Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ


ΧΡΗΣΤΟΣ 2
.
O Χρήστος Αργυρού γεννήθηκε το 1972 στη Γιαλούσα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει, επίσης, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Ελληνική Αρχαιολογία, με ειδίκευση στη βυζαντινή τέχνη, και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις Επιστήμες της Αγωγής. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάζεται από το 1998 στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μονογραφίες σε θέματα εκπαίδευσης και ιστορίας της βυζαντινής τέχνης. Παράλληλα, ασχολείται με τη λογοτεχνία.
Δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα και κριτικές – παρουσιάσεις βιβλίων σε λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Κατάδυση στο χρόνο» (2008, Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη) και «Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων» (2015) τη μεσαιωνική μυθιστορία «Ο Άνθρωπος του Βασιλέως» (2009) και τα Διηγήματα «ΑΙΡΟΤΕΣ ΕΡΕΤΙΚΟΙ και άλλες ιστορίες» (2019)




ΑΙΡ0ΤΕΣ ΕΡΕΤΙΚΟΙ
και άλλες ιστορίες (2019)

ΘΕΚΛΑ

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΘΕΚΛΑ ήταν κεραυνοβόλος. Θυμάται τώρα εκείνη την πρώτη τους συνάντηση. Τσαχπίνα αυτή, λουσού, αεράτη, κοντολογίς μια Παριζιάνα άρτι αφιχθείσα στη μικρή επαρχιακή του πόλη. Οι φωνές της, τα νάζια, τα κουνήματά της…, αυτά τα κουνήματα! Κάποτε οι κινήσεις της θύμιζαν αιλουροειδές -απειλητικό και σαγηνευτικό ταυτόχρονα- και το ανοιγοκλείσιμο των ματιών της έκανε τα αρσενικά της γειτονιάς να αναστενάζουν. Δεν ήταν λίγοι που την πολιορκούσαν. Μα αυτή πήρε την απόφασή της. Μια αυγουστιάτικη νύχτα εκεί, δίπλα στο μεθυστικό γιασεμί που ξυπνούσε τις αισθήσεις των περαστικών, η σουρλουλού Θέκλα τού ορκίστηκε αιώνια πίστη. Την έμπασε στο μικρό δυάρι του, κουτσομπολιά και κακεντρεχή σχόλια τής κάθε γλωσσοκοπάνας της γειτονιάς δεν υπολόγιζε, και ο κοινός τους βίος άρχισε. Η σχέση τους ήταν εξαρχής άκρως πλατωνική. Πολλά λόγια δεν αντάλλαζαν παρά μόνο αυτά που τους υποχρέωναν οι καθημερινές συμβάσεις της ζωής. Τα αλληλοκοιτάγματά τους όμως ήταν ριπές περιπαθών μηνυμάτων. Η Θέκλα σε μια στιγμή που την στροβίλισε η αγάπη της για αυτόν του δήλωσε με μια δόση μάλιστα μελοδραματισμού:
«Στο ορκίζομαι, άλλον δεν θα γυρίσω ποτέ μου να κοιτάξω».
Παρά τη φραστική της δήλωση όρκου αιώνιας πίστης και κατ’ επέκταση παρθενίας, αφού ουσιαστικά μεταξύ τους δεν είχαν ποτέ ολοκληρώσει τη σχέση τους -αν και τα χαϊδέματα του και τα ηδυπαθή της γουργουρίσματα ήταν στην ημερήσια διάταξη της καναπεδίσιας ζωής τους-, αυτή άρχισε τα σουρτουκέματα και τις ολονύχτιες απουσίες από το τσαρδί τους. Αυτόν δεν τον ενοχλούσε καθόλου η ιδέα ότι θα μπορούσε να ήταν με κάποια άλλη παρέα, αλλά τον σκότωνε κυριολεκτικά η μοναξιά. Η ιδέα ότι μια μέρα θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει οριστικά τον έκανε να παραλογίζεται και να τον καταδυναστεύει ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας. Μέχρι και στην άλλη άκρη του κόσμου θα μπορούσε να φτάσει για χάρη της. Η αγάπη του για αυτήν ήταν χωρίς όρια. Για αυτό και φρόντιζε να της κουβαλά στο σπίτι και του πουλιού το γάλα. Ήταν έτοιμος να ικανοποιήσει κάθε παραγγελιά της και κάθε καπρίτσιο της. Κι αν τύχαινε να μην κάλυπτε τις ανάγκες της η εγχώρια αγορά, αυτός με αγωνία αναζητούσε τη νέα της απαίτηση στην άκρη του κόσμου και το παράγγελνε διαδικτυακά. Η αδυναμία της ήταν οι ψαρομεζέδες. Αυτός πήγαινε νωρίς νωρίς στο ψαρολίμανο προκειμένου να είναι από τους πρώτους αγοραστές σαν οι ψαρόβαρκες κατέφθαναν φορτωμένες το αλίευμά τους. Και βέβαια της αγόραζε τους πιο εκλεκτούς θαλάσσιους μεζέδες που διέθεταν τα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτή όμως δεν στάθηκε πιστή στον όρκο της. Αυτός παρατήρησε πως η Θέκλα του άρχισε να φέρεται περίεργα. Δεν έκανε πια τις μακρόσυρτες εκείνες βόλτες και τα νυχτοπερπατήματα στους δρόμους της γειτονιάς παρά μόνο προτιμούσε να τη βγάζει στο σπίτι. Μεταμορφώθηκε σε αληθινή σπιτόγατα. Οι παρατηρήσεις του γρήγορα μετατράπηκαν σε υποψίες. Κι οι υποψίες σε εφιάλτη. Η Θέκλα είχε σχέση με άλλον. Γρήγορα οι υποψίες του
επαληθεύτηκαν. Τα περιττά κιλά που απέκτησε προσφάτως η Θέκλα δεν ήταν το αποτέλεσμα της αδράνειάς της στον γδαρμένο τους καναπέ, αλλά το προϊόν της απιστίας της. Η Θέκλα ήταν έγκυος. Αυτός δεν ήθελε να πιστέψει την πραγματικότητα. Ο έρωτάς του για αυτήν ήταν τόσο τυφλός που κάθε νόμος της βιολογίας ανατρεπόταν. Προσπαθώντας να πείσει τους γύρω του, μα προπάντων τον εαυτό του, για την αμοιβαία τους αφοσίωση, απέδωσε την εγκυμοσύνη της σε μια μεταφυσική πράξη. Ναι, αυτό ήταν. Η σύλληψη ήταν άμωμος· η σύντροφός του ήταν αγνή κι αμόλυντη όπως η Αγιομάρτυρας Θέκλα, από την οποία πήρε και το βαφτιστικό της όνομα.
Το σκέφτηκε πολύ. Βασανίστηκε. Στο τέλος το αποδέχτηκε. Θα αναγνώριζε το παιδί που η Θέκλα κουβαλούσε στην κοιλιά της κι ας ήξερε πως δεν ήταν δικό του. Η λατρεία του για εκείνη καθόριζε τη σκέψη και την κρίση του. «Θα το αγαπήσω, όπως αγαπώ εκείνη. Αν έχει μάλιστα τα γατίσια, γαλάζια μάτια της…» σκεφτόταν.
Σιγά σιγά με την αυθυποβολή αυτός εξελισσόταν στον πλέον εν δυνάμει στοργικό πατέρα. Έτσι κατά την περίοδο της κύησης οι περιποιήσεις στη Θέκλα αυξήθηκαν. Αυτή την έβγαζε περιοδεύοντας από καρέκλα σε καρέκλα και από καναπέ σε καναπέ. Ακόμα και στο εργονομικό κάθισμα του γραφείου του, στο οποίο άλλοτε την μάλωνε που πήγαινε και θρονιαζόταν, τώρα, όχι μόνο της το επέτρεπε, μα τη ρωτούσε όλο τρυφερότητα: «Είσαι αναπαυτικά, Θεκλίτσα μου; Να σου φέρω μήπως κι ένα μαξιλάρι;» Αυτή με τη σειρά της φαινόταν να απολάμβανε τις περιποιήσεις και τα κανακέματά του και μάλλον δεν βιαζόταν να τελειώσει αυτή η παραδείσια περίοδος.
Μα μια μέρα ο εγκυμοσύνη τελείωσε και ήρθε ο πολυπόθητος τοκετός. Μα άλλη μια έκπληξη τον περίμενε. Η Θέκλα γέννησε τρίδυμα. Τρία πανέμορφα Θεκλάκια ήρθαν στον κόσμο για να γεμίσουν το σπίτι με ακόμη περισσότερες χαρές. Δύο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι. Εννοείται, φτυστά η μάνα τους. Αυτός καταχάρηκε. Τα κοιτούσε με τις ώρες σαν παλαβός κι ευχαριστούσε τον Θεό που δεν είχανε σουσούμια του αγνώστου πατρός τους. Ακόμα και εκείνα τα σχόλια του τύπου «ολόιδια ο πατέρας τους», που εκστόμιζε ειρωνικά και πικρόχολα το σόι του και η γειτονιά, αντί να τον γεμίζουν οργή και θυμό, τα αποδεχόταν με υπερηφάνεια και συγκίνηση. Ένιωθε το αίσθημα της πατρότητας να πλημμυρίζει τα κατάβαθα της ψυχής του. Αν για τη Θέκλα μπορούσε να κάνει τόσες θυσίες, για αυτά τα αθώα πλασματάκια μπορούσε να φτάσει στα όρια της παράνοιας και σε πράξεις εγκληματικές.
Όπως έτσι ξαφνικά μπήκε στη ζωή του η αλανιάρα Θέκλα και τα αναποδογύρισε όλα, έτσι αναπάντεχα εξαφανίστηκε. Μετά από μια από τις εξόδους της, που άρχισαν ξανά να αυξάνονται, δεν γύρισε πίσω. Ούτε άφησε καν ένα σημείωμα. Αυτός απεγνωσμένος πήρε τους δρόμους και τις συνοικίες της πόλης, σύρθηκε ακόμα και σε κάτι ύποπτα και κακόφημα στέκια όπου υποψιαζόταν ότι μπορούσε η Θέκλα να είχε σούρτα-φέρτα. Πουθενά όμως η Θέκλα. Θέκλα γιοκ. Στο σπίτι τα μικρά έκλαιγαν από την πείνα και την απουσία της μάνας τους. Αυτός, με υψηλό πάντα αίσθημα ευθύνης, ανέλαβε αμέσως δράση και αντικατέστησε τη μητρική στοργή της άσωτης Θέκλας με τη δική του φροντίδα. Μπιμπερό, χαϊδέματα, νυχτοξημερωνόταν μαζί τους κι αναπολούσε τις ευτυχισμένες στιγμές με τη χαδιάρα σύντροφό του.
«Ευτυχώς, τουλάχιστον», σκέφθηκε, με όση αισιοδοξία του είχε απομείνει «δεν θα χαραμιστούν τόσες γατοτροφές που είναι γιομάτοι οι πάγκοι της κουζίνας».
.

ΑΝΘΟΥΣΑ

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΑΝΤΑ να μπαίνω μέσα της με ορμή και μετά ξέπνοος να ξαπλώνω πάνω της ανάσκελα, να μυρίζω το άρωμά της, να νιώθω τη δροσερή της επιδερμίδα και σχεδόν να αποκοιμιέμαι στο κυματιστό κορμί της, εννοείται όλα αυτά όποτε μου το επέτρεπε, καθώς πιο κυκλοθυμική από δαύτην δεν συνάντησα άλλη. Έπρεπε να την πετύχεις στις καλές της, πράγμα όχι και τόσο συχνό, κι αν ήσουν τυχερός να μην έχει τα μπουρίνια της, σου δινόταν με μια αφοσίωση και ένα πάθος πρωτόγνωρο. Εκτός από τη συνεχή και τόσο εκνευριστική εναλλαγή των συναισθημάτων της είχε και πολλά άλλα κουσούρια. Πιότερο, όμως, απ’ όλα ήταν που ήταν άπιστη σκύλα κι εύκολα σε προέδιδε για την αγκαλιά ενός άλλου μορφονιού. Είχε τσούρμο εραστές, νέους και γέρους, μπεκιάρηδες και παντρεμένους, μουρντάρηδες και καλόγερους, και ανερυθρίαστα τους κατασπάραζε στα μεγάλα της σαγόνια. Ακόμα και σε μικρά αγόρια δεν αρνιόταν τον ζεστό της κόρφο κι ας την καταριόντουσαν μέρα και νύχτα οι δύστυχες μανάδες τους πως αποπλανούσε τάχαμου τους κανακάρηδες τους. Εκείνες την πολεμούσαν με κάθε μέσο, την έκραζαν δαιμονικό κι αρρώστια, την κατασυκοφαντούσαν πως έκανε γητειές στα αθώα παιδιά τους, την ξόρκιζαν φέρνοντας παπάδες με τις αγιαστούρες και τον σταυρό, έκαναν τάματα χρυσά φλουριά στους αγίους να τα γλυτώσει από τις ορέξεις της. Αυτής, όμως, δεν ίδρωνε το αυτί της από τέτοιες φοβέρες. Λεύτερη και κιμπάρισσα πρόσφερε αφειδώλευτα το σώμα της και συνέχιζε το έργο της, να καταδυναστεύει τον νου των σερνικών και σαν βρικόλακας να τους απομυζεί την καρδιά και το αίμα. Έτσι όμοια έτρωγε και τη δική μου καρδιά.
Η σχέση μας ξεκίνησε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σε τούτο τον κόσμο. Εξ απαλών ονύχων άρχισα να ανακαλύπτω τα κάλλη της κι αυτή, έχοντας συνείδηση της γοητείας που μου ασκούσε, όλο και πιο πολύ με τύλιγε στα δίχτυα της. Σαν έκλεινε το σκολειό και ο δάσκαλος μάς έδινε τον έλεγχο και φεύγαμε για τα σπίτια μας, δεν περίμενα ούτε στιγμή. Πήγαινα κατευθείαν και την έβρισκα και για δυο μήνες ξημεροβραδιαζόμουν μαζί της, με αποτέλεσμα να κατεβαίνει ο πατέρας στο λημέρι που ξεροσταλιάζαμε αυτή κι εγώ και να με παίρνει με το ζόρι στο σπίτι. Την άλλη μέρα επαναλαμβανόταν η ίδια ιστορία. Κι όταν έπρεπε να πάμε πίσω στο σκολειό το φθινόπωρο, με έπιανε η απελπισία που θα αποχωριζόμουν τα φιλιά και τους έρωτές μας. Την αγαπούσα τόσο που της τα συγχωρούσα όλα. Ακόμη και το γεγονός ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδύνεψα από τα καμώματα και τα επιπόλαια ξεσπάσματά της. Της συγχωρούσα ακόμη και το ότι, ενώ μου εξομολογούνταν τον έρωτά της, την ίδια κιόλας στιγμή με κεράτωνε με τον πασαένα, η μπερμπάντισσα. Με χόρευε στο ταψί, μα εγώ δεν της κακιωνόμουν. Η αγάπη μου για δαύτην ήταν τόσο βαθιά στεριωμένη μέσα μου, που τίποτα δεν μπορούσε να τη χαλάσει.
Είναι αλήθεια, βέβαια, πως κι εγώ δεν της φερόμουν τίμια. Ενώ για μήνες πολλούς τα κορμιά μας γινόντουσαν ένα και ο φουντωμένος πόθος μου για αυτήν με έκανε να ξεχάσω όποια άλλη μέριμνα του καθημερνού βίου μου, άξαφνα την άφηνα σύξυλη χάνοντας την να αφρίζει από το κακό της. Περνούσαν μήνες να ματαγυρίσω κοντά της γιατί φοβόμουν πως σε μια από τις εκρήξεις θυμού της ήταν άξια να με πνίξει με τα ίδια της τα χέρια κι ας μοιραστήκαμε τόσα πολλά μαζί. Ωστόσο όσο κι αν έβραζε απ’ τον θυμό της, όσο κι αν χτυπιόταν σεληνιασμένη από τη δίκιά μου προδοσία, άνοιγε τις αγκάλες της και συνάμα τα σκέλια της και δεχόταν πίσω τον άσωτο εραστή της. Η σχέση μας ήταν και θα παραμείνει τρικυμιώδης, για τούτο και σαν την αγναντεύω μίλια μακριά από κάποια βουνοκορφή, χαμογελώ και της ψιθυρίζω εκείνο το νησιωτικό δίστιχο:
Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
Όλοι σε λένε θάλασσα κι εγώ σε λέω ανθούσα.
.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΚΑΝΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΨΥΧΗ ΜΟΥ, θα φτάσουμε στο χωριό μας, κάνε υπομονή».
Εκείνη σφιγγόταν απάνω στο σώμα του με τα χέρια και τα πόδια της. Αυτός περπατούσε ώρες στον χωμάτινο δρόμο και τα πόδια του βούλιαζαν μέχρι τα γόνατα στις λάσπες. Μα προχωρούσε αδιαμαρτύρητα φορτωμένος στην πλάτη την ανήμπορη γυναίκα του. Έπρεπε να διανύσει δεκάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στο χωριό τους. Από το νοσοκομείο της πόλης τού το είχαν ξε-καθαρίσει, παρά τα παρακάλια και τα κλάματά του, ναι έκλαιγε σαν μικρό αγόρι κι ας ήταν σαράντα πέντε χρονών. «Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε ασθενοφόρο. Θα πρέπει να βρείτε εσείς κάποιο μέσο για να τη μεταφέρετε». Οι μύες των χεριών και των ποδιών του πονούσαν κι η μέση του τον έσφαζε, μα αυτός περπατούσε σαν παλικάρι είκοσι χρονών. Καμιά παραμόρφωση στο πρόσωπό του, κανένα λύγισμα του κορμιού, μόνο ο ιδρώτας έτρεχε Γάγγης, μούσκευε το άσπρο βαμβακερό πουκάμισό του και τον εξάγνιζε. Μια γαλήνη φώλιαζε στο πρόσωπό του. Κι εκείνη ολοένα γαντζωνόταν στο σώμα του και κούρνιαζε στο πρόσωπό του.
«Κουράγιο, καλή μου, θα φτάσουμε στο μικρό φτωχικό μας. Θα έχουν ανάψει τη φωτιά στην εστία τα κορίτσια μας και θα μαγειρέψουν το αγαπημένο σου κάρυ. Θα φάμε, θα πιούμε, θα γιορτάσουμε την επιστροφή σου. Ξέρω τι μου λες τώρα με το παραπονεμένο βλέμμα σου, ομορφιά μου. Πως δεν θα μπορείς πια να είσαι η αρχόντισσα της μικρής κουζίνας μας. Μα είσαι καλή μάνα, καρδιά μου, φρόντισες κι έμαθες στις κόρες μας τις μυστικές σου συνταγές. Πόσο όμορφα μαγειρεύεις, καμάρι μου! Μου αρέσει που κάθε φορά που επαινώ το φαγητό σου, εσύ μου απαντάς με νάζι: “Είναι που το φτιάχνω με αγάπη για σας Μα δεν είναι μόνο τη μαγειρική σου που λατρεύω. Με συνεπαίρνει το καθετί απάνω σου. Πόσο στοργική γίνεσαι με τα παιδιά μας! Πώς μεταμορφώνεσαι σε τίγρη της Βεγγάλης σαν νιώσεις πως κάποιος κίνδυνος απειλεί κάποιο από τα κορίτσια μας, έτοιμη να ξεσκίσεις με τα νύχια σου την απειλή! Πώς χαμογελάς, πώς κλαις, αγαπώ ακόμη και τον τρόπο που κοκκινίζεις σα θυμώνεις στα καβγαδάκια μας! Κρατήσου απάνω μου, μάτια μου, θα τα καταφέρουμε. Θα επιστρέφουμε στην πλίνθινη καλύβα μας. Στο φτωχικό μας θα μυρίσεις τα λουλούδια μας, θα κόψουμε βόλτες στους δρόμους του χωριού μας, θα μάθεις τα νέα της γειτονιάς που για τόσο καιρό έχεις να ακούσεις, θα γελάσεις με τις κουβέντες και τα αστεία των φιλενάδων σου, θα κλάψεις για τη φτώχεια και την κακοριζικιά μας, θα κοιμηθείς κάτω από τον ολόφωτο ουρανό του χωριού μας.
Κοντοστάθηκε λίγο, απίθωσε τη γυναίκα του για λίγο στο μαλακό χόρτο δίπλα από τον κακοτράχαλο δρόμο. Κάθισε δίπλα της. Χάιδεψε τα μαλλιά της φέρνοντάς τα πίσω, καθώς είχαν πέσει στο πρόσωπό της, ενώ έπαιρνε βαθιές ανάσες από την κούραση της οδοιπορίας. Έριξε ένα βλέμμα στο βάθος του δρόμου που έσβηνε σε μια στροφή, η οποία θα του απεκάλυπτε μια άλλη στροφή και στη συνέχεια μια άλλη και πάει λέγοντας. Το χωριό τους ήταν ακόμη μακριά. Ούτε τη μισή διαδρομή δεν είχαν διανύσει. Σήκωσε ξανά τη γυναίκα του όρθια και την ακούμπησε με αργές κινήσεις στο ταλαιπωρημένο σώμα του. Φιλώντας την απαλά στο μέτωπο, συνέχισε να της ψιθυρίζει.
«Θυμάσαι, αγάπη μου, τον γάμο μας; Πάνε είκοσι πέντε χρόνια τώρα. Ήταν από τους ομορφότερους γάμους. Είχαν όλοι να το λένε και να το θυμούνται από τότε. Ήταν μαζεμένο όλο το χωριό. Και τι χορό που ρίξαν όλοι! Χορεύαμε ασταμάτητα στην πλατεία του χωριού. Χορεύαμε ακόμα κι όταν έπιασε ξαφνικά μια δυνατή κι επίμονη βροχή. Ήσουν πολύ όμορφη μες στο άλικο, όλο κεντίδια νυφικό σου εκείνη τη μέρα, αγγέλισσά μου! Μες στο πορτοκαλοκίτρινο σάρι σου ήσουν σαν ανοιξιάτικη μέρα γεμάτη κατιφέδες! Κατάκοσμη μες στα χρυσά βραχιόλια, περιδέραια και σκουλαρίκια σου ήσουν ένας πυρούμενος ήλιος. Ζηλιάρικα που μου έλεγαν οι φίλοι μου πόσο τυχερός ήμουν που έπαιρνα μια τόσο όμορφη νύφη! Θα μαζευτούν όλοι πάλι στο χωριό, όπως τότε. Δεν θα λείπει σχεδόν κανείς, αγάπη μου, ακόμα και η γεροντοκόρη η Ρέσμι που ποτέ δεν σε χώνεψε, θα είναι εκεί. Θα είναι όλοι εκεί να σε αποχαιρετήσουν και θα ρίξουν όλοι από ένα λουλούδι στο ποτάμι, αποχαιρετώντας σε, καθώς θα σκορπίζεται η τέφρα σου στα σπλάχνα της Ινδίας».
.

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ, ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΠΙΑ. Κάθε μέρα το ίδιο βάσανο. Από το πρωί στις δέκα μέχρι τις έξι. Κουράστηκα. Δεν το καταλαβαίνουν; Κάθε μέρα ζω την ίδια μαρτυρική μέρα, η οποία επαναλαμβάνεται την επόμενη και τη μεθεπόμενη και την επόμενη της μεθεπόμενης μέρας. Κι η ελπίδα για μια αλλιώτικη μέρα να ξημερώνει, πουλί που πεταρίζει μακριά. Κάθε μέρα παρελαύνουν ορδές στο δωμάτιό μου. Κι όμως νιώθω τόση μοναξιά. Κόβουν βόλτες γύρω μου σαν το μελίσσι, σταματάνε λίγο βλέποντας με σε προφίλ, ύστερα υπό γωνία σαράντα πέντε μοιρών, μετά θαυμάζουν το τορνευτό μου σβέρκο που γέρνει μπρος σαν μίσχος λωτού, και τέλος έρχονται μπροστά μου και σκύβοντας με αγένεια το πρόσωπό τους στο δικό μου -τόσο πολύ που μυρίζω τα χνώτα τους καρφώνουν πάνω μου το διαπεραστικό τους βλέμμα. Πού να τολμούσε κάποιος υπήκοός μου να κάνει κάτι τέτοιο! Θα γινόταν αμέσως βορά των κροκοδείλων. Μα αυτοί εδώ οι ασεβείς -άλλες εποχές, άλλες συνήθειες- χαζεύουν σπιθαμή προς σπιθαμή το μελαχρινό μου πρόσωπο. Το λεπτό πηγούνι μου, τα αμυγδαλωτά μου μάτια, τονισμένα με μαύρο χρώμα και στεφανωμένα με τα μαύρα παχιά φρύδια μου, το κόκκινο στομόχειλό μου. Πιότερο, όμως, θαυμάζουν τον μακρύ μου λαιμό. Ναι, πάντα ήμουν αυτάρεσκη, το ομολογώ. Οι τωρινοί φρουροί μου κοιτάζουν με βλέμμα βλοσυρό τους επισκέπτες μου, έτοιμοι να επέμβουν. Δεν μπορώ να πω πως δεν μου φέρονται ευγενικά όλοι εδώ σε τούτο το παλάτι. Είναι εκεί για κάθε μου ανάγκη και διέθεσαν για τη μεγαλειότητά μου την πιο όμορφη αίθουσα του κτιρίου. Μόνο για μένα. Αντίθετα οι υπόλοιποι ένοικοι, άνθρωποι ταπεινοί της αγροτιάς, μαστόροι και τεχνίτες, μα και βασιλιάδες και ηγεμόνες, φιλόσοφοι και ποιητές, ω θεέ μου, ακόμη και θεοί του τόπου μου, στριμώχνονται στα υπόλοιπα δωμάτια. Αχ, ας ήμουν μαζί τους σε αυτές τις στενάχωρες κάμαρες, θα πνίγαμε μαζί με τους συντοπίτες μου τις στεναχώριες της ξενιτειάς και της αιχμαλωσίας μας.
Στην αρχή μου άρεσαν όλα αυτά που γίνονταν γύρω από μένα. Ναι, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Ικανοποιούσαν τη ματαιοδοξία μου. Ίσως να ήμουν κι ευτυχισμένη. Μου θύμιζαν όλα τούτα τις πολύωρες ακροάσεις που είχε ο άντρας μου στο παλάτι. Τώρα, όμως, είμαι δυστυχισμένη. Νιώθω αιχμάλωτη. Θα ήθελα να τρέξω προς τον νότο, στα ηλιοφώτιστα μέρη μου, μα δεν έχω πόδια. Για την ακρίβεια δεν έχω καν κορμό. Είμαι ένα πλάσμα ασώματο. Μα έχω καρδιά. Ή έτσι πιστεύω. Πώς αλλιώς εξηγείται ο αβάσταχτος μου πόνος! Είναι στιγμές που η απελπισία με οδηγεί σε σκέψεις παράξενες. Βλέπω τον εαυτό μου χαρούμενο στον Κάτω Κόσμο και την καρδιά μου να ζυγίζει ο Θεός. Ναι, είμαι μια ζωντανή νεκρή. Θέλω να πεθάνω, δεν βαστώ άλλο φυλακισμένη σε αυτή τη σκοτεινή αίθουσα. Με πιάνει τρόμος, είμαι μάλλον κλειστοφοβική. Θα ήθελα να δω ξανά τον ήλιο του τόπου μου, που τόσο λατρέψαμε με τον άντρα μου. Αυτό θυμάμαι ήταν κι η αιτία που όλοι μας εχτρεύονταν, αυτή η εμμονή μας στον Ήλιο. Ναι, αυτή ήταν η αιτία της πτώσης μας. Ο Ήλιος τότε μας πλημμύριζε και μας γέμιζε ζωή. Μα τώρα μόνο συννεφιά. Θέλω να αυτοκτονήσω σε αυτό το ανήλιαγο δωμάτιο. Μα δεν μπορώ. Έχω τη δύναμη. μα μου λείπουν τα χέρια που θα στρέψουν ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Δεν με βοηθάνε κι αυτοί οι ημίγυμνοι τύποι θρονιασμένοι στην οροφή του δωματίου μου. Είναι όλοι τους πάνοπλοι και σκοτώνουν τέρατα και σημεία. Τους ζήτησα πολλές φορές να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό μου, μα όλοι τους άνανδρα μου το αρνήθηκαν. Είναι βλέπεις όλοι μουτρωμένοι μαζί μου. Δεν θέλουν καν να ανταλλάζουμε κουβέντα. Κι είμαι τόσο μόνη σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο! Κι ας με τριγυρίζουν χιλιάδες κάθε μέρα. Ρωτάς γιατί δε με συμπαθούν; Μα δεν το καταλαβαίνεις; Ζηλεύουν, δεν τους αδικώ, κι εγώ το ίδιο θα ένιωθα αν δεν μου έδινε κανένας σημασία. Όλοι κοιτάνε εμένα και θαυμάζουν τα κάλλη μου. Κανένας δεν γυρνά το κεφάλι προς τα πάνω να τους δώσει λίγες στιγμές θαυμασμού. Κι ας υπήρξαν κι οι τέσσερις τους πιο τρανοί από μένα.
Κρυώνω. Κρυώνω πολύ σε αυτή την παγωμένη χώρα. Θέλω τη ζέστα της πατρίδας μου. Δεν λέω, προσπαθούν να μου προσφέρουν τα πάντα οι άνθρωποι εδώ, η θέρμανη δεν σταματά σχεδόν καθόλου, και κρατάνε πάντα σταθερή θερμοκρασία. Φροντίζουν μάλιστα να μην υπάρχει υγρασία κι αυτό πολύ με συγκινεί γιατί μου θυμίζει το ξηρό κλίμα του τόπου μου. Έχει κι εδώ ένα ποτάμι που περιβάλλει τα κτίρια που με φιλοξενούν, δεν έχει όμως τη μεγαλοπρέπεια του ποταμού της χώρας μου. Αχ, ο ποταμός μου! Ταξίδια που έκανα σε αυτό τον ποταμό διαπλέοντας όλη τη χώρα μου! Κυρά του Βορρά και του Νότου με υμνούσε ο σύζυγός μου. Αχ, θέλω να ξαναβρεθώ στη χώρα που με γέννησε κι ας με πότισε τόσες πίκρες. Θέλω να αγναντέψω, κι ας μου λείπει το ένα μου μάτι, το Δέλτα του γαλαντόμου Νείλου και τα δάκρυα του που χύνονται στον κόρφο της ζεστής, μεγάλης θάλασσας μας. Να οσμιστώ τη λάσπη που μας κουβαλά από το νότο, την άμμο της ερήμου, τους χρυσοφόρους σιτοβολώνες μας. Μα όλο αυτό το φως μένει στη σκέψη μόνο πεθυμιά. Κι εγώ στο έρεβος. Είμαι μια πρόσφυγας χωρίς ελπίδα.
Αχ, Τούθμωσι, καταραμένη η ώρα εκείνη που σου παράγγειλε ο Φαραώ την προτομή μου! Ακούω στα αυτιά μου τα λόγια του: «Αναπαράστησέ την όσο πιο πιστά μπορείς. Θέλω να σωθεί η ομορφιά της. Είναι κρίμα να χαθεί μια για πάντα πίσω από τους λινούς επιδέσμους». Μα τώρα σκέφτομαι, Τούθμωσι, πως εγκλωβίζοντας στον ασβεστόλιθο σου την εφήμερη ομορφιά μου, υπέγραψες την καταδίκη μου να βασανίζομαι αιώνια σε τούτη την ειρκτή. Κι ας μη μου άξιζε ποτέ μια τέτοια τύχη. Εγώ, η κληρονόμος, πρώτη στα προτερήματα και Μεγαλόχαρη κυρά, γλυκιά του έρωτα, καλλίμορφη, η αγαπημένη του ζωντανού Ατόν, η πρώτη σύζυγος του βασιλιά, που την αγαπά. Οικοδέσποινα της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, ανυπέρβλητη του έρωτα, η Νεφερτίτη, που ζει στην αιωνιότητα, μα πάντα ξένη στην ξένη γη του γκρίζου Βερολίνου.
.

ΘΗΡΕΥΣΗ

ΟΛΟ ΣΕ ΚΥΝΗΓΩ ΚΙ ΕΣΥ μου ξεφεύγεις σαν τρομαγμένο ελάφι μες στα ορμάνια. Πού θα μου πας, θα σε τσακώσω άτιμη και τότες θα είσαι δίκιά μου, ολόδικιά μου. Το ξέρω, είναι δύσκολο το έργο μου, μα για αυτό γίνεται όλο και πιο γοητευτικό το κυνήγι σου. Δεν τρέφω αυταπάτες. Σε κανένα δεν χαρίζεσαι, θα υποκύψεις μόνο σε αυτόν που θα ματώσει πιο πολύ για σένα. Ίσως και να μην σε κατακτήσω ποτέ, ομορφιά μου. Γιατί οι ανταγωνιστές μου είναι αμέτρητοι. Τους τραβάς όλους σαν τα λευκά ανθιά του μελισσόχορτου τις μέλισσες και τις πεταλούδες. Μα εγώ δεν παραιτούμαι, θα σε διεκδικώ άχρι θανάτου. Φαντάζομαι τη μέρα που θα σε κάνω δίκιά μου. Σκέφτομαι, ακόμα, τα φθονερά βλέμματα, αστροπελέκια να με κάψουν, των άλλων μνηστήρων σου. Κι αυτό ανάβει πιότερο τον πόθο μου για σε.
Κάνω να γαντζωθώ από τους λυγερούς αγκώνες σου, την όμορφή σου απαλή πλάτη κι όλο μου φεύγεις ή κάποιος άλλος θηρευτής σε αρπάζει από μένα. Κάνω να κλάψω από θυμό κι απογοήτευση, μα σύντομα γεμίζει η καρδιά μου με λεμονανθούς του πρωινού και μια πεταλούδα πεταρίζει και πάλι εντός της βλέποντάς σε να του το σκας αφήνοντάς του μόνο δώρο τα κελαρυστά σου χάχανα. Μα δεν μαθαίνω από τα παθήματα των ξένων και τα δικά μου. Σε ξαναβρίσκω, σε αγκαλιάζω, χώνεσαι μες στον κόρφο μου έτοιμη να μου παραδοθείς κι εκεί που εγώ υπνωτισμένος από το μαλαματένιο σου κορμί αφήνομαι στα χάδια σου, με αφήνεις σύξυλο, ανεράδα κι αερικό μου.
Άλλη από σε πιο ωριόθωρη βασιλοπούλα δεν συναντά κανείς σ’ όλης της πλάσης τα ρηγάτα. Και γίνεσαι ακόμα πιο πολύτιμη, μονάκριβή μου. και σε ορέγονται όλοι, καθώς ο βασιλιάς πατέρας σου υπόσχεται πλούτη αμύθητα και στεφάνια δόξας σ’ αυτόν που θα δεχτείς για ταίρι σου. Είναι και κάποιοι, λιγοστοί ευτυχώς, ανόητοι κι αφελείς που σε αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι! Κανένας μας δεν μπόρεσε να τους καταλάβει και κανένας μας βέβαια δεν άκουσε ποτέ τις αλαφιασμένες φωνές τους που μας προέτρεπαν να εγκαταλείψουμε τα κυνήγια γιατί θενά τσουρουφλιστούμε τάχατες στο άγγιγμά σου.
Τα μακριά σου ολόγλυφα πόδια τρέχουν μες στα δωμάτια και τα γραφεία, κάθε λογής υπηρεσίες και τα υπουργεία. Υπαλληλίσκοι, γραφιάδες, αξιωματούχοι, αρχόντοι και πληβείοι σχεδιάζουν κι εκτελούν επί μακρόν τη θήρευσή σου. Δεν σταματάμε σε τίποτα προκειμένου να σε κατακτήσουμε, άγγελέ μου! Αχ, μακάρι να είμαι εγώ ο τυχερός που θα καταδεχθείς να μου χαμογελάσεις. Κι ο αγώνας των κυνηγών σκληρός, γεμάτος πείσμα. Ακόμα και τη μάνα που τους βύζαξε δεν σέβονται στον πόθο τους για σένα. Την κομματιάζουν, της βγάζουν τα μάτια και την ξεκοιλιάζουν, τη δίνουν στα σκυλιά για να σου δείξουν την αγάπη τους. Αδελφός σκοτώνει αδελφό και γιος πατέρα. Κι εγώ μαζί τους παλαβωμένος από τη θωριά σου, αγγελοκάμωτή μου, βυθίζομαι μες σε ποτάμια από αίμα.
Πώς μας μανιάζεις το μυαλό, κακούργα! Μπορεί ακόμα και την πατρίδα, για τα μάτια σου, πολλοί να την προδώσουμε. Τα παραδείγματα πολλά μες στους αιώνες. Δεν διστάζουμε σε τίποτα. Φιλίες, πίστη, λευτεριά, αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια, κι όσα μας τσαμπούναγαν χρόνια και χρόνια γονιοί και δασκάλοι, πάνε του βρόντου εν μία νυχτί, σαν κάτσεις χρυσόσκονη στα στενοσόκακα του εγκεφάλου μας. Το ύψιστο ιδανικό το λυγερό κορμί σου, αγάπη μου! Το ψέμα πα’ στο ψέμα χτίζουμε, πλεκτάνες όλο καταστρώνουμε για να αποδεκατίσουμε τους άλλους διεκδικητές σου, πέρδικά μου. Και το θήραμα ένα κι οι θηρευτές πολλοί. Ρίχνουμε, χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, κάθε όπλο μας για να σε αποκτήσουμε. Τα ξόβεργα, τις παγίδες, τα κυνηγετικά ντουφέκια και τα κυνηγόσκυλά μας στο κατόπιν σου. Τις μηχανορραφίες μας, τα ψεύδη μας, τις ψευδορκίες μας, τα μίση μας, τις συκοφαντίες μας. Μα εσύ λαγός γλιστράς και χάνεσαι. Μας κάνεις να σκεφτόμαστε αν υπάρχεις ή είσαι παιδί της δόλιας φαντασίας μας. Κι όσο σε κυνηγάμε, όλο και πιο πολύ μεθάμε από το άρωμα της δόξας που θα στεφανώσει αυτόν που με αυτάρεσκο ύφος μια μέρα θα έχει το προνόμιο να πει: «Σε μένα παραδόθηκε η όμορφη νεράιδα, μες στα δικά μου δίχτυα μπλέχτηκε το ποθητό κορμί της».
Για σένα μπορεί να αφανίσουμε τον κόσμο, ψυχή να μην αφήσουμε, γλυκιά καταραμένη, κι ας μην έχει μείνει πια στο τέλος κανείς να διαφεντέψουμε. Κι όταν στρογγυλοκάτσουμε στην πολυπόθητη καρέκλα σου, νομίζουμε πως ήρθε η ώρα της απόλαυσης και να θερίσουμε τους κόπους από τα κουραστικά κυνήγια. Μα τότε δαιμόνισσα, μας οδηγείς στον πλήρη εξευτελισμό μας. Κι αν είχε μείνει μέσα μας κάποιο σπυρί ανθρωπιάς, μάς το καταληστεύεις κι αυτό. Μας διαφθείρεις μόνο και μόνο σπέρνοντας τον φόβο μέσα μας για την απώλειά σου, κι είμαστε πια ζωντανοί νεκροί, πουτάνα Εξουσία.
.
.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (2015)

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Είναι στιγμές που η κορυφογραμμή σου
Πενταδάκτυλε
το σούρουπο
γίνεται λάμα κοφτερή
κι εσύ θλιμμένος στο ρόδινο το φως
έτοιμος να αυτοχειριασθείς.

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Στον προσφυγικό συνοικισμό
ήξερες την προέλευση του καθενού.
Έβλεπες το σπίτι της κυράς Αντρούλας
πνιγμένο λεμονόδεντρα,
μια μικρή Λάπηθο είχε φτιάξει.
Χρυσομηλιές ο Αμβρόσιος,
ο Άης Γρόσης κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν.
Και σ’ εμάς το κολοκάσι
μες στον αγιωμένο ντενεκέ
μπροστά μπροστά στον κήπο μας
σα θυρεό έβαλε ο πατέρας
να σημαίνει τη Γιαλούσα.
Απρίλιος 2013

ΠΕΤΡΕΣ

Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.
Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την
πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.
Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.
Μάρτιος 2014

ΤΙΜΕΣ

Επ’ ώμου
Παρουσιάστε
Αρμ
Οι Εύζωνες
μες στο λιοπύρι του καλοκαιριού
φόρο τιμής στον άγνωστο στρατιώτη αποτίουν
Πιο πέρα γέροντας σακάτης
με απλωμένη την παλάμη
τους διαβάτες επαιτεί.
Άγνωστος στους περαστικούς
άγνωστα και τα πάθη κι οι καημοί του
Ίσως και να πολέμησε
Ίσως και όχι
Ίσως ο πόλεμός του να ’τανε μια φάμπρικα
χαράκωμά του ένα καταγώγι σκοτεινό
κι οχτρός η κακοριζικιά του
Επ’ ώμου
Παρουσιάστε
Αρμ
Τους πεθαμένους πιότερο
τούτος ο τόπος γνοιάζεται
παρά τους ζωντανούς
Αθήνα, Ιούλιος 2009

ΣΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

II

ΠΑΣΧΑΛΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ

Τρελό απριλιάτικο χορό στήσαν στην Αρακιώτισσα
οι προφήτες πιάσαν τους καρσιλαμάδες
οι άγγελοι ασίκικο συρτό
οι λαμπαδηφόρες κόρες καλαματιανό
κι εσύ, Κύριε,
πάνω στις σπασμένες πύλες του Άδη
ένα ζεϊμπέκικο βαρύ
Απρίλης 2012
IV

Ο ΛΙΟΝΤΑΣ Τ’ ΑΗ ΜΑΜΑ

0 λιόντας που καβαλλικάς ελούθηκεν το κλάμαν
’εν τζ’ έν’ αγκάθιν με γιαράς
μα ‘ν’ ο καμός της προσφυγιάς
βοσσέ μου Αη Μάμα.

ΑΠΟΡΙΑ

Του καρχαρία τού έδωσε εκείνο το τριγωνικό πτερύγιο η φύση,
στη θέα του να προφυλάγονται τα ζωντανά της θάλασσας.
Και του φιδιού εκείνο το συριστικό το σύρσιμο
να νιώθουνε την άφιξή του σαν σιμώνει.
Μα απ’ τους ανθρώπους
που ντυνόμαστε την αγιοσύνη,
που πουδράρουμε με ηθικολογίες τη φάτσα μας,
που δένουμε φύλλα από το Ευαγγέλιο για γραβάτα,
από εμάς πώς θα προστατευθούν οι αφελείς;
πώς θα κρυφτούν οι αγνοί;
πώς θα διαφύγουν τα παιδιά;
Οκτώβριος 2009

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ

Κάθε φορά που στηνόμαστε για φωτογραφία διαβατηρίου
ποτέ δεν συνειδητοποιούμε
πως τόση πόζα, τόσα χαμόγελα
μπορεί να προορίζονται για την αγγελία θανάτου μας
Αύγουστος 2011

ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΝΟΣ
ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΖΑ

Τι ποίηση να γράψεις πια;
Τι ποιήματα να δημοσιεύσεις πλέον;
Τι αντιποιητικός που είσαι εις το εξής,
όταν το μικρό κορίτσι σκαλίζει τα χαλάσματα
στο σπίτι του στη Γάζα
για να περισώσει τα σκισμένα του βιβλία και τετράδια!
28 Ιουλίου 2014

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ

0 έντιμος κύριος βουλευτής
προσήλθε πανηγυρικά στην αίθουσα
χαιρέτισε δεξά ζερβά
απλόχερα φιλοφρονήσεις μοίρασε
και κάθισε περιχαρής για την αποψινή ψαριά
Σαν η εκδήλωση άρχισε
φάνηκαν τα πρώτα δείγματα ανίας
Στίχοι ακατάληπτοι και νεφελώδεις
νευρικά το ρολόι του κοιτά
Βαριεστημένος στέλνει, λαμβάνει SMS
εν μέσω ανάγνωσης
σε χρόνο ανύποπτο η καρέκλα του άδεια
Μα δεν ταιριάζει δυσανασχέτηση καμιά
Είθισται να γράφουνε στ’ αρχίδια τους τους ποιητές
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 2012

ΑΝΑΤΡΟΦΗ

Αύριο θα ’σαι μάνα ή πατέρας
ενός ποιήματος που θα γεννήσεις με άφατες οδύνες.
Μα πρόσεξε να ’σαι καλός γονιός.
Να το αφήνεις να κοιμάται για καιρό,
ο ύπνος θρέφει τα παιδιά λέει ο λαός εξάλλου.
Νανούριζέ το και κανάκευέ το, μα μην το κακομάθεις,
απλά και χωρίς επιτήδευση να μάθει να διάγει τη ζωή του.
Τους στίχους μην αφήνεις έκθετους ώρα πολλή στο φως του ήλιου,
οι λέξεις οι νιογέννητες είναι μαλακές και μην τις κάψεις.
Και σε λάθη να το αφήνεις να υποπίπτει,
πώς θα μάθει αλλιώς να ’ναι προσεκτικό!
τα λάθη των μεγάλων ποτέ δεν συγχωρούνται.
Κι ύστερις,
σαν έτοιμο να βγει ανδρωμένο από το πατρικό το σπίτι,
μην κλαις που δεν το εχόρτασες μωρό.
Οκτώβριος 2009

ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ

III
Χρόνια τώρα μαγείρευες ποιήματα
κι όλο έψαχνες εξαίσια υλικά
Έκοβες λέξεις φρέσκιες από τον μπαξέ
κι αγόραζες καρυκευμένες ρίμες
Δεν το κατάλαβες ακόμη;
Η επιτυχία είναι στη δοσολογία
Ιανουάριος 2013

ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ

Στης νιότης τους τη ροδαυγή
με όραμα κι ωραίοι σαν κι εσέ
χιλιάδες και χιλιάδες χάθηκαν
στη μαύρη αντάρα του πολέμου.
Μα εσένα η Ποίησίς σου σέσωκέ σε, Rupert Brooke.
Πλατεία της Αιώνιας Ποίησης, Χώρα της Σκύρου
Αύγουστος 2011

ΜΑΥΡΟ

Σηκώθηκε
Τεντώθηκε
Τίναξε το χώμα απ’ τ’ άσαρκά του μέλη
Έτριψε τα βαθουλώματα που στέγαζαν τα μάτια
Κοίταξε γύρω
Κόλαση
Μαύρο παντού
Σκέφτηκε για μια στιγμή
πως θα ’ταν ο τόπος
που ιστορούσε ο μάγος τους
για κείνους που κλέβανε τον σπόρο
και παίρνανε άπληστα
κομμάτι μεγαλύτερο από το κυνήγι.
Απόρησε.
Θεωρούσε
πως ήταν δίκαιος στη σύντομη, θηρευτική ζωή του.
Κοίταξε ξανά, με τρόμο πάλι,
μα πιο προσεκτικά.
Δυο αυλάκια γκρίζα, σα φίδια φθονερά,
σφάζανε την παλιά μικρή κοιλάδα
και τέρατα φρικτά που μουγγανίζαν τρομαγμένα
τρέχανε πάνω κάτω.
Μα οι μυριστές πλαγιές;
Οι σκίνοι;
Τα θυμάρια;
Οι ελιές κι οι χαρουπιές;
Τίποτα στις πλαγιές
Μαύρο πάνω στο μαύρο
Κορμοί απανθρακωμένοι
Κόλαση.
Ένα δάκρυ κύλησε
από τα ανύπαρκτά του μάτια.
Περίλυπος
επέστρεψε στη μέση του κυκλικού σπιτιού του
στο λάκκο άπλωσε τα κίτρινα οστά του
παίρνοντας ξανά την εμβρυακή του στάση.
Χοιροκοιτία, μετά την καταστροφή της πυρκαγιάς του Ιούνη
Ιούλιος 2013.
.
.

ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (2008)

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΕ ΛΑΤΙΝΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ

Έγραφε το φίδι ο Λιουτπράνδος
– της Κρεμώνης πίσκοπος –
πεμπάμενος του Όθωνα στη βασιλική αυλή του γέροντα σοφού
βασιλέως μας Νικηφόρου του Φωκά:
.. .και ο αυτοκράτωρ των Γραικών
φορεί χλαμύδες, μανίκια στα φορέματά του, στη μακρυμάλλα κάρα του
καπέλα,
τεχνίτης στα ψέματα και πρωτομάστορας στους δόλους,
χωρίς ίχνος ελεημοσύνης στην καρδιά,
περιπόνηρος, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων,
το χρήμα βλέπει στα όνειρά του,
όλα τα θέλει αυτός χωρίς να αφήνει ούτε ψίχουλο για τον πλησίον,
τρώει σκόρδους, κρομμύδια, πράσα
κι όλο ρουφά ηδύποτα σαν το νερό…
Αυτά έλεγε ο πικρέντερος Λατίνος
για την κεφαλή της Ρωμανίας
Αυτά συλλογιζούνταν ο κακομάζαλος
που δεν μπορούσε να κατανοήσει τους εξ Ανατολών,
που δεν μπορούσε να χωνέψει ο κακομούτσουνος πώς είχαν τα πρωτεία
«Ειλικρινά χεστήκαμε Λιουτπράνδε της Κρεμώνης,
έχουνε δει τα μάτια μας χιλιάδες σαν κι εσένα»
θα του ψιθύριζαν περήφανα μα και μ’ αλαζονεία οι παλατιανοί στ’ αφτί
σαν τα μαθαίναν τα γραφόμενα του.
Απρίλιος 2001

ΤΟ ΣΗΚΩΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΑΕΞΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΓΙΑΤΩΝ

Έβαλαν οί χωργιάτες καπετάνον […] εις
τό Λενκόνοίκον ρήγαν Άλέξην, καί όλοι
οί χωργιάτες έδόθησαν εις τήν ’πότάξίν
του καί άννοΐξαν τές αποθήκες καί
έκουβαλούσαν τα κρασία τούς
καλοπίχερους, έτεροι έπαιρναν το
ψουμίν από τ’ αλώνια, άλλοι τα
ζαχάριτα καί τά προδέλοιπα πράγματα
τούς καλούς λας…
Λεόντιος Μαχαιράς, §696
Σαν εκίνησε για την ανατολή το παράνομο φουσάτο
κι είχε μαζί του τη φράγκικη της Κύπρου κεφαλή,
τότες, μες στο δαιμονισμένο κουρνιαχτό πο ’χε σηκώσει Σαρακηνού άτι
εσμίχτηκαν στριγκλιές βαθύκοχων τρεμάμενων ματιών.
Οι κλέφτες κι οι χωργιάτες στρατό σηκώσανε
και καπετάνιος τους ο ομορφάντρας Ρήγας Αλέξης,
απ’ το Λευκόνοικο να ορίζει τη δουλειά.
Και πεινασμένοι μπήκαν στα ξέχειλα τα σώσπιτα των ύπουλων αρχόντων.
Κι οι τσιφλικάδες θωρούσαν το έχει τους να ξεπορτίζει εύκολα
όπως εύκολα, βέβαια, με την ατιμιά είχε μπει.
Κι ο γαρδινάλης ζήτησεν του Φρε Αγγέλου – κεφαλή των φιλοαίματων καλογήρων του Άη Γιάννη
και του Αντώνιε απ’ το Μιλάνο να μάθουνε σ’ αυτούς τους άμοιρους,
πως η γνώμη μόν’ των χρυσοφορεμένων είν’ η αληθινή
Έτσι κι εγίνηκε η σφαγή, σαν η Φραγκιά το φονικό άρχισε,
κι οι ταπεινοί, ως είθισται, ταπεινωθήκαν.
Κι ο Ρήγας Αλέξης, της Κάτω Μηλιάς παιδί,
σαν μήλο κάτω απ’ τη μηλιά κρεμόταν στα σκοινιά,
μες στα τειχιά της Λευκωσίας.

TERRA SIGILLATA

Η γης δεν άντεξε τη σιωπή της
κι αρχίνησε την ξομολόγηση.
Κάτω από το νοτισμένο χώμα
της παλαιοχριστιανικής Αμφίπολης
ξεπετάχτηκε πουλί πρωτόπετο
ένα μικρό – μια χούφτα – όστρακο.
Terra sigillata απεφάνθη ο νεαρός αρχαιολόγος.
Δυο έκτυπες μορφές ζωντάνευαν μέσα απ’ τον πηλό,
με τα insignia και την επίσημη αμφίεσή τους.
Υπάτοι, συγκλητικοί, παλατιανοί, εν πάση περιπτώσει
αξιωματούχοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας των Ρωμαίων
ένα χριστόγραμμα στα ενδύματά τους μαρτυρούσε
τη χριστιανική πεποίθησή τους.
Όλα γενήκαν ως απαιτούσε η ανασκαφική μεθοδολογία,
όλα απαντηθήκαν:
μέτρηση βάθους, καταγραφή, περιγραφή.
Μα για τα άλλα, τα σπουδαία και τα ουσιαστικά;
Ποιοι να ’ταν, ποιο τ’ όνομα και η γενιά τους;
Κοιμόντουσαν με ελαφρύ το βλέφαρο τις νύχτες;
Σ’ αυτά απαντήσεις δεν θα βρει
ο νεαρός αρχαιολόγος, ξάγρυπνος στην Αμφίπολη.
Ιανουάριος 2003

ΤΣΟΥΚΑΛΙ

του Χαράλαμπου Μπακιρτζή
που μ’ έμαθε, μεταξύ άλλων,
πως τα κεραμικά έχουν ψυχή
Τρίσβαθη χαρά στη θέα ενός σπασμένου τσουκαλιού
στο άγγιγμά του πανηγύρι και χορός μες στην καρδιά
ο σχεδιαστής και ο συντηρητής καλώς να ορίσουν για να αποτυπώσουν τις
πληγές του χρόνου
ύστερις ο αρχαιολόγος να το αφουγκραστεί
καθώς την ιστορία του διηγιέται και τους πόνους του
άλαλοι στέκουν και βουβοί μπροστά του ο Χωνιάτης, ο Μαλάλας κι η Αννα
η Κομνηνή
λάσπη, φωτιά και ιδρώτας κεραμέως
ιστορία πήλινη και ταπεινή για ένα λιμάνι, μια αγορά και μιαν αρχόντισσα
βυζαντινή
Μάρτιος 2002

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΒΡΑΔΥ ΕΡΧΟΤΑ

Κάθε που βράδυ ερχόταν
και τελευταίος έλεγε το καληνύχτα στο γέρο κάπελα σαλπάριζε στον ύπνο του με χαμηλό και βρώμικο ντιβάνι κι ερχόταν η καλή που γνώρισε
με τα λογής λογής παιχνίδια κι επινοήσεις των σωμάτων για ηδονή.
Και το πρωινό σαν γύριζε
κι ο ήλιος κακομούτσουνος του θύμιζε
πως όλα είναι μπαούλο, που προσδοκάς γεμάτο λίρες και κωσταντινάτα,
μα ’ναι άδειο σαν ανοίξει,
για το καρνάγιο βαρύς επροχωρούσε,
μα ’χε στα μάτια και στο στόμα τα φιλιά
και τ’ άρωμα στα πόρτα τα βαθιά του Μαρμαρά και του Αιγαίου.

Ο ΣΤΙΧΟΣ

Πόσο μ’ αναστατώνουν
πέντ’ έξι αερόκορμες λέξεις – ερωμένες στο κρεβάτι μου
Πόσο με ξεσηκώνει
ένας στίχος λαμπρός ποιήσεως – λαθρεπιβάτης στο καράβι μου
Δέκα χιλιάδες στρατηγοί μου λέγαν
πως μάταιο είναι στους πειρατές πλέον ν’ αντιστέκομαι
κι αυτός, χωρίς κύρος μεγάλου και τρανού,
χωρίς επωμίδες και παράσημα,
μου ’γνεφε όχι
Κι αν με τραβολογάνε τώρα οι πειρατές
μπρος στο μονόφθαλμο αρχηγό τους
το ξέρω
με δικαίωσες τελικώς
στίχε κοντόσωμέ μου.

ΤΟ ΑΣΠΡΟΓΙΑΣΜΑΝ

του Χουσεΐν
Στο Καλό Χωριό το κοιμητήριο εφέτος ασπρογιάστηκε.
Οι χλωμές πέτρες πήραν ένα λαμπρό φως.
Μα πιότερο ο τόπος έλαμπε
που η βούρτσα δεν σταμάτησε στις δόμες του κοιμητηρίου,
μα πήρε σβάρνα να καλύπτει κι αυτές του τούρκικου νεκροταφείου
που φιλούσε χρόνια τώρα σε αυτό των Χριστιανών.
Στο φόβο του θανάτου η ζωή υποκλίνεται.
Ήδη τις νύχτες οι νεκροί χαμογελώντας βγαίνουν από τα μνήματα, ασπάζονται και χαιρετιούνται πάνω απ’ το μεσότοιχο:
-γεια σου Οσμάν
-merhaba Petris bey –
γεια σου Τζεμαλιέ
Ύστερις πάλι ξέγνοιαστοι ξαναεπιστρέφουν στα κιβούρια.
Στο φόβο της ζωής ο θάνατος πεθαίνει.
Σεπτέμβρης 2002

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

της Ρήνας Κατσελλή
που δεν έφυγε ποτέ από την Κερύνεια
Σε τούτο τον μακάριο χώρο
που αλλιώς θα μας εφάνταζε μακάβριος
οι ζωντανοί φθονούνε τους νεκρούς.
Ο ποιητής αχολογά στα αφτιά μας:
να μη μου δώκει η μοίρα μου
ν’ αφήσω το κορμί μου
σε ξένο χώμα μακρινό
γιατί αλλού δεν είν’ γλυκός
παρά στον τόπο τον δικό
του θάνατου ο ύπνος.
Απρίλιος 2005

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟ

του Χρυσήλιου Πολυκάρπου
που ήπιε μέχρι πάτο τη ζωή
Πώς μας πολιορκεί έτσι ο θάνατος!
Πώς μας στέλλει τηλεγραφήματα και καρτ ποστάλ
με ταχυδρόμους φίλους αγαπημένους!
Πώς προσπαθεί να πιάσει φιλίες και να μας γίνει οικείος,
λες και τον ξέραμε χρόνια τώρα!
Δεν τον ξέραμε;
Μάλλον τα παιδικά παιχνίδια και τα εφηβικά μας όνειρα
ανέβαλλαν τη συνάντηση.
Για δες τον, σα βδέλλα χώνεται μες στις παρέες μας
και επιμένει εναγώνιος να γίνει μέλος της ομάδας.
Από το θάνατο των φίλων φιλιώνουμε κι εμείς μαζί του,
έτοιμοι πια, χωρίς ενδοιασμούς, να του σφίξουμε το χέρι.

Η ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ

του βασιλιά της Κερύνειας
“Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες”
Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ’: Ο πειρασμός
Κάθε που κατηφόριζα τα χρυσόσκαλά της για να γιομίσω,
κάθε που η σίκλα μου ξεχείλιζε νεαρόν ύδωρ,
που αφειδώλευτα η καμαρωτή μου χάριζε απ’ τα στήθια της,
ήμουνα σίγουρος
δεκάδες ανεράδων, ξωτικών μάτια με παρακολουθούσαν
πίσω απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων.
τα όμορφα καλοκαίρια της αναζήτησης
των μεσαιωνικών καμινιών της Λέμπας

ΚΑΝΑΚΕΜΑΤΑ

του Αναστάσιου Αγγέλου
κατά τον τρόπο των παππούδων μας
Μικρέ θαλασσομάτη μου, ρουσόμαλλό μου αγόρι
να αντρειέψεις καρτερώ ν’ αγγίζεις το φεγγάρι
Βυζαντινέ μου πρίγκιπα στην κούνια σου θαρρώ σε
γλυκό πως είσαι ’κόνισμα μικρού Χριστού, χαρώ σε
αητέ μου κοσμοπόθητε κι αγγελοκάμωτέ μου
το γέλιος σου παράδεισος και λυτρωμός γλυκέ μου
η μάνα σου φυλάγει σε κι έχει σε στα μετάξια
και τάζει σου αλόγατα και χρυσαφένια αμάξια
Φαντάζουμαί σε νιούτσικο σ’ άσπρο φαρί καβάλα
να κόβεις κάμπους και βουνά ολημερίς τρεχάλα
μα μη ξεχάσεις γιόκα μου μες στα πολλά τα λούσα
κείνο το δύσκολο στρατί που βγάζει στη Γιαλούσα
Ιανουάριος 2002

ΤΟ ΜΑΚΡΥΝΑΡΙΝ

των ποππούων τζιαι των στετάων μου
Στο μακρυνάρι του παππού μου επιστρέφω.
Πέτρες λευκές, σχεδόν εκτυφλωτικές στον ήλιο του καλοκαιριού,
σφίγγουνται αγκαλιασμένες σχηματίζοντας τις κάμαρες του.
Τα παραθύριά του χωρίς παντζούρια, κορμί πεσμένο που ψυχορραγεί
με τραύματα διαμπερή.
Ο άνεμος που φτάνει από την ακτή
ανακατεμένος με τα χνώτα των οκτώσχημων ασπιδοφόρων
το διαπερνά.
Τα βολίκια που σκέπαζαν τους πόνους και τα κρυφά όνειρα επτά γενιών και βάλε αγνοούμενα.
Ανοικτό τώρα με τα αστέρια τη νύχτα να διαλέγεται.
Τ’ αλώνι πια δεν διακρίνεται.
Μα η μνήμη του πατέρα, πιο αιχμηρή κι από τις αθκειακόπετρες,
την κυκλοτερή του κάτοψη ξανά διαγράφει.
Οι νερόλακκοι, χρόνια και χρόνια αμίλητοι, βαθιά κραυγή αφήνουν,
καθώς με πέτρες δοκιμάζουμε τα σπλάχνα τους.
Κάνω να μπω, αργά,
καθώς τα πόδια μου βουλιάζουν μες στη γη,
μα μια ορθογωνισμένη πέτρα πάνω από τ’ ανώφλι,
φύλακας σαν τους λέοντες των Μυκηνών, με σταματά.
Διαβάζω:
«1798»
πάνω από τις κεραίες του λιθανάγλυφου σταυρού
και του «Ιησούς Χριστός Νικά».
Πετρώνω σαν την πέτρα
που είναι σκαλισμένοι οι αριθμοί.
Νόμιζα τόσα χρόνια αρχαιολογώντας
πως είχα νιώσει την παλαιότητα του κόσμου.
Ψηλαφώ τις πέτρες και τα λιωμένα ξύλα
σαν να ’ναι μέλη κόρης που πρωτερωτεύεσαι.
Ενώνομαι με το ακρωτηριασμένο παρελθόν μου.
Βραδιάζει…
Δεν περίμενα ποτέ πως η άφιξη της νύχτας θα μου ήταν τόσο ανεπιθύμητη.
Κατά τις απελπιστικές, γλυκόπικρες επιστροφές μου
στην κατεχόμενη Γιαλούσα
2004-2008

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΣΕ ΛΑΤΊΝΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ
Ο επίσκοπος της Κρεμώνας Λιουτπράνδος στάληκε τον Ιούνιο του 968, ως
πρεσβευτής του βασιλιά της Γερμανίας Όθωνα A’, στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, με στόχο να διαπραγματευθεί την ειρήνη μεταξύ Όθωνα και Νικηφόρου Φωκά, καθώς ο πρώτος είχε καταλάβει εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ιταλία και στέφθηκε στη Ρώμη αυτοκράτορας από τον πάπα. Η αποστολή του Λομβαρδού επισκόπου οδηγήθηκε σε αποτυχία. Κατά την τετράμηνη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη ο Λιουτπράνδος άφησε μια λεπτομερή περιγραφή για τη βυζαντινή πρωτεύουσα, αλλά και για την αυτοκρατορική αυλή. Η αφήγηση του Λιουτπράνδου, η οποία αποπνέει ένα μίσος προς τους Έλληνες, αντιμετωπίζεται από τους ιστορικούς με επιφύλαξη, καθώς υπάρχει μια δόση υπερβολής και έλλειψη αντικειμενικότητας. Η στάση αυτή του Λιουτπράνδου μπορεί, ως ένα βαθμό, να δικαιολογηθεί από την περιφρονητική υποδοχή και εχθρική αντιμετώπιση που είχε από τους Βυζαντινούς. Στην περιγραφή του, σκιαγραφεί πολύ αρνητικά τη βυζαντινή αυλή, πιθανώς για να δικαιολογήσει την αποτυχία της διπλωματικής αποστολής του. Με την ίδια υπερβολή και προκατάληψη περιγράφει ο Λιουτπράνδος τον αυτοκράτορα, τον οποίο αποκαλεί αυτοκράτορα των Γραικών αρνούμενος στον Νικηφόρο Φωκά τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, καθώς τη διαδοχή και την πολιτική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διεκδικούσε ο Όθων.
ΤΟ ΣΗΚΩΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΑΛΕΞΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΓΙΑΤΩΝ
Το καλοκαίρι του 1426 δυνάμεις των Μαμελούκων του σουλτάνου·της Αιγύπτου εισέβαλαν στην Κύπρο. Ο Φράγκος βασιλιάς Ιανός (1398-1432) επεχείρησε να αντιμετωπίσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις. Στην τελική σύγκρουση στον κάμπο της Χοιροκοιτίας, στις 7 Ιουλίου 1426, ο βασιλικός στρατός ηττήθηκε και ο ίδιος ο βασιλιάς συνελήφθη αιχμάλωτος. Οι Μαμελούκοι αφού κατέλαβαν όλο το νησί έφυγαν με πλήθος λαφύρων, 6000 αιχμαλώτους και τον βασιλιά Ιανό, ο οποίος θα απελευθερωνόταν μετά από μερικούς μήνες με την καταβολή μεγάλων λύτρων. Αμέσως μετά την αποχώρηση των Μαμελούκων της Αιγύπτου και την αναρχία που δημιουργήθηκε, οι Κύπριοι χωρικοί και δουλοπάροικοι εξεγέρθηκαν εναντίον των πλουσίων και των Φράγκων ευγενών. Οι επαναστάτες ανακήρυξαν τοπικούς ηγέτες και ένας εξ’ αυτών, Ρήγας ή Ρε Αλέξης, επιβλήθηκε ως ο ηγέτης των επαναστατών της υπαίθρου. Οι Φράγκοι κατέστειλαν την εξέγερση το επόμενο έτος 1427 και θανάτωσαν τους αρχηγούς της.
στ. 8 στα ξέχειλα τα σώσπιτα των ύπουλων αρχόντων, το σώσπιτον [έσω +
σπίτιν] είναι εσωτερικό δωμάτιο του μεσαιωνικού και του παραδοσιακού σπι-
τιού, το οποίο συνήθως χρησιμοποιείτο ως αποθηκευτικός χώρος.
στ. 11-12 Κι ο γαρδινάλης ζήτησεν του Φρε Αγγέλου – κεφαλή των φιλοαίμα-
των καλογήρων του Άη Γιάννη·. Ο Αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ούγος ντε
Λουζινιάν, αδελφός του βασιλιά Ιανού, ήταν γνωστός και ως καρδινάλιος της
Κύπρου. Ο Ούγος εξελέγη αντιβασιλιάς από τους ευγενείς που είχαν διαφύγει
στην Κερύνεια, λόγω τόυ κινδύνου των Μαμελούκων. Ο Ούγος, εκτός από την
οργάνωση στρατιωτικής δύναμης υπό την αρχηγία του ευγενούς Μπατίν ντε
Νόρες για καταστολή της εξέγερσης, επιστράτευσε επίσης τον Ιωαννίτη ιππότη Αγγελον Μουσετούλα, τον οποίο διόρισε ως διοικητή της Πάφου και τον διέταξε να στραφεί κατά των χωρικών της Πάφου.
στ. 13 και του Αντώνιε απ’ το Μιλάνο: Ο ιππότης Αντώνιος ντε Μιλάν (από
το Μιλάνο) βοήθησε τον Αγγελον Μουσετούλα, μετά από εντολή του Αρχιεπισκόπου και αντιβασιλιά Ούγου ντε Λουζινιάν, στην καταστολή της εξέγερσης στην περιοχή Λεύκας και Μόρφου.
στ. 17 της Κάτω Μηλιάς παιδί: Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ως τόπο
καταγωγής του Ρε Αλέξη το χωριό Κάτω Μηλιά, το οποίο μπορεί να ταυτιστεί
με το χωριό Μηλιά Αμμοχώστου και το οποίο γειτνιάζει με το χωριό Λευκό-
νοικο, έδρα του ηγέτη των επαναστατών Ρήγα Αλέξη.
TERRA SIGILLATA
Σφραγισμένη γη. Τύπος αγγείων ευρύτατα διαδεδομένος κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο, γνωστός και ως Σαμιακή κεραμική. Κυρίως επιτραπέζια σκεύη, από
πηλό σε χρώμα πορτοκαλί ή κεραμίδι, με γυαλιστερό επίχρισμα, και έκτυπο ή
εμπίεστο διάκοσμο στο χείλος ή στον πυθμένα.
ΤΟ ΑΣΠΡΟΠΑΣΜΑΝ
Τίτλος Το άσπρισμα, το βάψιμο με λευκό χρώμα, το ασβέστωμα τοίχων με
ασπρόϊν [<βυζ. ασπρόγειον = χώμα λευκάργιλο].
στ. 4 στις δόμες του κοιμητηρίου: η δόμη [<αρχ. δόμος {ρ. δέμω = οικοδομώ}]
είναι τοίχος κτισμένος με πέτρες χωρίς πηλό.
ΤΟ ΜΑΚΡΥΝΑΡΙΝ
στ. 9 Τα βολίκια που σκέπαζαν τους πόνους…: ξύλινα δοκάρια που υποστηρί-
ζουν την οροφή [<γαλλ. volige].
στ. 12 πιο αιχμηρή κι από τις αθκειακόπετρες: Οι αιχμηρές σκληρές πέτρες
από πυριτόλιθο οι οποίες είναι στερεωμένες στο κάτω μέρος της δουκάνης,
βουκάνης ή λουκάνης [αρχ. τυκάνη], μιας βαριάς, επιμήκους και πλατιάς σανίδας. Κατά το αλώνισμα, όταν η δουκάνη συρόταν από βόδια ή άλλα υποζύγια οι αθκειακόπετρες συνέθλιβαν τα στάχυα για να ξεχωρίσει το γέννημα (σιτάρι, κριθάρι, κ.άλ.) από τα στάχυα και για να σχίζει την ποκαλάμη [στέλεχος του σταχυού] σε άχυρο που χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή.
.
.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ (2009)

(Οπισθόφυλλο)
Η μεσαιωνική μυθιστορία 0 Άνθρωπος του Βασιλέως είναι η τραγική
ιστορία του Βυζαντινού αφεντόπουλου Νικήτα Ευγενικού, στα
τέλη του 12ου αιώνα. Ευνουχισμένος από τον τυραννίσκο της
Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό ξεκινάει ένα ταξίδι δίχως όνειρα για
τον Όλυμπο της Βιθυνίας για να καταλήξει στο παλάτιον των
Βλαχερνών, δεξί χέρι του άβουλου βασιλέως Τσαάκιου Β’ Αγγέλου
και ουσιαστικά ο εγκέφαλος της Αυτοκρατορίας. Διπλωματικές
αποστολές, αυτοκρατορικοί γάμοι συμφερόντων, επαναστάσεις,
αιματηρές μάχες, μαγγανείες, συνωμοσίες, δολοφονικές απόπειρες
και συγκρούσεις συνθέτουν τον πολύβουο μα και επικίνδυνο δρόμο
στον οποίο πορεύεται ο Νικήτας. Μέσα από την ιστορία του
πρωτονωβελισσιμοϋπερτάτου και πρωτοβεστιαρίου Νικήτα
Ευγενικού καταγράφονται τα δύσκολα εκείνα χρόνια, όταν οι
άνεμοι της επικείμενης καταστροφής φυσούσαν από παντού για
τη Ρωμανία, αλλά και το προσωπικό δράμα ενός ευνούχου που
το μόνο του αμάρτημα ήταν να αγαπήσει παράφορα. Μπορεί κι
έχει δικαίωμα ένα «λειψό» στο σώμα πλάσμα να αγαπήσει και
να αγαπηθεί; Τι λογής έρωτας θα αναπτυχθεί και ποια δύσβατα
μονοπάτια παίρνει; Μπορεί ένας τέτοιος έρωτας να επιβιώσει και
πόση δύναμη χρειάζεται για τούτο, όταν η αγαπημένη Αριάδνη
είναι μια μοναχή σε μια κοινωνία όπως η βυζαντινή; Μέσα από τις
γραμμές της μαγευτικής τούτης ιστορίας δίνονται πινελιές της
καθημερινότητας των Βυζαντινών που μας οδηγούν συνεχώς στη
διαπίστωση πόσο κοντά είμαστε, παρά το νεωτερικό μας κάλυμα,
στους ανθρώπους τούτους και στην εποχή τους – ένα χρονικό
φάσμα που αποτελεί περισσότερο παράλληλο παρόν παρά μακρινό
παρελθόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου