Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ



OLYMPUS DIGITAL CAMERA
.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Είναι πτυχιούχος της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και έχει Master στη Βυζαντινή και Νεοελληνική Λογοτεχνία από το King’s
College του Λονδίνου. Σήμερα εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση.  Ποιήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
1.  Σαν ίαμβος καθρέφτης, (Πλανόδιον, 2009) (Κρατικό Βραβείο
2.  Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη)
3.  Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, (Πλανόδιον, 2012)
4.  Οινοποίηση, (Ιδιωτική έκδοση, 2014)
5.  Παραλογή, (Gutenberg, 2016)
6.  Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση,
(Θράκα, 2017, μαζί με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο)
7.  Η νύφη του Ιούλη, (Σμίλη 2019)
ΚΡΙΤΙΚΗ / ΔΟΚΙΜΙΟ
1. Με λογισμό και μ’ όνειρο. Σκέψεις πάνω σε δύο ποιήματα και
δύο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου, (Ακτίς, 2016)
2. Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας. 14 κριτικά κείμενα για τη
σύγχρονη ποίηση στην Κύπρο μετά το ’90, (Διόραμα, 2018)
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
1. Πάφος. Λόγος ποιητικός από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα,
Οργανισμός «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης – Πάφος
2017» και Εταιρεία Λογοτεχνών Πάφου, Πάφος 2016 (μαζί με
τον Αντρέα Πετρίδη και τον Αντρέα Χατζηθωμά)
2.  Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018, (Κύμα, 2018)
(μαζί με τον Γιώργο Χριστοδουλίδη)
.
.



.
.


Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ (2019)

α’
Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβουραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.
εβάσταν= κρατούσε, 
εβούρ«ν= έτρεχε, 
είσεν= είχε,
Εν= δεν, 
τζύρης= πατέρας
.
ια’
στην Ακανθού της μάνας μου
Άνοιξε δρόμο
ανάμεσα σ’ αγκάθια κι αγριόχορτα. 
Λευκά λεπτά.
Αόρατα νήματα.
Σιγή.
Κι ύστερα λέξεις ξένες
αιχμηρές
μαύρο σπαθί,
κι η πόρτα κλείνει αδιάφορη 
και παγωμένη.
Φεύγοντας του ψιθύρισε μια λεμονιά: 
«Μεν φύεις.
Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη».
.
ιγ’
Στην Καρπασία
το κίτρινο της λαψάνας ρυθμίζει
την κυκλοφορία του αίματος.
Μέσα στα χέρια του ήλιου
μολόχες τζόχοι αβρόσσιλλα
αγρέλλια πάγκαλλοι λάχανα
στρουθκιά χωστές αναθρήκες.
Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.
Στο μοναστήρι ο άνεμος στάθηκε όρθιος.
Εκεί φιλήσαμε στα χείλη τον Άγιο
κι από τον βράχο του πάνω στο κύμα
πήραμε αγιασμένο νερό.
Και είπα, Θεέ μου,
κάμε να σπάσει το δόντι του χρόνου.
Αυτό το ποίημα 
έχει μια θάλασσα μόνο
μοιρασμένη στα δυο.
λαψάνα= αγριοσινάπι
μολόχες […] αναθρήκες= βρώσιμα ως επί
το πλείστον φυτά
.
ιε’
στον πατέρα μου
Κατά το σούρουπο μπήκαμε στην Αμμόχωστο.
Τω καιρώ εκείνω
τα τείχη των Φράγκων αλλάζανε χρώμα.
Πιο πίσω η θάλασσα και το λιμάνι
μια διαλεκτική ανθρώπου χρόνου
μέσα στο αναμμένο ηλιοβασίλεμα.
Εδώ
καμιά φωνή δεν ξεπερνά την ηχώ της.
Κι όμως,
θα πω για σε περίκλειστη κόρη
με τα φλιτζάνια γυμνά στα τραπέζια
κι όλα τα ρούχα σου απλωμένα
σ’ ένα κουλουριασμένο συρματόπλεγμα.
Κλαμόντα,
βυθίζω τα χέρια στον άλλο χρόνο
να πάρω λίγη από την άμμο σου.
Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα, κόρη,
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη,
αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας^
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.
.
ιστ’
της Αργυρώς
Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν.
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά
στον αέραν.
.
άμπα= μήπως, 
ούλλα= όλα
.
ιη’
Arbeit macht frei
Ακόμα κι αν πούμε
την εισβολή σας                             φτερούγισμα
τους έποικους                                 πρόσφυγες
την κατοχή                                      ουρανό
ακόμη κι αν πούμε
τις σφαίρες                                     βάλσαμο
τα παγωμένα σας σύμφωνα        θάλασσα
και τους νεκρούς μας                   απλώς πλεονάζοντες
                                                         σε κακό καιρό
το θέμα είναι πως
είμαστε όλοι μολυσμένοι με θάνατο
και πως το αίμα θα ’ναι για πάντα
το τελευταίο βερνίκι της ανθρωπότητος.
.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Την Πέμπτη 7.3.2019, μαζί με τους αγαπητούς συναδέλφους μου από το Γυμνάσιο Αγλαντζιάς και την οικογένειά μου, επισκέφθηκα τα Κατεχόμενα και το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία, καθώς στην ηλικία των σαράντα πέντε ετών, έστω ως επισκέπτης, είδα για πρώτη φορά την πατρίδα μου ολόκληρη. Για πρώτη φορά οι αφηγήσεις και οι περιγραφές της μάνας μου και του τζυρού μου, που κατάγονται από την κατεχόμενη Ακανθού και την Αμμόχωστο αντίστοιχα, έγιναν ζωντανή εικόνα, βίωμα και αίσθημα. Ένιωσα πραγματικά ότι ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού μου βρέθηκε, λες και μια τρύπα που είχα μέσα μου έκλεισε και γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου. Ευχαριστώ, λοιπόν, γι’ αυτό τον διευθυντή μου Πέτρο Μιχαήλ, που έκανε αυτή την επίσκεψη πραγματικότητα. Την Τετάρτη 20.3.2019, μέρος αυτού του συνθετικού ποιήματος διαβάστηκε για πρώτη φορά στη Λέσχη Βιβλίου Παλαιάς Λευκωσίας «Το Υφαντουργείο», σε εκδήλωση με αφορμή την ημέρα ποίησης μαζί με τους φίλους ποιητές Γιώργο Χριστοδουλίδη, Γιώργο Καλοζώη και Μιχάλη Παπαδόπουλο.
ια’
Στις 23 Απριλίου 2003, τριάντα περίπου χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού, οι κατοχικές αρχές προχώρησαν σε μερική άρση των απαγορεύσεων της ελεύθερης διακίνησης και άνοιξαν τα οδοφράγματα στην Κύπρο.
Μετά από αυτό αρκετοί πρόσφυγες, έστω ως επισκέπτες,
μπόρεσαν να δουν ξανά αυτά που τους στέρησε η τουρκική
εισβολή και κατοχή.
ιγ’
Η φημισμένη μονή του Αποστόλου Ανδρέα βρίσκεται στο ομώνυμο ακρωτήρι στην κατεχόμενη Καρπασία, στο ανατολικότερο σημείο της Κύπρου, και παραμένει η μοναδική υπό τουρκική κατοχή εν ενεργεία μονή. Κτίστηκε
το 1867 σε βραχώδη έκταση στα νότια του ακρωτηρίου, στο μέρος όπου πιστεύεται ότι αποβιβάστηκε ο απόστολος και, σύμφωνα με την παράδοση, φανέρωσε με θαύμα πηγή νερού δίπλα στη θάλασσα. Μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974 ήταν από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της
Κύπρου.
ιε’
Μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου, στις 16 Αυγούστου 1974, από τα τουρκικά στρατεύματα, η πόλη λεηλατήθηκε και σφραγίστηκε με συρματόπλεγμα. Η περίκλειστη περιοχή χαρακτηρίστηκε το 1977 από τον Σουηδό δημοσιογράφο Γιαν Όλοφ Μπένγκστον «πόλη φάντασμα».
ιστ’
Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από το έργο Το νυφικό που δεν φορέθηκε (χαρτί και μέταλλο) [εικαστικοί δημιουργοί: Μαριάννα Κωνσταντή, Ανδριάνα Νικολαΐδου· ραφή: Νικολέτα Δημητρίου], το οποίο προβλήθηκε στην έκθεση «Νύφες», στο Λεβέντειο Μουσείο Λευκωσίας, από τις 30.11.2016 μέχρι τις αρχές Ιουλίου του 2017- ειδικότερα αναφέρεται στην τραγική ιστορία της Αργυρώς Χριστόφορου, η οποία επρόκειτο να παντρευτεί στις 21.7.1974, την
Κυριακή της εισβολής. Το νυφικό της έμεινε κρεμασμένο στο σπίτι της, στην Περιστερωνοπηγή Αμμόχωστου, όταν μαζί με τους συγχωριανούς της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό της.
ιη’
Τον Ιούλιο του 2018 παρουσιάστηκε από τον Χάρλεπ Ντεζίρ, αντιπρόσωπο του Γραφείου για την [δήθεν] Ελευθερία του Τύπου του ΟΑΣΕ, το πολυσυζητημένο γλωσσάρι για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους. Πρόκειται στην ουσία για 53 λέξεις και φράσεις, οι οποίες
επελέγησαν και προτάθηκαν ως «ουδέτερες» και από τις δύο πλευρές, αλλοιώνοντας για μια ακόμη φορά την ιστορική αλήθεια.
.
.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ (2016)

Οδηγίες Χρήσεως

.

Παρενέργειες

Έτρεχες σαν
λαγός στον ύπνο μου
κοιτάζοντας πίσω φοβισμένα
Κοίτα να δεις μου λες
για να σωθείς
σφάξε στο γόνατο τις λέξεις
Κι άμα σε γλύφει χαρούμενο σκυλί
κλείσε τα μάτια
και μέτρα
ποτάμι
ποτάμι
το ποίημα
.

Παραλογή

.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Α

Τρομοκράτης

σκότω λιμός ξύνοικος
Άμα το αίμα
άμα στερέψει το ψωμί
έμενα η νύχτα μου
Γιατί ‘ναι νύχτα δεν θωρείς;
Άμα το αίμα
άμα στερέψει το ψωμί
έμενα η νύχτα μου
Περνώ τα σύνορα της ποίησης
και ζώνω με εκρηκτικά
τις λέξεις
.

Σεισάχθεια

Όπως έσκαβα
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ‘χαμέ Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω
.

Πάροδος

Πώς να περάσου στο βελόνι
το φώς
Δεν υπάρχει άλλο φώς
Κάποια στιγμούλα
δάχτυλο
θα τρυπήσω στο σκοτάδι
.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Β

.

ΙΙ

Φύλλο
Φύλλο
Ταξιδεύω στον χρόνο
ανάποδα
Έτσι μετρώ τη ζωή μου
Το φύλλο γίνεται κλαρί
και το κλαράκι δέντρο
το δέντρο σκάλα να ‘ρκουνται
στη γην οι πεθαμμένοι
Θέλει στοιχειό
για να στεριώσει δέντρο
Ξεσφάλισε
Όσο τσιμέντο κι αν ρίξεις
τα δοκάρια του κόσμου
είναι ξύλινα
νά ρκουνται – νά έρχονται
.

Πάροδος

Σαν λίγο ή ζωή
Σαν θάνατος
Κι η ψυχούλα λευκή
σε χαράδρα
Κι αν δεμένος ό κόσμος
στον διάβολο
Γλώσσα βλέπουσα
Σαν αράχνη
συλλαβίζει το βάραθρο
στον αιθέρα
.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Γ

.

Οδυσσέας

Αν είσαι μισοκαμένο πεύκο
κι αν τα μισά σου κλαδιά στο χθες
κυματί-
ζουν παράλληλα
μην παραιτείσαι
Πιάσε την τέχνη σου απ’ τα μαλλιά
Τύμμα τύμματι τίααι
που ‘λεγε κι ο Αισχύλος
γνωρίζοντας πως μες στον καθρέφτη
ο χρόνος έχει μάτια
ορθάνοιχτα
.

Νιόβη

Άμα έβρεχε
παίζαμε κρυφτό με τη μάνα
Κρυβόμουν θυμάμαι: πίσω από τον καναπέ
Σήμερα παίζουμε κρυφτό στο διαμέρισμα
Όταν βλέπω τον γιό μου
πίσω από τον καναπέ
και τις πατούσες των κοριτσιών
να φέγγουν στην κουζίνα
απομακρύνομαι
και τους κοιτάζω τρέχοντας
να φτύνουν τον χρόνο
.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ Δ

.

Ελένη

Στέκεται στην κουζίνα
Η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει
Κι ίσως γι’ αυτό
βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι
αποπειράται να μεταφράσει
τον άνεμο
Πίσω από τον ήχο
η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει
Το ένα της μάτι δακρύζει
Το άλλο ορθάνοιχτο
βασιλιτζιά – βασιλικός | ψιντρή – λεπτοκαμωμένη
.

Πάρις

Ξάφνου δυόαμος
Μνήμη βαθιά
Λιθάρι στ’ όνειρο
Χρόνος οπλίζει στην ομίχλη του Άδη
Κι έτρεχε αίμα
Το φεγγάρι στο πάτωμα
Όλα ένα βλέφαρο
κι οι πατούσες της
φως
στο ποτάμι
.

Έξοδος

ΙΙ

Σ’ αυτή τη σελίδα
το χιόνι
δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως ως το πρωί
θα ‘χει σκεπάσει όλο
το ποίημα
.
.

ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ (2014)

66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησιν
.

ΟΡΕΚΤΙΚΟΝ

Πίννε κρασίν να ‘σεις ποίησιν
<>|<>
Έναν ποίημαν
Τζι έναν μπουκκάλλιν κρασίν
Καλόν σκέφτουνται
<>|<>
Είμαι τζαι μαύρον
Όπως το σελϊόνιν
Είμαι τζαι λευκόν
<>|<>
Πον’ να μ’ αννοίξεις
Στούππωσ’ με με τον φελλόν
Μου ανάποδον
.

ΚΥΡΙΩΣ ΚΡΑΣΙΝ

Πρώτα μυρίστου
Τζι ύστερις δε με στο φως
Μετά φίλα με
<>|<>
Το ξυνιστέριν
Εν’ λευκόν περιστέριν
Στον ουρανίσκον
<>|<>
Δίχα φεγγάριν
Δεν αμπλέπω την νύχταν
Οι Θεοί πίννουν
<>|<>
Το κρασίν τζαι το ποίημα στρακόττον
το ποίημαν: Που τον Ομηρον
Οι Θεοί πίννουν νέκταρ
το κρασίν: Τζείνοι χάννουσιν
<>|<>
το κρασίν Έσει έναν γρόνον
θυμωμένον: Π’ αναπνέω βανίλλιαν
το ποίημαν: Καταλάβω σε
<>|<>
το ποίημαν: Είμαι λαλουσιν
Η βασίλισσα τέχνη
το κρασίν: Βρίξε τζαι πίννε
<>|<>
το κρασίν: Λαλουσιν οτι
Ωφελώ στην καρδίαν
το ποίημαν: Όι λαομόν
<>|<>
Ποιητής
Τρώω σταφύλιν
Τζι ύστερα κάμνω στίχον
Ολοκότσινον
<>|<>
Οινοποιός
Δουλεύκω λευκόν
Πιστεύκω στο κοτσινον
Είμαι ποιητής 
<>|<>
Το δοτζίμιν του ποιητή
Φύτεψε λέξεις
Ύστερα κρούσ’ τες ούλλες
Τζαι κάμε κρασίν
<>|<>
Το δοτζίμιν του οινοποιού
Βάλε τον ήλιον
Την γην τζαι την θάλασσαν
Μες στο πιθάριν
<>|<>
Προς πιστούς του κρασιού
τζαι της ποίησης
Για να πολύσει
Κλαδεύκω τ’ αμπέλιν μου
Κατασείμωνα
<>|<>
Καλλυττερεύκω
Άμαν μ’ αφήσεις τζαιρόν |
Μες στο τζελλάριν
<>|<>
Μεν με κουλιάσεις
Να δεις τι πόνον τραβώ
Που με λιώννουσιν
<>|<>
Ο οίνος ερωτεύτηκεν την
ποίησην τζαι συντυχάννουν
.
Οίνος
Η γη γυρίζει
Τζαι πιτσικλιάζει κρασίν
Την Αφροδίτην
Αντζέλισσα μου
Έγλεπε που παρπατάς
Πατάς σταφύλιν
Το δειν σου κόρη
Ραΐζει το ποτήριν
Πόθθεν να σε δω;
<>|<>
Ποίηση
Ξυπνάς τα πουλιά
Τζαι χαμηλοπετούσιν
Μες στο ποίημαν
<>|<>
Οίνος
Είσαι το κρασίν
Είσαι τζαι το ποίημαν
Εγιώ ποιος είμαι;
<>|<>
Ποίηση
Είσαι σύννεφον
Που το μέσα ποτάμιν
Στάξε μου κρασίν
ΕΠΙΔΟΡΠΙΟΝ
Εγιώνη κλαίω
Τζι εσείς πιστεύκετε τους
Πως εν’ σάκχαρα;
<>|<>
Είμαστιν χώμαν
Να θυμάσαι να πίννεις
Για να ξηάννεις
<>|<>
Ό,τι τζι αν πούσιν
Εσού πάντα να ξέρεις
Είμαι σταφύλιν
.
.

ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (2012)

άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές
<|>
Ο ποιητής κι ο χρόνος
καιροφυλακτούν
ο ένας μες στον άλλον
<|>
μια λέξη πίσω
μια μπροστά
το παντελόνι του χρόνου
φαρδαίνει
<|>
βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις
<|>
ξυπνά η μάνα
με ξυπνά
ψήνει καφέ να σηκωθεί
οχιά ο χρόνος
<|>
με μία ζαριά ο θάνατος
παίρνει τη μάνα
<|>
Ανάβουν τα μάτια σου
βουνά
μπρούμυτα στον αέρα 
<|>
φόρεσες όλα τα βουνά
θυμάρι της αβύσσου
το βλέφαρό σου
μέσα μου
και με γκρεμίζεις
<|>
σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω
<|>
βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή
με το κλαράκι στο ράμφος
<|>
πυκνός κι αυτάρκης
απ το βυζί της μάνας
δημιουργώ άν-τί-
σώματα 
<|>
σε τούτο το βάραθρο
βάση μου είναι η Στιγμή
ο Σολωμός κομήτης
<|>
στη γλώσσα μου
κλίνεται η ψυχή
σ’ όλες τις πτώσεις 
<|>
ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες
<|>
με μάτι κλεφτοφάναρο
χαράζω στα δυο
τον τράχηλο της νύχτας
<|>
γωνία Αυγούστου
κάθετη
γυάλινο μεσημέρι
<|>
χρόνια εμπορευόμαστε
το φως
κι όμως σκοτάδι
ασάλευτο
<|>
με φυσικό αέριο
ορύσσουμε
ξανά
την ιστορία
<|>
μ’ ένα στενό ντουφέκι
πενθώ
τα τρομαγμένα κοπάδια
<|>
ψηλά ο θόλος τ’ ουρανού
ξερολιθιές και θημωνιές
ρίγανη και θυμάρι
<|>
Οί τερατσιές μας κρέμουνται
στον ούρανον καντήλες
τζ’ άμαν φυσήσει, νακκουρίν
στάσσει το λάδιν μες στην γην
πέφτει βραστόν στες φούχτες τους
βκάλλουν ξανά καντύλες
<|>
Το ποίημα
βγαίνει μετά τη βροχή
σαν σαλιγκάρι στ’ αλάτι
<|>
Το ποίημα
δεν είναι αλήθεια
δεν είναι ψέμα
είναι το ουράνιο τόξο
του ποιητή
.
.

ΣΑΝ ΙΑΜΒΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ (2009)

Σαν ίαμβος

α’
Χρόνος αστράφτει
και βροντά
η ψίχα του
δ’
Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω
Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μες στον ήλιο
ε’
Η πρωινή δροσιά
Το πρώτο φως της δημιουργίας
Πριν απ’ την δράση
σχηματίζονται οι μορφές
Τα φυτά και τα σώματα
Τα βουνά και τα δάση
η’
Δε σ’ είδα
Σ ένοιωσα
Πάνω στην απροφύλακτη στιγμή
καρφώθηκες στο σώμα
Χάλκινο χάδι
Άστραψες φως
στο σκοτεινό πυρήνα
ια’
Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη
Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή ή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας
ιδ’
Βαθιά χτισμένος στ’ όνειρό
θρέφω καμένο σώμα
Αν λίγο μετακινηθώ
τρέμει το φώς μες στο νερόν
αφταίνω και χιονίζω
Φέρτε μου πέτρες τζιαί πηλόν
το σώμαν μου να χτίσω
τί έχω μέσα μου λαμπρόν
μην τύχει και το σβήσω
ιθ’
Ύστερα φως με χτύπησε
Αίμα
Ρυθμός
Ρινίσματα φωτός
Ουράνιες βλεφαρίδες
Τρέμει το σώμα
Τρέχει λόφους
κάθετα βουνά
Κοιλάδες αρτεσιανού φωτός
ανάβουν οι φωνές σου
Νύχτες και νύχτες
τ’ άστρα σου μαλλιά
καλάμια που λυγίζουνε
κι αγγίζουν τα νερά
μ’ ασήμι του θανάτου
κβ’
Ποτέ δεν είχα κλίση μαθηματική
Μα του πατέρα η επιμονή
μ’ έμαθε τέχνη χρήσιμη και διαχρονική
Η μέθοδος των τριών η απλή
χωρίζει τους ορούς χιαστί
αποδεικνύοντας στο πι καί φι
το σκοτεινό άγνωστο X
Μα έλα που ήρθε δύσκολη πράξη φονική
κι ο δεύτερος όρος σου βγάζει απ’ το στόμα την ψυχή
Μονάχος τώρα σβήνω γράφω στο χαρτί
σαν λαβωμένο φίδι επιστρέφω στη σιωπή
κστ’
Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο
κζ’
Όσα το σώμα κράτησε
σφιχτά δεμάτια φως
βλέμματα που φτερούγισαν
ανάσες στο νερό
Όσα το σώμα κέρδισε
παράθυρα στο φως
ποδά κομμάτιν λασμαρίν
ποτζιει κομμάτιν δκυόσμος
Σώμα ουράνιο υφαντό
πλέκεις το χρόνο σου με φώς
Σώμα βαθύ πορτοκάλι
βελόνι του θανάτου
Δώρον ασώματου θεού
στο μέτρο του ανθρώπου
.

καθρέφτης

β’
Λέξεις μολύβι μες στις φλέβες μου
Η νύχτα σέρνει τα χαρτιά
γ’
Μια λέξη
Κουδουνίζει στο κεφάλι μου
Μπερδεύεται στα χέρια μου
Στα πόδια μου
Την πάτησα
δ’
Πριν τιναχτεί με σάλτο φοβερό
απλώνει το μελάνι του στο χρόνο
ε’
Δε γίνεται αλλιώς
Ήταν σε φόρμα ποιητική
Αφού διέσχισε ταχέως
τις κοιλάδες των λέξεων
αφού με κόπο σκαρφάλωσε
απότομους τόμους ποιήσεως
κατάφερε επιτέλους να αντικρίσει
της τέχνης τον ορίζοντα
Κατάφερε επιτέλους να τον προσέξει η κριτική
να συμπεριληφθεί σε ανθολογίες
Και προπαντός
να προεδρεύσει της συντεχνίας των ποιητών
στ’
Δεν καταλαβαίνω τί ζόρι τραβάς
Δεν κηδεύθηκες δημοσία δαπάνη;
Δεν κρεμάσαμε τη φωτογραφία σου
σε σωματεία και δημόσια κτίρια;
Εντάξει μπορεί να μη σου φτιάξαμε
άγαλμα επιβλητικό
Σου γράψαμε όμως
Υψηλά Ποιήματα

θ’

Ό,τι αξίζει στον καφέ
δεν είναι το φλιτζάνι
ούτε το ζουμί
μήτε το θορυβώδες ρούφηγμα
Είναι το μαύρο κατακάθι
Το πικρό
.
.

ΜΕ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Μ’ ΟΝΕΙΡΟ (2016)

Σκέψεις πάνω σε δυο ποιήματα
και δυο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου

Σχόλια πάνω σε δύο ποιήματα ποιητικής
του Θεοδόση Νικολάου
I.
Τεταρτοετής φοιτητής, μέσα της δεκαετίας του ’90 και μ’ όλες τις οικονομικές και τις άλλες δυσκολίες, χαρούμενος. Ένα βράδυ στο καφενείο του Σίμη στην παλιά Λευκωσία, όπου μαζευόμασταν κάθε Δευτέρα για να ακούσουμε και να διαβάσουμε ποίηση, συνέβη κάτι απρόσμενο . Ένας αθόρυβος, μετρημένος και εν πολλοίς ντροπαλός ποιητής , κάποιος που
τότε, στην εξωτερική του εμφάνιση, δεν ταυτιζόταν με το μοντέλο του εκρηκτικού ποιητή που είχα στο μυαλό μου, άρχισε να διαβάζει τα ποιήματά του. Ξάφνου η κάμαρα γέμισε με αντηχήσεις πουλιών. Θα ’θελα αυτή τη μνήμη να την πω τώρα, που δέκα περίπου χρόνια μετά το βράδυ εκείνο, ο Θεοδόσης Νικολάου έφυγε από κοντά μας διά παντός.
Εκείνη η πρώτη και ισχυρή εντύπωση, αλλά και οι επερχόμενες και πιο προσεκτικές αναγνώσεις του ποιητικού του έργου, απέδειξαν σε μένα ότι πρόκειται χωρίς αμφιβολία για έναν ποιητή ενήμερο πολιτισμικά και καταρτισμένο θεωρητικά, ο οποίος έχει ακονίσει τη γλώσσα και την ευαισθησία του πάνω σε δυνατά λογοτεχνικά κείμενα και έχει σκεφτεί πάνω στα προβλήματα που επιτακτικά θέτει η σύγχρονη ποίηση. Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν άνθρωπος εξαιρετικής λογιοσύνης, που αξιοποιούσε όλο τον πλούτο της παιδείας του, για να φτάσει στη γλώσσα της ποίησης. Είναι για τούτο τον λόγο που επέλεξα ως θέμα μου την ανίχνευση ορισμένων πτυχών της ποιητικής του τέχνης, εστιάζοντας σε δύο σημαντικά ποιήματα από τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Εικόνες: «Έκθεση ζωγραφικής» και «Το σαλιγκάρι».
Προτού όμως μπούμε για καλά στο θέμα μας, θα πρέπει να σημειωθεί μια προκαταρκτική παρατήρηση, που αφορά το σύνολο της πνευματικής και καλλιτεχνικής περιπέτειας του ποιητή. Η εξέλιξη της ποιητικής τέχνης του Θ. Νικολάου δεν παρουσιάζει βαθιές τομές με την έννοια της ριζικής διαφοροποίησης στη θεματική και τις μορφολογικές επιλογές. Πρόκειται μάλλον για μια τέχνη που, από την πρώτη κιόλας εκδοτική παρουσία, καθορίζει ευδιάκριτα τους βασικούς άξονές της, τους οποίους και εμβαθύνει από συλλογή σε συλλογή.
.
Μοντερνισμός και χριστιανισμός
Σκέψεις πάνω σε δύο δοκίμια του Θεοδόση Νικολάου
για τον Τ. Σ.Έλιοτ
Όπως είναι γνωστό, μεταξύ των πολλών ποιητών-κριτικών και ταυτόχρονα δοκιμιογράφων στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση συγκαταλέγονται ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο Εζρα Πάουντ, οι οποίοι, με το ποιητικό, αλλά και με το δοκιμιακό και κριτικό τους έργο καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση δεσπόζουν οι μορφές του Κωστή Παλαμά, του Τέλλου Άγρα και του νεότερου Γιώργου Σεφέρη. 0 τελευταίος μάλιστα, αφού ακολούθησε το μοντερνιστικό
πρότυπο των Ευρωπαίων ομοτέχνων του, εισήγαγε, καλλιέργησε και μορφοποίησε το μοντέλο του λόγιου ποιητή και σπουδασμένου κριτικού· με άλλα λόγια, ένα μοντέλο ποιητή που, παράλληλα με το δημιουργικό του έργο, είναι και μεταφραστής και θεωρητικός της ποίησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αλληλεπίδρασης ποιητικού και κριτικού λόγου, το 1965, ο εκπαιδευτικός, ποιητής και κριτικός Θεοδόσης Νικολάου, ως μέλος του Επιστημονικού και Φιλολογικού Συλλόγου Αμμοχώστου, καταπιάνεται συστηματικά με την κριτική παρουσίαση της ποίησης του Έλιοτ· μάλιστα τα χρόνια από το 1960 ως και το τραγικό έτος της τουρκικής εισβολής του 1974 ήσαν πολύ δημιουργικά, ιδιαίτερα για τον κριτικό Νικολάου. «Παράλληλα με το εκπαιδευτικό του έργο, δίνει διαλέξεις (για τους Κ. Π. Καβάφη και Τ. S. Eliot), επιμελείται βιβλία φίλων του, εκδίδει σε τομίδια τις πρώτες μελέτες του: Το 1961 τυπώνεται στην Αμμόχωστο ένα μικρό σε έκταση βιβλίο (27 σελίδων) με τίτλο Παπαδιαμάντης, σύντομο σχεδίασμα βίου και θεωρίας
του έργου του, αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του Χρυστάλλας. Το 1966 τυπώνεται αυτοτελώς στην Αθήνα η αισθητική-μετρική μελέτη του Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα· και το 1969 τυπώνεται στην Κύπρο η μικρή μονογραφία του για τον Τ S. Eliot». Αντίθετα, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η όψιμη ποιητική εμφάνισή του μόλις στα 1980, με την ποιητική συλλογή Πεπραγμένα, δεν προετοιμάστηκε με τη δημοσίευση ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά, αφού μετά τη δημοσίευση κάποιων πρωτόλειων-
νεανικών ποιημάτων στα περιοδικά Κυπριακά Γράμματα και Ο Αιώνας μας κατά τη διετία 1948-1950, δεν έχουμε άλλες μαρτυρημένες δημοσιεύσεις ποιημάτων του. Πέρα από την έκδοση της συλλογής νεανικών διηγημάτων Ρίζες στο χώμα (Αμμόχωστος 1958), φαίνεται ότι η πνευματική του συγκρότηση και θεωρητική του προεργασία πριν από την άρθρωση ώριμου ποιητικού λόγου συντελείται κυρίως με τη συγγραφή σημαντικών μελετών, κριτικών και ειδικότερα δοκιμίων, γεγονός που καθιστά τη μελέτη του κριτικού του έργου σημαντικότατη.
Μπορούμε, λοιπόν, με σχετική ασφάλεια να συμπεράνουμε
ότι, μέσα σε μια τριακονταετή περίοδο εσωτερικών αναζητήσεων και περιορισμένης δημόσιας ποιητικής παρουσίας, η σχέση της ποίησης με τον εφαρμοσμένο κριτικό λόγο απασχολεί έντονα και βαθιά τον ποιητή· και είναι ίσως εξαιτίας αυτής της δημιουργικής, αλλά και ταυτόχρονα επώδυνης,
διελκυστίνδας (ποίηση – κριτική) που ο Θεοδόσης Νικολάου ωριμάζει αθόρυβα και ταπεινά ως δημιουργός και συστήνει σε ώριμη πια ηλικία το αυθεντικό ποιητικό του πρόσωπο.
Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση
της σχέσης μοντερνισμού και θρησκευτικής ποίησης, όπως αυτή προκύπτει ειδικότερα από δύο μελετήματα του Κύπριου κριτικού για το ποιητικό και το δραματικό έργο του Τ. Σ. Έλιοτ. Η επιλογή των συγκεκριμένων κειμένων αιτιολογείται διττά: Πρώτον, ο Έλιοτ αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο
μοντερνιστή ποιητή, η ποίηση του οποίου προβάλλει έντονα ένα θρησκευτικό μήνυμα· μάλιστα η συστηματική κριτική ενασχόληση του Θεοδόση Νικολάου με την ποίηση του Έλιοτ, μια ενασχόληση που οδήγησε στην πραγματοποίηση δύο διαλέξεων (1965 και 1966), μαρτυρά τον φόρο τιμής που απέτισε ο κριτικός στη μνήμη του πρόσφατα θανόντος Αγγλοσάξονα ποιητή (4 Ιανουάριου 1965). Δεύτερον, καταδεικνύει τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Κύπριου κριτικού, το βαθύτατα ανθρώπινο, χριστιανικό και ποιητικό του όραμα, ενώ παράλληλα αποκαλύπτει μια ισχυρή κριτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μείζονες Έλληνες μοντερνιστές ποιητές για την αξία της θρησκευτικής ποίησης του Έλιοτ: στον Τάκη Παπατσώνη και στον Γιώργο Σεφέρη.

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ  ΘΕΟΔΟΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου