Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ


ΣΤΕΛΛΑ
.
H Στέλλα Ρωτού γεννήθηκε και ζει στην Κύπρο. Αγαπά τη θάλασσα, τα ταξίδια, τη φωτογραφία και το θέατρο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα. Συμμετέχει σε συλλογικές ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης.  Το  πρώτο της βιβλίο με διηγήματα «μέσ’ από τις θάλασσες» (εκδόσεις Γκοβόστη) κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο 2018.
.
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ Β

.

μέσ’ από τις θάλασσες  (2018)

Μέσα από 14 διηγήματα, με λόγο αυθεντικό και με προσωπικό στυλ,
η συγγραφέας κατορθώνει να ακτινογραφήσει τη σύγχρονη εποχή αλλά
και το Βαθύ παρελθόν. Ο πόνος για την ιδιαίτερη πατρίδα, η προσφυγιά,
οι τόποι της μνήμης, τα αναπάντεχα της ζωής, αλλά και ο έρωτας στοιχειοθετούν, ανάμεσα σε άλλα, τη θεματογραφία των διηγημάτων. Οι αφηγητές και οι ήρωεςτων ιστοριών αυτών ψηλαφούν τα τυφλά εκείνα σημεία που συνδέουν, συχνά ερήμην μας,την προσωπική με τη συλλογική ιστορία μας.

ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

     Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ώρας ήταν το πρόσχημα…
Η συνάντηση κανονιζόταν εδώ και δύο εβδομάδες. Ο καθένας, για δικές του σκοπιμότητες, προτιμά να γίνει στη δική του πλευρά. Συζητούν και προβάλλουν ανυπόστατες δικαιολογίες σαν να πρόκειται τη λύση να τους τη δώσει το σημείο συνάντησης. Ουσιαστικά διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Αρκετές φορές έρχονται σε αντιπαράθεση. Υψώνουν τους τόνους, ξεφεύγουν εντελώς, και πάλι από την αρχή. Προσπαθούν κι οι δύο, ή μήπως ο ένας;… Άραγε, έχουν κι οι δύο το ίδιο όραμα για τη μικρή Αφροδίτη; Ο Αχμέτ ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, προτείνει ουδέτερο έδαφος. Ο Αντρέας επιμένει στη Λευκωσία. Είναι της άποψης ότι το σημείο του οδοφράγματος είναι το καταλληλότερο.
     Στέκεται κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Κοιτάζει μια προς τον νότο και μια προς τον βορρά. Μια ουράνια αρμονία κατευνάζει τα πάθη. Μειώνει την ένταση. Δύο περιστέρια κάνουν αστραπιαίους κύκλους πάνω από το κεφάλι του και περνούν βιαστικά το οδόφραγμα. Κανείς δεν τους ζητάει διαβατήριο. Ο απαίσιος θόρυβος της σφραγίδας δεν ακούγεται πια. Πέθανε. Επιθυμεί διακαώς να στείλει ένα μήνυμα απέναντι. Με μια σπασμωδική κίνηση προσπαθεί να γραπώσει το ένα περιστέρι από το πόδι. Τελευταία στιγμή, του ξεφεύγει. Κανείς δεν μπορεί να το εγκλωβίσει. Είν’ ελεύθερο. Αυτό το παιγνίδι συνεχίζεται, και κατά πως φαίνεται θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Ο ίδιος είν’ υποχρεωμένος να παίζει το παιγνίδι αυτό απ’ όταν ήταν παιδί. Ξάφνου, νιώθει αποκαμωμένος. Παλεύει για την ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος. Προσπαθεί να ενώσει τις ρωγμές. Άσπρισαν πια τα μαλλιά του, ρόζιασαν οι χούφτες του… Η καρδιά του στάζει αίμα. Ένα βαθύ κατακόκκινο ρυάκι. Το βλέπει να κατευθύνεται ορμητικά προς το μέρος του, κατεβαίνοντας την κορφή του βουνού.
     Ο Πενταδάκτυλος αφουγκράζεται τη διεργασία της λάβας που σχηματίζεται στο εσωτερικό του. Τα δόλια τεχνάσματα φαίνονται πλέον ολοκάθαρα. Αμφιβάλλει αν η κλονισμένη υγεία του αντέξει άλλα ρήγματα. Δεν παύει ούτε στιγμή να μην έχει την Αφροδίτη στο μυαλό του. Πρέπει να την προστατεύσει με κάθε τρόπο. Πρέπει να προλάβει προτού γίνει η έκρηξη. Ο χρόνος τελειώνει. Δεν του απομένει παρά ν’ απλώσει την τεράστια χούφτα του και να την κλείσει στην αγκαλιά του.
     Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Κρατάει στα χέρια του το νόμισμα. Σκέφτεται. Μήπως να προτείνει στον Αχμέτ να παίξουν κορώνα ή γράμματα; Έλεος! Μια απλή συνάντηση θα πραγματοποιήσουν πάνω σε φιλική βάση. Δεν θα λύσουν τα προβλήματα του πλανήτη… Ενώ εξακολουθεί να γυροφέρνει το νόμισμα, παρατηρεί το σταυρόσχημο ειδώλιο να του κλείνει συνθηματικά το μάτι. Ακουμπάει το αυτί του γεμάτος περιέργεια ‒ το ακούει πολύ προσεκτικά να του ψιθυρίζει. Πρέπει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Αφροδίτης˙ να βαδίζει στη σωστή πορεία και να μην πέσει στην παγίδα του Αχμέτ. Η Αφροδίτη είναι δική του… Η άλλη πλευρά του νομίσματος, θυμωμένη και διεκδικητική, τον φοβερίζει. Τον προτρέπει να επισπεύσει τη διαδικασία προτού να είναι αργά. Οι δύο φωνές ακούγονται πλέον ξεκάθαρες. Ο Αντρέας προσκρούει σε αδιέξοδο.
     Ο Αχμέτ περπατάει πάνω-κάτω νευρικά. Δέχεται τρομερές πιέσεις για την πραγματοποίηση αυτής της συνάντησης. Εννοείται ότι δεν είναι διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Αντιλαμβάνεται ότι θα ξεπέσει στα μάτια του Αντρέα. Κι αρκετά ανέχτηκε, στην πάροδο των χρόνων, να τον θεωρούν παιδί ενός κατώτερου Αλλάχ. Ν’ αποκαλείται μειονότητα… Να στερείται των δικαιωμάτων του… Να θεωρείται πολίτης δεύτερης κατηγορίας… Καιρός να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Θα πάρει το αίμα του πίσω. Ή τώρα ή ποτέ. Χρόνια τώρα αναμιγνύονται τα υλικά. Γίνονται δοκιμές για να πετύχει η συνταγή. Και το σιρόπι ήρθε κι έδεσε. Θεωρεί ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας τώρα πια του ανήκει. Ίσως κι ολόκληρη η πίτα. Για κανέναν λόγο δεν διακινδυνεύει ν’ απολέσει οτιδήποτε από τα πλέον κεκτημένα. Οι όροι έχουν αντιστραφεί. Στην πλευρά του δυνατού βρίσκεται ο Αχμέτ. Τούτη την αντιστροφή την εκμεταλλεύεται στο έπακρον.
     Ο Αντρέας, παρότι άνθρωπος διαλλακτικός, αισθάνεται την υπομονή του να εξαντλείται. Όσο περνούν οι ημέρες και δεν βρίσκεται μια λύση για την επικείμενη συνάντηση, τα μαύρα σύννεφα πάνω από το κεφάλι του γίνονται ολοένα και πιο πυκνά. Διερωτάται πώς θα προχωρήσουν σε πιο σοβαρά θέματα εάν χρειαστεί. Θα διαπραγματευτούν βάσει αξιών ή θ’ αρχίσουν τ’ ατελείωτα παζάρια;
     Οι εποχές αλλάζουν. Ο χειμώνας διαδέχεται το καλοκαίρι. Τα σκοτεινά σύννεφα προκαλούν ασφυξία στην Αφροδίτη. Χωρίς οξυγόνο δεν αναπλάθονται τα κύτταρα, με αποτέλεσμα το δέρμα της να μην αναζωογονείται. Ήδη έκαναν και την εμφάνισή τους οι πρώτες ρυτίδες˙ γερνάει από τη στεναχώρια. Δεν τα θέλει τα γηρατειά. Βρομάνε σαπίλα. Ακόμη, το παχύρρευστο πύο βγαίνει άφθονο από τις ανοιχτές πληγές της. Τρομάζει μπροστά στο ενδεχόμενο σηψαιμίας. Μένει κουρνιασμένη στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου χωρίς να βγάζει άχνα. Ελπίζει ότι με τα θέλγητρά της θα καταφέρει να επιστρέψουν οι μποτίλιες με το αίμα που μετανάστευσαν. Ελπίζει ότι παρ’ όλες τις κακουχίες θα καταφέρει να διατηρήσει την απαράμιλλη ομορφιά της και θα ξαναφέρει τη ζωή μέσα της. Ελπίζει ότι τα παιδικά χαμόγελα θ’ αντηχούν από τον Πενταδάχτυλο στον Ακάμα.
     Όσο περνάει ο καιρός, ο Αντρέας αισθάνεται τον κίνδυνο του απόλυτου διαμελισμού να αιωρείται στον αέρα σαν τη δαμόκλειο σπάθη. Κι αυτός ο διαμελισμός τού προκαλεί φρικτούς πόνους˙ κανένα παυσίπονο δεν μπορεί να τους καταπραΰνει. Ασυναίσθητα αγγίζει με το δεξί χέρι ένα ένα τα δάκτυλα του αριστερού χεριού του. Μετράει και ξαναμετράει. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Έπειτα επαναλαμβάνει με το δεξί χέρι, αυτή τη φορά. Πάλι δεν βρίσκει σωστό αριθμό. Μα τι γίνετ’ εδώ; Από πότε έπαψε να είν’ αρτιμελής;… Από τότε που η Αγγλιδούλα φίλη του, του έκλεινε πονηρά το μάτι.
     Το καταγάλανο χρώμα τ’ ουρανού σιγά σιγά ξεθωριάζει. Στην αρχή, αραιά σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους και διαταράσσουν την ουράνια αρμονία. Έπειτα, τα σύννεφα πυκνώνουν. Δυνατή βροχή ξεσπά που μετατρέπεται σε καταιγίδα. Βροντές, αστραπές και ισχυροί άνεμοι. Ο Αντρέας αισθάνεται εντελώς ανήμπορος ν’ αντιδράσει. Κοντεύει να πνιγεί από την αναταραχή.
     Ο Αχμέτ εμμένει στη θέση και στις προφάσεις του. Η αδιαλλαξία του εντείνεται. Απ’ ό,τι φαίνεται, στο παιγνίδι αυτό έχει πολλούς συμπαίκτες. Καθένας από τους συμπαίκτες, για τους δικούς του λόγους, τον στηρίζουν. Έτσι δεν χάνει ποτέ την ισορροπία του. Κι ακόμα, δεν παίζει στα ίσια. Αισθάνεται υπεροχή καθήμενος στην κορυφή της τσουλήθρας. Δεν φοβάται ότι θα κατρακυλήσει. Από την άλλη, ο Αντρέας τρέμει σαν ανεμοδαρμένο φύλλο. Η τύχη που κρατάει στα χέρια του δεν είναι ολότελα δική του. Πώς να συμπεριφερθεί; Να μείνει σταθερός στις θέσεις του; Να οπισθοχωρήσει; Υπάρχει εκεί έξω ένα χέρι να τον γραπώσει εάν χρειαστεί; Ή θα τον αφήσουν να κατρακυλήσει από την τσουλήθρα όπως το μπαλόνι; Ο κίνδυνος παραμονεύει. Διστάζει…
     Η διαφορά της ώρας ταλανίζει τους δύο παίκτες.
     Στην πλευρά μου, επιμένει ο Αχμέτ. Στη δική μου, επιμένει ο Αντρέας.
     Τελικά, με τα πολλά εμφανίζεται ο από μηχανής θεός, όπως συμβαίνει πάντοτε στα παραμύθια, και δίνει τη λύση. Σε ουδέτερο έδαφος, μακριά κι από τα δύο προτεινόμενα σημεία. Επειδή σ’ εκείνο το ουδέτερο έδαφος θα μπορέσουν να παίξουν κι άλλοι. Καημένη Αφροδιτούλα…
     Επιτέλους, βρίσκονται στο ουδέτερο σημείο κι ενώπιον των συμπαικτών δίνουν εγκάρδια τα χέρια χαμογελώντας και χαριτολογώντας.
     Επέμενα τόσο πολύ, λέει ο Αχμέτ, λόγω της διαφοράς της ώρας. Με ποια ώρα θα ορίζονταν οι συναντήσεις; Εμείς διατηρούμε τη θερινή κι εσείς τη χειμερινή. Θα δημιουργείτο μεγάλο μπέρδεμα. Αυτό ήθελα τόσο καιρό ν’ αποφύγω. Κι όμως, στη μικρή Αφροδίτη, μια σταγόνα πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, η ώρα είναι διαφορετική… Αν ξεκινήσουμε απ’ αυτό, τότε καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει ελπίδα˙ πνίγηκε από την αναταραχή μαζί με των ανθρώπων της τα λάθη, τα πάθη και τις διχόνοιες.

ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

     ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ είναι μικρός θάνατος και ο θάνατος, μεγάλος αποχωρισμός.
     Νιώθω εντελώς άδεια. Έφυγε όλη η ζωή από μέσα μου. Παρέμεινε μονάχα μια φωτιά να καίει τα σωθικά μου.
     Τελικά η ζωή είναι πιο μικρή απ’ όσο την υπολόγιζα. Μετρούσα και ξαναμετρούσα αλλά προφανώς έκανα λάθος. Πιάστηκα στη φάκα όπως το ποντίκι. Κι επειδή όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, δεν την άρπαξα από τα μαλλιά να τη χορέψω, πρόκαμε και μ’ άρπαξε εκείνη και με παρασέρνει ανελέητα στον χορό του Ζαλόγγου.
     Απέναντι, στέκεται απειλητικά η κλεψύδρα και μας κλέβει τις στιγμές. Μας κλέβει ανελέητα τον χρόνο. Κι εμείς ανήμποροι, παρακολουθούμε τη ζωή μας να χάνεται, σαν απλοί θεατές. Ούτε καν σαν κομπάρσοι. Το μουντό και το γκρίζο πουθενά δεν χωράνε. Θα ζωγραφίσουμε μαζί τις στιγμές, με χρώματα φωτεινά, και θα τις φυλακίσουμε σε θυρίδα σαν διαμάντια. Βιάσου!…
     Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια ανάποδα στην προσπάθειά μου να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θα ήθελα να είχα φυλάξει και τις επιστολές και τις φωτογραφίες σου. Σαν μια γλυκιά ανάμνηση όπως είσαι κι εσύ. Μέσα στον καθρέφτη στέκεται το νεαρό κορίτσι. Φτιάχνει τις μπούκλες των μαλλιών του και ισιώνει το άσπρο γιακαδάκι της σχολικής στολής. Το αγόρι με τη χακί σάκα φορεμένη στην πλάτη καβαλάει τη μοτοσικλέτα και χάνεται. Κλείσε το παράθυρο. Δεν αντέχω άλλο αυτόν τον θόρυβο…
     Αν το ίδιο επιθυμείς, στείλε ένα σημάδι. Μέσ’ από τις θάλασσες… Διαμέσου της απόστασης που μας χωρίζει. Διαμέσου των εποχών που συσχετίζουν εμάς ταυτόχρονα και που μας απομακρύνουν ως δύο ξένους. Διαμέσου μιας λεπτής γραμμής ‒ του χώρου, του χρόνου, της ουσίας.
     Λατρεύω τον ήλιο και τη θάλασσα. Λατρεύεις τα λευκά Χριστούγεννα. Δεν έχει καμία σημασία.
     Ονειρεύεσαι τα πράγματα που ονειρεύτηκα κι ονειρεύομαι τα πράγματα που θα ονειρευτείς. Δύο ταυτότητες ενωμένες σε μία. Και θα φτάσει η στιγμή που θα βλέπουμε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση. Θ’ απολαμβάνουμε τα ίδια όνειρα. Θα γευόμαστε τους ίδιους χυμούς, θ’ αναπνέουμε μαζί.
     Ούτε που το φανταζόμουν ότι δυο άνθρωποι, ύστερα από έναν ολόκληρο αιώνα, θα μπορούσαν να μιλάνε και να γελάνε σαν να μην πέρασε μια ημέρα. Τελικά, εκείνο που ενώνει τους ανθρώπους δεν πνίγεται μέσα στη βοή του δρόμου. Δεν παρασύρεται από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δεν το παίρνουν μαζί τους οι συνθήκες που κάνουν τη ζωή είτε εύκολη είτε δύσκολη. Δεν το λιώνουν η μονοτονία και η συνήθεια. Δεν, δεν, δεν…
     Τα πάντα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Εξ ου και η χαραμάδα που ανακάλυψες για να τρυπώσεις ξανά στη ζωή μου. Διαμιάς, μια λάμψη τύλιξε ολόκληρο το είναι μου. Το χαμόγελο φώτισε το χλωμό πρόσωπό μου. Αβίαστες οι λέξεις δηλώνουν την απόλυτη ευδαιμονία. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας είναι πέραν πάσης αμφιβολίας καρμικό. Τελικά αυτή η υπερφυσική δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι συμβαίνει στον καθένα μας μπορεί ν’ αποβεί πιο «τραγική» από το αναμενόμενο.
     Άρχισε η διεργασία μιας πάλης με τους δαίμονες. Το ένα πόδι είναι ανεβασμένο στο σκαλί. Το άλλο περιμένει. Αν ανεβώ, δεν θα υπάρχει γυρισμός. Αν μείνω στάσιμη, θα έχω πεθάνει. Αυτό που συμβαίνει θέλω να το ζήσω. Και θέλω να το ζήσω για μένα. Πάντοτε οι προτεραιότητές μου αφορούσαν τους άλλους. Να μην τους πονέσω. Να μην τους χαλάσω την ωραία εικόνα. Ξέσκιζα τις σάρκες και την ψυχή μου. Ένα ανελέητο μπρος-πίσω. Ένας σωρός αναπάντητα γιατί. Σωστό-λάθος. Λάθος-σωστό. Τα πρέπει και τα μην. Αισθήματα και συναισθήματα.
     Ένας απαίσιος θόρυβος· απαράλλαχτος μ’ εκείνον της μηχανής με κάνει να πεταχτώ από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Απλώνω ασυναίσθητα το χέρι να σ’ ακουμπήσω. Πιάνω το απόλυτο κενό. Δεν σε βρίσκω πουθενά. Κι όμως είμαι τόσο σίγουρη ότι μαζί είχαμε αποκοιμηθεί. Μάλιστα, εσύ είχες αποκοιμηθεί πρώτος κι εγώ, μέχρι να με πάρει ο ύπνος, παρακολουθούσα το στήθος σου ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Διέγραφα προσεχτικά με το δάκτυλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Και η γλυκύτητά της μορφής σου θύμιζε άγγελο.
     Αποκρυπτογραφούσα τα όνειρά σου. Ήταν γλυκά. Φαινόταν στο πρόσωπό σου. Δεν ήταν δυνατόν να έβλεπες εφιάλτες και να χαμογελούσες. Το αχνό σου μειδίαμα τα φανέρωνε όλα.
     Το χθες έφυγε πέρα μακριά. Προσπέρασέ το. Το αύριο ίσως δεν έρθει ποτέ. Μην το προσδοκάς. Το σήμερα είναι μπροστά σου. Απόλαυσέ το! Μην αφήσεις τις στιγμές να γίνουν φευγαλέες. Αυτές μόνον αξίζουν. Μην θυσιάζεις τα απλά καθημερινά στο κυνήγι των μεγάλων απολαύσεων. Μην προσπερνάς τα όμορφα. Εσύ τρέχεις να προλάβεις τη ζωή. Αυτή, βιάζεται, δεν σε περιμένει…
     Ένα κομμάτι ουρανός. Αυτά που έρχονται, αυτά που θα μείνουν και τ’ άλλα που θα τρέξουν να κρυφτούν στο σκοτάδι. Μια γλυκόπικρη γεύση, μια ανάσα κομμένη και οι αναμνήσεις.
     Με την πυξίδα σου ταξιδεύω σε κόσμους μαγικούς, με τα χέρια σου μια τεράστια αγκαλιά, με τα μάτια σου ένα ολόγιομο φεγγάρι… Σαν με κοιτάς σκέφτομαι τ’ ονειρικό ταξίδι. Ξέρω, το εισιτήριο θα είναι μονής διαδρομής. Επιστροφή δεν υπάρχει. Μαζί σου και στην κόλαση. Ας είναι!…
     Έπαψα πια ν’ ασχολούμαι με τις λέξεις και με τη σημασία τους. Γιατί, κατά πώς είπε ο Αντόνιο Ταμπούκι, μερικές φορές ο κόσμος μοιάζει φτιαγμένος από λέξεις ίδιες μεταξύ τους, παρότι είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο ουσιαστικά τις κατανοούμε. Έχω πια εξασφαλισμένη την αλήθεια σου και δεν χαλιέμαι με τίποτε. Κάποιες φορές η ερμηνεία των λέξεων προκαλεί αναταραχές, ακόμη κι αναγούλες στο στομάχι. Τώρα πια μέσ’ από τη βουή της ωριμότητας προσπερνώ τ’ ασήμαντα και καταπιάνομαι με τα σημαντικά. Παραβλέπω τους τύπους και τηρώ την ουσία.
     Τα σώματα απελευθερωμένα κολυμπούν στα δαντελωτά ακρογιάλια και χαίρονται τον ζεστό μεσογειακό ήλιο. Πάνω στην ξανθή άμμο χαράσσουν σαν έφηβοι μιαν καρδιά κι ένα βελάκι. Στις δύο άκρες τα αρχικά τους. Ακριβώς όπως τότε. Μέσα στο σήμερα ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, ευωδιαστό και ολόδροσο διαγράφει αέναους κύκλους ολοκληρώνοντας μια πορεία χιλιάδων χιλιομέτρων.
     Θα περάσουμε την πύλη; Εσύ είσαι από τον Άρη κι εγώ από την Αφροδίτη. Πρέπει να γίνει θεώρηση των διαβατηρίων. Εύχομαι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου όλα να πάνε καλά. Δεν θ’ αντέξω μια δεύτερη απογοήτευση. Δεν μπορώ να σε χάσω σήμερα. Ο θεός που λατρεύεις και οι συμπαντικές δυνάμεις που με καθοδηγούν μας θέλουν μαζί.
     Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Οριστικά και αμετάκλητα. Ωστόσο, το ρολόι γύρισε πίσω μερικές δεκαετίες ανακαλώντας αναμνήσεις. Αυτές θα με συνοδεύουν από δω και πέρα, μέχρι τέλους.
     Ζωή και θάνατος! Ήλιος, θάλασσα, ροδοπέταλα, φωτιά!

ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

     Το ταξίδι προς τη λύτρωση ξεκίνησε. Στοιβαγμένοι σ’ ένα σαπιοκάραβο, τριακόσιοι πενήντα άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά. Κατεύθυνση προς το Αιγαίο. Απ’ εκεί το «εισιτήριο» για την Ευρώπη, για μια καλύτερη ζωή. Δεν θα ήταν άπιαστο όνειρο, πια. Έτσι τους διαβεβαίωσαν οι έμποροι διακίνησης και εκμετάλλευσης των προσφύγων. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο… Την κακοκαιρία και τη μανία της θάλασσας δεν την είχαν υπολογίσει διόλου. 0 ενθουσιασμός της φυγής και της σωτηρίας τούς «τύφλωσε» ολότελα.
     Το κακόμοιρο το κοριτσάκι ανασύρθηκε από τη θάλασσα μελανιασμένο. Αρχικά, οι άντρες του Λιμενικού Σώματος νόμισαν πως το άτυχο κορμάκι ήταν άψυχο. Ωστόσο, ένας εθελοντής επέμενε: του παρασχέθηκαν άμεσα οι πρώτες βοήθειες καρδιακές μαλάξεις και τεχνητή αναπνοή. Ευτυχώς σώθηκε. Φάνηκε πολύ τυχερό έναντι πολλών άλλων παιδιών, που παρότι άπλωσαν τα χέρια εκλιπαρώντας, δεν τα κατάφεραν. Αθώες παιδικές ψυχούλες που τις ρούφηξε ο βυθός της θάλασσας. Μιας θάλασσας που στάθηκε πολύ εχθρική απέναντι σ’ αυτούς τους δύσμοιρους ανθρώπους. Μιας θάλασσας θυμωμένης κι ανταριασμένης που ξέβρασε αμέτρητα κόκκινα σωσίβια.
     Το κοριτσάκι άνοιξε δειλά τ’ αθώα παιδικά μάτια του. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να διακρίνει οτιδήποτε γνώριμο. Τίποτε όμως, πουθενά. Έβαλε μεμιάς τα κλάματα. Έκλαιγε σπαρακτικά κι απελπισμένα. Γύρευε απεγνωσμένα τη μανούλα του. Στ’ αλήθεια, πόση ανάγκη είχε τη ζεστή αγκαλιά της. Ξανάκλεισε τα μάτια και τα κράτησε πεισματικά κλειστά για πολλή ώρα. «Κρυώνω, πονάω, φοβάμαι το σκοτάδι. Δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα μάτια. Δεν θέλω να τ’ ανοίξω. Θέλω τη μαμά μου. Αν ανοίξω τα μάτια και δεν είν’ εδώ η μαμά μου; Θα τα κρατήσω κλειστά. Μέχρι ν’ ακούσω τη φωνή σου μαμά, μέχρι να νιώσω το χέρι σου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αλήθεια μαμά, γλυκιά μου μανούλα, θα με γυρίσεις πίσω στο σπίτι μας; Δεν θέλω να μείνω μόνη εδώ. Καλύτερα να μην έχω φαγητό και να έχω εσένα, μαμά. Καλύτερα να με μαλώνεις όταν κάνω αταξίες κι ας μου δίνεις και κανένα χαστούκι πού και πού. Πάντως, να ζω μακριά σου δεν μπορώ. Προτιμώ να πεθάνω. Έλα μανούλα, κράτησέ μου το χέρι. Φοβάμαι, φοβάμαι…». Αυτά σκεφτόταν το κοριτσάκι και συνέχιζε να κλαίει γοερά. Θα μπορούσε να συγκινήσει ακόμη και τις πέτρες.
     Εθελοντές και γιατροί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να περιθάλψουν τους επιζώντες. Δυστυχώς, δεν ήταν πολλοί. Ξεβράζονταν άψυχα κόκκινα σωσίβια. Παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες της εποχής και τη βαριά χιονόπτωση, οι αφίξεις μεταναστών συνεχίζονταν. Το νησί ήταν ντυμένο στα κατάλευκα. Τα κλαδιά των δέντρων μέσα στην άσπρη φορεσιά τους ήταν πανέμορφα. Οι στέγες των σπιτιών, ακόμη και τα καμπαναριά, καλυμμένα από το χιόνι. Τα σχολεία παρέμεναν κλειστά για Τρίτη συνεχόμενη ημέρα. Κάποια παιδάκια, αψηφώντας το διαπεραστικό κρύο, προσπαθούσαν να στήσουν έναν χιονάνθρωπο. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Ωστόσο, ο παγωμένος αέρας δυσκόλευε πολύ το έργο διάσωσης των ναυαγών. Το θέαμα, ανατριχιαστικό. Οι εθελοντές και οι υπάλληλοι του Λιμενικού δεν μπορούσαν να συνηθίσουν την τόση φρίκη. Ήταν απάνθρωπο να χάνονται έτσι άδικα τόσες ανθρώπινες ζωές. Κάτι ουσιαστικό έπρεπε να γίνει επιτέλους…
     Ήταν κι αυτοί άνθρωποι όπως όλοι εμείς. Δικαιούνταν να ζουν και να ονειρεύονται όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Δικαιούνταν να έχουν το σπιτικό τους, το ζεστό φαγητό, την ασφάλεια και τη σιγουριά όπως ο καθένας. Ήθελαν κι αυτοί να κάνουν σχέδια για το μέλλον, το δικό τους και των παιδιών τους. Τίποτε παράλογο δεν απαιτούσαν. Ένα κομμάτι γης προσπαθούσαν να πατήσουν, να το κάνουν πατρίδα τους και να ζήσουν ελεύθεροι.
     Κουράστηκαν να ζουν κάτω από έναν ουρανό που γινόταν γκρίζος από τους βομβαρδισμούς. Πνίγονταν από την αποπνιχτική μυρωδιά του πολέμου και από τη μαυρίλα του θανάτου. 
     Εν τω μεταξύ, οι ειδήσεις που κατέφταναν από την αρχαία Παλμύρα ήταν αποκαρδιωτικές. Οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους κατέστρεψαν τον ναό του Βήλου. Ένα μνημείο που κοσμούσε την πόλη εδώ και 2.000 χρόνια. Όσον κι αν διαβεβαίωναν οι ισλαμιστές ότι δεν θα κατέστρεφαν τα μνημεία παρά την κατάληψη του αρχαιολογικού χώρου της Παλμύρας.
Εντούτοις, η Ευρώπη της αλληλεγγύης αρνείταιν’ ακούσει τις σπαρακτικές κραυγές του μικρού κοριτσιού. Κωφεύει στις παρακλήσεις του. Εθελοτυφλεί μπροστά στην απελπισία και στο δράμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Δεν προσφέρει χείρα βοήθειας, παρά μόνον υψώνει τείχη αφήνοντας τους πρόσφυγες απροστάτευτους στον επικίνδυνο διάπλου του πελάγου. Δείξε λίγο έλεος Ευρώπη. Πάψε να φέρεσαι με τόση σκληρότητα.
     Το κοριτσάκι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έτσουζαν από την αλμύρα. Για μια στιγμή βλέποντας τη νοσοκόμα μες στην άσπρη στολή της, νόμισε πως ήταν η μανούλα της. «Αχ, σε βρίσκω επιτέλους. Προς στιγμήν πίστεψα πως σ’ είχα χάσει για πάντα. Πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ. Πως δεν θα μ’ έκλεινες στην αγκαλιά σου πια».
     Η νοσοκόμα αγκάλιασε το κοριτσάκι και μέσ’ από τα δόντια μέμφθηκε τους υπαίτιους. Παρότι, εδώ και πολύ καιρό προσέφερε τις υπηρεσίες της σ’ εκείνο το σημείο, και δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε τέτοια κατάσταση, δεν άντεξε. Όσον κι αν προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμη και να επικεντρωθεί στη δουλειά της, ήταν αδύνατο. Δυο χοντρά δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της και κύλησαν πάνω στα παιδικά μαγουλάκια…
     Το κοριτσάκι δέχτηκε με ανακούφιση τα δάκρυα της νοσοκόμας στο πρόσωπό του. Η ζεστασιά τους την έκανε να νιώσει σιγουριά κι αφέθηκε στα χέρια της μ’ ένα ξαλάφρωμα. Όσο μικρό κι αν ήταν, δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτά που έζησε από την ώρα που επιβιβάστηκαν σ’ εκείνο το καταραμένο σκάφος. Δεν θα έφευγαν ποτέ από τ’ αυτιά της οι σπαραγμοί και οι κραυγές απελπισίας των συνταξιδιωτών. Θ’ άκουγε τη μάνα της να φωνάζει απελπισμένα «τα παιδιά μου, σώστε τα παιδιά μου» μέχρι τέλους.
     Η νοσοκόμα είχε κι αυτή ένα κοριτσάκι στην ίδια ηλικία. Είχε να το δει πολύ καιρό, αφού ήταν αποσπασμένη και βοηθούσε τους μετανάστες. Το αποθύμησε. Όμως, συναισθανόταν πόσο τυχερό ήταν το παιδί της που ζούσε με τη γιαγιά στ ασφάλεια και στη ζεστασιά του σπιτιού τους. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε ευλαβικά το έργο της. Τη συγκεκριμένη στιγμή, εκείνο το κορίτσι που ξέβρασε η θάλασσα, ορφανό κι απροστάτευτο, την είχε απόλυτη ανάγκη. Ήταν θέμα επιβίωσης. «Θεέ μου, πόσο τραγικές είν’ αυτές οι εικόνες. Μάτωσε η ψυχή. Δεν μπορώ άλλο ν’ αντέξω τον ανθρώπινο πόνο. Το καημένο το παιδάκι. Έχασε τους δικούς του κι έμεινε ολότελα μόνο… Ποιος θα του προσφέρει την οικογενειακή
θαλπωρή; Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι θα μπορούσε σ’ αυτή τη θέση να ήταν το δικό μου παιδί. Αλλά, όχι! Από πού κι ως πού να τύχαινε αυτό στην Ελενίτσα μου; Θεός φυλάξει. Ας κουνηθώ από τη θέση μου. Νομίζω, η πολλή δουλειά με κάνει να έχω παραισθήσεις». Αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της νοσοκόμας και την έκαναν να τρέμει σύγκορμη.
     Σώστε τις ψυχές μας. Η ανθρωπότητα στέλλει σήμα κινδύνου. Ξυπνήστε επιτελούς άνθρωποι. Βγείτε από τον λήθαργο. Η αδράνεια και η απάθεια δεν βοηθούν κανέναν. «Κάντε κάτι, κυρία. Δεν μπορεί, κάπου θα βρίσκεται η μανούλα μου. Ψάξτε καλά. Είμαι σίγουρη πως θα τη βρείτε. Δεν γίνεται να μ’ εγκατέλειψε. Πάντοτε μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και μου έλεγε πως ό,τι κι αν συμβεί, θα είναι δίπλα μου. Εσείς κυρία, έχετε παιδιά; Θα μπορούσατε ποτέ ν’ αφήσετε το κοριτσάκι σας μόνο; Χθες ήταν η σειρά των Σύρων. Αύριο μπορεί να είναι η δική μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε άμεσα. Διαφορετικά θα μας ρουφήξει όλους ο βυθός της θάλασσας…

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ

ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL 26/10/2016
Στο ημίφως του δωματίου ακούγονται ψιθυριστά οι ομιλίες. Κάποιες φευγαλέες στιγμές η μια φωνή δυναμώνει κι ύστερα πάλι χάνεται. Λες και μπαίνει ξανά στη σήραγγα κι ακούγεται από το υπερπέραν. Η μεγάλη κυρία καθισμένη στη σκληρή πολυθρόνα μοιάζει με απομίμηση του ίδιου του εαυτού της. Το πρόσωπό της παραμένει ανέκφραστο. Καταπνίγει κάθε μορφασμό για να μην μπορεί το κορίτσι να διαβάσει τις σκέψεις της. Χρωματίζει τη φωνή της και την κάνει ν’ ακούγεται ξέγνοιαστη.
Ύστερα από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής ξαναρχίζουν. Ο ήχος ακούγεται και πάλι δειλά ξέπνοος κι απόμακρος.
«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…, πέντε…, έξι…, επτά…, οκτώ…, εννέα…, δέκα…».
«Μπράβο, μια χαρά τα κατάφερες. Βλέπεις, μπορείς όταν θέλεις. Οτιδήποτε επιθυμούμε πολύ, πάντοτε γίνεται. Για πάμε πάλι από την αρχή».
«Δεν μπορώ, σου λέω, κουράστηκα».
«Μια μικρή προσπάθεια ακόμη. Δεν την αξίζω αυτή τη μικρή σου προσπάθεια;».
Πνίγει έναν κόμπο που ανεβαίνει στον λαιμό της. Υψώνει τα μάτια προς τα πάνω και χωρίς να βγαίνει άχνα από τα χείλη της ψάχνει για λίγο φως. Αναζητά μια ντροπαλή ηλιαχτίδα για να φωτίσει κατά πρώτο λόγο το κορίτσι. Ωστόσο, κι εκείνη χρειάζεται το φως.
Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει τον ανείπωτο πόνο. Φτωχές οι λέξεις για να τον περιγράψουν. Κι εσύ μπουμπούκι μου, που σου ’χουν ξεριζώσει ανελέητα τον μίσχο… Που δεν πρόλαβες να ολοκληρωθείς… Που σου τσάκισαν τα φτερά χωρίς οίκτο πάνω που ετοιμαζόσουν να τ’ ανοίξεις για να πετάξεις… Δεν πρόλαβες να χαρείς, καρδούλα μου. Πρώτα ο ξαφνικός χαμός της μανούλας σου και τώρα… Κι ο έρμος ο πατέρας σου, σε ποιον ώμο ν’ ακουμπήσει για να βρει ανακούφιση; Πώς να τον αντέξει τόσον πόνο. Είναι να τρελαίνεται κανείς. Ούτε στα παραμύθια ούτε στα πιο εφιαλτικά όνειρα δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Ούτε σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Ποια μοίρα σε μοίρανε, μωράκι μου; Τι αμαρτίες ξεπληρώνεις; Μόνο σε μια προηγούμενη ζωή θα μπορούσες να είχες αμαρτήσει, γιατί σε τούτη ’δω δεν πρόλαβες καν να ζήσεις.
Το κορίτσι παραμένει πάντοτε στην ίδια άβολη στάση. Η στάση αυτή δεν αλλάζει μέρες τώρα˙ είτε νυχτώνει είτε ξημερώνει, είτε βρέχει είτε χιονίζει. Τα χεράκια αδυνατισμένα κρατούν και τα δύο μαζί το χέρι της κυρίας. Της το εγκλωβίζουν όπως τη χειροπέδη. Η μεγάλη κυρία κάνει πως θα μετακινήσει λίγο το χέρι της, να το ελευθερώσει, και το σφίξιμο γίνεται πιο δυνατό.
«Έλα μικρή μου, κάνε ακόμη μια προσπάθεια. Δεν θα χρειαστεί να κάνεις πολλές ακόμη τέτοιες προσπάθειες…».
Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ ακούγεται όπως το εκκρεμές.
«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…».
«Ούτε μέχρι τη μέση δεν έχεις μετρήσει, μην σταματάς. Ή μήπως προσπαθείς να με ξεγελάσεις, ρωτά χαριτολογώντας η μεγάλη κυρία.
Ενώ γίνεται αυτός ο διάλογος, ένα πρόσωπο χαμογελαστό προβάλλει στην πόρτα. «Πώς είναι το κορίτσι μας; Συνεχίζει να μετρά, όπως έχουμε συμφωνήσει; Ή μήπως προσπαθεί και πάλι να μας ξεγελάσει;».
Η μεγάλη κυρία που συνεχίζει να κάθεται στη σκληρή πολυθρόνα, έχει στρογγυλό πρόσωπο, απαλό δέρμα κι είναι πολύ στοργική με το κορίτσι. Παρότι συναισθηματική και ευαίσθητη, διώχνει αστραπιαία οποιοδήποτε συναίσθημα τολμήσει να προβάλει στο πρόσωπό της.
Η κυρία που εμφανίστηκε στην πόρτα έκαν’ ένα νεύμα όλο νόημα στη μεγάλη κυρία κι απομακρύνθηκε.
«Έλα κορίτσι μου γλυκό, ας πάμε πάλι από την αρχή. Και σου θυμίζω πως κάτι που το θέλουμε πολύ, με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, πάντοτε το επιτυγχάνουμε. Η θετική ενέργεια μάς φέρνει τα ποθητά αποτελέσματα».
Το ξέρω πως η ώρα πλησιάζει. Το ξέρω πως η μεγάλη κυρία θα μ’ έχει στην αγκαλιά της αλλά εγώ θα πετάξω. Θέλω να πετάξω, να φύγω μακριά. Όμως φοβάμαι. Αν ήταν εδώ η μανούλα μου θα ένιωθα μεγάλη ανακούφιση. Αν ήταν εδώ να μου κρατούσε το χέρι όπως κάνουν όλες οι άλλες μανούλες. Όλοι αυτοί τριγύρω νομίζουν ότι μπορούν να με ξεγελάσουν. Νομίζουν πως δεν καταλαβαίνω γιατί με βάζουν να μετρώ. Μετρούν τις αναπνοές μου. Επιβεβαιώνουν πως είμαι ακόμη ζωντανή. Μάταια. Πάει καιρός που εγώ πέθανα. Μόνο το σακατεμένο κορμί μου βρίσκεται εδώ. Θέλω να φύγω. Κουράστηκα πια, δεν αντέχω άλλο. Λυπάμαι που αφήνω τον μπαμπά και τον αδελφούλη μου. Σπαράζει η καρδιά μου. Όμως πρέπει να φύγω για να γλιτώσω. Θέλω να πάω στη μαμά μου, στην αγκαλιά της. Δεν πρόλαβα να τη χαρώ τη μανούλα μου. Την αποθύμησα πολύ. Μόνο εκεί θα ηρεμήσω και θα ξεκουραστώ. Για πάντα.
«Δεν μπορώ, δεν σώνω. Θέλω να σου κάνω το χατίρι μα δεν μπορώ, δεν το καταλαβαίνεις; Από το πρωί μ’ έχεις τρελάνει, όλο τα ίδια και τα ίδια», είπε το κορίτσι με εμφανή δυσκολία και έντονα σημάδια κόπωσης.
«Δεν είναι που θέλω να σε βασανίζω παιδί μου, όμως έτσι πρέπει. Άκουσες και μόνη σου τι είπε η κυρία που πέρασε νωρίτερα από ’δω».
«Ένα…, δύο…, τρία…, τέσσερα…, πέντε…, έξι…».
Μπροστά από τα μάτια της μεγάλης κυρίας περνούν οι σκηνές, η μία πίσω από την άλλη. Προς στιγμή, νομίζει πως βρίσκεται καθισμένη αναπαυτικά σε μιαν αίθουσα σινεμά με το χωνάκι με ποπ κορν στα χέρια της. Αυτό κρατά μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Κι η άλλη κυρία εμφανίζεται και πάλι στην πόρτα. Η έκφραση του προσώπου της δεν είναι καθόλου καλή. Ψιθυριστά βγαίνουν οι λέξεις από το στόμα της. Η μεγάλη κυρία κοιτάζει το ρολόι που βρίσκεται στον απέναντι τοίχο. Κάνει τον σταυρό της. «Η δύναμή σου, Θεέ μου, ας βοηθήσει κι εμάς τους αμαρτωλούς». Γυρίζει και κοιτάζει στοργικά το κορίτσι. Βλέμμα θλιμμένο.
«Αν με χρειαστείς, είμαι συνέχεια δίπλα. Πάτησε απλά το κουδούνι», υπενθυμίζει για πολλοστή φορά η κυρία της πόρτας.
Τι θα μπορούσε να χρειαστεί, άραγε; Αισθάνεται ότι λιγοστεύει το οξυγόνο μέσα στο δωμάτιο με το αμυδρό φως, και μαζί του κι ο χρόνος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Προσπάθησε πολύ, το ξέρει, αλλά το αποτέλεσμα μετράει. Το κορίτσι την κοιτάζει μ’ ένα πρόσωπο όλο βλέμμα. Θέλει να της μιλήσει. Ανοίγει το στόμα μα δεν βγαίνει ο ήχος.
Ξαφνικά, κι ενώ η μεγάλη κυρία θ’ άρχιζε και πάλι τα παρακάλια για το μέτρημα, το κορίτσι την κοιτάζει επίμονα με μάτια που φεγγοβολούν και διαμιάς αρχίζει να μετρά σε έναν έντονο ρυθμό. «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα», μέχρι και το δέκα, χωρίς διακοπή. Η μεγάλη κυρία έντρομη προσπαθεί να πατήσει το κουδούνι. Θέλει να φωνάξει μα νιώθει τον κόμπο στον λαιμό της σαν μια βαριά πέτρα που ολοένα μεγαλώνει και την πνίγει. Από το μέτωπό της στάζουν χοντρές σταγόνες ιδρώτα ενώ ένα σύγκρυο διαπερνά το κορμί της.
Η άλλη κυρία, μαζί με δυο-τρία άλλα άτομα, εισβάλλει στο δωμάτιο χωρίς χρονοτριβή. Δεν χρειάστηκε ν’ ακούσουν τον ήχο του κουδουνιού. Παρακολουθούσαν διαρκώς μέσ’ από μια μαυρόασπρη οθόνη και γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τι διαδραματιζόταν στο σκοτεινό δωμάτιο. Έβλεπαν τον χρόνο να τελειώνει όπως την άμμο μέσα στην κλεψύδρα. Τα περιθώρια είχαν στενέψει πολύ και δεν υπήρχε περίπτωση επανόρθωσης. Απλούστατα, η οποιαδήποτε αργοπορία άμβλυνε το πρόβλημα.
Τόσα χρόνια δουλεύω εδώ, κι όμως πρώτη φορά συναντώ τέτοια δυστυχία. Όσο κι αν έχω συνηθίσει, μέσ’ από το επάγγελμά μου, ματώνει η καρδιά μου για κάθε ψυχούλα που φεύγει. Ωστόσο, για τούτο εδώ το κορίτσι αισθάνομαι την αδικία να με πνίγει. Ξεσκίζεται κυριολεκτικά η καρδιά μου. Κι αμαρτία μου εξομολογημένη, διερωτώμαι εάν υπάρχει Θεός. Κι αν υπάρχει, τι κάνει, κοιμάται; Δεν βλέπει, δεν ακούει; Αυτός ο δύστυχος ο πατέρας πώς θ’ αντέξει; Και με τι δύναμη θα συνεχίσει να πολεμάει το θεριό; Αφού γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους μας την κατάληξη. Αφού ξέρει πως το θεριό θα νικήσει, πως δεν υπάρχει τρόπος να του ξεφύγουν. Του το έχουν ξεκόψει από την αρχή. Κι όλ’ αυτά που έκαναν στο κορίτσι, πειράματα είναι. Κρίμα κι άδικο. Έλεος!
Αλυσιδωτές σκέψεις τρυπούσαν το μυαλό της μεγάλης κυρίας. Καθόταν εκεί με σταυρωμένα χέρια. Δεν κουνούσε ούτε το μικρό της δακτυλάκι. Δεν έκανε απολύτως τίποτε.
«Μανούλα μου, έρχομαι. Ξεκίνησα από μέρες αλλά αυτές οι κυρίες με κρατούσαν με το ζόρι κοντά τους. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τους ξεφύγω μα με είχαν δεμένη. Πάλεψα πολύ, πόνεσα, μάτωσα. Έχασα όλες μου τις δυνάμεις μα τώρα ξαφνικά, η μεγάλη κυρία που μ’ έχει δεμένη με χειροπέδη αποκοιμήθηκε. Κατάφερα να πάρω το κλειδί και την ξεκλείδωσα. Απελευθερώθηκα. Επιτέλους! Τρέχω, έρχομαι, άνοιξε την αγκαλίτσα σου, μαμά. Αχ, πόσο μου έλειψες όλ’ αυτά τα χρόνια».
Οι δύο κυρίες κοκάλωσαν. Παρέμειναν ακίνητες στις θέσεις τους σαν αγάλματα. Σε πολύ λίγο μια πεταλουδίτσα διαπέρασε το δωμάτιο. Έκανε έναν σχολαστικό γύρο, όρισε τον χώρο, χαμογέλασε στις δύο κυρίες-αγάλματα, τους έκλεισε πονηρά το μάτι στέλνοντάς τους κι ένα φιλί, και χάθηκε.
Η κλεψύδρα έκλεψε τον χρόνο πιο σύντομα απ’ ό,τι αναμενόταν. Φάνηκε πόσο μικρή ήταν η μεγάλη κυρία μπροστά σ’ αυτό που συνέβη. Άφησε να κυλήσουν δυο καυτά δάκρυα κι ανασήκωσε το βλέμμα προς τα πάνω ψάχνοντας απεγνωσμένα για κείνη τη ντροπαλή ηλιαχτίδα. Τη χρειαζόταν για να ζεστάνει τα σωθικά της.
Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος, όταν πληροφορείται για ένα τραγικό γεγονός που συμβαίνει στη ζωή άλλων ανθρώπων, έξω από το δικό του σπίτι, και δεν τον αφορά άμεσα, για λίγες στιγμές συνετίζεται εστιάζοντας στο πραγματικό νόημα της ζωής. Αντιλαμβάνεται πόσο σύντομο είν’ αυτό το ταξίδι και βάζει στόχους για να το κάνει όσον το δυνατόν ομορφότερο. Δίνει υποσχέσεις στον εαυτό του, παρότι είναι πεπεισμένος βαθιά μέσα του ότι θα τις αθετήσει άμα τη γεννέσει τους. Αισθάνεται ευχαριστημένος από τη ζωή του και τυχερός έναντι πολλών άλλων ανθρώπων. Χαίρεται γιατί όλη η οικογένειά του είναι υγιείς και προσπαθεί να πείσει και τους γύρω του για τα νοήματα, τα ιδανικά και τις αξίες. Δείχνει να ενδιαφέρεται ποσώς για τα υλικά αγαθά. Άλλα είναι που μετρούν τώρα. Μάλιστα γίνεται ιεροκήρυκας και συμβουλεύει και τους άλλους. Τους στέλνει να κάνουν πού και πού μια βόλτα από το νοσοκομείο να δουν τον πόνο των συνανθρώπων τους που ξεχειλίζει, στο ορφανοτροφείο να δουν τα παιδάκια που αναζητούν καινούργιους γονείς κ.ο.κ. Πόσο καλός ηθοποιός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος! Υποδύεται τέλεια τον ρόλο που στο τέλος καταφέρνει να ξεγελάσει ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του. Κι όλ’ αυτά για λίγες μόνον στιγμές…

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δημοσιευμένα στη συγκεντρωτική έκδοση Οδός Δημιουργικής Γραφής (2017)

ΕΠΙΚΑΙΡΟ

Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού
Κρυφοκοιτάζεις τον ήλιο
Ανασκουμπώνεσαι
Εισπνέεις βαθιά
Το ιώδιο διαπερνά το κορμί σου
Ο ορίζοντας απλώνεται μπροστά σου
Πράσινος, ελπιδοφόρος
Δεν συμβιβάζεσαι
Δεν αφήνεις ούτε σταγόνα να πάει χαμένη
Οι λαβωματιές βαθιές
τις παλεύεις και θα συνεχίσεις να τις παλεύεις
Επουλώνεις τις πληγές με κάθε τίμημα
παρότι η επιδημία πλανιέται
Σαν άδικη κατάρα
Πολεμάς τις σκιές
Γίνεσαι σύννεφο, καπνός και αέρας
παρότι σκοντάφτεις στα εμπόδια
Πληγώνεσαι, πονάς
Κεντρίζεις το άλογο με τα σπιρούνια
Επιμένεις
Και σαν αναδυομένη ανασηκώνεσαι
Οι σφυγμοί δυναμώνουν
Και δειλά δειλά ξεμυτίζεις
Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ…

Μες στη θωριά του αναζητώ τη σιγουριά
Και με τα λόγια τους φόβους να καταπραΰνει
Το ψηλό κυπαρίσσι
ξεφύτρωσε εκεί που δεν το έσπειραν, παράταιρα
ανάμεσα στα πεύκα που κάποτε ήταν πυκνά
όταν γίνονταν ίσκιος στη θάλασσα –
η μυρωδιά τους ζευγάρωνε με την αλμύρα
κι ανάσταινε τα στήθη
Ένα χέρι ανέκοψε την ομορφιά
Ζήλεψε την υπεροχή κι έσπειρε τον όλεθρο
Το κυπαρίσσι παραμένει ανάμεσα στα λιγοστά πεύκα
μαραζωμένα να κλαίνε τον πόνο των συντρόφων
να θυμούνται τις ένδοξες ημέρες
να τις σιγοτραγουδούν με μοιρολόι
Ούτ’ έρχονται πίσω οι στιγμές
ούτε τα λόγια έφυγαν ήδη μακριά
Τα ιδανικά που ξεθώριασαν
Ο χαμένος ήλιος γύρω από τα σύννεφα
Η ανάμνηση που απομένει, κι αυτή
σκεπασμένη από μια κατάσταση εντελώς ομιχλώδη.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ

Ζει κάτω από τη σκιά του εαυτού της. Αρπάζει το
τιμόνι και το κρατά γερά. Δεν επιτρέπει να λικνίζεται,
ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κοιτάζει απέναντι το αστέρι.
Ελκύεται από τη φωτεινότητά του.
Αποδεσμεύεται από άγονες εξαρτήσεις.
Εντοπίζει την ουσία. Την αναπνέει καθημερινά και δεν
τη χορταίνει. Εξοικονομεί την πολύτιμη ενέργεια για
δημιουργία.
Μοναχικότητα, όχι μοναξιά.
Όνειρα. Το ένα μετά το άλλο περασμένα σε μια
αλυσίδα. Βήματα αργά αλλά σταθερά. Οδεύουν στον
δρόμο της πραγμάτωσης.
Επανόρθωση, συστατικό της ωριμότητας.
Προκαλεί τις θετικές συνθήκες. Οσμίζεται το άρωμα
της μοναδικής ελευθερίας. Απολαμβάνει τις στιγμές.
Πεισμώνει. Βάζει ένταση, ρυθμό και χρώμα.
Απολαύσεις μοναδικές.
Γράφει, γράφει, γράφει… Ίσως αυτό οδηγεί στην
αυτογνωσία η αυτογνωσία στο γράψιμο.
Δημιουργική μοναχικότητα.

ΠΛΩΤΑ ΦΕΡΕΤΡΑ

Απόγνωση.
Η απελπισία οδηγεί στ’ άγνωστο:
ταξίδι χωρίς πυξίδα.
Ανασφάλεια.
Η αλήθεια του πράγματος
παραμένει αβέβαιη.
Βία και βία.
Στην αρχή, στη μέση
στο τέλος.
(Πόλεμος, πείνα, δάκρυ,
βασανιστήρια, διακινητές).
Αντίπερα –
Τον νου διαφεντεύει ο ρατσισμός.
Η αλληλεγγύη παραμένει τυφλή,
ίσως κωφή.
Σάρκες χρωματισμένες, απλωμένες παντού.
Σπαρακτικές οι κραυγές, αλλόφρονες.
Σκηνές τραγωδίας, μετά σιωπή.
Πλωτά φέρετρα και υγροί τάφοι.
Απόγνωση, ανασφάλεια και βία…

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ 

1. Αν κοιτάζεις πίσω, θα χάσεις τα βήματα. Και θα
πέσεις εμπρός.
2. Τα όνειρα, τα παραμύθια, τα πάθη, δεν είναι μόνο
για παιδιά.
3. Φιλία και συμφέρον, σ’ αντικριστά μονοπάτια
βαδίζουν.
4. Μην σκύψεις ποτέ για να φτάσεις στο επίπεδο
ανθρώπων που δεν σου ταιριάζουν. Απλά,
προσπέρασέ τους.
5. Στο απόγειο της μοναχικότητας: δημιουργία και
συμφιλίωση.
6. Όπως η αναπνοή, απαραίτητος κι ο έρωτας.
Ειδάλλως, η ανυπαρξία.
7. Έγινε κριτής της αθέατης πλευράς του, και
τρόμαξε.
8. Και το πεινασμένο πνεύμα πεθαίνει…
9. Αποδέσμευση από άγονες εξαρτήσεις ή
οπισθοδρόμηση;
10. Δώσε προτεραιότητα στην προτεραιότητα της
ζωής σου.

ΑΤΙΤΛΑ

*
Το κοίταζα παράξενα
σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά
Με την άκρη του ματιού μου έψαχνα
Να βρω κάτι γνώριμο
Μια μυρωδιά μου έκλεινε τα ρουθούνια
Κάποια στιγμή σταμάτησα ν’ αναπνέω
Χάθηκα για πάντα μαζί με το χαμένο σπίτι μου
*
Κι όσο πλησιάζω βρίσκω κομμάτια
Και δεν μπορώ να τ’ αγγίξω
Γιατί στάζει το αίμα
-χαρακιές στους τοίχους
ορύγματα στην καρδιά-
σταγόνες τρέχουν αλμυρές
συντρίμμια
μάτια αλαφιασμένα
αμφισβητούν το αποτέλεσμα
*
Κύκλους κάνουμε γύρω από τον εαυτό μας
Κρατώντας τη σπασμένη πυξίδα
Παραμένουν κλειστά τα παράθυρα
Κάποιοι ξεχασμένοι χτύποι στην πόρτα
Η αμφιβολία γεμίζει τα μάτια μας
Παραμένει μετέωρο το βλέμμα
Πού ν’ ακουμπήσουμε, από πού να πιαστούμε;
Η διαδικασία με μαύρο πέπλο καλύπτει τον ορίζοντα
Κι οι τύποι φιγουράρουν στον κατήφορο
Ελπίδες που έσβησαν: ουσία χαμένη –
Αυτό μόνο μας έχει απομείνει, το μετέωρο βλέμμα;
*
Μες της οδύνης τη ματαιότητα
Θα χάσουν την αξία τους οι άνθρωποι
Και τα ονόματα θα μείνουν πια
Μόνο για να ξεχωρίζουν
τους επώνυμους από τους ανώνυμους
Τους γνωστούς από τους άγνωστους
Τους πραγματικά σπουδαίους, αν υπάρχουν, από τους
ασήμαντους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου