε ήσυχη
στο διπλανό κρεβάτι
και τα απορούσα
πως τα κατάφερνε
πως αξιώνονταν
που όλα τριγύρω ξαγρυπνούσαν
στοιχειά και φύση
σ’ ένα όργιο ζωής.
Ένα πουλί
φτεροκόπησε στο στήθος μου
φυλακισμένο.
Βρέχει, του σφύριξα στ’ αυτί
μα δεν τ’ αντίκοψα.
Βγήκε κατάνυχτα
και πέταξε
με τη μικρή μου ανάσα
στη φτερούγα του.
Σέλλωσε
ένα άλογο την αστραπή
κι έβαλε χαλινάρι
στο σβέρκο του τον άνεμο.
Κρεμάστηκε
μια κούνια στο κλαρί
μούσκεψα στη βροχή
και ξαναγύρισε
ένα ξέψυχο παιδί
σε πρώτη εκτέλεση.
Διαδρομή έκτη
Φυλακισμένος Απρίλης
Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο
κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας
ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της.
Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από τα απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών.
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανώδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα.
Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο.
Έσκαγε ο Απρίλης
φυλακισμένος
στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα
για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.
Διαδρομή έβδομη
Μετ’ εμποδίων
Έφτιανε η μέρα ασπροφορούσα
ένα στεφάνι φως στον κάμπο
πρασινομάλλης έφηβος
ξεφύτρωνε από τη γη
κι αδημονούσα
μια λαίμαργη κληματίδα
στα πρώτα της βήματα.
Ο κλαδευτής
μ’ ακολουθούσε όλη την ώρα
ξεραγκιανός, ηλιοκαμένος χάρος.
- Άσε με, είπα
θέλω να ζήσω.
Γύρισε την άλλη μέρα βιαστικός
ένα κονισμένο κλαδευτήρι
όλο το αίμα του.
-Άσε με, είπα
θέλω να μάθω.
Γύρισε τον άλλο μήνα
το φονικό του πρόσωπο
προβάλλοντας.
-Άσε με, είπα
θέλω ν’ ανέβω
Το κλαδευτήρι
χαράκωνε το σώμα μου
που αντιστεκόταν
ένας ρόζος του σκλήρυνε
μέσα από στράτες
και κακοραχιές.
Άπλωσα μια πυκνή φυλλωσιά
και τον ξεγέλασα
όπως παράγειρε
ν’ αναπαυτεί
και μου χαρίστηκε
όχι για μένα τον ίδιο
μα για το δικό του βόλεμα.
Και μη με παίρνετε κι αχάριστο
αυτό δα έλειπε
να πω κι ευχαριστώ.
Διαδρομή όγδοη
Ο γάμος
Έρριξαν στη μέση
το νυφιάτικο κρεβάτι
και στις γωνιές
του
κέντησαν
τους κόκκινους σταυρούς του γάμου.
Ύστερα κύλησαν στη μέση
σερνικό παιδί
για την ευγονία και τη χαρά.
Ένα βιολί
παραφωνούσε ρυθμικά
σ’ ένα δοξάρι
που ανεβοκατέβαινε
σα δαμόκλεια σπάθη
στα ταλαιπωρημένα μου τύμπανα.
Στάθηκα εκεί
μια ασπροστόλιστη νύφη
το κόκκινο μαντήλι
ζωσμένο στη μέση μου
υποσταλμένη σημαία
της άνευ όρων παράδοσης.
Δύο μαραμένα τριαντάφυλλα
τρέμανε στα χέρια μου
κι ήτανε μόλις δεκατεσσάρων χρόνων.
Δεν έχω αντιρρήσεις
τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις.
Έτσι παραδώνουν οι καλοί γονιοί
τα κορίτσια τους
ανήξερα κι άβγαλτα
στα χέρια του γαμπρού
π αστράφτει
σα βουνίσιος αετός.
Μα εγώ, φώναξα χωρίς να μ’ ακούσουν
εγώ τον αητό τον έχω μέσα μου
ημερωμένο αηδόνι
που κελαδεί μόνο για με.
Διαδρομή ένατη
Τ’ αηδόνι
Η σοφολογιώτατη κουκουβάγια
ανοιγόκλεισε τα στρογγυλά της μάτια
για να ξυπνήσει
κι’ αποφάνθηκε στο τέλος
μ’ όλη την πρέπουσα σοβαρότητα
πως τ’ αηδόνι
δεν είχε θέση ανάμεσά τους
τόσο μικρό κι αδύναμο
με μια φωνή που μόλις ακουγόταν
διαφορετική
από τα δικά τους
μεγαλόπρεπα κρώγματα.
Τ’ αηδόνι
άκουσε την απόφαση
κι απαξίωσε ν’ απολογηθεί.
Στ’ αλήθεια δεν ταίριαζε
ένας ήχος αλλοιώτικος στο στόμα του
ένας δικός του ήχος
πολιορκημένος από ομώνυμα σύμφωνα
κι ετερώνυμα παράφωνα
που αξιώνουν την τέλεια ακουστική
σε ώτα μη ακουόντων.
Γι’ αυτό και γω
τ’ αγάπησα τ’ αηδόνι
όχι πως ήτανε μικρό κι αποδιωγμένο
ούτε και πως ουράνια μελωδούσε
παρά γιατί
μπορούσε να αποσύρεται
όταν oι σοφές κουκουβάγιες
ετυμηγορούσαν
κι όταν
οι μεγαλόπρεποι κόρακες
έκρωζαν.
Διαδρομή Δωδέκατη
- Επίλογος
Σου μιλώ
σε μια γλώσσα που πάλιωσε
σκουριασμένο κλειδί στην εξώπορτα
και δεν έχω αντικλείδι
κι ούτε την τέχνη
ενός κοινού διαρρήκτη
κατέχω ποσώς.
Πάψε λοιπόν
να μου θυμίζεις τις ευθύνες μου
για όλες εκείνες
τις μαγγωμένες εξώπορτες
και για τις εκλογές
που δεν έχω.
Εγώ επιμένω στα κλειδιά
κι ας σκουριάσανε
και προτιμώ
να στέκω απ’ έξω περιμένοντας
παρά να σκαρφαλώνω
τοίχους και παράθυρα.
Όχι πως τα φοβάμαι
τα οποιαδήποτε ψηλά
ούτε και πως μου λείψανε
τα νύχια και τα δόντια
- όλοι δα τάχουμε τούτα
από γεννησιμιού μας άφθονα –
μα μόνο γιατί δεν θέλω, φίλε
να βγω
έξω από κείνα τα δικά μου ρούχα
που με τα χρόνια
κύλησαν στο δέρμα μου
κι έγιναν ένα μ’ αυτό.
Κι ούτε τα μέτρα μου
θέλω να τραβήξω, φίλε,
έξω από κείνες τις διαστάσεις
που δικαιωματικά μου αναλογούν
τις δικές μου διαστάσεις
που αφήνουν χώρο για το γέλιο σου
και για το κλάμα σου
κι ακόμα για το λάθος σου
το δικαιωματικά ανθρώπινο.
Οι μεγάλοι
περίσσεψαν στις μέρες μας
κι οι κριτές αφθονήσαν ολόγυρα
σπαρμένες στον κάμπο
τσουκνίδες
κι εγώ ακόμα
μαζεύω αγριολούλουδα
μ’ ολόγυμνα χέρια
όσο μπορώ
κατά πως είμαι
από τη φύση μου τρωτή
να επιμένω
στα σκουριασμένα κλειδιά
και στα δικά μου
αναπόσπαστα ρούχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου