Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ


ΦΡΟΣΟΥΛΑ
.
Η Φροσούλα Κολοσιάτου γεννήθηκε στη Κύπρο το 1954 και ζει στην Αθήνα από το 1974.Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει κυκλοφορήσει 9 ποιητικές συλλογές και έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο ποίησης του Υπουργείου Παιδείας για το έργο της «Όταν φεύγουν τα φλαμίγκος» το 2005
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
Κατοχική Εποχή, (1979)
Διαγωγή, (1981)
Ηλικία, (1995)
Σα να συνέβη, (2002)
Όταν φεύγουν τα φλαμίγκος,, (2005)
Μέσα από παλιά φινιστρίνια,, (2008)
Μισό σκοτάδι, (2010)
Σκοτεινή συγκατοίκηση  (2014)
Φοράει τα μάτια του νερού (2017)

12
34
56


ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (2017)

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Το άνεμο μην εμπιστεύεσαι
Είναι η θάλασσα χωρίς τα ανεμόφυλλα
Είναι το νερό της απώλειας
Με τη γραφή του γυρισμένη
Προς τα μέσα
Κάτω από λεπτό φιλμ αφρού
Άνθρωποι κρύφτηκαν
Σχεδόν τυφλό
Ένα μελτέμι ελλοχεύει την απόγνωση
Τον ορίζοντα πνίγει ο θάνατος
Παιδικά στόματα δίχως πνοή
Τυλίγουν το νερό
Αναλώσιμα όνειρα και άνθρωποι
Επιπλέουν
Φτερά έχουν τα φύκια
Δες πάλλονται
Πέλαγο πεινασμένο
Δάκρυ κρυστάλλωσε
Αυξάνεται ο χαμός
Σαν να είναι τέρας που ξαναγεννιέται
Όταν ξεφεύγουν από τον θάνατο
Και πάνε σε άλλο θάνατο
Με το πρώτο φεγγάρι της άνοιξης
Μολυσμένες χειρονομίες
Αντανακλούν στα τζάμια της νύχτας
«Θάνατος στην Μεσόγειο»

Η ΜΕΔΟΥΣΑ

Άκου σκάβουν το νερό
Αλλόκοτα
Με παφλασμό η Μέδουσα
Τους σαβανώνει
Σχεδόν γυμνή η νύχτα εμποδίζει
Με δουλεμπόρους
Θα έχει χαλάσει
Η αντανάκλαση του φεγγαριού
Δεμένη με μαύρο σκοινί
Στην ακτή
Ένα παιδάκι
Ικετεύει τα κύματα
Να ζήσει
Όταν αγγίζει το βυθό
Γίνεται κόκκινος
Μυρίζει φόβο
Αμετάκλητο κακό
Άλλαξε η γεύση του νερού
Ποιός κολυμπάει σε τούτο το γιαλό;

ΣΥΜΦΟΡΑ

Όταν χαράζει στο Αιγαίο
Ο κρότος του νερού τινάζεται
Φυσάει δυνατός πουνέντες
Όμως ο πνιγμός καταλήγει αθέατος
Οριοθετεί τα κύματα
Βαθύφωνη η μέρα υποκλίνεται
Αποσυντονίζει ο καιρός
Και ο κραδασμός της νύχτας τεμαχίζει
Μέσα σε λαβύρινθους υγρούς
Πέτρωσαν οι υπόγειες στοές
Και ο θάνατος

ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ

Ηχώ του τρόμου
Αέρας που ρίχνει τα κίτρινα φύλλα
Απόκοσμη σιωπή
Φουρτουνιασμένα λόγια
Να τους πάρουνε λέει
Ό,τι πολύτιμο έχουν
Όταν οι λαοί χάνουν τις ευκαιρίες
Βάφουν τις πόρτες κόκκινες

ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Λέει το παιδί σαν να με διατάζει
– Προστάτεψε με
Δώσε μου στέγη και τροφή
Μην με σκοτώσεις

ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Προσωπείο κλειστό
Σαν φράχτης στημένος
Να χωρίζει
Σκέβρωσαν οι υποσχέσεις

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Κοιτάζουν το μεγάλο κύμα
Το κύμα τούς κοιτάζει θυμωμένο
Είναι το ταξίδι
Φυσικό φαινόμενο
Που τους προδίδει
Το φεγγάρι απελπισμένο
Βουτάει στο βυθό
Μέσα από στοίβες σωσίβια
Αντιφεγγίζεται
Να δραπετεύσουν
Να πάνε πού;

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ

Περίτεχνα ο τυφώνας
Φοράει τα μάτια του νερού
Δίχως επίθετο
Η αλμύρα διαβρώνει τους νεκρούς
Γωνία ακτής και θάλασσας

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ (2014)

Με εξαντλεί ό,τι αγάπησα
Η ζωή μας σε στασιμότητα
Μόνο ο χρόνος περνάει γρήγορα
Κραυγή για το αμετάκλητο
Όπως το σκοτάδι
Ό,τι με βασανίζει συρρικνώνεται
Αόρατος τυφώνας συμπαρασύρει
Υποβρύχιο παραμύθι σε περιδίνηση
Τρισδιάστατο ταξίδι
Κόσμος οικείος
Υπάρχει το σπίτι που αγάπησα
Η λαβή από το μπαστούνι
Της μητέρας
Και η φωνούλα από κουρδιστή κούκλα
Τραγουδά ένα πλεόνασμα αγάπης
Όταν φεύγουν οι άνθρωποι
Αφήνουν πίσω τους
Παράξενες μικρές αναμνήσεις
Έρχονται σαν απρόσκλητοι επισκέπτες
Ίσκιοι της μεταμόρφωσης
Κρατούν στα χέρια τους
Συμβολικούς θανάτους
Φέρνει τα μέλλοντα
Να μοιάζουν με τα παρελθόντα
Το μετέωρο βλέμμα τους
***
Η φωνή χάνεται
Ανεξήγητο δάκρυ
Το δάκρυ είναι ένδυμα
Κάτι ζητάει πίσω
Όπως ζητάνε πίσω τη ζωή τους
Πουλιά σε διάτρητο τοπίο
Σήμερα όμως βρέχει
Άκου…
Κακό δεν κάνει η βροχή
Μοιάζει να βγαίνει
Μέσα από πηγάδι
Σαν να είναι η φωνή απάντηση
Σε κάποιον που είναι απών
Και πρέπει να γυρίσει
***
Όταν οι ουρανοί της πόλης
Χειροκροτούν σε πάμφωτο ελεγκτήριο
Άνθρωποι φοβούνται τους ανθρώπους
Παραμένουν στα όνειρα σκοτεινοί
Σαν τις καταιγίδες
Παγωμένοι από αρχαία λάβα
Και σιωπές
Έχουν την γκριμάτσα του πόνου
Όπως ελέφαντες
Κάνουν μερικά βήματα πίσω
Και βγάζουν κραυγή
Σαν να κλαίνε
Όσοι ξέμειναν από κόσμο
Κινδυνεύουν
***
Δυτικός άνεμος
Έφερε τη λογοκρισία
Με το γιγαντισμό
Προϊστορικών ζώων
Πέτρινος φρουρός
Με δύσμορφη περικεφαλαία
Μοτοσικλετιστές
Στο γύρο του θανάτου
Μουσικοί συνωμότες
Έχουν φτηνές
Μικρές χρεώσεις
Ασυντόνιστα βήματα
Χωρίς πιθανότητες
Στις ακτές ξεβράζουν
Τα κύματα πνιγμένους
Παραπλανητικά
Από ήχο και φώτα
Νεογνά οχιάς
Με άκαμπτα μάτια
Τα υψωμένα φρύδια
Της πόλης
Κάθε μέρα
Σβήνει και ένα φως
***
Δεν υπάρχουν νέα
Πλοία φεύγουν
Άνεμος τρελός μας πλησιάζει
Οι μεγάλοι δρόμοι
Αόρατοι μοιάζουν
Διάπλατα ανοίγουν
Στενά και κτίρια
Μέσα στην μπόρα
Δημοπρατούν την αγωνία
Και το φόβο
Απόψε θα σκοτώσουν
Ένα αγόρι
Ένας ποδηλάτης
Διασχίζει την πλατεία
Ρουφάει το ποδήλατο η άσφαλτος
Γίνεται θάλασσα
Πιο κάτω
Αμετακίνητα τραπέζια
Στον πεζόδρομο
Τρέμουν από το κρύο
Παρκαρισμένα αυτοκίνητα
Φύλλα πέφτουν
Φύλλα στη θύελλα
Γεμίζουν δάκρυα πλανόδια
Ψυχή στους δρόμους
Τρίζει το ξεχασμένο πόμολο
Της πόλης
Όπως παράθυρο από μέσα
Στο δικό της λαβύρινθο
Η πόλη ολόκληρη
Χωρίς αισθήσεις
***
Όταν αγαπάς τον τόπο
Ο τόπος υπάρχει
Στην οθόνη του κινητού
Λευκωσία-Αθήνα
Φανερά και κρυφά
Σκιές και έρωτες
Πραγματικός χρόνος
Πάνω από την εποχή
Ο ύπνος έχει γεύση τρικυμίας
Έτσι αρχίζει ένας κόμπος στο λαιμό
Για τα ανάποδα κομμάτια
Και τα σύνορα αόρατα
Περίτεχνα στην γκρεμισμένη ώρα
Φτάσαμε τελευταίοι
***
Κόκκινες κούκλες
Τις σήκωσε ο αέρας
Αιωρούνται
Ένα μαχαίρι μαυρομάνικο
Κόβει το φεγγάρι
Ήταν μικρά
Πολύ μικρά παιδιά
Της μάνας τους τα χέρια
Ενώθηκαν ακριβώς στις άκρες
Του ολέθρου
Να μη μιλάει κανείς για θάνατο
Ξεχείλωσαν οι εικόνες
Μέσα από ματωμένες σελίδες
Σε λίγο ξεχασμένες ειδήσεις
Ζωή να ξαναδώσει ποιος μπορεί;
Ψυχούλες μου
Τα μωρά της Γάζας
Μέσα σε γάζες
13/1/2009
***
Πατρίδα μου είναι
Το φως
Και ένας ήλιος
Που καίει
Τα μαλλιά της
Βρεγμένα ωραία
Γυναίκα που δεν κλαίει ποτέ
Η άλλη της όψη
Έρχεται μέσα από τα κύματα
Σ’ αυτά τα άσπρα χώματα
Καινούργιος θρίαμβος
Και δικαστής
Το φως θα μας δικάσει
***
Αθροίζω αδιέξοδα
Σε ώρα ανάπηρη
Μα έτυχε
Λέξη από νερό
Ανυπόταχτη
Ανάσα του λυγμού
Άθικτη σχεδόν καινούργια
Ένας κόσμος που χάνεται
Εκεί που πάντα επιστρέφει η βροχή
Να ξεγελάσω τα λόγια μου
Να μη φωνάξω
Για τα χρόνια που έρχονται
Απλώνω το χέρι μου
Μια σπιθαμή από την άβυσσο
***
Δεν ξέρω παρά να γράφω στίχους
Στην αυτοτέλεια
Και ισομετρία της λέξης
Αυτοσχεδιάζω μικρούς στόλους
***
της μικρής Σάρας
Μακριά
Ένας γέροντας είδε στο όνειρο
Μια γειτονιά ολόκληρη
Συνεχώς ανοιγόκλεινε
Το σπίτι να γέρνει
Και ένα μάτι να κοιτάζει τα έγκατα
Άφωνη μέρα δίχως διήγηση
Τις φωνές του δρόμου
Δεν τις άκουγε ο ήλιος
Βόγκηξε το κορίτσι
Πριν ξυπνήσει ο κάτω κόσμος
Πριν την κλέψει
Ως άλλη Περσεφόνη ο Πλούτωνας
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα
Να μην έχουν θέρμανση τα αστέρια
Θέριζε ο αέρας παγωμένα δάκρυα
Στις εκδορές του τοίχου
Ένα κορίτσι δίπλα στο μαγκάλι
Με κλειστά παράθυρα και μάτια
Να μη βλέπει το κακό που πλησιάζει
Μια μικρή ιερή θεότητα
Στο βωμό του ασύστολου κόσμου
Δίχως έλεος
Συναρμολόγησε το θάνατο
Χωρίς ανάσα
5/12/2013
***
Φωνές βραχνές
Όπως αυτές που έχουν οι ρεμπέτες
Υπονοούμενο σκοτεινό
Στεγνό τοπίο
Σαν άκρη από δωμάτιο χωρίς φως
Ακούγεται γλέντι μακρινό
Κάτι σαλεύει στα ερείπια
Αόρατες δυνάμεις
Και ένας μοναχικός θεός
Στο πέτο ενός παλιάτσου
Χλομιάζει το φεγγάρι
Ο μάγος του νερού
Λιπόθυμος
Πια δε χρειάζονται εποχές
Μικρής υποβαθμισμένης
Επιβίωσης ριπές
Και ο θάνατος
***
Μόνο η σιωπή του ανθρώπου
Σε μια κοινότητα πόνου
Ακόμα και οι άγγελοι κοιμούνται
Όταν άλλοι πεθαίνουν
Τα χαμένα λόγια
Κατεβαίνουν στη θάλασσα
Να προλάβουμε λέει
Πριν εξαφανιστούν οι μέλισσες
Την αυλή των ψιθύρων
Η φωνή της μέρας αντηχεί
Μια κουκκίδα στο χάρτη
Έχει αρχίσει να νυχτώνει
Ανοίγω την πόρτα
Νεκρά είδωλα
Πέφτουν μπροστά μου
Άλλος τώρα ο προσανατολισμός
Ολόκληρη η γεωγραφία
Η δική μας αλλάζει
Μόνο η σιωπή του ανθρώπου
Και ο πόνος

ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (2010)

Η ψιλή βροχή
Αναπνοή του φύλλου
Της ανεμώνης
Λαξευμένη τάφρος
Της εποχής του χαλκού
Και ασύλητη
Τόσοι άνεργοι
Παθητικοί αποδέκτες
Επιδομάτων
Λάμπει ο ήλιος
Κανένας δεν κοιμάται
Το φως του Μάη 
Γραμματόσημο
Χάλκινος πολεμιστής
Τρελά καλπάζει
Η εξουσία
Λατρεία παράλογη
Παγιδεύεται
Χιλιόμετρα
Της νέας παράκαμψης
Η ταπείνωση
Οι τόποι μικροί
Κενά κρύβουν μεγάλα
Και με φοβίζουν
Μ’ άρρωστες λέξεις
Μολύβι αόρατο
Κεντά το πένθος
Μισό σκοτάδι
Οι μικροί γαλαξίες
Σκύβω ν’ ακούσω
Προς τον ουρανό
Παιχνίδι βαρύτητας
Τα Μετέωρα
Οι εξεγέρσεις
Τα μαραμένα φύλλα
Και ο Οκτώβρης
Τα περασμένα
Μονολογούσες πάλι
Κύματα πλάνης
Ο παράδεισος
Όλο θυσιάζεται
Σ’ αδιέξοδα
Μόνο η θλίψη
Χωρίς το φως του ήλιου
Ξαναγεννιέται
Ίχνη ζωής
Τα μυστικά σου τώρα
Ν’ αποτυπώσω
Τραγούδα γέλα
Της νύχτας το σημάδι
Δε θα ξεχάσεις
Χλομέ ουρανέ
Σκορπισμένα τ’ αστέρια
Να ξημερώσεις
Το χιόνι πέφτει
Το γέλιο υπόκωφο
Μες στο φαράγγι
Το περίβλημα
Στα πρόσωπα των άλλων
Θάνατε μοιάζεις
Σε παράθυρο
Χωρίς τζάμι με θέα
Μόνο το κενό
Να που φύσηξε
Ο υγρός νοτιάς φέρνει
Μόνο τον πόνο
Είναι του πόνου
Τα αποτυπώματα
Μέσα στο βλέμμα
Χωρίς πιλότο
Και σε θολό ουρανό
Η τυφλή πτήση
Επιθυμία
Αστέρι τεράστιο
Των γενεθλίων
Μα απέτυχαν
Δε θα λυτρώσουν ποτέ
Οι ψευδαισθήσεις
Μη φανερώσεις
Μωσαϊκό του φλοίσβου
Την αγωνία
Χωρίς ενοχή
Σε χάδια αφήνεται
Κλέφτης ειδώλων
Ανεξόφλητα
Βαλκανικά χρώματα
Φτερά σε μπόρα 
Έχω αντοχές
Στην ίδια αυλαία
Χρόνια και χρόνια
Ανεξήγητα
Η θαμμένη ελπίδα
Φόβο θα φέρει
Φεύγει ο καιρός
Και η θάλασσα ακτές
Καταβροχθίζει
Ανυπάκουα
Ο λόγος πρωτότυπος
Της ανατροπής
Κοντοστέκεσαι
Και ένα χαμόγελο
Δες τρεμοπαίζει
Μας παραπλανείς
Προδοσία της λέξης
Γερά δεμένη
Μαγικής γραφής
Σύμβολα και φυλακτά
Κρύβουν οι φράσεις

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ (2008)

ΥΠΕΡΦΟΡΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Ουράνια χτυπήματα
Έγκαυμα από λευκό φώσφορο
Σφραγίζεται
Ανοίγει και αναφλέγεται
Δύσκαμπτη στάση
Του ουρανού θυγατέρες
Με ένα ποτήρι κρασί
Ξεμακραίνουν ώρες χωρίς ειδήσεις
Σαν ταραξίες εντός ορίων
Με θηλυκό νερό
Και τα δώρα της Δήμητρας
Ψάχνουν το άλλο πρόσωπο του δειλινού
Του φόβου αντίδοτο
Εικονολήπτες του αύριο

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΕΚΛΕΙΨΕΙΣ

Το χρυσό σεντούκι των παραμυθιών
Ψηφιακός καθρέφτης
Γέμισε κόκκινη παλίρροια
Σε ψυχρά νερά
Το βαθυσκάφος έχτισε με μουσική
Ηλιακές εκρήξεις
Τα χρώματα
Της τέχνης των σπηλαίων
Ιπτάμενη σανίδα των παιδιών
Εξαπάτησε το φως
Να μας καθησυχάσει
Στους δρόμους με τις κάμερες
Σύνολα αργυρά και χάλκινα
Πλαστά νομίσματα
Ρυθμίζουν τη ζωή μας

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Όταν μάζεψαν
Τα αποκόμματα του μυαλού
Έγειραν προς το ποτάμι
Με την οσμή των νεκρών
Πόσο κοστίζει η ανάφλεξη;
Το φως είναι πρόσχημα
Από εκεί μέχρι το κάρβουνο
Κοράκια έγιναν οι ψυχές
Ολόκληρες ήπειροι
Καθησυχάζουν
Στην πίσω πλευρά της θάλασσας
Ξεδιπλώνοντας ένα προσχέδιο
Ρυθμού αλλόκοτου
Των αποστάσεων
Τούτες οι ώρες αιώνιες
Μόνο ο πόνος δεν έχει ρυθμό
Καταπακτές που άνοιξαν κρυφά
Ξεδίπλωσαν βασίλεια της χίμαιρας
Μόνο ο πόνος δεν έχει ρυθμό

ΑΞΕΔΙΑΛΥΤΟ ΑΡΩΜΑ

Ερασιτέχνες του ασπρόμαυρου
Σαν στάχυα που λικνίζονται
Πευκοβελόνες που τρίζουν
Είναι οι πολλοί
Του αυταρχισμού υποστηρικτές
Ο φόβος
Αναγραμματισμός της ελπίδας
Υπεροπτικά γοητευμένος
Από ραδιενεργές αμμοθύελλες
Συμπεριφορές εγκλείστων
Στο κλάμα της βροχής
Πυγολαμπίδες χάθηκαν
Σε λίμνες ανυπότακτων πουλιών
Εκεί που καθρεφτίζονται τα αστέρια
Επαναστατικές τοιχογραφίες
Για λίγους
Διαδοχικά
Πλωτές πολιτείες
Τα χαρακώματα του χιονιού
Φόρεσαν τα χρώματα που λιώνουν
Θυσία και πένθος
Στα παζάρια των μάγων
Οι Νέρωνες καίνε τις πόλεις
Αρχές Αυγούστου 2006

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ

Φλέβα
Φτιαγμένη από λέξεις
Χρώματα
Δίχως όνομα
Φωνή γεμάτη μυστικά
Με τη χροιά του τρόπου
Που λένε τ’ όνομά σου
Αυτοί που σ’ αγαπούν
Καρικατούρα μιας κούκλας
Του κοριτσιού
Ταξιδεύει
Με τον σιδηρόδρομο του μεταξιού
Να προλάβει τον ήλιο που δύει
Στις χούφτες της
Κρατάει ψιχάλες δειλινά
Ανηφορίζουν χειρονομίες
Σε κυλιόμενες σκάλες
Σαν ικεσίες Αμαδρυάδας
Στους υλοτόμους
Με τη μυρωδιά του Θεού
Ανάμεσα ηθικής και αισθητικής
Ήταν κάποτε ένας χάλκινος τρίποδας
Ήταν κάποτε
Ένα κορίτσι με τις κούκλες του

ΩΣ ΔΑΝΕΙΟ

Μούσα της μνήμης
Δεν ορίζω τις δυνάμεις του Αίολου
Με βρήκε ο ύπνος
Με τη μελαγχολία του Άμλετ
Είμαι μια τοξοβόλος σε υπέρβαση
Αφόρητα πλαγιοδρομώ
Τα επίσημα ψεύδη
Ανυπεράσπιστη
Με το πέπλο της μυθοπλασίας
Απέμεινε αίμα στον τοίχο
Και με εκθέτει
Την αϋπνία
Την απορροφάει το φως της μέρας
Έρχεται να μας βρει
Εκεί που αρνιόμαστε να φτάσουμε

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ

Έκθεση
Με γκραβούρες
Και πάνινες χειροποίητες κούκλες
Επίσκεψη περαστική
Γυροβολιά της νιότης
Σιωπηλά φεύγει
Φθινοπωρινοί διάλογοι
Ιερά δώρα
Αποχαιρετιστήρια
Ο άγιος των χαμένων σκοπών
Με το ανελέητο βλέμμα του
Ταξίδι στον ήλιο
Η θυσία χαρίστηκε
Στους λωτοφάγους
Κοιτάς έξω
Μ ια σειρά πράξεις
Στοιχειοθετούν όρια
Να δικαιώσουν το θάνατο

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

Στα άκρα της λύπης
Το τέλος των πραγμάτων
Μας ελκύει
Στη μυστική την κρύπτη
Ο κόσμος της ομορφιάς
Να προλάβω το θάνατο;

ΥΠΑΙΘΡΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ

Δίνουν χρώμα
Στο γκρίζο της πόλης
Στην άλλη πλευρά
Μιας μαγικής πόρτας
Φλερτάρουν τα πρόσωπα
Σε φωτοσκιάσεις
Αρχαίοι αθλητές
Σε καλύμματα παλιών βιβλίων
Των γκράφιτι writers
Οι χαράξεις
Όπως στις παιδικές ζωγραφιές
Είναι οι μάγοι
Με τις πινελιές θραυσμάτων

ΤΑΡΙΧΕΥΣΗ

Δίγνωμη ματιά
Λεηλασία
Εισβολείς
Εγκληματούν και διαφεύγουν
Με ανανεωμένη διάθεση
Ένας μοναχικός γυπαετός
Με βαθύ πορτοκαλί
Λούζεται
Στη διαβάθμιση των χρωματισμών
Κλαίει

ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ

Ένα περιβόλι ντάλιες
Μετατρέπεται
Σε χέρσα ζωή
Την καταπίνουν
Παράφωνες κουκουβάγιες
Του ψιθυρισμού
Το ασύντακτο σκοτάδι
Στα ναρκοπέδια
Μετέωρα δάκρυα
Τα τύλιξαν τρελοί αέρηδες
Στις αγορές της πόλης
Μέσα στη βουή των επερχόμενων
Το μέλλον θα το φοβούνται οι δυνατοί

Η ΣΑΛΙΜΕ

Στις λυόμενες αίθουσες του ονείρου
Η Σαλιμέ έμεινε ασάλευτη
Στο χρώμα της αγάπης
Το άπλωσε στα ραδίκια και στις μολόχες
Και στα μήλα που μας χάριζε
Σαν παίζαμε πόλεμο
Τούρκοι και Έλληνες μες στην αυλή της
Το σπίτι τώρα το γκρεμίσανε
Τα μήλα έγιναν πέτρες
Στα τζάμια του καφενείου σκιές
Θραύσματα αγγέλων
Τα πήρε ο στοιχειωμένος ύπνος
Την ώρα τη δύσκολη
Η Σαλιμέ
Όπως η Φαδίμη
Αποφάσισε να μείνει μαζί μας
Φύτρωσαν τότε λουλούδια τριγύρω μας
Στις αποχρώσεις της χένας
Τα σκόρπισε νύχτα ο άνεμος
Εκείνον τον παράξενο χειμώνα
Ανατολικά του αντίσκηνου
Ακούστηκε θρήνος βιολιού
Βγήκαν μοιρολογίστρες
Έσβησαν οι λάμπες ασετιλίνης
Και η εξόρυξη χαλκοπυρίτη
Υδρόχρωμα σκέπασε
Σκέλιθρα ξύλα στην αυλή
Κι ένα ειδώλιο του έρωτα
Στην πόρτα της
Τα ηχοπετάσματα
Τώρα σκοτώνουν τα πουλιά
Κι ένα ωραίο
Ειρηνικό κομμάτι της ζωής μας

ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΚΑΙ ΡΗΞΗ

Πρόσεχε τις παρουσίες μέσα στη θλίψη
Αδειάζουν βαθιά τον εαυτό σου
Σαν παλιά αγάλματα
Σε κοιτάζουν ακίνητα
Τις νοσταλγίες προσφέρουν
Σε μονοσύλλαβο χρόνο
Προθεσμίες που έληξαν
Μ’ ένα σπασμένο γέλιο
Η γιαγιά ντυμένη τη σκούρα ποπλίνα
Βγαίνει στον κήπο να μαζέψει ροδάκινα
Τώρα διαρκώς ταξιδεύει
Στο σπίτι
Είναι παλιός και σκουριασμένος
Ο καθρέφτης
Μπερδεύει το φως με τις σκιές
Τα περασμένα με τα τωρινά
Ποιος σηκώνεται νωρίς
Και βρίσκει το σκυλί πεθαμένο
Ποια μάνα ξαναπλένει
Το πουκάμισο του γιου
Και το απλώνει στα σύννεφα
Είναι φευγάτη σε ξένη χώρα
Και σε άδεια ερείπια
Μέσα σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα
Πέθανε η αγάπη
Ένα σπίτι δίχως παράθυρα και πόρτες
Είτε για σένα φτιάχνεται
Είτε για σένα πέφτει

ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ (2005)

Κρατικό Βραβείο ποίησης του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.
Σκεπτικό βράβευσης: Η ποίηση της Φροσούλας Κολοσιάτου διακρίνεται για την αισθητική αρτιότητα και την υποβλητικότητα. Η έντονη παραστατική δύναμη, η θεματολογική και υφολογική ομοιογένεια, η ελλειπτικότητα είναι κύρια χαρακτηριστικά του έργου. Μέσα από χαμηλόφωνους τόνους η ποιήτρια επιβάλλει το δικό της εσωτερικό ρυθμό αποτυπώνοντας υπαρξιακές ανησυχίες και αποκαλύπτοντας ένα πλούσιο συναισθηματικά κόσμο.

ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΔΕΝ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Κρεμάστηκε από τον ουρανό
Βροχή
Και απειλεί
Σαν την παράδοση της Ανδρομάχης
Έχει ακόμα χρόνο
Που λιγοστεύει
Καθώς αρχίζουν
Μέσα στην απορία τα θαύματα
Λοξοδρομούν
Στις συγκοπές των βημάτων
Που κάνουν το νερό να γλιστρά
Στα πόδια της μάνας
Να βρεθεί κάποιος
Να πάρει το μωρό που κλαίει
Όταν φεύγουν τα φλαμίγκος
Φεύγει πίσω τους ο τόπος

ΜΕ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Τόσο σκιώδες
Τόσο εφήμερο
Είναι το γούρι των θνητών
Η μνήμη γράφεται
Στο νερό
Όταν φυσήξει ο άνεμος
Όλοι θα σ’ έχουν ξεχάσει
Φυσάει πάντα
Απλώς αλλάζει κατεύθυνση
Με την κλαγγή των όπλων
Προβάλλει μια γατοκέφαλη θεά
Με δίχρωμα μάτια
Φοράει το δαχτυλίδι του Μίνωα
Σιωπηλά
Βαλσαμώνει πτώματα

ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ

Ένας χείμαρρος
Ακούω τη βουή του
Τη νύχτα
Δισύλλαβο μοιρολόι
Μοίρα και πρόκληση
Με χωρίζει από τους άλλους
Ό,τι δεν χάθηκε
Είναι μέσα μου

ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ

Θα μαζέψουμε τα σκουπίδια
Ενός πολέμου που δεν αποφασίσαμε
Με μάσκες που συγκαλύπτουν ασχήμιες
Θα ξεχάσουμε
Δύο τρύπια παπούτσια στις ερημιές
Δύο τρύπες άδειες τα μάτια
Θάνατος

ΦΡΟΥΡΟΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ

Μεγάλωσα σε σπίτια εκατό
Στις γειτονιές του ελάσσονος
Γι’ αυτό τρομάζω στους θυμούς
Μισώ να πιέζω τους ανθρώπους
Κάθε που έρχεται η άνοιξη
Μοσχοβολούσαν τα κρινάκια
Κρασί
Γλυκά
Κεντήματα
Τότε που τα παιδιά
Επινοούσαν ακόμα παιχνίδια
Ο συλλαβισμός της ομορφιάς
Να σκαλίζει μικρά αλλόκοτα είδωλα
Έρχονται από τον κόσμο του ονείρου
Τρυφερές διαφάνειες
Ακριβές
Της παιδικής ηλικίας

ΣΑ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ (2002)

ΤΟ ΜΙΣΟΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟ «ΑΝΩΙ»

Το μισογκρεμισμένο «ανώι»
Δεν φτιάχτηκε
Για να διαρκέσει
Μ’ αυτό δεν θα μπορέσω άλλο να ζήσω
Κάτω απ’ τη στέγη
Στη μέση ακριβώς της καμάρας
Ένα φανάρι
Ανάβει ακόμη απ’ το χέρι της μάνας
Η σκάλα φαγωμένη πέτρινη κατεβαίνοντας
Μέσ’ στα αγριόχορτα λυπημένη
Για την αναχώρηση όλων μας
Οι νύμφες γύρω απ’ το ψηλό
Σιδερένιο νυφικό κρεβάτι του παππού
Στήνουνε χορό με μύθους και ήρωες
Το χαμομήλι σιωπηλό
Μέσα απ’ τις πλάκες της αυλής
Κ αι τα αδιάκοπα τζιτζίκια του καλοκαιριού
Ανάμεσα μια θεά άγνωστη
Μ’ όμορφα δάχτυλα να γνέθει
Πολλά γνωστά και άγνωστα
Πάνω απ’ τη στέγη τα σπουργίτια
Ψηλά μέχρι τον ανοιχτό αέρα και
Τ ι κεραμίδια του απέναντι σπιτιού
Εκεί που ε στηνε σκοπιά ο εγγλέζος στρατιώτης
Όταν μας βάζανε οι εγγλέζοι «κέρφιου»
Μέσα σε αφόρητη ζέστη και δέντρα ακύμαντα
Ακόμη μοσχοβολάει εκατόχρονος δυόσμος
Δεν έπρεπε να δεχτώ
Να χαλάσουν το φράχτη με τις φραγκοσυκιές
Ένα φίδι τράβηξε ίσια κατά την αυλή
Μέσα σε μια αδιαπέραστη ψύχρα ερήμωσης
Τ ο πέτρινο ανώι
Με την καμάρα και τα πολλά παράθυρα
Δεν υπάρχει παρά μονάχα
Για να πουληθεί
Οι αγοραστές του
Θα μεταλλάξουν το φως
Απ’ την πέτρα του
Και το φανάρι της μάνας θα σβήσει

ΚΑΤΑΔΥΣΕΙΣ

Το σκουπιδιάρικο περνάει στις τέσσερις κάθε πρωί
Μ e ξυπνάει
Με πιάνει αγωνία
Εφιαλτική εξάρτηση απ’ το χρόνο
Ξαγρυπνάω
Έρχονται τότε πράγματα της νοσταλγίας
Λέξεις της αγάπης
Λέξεις της θλίψης
Η μάνα μου γριά ντυμένη στα μαύρα
Μ’ αποχαιρετάει στο κατώφλι του σπιτιού
Λυπημένη
Εγώ φεύγω
Μεγάλα μυρμήγκια με φτερά και βατραχάκια
Οι γάτες μας μεγάλες σαν λιοντάρια και γουργουρίσματα
Η μάνα έχει μια στενοχώρια
Μεγάλη σαν τη νύχτα
Είναι ένα κύρτωμα στους ώμους της που τη γερνάει
Μα όταν γελά σκάνε τα ρόδια
Μου ’πες να τα κρατήσω
Μ* αυτά ξανάγιναν σπουργίτια και
Χελιδόνια που τριγυρνούν στις στέγες
Των σπιτιών της γειτονιάς
Αποδημητικά πουλιά ο τόπος μου έχει πολλά
Μου ‘λειψαν ας πούμε
Οι τσακιστές ελιές με κόλιανδρο
που τρώγαμε τ’ απόγευμα
Τα χαλίκια της αυλής
Τα μαντολίνα
Οι μυρωδιές…
Στην αυλή μας ένας σκαντζόχοιρος ήμερος
Περιφέρεται ακόμα
Δεν μας φοβάται
Όλο ξεχνώ τα πράγματα που έχω προγραμματίσει
Για να κάνω
Σήμερα όμως
Στη δροσιά του σώσπιτου με το φεγγίτη
Προς τη μεριά του Τροόδους
Στο φλιτζάνι του καφέ η Ξενοφίνα
Διαβάζει σημάδια των ονείρων
Μαύρο είναι το χρώμα στις μπλούζες των νέων
Γκρίζο είναι το χρώμα της θλίψης
Κόκκινο είναι… και όλα τ’ άλλα
Κοσμήματα της οικειότητας
Ύστερα ξημερώνει.

ΤΟ ΝΕΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΞ

Ήδη το φεγγάρι
Ένα κενό ανάμεσα στα κύματα
Τόσα λείψανα αγαλμάτων
Τόσοι πολλοί αγώνες
Για λογαριασμό τρίτων
Τόσος καπνός από θυσίες
Που μυρίζουν ακόμα τα σκοίνα
Καθώς τα χαρακώματα έζωσαν
Τα πλευρά του τόπου
Εμείς παιδιά μάθαμε
Να μπαίνουμε στις καταιγίδες
Όπως κάποιος μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο
Λες τώρα να στήσουν μνημείο
Στον Μαριγιάν το μονόφθαλμο λιοντάρι
Του ζωολογικού κήπου της Καμπούλ
Στο κέντρο της πόλης
Καταμεσής του πολέμου;

ΓΥΜΝΟΙ ΙΚΕΤΕΣ

Στην εξέδρα των δακρύων
Ένας λαός πολιορκημένος
Βρέχει σοβάδες και λυγμούς
Μα τα πουλιά δεν βρίσκουν τόπο να κουρνιάσουν
Τα πτώματα έμειναν άταφα
Τα μάτια στεγνά
Ένα φως ίδιο με λάμψη πυρετού
Άπληστη τυραννία
Μαχαραγιάδες με τα κυνικά φετίχ της ευμάριας
Άστοχοι εκ των πραγμάτων
Φωνή θανάτου στα σοκάκια της Ραμάλας
Παρατεταμένη αστάθεια του γρύλου
Με το τραγούδι της νύχτας πένθιμο
Η Ραμάλα των σκοτεινιασμένων αποκλεισμών
Στα οχυρά της άνοιξης ναυαγισμένη πόλη
Σε κατάσταση θανατηφόρα
Ζητάνε υποχωρητική συμπεριφορά
Αλαζόνες προς φτωχούς
Μια διέξοδος διαφυγής προς το θάνατο
Με τραγούδι γυμνό
Ιππότες της αποκάλυψης
Για να ερμηνευτεί η λυρική ανατολίτικη ομιλία
Σε πραγματική ταυτότητα
Χρονοφανάρια να φωτίσουν
Το ωραίο πρόσωπο της Παλαιστίνης
Η ισορροπία της αλήθειας
Ώσπου να αλλάξουν τα χρώματα
1-4-2002

Του Σολωμού Σολωμού
Του παλικαριού που τόλμησε

…Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…
Τούτο εστί το αίμα μου…
Ένα τραγούδι μεσ’ στο καταμεσήμερο υψώνεσαι
Μεσ’ στην αγάπη μας μ’ όλους εμάς
Μόνος ή τον θάνατο
Γυμνός και λεύτερος
Το στιλπνό σου όνειρο
Αίμα αναβλύζον
Απ’ τις πληγές του κορμιού σου
Πατρίδα σου είναι ο άνθρωπος
Περήφανος
Και λεύτερος
Ένα ασθενοφόρο ολομόναχο πέρασε στους
Άδειους δρόμους ασθμαίνοντας
Μια αφόρητη λύπη
Χαιρετώ το παλικάρι
Που προσπάθησε να φτιάξει έναν κόσμο
Έξω απ’ την πραγματικότητα
Αυτός ο θάνατος είναι το όνειρο
Είναι ο θάνατος του φωτός
Ωστόσο
Ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής
Γι’ αυτό γυρίζεις διαυγής στις αυλές
Των σπιτιών μας
Στη δροσιά των κληματαριών
Στο πρωινό φως
Στους αντίλαλους τ’ ουρανού
Πέρνα λοιπόν
Λεβέντη δικέ μας
Τίποτε δεν σου κλείνει τον δρόμο
Σ’ ένα άγιο Ιδανικό τέρμα
Γιατί ποτέ δεν ήλθες και ποτέ δεν έφυγες
Γεννημένος με το χαμόγελο της αθανασίας.
Στα χείλη σου
16-08-96

ΗΛΙΚΙΑ (1985)

ΧΑΡΤΕΣ ΚΑΙ ΑΤΛΑΝΤΕΣ

Μέσα στο σπίτι κοιμούνται οι παλάμες του έρωτα.
Κάπου εισδύει μια διαύγεια έξαλλη,
δεσπόζει η λατρεία μέσα στο παιδικό δωμάτιο
με τα παιχνίδια
και το καγκουρό που ήρθε απ’ την Αυστραλία.
Κάτωχροι τοίχοι εξάπτουν την πραγματικότητα,
εισδύουν στα παραμύθια του παιδιού.
Ποιος τυραννούσε άραγε τη μάνα μου,
κι ένα τοπίο γυμνό Κυπριακό
που στέκει αβίαστα μες στον καθρέφτη.
Μέσα στο σπίτι κολυμπάει μεταξένια αταξία.
Καλπάζουν χωματένιοι σβόλοι
στη φαντασία της κίτρινης μπάλας
κι ο Ιάσονας γελάει.

ΓΥΑΛΙΣΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Κουβαλήσαμε την αμφιβολία του αιώνα
στο σπίτι στην Καλαβασό.
Τ ο νερό στη γυάλα του ψαριού έμεινε ανάλλαχτο.
Με μάτια ατημέλητα οι άνθρωποι έρχονται.
Τι θέλουν;
Ξεθώριασε η μανταρινιά.
Τους κέρασε γλυκό κυδώνι η γειτόνισσα.
Η πρόθεση των χαλικιών ήταν να βαλσαμώσουν
την ακαμψία των βουνών,
ταράζει το ρυθμό της λάμπας η ροή των χειμάρρων.
Βραδιάζει σοκάκια και παιδιά που παίζουνε,
νυχτώνει ηρεμία και πεφτάστερα.
Μείναν σεντόνια απλωμένα στην αυλή οι θύμησες.

ΛΙΠΟΘΥΜΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Ανήκω σ’ έναν κόσμο που γοητεύεται να ακούει ιστορίες.
Ξεχάστηκα και φόρεσα τα ρούχα μου ανάποδα.
Κάνω κολάζ ανθρώπων αγαπημένων που μπαίνουν μέσα σ’ άλλες εποχές.
Έμαθα πάλι απ’ την αρχή κάτι απ’ τις μυρωδιές να ξεδιαλύνω.
Μου λείψαν ξαφνικά πολλά. Καπνίζω ακόμα.
Το πρόσωπό μου είναι χλωμό. Μη με κοιτάς.
Ο καιρός ετοιμάζεται πάλι να γυρίσει.
Όμορφοι που είναι οι άνθρωποι όταν γελάνε.
Τ α λόγια κλείνονται σε μια βαλίτσα αναχώρησης.
Τ α κλείνει η κυρία Νίκη η καθαρίστρια
κι ένας πντσιρικάς μαζεύει νομίσματα χρυσά.
Κάποιοι τουρίστες έγιναν πολύχρωμοι πίνακες.
Οικείος και μακρινός σ’ ολονύχτιο αεροπορικό ταξίδι.
« Έλα να δούμε από εδώ τη Λευκωσία»,
Μόνη διέξοδος μικρές αθώες εμμονές,
και η μνήμη να επιμένει σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια.
Στα χέρια σου κρατούσες κάποτε υγρές νοσταλγίες.
Με τα δάκτυλα του μύθου περιεργάζεσαι ακόμα
μια απορία που έγειρε και κοιμήθηκε σ’ αυθαιρεσίες ονείρου.
Σου φώναξα δυνατά.
Κάτω από ένα δέντρο. Θα μ’ άκουσες.
Κάτι απ’ τα παλιά με άγγιξε.
Ξεχύθηκε μια ανατριχίλα απ’ το Φασούρι μέχρι το λιμάνι.
Πέρασε κάποτε ένα καράβι
τυλίγοντας τον καπνό του γύρω απ’ το σπίτι μου.
Με πήρε μαζί του και δεν θα γυρίσω ποτέ.
Την αγάπη σου την ματαιώνει ο χρόνος.
Προτιμώ να πιω έναν καφέ στο σπίτι της φίλης μου,
πριν με προλάβουν οι αιώνες του καλοκαιριού
και η κίνηση απ’ τα χιόνια του χειμώνα με φοβίζει.
Ένας φωτορεπόρτερ τραβάει σ’ επαναλήψεις
την γιαγιά μου να ερωτεύεται.

ΕΧΕΙ ΕΝΑΝ ΕΡΩΤΑ

Σε πόσες γιορτές θεών και σε χορούς ξεχάστηκε.
Άφωνη με γραμμένα στα πόδια χρυσά του έρωτα λόγια.
Ήσυχα μελετάει την απόφασή της μες στη νύχτα.
Κανείς δεν πρέπει να της έχει εμπιστοσύνη.
Χρησιμοποίησε τις μέρες της απλά.
Δεν την απασχολούνε πια πολλά
έχει έναν έρωτα που την ταράζει.
Τώρα της ανήκει η ομορφιά.
Λοιπόν όταν κανείς δεν την προσέχει, κοιτάζει τον καθρέφτη
και φτιάχνει τις ρυτίδες της.
Μετά πίνει ένα ποτήρι καφέ, ανάβει τσιγάρο,
μιλάει στο τηλέφωνο με τις ώρες. Γελάει.
Δε θα γεράσει ποτέ.

ΚΥΠΡΟΣ 15 TOY ΝΙΟΒΡΗ 1983

Η θλίψη σου πλανιέται στα μάτια μου
Και μας ανήκει
Σήμερα θα ‘χω γεράσει πάλι απότομα
Είμαστε μόνες
Τα ματαίωσε όλα
Η χειμερινή λευκή απεργία των μουσικών.
Μια άτυπη επέμβαση χωρίς ευθύνη.
Αν όλο και περισσότερο σ’ αγαπώ
όλο και πιο πολύ σε χάνω.
Οι πρώτες σοδειές σκορπίστηκαν.
Η γλώσσα σου τώρα βουβή.
Φοβούμαι δεν θα προλάβεις να μου μιλήσεις.
Ποια θέση να πάρω σε τούτο τον τόπο;
Είσαι ένα σώμα συνέχεια εκτεθειμένο στο θάνατο.
Μέσα στο μυστικό πηγάδι πνιγμένη,
Μια μακραίωνη συμβίωση
με το θυμωμένο ουράνιο τόξο.
Μια σύνθεση ωστόσο πολύμορφη
Επίμονα έρχεσαι απ’ το βυθό της θάλασσας αθάνατη.

ΔΙΑΓΩΓΗ (1981)

ΜΑΛΕΜΕ

Σε θυμήθηκα στο παράλογο πλάνο
να ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου
στις κυριακάτικες παρελάσεις.
Τώρα οι φίλοι μας απόχτησαν συνήθειες…
Παιδιά
βλέπαμε τους ξανθούς Άγγλους στο νησί μας
να παίρνουν το πρωινό τους πλάι στη θάλασσα.
Ήταν αγέλαστοι κι εμείς τρομάζαμε.
Τότε μια ριπή ανέμου
μας πήρε στο ταξίδι των καταιγίδων.
Αντικατοπτριστήκαμε στις λευκές επιφάνειες
και μεγαλώσαμε.
Στο μέσο κάπου του οχταώρου
αγαπηθήκαμε.

ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (1979)

ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Η ελευθερία
είναι όμορφη κοπέλα.
Χτενίζεται στην απλωσιά
φοράει από μέσα τη νύχτα μέρα
απ’ έξω τη μέρα-μέρα.
Ένας καημός,
η Κύπρος και η Άνοιξη.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Γεράσαμε νέοι μέσα στη σκούρα συνήθεια·
όμως ένα παράθυρο μεσ’ στη βροχή,
προβάλλει την άλλη συνήθεια.
Είναι φωτισμένη η μέρα.
Τρελαίνομαι
γιατί οι προδότες πιστεύουν,
οι φασίστες ενεργούν διαλεκτικά
κι οι Μαρξιστές ψάχνουν να βρουν
τον Αντι – Μαρξ.
Δίσεκτοι χρόνοι.
Μα ακόμα είναι τα μάτια των παιδιών.
Θα στάξει σαν ώριμο σταφύλι
μέσα απ’ τους βολβούς-τους
μια μέρα η ασίγαστη άνοιξη.

ΑΠΟΞΕΝΩΜΕΝΟΙ

Μέσα απ’ τους τάφους οι νεκροί σκληρίζουν
βαρείες φωνές καταρακυλάνε μέσα μας.
Αποσυνδέθηκε το στερέωμα του τόπου,
υπόγειοι ποταμοί, μακρινές στοές
συγκοινωνούν στους τωρινούς ναούς των πολυκατοικιών.
Σαν καπνισμένο ιερό εικόνισμα
αραχνιασμένο κρεβάτι.
Άγνωστοι πάνω
μια γυναίκα κι ένας άντρας
τρομάζουν.

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Η μάνα μου είχε πάρει ένα χρώμα αλλιώτικο
γιατί δε με γέννησε.
Σε σχήμα μοναχικό,
περπάτησε αμίλητη κάτω απ’ τον ουρανό.
Έδεσε τα μαλλιά της πίσω,
τ’ άφησε να μεγαλώσουν χιονοστιβάδες,
έχτισε το δικό-της παράπονο σ’ ένα χαμόγελο
γεμάτο σπουργίτια και μέλισσες,
έβαλε στο τσακισμένο θηλυκό της βλέμμα
ένα τετράδιο ανορθόγραφο,
έκλεισε μέσα την κοριτσίστικη αφέλεια,
κι ένα γδυτό απομεσήμερο
με πήρε απ’ το χέρι παιδί ντυμένο στα κόκκινα
και βγήκαμε στους κήπους της αγάπης-της,
να σημαδέψουμε μαζί στρογγυλό το μέλλον.
Μέσα στη μήτρα του σύμπαντος ακούστηκαν
βροντερές καταιγίδες.
Τότε στη φούστα της μάνας-μου ξεφύτρωσαν
βιολιά, φυσαρμόνικες.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΒΙΚΤΩΡ

Ταΐζει τον γάτο
Μπήκαμε στο καθιστικό των συναισθημάτων
Υπερφυσικά του ωραίου
Διαλύεται ήδη η όψη του καιρού
Φτιάχνουμε μαγικά διπλής σημασίας
Σε παιχνίδι φιλικό
Είδα την ουρά του να αιωρείται με χάρη
Ίχνη χαράς στο τρίχωμα
Με τη θαυματουργή του όσφρηση
Κλαψουρίζει σαν βροχή μες την αγάπη
Ξέρει πολλά
Το ξημέρωμα μαύρος ο Βίκτωρ
Κρύβεται πίσω από τον μαύρο υπολογιστή
Τις νύχτες λαμπυρίζουν τα μάτια του
Σαν κεχριμπάρι
Καλπάζουν τα πόδια του αόρατα
Χάνεται μες το σκοτάδι
Όπως αεράκι με χάρισμα
Να φέρει πίσω
Μια παράξενη αειφορία
Τι ωραία να πίνουμε τσάι
Μαζί με τον Βίκτορα κάθε απόγευμα
Βόρεια του μεσημεριού
Εκεί που ξετυλίγεται η νεότητα του χρόνου
Και η άλλη πλευρά του εαυτού μας
Έξω
Από όσα κρύβει μέσα της
Η μέρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου