.
Η Κλεπάτρα Μακρίδου- Robinet γεννήθηκε στη Λευκωσία. Τελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Σπούδασε με υποτροφία χημικός στη Grenoble και τη Lyon της Γαλλίας και είναι Διδάκτωρ Χημικός στην Ανόργανο Χημεία ( Docteur de Spécialité). Διετέλεσε χρόνια στέλεχος του Γαλλικού Υπουργείου Συγκοινιών και Έργων καθώς επίσης και του Υπουργείου Οικολογίας και Αειφόρου Ανάπτυξης όπου εξήσκησε τα καθήκοντα της Διευθύντριας του Τμήματος «Υδάτινοι Πόροι» στην Ορλεάνη.
Είναι παντρεμένη με τον Γάλλο ακαδημαϊκό Jean Claude Robinet και είναι μητέρα δυο παιδιών.
Είναι πρόεδρος και ενεργό μέλος συλλόγων «Οι Φίλοι της Κύπρου» στη Γαλλία απ´όπου συντελεί στο ν´ακουστεί η φωνή της Κύπρου.
Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Γαλλία και την Κύπρο.
To βιβλίο της Άσμα ερωτικό και πένθιμο, έχει μεταφραστεί στα Αλβανικά και εκδοθεί τον Ιούλιο του 2016. Το βιβλίο Μνημόσυνο-Ιχνηλασία έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και εκδοθεί από τις εκδόσεις « Variations » σε δίγλωσση έκδοση τον Οκτώβριο του 2015.
Έργα της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες ποίησης στην Κύπρο την Ελλάδα και Γαλλία. Το ποιητικό της έργο έχει βραβευθεί τον Ιουνιο του 2017 από την Διεθνή Ακαδημία Arts-Sciences-Lettres που εδρεύει στο Παρίσι με το Αργυρό μετάλλειο.
Είναι παντρεμένη με τον Γάλλο ακαδημαϊκό Jean Claude Robinet και είναι μητέρα δυο παιδιών.
Είναι πρόεδρος και ενεργό μέλος συλλόγων «Οι Φίλοι της Κύπρου» στη Γαλλία απ´όπου συντελεί στο ν´ακουστεί η φωνή της Κύπρου.
Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Γαλλία και την Κύπρο.
To βιβλίο της Άσμα ερωτικό και πένθιμο, έχει μεταφραστεί στα Αλβανικά και εκδοθεί τον Ιούλιο του 2016. Το βιβλίο Μνημόσυνο-Ιχνηλασία έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και εκδοθεί από τις εκδόσεις « Variations » σε δίγλωσση έκδοση τον Οκτώβριο του 2015.
Έργα της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες ποίησης στην Κύπρο την Ελλάδα και Γαλλία. Το ποιητικό της έργο έχει βραβευθεί τον Ιουνιο του 2017 από την Διεθνή Ακαδημία Arts-Sciences-Lettres που εδρεύει στο Παρίσι με το Αργυρό μετάλλειο.
Εργογραφία:
Ποίηση
Ωδή για την Κύπρο, Λευκωσία 1992,
Πατερ απελθέτω απ´εμόυ το ποτήριον τούτο, Λευκωσία 1994,
Σαλαμίνα τε, Λευκωσία 1996,
«Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ», Λευκωσία 1998,
Ὁ νόστος των Ηρακλείδων, Λευκωσία 2006,
Το Κάππα της Κύπρου, Λευκωσία 2013
Μνημόσυνο. Ωδή στον χαμένο Υπαξ/κό Κύπρο Γ. Ἰωάννου, Ιχνηλασία, 2014,
Ρε Αλέξης , Ο Ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης , 2015,
Άσμα ερωτικό και πένθιμο, 2015.
Εντοπία φωνή 2017
Εάλω η ψυχή 2018
Ταξίδι Οδύσσειο 2019
Ωδή για την Κύπρο, Λευκωσία 1992,
Πατερ απελθέτω απ´εμόυ το ποτήριον τούτο, Λευκωσία 1994,
Σαλαμίνα τε, Λευκωσία 1996,
«Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ», Λευκωσία 1998,
Ὁ νόστος των Ηρακλείδων, Λευκωσία 2006,
Το Κάππα της Κύπρου, Λευκωσία 2013
Μνημόσυνο. Ωδή στον χαμένο Υπαξ/κό Κύπρο Γ. Ἰωάννου, Ιχνηλασία, 2014,
Ρε Αλέξης , Ο Ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης , 2015,
Άσμα ερωτικό και πένθιμο, 2015.
Εντοπία φωνή 2017
Εάλω η ψυχή 2018
Ταξίδι Οδύσσειο 2019
Επιμελήθηκε την Ανθολογία της σύγχρονης κυπριακής ποίησης – δίγλωσση ανθολογία στα ελληνικά και γαλλικά « Editions variations » 2016
ΤΑΞΙΔΙ ΟΔΥΣΣΕΙΟ (2019)
II
Και νάμαι τώρα
μακριά από τους τόπους
και, απ’ το είδωλο
που λέγεται Χώμα
να διασχίζω τον Χρόνο
και, το βλέμμα προς τα πίσω,
πίνω όλη την πίκρα του παρελθόντος
με τα χείλη μου
πηγαινοερχόμενη στους πρόποδες
του ονείρου
γιατί κάποιες χαρές ανείπωτες
είχαν παραμείνει
μέσα στα κούφια χέρια μου
που με χόρταιναν.
μακριά από τους τόπους
και, απ’ το είδωλο
που λέγεται Χώμα
να διασχίζω τον Χρόνο
και, το βλέμμα προς τα πίσω,
πίνω όλη την πίκρα του παρελθόντος
με τα χείλη μου
πηγαινοερχόμενη στους πρόποδες
του ονείρου
γιατί κάποιες χαρές ανείπωτες
είχαν παραμείνει
μέσα στα κούφια χέρια μου
που με χόρταιναν.
Μες στον συνωστισμό του όχλου
φορτωμένη με το απόστημα
της Ιστορίας των τόπων
πήρα μαζί μου λίγη άμμο
από την Ανατολική θάλασσα.
φορτωμένη με το απόστημα
της Ιστορίας των τόπων
πήρα μαζί μου λίγη άμμο
από την Ανατολική θάλασσα.
Στο σταυροδρόμι των ελπίδων μου
συνάντησα εκείνον
πάνω σ’ έναν σιδερένιο σταυρό.
Τίποτα δεν μετρούσε για μένα
παρά μια προσφορά δίχως όρια
μέχρι την καταβύθιση στην ύπαρξή μου
για να αναμετρηθώ με τη δική μου αλήθεια.
Τα αθώα πεινασμένα μάτια του
έθρεψαν τις πλάνες μου
στα τραπέζια τ’ ουρανού
Έτσι που η πεινασμένη αγάπη μας
πνίγηκε στον ιδρώτα μας.
συνάντησα εκείνον
πάνω σ’ έναν σιδερένιο σταυρό.
Τίποτα δεν μετρούσε για μένα
παρά μια προσφορά δίχως όρια
μέχρι την καταβύθιση στην ύπαρξή μου
για να αναμετρηθώ με τη δική μου αλήθεια.
Τα αθώα πεινασμένα μάτια του
έθρεψαν τις πλάνες μου
στα τραπέζια τ’ ουρανού
Έτσι που η πεινασμένη αγάπη μας
πνίγηκε στον ιδρώτα μας.
Μα ο ραψωδός μέσα μου συνέχιζε
να φωνασκεί σκόπιμα
γύρω από τα τείχη της πονεμένης Λευκωσίας
και να κρατά τα ηνία
στο αμάξι της ζωής μου
να κατευθύνει τους φόβους
τα όνειρα
τη σκέψη μου.
Έτσι που ανάμεσα στο βλέμμα του
και το δικό μου βλέμμα
ζωντάνευαν τα βλέμματα
της πρώτης μου ζωής
να φωνασκεί σκόπιμα
γύρω από τα τείχη της πονεμένης Λευκωσίας
και να κρατά τα ηνία
στο αμάξι της ζωής μου
να κατευθύνει τους φόβους
τα όνειρα
τη σκέψη μου.
Έτσι που ανάμεσα στο βλέμμα του
και το δικό μου βλέμμα
ζωντάνευαν τα βλέμματα
της πρώτης μου ζωής
Όπως το βλέμμα εκείνο του μπακάλη στη Λυών
που μου θύμισε μια μέρα του Μαΐου τον πατέρα
ενώ δεν είχανε τίποτα το κοινό μεταξύ τους.
Ούτε τα μαλλιά, ούτε τα μάτια,
ούτε η κορμοστασιά τους μοιάζανε
Κάτι δικό του εντούτοις μ’ αναστάτωσε…
Το υγρό βαθύ του βλέμμα
κι ο τρόπος του προσπαθώντας να μου εξηγήσει
πως η τιμή των λεμονιών ήταν λογική και δεν υπήρχε λάθος…
Τι ήθελα ν’ αμφισβητήσω την τιμή
ιδίως λεμονιών
εγώ που ποτέ μου δεν τολμούσα
αντίρρηση καμία να εκφράσω
Μόλις που πρόλαβα να βγω έξω από το μαγαζί
και έκλαψα πικρά…
που μου θύμισε μια μέρα του Μαΐου τον πατέρα
ενώ δεν είχανε τίποτα το κοινό μεταξύ τους.
Ούτε τα μαλλιά, ούτε τα μάτια,
ούτε η κορμοστασιά τους μοιάζανε
Κάτι δικό του εντούτοις μ’ αναστάτωσε…
Το υγρό βαθύ του βλέμμα
κι ο τρόπος του προσπαθώντας να μου εξηγήσει
πως η τιμή των λεμονιών ήταν λογική και δεν υπήρχε λάθος…
Τι ήθελα ν’ αμφισβητήσω την τιμή
ιδίως λεμονιών
εγώ που ποτέ μου δεν τολμούσα
αντίρρηση καμία να εκφράσω
Μόλις που πρόλαβα να βγω έξω από το μαγαζί
και έκλαψα πικρά…
Εκείνο το βλέμμα το συνάντησα απλώς
για να ξαναζήσω το βλέμμα του πατέρα
το βλέμμα που καθήλωνε
και να θυμηθώ τα βιώματα
της πρώτης μου ζωής…
για να ξαναζήσω το βλέμμα του πατέρα
το βλέμμα που καθήλωνε
και να θυμηθώ τα βιώματα
της πρώτης μου ζωής…
Με τη δική Του συντροφιά
αν και μακριά του ήθελα
να ζήσω…
Χρώματα περασμένων εποχών
κι ανάμνηση της μνήμης
κραυγή η πρώτη μου ζωή
αν και μακριά του ήθελα
να ζήσω…
Χρώματα περασμένων εποχών
κι ανάμνηση της μνήμης
κραυγή η πρώτη μου ζωή
Είναι οδυνηρό να επαναφέρεις
παλιά βλέμματα
να ονειρεύεσαι ιστορίες
απ’ αυτές που πεθαίνεις μαζί τους.
Υπάρχουν μέσα μου βλέμματα
που δεν γίνονται ποτέ χθες
μα παραμένουν στο σήμερα
σαν ένας λυγμός
Στη ζωή μου
σκάλωνα συνεχώς πάνω σε παλιούς πόνους
δάκρυζα ακούοντας παλιά τραγούδια
τρυπούσα τα δάκτυλά μου
κάθε που έφτιαχνα κεντήματα
με παλιές βελόνες…
Έτσι, η αγάπη μου πληγώθηκε
από τις βελόνες παλιών πόθων.
παλιά βλέμματα
να ονειρεύεσαι ιστορίες
απ’ αυτές που πεθαίνεις μαζί τους.
Υπάρχουν μέσα μου βλέμματα
που δεν γίνονται ποτέ χθες
μα παραμένουν στο σήμερα
σαν ένας λυγμός
Στη ζωή μου
σκάλωνα συνεχώς πάνω σε παλιούς πόνους
δάκρυζα ακούοντας παλιά τραγούδια
τρυπούσα τα δάκτυλά μου
κάθε που έφτιαχνα κεντήματα
με παλιές βελόνες…
Έτσι, η αγάπη μου πληγώθηκε
από τις βελόνες παλιών πόθων.
.
V
Και, αν το δάκρυ μου ξεφύγει,
χωρίς να το θέλω,
θα το στεγνώσω αμέσως να μην το δεις
Έτσι, θα πειστείς πως ήσουν
μια μακρινή φιλία
κι ας ήσουν για μένα
όλη μου η ζωή!
χωρίς να το θέλω,
θα το στεγνώσω αμέσως να μην το δεις
Έτσι, θα πειστείς πως ήσουν
μια μακρινή φιλία
κι ας ήσουν για μένα
όλη μου η ζωή!
Μην ξεχνάς πως ο χρόνος
αφήνει απάνω στο σώμα σου φεύγοντας
φαντάσματα
κι η πιο ωραία ζωή
είναι αυτή που δεν θάρθει ποτέ!
αφήνει απάνω στο σώμα σου φεύγοντας
φαντάσματα
κι η πιο ωραία ζωή
είναι αυτή που δεν θάρθει ποτέ!
Ω μνήμη
βασανιστική ερωμένη μου
από έναν κουρασμένο Οδυσσέα
δεμένο μ’ έναν λαό δύσμοιρο
πικρό και χολιασμένο
που διασχίζει τους αιώνες
μες στον κυκεώνα των άστρων
βασανιστική ερωμένη μου
από έναν κουρασμένο Οδυσσέα
δεμένο μ’ έναν λαό δύσμοιρο
πικρό και χολιασμένο
που διασχίζει τους αιώνες
μες στον κυκεώνα των άστρων
Ω Χώμα
που μέσα σου ταξίδευσα και σπήλιωσα
αν και το σώμα μου
μακριά σου γευόταν
της πρώτης αθωότητας τα κρίνα!
που μέσα σου ταξίδευσα και σπήλιωσα
αν και το σώμα μου
μακριά σου γευόταν
της πρώτης αθωότητας τα κρίνα!
Ω πικρή ανάμνηση
μιας μακρινής πραγματικότητας
που δεν θα γίνει ποτέ δική σου!
Ω γεγονότα που χάθηκαν
μέσα στη σκληρότητα της μέρας
και που αρκέστηκαν σ’ ένα αόριστο όνειρο!
Πατρίδα,
συγκεχυμένη κραυγή
Απρόφερτη
Ακαθόριστη
Που δεν ξέρεις αν είναι, όνειρο
Ή πεπρωμένο!
Ω Πατρίδα!
Ω πνοή μου
Ω βάφτισή μου
στα της ζωής απαρηγόρητα δάκρυα
ενός άδοξου παρελθόντος
Στου Ήλιου σου το ηλιοβασίλεμα
βλέπω μυθιστόρημα προδομένων επαναστάσεων
ενός ματοβαμμένου αιώνα.
μιας μακρινής πραγματικότητας
που δεν θα γίνει ποτέ δική σου!
Ω γεγονότα που χάθηκαν
μέσα στη σκληρότητα της μέρας
και που αρκέστηκαν σ’ ένα αόριστο όνειρο!
Πατρίδα,
συγκεχυμένη κραυγή
Απρόφερτη
Ακαθόριστη
Που δεν ξέρεις αν είναι, όνειρο
Ή πεπρωμένο!
Ω Πατρίδα!
Ω πνοή μου
Ω βάφτισή μου
στα της ζωής απαρηγόρητα δάκρυα
ενός άδοξου παρελθόντος
Στου Ήλιου σου το ηλιοβασίλεμα
βλέπω μυθιστόρημα προδομένων επαναστάσεων
ενός ματοβαμμένου αιώνα.
Ω μάταιη ελπίδα μου
Ω ζωή αμείλικτη
πόσο θάνατο έχεις σπείρει,
διαβαίνοντας τα σύνορα του κόσμου.
Ω ζωή αμείλικτη
πόσο θάνατο έχεις σπείρει,
διαβαίνοντας τα σύνορα του κόσμου.
Ω Πατρίδα
πιστή ερωμένη μου
ενός δίδυμου πόθου
που κούρσεψε τα σωθικά των ονείρων μου!
πιστή ερωμένη μου
ενός δίδυμου πόθου
που κούρσεψε τα σωθικά των ονείρων μου!
Ω Χώμα που φωσφορίζει,
στης Ελευθερίας τον θόλο
κάτω από τα όνειρα
της απαρηγόρητης Προσδοκίας μου!
στης Ελευθερίας τον θόλο
κάτω από τα όνειρα
της απαρηγόρητης Προσδοκίας μου!
Κρύβομαι, μέσα στην ανάμνηση
και, το ακαθόριστό σου βλέμμα
κάθε ξημέρωμα ωστόσο
μες στης φαντασίας τα ύψη
πλάθομαι, στης νύχτας σου το δάκρυ…
και, το ακαθόριστό σου βλέμμα
κάθε ξημέρωμα ωστόσο
μες στης φαντασίας τα ύψη
πλάθομαι, στης νύχτας σου το δάκρυ…
Ήμουν ωστόσο για σένα ξένος
πολυμήχανος Οδυσσέας
χωρίς γυρισμό
σ’ ένα απερίγραπτο ταξίδι στην αιωνιότητα
άγνωστος ποιητής
σκυφτός στου Κύπριου Γαλαξία τις όχθες.
πολυμήχανος Οδυσσέας
χωρίς γυρισμό
σ’ ένα απερίγραπτο ταξίδι στην αιωνιότητα
άγνωστος ποιητής
σκυφτός στου Κύπριου Γαλαξία τις όχθες.
Κι έγινε η σιωπή μου αίφνης
έκρηξη μετεωρίτη.
Αλήθεια τι σύμπτωση
χωρίς πολλές προοπτικές
τα βλέμματά μας να συναντηθούν
όπως όταν ρίχνονται ζωή και θάνατος
στην πάλη για επικράτηση…
Και πάντα στο παιγνίδι αυτό
η νίκη έμοιαζε μαχαιρωμένο πάθος
χωρίς όμως ποτέ να ξεδιψώ
την αιώνια δίψα μου
και η φωνή μου πάντα φυλακισμένη
στις αρτηρίες μου.
έκρηξη μετεωρίτη.
Αλήθεια τι σύμπτωση
χωρίς πολλές προοπτικές
τα βλέμματά μας να συναντηθούν
όπως όταν ρίχνονται ζωή και θάνατος
στην πάλη για επικράτηση…
Και πάντα στο παιγνίδι αυτό
η νίκη έμοιαζε μαχαιρωμένο πάθος
χωρίς όμως ποτέ να ξεδιψώ
την αιώνια δίψα μου
και η φωνή μου πάντα φυλακισμένη
στις αρτηρίες μου.
.
ΕΑΛΩ Η ΨΥΧΗ (2018)
.
I Το κόκκινο του Έρωτα
ΕΤΣΙ ΣΥΝΗΘΩΣ
Έτσι συνήθως χάνονται
τα ωραία χρόνια της ζωής μας
από έναν ανέλπιδο Έρωτα
που μας ξεριζώνει από τα γήινα
και μας εκτοξεύει στο σύμπαν
ενώ η Ψυχή έχει ανάγκη από γης!
τα ωραία χρόνια της ζωής μας
από έναν ανέλπιδο Έρωτα
που μας ξεριζώνει από τα γήινα
και μας εκτοξεύει στο σύμπαν
ενώ η Ψυχή έχει ανάγκη από γης!
Κάπου ανάμεσα στην Παλίρροια
και στην Άμπωτη
άρχισα να σ’ αγαπώ
την ώρα που πήγαινα να πνιγώ.
Ανάσαινα μέσα στο νερό
υπήρχα μέσα στο αχανές…
και στην Άμπωτη
άρχισα να σ’ αγαπώ
την ώρα που πήγαινα να πνιγώ.
Ανάσαινα μέσα στο νερό
υπήρχα μέσα στο αχανές…
.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Είναι κάτι γεγονότα
που τα ξεχνάμε θεληματικά
για να επιβιώσουμε
και άλλα που θυμόμαστε άθελα
για να μένουμε ταπεινοί
και κάτι άλλα ασήμαντα
που μας έχουν αποστρέψει από το φως.
που τα ξεχνάμε θεληματικά
για να επιβιώσουμε
και άλλα που θυμόμαστε άθελα
για να μένουμε ταπεινοί
και κάτι άλλα ασήμαντα
που μας έχουν αποστρέψει από το φως.
Τα μεσάνυκτα όμως
βγάζεις ένα ένα τα ρούχα σου
μέχρι που να μείνεις ο εαυτός σου!
βγάζεις ένα ένα τα ρούχα σου
μέχρι που να μείνεις ο εαυτός σου!
.
ΘΛΙΨΗ
Κάθισε στον ώμο η θλίψη
με τα φίδια των μαλλιών της
να πνίγουν το χαμόγελο
να διατρυπούν το αλμυρό φως των ματιών
κι, ο αμείλικτος χρόνος να εκφυλίζει τη μνήμη
που ραγίζει, σαν καθρέφτης
ενώ μακριά
τα τσαλακωμένα μηνύματα
των κοχυλιών
υφαίνουν ένα μυστήριο τραγούδι,
για να ενώνουν τα κομμάτια της…
με τα φίδια των μαλλιών της
να πνίγουν το χαμόγελο
να διατρυπούν το αλμυρό φως των ματιών
κι, ο αμείλικτος χρόνος να εκφυλίζει τη μνήμη
που ραγίζει, σαν καθρέφτης
ενώ μακριά
τα τσαλακωμένα μηνύματα
των κοχυλιών
υφαίνουν ένα μυστήριο τραγούδι,
για να ενώνουν τα κομμάτια της…
.
ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ
Η κάθε λέξη
είναι, μια διέξοδος
ένα μήνυμα
πολλές φορές γραμμένο
μες στη στενοχώρια
μες στην αδιαφορία της μέρας.
Το κάθε ποίημα
είναι μια δήλωση Αγάπης
μιας στιγμής αιωνιότητα
σαν αστραπή!
είναι, μια διέξοδος
ένα μήνυμα
πολλές φορές γραμμένο
μες στη στενοχώρια
μες στην αδιαφορία της μέρας.
Το κάθε ποίημα
είναι μια δήλωση Αγάπης
μιας στιγμής αιωνιότητα
σαν αστραπή!
.
ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ
Τις νύχτες βυθίζεται
στο οργισμένο ηφαίστειο των αναμνήσεων
την ημέρα δραπετεύει
πάνω στ’ ανθισμένα κλαδιά του ονείρου
και καθώς αγναντεύει από μακριά
τα ξεχασμένα κουφάρια των λογισμών
χάνεται στην άβυσσο
στη φωτιά των χρησμών
με τις λέξεις να στροβιλίζουν
στη στάχτη του κατακρεουργημένου λόγου
καθώς αναζητούν ανυποψίαστες
το απέραντο Κενό!
στο οργισμένο ηφαίστειο των αναμνήσεων
την ημέρα δραπετεύει
πάνω στ’ ανθισμένα κλαδιά του ονείρου
και καθώς αγναντεύει από μακριά
τα ξεχασμένα κουφάρια των λογισμών
χάνεται στην άβυσσο
στη φωτιά των χρησμών
με τις λέξεις να στροβιλίζουν
στη στάχτη του κατακρεουργημένου λόγου
καθώς αναζητούν ανυποψίαστες
το απέραντο Κενό!
.
ΑΠΟΣΥΡΟΜΑΙ
Αποσύρομαι,
χωρίς θόρυβο
και δάκρυα
στα οχυρά της Ποίησης
και στην ηδονή των λέξεων.
Και μόνο η ευτυχία του έρωτα
που εκείνες γεννούν
αξίζει να ζεις!
χωρίς θόρυβο
και δάκρυα
στα οχυρά της Ποίησης
και στην ηδονή των λέξεων.
Και μόνο η ευτυχία του έρωτα
που εκείνες γεννούν
αξίζει να ζεις!
.
Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ
Ο πληγωμένος δεν ξεχνά εύκολα.
Ακλουθεί πάντα
πορεία προς τη μήτρα της ζωής.
Να ξεπλύνει, μέσα στο αμνιακό υγρό
την πληγή ζητά
μια ζωή!
Ακλουθεί πάντα
πορεία προς τη μήτρα της ζωής.
Να ξεπλύνει, μέσα στο αμνιακό υγρό
την πληγή ζητά
μια ζωή!
.
ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ
Επιμένεις πάντα να φοράς
ένα διάτρητο χαμόγελο
ενώ το βλέμμα σου θολώνει
στο άφρισμα των λέξεων
καθώς χαϊδεύει με τα πλήκτρα του χρόνου
εκείνη τη στιγμή
που έμεινε ακίνητη στη μνήμη.
ένα διάτρητο χαμόγελο
ενώ το βλέμμα σου θολώνει
στο άφρισμα των λέξεων
καθώς χαϊδεύει με τα πλήκτρα του χρόνου
εκείνη τη στιγμή
που έμεινε ακίνητη στη μνήμη.
.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ
Είναι κάτι φθινόπωρα
κρεμασμένα στα δάκρυά σου.
Τα μαζεύεις όλα σε μια σακούλα
Ύστερα έρχεται ο χρόνος
και ξεχωρίζει σιγά σιγά
αυτά που είναι για Σένα
και τα άλλα που είναι για μένα!
κρεμασμένα στα δάκρυά σου.
Τα μαζεύεις όλα σε μια σακούλα
Ύστερα έρχεται ο χρόνος
και ξεχωρίζει σιγά σιγά
αυτά που είναι για Σένα
και τα άλλα που είναι για μένα!
.
ΙΙ Νότες νόστου
ΜΗΝ ΡΩΤΑΣ
Μην ρωτάς Πατρίδα
γιατί κλαίω
είναι, που σου στερούν τον ουρανό
κι εγώ δεν έχω παρά λίγους στίχους
το σώμα μου που λυγίζει στον άνεμο
και λίγο χώμα που δεν αρκεί
ούτε για να με σκεπάσει…
γιατί κλαίω
είναι, που σου στερούν τον ουρανό
κι εγώ δεν έχω παρά λίγους στίχους
το σώμα μου που λυγίζει στον άνεμο
και λίγο χώμα που δεν αρκεί
ούτε για να με σκεπάσει…
.
ΑΚΟΥ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ…
Τα φαγωμένα τείχη να κρατούν μέσα στις λαβωμένες πέτρες
όλα τα μυστικά του Χρόνου…
Από τις γαλάζιες φλέβες τους
να κυλάει ακόμη το αίμα των νεκρών
κι εσύ να επιμένεις.
Την κατάλληλη στιγμή θ’ αλλάξει το χρώμα τους
και θα γίνει κόκκινο
το κατακάθι θα σκαλίσει το σεντούκι της Μνήμης
ο Κέρβερος δεν θα ξαναπιάσει δουλειά
θέτοντας έτσι σε δοκιμασία
την ισορροπία των Τεκτονικών πλακών
που η Ιστορία της ψυχής κατέγραψε.
Δεν γνωρίζουν από γεράματα οι ψυχές
μου είπες
φλόγες είναι που καίνε
άκουσε μόνο τη σιωπή τους!
όλα τα μυστικά του Χρόνου…
Από τις γαλάζιες φλέβες τους
να κυλάει ακόμη το αίμα των νεκρών
κι εσύ να επιμένεις.
Την κατάλληλη στιγμή θ’ αλλάξει το χρώμα τους
και θα γίνει κόκκινο
το κατακάθι θα σκαλίσει το σεντούκι της Μνήμης
ο Κέρβερος δεν θα ξαναπιάσει δουλειά
θέτοντας έτσι σε δοκιμασία
την ισορροπία των Τεκτονικών πλακών
που η Ιστορία της ψυχής κατέγραψε.
Δεν γνωρίζουν από γεράματα οι ψυχές
μου είπες
φλόγες είναι που καίνε
άκουσε μόνο τη σιωπή τους!
.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΜΑΙ
Περιπλανιέμαι στις σελίδες της Ιστορίας μου
της πρώτης
τα μάτια των προγόνων μου
να συνωμοτούν με τα δικά μου
να θησαυρίζω τις αξίες τους
μαρμαρωμένος σκοπός απ’ την υπομονή
ακίνητος οπλίτης
μες στο συρφετό των δακρύων μιας άγρυπνης σκοπιάς
απόγονος μπουρλοτιέρη λέξεων
με την καρδιά μου ν’ αθωώνει
εκεί που η λογική δικάζει…
της πρώτης
τα μάτια των προγόνων μου
να συνωμοτούν με τα δικά μου
να θησαυρίζω τις αξίες τους
μαρμαρωμένος σκοπός απ’ την υπομονή
ακίνητος οπλίτης
μες στο συρφετό των δακρύων μιας άγρυπνης σκοπιάς
απόγονος μπουρλοτιέρη λέξεων
με την καρδιά μου ν’ αθωώνει
εκεί που η λογική δικάζει…
.
ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ…
Σε τούτο τον τόπο
ανθοφορούν οι στημένες βεβαιότητες
για τις αχίλλειες πτέρνες μας
τις τρύπιες πανοπλίες μας
τους κουρνιαχτούς των θριάμβων του εχθρού
τις ατροφικές μας παλάμες…
Το ξέρουμε πως στην Τροία
τ’ αμούστακα παιδιά μας πήγαν ξυπόλυτα
χωρίς ντουφέκια
χωρίς άρβυλα…
ανθοφορούν οι στημένες βεβαιότητες
για τις αχίλλειες πτέρνες μας
τις τρύπιες πανοπλίες μας
τους κουρνιαχτούς των θριάμβων του εχθρού
τις ατροφικές μας παλάμες…
Το ξέρουμε πως στην Τροία
τ’ αμούστακα παιδιά μας πήγαν ξυπόλυτα
χωρίς ντουφέκια
χωρίς άρβυλα…
Γι’ αυτό κι οι επινίκιο λόγοι,
δεν είναι, κουρνιαχτός στα μάτια των πληβείων
μα προσευχή με τους αθάνατους
που θάνατο δεν είδαν
και, που μας περιμένουν μέχρι να εξαντληθούν
όλα τα αποθέματα ανδρείας
των εντοπίων θεών μας.
δεν είναι, κουρνιαχτός στα μάτια των πληβείων
μα προσευχή με τους αθάνατους
που θάνατο δεν είδαν
και, που μας περιμένουν μέχρι να εξαντληθούν
όλα τα αποθέματα ανδρείας
των εντοπίων θεών μας.
.
ΑΤΙΤΛΟ
Αναζητήσαμε στο ψεύτικο
και στην πολιορκία των ίσκιων
τη νίκη της ουσίας
αυξάνοντας το λεξιλόγιό μας
με μεταλλαγμένες λέξεις…
Είπαμε τον καπιταλισμό ελεύθερη αγορά
τον ιμπεριαλισμό παγκοσμιοποίηση
και την προδοσία ρεαλισμό…
Δεν είναι τυχαίο που μόνοι κρεμαστήκαμε ξέσαρκοι
στα καρφιά που μπήξαν στον σταυρό μας
οι δυνατοί του κόσμου
και τώρα αιωρούμαστε καπνοί
αέναοι,
προς τον ουρανό…
και στην πολιορκία των ίσκιων
τη νίκη της ουσίας
αυξάνοντας το λεξιλόγιό μας
με μεταλλαγμένες λέξεις…
Είπαμε τον καπιταλισμό ελεύθερη αγορά
τον ιμπεριαλισμό παγκοσμιοποίηση
και την προδοσία ρεαλισμό…
Δεν είναι τυχαίο που μόνοι κρεμαστήκαμε ξέσαρκοι
στα καρφιά που μπήξαν στον σταυρό μας
οι δυνατοί του κόσμου
και τώρα αιωρούμαστε καπνοί
αέναοι,
προς τον ουρανό…
.
ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ
Διχοτόμησα το σώμα μου
κόντυνα το βλέμμα μου
πάλεψα με τις λέξεις
για να χωρέσω ολόκληρη
στο Ποίημά Σου
Ήταν η εποχή της δίψας
και της αμίλητης ορφάνιας
η Αγάπη φόραγε τη φωτιά
και του σπαθιού την κόψη
Φωνή μιας άφθαρτης φθοράς
και φυλαχτό κατάρας
τον Τόπο έκρυβε και τον Τόπο τραγουδούσε
το νήμα σέρνοντας
σε χρόνους οιδίποδους…
Κι εγώ μάζευα τα κομμάτια της
σε γειτονιές ανατολίτικες
να εύρει καμινάδα
ο αναθρώσκων καπνός μου.
κόντυνα το βλέμμα μου
πάλεψα με τις λέξεις
για να χωρέσω ολόκληρη
στο Ποίημά Σου
Ήταν η εποχή της δίψας
και της αμίλητης ορφάνιας
η Αγάπη φόραγε τη φωτιά
και του σπαθιού την κόψη
Φωνή μιας άφθαρτης φθοράς
και φυλαχτό κατάρας
τον Τόπο έκρυβε και τον Τόπο τραγουδούσε
το νήμα σέρνοντας
σε χρόνους οιδίποδους…
Κι εγώ μάζευα τα κομμάτια της
σε γειτονιές ανατολίτικες
να εύρει καμινάδα
ο αναθρώσκων καπνός μου.
.
ΕΝΤΟΠΙΑ ΦΩΝΗ (2017)
ΜΕ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΣΚΥΦΤΑ
Γύρω σου οι ώρες
οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια
ψήνονται στον πυρετό της Χίμαιρας
λιώνουν στη λάβα της απελπισίας
καθώς στροβιλίζονται μόρια
στο απέραντο Μηδέν.
οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια
ψήνονται στον πυρετό της Χίμαιρας
λιώνουν στη λάβα της απελπισίας
καθώς στροβιλίζονται μόρια
στο απέραντο Μηδέν.
Με τα κεφάλια σκυφτά
αιώνες τώρα
παρασυρμένοι από τις πιέσεις
των εκάστοτε λόρδων,
των δημαγωγών,
των πρυτάνεων
που επέβαλλαν τις ήττες μας
με φωνασκίες θριάμβου!
αιώνες τώρα
παρασυρμένοι από τις πιέσεις
των εκάστοτε λόρδων,
των δημαγωγών,
των πρυτάνεων
που επέβαλλαν τις ήττες μας
με φωνασκίες θριάμβου!
Δούλοι εμείς
και τη ζωή μας θα δίναμε
για την αφεντιά μιας βασίλισσας
εκτός από κάτι παιδιά που πρόσφεραν
το κεφάλι τους στον βωμό
οι άλλοι, γελωτοποιοί
στο θέατρο του παραλόγου
να μην γνωρίζουμε πώς να κρύψουμε
την ενοχή μας!
και τη ζωή μας θα δίναμε
για την αφεντιά μιας βασίλισσας
εκτός από κάτι παιδιά που πρόσφεραν
το κεφάλι τους στον βωμό
οι άλλοι, γελωτοποιοί
στο θέατρο του παραλόγου
να μην γνωρίζουμε πώς να κρύψουμε
την ενοχή μας!
Λίγο δεν είναι που εσύ δραπέτευσες
χωρίς τη θέλησή σου
και παρέμεινες αλώβητος
φέροντας μόνο τα μαύρα στίγματα
της πάλης με τους θεούς
απάνω στο κορμί σου!
χωρίς τη θέλησή σου
και παρέμεινες αλώβητος
φέροντας μόνο τα μαύρα στίγματα
της πάλης με τους θεούς
απάνω στο κορμί σου!
ΜΑΣ ΞΕΡΟΥΝ
Τώρα μας έμαθαν όλοι
για τους πανηγυρικούς θεατρινισμούς μας
κάθε φορά που δημαγωγοί μάς παρασύρουν
στο ναυάγιο των αποτεφρωμένων μας ελπίδων.
Γι’ αυτό και μας ετοιμάζουν
έναν καινούργιο εμπαιγμό!
για τους πανηγυρικούς θεατρινισμούς μας
κάθε φορά που δημαγωγοί μάς παρασύρουν
στο ναυάγιο των αποτεφρωμένων μας ελπίδων.
Γι’ αυτό και μας ετοιμάζουν
έναν καινούργιο εμπαιγμό!
ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
Με είχαν δέσει πισθάγκωνα
οι φίλοι μου
στον τοίχο κολλημένη
με το πιστόλι στον κρόταφο
για να εγκρίνω τη μεταλλαγμένη τους ψυχή.
οι φίλοι μου
στον τοίχο κολλημένη
με το πιστόλι στον κρόταφο
για να εγκρίνω τη μεταλλαγμένη τους ψυχή.
Μα εγώ κοιτούσα ακόμη προς το μέρος Σου
και Σε ρωτούσα
ουρλιάζοντας
για ν’ ακούσεις τη φωνή μου
αιμάσσοντας
«είσαι καλά Αγάπη μου;»
σαν να ’σουνα παιδί μου.
και Σε ρωτούσα
ουρλιάζοντας
για ν’ ακούσεις τη φωνή μου
αιμάσσοντας
«είσαι καλά Αγάπη μου;»
σαν να ’σουνα παιδί μου.
ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Ούτε οι αμυγδαλιές την Άνοιξη
δεν γιατρεύουν το κορμί της
μόνο δακρύζει κρυφά
κι αφήνεται στο όνειρο.
δεν γιατρεύουν το κορμί της
μόνο δακρύζει κρυφά
κι αφήνεται στο όνειρο.
Μαζί με τους ανθούς
σαν πέφτουνε στο χώμα
το κλάμα της κισσός
αιώνες τώρα γυρεύει δέντρο
μ’ αναρριχέται μοιρολόι.
σαν πέφτουνε στο χώμα
το κλάμα της κισσός
αιώνες τώρα γυρεύει δέντρο
μ’ αναρριχέται μοιρολόι.
Οι στεναγμοί αναφωνούν
ρήματα μες στα κοχύλια
που η θάλασσα τραγούδια τα ξερνάει
ραγίζοντας θεμέλια
στα παζαρέματα με τους θεούς
κι ο Ήλιος τ’ αγκαλιάζει στη γης
την κατάρα να στεγνώσει
στίχοι να γίνουν
στην άγραφη Ιστορία.
ρήματα μες στα κοχύλια
που η θάλασσα τραγούδια τα ξερνάει
ραγίζοντας θεμέλια
στα παζαρέματα με τους θεούς
κι ο Ήλιος τ’ αγκαλιάζει στη γης
την κατάρα να στεγνώσει
στίχοι να γίνουν
στην άγραφη Ιστορία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
θαμμένοι βαθιά
μες στους κρατήρες του ονείρου
αποσυνάγωγοι
έχουν τα όνειρα να μηρυκάζουν
στα υπόγεια στρώματα
κάτω από τα λασπωμένα βέλη των Γραμματέων
και τις ατέλειωτες συζητήσεις των Φαρισαίων στις Συναγωγές
τους χαρακτηρισμούς
τις δηλώσεις
τις καταχρήσεις του λόγου
σε ό,τι αντιβαίνει στο political correct
ενώ η θάλασσα ξεβράζει ακόμη τα κουφάρια
των λησμονημένων μας παιδιών…
μες στους κρατήρες του ονείρου
αποσυνάγωγοι
έχουν τα όνειρα να μηρυκάζουν
στα υπόγεια στρώματα
κάτω από τα λασπωμένα βέλη των Γραμματέων
και τις ατέλειωτες συζητήσεις των Φαρισαίων στις Συναγωγές
τους χαρακτηρισμούς
τις δηλώσεις
τις καταχρήσεις του λόγου
σε ό,τι αντιβαίνει στο political correct
ενώ η θάλασσα ξεβράζει ακόμη τα κουφάρια
των λησμονημένων μας παιδιών…
Κι όμως τρέμουν για το κομμάτι της ζωής
που τους χαρίστηκε
γνωρίζοντας πως δεν πληρούν τις προδιαγραφές της Σατραπείας
των απαιτήσεων συμμόρφωσης
με το ενδεδειγμένο μέτρο.
Στενάζουν στο αδιάκοπο σφυροκόπημα
του πυρακτωμένου σιδήρου των εκτελεστικών οργάνων
και επιμένουν να ντύνονται την ψυχή τους
για να σώσουν τουλάχιστον αυτήν της Ποίησης!
που τους χαρίστηκε
γνωρίζοντας πως δεν πληρούν τις προδιαγραφές της Σατραπείας
των απαιτήσεων συμμόρφωσης
με το ενδεδειγμένο μέτρο.
Στενάζουν στο αδιάκοπο σφυροκόπημα
του πυρακτωμένου σιδήρου των εκτελεστικών οργάνων
και επιμένουν να ντύνονται την ψυχή τους
για να σώσουν τουλάχιστον αυτήν της Ποίησης!
ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΙΟΥΛΙΟ
Με τρομάζει ο μήνας Ιούλιος
γιατί εκθέτει το σώμα του σε επίδοξους μνηστήρες
οι μέρες γεμάτες φεγγάρια που αιμορραγούν
οι νύχτες πίνουν της ημέρας την προδοσία
κι εκείνη η χειρότερη εκεί ψηλά
φίδι λάβαρο στου Πενταδάκτυλου την πλαγιά
να με σημαδεύει στην καρδιά
και στον κρατήρα της Μνήμης.
γιατί εκθέτει το σώμα του σε επίδοξους μνηστήρες
οι μέρες γεμάτες φεγγάρια που αιμορραγούν
οι νύχτες πίνουν της ημέρας την προδοσία
κι εκείνη η χειρότερη εκεί ψηλά
φίδι λάβαρο στου Πενταδάκτυλου την πλαγιά
να με σημαδεύει στην καρδιά
και στον κρατήρα της Μνήμης.
ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
Στα ερείπια του αρχαίου ναού
ψάχνεις το άλλο πρόσωπο του Ιούλη
καθώς τα φύκια της θάλασσας
τυλίγουν με ευκαιριακές εξισώσεις
τις φλέβες των αγαλμάτων
όσο για να καθησυχάσουν τις εμμονές μας
στα σύνορα του φόβου.
Οι εικονολήπτες του αύριο
σφραγίζουν τα εγκαύματα των τόπων
με θηλυκό φώσφορο
εξαϋλώνοντας τη φρίκη
που ρυθμίζει τη ζωή
στη Γη των παιδιών μας.
Με πρόσχημα πως άργησαν να γεννηθούν
κουβαλούν ένα προπατορικό αμάρτημα
με ισόβια τιμωρία
αντίδοτο στ’ απόρρητα Μυστικού Δείπνου!
ψάχνεις το άλλο πρόσωπο του Ιούλη
καθώς τα φύκια της θάλασσας
τυλίγουν με ευκαιριακές εξισώσεις
τις φλέβες των αγαλμάτων
όσο για να καθησυχάσουν τις εμμονές μας
στα σύνορα του φόβου.
Οι εικονολήπτες του αύριο
σφραγίζουν τα εγκαύματα των τόπων
με θηλυκό φώσφορο
εξαϋλώνοντας τη φρίκη
που ρυθμίζει τη ζωή
στη Γη των παιδιών μας.
Με πρόσχημα πως άργησαν να γεννηθούν
κουβαλούν ένα προπατορικό αμάρτημα
με ισόβια τιμωρία
αντίδοτο στ’ απόρρητα Μυστικού Δείπνου!
ΑΣΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ
Άσε την καρδιά σου
να μιλήσει ξανά χωρίς φόβο
γράψε με λέξεις
που στάζουν αίμα
κι άφησε τις κενές ρητορικές
για τους εμπόρους του λόγου
τους εντολοδόχους της εξουσίας
τους εκθειαστές του Αιόλου
τους ραψωδούς των κομματικών επικλήσεων
τους τραγουδούς των μεταλλαγμένων ψυχών
να μιλήσει ξανά χωρίς φόβο
γράψε με λέξεις
που στάζουν αίμα
κι άφησε τις κενές ρητορικές
για τους εμπόρους του λόγου
τους εντολοδόχους της εξουσίας
τους εκθειαστές του Αιόλου
τους ραψωδούς των κομματικών επικλήσεων
τους τραγουδούς των μεταλλαγμένων ψυχών
Μην διστάσεις να δακτυλοδείξεις
τους αίτιους και τους υπαίτιους
των μαγειρεμένων λογικών
τους κτίστες των ψεύτικων συνειδήσεων
κι ας αμολήσουν απάνω σου τα σκυλιά τους
τους αίτιους και τους υπαίτιους
των μαγειρεμένων λογικών
τους κτίστες των ψεύτικων συνειδήσεων
κι ας αμολήσουν απάνω σου τα σκυλιά τους
Ποτέ μην καταδεχτείς
να σε κυβερνήσουν αφεντικά
χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων…
να σε κυβερνήσουν αφεντικά
χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων…
ΣΤΑΧΤΗ
Σκύψε και φίλησε τη στάχτη
κι ας επιμένουν οι ειδήμονες
πως είναι σκόνη χρυσού
οριστικά καταχωρημένη
αφού την ξεθάβουν τα σπλάχνα της αιώνιας γης μας
στα εναπομείναντα εδάφη μας
της ημέτερης Πατρίδας
των πυρακτωμένων βουνών της Σολέας
με τις διαβεβαιώσεις
των δικών μας ρητορειών
και των δεσμεύσεων των πρεσβευτών
στη μείζονα Λευκωσία
σε φρεσκομαγειρεμένες0 συνειδήσεις…
κι ας επιμένουν οι ειδήμονες
πως είναι σκόνη χρυσού
οριστικά καταχωρημένη
αφού την ξεθάβουν τα σπλάχνα της αιώνιας γης μας
στα εναπομείναντα εδάφη μας
της ημέτερης Πατρίδας
των πυρακτωμένων βουνών της Σολέας
με τις διαβεβαιώσεις
των δικών μας ρητορειών
και των δεσμεύσεων των πρεσβευτών
στη μείζονα Λευκωσία
σε φρεσκομαγειρεμένες0 συνειδήσεις…
Κι εμείς δεν βλέπουμε
πως είναι λάβα στον κρατήρα της Ποίησης
ποιήματα θαμμένα στο υπέδαφος
έτοιμα να εκπυρσοκροτήσουν
λες κι όλα έγιναν ερήμην μας
λες και οι «προοδευτικές δυνάμεις»
δεν υπήρχαν
και δεν γνωρίζαμε τους δολοφόνους
και ότι μια μέρα θα μας κόψουν την ανάσα
θα μας στερήσουν τη συνείδηση
για να υμνούμε τον δικό τους Βασιλέα…
πως είναι λάβα στον κρατήρα της Ποίησης
ποιήματα θαμμένα στο υπέδαφος
έτοιμα να εκπυρσοκροτήσουν
λες κι όλα έγιναν ερήμην μας
λες και οι «προοδευτικές δυνάμεις»
δεν υπήρχαν
και δεν γνωρίζαμε τους δολοφόνους
και ότι μια μέρα θα μας κόψουν την ανάσα
θα μας στερήσουν τη συνείδηση
για να υμνούμε τον δικό τους Βασιλέα…
ΣΥΧΝΑ
Συχνά αγναντεύοντας το πέλαγος
ορκίζομαι ενδόμυχα
να μην φύγω από τον κόσμο τούτο
πριν σε δω ελεύθερη
Πατρίδα.
Έτσι ρίχνω πέτρες συνέχεια στη θάλασσα
νομίζοντας πως εξαφανίζω τα ίχνη
του εγκλήματος!
ορκίζομαι ενδόμυχα
να μην φύγω από τον κόσμο τούτο
πριν σε δω ελεύθερη
Πατρίδα.
Έτσι ρίχνω πέτρες συνέχεια στη θάλασσα
νομίζοντας πως εξαφανίζω τα ίχνη
του εγκλήματος!
ΑΚΟΥΣΤΑ Σ’ ΕΧΟΥΝ
Ακουστά σ’ έχουν οι εχθροί σου
πως φοβάσαι, πως σκύβεις αυχένα
γιατί τρέμεις μια νέα εγκατάλειψη
μια νέα πανωλεθρία
πως φοβάσαι, πως σκύβεις αυχένα
γιατί τρέμεις μια νέα εγκατάλειψη
μια νέα πανωλεθρία
Ακουστά σ’ έχουν οι φίλοι σου
πως παραδίνεσαι αμαχητί
πως δεν γίνεται να κάμεις αλλιώς
σ’ άλλη εποχή, σε άλλες συγκυρίες…
πως παραδίνεσαι αμαχητί
πως δεν γίνεται να κάμεις αλλιώς
σ’ άλλη εποχή, σε άλλες συγκυρίες…
Πάντα εσύ κι ο φόβος σου
εσύ και η σκιά σου
κι εγώ να τρέχω από πίσω σου
με δάκρυα να δροσίζω τις πληγές σου.
εσύ και η σκιά σου
κι εγώ να τρέχω από πίσω σου
με δάκρυα να δροσίζω τις πληγές σου.
Εγώ η ντροπαλή φωνή
των ασημάντων στίχος
να οδύρομαι μες στην εξορία μου
που το αύριο σου γράφεται
μόνο στην προδοσία.
των ασημάντων στίχος
να οδύρομαι μες στην εξορία μου
που το αύριο σου γράφεται
μόνο στην προδοσία.
.
ΑΣΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ (2015)
Ι
Κλείνω τα μάτια
και Σε σκέφτομαι
σκέφτομαι το σώμα Σου
πώς να είναι άραγε;
Δεν πρόλαβα να το κοιτάξω
και η θάλασσα είχε ήδη μπει μέσα μου
καθώς το αίμα ταξιδεύει
χωρίς πυξίδα.
και Σε σκέφτομαι
σκέφτομαι το σώμα Σου
πώς να είναι άραγε;
Δεν πρόλαβα να το κοιτάξω
και η θάλασσα είχε ήδη μπει μέσα μου
καθώς το αίμα ταξιδεύει
χωρίς πυξίδα.
Απλώνω τα χέρια μου
στην ουράνια κλίμακα
ξυπόλητη
γυμνή
με μόνη αποσκευή
το παραμιλητό του Έρωτα.
Μα το σώμα Σου παραμένει άπιαστο!
Οι νύχτες ασέληνες
αιμορραγούν.
στην ουράνια κλίμακα
ξυπόλητη
γυμνή
με μόνη αποσκευή
το παραμιλητό του Έρωτα.
Μα το σώμα Σου παραμένει άπιαστο!
Οι νύχτες ασέληνες
αιμορραγούν.
Έρχου
τώρα που με πλημυρίζει
πυρίκαυστος ο Έρωτας.
Έλα κοντά μου
και για Σένα θα παραμείνω
ανέραστη!
τώρα που με πλημυρίζει
πυρίκαυστος ο Έρωτας.
Έλα κοντά μου
και για Σένα θα παραμείνω
ανέραστη!
. . .
Κι Εσύ γητευτής της πρώτης μου γλώσσας
αποτυπώνεις στο δέρμα μου
την αδυσώπητη μνήμη των τόπων
σμιλεύεις τη σιωπή του Έρωτα
στο βλέμμα μου
υφαίνεις αόρατα δίχτυα
που με τυλίγουν αλυσοδεμένη
σε άγνωστες παραλίες
ενώ κάθε άλλη αγάπη
που κυοφορεί μέσα μου
δραπετεύει ασάνδαλη.
αποτυπώνεις στο δέρμα μου
την αδυσώπητη μνήμη των τόπων
σμιλεύεις τη σιωπή του Έρωτα
στο βλέμμα μου
υφαίνεις αόρατα δίχτυα
που με τυλίγουν αλυσοδεμένη
σε άγνωστες παραλίες
ενώ κάθε άλλη αγάπη
που κυοφορεί μέσα μου
δραπετεύει ασάνδαλη.
ΙΙ
Σκύβω πάνω από τα μάτια Σου
να οριοθετήσω το βάθος τους
που μετεωρίζεται αναποφάσιστο
ανάμεσα στο μαύρο το δικό Σου
και το πράσινο των δακρύων μου.
Στα μάτια Σου μετρώ
το ζαλισμένο Πάθος μου
καθώς αναμετριέται
με την απόσταση και τη θάλασσα
που μας χωρίζει.
να οριοθετήσω το βάθος τους
που μετεωρίζεται αναποφάσιστο
ανάμεσα στο μαύρο το δικό Σου
και το πράσινο των δακρύων μου.
Στα μάτια Σου μετρώ
το ζαλισμένο Πάθος μου
καθώς αναμετριέται
με την απόσταση και τη θάλασσα
που μας χωρίζει.
Κάθε πρωί φορτώνεσαι
τη δίψα των αιώνων
πέρα από το ποδοβολητό των ήχων
με την ευχέρεια της Άνοιξης
στο σώμα
της χάρης τ’ άπλετο μυστήριο
και την άλλη ανάγνωση των γεγονότων
της ζωής και του λόγου
και δρασκελώντας απεγνωσμένα
το κατώφλι του Σήμερα
μάχεσαι να θωρακίσεις το δίκαιο του Αύριο
ακολουθώντας απερίσπαστα
τη μοίρα των Μεγάλων.
τη δίψα των αιώνων
πέρα από το ποδοβολητό των ήχων
με την ευχέρεια της Άνοιξης
στο σώμα
της χάρης τ’ άπλετο μυστήριο
και την άλλη ανάγνωση των γεγονότων
της ζωής και του λόγου
και δρασκελώντας απεγνωσμένα
το κατώφλι του Σήμερα
μάχεσαι να θωρακίσεις το δίκαιο του Αύριο
ακολουθώντας απερίσπαστα
τη μοίρα των Μεγάλων.
Σκύβεις μες στα βαθιά πηγάδια
της εναλίας νήσου Σου
στίχους Σεφερικούς ν’ ακούσεις
κι ύστερα αφουγκράζεσαι τ’ αλέτρι
καθώς σμίγει με τη γη
σοδιά το στάχυ να φέρει.
Με το νερό του νερόλακκου
τον ήχο να διασχίζει τους αιώνες
ποτίζεις τη γη ν’ ανθίσει
χυμούς στάζουν τ’ αμπέλια Σου
και κρασί τα κόκκινα σταφύλια Σου
τις μεθυσμένες Ερινύες να ξεριζώσει.
της εναλίας νήσου Σου
στίχους Σεφερικούς ν’ ακούσεις
κι ύστερα αφουγκράζεσαι τ’ αλέτρι
καθώς σμίγει με τη γη
σοδιά το στάχυ να φέρει.
Με το νερό του νερόλακκου
τον ήχο να διασχίζει τους αιώνες
ποτίζεις τη γη ν’ ανθίσει
χυμούς στάζουν τ’ αμπέλια Σου
και κρασί τα κόκκινα σταφύλια Σου
τις μεθυσμένες Ερινύες να ξεριζώσει.
. . .
Πουλιά Σού στολίζουν τους ώμους
καθώς ντύνεσαι τα φυλλώματα των λέξεων
μέσα στη γαλήνη του μεσημεριού
μα ξαφνικά άγριοι κυνηγοί ́
Σου καρφώνουν το στήθος
και τότε ξαναγεννιέσαι
αντιστέκεσαι
και φωνάζεις
και δέρνεσαι
για να γίνεις ύστερα το βέλος
και το πληγωμένο Περιστέρι.
καθώς ντύνεσαι τα φυλλώματα των λέξεων
μέσα στη γαλήνη του μεσημεριού
μα ξαφνικά άγριοι κυνηγοί ́
Σου καρφώνουν το στήθος
και τότε ξαναγεννιέσαι
αντιστέκεσαι
και φωνάζεις
και δέρνεσαι
για να γίνεις ύστερα το βέλος
και το πληγωμένο Περιστέρι.
ΙΙΙ
Είναι ο Έρωτάς μου
και η Σιωπή Σου
και η κομμένη μου ανάσα
ο ήχος των μακρινών κυμάτων
και το βαθύ Σου βλέμμα
που ξύπνησε μέσα μου
τη γέννηση του Σύμπαντος
και του σώματός μου
είναι το δροσερό θρόισμα
των φύλλων
που σκόρπισε την απόγνωση
της καθημερινότητας
κι αναδύει μέσα από την αυγινή αύρα
τα εξαίσια χρώματα της μνήμης,
και η Σιωπή Σου
και η κομμένη μου ανάσα
ο ήχος των μακρινών κυμάτων
και το βαθύ Σου βλέμμα
που ξύπνησε μέσα μου
τη γέννηση του Σύμπαντος
και του σώματός μου
είναι το δροσερό θρόισμα
των φύλλων
που σκόρπισε την απόγνωση
της καθημερινότητας
κι αναδύει μέσα από την αυγινή αύρα
τα εξαίσια χρώματα της μνήμης,
είναι η χαρά του σώματός μου
καθώς ψάχνει ανέλπιστα
μέσα σε αδέξιες χειρονομίες
τα ζεστά Σου χέρια
ενώ οι λέξεις Σου πυροβολούν το ψέμα
και η καταχωνιασμένη νοσταλγία μου
σέρνεται μέσα στ’ άλυτα δεσμά
του πόθου μου για Σένα.
καθώς ψάχνει ανέλπιστα
μέσα σε αδέξιες χειρονομίες
τα ζεστά Σου χέρια
ενώ οι λέξεις Σου πυροβολούν το ψέμα
και η καταχωνιασμένη νοσταλγία μου
σέρνεται μέσα στ’ άλυτα δεσμά
του πόθου μου για Σένα.
. . .
Έλα
σήκωσε το βλέμμα
φέρε καινούργιους σπόρους
και νέους μίσχους
κι άλλες αισθήσεις γι’ ανθοφορία
να χτίσουμε το νέο αύριο
να ανατρέψουμε τον κόσμο
να συλλάβουμε το μέλλον
στη μνήμη των παιδικών ερώτων.
σήκωσε το βλέμμα
φέρε καινούργιους σπόρους
και νέους μίσχους
κι άλλες αισθήσεις γι’ ανθοφορία
να χτίσουμε το νέο αύριο
να ανατρέψουμε τον κόσμο
να συλλάβουμε το μέλλον
στη μνήμη των παιδικών ερώτων.
. . .
IV
Έρωτά μου
Εσύ που ξεπήδησες από θαλασσινή σπηλιά
μέσα από το ανοξείδωτο Πάθος
της Αφροδίτης και του Άδωνη
έλα ξεδίψασε την άπληστη ψυχή μου
ξάγνισε την υπερούσια φλόγα της Αγάπης
τυλίγοντάς με μέσα στα άμφια
των χεριών σου
διαχέοντας το Πάθος μου
στους οργασμούς της μνήμης.
Εσύ που ξεπήδησες από θαλασσινή σπηλιά
μέσα από το ανοξείδωτο Πάθος
της Αφροδίτης και του Άδωνη
έλα ξεδίψασε την άπληστη ψυχή μου
ξάγνισε την υπερούσια φλόγα της Αγάπης
τυλίγοντάς με μέσα στα άμφια
των χεριών σου
διαχέοντας το Πάθος μου
στους οργασμούς της μνήμης.
. . .
Εσύ, εγώ κι ο πόνος
να ταξιδεύουμε ολονυκτίς
στην ευωδιά του σώματός Σου
ενώ τα πλοκάμια αόρατων χεριών
θα ξεκουμπώνουν το λαβωμένο Σου πουκάμισο
και το απολλώνιο στήθος Σου θα αναβλύζει
μύρο ελιάς και σταφυλιού
να με μεθά μέχρι το πρωί.
να ταξιδεύουμε ολονυκτίς
στην ευωδιά του σώματός Σου
ενώ τα πλοκάμια αόρατων χεριών
θα ξεκουμπώνουν το λαβωμένο Σου πουκάμισο
και το απολλώνιο στήθος Σου θα αναβλύζει
μύρο ελιάς και σταφυλιού
να με μεθά μέχρι το πρωί.
Κάθε μέρα υφαίνω
και ξηλώνω τον Έρωτα
να βρει η ψυχή μου ανάσα
και τα μάτια μου το φως.
και ξηλώνω τον Έρωτα
να βρει η ψυχή μου ανάσα
και τα μάτια μου το φως.
. . .
V
Δεν ξέρω πλέον από οριοθετήσεις
τις έχω χαράξει μια ζωή
μα ζωή δεν έχω ζήσει
το Πάθος μου πλημυρίζει τον ύπνο μου
χτυπιέται ανήσυχο επί των παρειών
και τρέμει μπρος σε μια πιθανή συνάντηση
με το βλέμμα Σου.
τις έχω χαράξει μια ζωή
μα ζωή δεν έχω ζήσει
το Πάθος μου πλημυρίζει τον ύπνο μου
χτυπιέται ανήσυχο επί των παρειών
και τρέμει μπρος σε μια πιθανή συνάντηση
με το βλέμμα Σου.
Η αγάπη μου
πότε μου είναι μαγεία
πότε απειλή
οι ασύμμετρες διαστάσεις της
που ακατάπαυστα αναπάλλονται
καταργούν τους πόλους
και τα σύνορα του κόσμου.
πότε μου είναι μαγεία
πότε απειλή
οι ασύμμετρες διαστάσεις της
που ακατάπαυστα αναπάλλονται
καταργούν τους πόλους
και τα σύνορα του κόσμου.
. . .
Ο φλογερός μου έρωτας
έγινε στάχτη
από την ίδια του τη φλόγα.
έγινε στάχτη
από την ίδια του τη φλόγα.
Από αύριο θα είσαι ξένος
στις σελίδες της ποίησής μου
τα λόγια Σου θα μείνουν κλειστά
στα κοχύλια μιας ηδονοπαρμένης μέρας
και η ανάμνησή Σου
θα μείνει χαραγμένη εκεί
μέσα στο ορθογώνιο γραφείο Σου.
στις σελίδες της ποίησής μου
τα λόγια Σου θα μείνουν κλειστά
στα κοχύλια μιας ηδονοπαρμένης μέρας
και η ανάμνησή Σου
θα μείνει χαραγμένη εκεί
μέσα στο ορθογώνιο γραφείο Σου.
Η ζωή που ξέχασες να ζήσεις
θα φυτρώσει κάποτε κάκτος
για να Σου πληγώσει τα δάχτυλα
γιατί αυτή ξέρει πάντα
να εκδικείται τον εαυτό της.
θα φυτρώσει κάποτε κάκτος
για να Σου πληγώσει τα δάχτυλα
γιατί αυτή ξέρει πάντα
να εκδικείται τον εαυτό της.
Οι κύκλοι των δακρύων μου
που άνοιξαν τα χέρια Σου
θα έχουν πια κλείσει.
Και καθώς το κύμα ξεκουράζεται
το σώμα μου
βρίσκει πια τη θέση του
και η ψυχή μου το σώμα της
μες στο τρέμουλο της ανάμνησής Σου
έτοιμη ωστόσο στο προσκάλεσμα
του εξαίσιου βλέμματός Σου.
που άνοιξαν τα χέρια Σου
θα έχουν πια κλείσει.
Και καθώς το κύμα ξεκουράζεται
το σώμα μου
βρίσκει πια τη θέση του
και η ψυχή μου το σώμα της
μες στο τρέμουλο της ανάμνησής Σου
έτοιμη ωστόσο στο προσκάλεσμα
του εξαίσιου βλέμματός Σου.
.
ΡΕ ΑΛΕΞΗΣ (2015)
Ο ΗΓΕΤΗΣ ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ι
Αλυσοδεμένος δουλοπάροικος
την πέτρα τού τόπου
βαρούσε ο Αλέξης
γνωρίζοντας καλά από κατατρεγμό
στα μέτωπα,
χαλκό στην Ταμασσό
ξύλα στην Ξυλοφάγου
αμίαντο στο Πελέντρι και βάλε…
την πέτρα τού τόπου
βαρούσε ο Αλέξης
γνωρίζοντας καλά από κατατρεγμό
στα μέτωπα,
χαλκό στην Ταμασσό
ξύλα στην Ξυλοφάγου
αμίαντο στο Πελέντρι και βάλε…
. . .
Τις νύχτες μες στους στάβλους
η ανάσα των άλογων
ζέσταινε τον ύπνο του
και καθώς οι πέτρες
πού είχε κρεβάτι
τού τρυπούσαν τις σάρκες
έβλεπε τον πυρετό μέσα του
να εγκυμονεί Επανάσταση!
η ανάσα των άλογων
ζέσταινε τον ύπνο του
και καθώς οι πέτρες
πού είχε κρεβάτι
τού τρυπούσαν τις σάρκες
έβλεπε τον πυρετό μέσα του
να εγκυμονεί Επανάσταση!
ΙΙ
. . .
Τρακόσια χρόνια Φραγκιάς
να ζεις την απόγνωση
καθημερινά
στο παρόν, στο παρελθόν, στο μέλλον.
Τα χαρτιά της Ιστορίας αυτής
τα πήραν σηκωτά οι αέρηδες
τα στριφογύριζαν αιώνες
και τα έριξαν τέλος
στο σκουπιδότοπο
της Ιστορίας.
. . .
Κι όπως ο οξειδωμένος τροχός
γύριζε
δραπέτης της Ιστορίας
ο Κύπριος
θηλιά στο λαιμό
ξεπουλούσε το βιός του
μέχρι πού αιμορραγώντας ο τόπος
έτρωγε το σώμα του.
να ζεις την απόγνωση
καθημερινά
στο παρόν, στο παρελθόν, στο μέλλον.
Τα χαρτιά της Ιστορίας αυτής
τα πήραν σηκωτά οι αέρηδες
τα στριφογύριζαν αιώνες
και τα έριξαν τέλος
στο σκουπιδότοπο
της Ιστορίας.
. . .
Κι όπως ο οξειδωμένος τροχός
γύριζε
δραπέτης της Ιστορίας
ο Κύπριος
θηλιά στο λαιμό
ξεπουλούσε το βιός του
μέχρι πού αιμορραγώντας ο τόπος
έτρωγε το σώμα του.
Κι εσύ, Αλέξη, λαμπρός
μες στις χαρακιές τού μετώπου σου
να κουβαλάς μηνύματα
μιας πρωτοπόρας ’Επανάστασης
μιας άλλης εποχής τραγούδια
ύστερων αιώνων
μες στις χαρακιές τού μετώπου σου
να κουβαλάς μηνύματα
μιας πρωτοπόρας ’Επανάστασης
μιας άλλης εποχής τραγούδια
ύστερων αιώνων
ΙΙΙ
. . .
Και γέμιζες πουλιά τα πνεμόνια
τραγούδι ν’ ανθίσει την άνοιξη
φωνή πρωτοπόρα
καρπό ριζοσπάστη
στους κάμπους να φέρει
κρασί στ’ αμπέλια
πέτρα και χαλκό
στα λατομεία
νερά κρύσταλλα
στα ματωμένα ποτάμια
θάβοντας μες στη μνήμη
τούς αδικοχαμένους.
τραγούδι ν’ ανθίσει την άνοιξη
φωνή πρωτοπόρα
καρπό ριζοσπάστη
στους κάμπους να φέρει
κρασί στ’ αμπέλια
πέτρα και χαλκό
στα λατομεία
νερά κρύσταλλα
στα ματωμένα ποτάμια
θάβοντας μες στη μνήμη
τούς αδικοχαμένους.
Και ενώ το μαχαίρι
μες στη σάρκα σου
άγγιζε το κόκαλο
ξετύλιγες μίτους γυρισμού
προς την αφετηρία
και πατρίδας Λευτεριά
πάσκιζες να ριζώσεις.
Και ενώ έκλαιγες τούς χαμένους αιώνες
πού περνούσαν
τη φωνή σου προζύμι έπλαθες .
ψωμί για τούς επόμενους.
μες στη σάρκα σου
άγγιζε το κόκαλο
ξετύλιγες μίτους γυρισμού
προς την αφετηρία
και πατρίδας Λευτεριά
πάσκιζες να ριζώσεις.
Και ενώ έκλαιγες τούς χαμένους αιώνες
πού περνούσαν
τη φωνή σου προζύμι έπλαθες .
ψωμί για τούς επόμενους.
. . .
IV
. . .
Μένουν τα βήματά σου
μες στις αλυκές
πού περπατούσες
καθώς το αλάτι του νερού
γιάτρευε τους πόνους στο κορμί
και την πείνα από τη μνήμη.
Κι έρχεται μέσα μου
όλος ο καιρός που παιδευόσουν
μες στη σκλαβιά
μες στη φτώχεια
πού δεν ήσουν Τίποτα.
Σφηνωμένος εκεί
πού οι πέτρες παλιές και έκπτωτες
αναστενάζουν
μες στις αλυκές
πού περπατούσες
καθώς το αλάτι του νερού
γιάτρευε τους πόνους στο κορμί
και την πείνα από τη μνήμη.
Κι έρχεται μέσα μου
όλος ο καιρός που παιδευόσουν
μες στη σκλαβιά
μες στη φτώχεια
πού δεν ήσουν Τίποτα.
Σφηνωμένος εκεί
πού οι πέτρες παλιές και έκπτωτες
αναστενάζουν
. . .
V
. . .
Όπου κοιτάξεις είναι το κακό
κι εκείνο συνεχώς επινοείται
για να μην ανασαίνεις.
Σίδηρα, συρματοπλέγματα
και πάσσαλοι
για να μην αναπνέεις.
κι εκείνο συνεχώς επινοείται
για να μην ανασαίνεις.
Σίδηρα, συρματοπλέγματα
και πάσσαλοι
για να μην αναπνέεις.
Ούτε το κύμα ούτε η θάλασσα
φέρνουν το φώς
κι ή Αφροδίτη γυμνή
δεν τολμά να βάλει το πόδι
στην άμμο.
Τί απόκριση να πάρεις
από τούτα τ’ ασβεστωμένα τείχη
πού σε κοιτάζουν ασάλευτα
σαν τον ’Εφιάλτη;
φέρνουν το φώς
κι ή Αφροδίτη γυμνή
δεν τολμά να βάλει το πόδι
στην άμμο.
Τί απόκριση να πάρεις
από τούτα τ’ ασβεστωμένα τείχη
πού σε κοιτάζουν ασάλευτα
σαν τον ’Εφιάλτη;
Το καμένο σου πρόσωπο
κουβαλά μες στις χαρακιές του
χαντάκια το αίμα
από αιώνα σε αιώνα!
κουβαλά μες στις χαρακιές του
χαντάκια το αίμα
από αιώνα σε αιώνα!
. . .
VΙ
Ανάμεσο μας οι σκιές
κι οι καλαμιές να λικνίζονται
στις όχθες της μαρμαρωμένης Αμμοχώστου
ή πλάι στο ασυναρμολόγητο άγαλμα
του Πράξανδρου
στην Κερύνεια
καθώς ό Δημιουργός δάκρυζε
ολόγυμνος σε ύποπτα δωμάτια
της ήμικουρσεμένης Λευκωσίας.
κι οι καλαμιές να λικνίζονται
στις όχθες της μαρμαρωμένης Αμμοχώστου
ή πλάι στο ασυναρμολόγητο άγαλμα
του Πράξανδρου
στην Κερύνεια
καθώς ό Δημιουργός δάκρυζε
ολόγυμνος σε ύποπτα δωμάτια
της ήμικουρσεμένης Λευκωσίας.
Αυγινά ερυθριάσματα
να σε στολίζουν διάφανο
από το γαλάζιο τού νεφρίτη
στο λευκό τού αλάβαστρου
αναδυόμενο από το χρυσαφένιο φώς
της Ιστορίας
καθώς βασιλεύει ό ήλιος
και φυσά ένας κρύος αέρας
στις ταλαίπωρες ψυχές μας.
να σε στολίζουν διάφανο
από το γαλάζιο τού νεφρίτη
στο λευκό τού αλάβαστρου
αναδυόμενο από το χρυσαφένιο φώς
της Ιστορίας
καθώς βασιλεύει ό ήλιος
και φυσά ένας κρύος αέρας
στις ταλαίπωρες ψυχές μας.
ΑΝΑΜΟΝΗ
Πίσω από τα πορτοπαράθυρα
η θάλασσα με τη γαλήνη να επανέρχεται
τα καράβια να λάμπουν από μακριά
στο απογευματινό φως
στο μπαούλο καταχωνιασμένη ή ώριμή σου γνώση
το απροσδόκητο πάθος του έρωτα
να γεμίζει τη γραφή σου
χωρίς να μπορείς να πιαστείς πουθενά…
Το κορνάρισμα στον παραλιακό δρόμο
να σε αφυπνίζει από τα τσαλακωμένα σου όνειρα
καθώς σε ενώνουν με το γαλάζιο των θαλασσινών θεών.
Και τρέχεις να στείλεις μηνύματα μέ το διαδίκτυο
που σαν πέταλα αδειάζεις χωρίς φειδώ
από τις τσέπες σου
ρίχνοντάς τα ένα ένα πίσω σου
στην περίπτωση που σε γυρέψει
ποιος ξέρει
μες στη νύκτα
κι έτσι ίσως μπορέσει να σε βρει!
η θάλασσα με τη γαλήνη να επανέρχεται
τα καράβια να λάμπουν από μακριά
στο απογευματινό φως
στο μπαούλο καταχωνιασμένη ή ώριμή σου γνώση
το απροσδόκητο πάθος του έρωτα
να γεμίζει τη γραφή σου
χωρίς να μπορείς να πιαστείς πουθενά…
Το κορνάρισμα στον παραλιακό δρόμο
να σε αφυπνίζει από τα τσαλακωμένα σου όνειρα
καθώς σε ενώνουν με το γαλάζιο των θαλασσινών θεών.
Και τρέχεις να στείλεις μηνύματα μέ το διαδίκτυο
που σαν πέταλα αδειάζεις χωρίς φειδώ
από τις τσέπες σου
ρίχνοντάς τα ένα ένα πίσω σου
στην περίπτωση που σε γυρέψει
ποιος ξέρει
μες στη νύκτα
κι έτσι ίσως μπορέσει να σε βρει!
ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑ
. . .
Μια μέρα μες στον καύσωνα
και το ποδοβολητό των βαρβάρων
εκεί που γύρευα την Ελένη
στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
τα μυστικά της να μοιραστώ
φόρεσα τη μνήμη μου ανάποδα
κι ήλθα να σ’ ανταμώσω
φρουρός στις αυλάδες της φωνής σου
τούς παλμούς τής ψυχής σου
ν’ ακούσω.
και το ποδοβολητό των βαρβάρων
εκεί που γύρευα την Ελένη
στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
τα μυστικά της να μοιραστώ
φόρεσα τη μνήμη μου ανάποδα
κι ήλθα να σ’ ανταμώσω
φρουρός στις αυλάδες της φωνής σου
τούς παλμούς τής ψυχής σου
ν’ ακούσω.
Μα βρήκα το σώμα σου πυρπολημένο
να αιμορραγεί ολομόναχο
χωρίς ψυχή
ενώ ή θάλασσά σου
είχε φάει το κορμί της
λουόμενη στο χώμα.
να αιμορραγεί ολομόναχο
χωρίς ψυχή
ενώ ή θάλασσά σου
είχε φάει το κορμί της
λουόμενη στο χώμα.
. . .
ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (1992)
I
Η πατρίδα μου, τραγούδι ορφανό του χρόνου,
είναι κτισμένη μες στα βράχια, μες στους άνεμους,
μες στο κύμα,
λίγο απόμερα, λίγο ανατολικά, λίγο νότια,
λίγο δεξιά, λίγο αριστερά.
Η πατρίδα μου, σταγόνα μετέωρη του κόσμου,
έχει τις ρίζες της μες στο γυαλό,
μες στον ανεμοστρόβιλο, μες στους χειμώνες,
τα σκληρά χαλίκια,
τα στεγνά χαμόγελα,
την οργή του Αγαμέμνονα, τους έρωτες της Ελένης,
το πάθος της Κλυταιμνήστρας.
Η πατρίδα μου, με τις ρίζες της
λίγο Ενετικές, λίγο ανατολίτικες,
λίγο κόκκινες, λίγο δυτικές,
λίγο ξέβαθες,
κάθε μέρα δάκρυ τις ποτίζω
κάθε μέρα δάκρυ τις ραντίζω
και πάλι ξερές τις βρίσκω.
Η πατρίδα μου
έχει τα μάτια της υγρά, τα χείλη της κατάξερα,
απ’ την υπομονή και τα λυπημένα ακρογιάλια
λίγο πιο λίγα, λίγο πιο σκλαβωμένα.
Λίγα ακόμη καρτίνια αριστερά
λίγα ακόμη καρτίνια νότια
και θα ξαναγεννηθεί η Αφροδίτη.
είναι κτισμένη μες στα βράχια, μες στους άνεμους,
μες στο κύμα,
λίγο απόμερα, λίγο ανατολικά, λίγο νότια,
λίγο δεξιά, λίγο αριστερά.
Η πατρίδα μου, σταγόνα μετέωρη του κόσμου,
έχει τις ρίζες της μες στο γυαλό,
μες στον ανεμοστρόβιλο, μες στους χειμώνες,
τα σκληρά χαλίκια,
τα στεγνά χαμόγελα,
την οργή του Αγαμέμνονα, τους έρωτες της Ελένης,
το πάθος της Κλυταιμνήστρας.
Η πατρίδα μου, με τις ρίζες της
λίγο Ενετικές, λίγο ανατολίτικες,
λίγο κόκκινες, λίγο δυτικές,
λίγο ξέβαθες,
κάθε μέρα δάκρυ τις ποτίζω
κάθε μέρα δάκρυ τις ραντίζω
και πάλι ξερές τις βρίσκω.
Η πατρίδα μου
έχει τα μάτια της υγρά, τα χείλη της κατάξερα,
απ’ την υπομονή και τα λυπημένα ακρογιάλια
λίγο πιο λίγα, λίγο πιο σκλαβωμένα.
Λίγα ακόμη καρτίνια αριστερά
λίγα ακόμη καρτίνια νότια
και θα ξαναγεννηθεί η Αφροδίτη.
. . .
Το καλοκαίρι εκείνο
ποιος το παραλάλησε
ένα τέτοιο φονικό
ένας τέτοιος ποταμός αιμάτων
τρύπιων σωμάτων, μισοφαγωμένων κορμιών,
κομμάτια κακά από βαλτό μίσος,
αγνοούμενοι, πεθαμένοι,
λησμονημένοι, άθαφτοι.
ποιος το παραλάλησε
ένα τέτοιο φονικό
ένας τέτοιος ποταμός αιμάτων
τρύπιων σωμάτων, μισοφαγωμένων κορμιών,
κομμάτια κακά από βαλτό μίσος,
αγνοούμενοι, πεθαμένοι,
λησμονημένοι, άθαφτοι.
. . .
ΙΙ
. . .
Σε βλέπω Ελένη,
με τα μάτια της αποδημίας
σκυλί που εγκατέλειψε τη μάντρα
που ψάχνει κουτσό, κεφάλι μαρμάρινο,
χωρίς αγκώνες ν’ ακουμπήσει
να ξεδιαλύνει του κόσμου το θρήνο
του πόθου το ραγισμένο σταμνί να κολλήσει
γαυγίζοντας, ουρλιάζοντας
μέσα στα βάθη του απείρου
να συναντήσει φωνές άλλες
ανώνυμες αναχρονικές
στους κάμπους με τούς άνεμους
και τις κόκκινες παπαρούνες
κόκκινες σαν το αίμα του Ευαγόρα,
τις ρίζες της καρυδιάς που πότισε ο Γρηγόρης.
Πόνος γραμμένος στην αγκάλη τ’ ουρανού,
στο σφύριγμα τού ανέμου πού κλαίει τις
ξεχασμένες θάλασσες
στο κροτάλισμα της βροχής
στο κλειστό φτερούγημα του πουλιού
που δεν λέει να ταξιδέψει.
Αγχόνη που του πέρασαν στο λαιμό
μόλις δεκαεπτά χρόνων,
για να σε ντύσει νύμφη, Ελένη,
μα συ σαν πόρνη ξεχασμένη, κοιμάσαι
ακόμη μέσα σε ξένες αγκάλες…
με τα μάτια της αποδημίας
σκυλί που εγκατέλειψε τη μάντρα
που ψάχνει κουτσό, κεφάλι μαρμάρινο,
χωρίς αγκώνες ν’ ακουμπήσει
να ξεδιαλύνει του κόσμου το θρήνο
του πόθου το ραγισμένο σταμνί να κολλήσει
γαυγίζοντας, ουρλιάζοντας
μέσα στα βάθη του απείρου
να συναντήσει φωνές άλλες
ανώνυμες αναχρονικές
στους κάμπους με τούς άνεμους
και τις κόκκινες παπαρούνες
κόκκινες σαν το αίμα του Ευαγόρα,
τις ρίζες της καρυδιάς που πότισε ο Γρηγόρης.
Πόνος γραμμένος στην αγκάλη τ’ ουρανού,
στο σφύριγμα τού ανέμου πού κλαίει τις
ξεχασμένες θάλασσες
στο κροτάλισμα της βροχής
στο κλειστό φτερούγημα του πουλιού
που δεν λέει να ταξιδέψει.
Αγχόνη που του πέρασαν στο λαιμό
μόλις δεκαεπτά χρόνων,
για να σε ντύσει νύμφη, Ελένη,
μα συ σαν πόρνη ξεχασμένη, κοιμάσαι
ακόμη μέσα σε ξένες αγκάλες…
. . .
ΙΙΙ
ΙΙΙ
Μες στην παλάμη της θάλασσας
ξεδιψάς το κορμί σου, Μητέρα,
με την άμμο στα πόδια
με την οδύνη στα χρόνια,
σφίγγεις τα δάχτυλά,
σιμά σου λαγήνι νερό αλμυρό
κοχύλι ν’ αντηχεί τον πόνο τού χρόνου
την ηλικία του ήλιου στο κορμί σου
τον άνεμο στα χείλη σου
μες στα μαλλιά σου αετοί και λάβαρα
περιμένουν τον άνεμο εις την Αυλίδα,
στα σωθικά σου ο γαρμπής σαν τρελός
παίζει το αρμόνιο της ελευθερίας
την ώρα πού ο ήλιος πάει να σβήσει
πίσω απ’ το τροπάριο της θλίψης.
ξεδιψάς το κορμί σου, Μητέρα,
με την άμμο στα πόδια
με την οδύνη στα χρόνια,
σφίγγεις τα δάχτυλά,
σιμά σου λαγήνι νερό αλμυρό
κοχύλι ν’ αντηχεί τον πόνο τού χρόνου
την ηλικία του ήλιου στο κορμί σου
τον άνεμο στα χείλη σου
μες στα μαλλιά σου αετοί και λάβαρα
περιμένουν τον άνεμο εις την Αυλίδα,
στα σωθικά σου ο γαρμπής σαν τρελός
παίζει το αρμόνιο της ελευθερίας
την ώρα πού ο ήλιος πάει να σβήσει
πίσω απ’ το τροπάριο της θλίψης.
Η ανάμνηση, όταν ξυπνάει,
γίνεται ρίγος,
φίδι πού διαπερνά το σώμα,
μιας στιγμής χωρητικότητα που λιώνει
ελπίδες χρόνων,
γίνεται δάκρυ στα μάτια, θρήνος
μιας ζωής δεμένης με το χώμα
χώμα ποδοπατημένο, βρεγμένο,
χαλίκια ελεύθερα.
Νησί τυραννισμένο της νύχτας
που βουλιάζει
χωρίς κραυγές και μοιρολόγια
χωρίς ανεμοδαρμούς.
Ο αδελφός μας δίπλα
βλέφαρα κλεισμένα
μάς κοιτάει λυπημένα.
Ήταν τα μάτια του της θάλασσας
φουρτούνα των αφρών
μα τάκαψε ο άνεμος
του ήλιου ο σπαραγμός.
Ακούγαμε μόνο το τραγούδι του
μες στους καλαμιώνες
μες στους κάμπους με τις παπαρούνες
που την άνοιξη μάζευε μπουκέτα
μα σκόρπιζαν ύστερα τα πέταλα
μες στην παλάμη του και τούς πέντε ανέμους
χωρίς να μπορεί να τα κρατήσει.
Ό,τι είχε αγαπήσει στην περασμένη του ζωή
χάθηκε μες στους κύκλους της
και το κουφάρι του εδώ πού κείτεται
περιμένοντας θάψιμο
ψάχνει έξω από το θάνατο
μια στιγμή ελευθερίας.
γίνεται ρίγος,
φίδι πού διαπερνά το σώμα,
μιας στιγμής χωρητικότητα που λιώνει
ελπίδες χρόνων,
γίνεται δάκρυ στα μάτια, θρήνος
μιας ζωής δεμένης με το χώμα
χώμα ποδοπατημένο, βρεγμένο,
χαλίκια ελεύθερα.
Νησί τυραννισμένο της νύχτας
που βουλιάζει
χωρίς κραυγές και μοιρολόγια
χωρίς ανεμοδαρμούς.
Ο αδελφός μας δίπλα
βλέφαρα κλεισμένα
μάς κοιτάει λυπημένα.
Ήταν τα μάτια του της θάλασσας
φουρτούνα των αφρών
μα τάκαψε ο άνεμος
του ήλιου ο σπαραγμός.
Ακούγαμε μόνο το τραγούδι του
μες στους καλαμιώνες
μες στους κάμπους με τις παπαρούνες
που την άνοιξη μάζευε μπουκέτα
μα σκόρπιζαν ύστερα τα πέταλα
μες στην παλάμη του και τούς πέντε ανέμους
χωρίς να μπορεί να τα κρατήσει.
Ό,τι είχε αγαπήσει στην περασμένη του ζωή
χάθηκε μες στους κύκλους της
και το κουφάρι του εδώ πού κείτεται
περιμένοντας θάψιμο
ψάχνει έξω από το θάνατο
μια στιγμή ελευθερίας.
. . .
IV
. . .
Βυθίστηκες μες στην ανωνυμία του χρόνου σου
στεναγμός στην άμμο η μορφή σου
από σώματα ετερόφωτα
πού ν’ αφανίσουν θέλουνε τα ίχνη σου
λεηλατώντας τούς ώμους σου τη μνήμη
εκεί που η θάλασσα ζευγάρωνε
με τ’ ουρανού τη χθεσινή γαλήνη
ελεύθερα κυκλοφορούν
της μυστικής αυγής σου θρήνοι
μα ο βορράς σου ματωμένος
πάει να σου ξεφύγει
ανολοκλήρωτες ψυχές
θεμέλια των εχθρών σου
ταυτίζονται με τούς ισχυρούς
να μοιραστούν τον ίσκιο σου
να σχίσουν το κορμί σου
φυτά αναρριχώμενα
στεναγμός στην άμμο η μορφή σου
από σώματα ετερόφωτα
πού ν’ αφανίσουν θέλουνε τα ίχνη σου
λεηλατώντας τούς ώμους σου τη μνήμη
εκεί που η θάλασσα ζευγάρωνε
με τ’ ουρανού τη χθεσινή γαλήνη
ελεύθερα κυκλοφορούν
της μυστικής αυγής σου θρήνοι
μα ο βορράς σου ματωμένος
πάει να σου ξεφύγει
ανολοκλήρωτες ψυχές
θεμέλια των εχθρών σου
ταυτίζονται με τούς ισχυρούς
να μοιραστούν τον ίσκιο σου
να σχίσουν το κορμί σου
φυτά αναρριχώμενα
Ξέρω δεν θέλεις μοιρολόγια
Ξέρω δεν θέλεις μοιρολόγια
ούτε φωλιές για ερπετά
τα μνήματά σου γίναν χιτώνες
γυμνά κόκκαλα σφενδόνες
να συντυχαίνουν μοναχά
μάρμαρα, πέτρες και χορτάρι
να στροβιλίζει ο βοριάς
όταν τα κόκκαλα σου σπάζει
από το κρύο και τη ζάλη
άνθρωπος ξένος στον ντουνιά
ο τόπος σου σ’ έπαιξε ζάρι
στα λατομεία της ψευτιάς
πού τάιζε γύφτους μπουρζουάδες
των φλουριών σου η μυρουδιά
μα ένα μόνο θέλω να ξέρεις
τα ναρκωτικά σου τα σεντόνια
δεν τύλιξαν όλους από μάς
είναι πολλοί πού ’μειναν ξένοι
με γυμνωμένα τα στηθιά
μπρος του Αιόλου τα σακιά.
ούτε φωλιές για ερπετά
τα μνήματά σου γίναν χιτώνες
γυμνά κόκκαλα σφενδόνες
να συντυχαίνουν μοναχά
μάρμαρα, πέτρες και χορτάρι
να στροβιλίζει ο βοριάς
όταν τα κόκκαλα σου σπάζει
από το κρύο και τη ζάλη
άνθρωπος ξένος στον ντουνιά
ο τόπος σου σ’ έπαιξε ζάρι
στα λατομεία της ψευτιάς
πού τάιζε γύφτους μπουρζουάδες
των φλουριών σου η μυρουδιά
μα ένα μόνο θέλω να ξέρεις
τα ναρκωτικά σου τα σεντόνια
δεν τύλιξαν όλους από μάς
είναι πολλοί πού ’μειναν ξένοι
με γυμνωμένα τα στηθιά
μπρος του Αιόλου τα σακιά.
Famaguste
Μες στους αφρούς της φουρτούνας σου
διαλύθηκε η γαλήνη
στο ακρογιάλι πού νόμιζα ήρεμο
της θάλασσας εκείνης.
διαλύθηκε η γαλήνη
στο ακρογιάλι πού νόμιζα ήρεμο
της θάλασσας εκείνης.
Με χέρια απλωμένα προς εσένα
προσμένω κάθε καλοκαίρι,
Ελένη, της ψυχής μου Παρθένα,
ν’ ανοίξω της καρδιάς σου το δεφτέρι.
προσμένω κάθε καλοκαίρι,
Ελένη, της ψυχής μου Παρθένα,
ν’ ανοίξω της καρδιάς σου το δεφτέρι.
Από της Δερύνειας το δίπατο
ματογιάλια τα μάτια μου ανάπηρα
ν’ ατενίζω των Τούρκων το βάδισμα
και της καρδιάς σου το χτύπο.
ματογιάλια τα μάτια μου ανάπηρα
ν’ ατενίζω των Τούρκων το βάδισμα
και της καρδιάς σου το χτύπο.
Μέσα στον ύπνο μου τρομάζω
το ευαγγέλιο της μοίρας που διαβάζω
βουβό της καμπάνας το κτύπημα,
πόλη του Ευαγόρα φάντασμα.
το ευαγγέλιο της μοίρας που διαβάζω
βουβό της καμπάνας το κτύπημα,
πόλη του Ευαγόρα φάντασμα.
Άφησ’ τα χέρια σου να ’ρθουν
με τα δικά μου να σμίξουν
προτού γυρίσει ο άνεμος
και πάρει την πνοή μου.
με τα δικά μου να σμίξουν
προτού γυρίσει ο άνεμος
και πάρει την πνοή μου.
Μνημόσυνο – Ιχνηλασία 2014
Μνημόσυνο
Ώδή στον χαμένο Ύπαξιωματικο Κύπρο Γ. Ίωάννου
Ι
Εκεί που τις νύχτες νόμιζες
πώς τ’ άστρα
κρεμασμένα από το στερέωμα
θα πέφταν μες την χούφτα σου,
Εκεί που οι άνθρωποι
γιάτρευαν τις πληγές τους
με λιβάνι,
που οι γριές σταυρώνονταν
πριν κατέβουν για νερό
μες στους λάκκους,
που σε κοίταζαν χαμογελώντας
παρ’ όλο τον κάματο της μέρας…
. . .
Εκεί που παλιά κατοικούσαν
οι ψυχές των άστρων
έπεσαν ο λεβεντονιός
σαν έσβηνε ο Ήλιος.
πώς τ’ άστρα
κρεμασμένα από το στερέωμα
θα πέφταν μες την χούφτα σου,
Εκεί που οι άνθρωποι
γιάτρευαν τις πληγές τους
με λιβάνι,
που οι γριές σταυρώνονταν
πριν κατέβουν για νερό
μες στους λάκκους,
που σε κοίταζαν χαμογελώντας
παρ’ όλο τον κάματο της μέρας…
. . .
Εκεί που παλιά κατοικούσαν
οι ψυχές των άστρων
έπεσαν ο λεβεντονιός
σαν έσβηνε ο Ήλιος.
ΙΙ
Ήταν εκεί αγέρωχος
με τις ψυχές παρθένων να βογκάνε
σαν μάζευαν τα κορμιά
αμούστακων παιδιών
στο χώμα ριζωμένα
για να τα θάψουν
Αντιγόνες ζητώντας μια κόχη
να κτίσουν πατρίδα…
με τις ψυχές παρθένων να βογκάνε
σαν μάζευαν τα κορμιά
αμούστακων παιδιών
στο χώμα ριζωμένα
για να τα θάψουν
Αντιγόνες ζητώντας μια κόχη
να κτίσουν πατρίδα…
ΙΙΙ
Κι εσύ παιδί οδοιπόρος
με τ’ όνομά σου αλάλητο
τρόχιζες γυμνάζοντας φωνή
βοών εν τη ερήμω
και στα εν υψίστοις μελωδούσες
την φάτνη της νήσου σου
σε καιρούς δαμόκλειους
και σήμαντρα εκκλησιών
νηπιοκτόνα…
Με εύφλεκτο δαδί
τις κρύπτες φώτιζες
βροχή στο δάσος
και κεραυνό μέχρι τη θάλασσα
κουβαλούσε το πάθος σου
τα ούρια να φέρει…
O ύπνος σου ανόνειρος
καμπάνες σήμανε
κι έγινες Υλάτης
κι έγινες φωτιστής
με την φωνή σου να κραδαίνει
στα πυρωμένα έλατα των λέξεων.
Και στην στεριά
άναβες χρησμούς
Ιφιγένειας βωμούς
θάλασσας αταξίδευτης.
με τ’ όνομά σου αλάλητο
τρόχιζες γυμνάζοντας φωνή
βοών εν τη ερήμω
και στα εν υψίστοις μελωδούσες
την φάτνη της νήσου σου
σε καιρούς δαμόκλειους
και σήμαντρα εκκλησιών
νηπιοκτόνα…
Με εύφλεκτο δαδί
τις κρύπτες φώτιζες
βροχή στο δάσος
και κεραυνό μέχρι τη θάλασσα
κουβαλούσε το πάθος σου
τα ούρια να φέρει…
O ύπνος σου ανόνειρος
καμπάνες σήμανε
κι έγινες Υλάτης
κι έγινες φωτιστής
με την φωνή σου να κραδαίνει
στα πυρωμένα έλατα των λέξεων.
Και στην στεριά
άναβες χρησμούς
Ιφιγένειας βωμούς
θάλασσας αταξίδευτης.
IV
Από τα εγκαταλελειμμένα φυλάκια σας
ο Τούρκος δήμιός σου σε παραμόνευε
και μια βολή στο τέλος
σε γονάτισε…
ο Τούρκος δήμιός σου σε παραμόνευε
και μια βολή στο τέλος
σε γονάτισε…
Στο χώμα μια στιγμή
κινήθηκαν τα φίδια
μα άλλαξαν δρόμο
μην σου μολύνουν την ψυχή!
κινήθηκαν τα φίδια
μα άλλαξαν δρόμο
μην σου μολύνουν την ψυχή!
Καμπάνα δεν ακούστηκε
ούτ’ ήρθε μαντατοφόρος
κι έμεινες μόνος
ριζωμένος στο χώμα
ώσπου σ’ αφουγκράστηκε ό Πενταδάκτυλος
και γονατίζοντας
σέ πήρε στην αγκαλιά του!
ούτ’ ήρθε μαντατοφόρος
κι έμεινες μόνος
ριζωμένος στο χώμα
ώσπου σ’ αφουγκράστηκε ό Πενταδάκτυλος
και γονατίζοντας
σέ πήρε στην αγκαλιά του!
V
Λένε για σένα
πως Θεός έριξε σπόρο
κι αναδύθηκες
πορφυρογέννητος
στέλλοντας την ηχώ της φωνής σου
στους μακρινούς ορίζοντες.
πως Θεός έριξε σπόρο
κι αναδύθηκες
πορφυρογέννητος
στέλλοντας την ηχώ της φωνής σου
στους μακρινούς ορίζοντες.
Λένε για σένα
πώς όταν οι Θεοί σκύψαν
στην κούνια σου
ο Άδωνης ζήλεψε την ομορφιά σου
και στον Δία ζήτησε επίμονα
να σ’ αφήσει απροστάτευτο…
πώς όταν οι Θεοί σκύψαν
στην κούνια σου
ο Άδωνης ζήλεψε την ομορφιά σου
και στον Δία ζήτησε επίμονα
να σ’ αφήσει απροστάτευτο…
Τώρα αυτός ό τόπος
αντηχεί το όνομά σου
κρατά το κάπα σου καλά
την κόψη του ακονίζοντας
που ματωμένο γέννησε φωνή
ποίημα στον οίκο της φωνής σου
βυζαντινό τροπάρι του έρωτα
το δάκρυ.
αντηχεί το όνομά σου
κρατά το κάπα σου καλά
την κόψη του ακονίζοντας
που ματωμένο γέννησε φωνή
ποίημα στον οίκο της φωνής σου
βυζαντινό τροπάρι του έρωτα
το δάκρυ.
VΙ
Γυμνή την μάννα άφησες
στην άλλη όχθη
να τραβιέται πέρα από τον θάνατο
πληρώνοντας φόρο ακριβό
λαιμός από μαχαίρι να περάσει.
στην άλλη όχθη
να τραβιέται πέρα από τον θάνατο
πληρώνοντας φόρο ακριβό
λαιμός από μαχαίρι να περάσει.
Εκείνη, μισή θεά μισή γυναίκα
Γοργόνα στα πέλαγα
τον Αλέξανδρό της ζητούσε
επί δεκαετίες,
Χωρίς η ψυχή να ξαποσταίνει
αψηφώντας τον χρόνο
καθώς ο πόνος ανυποψίαστος
τον χρόνο αντίστροφα μετρούσε.
Γοργόνα στα πέλαγα
τον Αλέξανδρό της ζητούσε
επί δεκαετίες,
Χωρίς η ψυχή να ξαποσταίνει
αψηφώντας τον χρόνο
καθώς ο πόνος ανυποψίαστος
τον χρόνο αντίστροφα μετρούσε.
Φυτίλι η μνήμη φαρμακερό
να καρτερεί με όλα τα χαίρε
μα το ποτάμι βαθύ φαράγγι
να της σκάβει το πρόσωπο
ενώ τον χρόνο πάσκιζε να
φέρει πίσω.
να καρτερεί με όλα τα χαίρε
μα το ποτάμι βαθύ φαράγγι
να της σκάβει το πρόσωπο
ενώ τον χρόνο πάσκιζε να
φέρει πίσω.
VII
. . .
Ιούλης, μεστωμένο καλοκαίρι
μα ό κάμπος ξεχασμένος
με το στάρι του
τα κοπάδια να τριγυρίζουν χαμένα
χωρίς βοσκούς
απολωλότα πρόβατα στον κάμπο.
Ό χρόνος κουρασμένος εσταμάτησε
μπροστά στο λαβωμένο σώμα σου
όπου ο Θεός το βλέμμα του
απόστρεψε
για να μην κλάψει…
μα ό κάμπος ξεχασμένος
με το στάρι του
τα κοπάδια να τριγυρίζουν χαμένα
χωρίς βοσκούς
απολωλότα πρόβατα στον κάμπο.
Ό χρόνος κουρασμένος εσταμάτησε
μπροστά στο λαβωμένο σώμα σου
όπου ο Θεός το βλέμμα του
απόστρεψε
για να μην κλάψει…
ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
Νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου...
Κ. Καβάφης
Στην μνήμη της Νίκης Μαραγκού
Λούστηκα μες στα νερά της ποίησής σου
και δροσίστηκα
φωνή γλυκεία στα όνειρά μου
μιας ύστερης ποίησης της ζωής μου
που επιστρέφει.
Αυτό που θυμάμαι από σένα
η ευγένεια της ψυχής σου
νότα σπάνια
στην Κύπρο της αναλγησίας.
Αυτό πού θυμάμαι από σένα
το γλυκό σου χαμόγελο
τα μετρημένα λόγια σου
και μια μικρή φιλία πού ξεκίνησε
μα δεν πρόλαβε να ωριμάσει.
Ήταν ή Μεσόγειος ολόκληρη που μας χώριζε
και η σιωπή μου
παλιά ιστορία η σιωπή μου
και η ξενιτειά που κουβαλούσα μέσα μου.
Εσύ ταξιδιώτισσα του κόσμου
κουβαλούσες άμμο από τη θάλασσα τού Πρωτέα.
Εγώ εξόριστη,
κουβαλούσα χώμα
από τη θάλασσα της Κερύνειας.
Και οι δυο κουβαλούσαμε μαζί μας
τις πληγές
και τα μεγάλα μας όνειρα…
Εσύ ελεύθερη
εγώ παγιδευμένη στις διαψεύσεις μου.
Μας έφτανε να μιλήσουμε απλά
απλά όπως αγαπάει κανείς
όπως ερωτεύεται.
Το χαμόγελό σου
σημάδεψε την καρδιά μου
κάπου εκεί ζούσε ένα παιδικό παλιό μου όνειρο.
Το τελευταίο ραντεβού μας ήταν αργά.
Εσύ είχες ήδη φύγει
κι έμεινα μόνη μες τη σιωπή μου
και την φιλία μας
που δεν έγινε ταξίδι.
Έτσι απροσδόκητα ο Νείλος
ο αγαπημένος σου Νείλος
σε πήρε στην αγκαλιά του
και ο Καβάφης μες στην μνήμη του…
και δροσίστηκα
φωνή γλυκεία στα όνειρά μου
μιας ύστερης ποίησης της ζωής μου
που επιστρέφει.
Αυτό που θυμάμαι από σένα
η ευγένεια της ψυχής σου
νότα σπάνια
στην Κύπρο της αναλγησίας.
Αυτό πού θυμάμαι από σένα
το γλυκό σου χαμόγελο
τα μετρημένα λόγια σου
και μια μικρή φιλία πού ξεκίνησε
μα δεν πρόλαβε να ωριμάσει.
Ήταν ή Μεσόγειος ολόκληρη που μας χώριζε
και η σιωπή μου
παλιά ιστορία η σιωπή μου
και η ξενιτειά που κουβαλούσα μέσα μου.
Εσύ ταξιδιώτισσα του κόσμου
κουβαλούσες άμμο από τη θάλασσα τού Πρωτέα.
Εγώ εξόριστη,
κουβαλούσα χώμα
από τη θάλασσα της Κερύνειας.
Και οι δυο κουβαλούσαμε μαζί μας
τις πληγές
και τα μεγάλα μας όνειρα…
Εσύ ελεύθερη
εγώ παγιδευμένη στις διαψεύσεις μου.
Μας έφτανε να μιλήσουμε απλά
απλά όπως αγαπάει κανείς
όπως ερωτεύεται.
Το χαμόγελό σου
σημάδεψε την καρδιά μου
κάπου εκεί ζούσε ένα παιδικό παλιό μου όνειρο.
Το τελευταίο ραντεβού μας ήταν αργά.
Εσύ είχες ήδη φύγει
κι έμεινα μόνη μες τη σιωπή μου
και την φιλία μας
που δεν έγινε ταξίδι.
Έτσι απροσδόκητα ο Νείλος
ο αγαπημένος σου Νείλος
σε πήρε στην αγκαλιά του
και ο Καβάφης μες στην μνήμη του…
Νοέμβριος 2013
Γρηγορείτε…
Μέσα από το παραμύθι
ξεφυτρώνουν ήρωες και θεριά
η ζωή όμως τρώει τους ήρωες
και αποθεώνει τα θεριά…
Μέσα στα παραμύθια σου
κρύβεται το βλέμμα αυτών
που προσπαθούν να σ’ αφαιρέσουν την ιστορία…
Στο χορό της γης μέσα στο χρόνο
οι τεκτονικές πλάκες
μεταμορφώνουν προχωρώντας ασταμάτητα
το πρόσωπό της.
Έρημος και το μαρτύριο της δίψας
κόσμος χωρίς ετερότητα
πολιτισμός που ξεφυτρώνει
από την σύνθλιψη των ορίων.
Αγριότητα της φύσης
που ξεπηδά ανερμήνευτη
μετά το ηφαίστειο…
Γρηγόρα, γρηγορείτε
προτού η πληγή γίνει φαράγγι
και γκρεμιστούν μέσα του
τα όνειρα μας…
ξεφυτρώνουν ήρωες και θεριά
η ζωή όμως τρώει τους ήρωες
και αποθεώνει τα θεριά…
Μέσα στα παραμύθια σου
κρύβεται το βλέμμα αυτών
που προσπαθούν να σ’ αφαιρέσουν την ιστορία…
Στο χορό της γης μέσα στο χρόνο
οι τεκτονικές πλάκες
μεταμορφώνουν προχωρώντας ασταμάτητα
το πρόσωπό της.
Έρημος και το μαρτύριο της δίψας
κόσμος χωρίς ετερότητα
πολιτισμός που ξεφυτρώνει
από την σύνθλιψη των ορίων.
Αγριότητα της φύσης
που ξεπηδά ανερμήνευτη
μετά το ηφαίστειο…
Γρηγόρα, γρηγορείτε
προτού η πληγή γίνει φαράγγι
και γκρεμιστούν μέσα του
τα όνειρα μας…
Ο πόθος για Ειρήνη
Τι θυμούνται οι φαγωμένες κερκίδες
από τα λόγια των αρχαίων τραγωδών
σαν έπαιζαν αρχαίο δράμα;
Τους οδυρμούς τα δάκρυα
την πονηριά, το δόλο
τις κατακρεουργημένες ψυχές των Τρώων…
Τι θυμούνται οι αρχαίοι θεατές
σαν αφουγκράζονται των τραγωδών τους θρήνους
μες τα σοκάκια της πυρπολημένης Τροίας;
Πέρασαν οι αιώνες, οι χιλιετίες
καινούργιοι ηθοποιοί
με καινούργια κοστούμια
παίζουν τα ίδια δράματα
σ’ ένα καινούργιο κόσμο…
Τι θυμούνται οι φαγωμένες από τους αιώνες κερκίδες;
Το χέρι τού Άρη να αιωρείται απειλητικό
τα ίδια δράματα να επαναλαμβάνονται
οι ίδιοι πόλεμοι να σκαρώνονται
από τούς ίδιους Θεούς
ερείπια παλιά, ερείπια καινούργια
οι αιώνες ν’ αντιγράφουν τον εαυτό τους…
Τροίες παλιές, Τροίες καινούργιες
κι ένας διαχρονικός πόθος για Ειρήνη
χωρίς να μπορεί να σταματά το φονικό χέρι του Άρη
από ένα καινούργιο πόλεμο…
Μόνο ο πόθος για Ειρήνη σταθερά μοναχικός
να ουρλιάζει μέσα στους αιώνες…
από τα λόγια των αρχαίων τραγωδών
σαν έπαιζαν αρχαίο δράμα;
Τους οδυρμούς τα δάκρυα
την πονηριά, το δόλο
τις κατακρεουργημένες ψυχές των Τρώων…
Τι θυμούνται οι αρχαίοι θεατές
σαν αφουγκράζονται των τραγωδών τους θρήνους
μες τα σοκάκια της πυρπολημένης Τροίας;
Πέρασαν οι αιώνες, οι χιλιετίες
καινούργιοι ηθοποιοί
με καινούργια κοστούμια
παίζουν τα ίδια δράματα
σ’ ένα καινούργιο κόσμο…
Τι θυμούνται οι φαγωμένες από τους αιώνες κερκίδες;
Το χέρι τού Άρη να αιωρείται απειλητικό
τα ίδια δράματα να επαναλαμβάνονται
οι ίδιοι πόλεμοι να σκαρώνονται
από τούς ίδιους Θεούς
ερείπια παλιά, ερείπια καινούργια
οι αιώνες ν’ αντιγράφουν τον εαυτό τους…
Τροίες παλιές, Τροίες καινούργιες
κι ένας διαχρονικός πόθος για Ειρήνη
χωρίς να μπορεί να σταματά το φονικό χέρι του Άρη
από ένα καινούργιο πόλεμο…
Μόνο ο πόθος για Ειρήνη σταθερά μοναχικός
να ουρλιάζει μέσα στους αιώνες…
Απρίλιος 2014
ΤΟ ΚΑΠΠΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (2013)
Αισιοδοξία
Στο χείλος του γκρεμού
φορέσαμε τον μανδύα του Νέσσου
ίσως περισώσουμε
ό,τι έχει απομείνει.
Μην κοιτάς τα μαύρα σύννεφα
τα μαύρα κλαδιά
τα μαύρα κυπαρίσσια
Κρατάνε πάνω τους
την ανάμνηση ξοδεμένου παρελθόντος.
Κοιμάται ο σπόρος ήσυχα στη γη
μέχρι την Άνοιξη.
Σου στέλλω πυρετό την προσευχή μου
το κόκκινο ποτάμι
τού αίματός μου
τα λέπια που πέσανε
απ’ το εγκλωβισμένο μου κορμί,
όπως γδύνεται ο σπόρος το φλοιό του
και μες στο χώμα θάβεται
σπάζοντας τον κλοιό του.
Σου στέλλω λαβωμένη Μάννα
την ψυχή μου στα πόδια σου
όπως ή νύκτα γονατίζει
μπρος τον ήλιο
και το χθες γονατίζει μπρος το αύριο.
φορέσαμε τον μανδύα του Νέσσου
ίσως περισώσουμε
ό,τι έχει απομείνει.
Μην κοιτάς τα μαύρα σύννεφα
τα μαύρα κλαδιά
τα μαύρα κυπαρίσσια
Κρατάνε πάνω τους
την ανάμνηση ξοδεμένου παρελθόντος.
Κοιμάται ο σπόρος ήσυχα στη γη
μέχρι την Άνοιξη.
Σου στέλλω πυρετό την προσευχή μου
το κόκκινο ποτάμι
τού αίματός μου
τα λέπια που πέσανε
απ’ το εγκλωβισμένο μου κορμί,
όπως γδύνεται ο σπόρος το φλοιό του
και μες στο χώμα θάβεται
σπάζοντας τον κλοιό του.
Σου στέλλω λαβωμένη Μάννα
την ψυχή μου στα πόδια σου
όπως ή νύκτα γονατίζει
μπρος τον ήλιο
και το χθες γονατίζει μπρος το αύριο.
Ιούλιος 2009
Πριν
Η σκοτεινή τρύπα στον τοίχο
πριν το 74
ήταν ήλιος.
Τα μαύρα σύννεφα στα μάτια σου
ήταν φεγγάρια.
Οι φωνές των παιδιών
την προηγούμενη μέρα
δεν ξανακούστηκαν πια
στην γειτονιά.
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα
μες τούς μαστούς της νύκτας.
Απόμακρα γνέφει
θυμούς, αφροσύνη
ξαμώνει, περιμένει
την άνοιξη και το θλιμμένο γιασεμί
την αγαπημένη μορφή σου
να φέρει.
πριν το 74
ήταν ήλιος.
Τα μαύρα σύννεφα στα μάτια σου
ήταν φεγγάρια.
Οι φωνές των παιδιών
την προηγούμενη μέρα
δεν ξανακούστηκαν πια
στην γειτονιά.
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα
μες τούς μαστούς της νύκτας.
Απόμακρα γνέφει
θυμούς, αφροσύνη
ξαμώνει, περιμένει
την άνοιξη και το θλιμμένο γιασεμί
την αγαπημένη μορφή σου
να φέρει.
Στο δρόμο προς Άγιο Ιλαρίωνα
Στο δρόμο προς το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα
την ώρα πού ο ήλιος βασιλεύει
πίσω από την θάλασσα,
ο τουρκοκύπριος ξεναγός
συλλαβίζει την φυλλάδα στην αγγλική
και συ γυρνάς απόκρημνη Ρήγαινα
ανάμεσα στους τουρίστες
ξυπόλητη στης ερημιάς το βράχο
σε ύπνο φιλαρμονικό
γυρεύεις τα κλειδιά
σε ήχους σιδερένιων πόρτων
με την γεύση της αγανάκτησης
στα χείλη
τις κόρες των ματιών σου
ν’ αγριεύουν
τα βότσαλα ν’ αντηχούν Βυζάντιο
κι οι άνεμοι να παίρνουν τη φωνή σου.
Κάθε χαλίκι αετός
κάθε πέτρα και στεναγμός
τα σα και τα μα της φωνής σου
μνημονεύουν Κομνημία.
Ρίζες δίνεις στην φωνή σου
να γυρεύει το δέντρο της
να μονιάσει η σιωπή σου Ρήγαινα
μην γλιστρήσει σε τρύπιες παλάμες
κι ό άνεμος σε τραβήξει μακριά
μια προς ανατολάς
μια προς δυσμάς….
την ώρα πού ο ήλιος βασιλεύει
πίσω από την θάλασσα,
ο τουρκοκύπριος ξεναγός
συλλαβίζει την φυλλάδα στην αγγλική
και συ γυρνάς απόκρημνη Ρήγαινα
ανάμεσα στους τουρίστες
ξυπόλητη στης ερημιάς το βράχο
σε ύπνο φιλαρμονικό
γυρεύεις τα κλειδιά
σε ήχους σιδερένιων πόρτων
με την γεύση της αγανάκτησης
στα χείλη
τις κόρες των ματιών σου
ν’ αγριεύουν
τα βότσαλα ν’ αντηχούν Βυζάντιο
κι οι άνεμοι να παίρνουν τη φωνή σου.
Κάθε χαλίκι αετός
κάθε πέτρα και στεναγμός
τα σα και τα μα της φωνής σου
μνημονεύουν Κομνημία.
Ρίζες δίνεις στην φωνή σου
να γυρεύει το δέντρο της
να μονιάσει η σιωπή σου Ρήγαινα
μην γλιστρήσει σε τρύπιες παλάμες
κι ό άνεμος σε τραβήξει μακριά
μια προς ανατολάς
μια προς δυσμάς….
Στην αυλή των Περσών
Συ πού ήσουν προορισμένος για ωραία και
μεγάλα έργα
που ήσουν καμάρι της μάνας σου
που ζητούσες τα μεγάλα εύγε
από την Πολιτεία και τούς σοφούς
πώς πιάστηκες με τα ευτελή
και τα μάταια
τα τιποτένια και τ’ αδιάφορα
πώς ενέδωσες στους Πέρσες.
Η Ματαιότητα σου έδωσε πολλά
άλλα η ψυχή σου άλλα θέλει…
τα υψηλά και τ’ άπιαστα
των σοφών του κόσμου.
Μα πρόσεξε
η συνήθεια στα ευτελή
έτσι φρικτά σε απειλεί
κι ανέτοιμο και πάλι θα σε βρει
που εν τέλει ανεπιστρεπτί, θα ενδώσεις…
μεγάλα έργα
που ήσουν καμάρι της μάνας σου
που ζητούσες τα μεγάλα εύγε
από την Πολιτεία και τούς σοφούς
πώς πιάστηκες με τα ευτελή
και τα μάταια
τα τιποτένια και τ’ αδιάφορα
πώς ενέδωσες στους Πέρσες.
Η Ματαιότητα σου έδωσε πολλά
άλλα η ψυχή σου άλλα θέλει…
τα υψηλά και τ’ άπιαστα
των σοφών του κόσμου.
Μα πρόσεξε
η συνήθεια στα ευτελή
έτσι φρικτά σε απειλεί
κι ανέτοιμο και πάλι θα σε βρει
που εν τέλει ανεπιστρεπτί, θα ενδώσεις…
Morges la coquette
(Morges η φιλάρεσκη)
Εκεί που νόμιζα
πώς η πόλη δεν είχε τίποτα να μου δείξει
μια συνηθισμένη πόλη της Ελβετίας
πάνω στην λίμνη Leman
κάνοντας βόλτα την μικρή Ίριδα
στο κάστρο του Louis de Savoie
δίπλα στην αποβάθρα
με περίμεναν ιππότες μεσαιωνικοί
και δυο λιοντάρια στην είσοδο
να με κοιτάζουν με κείνο το βλέμμα
που σου λέει πως τους είσαι γνώριμος…
Ένα κομμάτι από το παλαιό τείχος
μου θύμισε πώς χίλια χρόνια πριν
προστάτευε την πόλη,
μα ήταν μάταιο να ψάχνω τα χαμένα.
Την άνοιξη η πόλη γιόρτασε την
ημέρα της τουλίπας
το φεστιβάλ του γέλιου τον Ιούνιο
περιμένοντας τις δάλιες τον Οκτώβρη
που θα στολίσουν και πάλι
την φιλάρεσκη πόλη.
Μες τό λαντό της
η μικρή Ίρις χαμογελά αδιάφορα
ατενίζοντας τις πάπιες
που κολυμπούσαν
μες τα παγωμένα νερά της λίμνης.
πώς η πόλη δεν είχε τίποτα να μου δείξει
μια συνηθισμένη πόλη της Ελβετίας
πάνω στην λίμνη Leman
κάνοντας βόλτα την μικρή Ίριδα
στο κάστρο του Louis de Savoie
δίπλα στην αποβάθρα
με περίμεναν ιππότες μεσαιωνικοί
και δυο λιοντάρια στην είσοδο
να με κοιτάζουν με κείνο το βλέμμα
που σου λέει πως τους είσαι γνώριμος…
Ένα κομμάτι από το παλαιό τείχος
μου θύμισε πώς χίλια χρόνια πριν
προστάτευε την πόλη,
μα ήταν μάταιο να ψάχνω τα χαμένα.
Την άνοιξη η πόλη γιόρτασε την
ημέρα της τουλίπας
το φεστιβάλ του γέλιου τον Ιούνιο
περιμένοντας τις δάλιες τον Οκτώβρη
που θα στολίσουν και πάλι
την φιλάρεσκη πόλη.
Μες τό λαντό της
η μικρή Ίρις χαμογελά αδιάφορα
ατενίζοντας τις πάπιες
που κολυμπούσαν
μες τα παγωμένα νερά της λίμνης.
Κάτω από τον ήλιο
Μέσα στο σύμπαν
το άπειρο
η γη και ο μόχθος της
η πατρίδα
βραχάκι κρεμμάμενο επί ξύλου
μεταξύ ανατολής και δύσης
τα αρχαία μάρμαρα και τις κολόνες
ήθελα να ρωτήσω τον ήλιο
να μου μιλήσει για το αιώνιο,
οι άνθρωποι μόνο για το στιγμιαίο απαντούν
να μου πει για το αύριο,
οι άνθρωποι μόνο για το σήμερα μιλούν
να μου μιλήσει για Ιστορία
και όχι για Μύθους
να μου πει για τον Θεό
και όχι για Θεούς
για ποίηση και όχι για λέξεις
για το Παν και όχι για το Τίποτε.
Κάτω από το φως του ήλιου
τα άκρα συνυπάρχουν
και γίνονται ένα…
το άπειρο
η γη και ο μόχθος της
η πατρίδα
βραχάκι κρεμμάμενο επί ξύλου
μεταξύ ανατολής και δύσης
τα αρχαία μάρμαρα και τις κολόνες
ήθελα να ρωτήσω τον ήλιο
να μου μιλήσει για το αιώνιο,
οι άνθρωποι μόνο για το στιγμιαίο απαντούν
να μου πει για το αύριο,
οι άνθρωποι μόνο για το σήμερα μιλούν
να μου μιλήσει για Ιστορία
και όχι για Μύθους
να μου πει για τον Θεό
και όχι για Θεούς
για ποίηση και όχι για λέξεις
για το Παν και όχι για το Τίποτε.
Κάτω από το φως του ήλιου
τα άκρα συνυπάρχουν
και γίνονται ένα…
’Ιανουάριος 2012
Της Ορλεάνης
Εδώ στην ’Ορλεάνη
το φεγγάρι ολοκόκκινο
πίσω από το βασιλικό γεφύρι.
Είναι το αίμα μου
που κουβάλησα σ’ ένα σταμνί
από την Λευκωσία
και μια μέρα
το έχυσα μες το Λύγηρα.
Αιδώ, η Jeanne d’ Arc
κατασπάραξε το στρατό
των ’Άγγλων κατακτητών
κι απελευθέρωσε την Ορλεάνη.
Ύστερα οι αρχιερείς
της καθολικής εξουσίας
την καταδίκασαν σε θάνατο
για μαγεία
και την έκαψαν ζωντανή…
το φεγγάρι ολοκόκκινο
πίσω από το βασιλικό γεφύρι.
Είναι το αίμα μου
που κουβάλησα σ’ ένα σταμνί
από την Λευκωσία
και μια μέρα
το έχυσα μες το Λύγηρα.
Αιδώ, η Jeanne d’ Arc
κατασπάραξε το στρατό
των ’Άγγλων κατακτητών
κι απελευθέρωσε την Ορλεάνη.
Ύστερα οι αρχιερείς
της καθολικής εξουσίας
την καταδίκασαν σε θάνατο
για μαγεία
και την έκαψαν ζωντανή…
Διαπίστωση
Τόσα χρόνια να γυρίζεις
στις θάλασσες
βάρεσε ή ψυχή
και το σώμα κουρασμένο
φυτεύεται όλο και πιο βαθειά
στο χώμα.
Η γεύση της ιστορίας πικρή
κόλλησε στο λαιμό μας
έτοιμη να μάς πνίξει.
Πάμφωτοι Βόλοι από την Πόλη
να θολώνουν τα μάτια σου
μ’ ανύμφευτη μένει η πατρίδα μου.
Η ιστορία να συνεχίζει αδίστακτα
και φονικά
κι ο γιος του σκοτωμένου
να περιμένει ακόμη εκδίκηση.
Σε κάθε λιμάνι πιστεύαμε
πώς ξεκινούσε κάτι καινούργιο
στην ουσία ξύναμε κάθε φορά
την ίδια παμπάλαια πληγή.
Στην Κερύνεια το άγαλμα του Πράξανδρου
παραμένει σε στάση ημιανάπαυσης
και τα χέρια μου μετέωρα
προσπαθούν μάταια
να ενώσουν τα κομμάτια σου…
στις θάλασσες
βάρεσε ή ψυχή
και το σώμα κουρασμένο
φυτεύεται όλο και πιο βαθειά
στο χώμα.
Η γεύση της ιστορίας πικρή
κόλλησε στο λαιμό μας
έτοιμη να μάς πνίξει.
Πάμφωτοι Βόλοι από την Πόλη
να θολώνουν τα μάτια σου
μ’ ανύμφευτη μένει η πατρίδα μου.
Η ιστορία να συνεχίζει αδίστακτα
και φονικά
κι ο γιος του σκοτωμένου
να περιμένει ακόμη εκδίκηση.
Σε κάθε λιμάνι πιστεύαμε
πώς ξεκινούσε κάτι καινούργιο
στην ουσία ξύναμε κάθε φορά
την ίδια παμπάλαια πληγή.
Στην Κερύνεια το άγαλμα του Πράξανδρου
παραμένει σε στάση ημιανάπαυσης
και τα χέρια μου μετέωρα
προσπαθούν μάταια
να ενώσουν τα κομμάτια σου…
Φεβρουάριος 2013
Τα κάππα της Κύπρου
Νησί των φιδιών
του Ζέφυρου
και της χονδρής άμμου
φως του ανέμου
στεφάνι ελιάς
φωτοστέφανο Χριστού
Δείπνου Μυστικού
μάρτυρας αυτόπτης
ανήλικη
παγκόσμιου βιασμού
να επιπλέεις στον όλεθρο
του απόηχου
Κασσάνδρων καί Πυθίων.
Χείλη κολλημένα
στην παμπάλαιη πληγή
να τραβούν αιώνες
το δηλητήριο του θανάτου
κι εκείνην που νόμιζες για αιώνες
να ξαγρυπνά για σένα
ήταν φωνή στην έρημο
κερί και μέλι Ονήσιλλου
μαχαίρι
που σε κατακρεούργησε!
Και συ να παραμένεις
ασφόδελος τσαλαπατημένος
σύμφωνο λυγμών
στις πέντε θάλασσες
πεντάμορφη, πεντάρφανη
κατάπικρη ελιά
να αναρτάς απ’ την αρχή
το κάππα σου
με φωνές και κραυγές άηχες
των σφαγιασμένων σου παιδιών.
του Ζέφυρου
και της χονδρής άμμου
φως του ανέμου
στεφάνι ελιάς
φωτοστέφανο Χριστού
Δείπνου Μυστικού
μάρτυρας αυτόπτης
ανήλικη
παγκόσμιου βιασμού
να επιπλέεις στον όλεθρο
του απόηχου
Κασσάνδρων καί Πυθίων.
Χείλη κολλημένα
στην παμπάλαιη πληγή
να τραβούν αιώνες
το δηλητήριο του θανάτου
κι εκείνην που νόμιζες για αιώνες
να ξαγρυπνά για σένα
ήταν φωνή στην έρημο
κερί και μέλι Ονήσιλλου
μαχαίρι
που σε κατακρεούργησε!
Και συ να παραμένεις
ασφόδελος τσαλαπατημένος
σύμφωνο λυγμών
στις πέντε θάλασσες
πεντάμορφη, πεντάρφανη
κατάπικρη ελιά
να αναρτάς απ’ την αρχή
το κάππα σου
με φωνές και κραυγές άηχες
των σφαγιασμένων σου παιδιών.
Ο ΝΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΔΩΝ (2006)
Ι
Αν μ’ εξημερώσεις,
Η ζωή μου θα γίνει σπόρος
Που θα βλαστήσει
Πουλιά των χεριών σου
Και καρποί πού ζεσταίνεις.
Αν μ εξημερώσεις
Το βήμα μου θα ‘ναι αλλιώτικο
Απ’ όλα τ’ άλλα
Θα μαζέψει η ζωή τα κομμάτια της
Για ν’ αποτρέψουν συγκολλημένα
Κρύπτες κορακιών
Να κτίσουν
Οι στεναγμοί κραδαίνοντας.
Αν μ’ εξημερώσεις,
Κάθε λέξη σύμφωνο
Λαβωματιά στο κορμί μου
Από το ταξίδι τού νόστου
Οδύσσειο ποίημα
Απαιτώντας μες τη λήθη.
Αν μ’ εξημερώσεις
Θα πορευτώ τις νύκτες
Κρυφά αλητεύοντας μες τα ξωκλήσια
Όνειρα στην ρομφαία τού άγιου
Η ζωή μου θα γίνει σπόρος
Που θα βλαστήσει
Πουλιά των χεριών σου
Και καρποί πού ζεσταίνεις.
Αν μ εξημερώσεις
Το βήμα μου θα ‘ναι αλλιώτικο
Απ’ όλα τ’ άλλα
Θα μαζέψει η ζωή τα κομμάτια της
Για ν’ αποτρέψουν συγκολλημένα
Κρύπτες κορακιών
Να κτίσουν
Οι στεναγμοί κραδαίνοντας.
Αν μ’ εξημερώσεις,
Κάθε λέξη σύμφωνο
Λαβωματιά στο κορμί μου
Από το ταξίδι τού νόστου
Οδύσσειο ποίημα
Απαιτώντας μες τη λήθη.
Αν μ’ εξημερώσεις
Θα πορευτώ τις νύκτες
Κρυφά αλητεύοντας μες τα ξωκλήσια
Όνειρα στην ρομφαία τού άγιου
. . .
Πηγάδι άνυδρο ή εξορία μου
Έσκυβα μέσα να βρω
Νερό ελευθερίας
Το σώμα μου
Κομμένο στα δυο
Νήσος τίς έστι
Με κυρτή την ’Αφροδίτη.
Νυκτοήμερα πάσκιζα
Με θυμιατό
Οσμή θανάτου να ξοντώσω
Και με λάδι των Δελφών
Ν’ ανάψω τα καντήλια μου
Εικόνες κατεβάζοντας
’Από τις πυριτιδαποθήκες
Συλλαβίζοντας ανέμελα
την καταδίκη μου.
Έσκυβα μέσα να βρω
Νερό ελευθερίας
Το σώμα μου
Κομμένο στα δυο
Νήσος τίς έστι
Με κυρτή την ’Αφροδίτη.
Νυκτοήμερα πάσκιζα
Με θυμιατό
Οσμή θανάτου να ξοντώσω
Και με λάδι των Δελφών
Ν’ ανάψω τα καντήλια μου
Εικόνες κατεβάζοντας
’Από τις πυριτιδαποθήκες
Συλλαβίζοντας ανέμελα
την καταδίκη μου.
. . .
ΙΙ
Η ώρα σφηνώθηκε
Ανάμεσα στην νύκτα και την αυγή
Άωρα σε βρήκε
Το φέρετρο της νιότης
Αυτόβουλη εν τούτοις στο βωμό
Ενώ ονειρεύονταν ακόμη οι Αχαιοί
Άνεμο στην Αυλίδα
Βγήκες ’Εσύ
Στων σκοταδιών την άμπωτη
Ιφιγένεια εν λήθη
Ξεκουρδισμένα καράβια
Στον περιβόητο γιαλό
Με λήθη έμοιαζε η θάλασσα
Με λήθη έμοιαζες Εσύ
Άπειρος λήθη
’Έντρομα αφυπνίζονταν τα τηλαυγή
Και τα επινίκια
Στα Εύξεινα και τα πόντια
Να ξανάβρουν την Ελένη
Ανάμεσα στην νύκτα και την αυγή
Άωρα σε βρήκε
Το φέρετρο της νιότης
Αυτόβουλη εν τούτοις στο βωμό
Ενώ ονειρεύονταν ακόμη οι Αχαιοί
Άνεμο στην Αυλίδα
Βγήκες ’Εσύ
Στων σκοταδιών την άμπωτη
Ιφιγένεια εν λήθη
Ξεκουρδισμένα καράβια
Στον περιβόητο γιαλό
Με λήθη έμοιαζε η θάλασσα
Με λήθη έμοιαζες Εσύ
Άπειρος λήθη
’Έντρομα αφυπνίζονταν τα τηλαυγή
Και τα επινίκια
Στα Εύξεινα και τα πόντια
Να ξανάβρουν την Ελένη
. . .
ΙΙΙ
. . .
’Έφυγα ένα καλοκαίρι
Πριν χιλιάδες χρόνια
Μα η μνήμη μου κρατάει
Ζεστή την παρουσία σου
Έμαθα να κρατιέμαι
Από τις λέξεις σου
Πού σεργιανίζουν κάθε τόσο
Στην μνήμη μου
και με τρέφουν
Ασύνορη η αγάπη σου.
Το περσινό σου χαμόγελο
Στένεψε τον ορίζοντα
Κατήργησε την ελπίδα της επιστροφής
Έστείρεψε τους στίχους
Που στιχούργησα για Σένα.
Πριν χιλιάδες χρόνια
Μα η μνήμη μου κρατάει
Ζεστή την παρουσία σου
Έμαθα να κρατιέμαι
Από τις λέξεις σου
Πού σεργιανίζουν κάθε τόσο
Στην μνήμη μου
και με τρέφουν
Ασύνορη η αγάπη σου.
Το περσινό σου χαμόγελο
Στένεψε τον ορίζοντα
Κατήργησε την ελπίδα της επιστροφής
Έστείρεψε τους στίχους
Που στιχούργησα για Σένα.
. . .
Να φιλάς σαν τότες τις ακρογιαλιές
Και τις θαλασσινές σπηλιές
Μα τα λυπημένα σου ακρογιάλια
Κάνουν την εξορία μου ανυπόφορη
.
Δεν είναι γιατί έγινες όνειρο
Είναι γιατί ο χρόνος
Απειλεί το όνειρο
Σεβάσμιε τόπε
Τού πρώτου μου βίου.
Και τις θαλασσινές σπηλιές
Μα τα λυπημένα σου ακρογιάλια
Κάνουν την εξορία μου ανυπόφορη
.
Δεν είναι γιατί έγινες όνειρο
Είναι γιατί ο χρόνος
Απειλεί το όνειρο
Σεβάσμιε τόπε
Τού πρώτου μου βίου.
IV
. . .
Εκεί στ’ αμέτρητα γεφύρια
Πού ανασαίνουν
Μες την απέραντη καταχνιά
Σε γύρεψα,
Μέσα στον άδειο Σηκουάνα
Γύρεψα το νερό πού σε δρόσισε
Τα δάκρυά μου
Στάλες βαρείες
Στο πρόσωπο της οικουμένης.
Ο Σηκουάνας κυλά
Ποιος θά τον σταματήσει
Τώρα πια η ψυχή φοβάται
Μήπως μια μέρα ξεψυχήσει
’Έξω από τα τείχη της ζηλευτής
Πολιτείας
Στην κοίτη του ποταμού
Χωρίς ταφή…
Πού ανασαίνουν
Μες την απέραντη καταχνιά
Σε γύρεψα,
Μέσα στον άδειο Σηκουάνα
Γύρεψα το νερό πού σε δρόσισε
Τα δάκρυά μου
Στάλες βαρείες
Στο πρόσωπο της οικουμένης.
Ο Σηκουάνας κυλά
Ποιος θά τον σταματήσει
Τώρα πια η ψυχή φοβάται
Μήπως μια μέρα ξεψυχήσει
’Έξω από τα τείχη της ζηλευτής
Πολιτείας
Στην κοίτη του ποταμού
Χωρίς ταφή…
V
. . .
Σκύψε να δεις
Ένα λαό που τον εμποδίζουν
Να βαδίζει
Μες τούς αιώνες ηχεί
Τού Εφιάλτη το φιλί
Ιούδας π’ αντιβιώνει μονομερώς.
Ένα λαό που τον εμποδίζουν
Να βαδίζει
Μες τούς αιώνες ηχεί
Τού Εφιάλτη το φιλί
Ιούδας π’ αντιβιώνει μονομερώς.
Ποιος τον λαό βλέπει
Προσκυνητής ταμένος στ’ ακρωτήρι
Να περπατεί
Αλυσοδεμένος;
Ποιος ξέρει πώς χθες
Σήμερα, απόψε και αύριο
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο
Παρά ν’ αγαπηθούμε;
Προσκυνητής ταμένος στ’ ακρωτήρι
Να περπατεί
Αλυσοδεμένος;
Ποιος ξέρει πώς χθες
Σήμερα, απόψε και αύριο
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο
Παρά ν’ αγαπηθούμε;
Επίλογος
. . .
’Εδώ σιμά
μας έχουνε μολύνει τόσες μνήμες
Οστά χλωρά ακέφαλης Νίκης
Στους ώμους φορτώνω
Τα ολιγόστιχα απλοϊκά μου ποιήματα.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί σ’ αγάπησα
Πατρογονικό ελαιόδεντρο
Φυλή της φωνής μου
Ελένη του ξεριζωμού
Ελένη της Λακωνίας.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
Ελένη της Καρπασίας,
Ελένη της Κυρήνειας
Για σένα θρηνώ βουβά
Την άχαρη ζωή
Την ανεκπλήρωτη
Που ένα πρωί σ’ εδόθη.
μας έχουνε μολύνει τόσες μνήμες
Οστά χλωρά ακέφαλης Νίκης
Στους ώμους φορτώνω
Τα ολιγόστιχα απλοϊκά μου ποιήματα.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί σ’ αγάπησα
Πατρογονικό ελαιόδεντρο
Φυλή της φωνής μου
Ελένη του ξεριζωμού
Ελένη της Λακωνίας.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
Ελένη της Καρπασίας,
Ελένη της Κυρήνειας
Για σένα θρηνώ βουβά
Την άχαρη ζωή
Την ανεκπλήρωτη
Που ένα πρωί σ’ εδόθη.
«ΠΡΕΣΒΥΝ ΑΡ’ ΕΙΣΔΕΞΟΜΑΙ ΠΑΤΕΡ» (1998)
Ι
Αμπέλια σιωπηλά και δακρυσμένα
κι ανάμεσα τους εσύ
μικρό αγόρι με τη μαύρη κόμη
να τρέχεις
με τη φωνή να τρέμει
τα μέλη σου αδύνατα
αναζητώντας την ποδιά της μάνας.
Εκείνη σάς άφησε ορφανούς
στη γέννα την τελευταία
κι έμεινες τεσσάρων χρόνων παιδί
έρημος να σπαράζεις
να εγκυμονείς την πίκρα μας!
κι ανάμεσα τους εσύ
μικρό αγόρι με τη μαύρη κόμη
να τρέχεις
με τη φωνή να τρέμει
τα μέλη σου αδύνατα
αναζητώντας την ποδιά της μάνας.
Εκείνη σάς άφησε ορφανούς
στη γέννα την τελευταία
κι έμεινες τεσσάρων χρόνων παιδί
έρημος να σπαράζεις
να εγκυμονείς την πίκρα μας!
Η θάλασσα δεν ήξερε να πιει
τον πόνο σου
και τα ποτάμια κατάξερα
μουρμούριζαν μόνο μυρολόγια
ξερνώντας εξαντλημένα
τη μέλλουσα πληγή μας.
τον πόνο σου
και τα ποτάμια κατάξερα
μουρμούριζαν μόνο μυρολόγια
ξερνώντας εξαντλημένα
τη μέλλουσα πληγή μας.
. . .
Μάτια κοκκινισμένα
από την αλμύρα της ζωής
λίγη ζεστασιά σπιτιού ζητούσες
κι έτρεχες τριγυρισμένος από στοιχειά
καθ’ όλη τη διάρκεια τού ταξειδιοΰ σου
μπροστά σου πάντα
το φάντασμα τού Οδυσσέα.
από την αλμύρα της ζωής
λίγη ζεστασιά σπιτιού ζητούσες
κι έτρεχες τριγυρισμένος από στοιχειά
καθ’ όλη τη διάρκεια τού ταξειδιοΰ σου
μπροστά σου πάντα
το φάντασμα τού Οδυσσέα.
Την άνοιξη
μάζευες πέτρες
και σημάδευες τα πουλιά
πάνω στα δέντρα
γιατί δεν ήθελες άλλη μάνα
με το ίδιο μαντήλι στο κεφάλι!
Κι ’έτρεχες ψιθυρίζοντας προσευχές
μες στο σκοτάδι
για να μπορέσεις να σταθείς ορθός
μες στον ορίζοντα της αδυσώπητης μοίρας.
μάζευες πέτρες
και σημάδευες τα πουλιά
πάνω στα δέντρα
γιατί δεν ήθελες άλλη μάνα
με το ίδιο μαντήλι στο κεφάλι!
Κι ’έτρεχες ψιθυρίζοντας προσευχές
μες στο σκοτάδι
για να μπορέσεις να σταθείς ορθός
μες στον ορίζοντα της αδυσώπητης μοίρας.
. . .
ΙΙ
Χρόνια μελετούσα κρυφά
την αιτία τού πόνου σου
κρατώντας στα χέρια μου
την ιστορία σου ανείπωτη.
Μα εσύ μέσα στο θόρυβό της
ένα θρόισμα ακαθόριστο
και τραγικές φωτογραφίες
κρατούσες σιωπηλά
τα λαβωμένα σου γόνατα.
Κανείς δεν ήξερε
από πού ήρθες
πού ανήκες.
Μόνο λέγον πως παντρεύτηκες
την ωραία Τερψιχόρη
μια μούσα λέγαν
με τα ωραία ροζ πόδια
που χόρευαν στην καρδιά σου.
την αιτία τού πόνου σου
κρατώντας στα χέρια μου
την ιστορία σου ανείπωτη.
Μα εσύ μέσα στο θόρυβό της
ένα θρόισμα ακαθόριστο
και τραγικές φωτογραφίες
κρατούσες σιωπηλά
τα λαβωμένα σου γόνατα.
Κανείς δεν ήξερε
από πού ήρθες
πού ανήκες.
Μόνο λέγον πως παντρεύτηκες
την ωραία Τερψιχόρη
μια μούσα λέγαν
με τα ωραία ροζ πόδια
που χόρευαν στην καρδιά σου.
. . .
ΙΙΙ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
. . .
Η γη σε πήρε στην αγκαλιά της
σαν μάνα που τόσο στερήθηκες
στον κόσμο των ζωντανών.
Τώρα η ψυχή σου διατρυπά
τη μνήμη μου
και σε ξαναφέρνει στη γήινη ζωή.
Τη βλέπω κρυμμένη
στο καμένο πρόσωπο
κάποιου φανταστικού εραστή
την βλέπω
μια ζωή ανυπότακτη
να προσκυνά τις εικόνες γονατιστή,
να ταξιδεύει στο σύμπαν
δεμένη με τη δική μου,
με το νήμα της Αριάδνης τεντωμένο
έτοιμο να κοπεί
γιατί ό δρόμος δύσκολος ακόμη
και μακρύς…
σαν μάνα που τόσο στερήθηκες
στον κόσμο των ζωντανών.
Τώρα η ψυχή σου διατρυπά
τη μνήμη μου
και σε ξαναφέρνει στη γήινη ζωή.
Τη βλέπω κρυμμένη
στο καμένο πρόσωπο
κάποιου φανταστικού εραστή
την βλέπω
μια ζωή ανυπότακτη
να προσκυνά τις εικόνες γονατιστή,
να ταξιδεύει στο σύμπαν
δεμένη με τη δική μου,
με το νήμα της Αριάδνης τεντωμένο
έτοιμο να κοπεί
γιατί ό δρόμος δύσκολος ακόμη
και μακρύς…
. . .
IV
ΥΜΝΟΙ
. . .
. . .
Τα βήματά σου αντηχούν ακόμη
σε κάποιες έρημες ακρογιαλιές μας
που γυρνούσες κάθε τόσο
ρωτώντας να μάθεις
για την αδελφή του Μεγαλέξανδρου
μέσα σ’ ένα σύννεφο φωτός.
Τώρα κανείς δεν σ’ ακούει
κανείς δεν σε βλέπει
μα ένα μικρό φως πού ολοένα μεγαλώνει
αναβλύζει από τον τάφο σου.
σε κάποιες έρημες ακρογιαλιές μας
που γυρνούσες κάθε τόσο
ρωτώντας να μάθεις
για την αδελφή του Μεγαλέξανδρου
μέσα σ’ ένα σύννεφο φωτός.
Τώρα κανείς δεν σ’ ακούει
κανείς δεν σε βλέπει
μα ένα μικρό φως πού ολοένα μεγαλώνει
αναβλύζει από τον τάφο σου.
. . .
Τώρα κανείς δεν σ’ ακούει
κανείς δεν σε βλέπει
μονάχα οι τυφλοί
κι’ αυτοί πού δεθήκανε μαζί σου
με το ίδιο κρυφό σαράκι.
κανείς δεν σε βλέπει
μονάχα οι τυφλοί
κι’ αυτοί πού δεθήκανε μαζί σου
με το ίδιο κρυφό σαράκι.
. . .
V
Το δάκρυ που δρόσιζε
το μάγουλό μου
τις ώρες του καλοκαιριού
ενώ πύρωναν οι πέτρες
και τα ποτάμια ακόμη
το δάκρυ αυτό πού έπλασε τη μνήμη μου
και την ανάμνησή σου
σου το προσφέρω ύστατη δροσιά
μαζί με το ποτάμι που ήπια
για να ντυθώ τον πόνο σου.
το μάγουλό μου
τις ώρες του καλοκαιριού
ενώ πύρωναν οι πέτρες
και τα ποτάμια ακόμη
το δάκρυ αυτό πού έπλασε τη μνήμη μου
και την ανάμνησή σου
σου το προσφέρω ύστατη δροσιά
μαζί με το ποτάμι που ήπια
για να ντυθώ τον πόνο σου.
. . .
Τώρα θέλω να λογαριάσω τον πόνο
να τον μετρήσω με σταθμά ανθρώπινα
να τον μπολιάσω στις φλέβες τ’ ουρανού
για να φουσκώσει προζύμι
τώρα θέλω να δω καθαρά
γιατί σου πούλησαν ψεύτικη πραμάτεια
και με κάρφωσαν έτσι στο βράχο
και μου τρύπησαν τις σάρκες
με τη λόγχη…
να τον μετρήσω με σταθμά ανθρώπινα
να τον μπολιάσω στις φλέβες τ’ ουρανού
για να φουσκώσει προζύμι
τώρα θέλω να δω καθαρά
γιατί σου πούλησαν ψεύτικη πραμάτεια
και με κάρφωσαν έτσι στο βράχο
και μου τρύπησαν τις σάρκες
με τη λόγχη…
«ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΕ» (1996)
I
Πώς κατρακυλήσαμε, αδελφέ μου,
μες τα λαγούμια της απελπισίας
με τα μάτια στυλωμένα στον ουρανό
να τραυματίζουμε τ ’ αστέρια;
Πώς πέσαμε, σύντροφε, τόσο χαμηλά;
Εδώ και χρόνια
το καράβι μας βουλιαγμένο
σαν κήτος μισοπεθαμένο
διανυκτερεύει στη μέση του νερού.
Πώς καταφέραμε, φίλε,
και ταπεινωθήκαμε τόσο
κι είδαν τη γύμνια μας
αυτοί που περιφρονούσαμε
μες τις παλαίστρες
αυτοί που μας πήραν ύπουλα
το μαραθώνιο
και τον τρέξανε γρηγορότερα από μας!
μες τα λαγούμια της απελπισίας
με τα μάτια στυλωμένα στον ουρανό
να τραυματίζουμε τ ’ αστέρια;
Πώς πέσαμε, σύντροφε, τόσο χαμηλά;
Εδώ και χρόνια
το καράβι μας βουλιαγμένο
σαν κήτος μισοπεθαμένο
διανυκτερεύει στη μέση του νερού.
Πώς καταφέραμε, φίλε,
και ταπεινωθήκαμε τόσο
κι είδαν τη γύμνια μας
αυτοί που περιφρονούσαμε
μες τις παλαίστρες
αυτοί που μας πήραν ύπουλα
το μαραθώνιο
και τον τρέξανε γρηγορότερα από μας!
Το δέντρο αυτό που δρόσιζε
το πρόσωπό μας
μέσα στην κάψα του μεσημεριού
στο κάμπο της Μεσαορίας,
που μας θυμίζει κάθε πρωί στην εξορία
γυμνές αγκαλιές
κι έρωτες που δεν τέλειωσαν
ένα χαμένο πρόσωπο
και χίλιες ρυτίδες
το δέντρο αυτό το βλέπουμε
με άλλα μάτια:
μέσα από την ματοβαμένη σφενδόνη
που έβαφε χιτώνες
’Αχαιών, Φράγκων, Σαρακηνών…
το πρόσωπό μας
μέσα στην κάψα του μεσημεριού
στο κάμπο της Μεσαορίας,
που μας θυμίζει κάθε πρωί στην εξορία
γυμνές αγκαλιές
κι έρωτες που δεν τέλειωσαν
ένα χαμένο πρόσωπο
και χίλιες ρυτίδες
το δέντρο αυτό το βλέπουμε
με άλλα μάτια:
μέσα από την ματοβαμένη σφενδόνη
που έβαφε χιτώνες
’Αχαιών, Φράγκων, Σαρακηνών…
Πώς καταφέραμε, αδελφέ μου,
και πήραμε το δρόμο των πεθαμένων
κρατώντας την ζωή μας
ανάμεσα στην ζωή και την ανάμνησή της
ανάμεσα στην Ιστορία και την άρνησή της
ανάμεσα σε ανθρώπους και την φυσιογνωμία
των ανθρώπων
ανάμεσα στις πληγές μας
και τα μαχαίρια που μας πλήγωσαν!
και πήραμε το δρόμο των πεθαμένων
κρατώντας την ζωή μας
ανάμεσα στην ζωή και την ανάμνησή της
ανάμεσα στην Ιστορία και την άρνησή της
ανάμεσα σε ανθρώπους και την φυσιογνωμία
των ανθρώπων
ανάμεσα στις πληγές μας
και τα μαχαίρια που μας πλήγωσαν!
. . .
Σε βλέπω ν ’ ανασαίνεις
μες τα στενά, της Σαλαμίνας
ιέρεια των Τευκρίδων
κάποτε να κυνηγάς ελάφια
αψηφώντας την Άρτεμη
μέσα στα δάση του Τροόδους.
Σε βλέπω να ερωτοτροπείς με τον Άδωνη
μες τούς Αμαθούντιους κρυψώνες
ενώ η ψυχή σου γινόταν ένα
με τον καταδιωγμένο Άρη
κάτω από τα μάτια των Θεών
κρατώντας την ζωή σου στο κρυφό.
Κι έτρεχες, αφήνοντας πίσω
τα σεντόνια σου να παγώνουν
ενώ βροντούσε ή Δήμητρα κατάρες
έτσι πού έμενε ριζωμένη στο χώμα
χωρίς στο στάχυ της καρπό
και λύγιζες από το βάρος στους ώμους
και λυγίζοντας δεν άντεξες
και γονάτισες και Συ
μες τα στενά, της Σαλαμίνας
ιέρεια των Τευκρίδων
κάποτε να κυνηγάς ελάφια
αψηφώντας την Άρτεμη
μέσα στα δάση του Τροόδους.
Σε βλέπω να ερωτοτροπείς με τον Άδωνη
μες τούς Αμαθούντιους κρυψώνες
ενώ η ψυχή σου γινόταν ένα
με τον καταδιωγμένο Άρη
κάτω από τα μάτια των Θεών
κρατώντας την ζωή σου στο κρυφό.
Κι έτρεχες, αφήνοντας πίσω
τα σεντόνια σου να παγώνουν
ενώ βροντούσε ή Δήμητρα κατάρες
έτσι πού έμενε ριζωμένη στο χώμα
χωρίς στο στάχυ της καρπό
και λύγιζες από το βάρος στους ώμους
και λυγίζοντας δεν άντεξες
και γονάτισες και Συ
’Ορλεάνη, Φεβρουάριος 1995
ΙΙ
Κράτα την μνήμη τού πόνου σου ακέρια
και μην υποχωρείς μοναχικό μου κάστρο
κι αν είναι φθονερός ο Θεός
που θέρισε τα σπλάχνα σου
«τήν θάλασσα την θάλασσα
δεν θα μπορέσουν να την εξαντλήσουν…»
και μην υποχωρείς μοναχικό μου κάστρο
κι αν είναι φθονερός ο Θεός
που θέρισε τα σπλάχνα σου
«τήν θάλασσα την θάλασσα
δεν θα μπορέσουν να την εξαντλήσουν…»
Περιμένω τα μάτια σου
να με κοιτάξουν
πριν σκουρύνουν τ ’ αγάλματα της αρετής
περιμένω μια πορεία προς τον Ήλιο
πριν η πίκρα της φθοράς
κολλήσει βδέλλα στο κορμί…
να με κοιτάξουν
πριν σκουρύνουν τ ’ αγάλματα της αρετής
περιμένω μια πορεία προς τον Ήλιο
πριν η πίκρα της φθοράς
κολλήσει βδέλλα στο κορμί…
Περιμένω στο λογισμό σου
χάλκινο χέρι
ν ’ αναδύει η τόλμη σου
δροσοσταλίδα στις βραχοπλαγιές του αγώνα
ο θρύλος σου
και η τρυγόνα που της πλήγωσαν το ταίρι
ν’ αποτρέψει το πέρασμα
της Αχερουσίας την όχθη.
Περιμένω να στεριώσεις τούς πόθους σου
στον αργαλειό της τιμής
και της νικημένης θέλησης νικήτρια,
περιμένω ν ’ ανανεώσεις τόν πόθο σου
για λευτεριά
ανάβοντας φλόγα στην καρδιά
μην τύχει και ξεχάσεις τις ψυχές
μην τύχει και σαλπάρει η βούληση σου.
Προφυλάσσω την πηγή σου
μην την ξεμοναχιάσουν
οι εχθροί!
χάλκινο χέρι
ν ’ αναδύει η τόλμη σου
δροσοσταλίδα στις βραχοπλαγιές του αγώνα
ο θρύλος σου
και η τρυγόνα που της πλήγωσαν το ταίρι
ν’ αποτρέψει το πέρασμα
της Αχερουσίας την όχθη.
Περιμένω να στεριώσεις τούς πόθους σου
στον αργαλειό της τιμής
και της νικημένης θέλησης νικήτρια,
περιμένω ν ’ ανανεώσεις τόν πόθο σου
για λευτεριά
ανάβοντας φλόγα στην καρδιά
μην τύχει και ξεχάσεις τις ψυχές
μην τύχει και σαλπάρει η βούληση σου.
Προφυλάσσω την πηγή σου
μην την ξεμοναχιάσουν
οι εχθροί!
ΙΙΙ
Πώς πέρασαν τόσα χρονιά, αδελφέ μου,
χωρίς να επισημάνουμε λιμάνι;
Τ’ άστρο πού μας οδηγούσε χάθηκε
στη συνείδηση της αδυσώπητης μοίρας.
χωρίς να επισημάνουμε λιμάνι;
Τ’ άστρο πού μας οδηγούσε χάθηκε
στη συνείδηση της αδυσώπητης μοίρας.
Πώς τελείωσε τούτο το ταξίδι
κι έμεινε ο σκοπός μας ανεκπλήρωτος;
κι έμεινε ο σκοπός μας ανεκπλήρωτος;
Πέρασε η καταιγίδα
και σε σάρωσε Πατρίδα
πέρασε η θύελλα
και βύθισε τ ’ αστέρια
και μας έμεινε η μνήμη
θρυμματισμένη
μέσα στο διάστημα
να ψάχνει μάταια μια χαμένη γη.
Έφυγε ο χρόνος
κυνηγημένος στο τέλος μιας μαυροφορημένης
μέρας
αφήνοντας πίσω τη λαχτάρα
της Άνοιξης
και την προσδοκία
της επιστροφής.
και σε σάρωσε Πατρίδα
πέρασε η θύελλα
και βύθισε τ ’ αστέρια
και μας έμεινε η μνήμη
θρυμματισμένη
μέσα στο διάστημα
να ψάχνει μάταια μια χαμένη γη.
Έφυγε ο χρόνος
κυνηγημένος στο τέλος μιας μαυροφορημένης
μέρας
αφήνοντας πίσω τη λαχτάρα
της Άνοιξης
και την προσδοκία
της επιστροφής.
Πέρασε η νεροποντή
παρασύροντας και τα τελευταία
αχνάρια των θεών μας.
Έμεινε η πόλη
ακυβέρνητη σχεδία
στα χέρια της φθονερής μοίρας
λησμονημένη
βυθισμένη στο στόμα,
των μυλόπετρων.
παρασύροντας και τα τελευταία
αχνάρια των θεών μας.
Έμεινε η πόλη
ακυβέρνητη σχεδία
στα χέρια της φθονερής μοίρας
λησμονημένη
βυθισμένη στο στόμα,
των μυλόπετρων.
. . .
IV
Συ πού γνώριζες την κατάρα της Μήδειας
σαν σε κοίταξε πάνω στο σκάφος
της Αργώ
πριν σκοτώσει τα παιδιά της
και τα παιδιά σου
για να ξεφύγει την ντροπή
δάκρυα πού αφήσανε στη μνήμη
την ανάμνηση μιας μεγάλης ευτυχίας
πετρωμένα χαμόγελα αγιογραφίας
πού απείλησαν το χρυσό δέρας
βαμμένο στο αίμα
γυρεύοντας τον ίσκιο του ένδοξου
καραβιού.
Σε κυνηγούν
το παραμίλημα της σάρκας
όταν το αίμα πυρώνει τις φλέβες
το δακρυσμένο πουλί στην καρδιά
της μέρας
το δακρυσμένο χαμόγελο της προδομένης
γυναίκας
το γλίστρημα τού φιδιού ανάμεσα
σε πελαγίσιους τάφους
τα πατήματα των άλογων
στην παγωμένη πηγή τού κεφαλόβρυσου
το σπαρτάρισμα τού ψαριού
μες το δίκτυ των ψαράδων
το κλάμα της Ανδρομέδας
προτού την προλάβει ο ο Περσέας
η απάτη των Θεών
κάθε πού αναμετρούνται οι θνητοί…
σαν σε κοίταξε πάνω στο σκάφος
της Αργώ
πριν σκοτώσει τα παιδιά της
και τα παιδιά σου
για να ξεφύγει την ντροπή
δάκρυα πού αφήσανε στη μνήμη
την ανάμνηση μιας μεγάλης ευτυχίας
πετρωμένα χαμόγελα αγιογραφίας
πού απείλησαν το χρυσό δέρας
βαμμένο στο αίμα
γυρεύοντας τον ίσκιο του ένδοξου
καραβιού.
Σε κυνηγούν
το παραμίλημα της σάρκας
όταν το αίμα πυρώνει τις φλέβες
το δακρυσμένο πουλί στην καρδιά
της μέρας
το δακρυσμένο χαμόγελο της προδομένης
γυναίκας
το γλίστρημα τού φιδιού ανάμεσα
σε πελαγίσιους τάφους
τα πατήματα των άλογων
στην παγωμένη πηγή τού κεφαλόβρυσου
το σπαρτάρισμα τού ψαριού
μες το δίκτυ των ψαράδων
το κλάμα της Ανδρομέδας
προτού την προλάβει ο ο Περσέας
η απάτη των Θεών
κάθε πού αναμετρούνται οι θνητοί…
Σύ πού γνώριζες τούς μαυριδερούς κύκλους
των ερινυών
σαν έσκυβαν όλες οι φωτιές
προς το μέρος του Ηρόστρατου
πόσο παράξενα σε κοιτάζουν τώρα
το σκυλί με την σπασμένη κεφαλή
μπροστά στην πόρτα
το χαράκωμα στη μέση της αυλής
που πρόδωνε το φεγγάρι
τις νύκτες ξαστεριάς
ο ρυθμός μιας ποίησης
πού βγαίνει από τον πόνο της εξορίας
και την παράλογη
την ανεξήγητη αγάπη για τις πέτρες
τα κοχύλια, τη θάλασσα
τα ερείπια
τα παλαιά και τα καινούργια
τούς εγκαταλειμμένους απ ’ τούς Θεούς ναούς
τον αγώνα ενάντια στην σήψη της χλιδής
τη φθορά της λήθης
το φόβο μιας τελικής καταστροφής…
των ερινυών
σαν έσκυβαν όλες οι φωτιές
προς το μέρος του Ηρόστρατου
πόσο παράξενα σε κοιτάζουν τώρα
το σκυλί με την σπασμένη κεφαλή
μπροστά στην πόρτα
το χαράκωμα στη μέση της αυλής
που πρόδωνε το φεγγάρι
τις νύκτες ξαστεριάς
ο ρυθμός μιας ποίησης
πού βγαίνει από τον πόνο της εξορίας
και την παράλογη
την ανεξήγητη αγάπη για τις πέτρες
τα κοχύλια, τη θάλασσα
τα ερείπια
τα παλαιά και τα καινούργια
τούς εγκαταλειμμένους απ ’ τούς Θεούς ναούς
τον αγώνα ενάντια στην σήψη της χλιδής
τη φθορά της λήθης
το φόβο μιας τελικής καταστροφής…
. . .
V
Ο έρωτας για την Πατρί8α
που σ ’ εγκατέλειψε
πού δεν βρήκες στην επιστροφή
ούτε διάλεξες
δεν σ ’ εγκατέλειψε ποτέ.
Ο άνεμος που βογκούσε
τις βουερές μαχητικές ημέρες
σαν σημάδευες τον ατέλειωτο δρόμο
σαν παρακολουθούσες τα τεθωρακισμένα
που ανέβαιναν τον Πενταδάκτυλο
πέταξε τα σωθικά σου
ριπή ψυχρού ανέμου
στις τέσσερεις γωνιές της γης
θρύψαλα άμμου
ξεχειλίζοντας το χρόνο από τις όχθες του
στο πέρασμα τού ωκεανού
πού πλημύριζε την πόλη
χωρίς κανείς να σβήσει την τελευταία σου γραφή
χωρίς κανείς να κρύψει τα τελευταία σου ρούχα
στους βράχους.
Ένα κομμάτι από το σώμα σου
να μεταμορφώνεται σε μνήμη
ένα κομμάτι από την σκέψη σου
να μεταμορφώνεται σε όνειρό
κι άλλο σε εκδίκηση.
που σ ’ εγκατέλειψε
πού δεν βρήκες στην επιστροφή
ούτε διάλεξες
δεν σ ’ εγκατέλειψε ποτέ.
Ο άνεμος που βογκούσε
τις βουερές μαχητικές ημέρες
σαν σημάδευες τον ατέλειωτο δρόμο
σαν παρακολουθούσες τα τεθωρακισμένα
που ανέβαιναν τον Πενταδάκτυλο
πέταξε τα σωθικά σου
ριπή ψυχρού ανέμου
στις τέσσερεις γωνιές της γης
θρύψαλα άμμου
ξεχειλίζοντας το χρόνο από τις όχθες του
στο πέρασμα τού ωκεανού
πού πλημύριζε την πόλη
χωρίς κανείς να σβήσει την τελευταία σου γραφή
χωρίς κανείς να κρύψει τα τελευταία σου ρούχα
στους βράχους.
Ένα κομμάτι από το σώμα σου
να μεταμορφώνεται σε μνήμη
ένα κομμάτι από την σκέψη σου
να μεταμορφώνεται σε όνειρό
κι άλλο σε εκδίκηση.
. . .
VI
Ό δρόμος μας δεν έχει αλλαγή,
και η ζωή ακόμη
να μας χαμογελάσει.
Πίσω αφήνουμε τήν έρημο
και μπροστά μας
η έρημος δεν τελειώνει.
και η ζωή ακόμη
να μας χαμογελάσει.
Πίσω αφήνουμε τήν έρημο
και μπροστά μας
η έρημος δεν τελειώνει.
Πέσανε απάνω μας
λιοντάρια σε πληγωμένο ελάφι
και γύρεψαν να μας θάψουν
πριν καν ακόμη πεθάνουμε.
Μας ξερίζωσαν πρώτα τη γλώσσα
βουλώνοντας το στόμα μας
με πέτρες
υστέρα μάς ξερίζωσαν τα μπράτσα
κι έμεινε το κορμί μας
ένα κεφάλι χωρίς γλώσσα
κι ένα κορμί δίχως χέρια
υστέρα μάς κόψανε τα πόδια
και μείναμε κεφάλι μόνο
κι ένα ψόφιο κορμί.
Στο τέλος μας έμεινε ένα παραμορφωμένο
κεφάλι, χωρίς γλώσσα
που μόνο σκέπτεται
βουβό και άλαλο
έτοιμο να βρικολακιάσει
με τόσους λύκους που το διεκδικούν
με τόσα σκυλιά που το σέρνουν στην λάσπη.
Κανείς δεν ξέρει τί κρύβουν
η σιωπή των όπλων
στο απέναντι οικόπεδο
τ ’ ακίνητο βλέμμα των αγαλμάτων
σαν ο αέρας σαλεύει ψίθυρους
μακρινούς,
οι ψυχές των σκοτωμένων
που τις φορτώσαμε
μ ’ όλες τις πληγές και τις τύψεις μας,
η μνήμη
τόσο παλαιά όσο κι ο κόσμος.
Κανείς δεν ξέρει τί κρύβουν
το αρχαγγελικό φως του Ραφαήλ
ο άγιος με το σπαθί
ή με το κοντάρι
τα δάκρυα της Παναγίας
μπρος το μαρτύριό του γιου Της
ό κίνδυνος μιας θολωμένης
μνήμης
τα εξισωμένα χωράφια
δίχως σπαρτά, δίχως πέτρες
δίχως τάφους
τα δέντρα δίχως ρίζες…
λιοντάρια σε πληγωμένο ελάφι
και γύρεψαν να μας θάψουν
πριν καν ακόμη πεθάνουμε.
Μας ξερίζωσαν πρώτα τη γλώσσα
βουλώνοντας το στόμα μας
με πέτρες
υστέρα μάς ξερίζωσαν τα μπράτσα
κι έμεινε το κορμί μας
ένα κεφάλι χωρίς γλώσσα
κι ένα κορμί δίχως χέρια
υστέρα μάς κόψανε τα πόδια
και μείναμε κεφάλι μόνο
κι ένα ψόφιο κορμί.
Στο τέλος μας έμεινε ένα παραμορφωμένο
κεφάλι, χωρίς γλώσσα
που μόνο σκέπτεται
βουβό και άλαλο
έτοιμο να βρικολακιάσει
με τόσους λύκους που το διεκδικούν
με τόσα σκυλιά που το σέρνουν στην λάσπη.
Κανείς δεν ξέρει τί κρύβουν
η σιωπή των όπλων
στο απέναντι οικόπεδο
τ ’ ακίνητο βλέμμα των αγαλμάτων
σαν ο αέρας σαλεύει ψίθυρους
μακρινούς,
οι ψυχές των σκοτωμένων
που τις φορτώσαμε
μ ’ όλες τις πληγές και τις τύψεις μας,
η μνήμη
τόσο παλαιά όσο κι ο κόσμος.
Κανείς δεν ξέρει τί κρύβουν
το αρχαγγελικό φως του Ραφαήλ
ο άγιος με το σπαθί
ή με το κοντάρι
τα δάκρυα της Παναγίας
μπρος το μαρτύριό του γιου Της
ό κίνδυνος μιας θολωμένης
μνήμης
τα εξισωμένα χωράφια
δίχως σπαρτά, δίχως πέτρες
δίχως τάφους
τα δέντρα δίχως ρίζες…
. . .
VII
Μένουν ακόμα τα θολά σου μάτια
που είδαν το θάνατο από κοντά
μες τα σοκάκια της αντρειωμένης Τροίας
μένουν ακόμα
τα μαρμαρωμένα σου χέρια
ν ’ αγκαλιάζουν το ξανθό του κεφάλι
τα καλοκαίρια
κι εκείνοι που ζουν
μες την σιωπή
την πίκρα τ ’ αποχωρισμού.
Μένουν ακόμη
τα κλεισμένα σου βλέφαρα
τα κλεισμένα μου όνειρα
κι ή πορτοκαλιά στο βάθος της αυλής
τ ’ άσπρα σου μαλλιά
κι οι δυο σου ρυτίδες
να βουλιάζουν μες την δίψα
της φλογισμένης μου εκδίκησης.
Μένει ακόμη
το λίκνισμα της θάλασσας
η διψασμένη άμμος
κι η αμηχανία μου
όταν με ρωτούν που γεννήθηκα.
που είδαν το θάνατο από κοντά
μες τα σοκάκια της αντρειωμένης Τροίας
μένουν ακόμα
τα μαρμαρωμένα σου χέρια
ν ’ αγκαλιάζουν το ξανθό του κεφάλι
τα καλοκαίρια
κι εκείνοι που ζουν
μες την σιωπή
την πίκρα τ ’ αποχωρισμού.
Μένουν ακόμη
τα κλεισμένα σου βλέφαρα
τα κλεισμένα μου όνειρα
κι ή πορτοκαλιά στο βάθος της αυλής
τ ’ άσπρα σου μαλλιά
κι οι δυο σου ρυτίδες
να βουλιάζουν μες την δίψα
της φλογισμένης μου εκδίκησης.
Μένει ακόμη
το λίκνισμα της θάλασσας
η διψασμένη άμμος
κι η αμηχανία μου
όταν με ρωτούν που γεννήθηκα.
«ΠΑΤΕΡ ΑΠΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ
ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥΤΟ» (1994)
Ι
Τού σταυρού ασήκωτο το βάρος
ανατρίχιασμα κορμιού η Δημιουργία
και των ματιών σου η εικόνα
όνειρο απότιστο, πάθος.
ανατρίχιασμα κορμιού η Δημιουργία
και των ματιών σου η εικόνα
όνειρο απότιστο, πάθος.
Των Ποντίων Πιλάτων πέτρωμα
των συμπληγάδων τσάκισμα
του Έκτορα εξαντλημένη η ανδρεία
και τους αδελφούς μας στη χαμένη Τροία.
των συμπληγάδων τσάκισμα
του Έκτορα εξαντλημένη η ανδρεία
και τους αδελφούς μας στη χαμένη Τροία.
Γδύθηκες των ανέμων το ηλιοβασίλεμα
χέρια ν’ απλώνεις στους εφτά ορίζοντες
ντύθηκες το χρόνο των θεών
σταγόνα διαλυμένη στο στερέωμα.
χέρια ν’ απλώνεις στους εφτά ορίζοντες
ντύθηκες το χρόνο των θεών
σταγόνα διαλυμένη στο στερέωμα.
Ποιος θα φέρει πίσω τη ζωή σου
αυτήν πού σπατάλησες
κι εκείνην πού είδες να σωριάζεται
καθρέφτης των ονείρων σου;
αυτήν πού σπατάλησες
κι εκείνην πού είδες να σωριάζεται
καθρέφτης των ονείρων σου;
Μνήμη γεύση θανάτου
σύννεφο πού το σύρει ο άνεμος
στην απέναντι όχθη του ωκεανού
ελευθερίας θρύμμα άνομο.
σύννεφο πού το σύρει ο άνεμος
στην απέναντι όχθη του ωκεανού
ελευθερίας θρύμμα άνομο.
Ποιος θα υφάνει της οργισμένης νύκτας
μύθο μεταθανάτιο τάμα
προτού βρικολακιάσει το αίμα
κι ο πόνος στεριώσει σ’ ανώνυμο μνήμα;
μύθο μεταθανάτιο τάμα
προτού βρικολακιάσει το αίμα
κι ο πόνος στεριώσει σ’ ανώνυμο μνήμα;
Στο περιθώριο του χρόνου
προσμένουν χρόνια αδικοσκοτωμένοι
χωρίς να ξέρουν σε τι διαφέρει
ο μύθος από τη μνήμη…
προσμένουν χρόνια αδικοσκοτωμένοι
χωρίς να ξέρουν σε τι διαφέρει
ο μύθος από τη μνήμη…
ΙΙ
Εσύ, ’Έρωτας μεταθανάτιος
εξόριστος στους βράχους του νησιού
να παίρνεις στη νιότη σου
τους δίσεχτους καιρούς μας
και ηνίοχος των ξεροβουνιών μας
να λαύνεις κασσανδρικός
κραυγάζοντας μηνύματα των αποκεφαλισμένων.
Μα αυτοί γνωρίζανε τη δική σου λάμψη
ενώ οι εξόριστοι μεθούσανε
μέσα από δισκοπότηρα έρωτα αγιάτρευτου.
Ακόμα σ ακούω, βοή βοώντος εν τη ερήμω
να φωνάζεις πνιγμένος στη φωνή σου
Κωνσταντίνων ονόματα Παλαιολόγων
ενώ μαρμαρωμένοι οι αλέκτορες
πάσκιζαν μάταια να ξυπνήσουν τη
χαμένη μέρα.
Σε βλέπω να θρηνείς
αηδόνι κι αγριοπερίστερο
το σπασμένο λαγήνι της Βάφτισής σου
γιατί ο χορός της Σαλώμης ήταν έξοχος
και το πλήθος των Φαρισαίων ζητούσε
επίμονα το κεφάλι του ’Ιωάννη.
Ενώ σε άλλη εποχή οι Πάφιοι
ξυλοκοπούσαν τους πιστούς σου
τυφλά χτυπώντας και φωνάζοντας
χωρίς να ξέρουν να διαβάζουν
τη γυμνή σου ποίηση.
εξόριστος στους βράχους του νησιού
να παίρνεις στη νιότη σου
τους δίσεχτους καιρούς μας
και ηνίοχος των ξεροβουνιών μας
να λαύνεις κασσανδρικός
κραυγάζοντας μηνύματα των αποκεφαλισμένων.
Μα αυτοί γνωρίζανε τη δική σου λάμψη
ενώ οι εξόριστοι μεθούσανε
μέσα από δισκοπότηρα έρωτα αγιάτρευτου.
Ακόμα σ ακούω, βοή βοώντος εν τη ερήμω
να φωνάζεις πνιγμένος στη φωνή σου
Κωνσταντίνων ονόματα Παλαιολόγων
ενώ μαρμαρωμένοι οι αλέκτορες
πάσκιζαν μάταια να ξυπνήσουν τη
χαμένη μέρα.
Σε βλέπω να θρηνείς
αηδόνι κι αγριοπερίστερο
το σπασμένο λαγήνι της Βάφτισής σου
γιατί ο χορός της Σαλώμης ήταν έξοχος
και το πλήθος των Φαρισαίων ζητούσε
επίμονα το κεφάλι του ’Ιωάννη.
Ενώ σε άλλη εποχή οι Πάφιοι
ξυλοκοπούσαν τους πιστούς σου
τυφλά χτυπώντας και φωνάζοντας
χωρίς να ξέρουν να διαβάζουν
τη γυμνή σου ποίηση.
. . .
Ορλεάνη, Οκτώβρης 1992
IΙΙ
Εσύ Κύριος της δημιουργίας
είπες σπόρο σιναπιού τη βασιλεία σου
και την ελευθερία μας
που γενιές γενεών έσπειραν
μα δέντρο δεν φύτρωσε.
Και πουλιά φωλιές δεν κτίσαν
γιατί κλαδιά δεν βρήκαν.
Μεσάνυχτα και κτίζανε
στα κουφώματα των βράχων
ακούγοντας από μακριά το Αιγαίο
να μουγκρίζει όνειρα.
Κι εσύ έριχνες πέτρες πίσω σου
δαιμονισμένος που ‘βλεπες να φουσκώνει
του νησιού το πλεούμενο αντί το προζύμι.
Γιατί οι μάνες το έσμιγαν με τρία σάτα αλεύρι
για να φουσκώνει ζύμη
μα ψωμί δεν έβγαινε.
Αλλού εσύ, αλλού το μήνυμά σου!
Χρόνια πελεκούσαμε, άπιστοι, προσευχές
για να μην τραβήξουμε μαχαίρι από τη θήκη
Χρονιά χτυπούσαμε παλαμάκια
τους ξένους που σήπονταν καθιστοί
στις έδρες πού τούς κτίζαμε…
είπες σπόρο σιναπιού τη βασιλεία σου
και την ελευθερία μας
που γενιές γενεών έσπειραν
μα δέντρο δεν φύτρωσε.
Και πουλιά φωλιές δεν κτίσαν
γιατί κλαδιά δεν βρήκαν.
Μεσάνυχτα και κτίζανε
στα κουφώματα των βράχων
ακούγοντας από μακριά το Αιγαίο
να μουγκρίζει όνειρα.
Κι εσύ έριχνες πέτρες πίσω σου
δαιμονισμένος που ‘βλεπες να φουσκώνει
του νησιού το πλεούμενο αντί το προζύμι.
Γιατί οι μάνες το έσμιγαν με τρία σάτα αλεύρι
για να φουσκώνει ζύμη
μα ψωμί δεν έβγαινε.
Αλλού εσύ, αλλού το μήνυμά σου!
Χρόνια πελεκούσαμε, άπιστοι, προσευχές
για να μην τραβήξουμε μαχαίρι από τη θήκη
Χρονιά χτυπούσαμε παλαμάκια
τους ξένους που σήπονταν καθιστοί
στις έδρες πού τούς κτίζαμε…
. . .
Εμείς που ξεκινήσαμε από αιώνες
το ταξίδι τούτο
χωρίς να δούμε ακόμη τίποτα
παρά το θάνατο να μας φιλά τα πόδια,
γνωρίζουμε καλά τη μοίρα μας
και το σκληρό ταξίδι της φυλής μας.
Εμείς που τους είδαμε
να γαντζώνουν την γη μας στα κρικέλια τους
αφήνοντας τα κόκκαλα των πολιορκημένων
στα κατεχόμενα άταφα,
και τους πληγωμένους να σπαρταρούν
ελευθερία
που τους είδαμε να ρημάζουν τάφους
οκτώ χιλιάδων χρόνων,
ρίγος, σεισμός στην πλάτη τους
ανατινάζοντας τον τάφο του Λεωνίδα
βουλιάζουμε τώρα μες στους βάλτους
με τις δάφνες μας
πού πικρίζουν χρησμούς
αιώνων προφητείας σου
πολύ πριν ακούσουμε τούς
χτύπους των καρφιών σου.
το ταξίδι τούτο
χωρίς να δούμε ακόμη τίποτα
παρά το θάνατο να μας φιλά τα πόδια,
γνωρίζουμε καλά τη μοίρα μας
και το σκληρό ταξίδι της φυλής μας.
Εμείς που τους είδαμε
να γαντζώνουν την γη μας στα κρικέλια τους
αφήνοντας τα κόκκαλα των πολιορκημένων
στα κατεχόμενα άταφα,
και τους πληγωμένους να σπαρταρούν
ελευθερία
που τους είδαμε να ρημάζουν τάφους
οκτώ χιλιάδων χρόνων,
ρίγος, σεισμός στην πλάτη τους
ανατινάζοντας τον τάφο του Λεωνίδα
βουλιάζουμε τώρα μες στους βάλτους
με τις δάφνες μας
πού πικρίζουν χρησμούς
αιώνων προφητείας σου
πολύ πριν ακούσουμε τούς
χτύπους των καρφιών σου.
. . .
ΙV
’Εσύ, Κύριε, βράχος στον ύπνο
της μοναξιάς μας
δρυς, οξιά στο σκοτάδι της γενιάς μας
ρομφαία στητή προς το μέρος της καρδιάς μας
μαύρο ψωμί στη άλωσή μας
στο σφύριγμα άνεμων Μεσολογγιών μας.
Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε ο Θεός
σε φύτεψε σε όστρακο πεσμένο σ’ ακρογιάλι
σκυφτό το σώμα να σφαδάζει
και την ψυχή δοσμένη στο Αιγαίο.
της μοναξιάς μας
δρυς, οξιά στο σκοτάδι της γενιάς μας
ρομφαία στητή προς το μέρος της καρδιάς μας
μαύρο ψωμί στη άλωσή μας
στο σφύριγμα άνεμων Μεσολογγιών μας.
Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε ο Θεός
σε φύτεψε σε όστρακο πεσμένο σ’ ακρογιάλι
σκυφτό το σώμα να σφαδάζει
και την ψυχή δοσμένη στο Αιγαίο.
Περασμένα μεσάνυχτα η ζωή σου
άλφα και ωμέγα της απόγνωσής σου
να κατεβαίνεις νυκτοβάτης
από τον έβδομο ουρανό
παραμιλώντας τροπάρια ελευθερίας
σε τόπο που τα δάκρυα των μανάδων
πότιζαν για να φυτρώσουν σπόροι
τα κόκκαλα πού ξεπούλησαν
αδέλφια δολοφόνοι.
Πριν από Σένα ορφανέψαμε
μα σε λιμάνι άλλο
δεν αράξαμε.
άλφα και ωμέγα της απόγνωσής σου
να κατεβαίνεις νυκτοβάτης
από τον έβδομο ουρανό
παραμιλώντας τροπάρια ελευθερίας
σε τόπο που τα δάκρυα των μανάδων
πότιζαν για να φυτρώσουν σπόροι
τα κόκκαλα πού ξεπούλησαν
αδέλφια δολοφόνοι.
Πριν από Σένα ορφανέψαμε
μα σε λιμάνι άλλο
δεν αράξαμε.
. . .
V
. . .
Μια μέρα η δίψα μου
μ’ οδήγησε στους πορθμούς της πίκρας
που εκσπερμάτωσε η θάλασσα
της λήθης σου.
μ’ οδήγησε στους πορθμούς της πίκρας
που εκσπερμάτωσε η θάλασσα
της λήθης σου.
Μια μέρα η ξηρασία μου
που εξάτμισε τις σταγόνες της ελπίδας μου
μ έσπρωξε σαν το Θωμά
να ψαχουλεύω τον τύπον των ήλων σου
και το καλάμι μου έγινε αυλός
να τραγουδάει την ιστορία
στην αφετηρία της.
Μέχρι που το δέρμα γδαρμένο
από το μαστίγωμα της Αλήθειας
ματώνει τα πόδια της εξορίας μου
και ποτίζει τη δίψα της άριζης
Δικαιοσύνης σου.
που εξάτμισε τις σταγόνες της ελπίδας μου
μ έσπρωξε σαν το Θωμά
να ψαχουλεύω τον τύπον των ήλων σου
και το καλάμι μου έγινε αυλός
να τραγουδάει την ιστορία
στην αφετηρία της.
Μέχρι που το δέρμα γδαρμένο
από το μαστίγωμα της Αλήθειας
ματώνει τα πόδια της εξορίας μου
και ποτίζει τη δίψα της άριζης
Δικαιοσύνης σου.
. . .
VΙ
Στιγμές αποκεφαλισμένες
ώρες ανάπηρες
χλωμές σαν λαμπάδα
πού ξενυχτά τον πεθαμένο.
Λίγος ο σπόρος
κι η λάσπη πολλή
πώς να κρατηθεί!
Σου σφίγγω το χέρι
μα δεν νοιώθω την αφή σου
μόνο λίγες ανακατωμένες εικόνες
στη μνήμη σου
που αφουγκράζομαι.
Κι αν σου μιλώ συνέχεια
για τον πόνο σου
τον πόνο μου
είναι γιατί δεν έχω άλλη φωνή!
ώρες ανάπηρες
χλωμές σαν λαμπάδα
πού ξενυχτά τον πεθαμένο.
Λίγος ο σπόρος
κι η λάσπη πολλή
πώς να κρατηθεί!
Σου σφίγγω το χέρι
μα δεν νοιώθω την αφή σου
μόνο λίγες ανακατωμένες εικόνες
στη μνήμη σου
που αφουγκράζομαι.
Κι αν σου μιλώ συνέχεια
για τον πόνο σου
τον πόνο μου
είναι γιατί δεν έχω άλλη φωνή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου