Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


φωτο
.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1981. Σπούδασε Μουσικολογία στην Αθήνα και στο Νιούκαστλ του Ηνωμένου Βασιλείου και εργάζεται στο χώρο της μουσικής, όπου ανάμεσα σ’ άλλα ασχολείται με την έρευνα σε θέματα που αφορούν τις σχέσεις της γλώσσας με τη μουσική.
Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές:
Το 2013 τη ποιητική συλλογή στη Κυπριακή διάλεκτο, ΑΝΑΓΕΛΑΣΤΑ των γεναικών τζιαι των σκαλαπουντάρων, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των υποψηφίων για το Κρατικό Βραβείο νέου λογοτέχνη στην Κύπρο
και το 2015 τη ποιητική συλλογή ΦόΒ Υπογλώσσιο Νυχτερινό 
ΣΥΛΛΟΓΕΣ

ΦόΒ
Υπογλώσσιο Νυχτερινό (2015)

Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα ξεπερασμένο
που μοιάζει στη γυναίκα
ερωτεύεται τη νύχτα
και παντρεύεται τη σιωπή

Κεφάλαιο πρώτο: ποίημα μέσα στο ποίημα

Ένα τέτοιο βράδυ ο πιο όμορφος στίχος
θα είναι γαλάζιος και θα μυρίζει βελούδινα σύκα
θα τριγυρνά μες στα δειλινόδεντρα
κι εκεί, των δέλτα οι απάνω άκρες θα γίνονται
κλωνιά και θα λαλούν
διδώ-ω και δά-α και δέω δέω δέω
θα του κρατά το χέρι η φεγγαρινή
και μυστικά θα το γιορτάζει
με μια ανοιξιάτικη υπερμετρωπία
(Παραλλαγή)
Και που φυτεύω ακαταπαύστως δειλινόδεντρα τι
ωφελεί;
Με ύφος ανοιξιάτικης υπερμετρωπίας με σέρνει κει
και δα η φεγγαρινή
κι ούτε μπορώ ν’αντισταθώ
κι ούτε που θέλω
Φεγγαρινή φεγγαρινή
Άσε με, πάρε με μαζί σου, άσε με, πάρε με
άσεμεπάρεμε
πάρε με
πάρε με
πάρε με
Κι όταν γεννήσεις κόρη
να μην την πεις Θαλασσινή
να μην την πεις Μαγδαληνή
βράδυ να πας να πάρεις το λυ της λύπης
το βα της βάσανος
το δι της δίψας
και σε λυβάδι μέσα να καθίσεις νυχτερινό
και να την πεις Φεγγαρινή
(κι ύστερα με καραβόσκοινο σφιχτά
δέσε το φε – δέσε το φε σφιχτά
να μην τη δεις να φεύγει
να μην τη δεις πώς φεύγει…)
Πιο φροντισμένα πιο
γερά
θα γράφει τώρα
μαλαματένιο νόμισμα στο χώμα
τη λέξη
ηδύοσμος
για να μυρίζει το ενδεχόμενο
την ξεχασμένη ευωδιά
του επιτέλους

Κεφάλαιο τρίτο:
εγώ δε θα πάθω αυτά που έπαθε η Μαργαρίτα
(ένα υπογλώσσιο αφιερωμένο στη Μ. Κ.)


Κι αν έχει κιόλας ξημερώσει στην Αυστραλία
αυτό δεν είναι άλλοθι
ούτε και μπορείτε όμως
να καταλογίζετε τα πάντα στην εξοχική διάθεση του
δωματίου σας
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε στη μητέρα σας για
τη φεγγαρινή
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε για τη μητέρα σας
στη φεγγαρινή
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε για τη μητέρα σας
θα πρέπει κάποτε να μιλήσετε για τη μητέρα σας
Κι ύστερα η μητέρα
μια να προσκυνάει με γονυκλισίες τα φωτόνια
και μια
στων σκοταδιών σας τ’ ανάθεμα τα φωτόνια
δεν πα’να φέξει μέρα μωβ
ό,τι γίνει ας απογίνει το βρωμοδειλινόδεντρο
Κεφάλαιο τέταρτο:
μια τέτοια νύχτα, μερικά ενδεχόμενα
Μια τέτοια νύχτα
τα χέρια θα μιλάνε με μνήμες
6α διασταλεί ο καιρός
και θ’ απαγορευτούν των φωτονίων οι
διαπραγματεύσεις
θα ’μαστέ μόνο
εγώ εσύ και ο ΦόΒ
μέσα σ’ ευκάλυπτο σιωπή
κι αμνιακών οριζόντων ηλιοβασιλέματα
όχι άλλες λέξεις, τώρα μονάχα μυρουδιές
και πιο πολλή μήτρα
και στην άλλη όχθη
υπέροχα
λευκά
άλογα
Μια τέτοια νύχτα το σπίτι καραβάνι
φορτωμένη τα φι μια μπουκαμβίλια
κι ο Φόβ να ραντίζει με δροσερό νεράκι το χώμα
τα μωβ παιδάκια θα σκάβουν χαρούμενα στην αυλή
σώμα, χώμα, νερό, λάσπη
ήταν εδώ θαμμένα
τα φωτόνια
βρήκαμε τα φωτόνια, ζήτω!
Μια τέτοια νύχτα
προτού καν κοιταχτούμε
θα σε σπρώξω μέσα στο ποίημα
και θα μυρίζει βελούδινα σύκα
κι ανοιξιάτικα ενδεχόμενα
στην αρχή θα πατάς στις μύτες των ποδιών σου
και μετά
μ’ όλο το βάρος τ’ουρανού θα πατήσεις
και θα χορέψεις
κι από της κάθε συλλαβής το στερέωμα θα στάζει
νοσταλγικής παραφοράς μούστος γλυκός
και θα στάζουν φωτόνια
και θα’ν’αυτός ο πιο όμορφος στίχος
μαμά μου
Μια τέτοια νύχτα στα σκοτεινά θα με καλεί το
φωσφορίζον τέλος
κι εξουθενωμένη θα τρέξω
για να μαζέψω πάλι
καινούρια γράμματα
Άλφα
Ρω
Χι – και (πώς αλλιώς;) στην πάλη με τον εαυτό το
ποίημα θα τελειώσει με
Ήττα

Αναγέλαστα 
των γεναικών τζιαι των σκαλαπουντάρων  (2013)

Η συλλογή Αναγέλαστα περιλαμβάνει δύο ποιητικούς κύκλους γραμμένους στην κυπριακή διάλεκτο και εμπνευσμένους από την κυπριακή πραγματικότητα. Ο πρώτος κύκλος, με τον τίτλο «Λογιών λογιών γεναίτζες» αποτελείται από δεκαπέντε αυτοτελή ποιήματα βασισμένα σε ισάριθμους γυναικείους χαρακτήρες.
Ο δεύτερος, με τίτλο «Σκαλαπούνταροι», αποτελείται από πολλά μικρά μέρη που συναπαρτίζουν μία ολότητα και με έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα εξιστορεί γεγονότα εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Σε ολόκληρη τη συλλογή ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει ένα δυναμικό παιχνίδι ανάμεσα στην κυπριακή διάλεκτο και το μοντέρνο ποιητικό ιδίωμα, αλλά και μια ανατρεπτική ματιά πάνω στον κόσμο της Κύπρου.

Α Κύκλος

λογιών λογιών γεναίτζες

Η Σσυλλόπελλη

Σσυλλόπελλη! Λαλεί πως
πολοούνται της οι τοίσοι
τζαι πως της κρώννουνται οι οσσιές ιμίσι
την μιαν σασάρει να σου πει τον λόον της
την άλλην τρέμει που τον φόον της, κάμνει τα πάνω της
να φάει που πάνω της μόλις ακούσει άλλον να συντύσει
φίθκια ιμίσι ζώννουν την τζι ανακαλλιέται
θαρκέται
πως φύρνεται η σσυλλόπελλη
τζαι σουξουλλιέται
μιαν ποτυλίεται τζαι παίρνει τζι άφτει
τζαι ζάφτιν εν την κάμνει ούτ’ο Θκιος μου
τζαι μιαν βαρκέται
τζι ούτε την κόφτει, πκοιος σ’αρωτά λαλεί
τζαι χασμουρκέται
Πκιάννει τζαι νεκατώννει τα συρτάρκα
ξιστρώννει τα παπλώματα
αννεί τ’αρμάρκα
τζι εσέναν κοσσινίζει σε άμαν την πκιά’η πελλάρα
τσιριλλά
σαν νά’βρεν κούφον έσσω
ρέσσω π’ομπρός
τζι εν με θωρεί
θωρεί που μέσα της
σιονώννουνται τα μέσα της
τζι αμπλέπει τζαι θωρεί τα
σαν να’ν’ λυμπούροι
τζ’ ύστερα
περνά τσαλαπατά τα η σσυλλόπελλη.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
σ̌σ̌υλλόπελλη: πολύ τρελή (<σ̌σ̌υλλός = σκύλος + πελλή = τρελή)
πολοούνται: αποκρίνονται
τοίσ̌οι: τοίχοι
κρώννουνται: ακούνε
σ̌σ̌ιές: σκιές
ιμίσ̌ι: δήθεν
σ̌ασ̌άρει: σπεύδει, βιάζεται
λόον: λόγο
φόον: φόβο
να φάει που πάνω της: να σκάσει από το κακό της
να συντύσ̌ει: να μιλήσει (ρ. συντυχάνω)
φίθκια: φίδια
ανακαλλιέται: κλαίει γοερά
θαρκέται: νομίζει
σουξουλλιέται: αντιδρά με τρόπο που δείχνει πως δε βρίσκει ησυχία
ποτυλίεται: ξετυλίγεται
παίρνει τζ̌ι άφτει: ανάβει
ζάφτιν: κουμάντο
λαλεί: λέει
αρμάρκα: ερμάρια
κοσ̌σ̌ινίζει: κοσκινίζει
πελλάρα: τρέλα
τσιριλλά: φωνάζει δυνατά
κούφον: μεγάλη κουφή, μεγάλο φίδι (<κωφός, σχετίζεται με την έλλειψη ακοής στα φίδια)
έσσω: σπίτι
ρέσσω: περνώ
που μέσα της: από μέσα της
σ̌ιονώννουνται: χύνονται
λυμπούροι: μυρμήγκια

Η Αππωμένη

Λαλεί ο πετεινός τζι εν ι-ξυπνά
δρώννει ‘ποδρώννει μες τα μαξιλάρκα
παραμιλά
«Πο ‘ννά ‘ρτεις βάλε φορεσιάν!»
ως τζαι μες τ’όρομαν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
ως τζαι τον πετεινόν, έκαψεν τον τζι εκαούρτισεν τον
Φέγγει το πρώτον φως
φέγγει το μεσομέριν
«Νά ‘ρτεις με φορεσιάν!»7
Τζι είπασιν κάτιχωρκανοί
ότι ακουστήν τρεις φορές ο πετεινός που παραμίλαν μες τα
πίτουρα
ότι ακούστην να λαλεί
«Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν! Χαράς το κακόν!»
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
αππωμένη: κακομαθημένη, αυτή που κάνει νάζια
δρώννει: ιδρώνει
φορεσ̌ιάν: κουστούμι
εκαούρτισεν: καβούρδισε
χαράς το κακόν: μα τι κακό είναι αυτό!

Η Δύσπυρη

Αμάν φωθκιά
αμάν σπιριθκιά
αμάν τρικλοποθκιά μες τ’άντερον
ό,τι λαλεί τζι ό,τι πετά
στην κόρην του ‘μμαθκιού της εν νευροκαβαλλίτζεμαν
τζαι πκιον εσπάσαν τα νερά
τζαιπκιον φουσέκκιν!
στην καρκιάν τσιβίτζιν τζι αππητούριν
ούφφου πονει
ούφφου φυσά
ούφφου παρηορκέται
τζαι τράβα πε
τζαι τράβα δε
αζίνα που ‘ν’ η δύσπυρη
τζαι εν παρηορκέται
ό,τι ακούει τζι ό,τι θωρεί
στην κόρην του μμαθκιού της εν νευροκαβαλλιτζεμαν.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
δύσπυρη: δύσθυμη (Ποιητική αδεία χρησιμοποιείται η ορθογραφία αυτή που παραπάμπει στη δυσφορία και στο πυρ. Ορθή ορφογραφία: δίσπιρος< ιταλ. disperare = χάνω την υπομονή μου, απελπίζομαι)
σπιριθκιά: σπίρτο, σπιρτόκουτο
τσιβίτζ̌ιν: τσιμιπούρι
αππητούριν: έντομο που εμφανίζεται συχνά μέσα στα χαλλούμια. Το όνομά του σχετίζεται με τη χαρακτηριστική του κίνηση/πήδημα.
αζίνα: σπινθήρας

Η Καρτάνα

Τζαι μάνα μου χαρώ σε
τζαι λαμπρόν να σε κάψει
τζαι σκάφτει σου τον λάκκον σου
τζαι κάθεται πά’στα φκιά σου
γιατί εν καρτάνα που γεννησιμιού της.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
καρτάνα: ραδιούργα, κακιά
λαμπρόν: φωτιά
φκια: αυτιά

Β Κυκλος

σκαλαπούνταροι

Κάτι μου ‘λάλεν η μάνα μου για τα νοικοτζυρέματα
να είσαι νοικοτζύρης
να έβρεις μιαν νοικοτζυράν
να βάλλεις εις την πάνταν
κάτι μου ‘λάλεν, αμμά εν αθθυμούμαι
Κάτι μου ‘λάλεν η μάνα μου για νοικοτζυρεμένες δουλειές
αμμά εσαντάνωσα τα
Αν θέλεις να την αρωτησω τζαι λαλώ σου.
*
Έφαεν τζι έσπασεν ο σκαλαπούνταρος
τζαι τί λουκάνικα, τζαι τί λουκκουμάες, τζαι τί τραχανάες
τζαι τί χωράφκια
τζαι τί περβόλια
εσύρναμεν πά’στα δώματα σαν τους αχάπαρους
τζι επήεν το δωδεκάμερον
τζαι ήβραν μας οι Σήκωσες
τζι εμπήκεν η Σαρακοστή
τζι ως την Λαμπρήν εσύρναμεν
ό,τι μας εβρέθετουν πά’στο δώμαν τζαι
εν ετάρασσεν ο σκαλαπούνταρος.
*
Τζι εφτάνναν που την μιαν μερκάν τα Πάτερ ημών τζαι που την
άλλην
κομμάτιν ξεροτήανον τα κοπελλούθκια μας
που την μιαν μερκάν τα Κύρι’ελέησον τζαι που την άλλην
μασαίριν μαυρομάνικον τα κοπελλούθκια μας
που την μιαν τον άρτον ημών τον επιούσιον
τζαι που την άλλην τιτσίν
τιτσίν
τα κοπελλούθκια μας.
*
Εις την αρκήν
τάχα μου πως τα’τζίευκεν τα κοπελλούθκια ο σκαλαπούνταρος
τζι εμάσηννεν τα λάου λάου
ακούεις τζι εσύ…
*
Τζι ύστερα εδιάταξεν να του κατεβάσουν που πά’στα ράφκια
ούλλα τα ποίματα του Βασίλη Μιχαηλίδη
τζι εμετροφύλλαν όπως τον πελλόν
τζι εγυάλλισεν το ‘μμάτιν του του σκαλαπούνταρου
χαζίριν να τα σσίσει ούλλα
τζαι προπαντός
μόλις ήβρεν τζείντο κομμάτιν που λαλεί η Ρωμιοσύνη εν φυλή
συνότζαιρη του κόσμου κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-
ξηλείψη
ετραβολόαν τα γράμματα έναν έναν τζι εμάσαν τα,
εκτός που την λέξην Ρωμιοσύνη που την εξιμπάρρωσεν ούλλην
μαζίν τζι εκατάπκιεν την αμάσητην
για επειδή εν άντεχεν να την θωρεί ομπρός του
για επειδή εν είσεν χαπάριν
τι εστί
Ρωμιοσύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου