Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ


.
Η Ευτυχία Παναγιώτου (Λευκωσία, 1980) έγραψε τα βιβλία ποίησης μέγας κηπουρός (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007· 2η έκδοση 2014), Μαύρη Μωραλίνα (Κέδρος, 2010· 3η έκδοση 2015) και Χορευτές (Κέδρος, 2014· 2η έκδοση 2015). Τα δύο πιο πρόσφατα βιβλία της εμφανίστηκαν σε μικρές λίστες για βραβεία.
Έχει μεταφράσει τα Ερωτικά ποιήματα της Ανν Σέξτον (Μελάνι, 2010· 2η έκδοση 2015), ποιήματα της Ανν Κάρσον (υπό έκδοση) καθώς και ποιήματα Άγγλων ρομαντικών (υπό έκδοση).
Τα τελευταία χρόνια εξερευνά τα όρια της γραπτής ποίησης απολαμβάνοντας το διάλογο με άλλες μορφές τέχνης (βίντεο, μουσική).
Σπούδασε φιλοσοφία και νεοελληνική φιλολογία. Το 2017 ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στη νεοελληνική ποίηση. Σήμερα συντονίζει το «Εργαστήρι Ποιητικής Τέχνης» στο Έναστρον και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία (19ος-21ος) στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ.
Ζει για χρόνια στην Αθήνα.




ΧΟΡΕΥΤΕΣ (2014)

Η ετυμηγορία του ύπνου

Ο συριγμός μακρόσυρτος, θα τον ακούς,
από το φάρυγγα του διαδρόμου.
Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα’
τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν.
Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα,
τις νευρικές σελίδες που γυρνούν,
τον παφλασμό των λερωμένων
υφασμάτων.
Κι αν κυματίζεις σε μάγων ραψωδίες,
στου ιδρωμένου σεντονιού τις κούρσες,
πάλι άσωστος βρέθηκες’ ο τόπος σ’ εμποδίζει,
και σε κυκλώνουν
ξένα αίματα’ αρχαία παλτά
οι συγγενείς, λες και σε ξέρουν.
Στέκουν με χέρια καθαρά
πλάι στο μικρό σου φέρετρο.
Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,
η επιταγή αλλάζει χέρια
κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά.
Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο
κάτι σκαμμένα πρόσωπα
τις σόλες σέρνουν
προς τη χαράδρα.
Ονόματα οχληρά ηχούν,
και τα κιτάπια,
με σύντομες — των άβουλων — κραυγές,
σφαλίζουν.
Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα.
Τα ρούχα του φονιά θα ’χουν πλυθεί.
Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους.
Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν
ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,
σηκώθηκε να σφουγγαρίσει.
Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.
Και το πτώμα σου
— που σαλπάρισε, είπανε.
Γύρισε ξανά πλευρό.
ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ

Ο ρήτορας

Ήσουν ωραίος’ σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ως το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
σαν μέγγενη ή σαν κρασί.
Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.
Ήσουν ωραίος’ σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.
Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό,
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη
την παλάμη,
να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
– και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις
για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωρίου.

Ζεϊμπέκικο του Κάτω Κόσμου

[Στης σημαίας τον πάτο ένας άντρας.
Σκυφτός και σκεφτικός, φουμάρει.
Σηκώνει το κεφάλι-σε κοιτάζει-σκύβει πάλι, και φουμάρει.]
Μάρμαρο, στίχο μελετώ
και το κορμί μου όλο πάει
με τον νέο
ρυθμό να κάμψει.
Ολόστροφος
την ομορφιά ορίζω’ θα ’χει χαλάσει
το αντηχείο του μυαλού.
Στην άσπρη φρεναπάτη των κινδυνευτών,
τα σίδερα της ηλικίας μου φρένιασαν,
θα πάρω μιαν ανηφόρια, θα πάρω μονοπάτια,
και ποιος γαμήλιος χορός.
Δοσοληψία αφηνιάζει
— δουλεμπορία των Ουρανών —
ποιο χαλινάρι.
Στα γόνατά της πέφτοντας,
βρω τα σκαλοπάτια που πάν’ στη Λευτεριά,
γλίστρησα σε ναρκοπέδιο αισθήματος.
Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών.
Άκου πώς σκάβουν
τα μέσα [Αντιγόνη],
Κι αυτή η ανηφόρια
ας ήταν
του χρόνου η παγωνιά.
Μια πιρουέτα.

Περί ύψους

Ύμνον παθητικό θε να σου υψώσω
Διονύσιος Σολωμός
Σαν σέρναν στα στενά τη γάτα απ’ το λουρί,
ακούστηκαν, μου φάνηκε, αγορίστικα γελάκια.
Κακόηχα φωνήεντα — αόρατη σφαγή —
σαν ν’ ατιμάζονται ποιήματα.
Και απ’ τα σπλάχνα του πλήθους
ύμνος υψώθηκε, τάχα με φιγουράτη φορεσιά
[μισή γιος Αετού, μισή γιος Ψηλορείτη],
κι ένα μικρό φουσάτο ανηφόριζε,
υπόκρουση του χάους.
Θα παίζαν στα δάχτυλα
τη φύση.
Σπρώχναν στον γκρεμό το γάιδαρο
[κείνον με τα μεγάλα αυτιά],
να δει καλά πώς γέρασε η Μαριώ [η αλεπού],
και πώς στριγκλάει ακόμα
η ηχώ, μονάχη.
Και με σκοπούς στοιχειώναν
τρυφερό κοράσι. Φτυστό
εσύ. Με τη λευκή στολή
στέκω σιδερωμένη.
Έτσι όπως στοιχήθηκα
— το χέρι ν’ αγκαλιάζει τον διπλανό,
αδερφικό-λεν’-ώμο —
τέτοιους ρυθμούς ομολογούσα.
Όπως το πόδι μου απαλά το τίναζα
και λυγερή το λύγιζα
— να μ’ αγαπάει ο δάσκαλος,
ήθελα να μ’ αγαπά —
ύπουλο υφάδι με κινούσε
σε μια επέτειο εθνική,
στις κοφτερές ρωγμές
της μνήμης.
Ήταν ψηλός, ήταν χακί’ όπως τα τανκς.
Μα δεν χτυπούσα το τακούνι μου.
Προσευχόμουν
από στήθους.
Μήπως κι έτσι ψηλώσει ο νους.
ΕΓΩ ΕΚΟΙΜΗΘΗΝ, Ο ΥΠΝΟΣ ΕΞΗΓΕΡΘΗ

Σφυρίζοντας στο προαύλιο της πατρίδας

Πίσω μας κρύφτηκε.
Μουντζούρα της μνήμης.
Είτε κοιτάξουμε πίσω είτε βαδίσουμε μπρος,
το τετράγωνο στόμα της μας ανακρίνει
και τον φαρδύ φακό φυλάμε πιο μέσα.
Παιδιά χωρίς φωνή,
μνημείο ορθώσαμε της μουσικής.
Παιδιά χωρίς σφαγή,
με τα χείλη να χάσκουν
στη χορωδία ολοστρόγγυλα.
Παίζουμε παντομίμα. Να σωθεί η σιωπή
και ο Δον Πιέτρο να γλιτώσει
από τις παρτιτούρες.
Μα ο τρόμος καταδότης με τα πλήκτρα.
Ενώπιον μας τον καθίζουν.
Γιατί έπαιζε μπάλα κι ήταν παπάς.
Ωραία παραφωνία.

Οι υφάντρες

Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.
Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε’ δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.
Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.
Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.

Ο σαλταδόρος

Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.
Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.
Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ως το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
— αλλιώς του κάκου —
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.
Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθουνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΝΙΣΜΟ

Λίγο πριν σηκωθείς

Μην πεις πως δεν πόθησες τα φτερά του παγονιού,
ένα φόρεμα να σκουπίζει την πίστα με βαλς.
Κι αν την κορόνα σου έκλεψε τελικά το καρδιοχτύπι
όταν σε κοίταξε στα μάτια ο τολμηρότερος,
μην πεις πως ήτανε κατακτητής’
στα γόνατα είχε πέσει.

Σισύφεια στάση

Φως φρικώδες και γδύνει
του Αισώπου την κόρη
που ’χε χέρια-πουλιά,
για δάχτυλα ράμφος
και κάτι μάτια μυθώδη.
Οι γλύπτες παραφρόνησαν.
Σκαλισμένους τους βρίσκεις
με το ίδιο τους χέρι.
Μια στρατιά από αγάλματα
με τη φρίκη στο στόμα
και τα μάτια σβηστά.
Μα ένας γλύπτης ξεμάνισε.
Αεράκι που φύσηξε,
τα καλάμια σαν έγχορδα
παίζει.
Κι οι καλόγριες, στάχυα,
μαθαίνουν ρυθμό.
Το χιτώνα τους ρίχνει,
σαν αυλαία στα βλέφαρα,
και τρίβουμε, τρέμουμε,
δαγκώνουμε, αφήνουμε
την άμμο να μένει υγρή
μες στο λάβρο ξημέρωμα.

Ας χορέψουμε

Γκρεμίζοντας τον ύπνο
Ηλίας Λάγιος
Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.
Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.
Το χώμα να φοβάται το σώμα.
Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
— Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.
Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
— Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;
ΠΡΟΘΕΡΜΑΝΣΗ
Το μολύβι σέρνει το σώμα μου.
Όρθιο στον αέρα — αντιστέκεται.
Χορευτικό το ύφος, Σαολίν.
Γρονθοκοπώ στον πυρετό της αγάπης.

Μαύρη Μωραλίνα (2010)

κοίταξε τη Μωραλίνα
έχει κόψει τα μαλλιά της

χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
είν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.
ο πάνθηρας αχόρταγος’ ποθεί την ιέρεια,
το στυλό ανεξίτηλο’ τον εκδικείται,
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.
λευκός θίασος — έλαχε σ’ εμένα,
κάποιο δώρο θα ‘ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη
αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου
κόβω τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι — Grotta Azzura — και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό — τρίγωνο
διαβολικό — δεν ζωγραφίζεται.
κλαίει με το πάθος της κυρίας
Μοντιλιάνι

φάκελος «Μαύρη Μωραλίνα»: νέγρα πέταξε τσάι στο λιμάνι

ο πόνος μάς μωραίνει
Maurice Blanchot
ήταν μια Χοντρή Πέμπτη, κι ένα στόμα πειναλέο
απ’ την Πολωνία (απ’ αυτά που γέρνουνε προς Γερμανία).
μπορεί και να ‘ταν απλώς ένα μπούτι στην Ελλάδα,
από κείνα που μετανιώνεις που έφαγες.
δεν τρώμε κρέας, παρά μόνο τις άγιες
«Μαναστατώνης», συστήνεσαι στ’ αγγλικά
«Μαναστατώνη», αποκρίνομαι στα γαλλικά.
γλώσσες-μάσκες’ μιλάνε για πολιτισμό με-μέτρο
σου ρουφάω το αίμα με-το- σταγονόμετρο
είν’ ευγενείς χειρονομίες, βολεύονται σε ημερολόγια.
την Πέμπτη τρώμε καλά, αλλά το μεγάλο δείπνο
είναι πάντα Κυριακή
μια μέρα
άγια, ματωμένη.
κάπως έτσι με τα ενάντια,
στα λόγια μπορεί
και δυο βασίλεια ένα να — αν η σκιά τους δεν κάλπαζε —
πανικόβλητο κυνήγι για το μαύρο μπούτι, αν ο ωραίος
βασιλιάς δεν ήταν εκεί — αν δεν υπήρχες εσύ — , αν
ένα khat μες στα δόντια του δεν παραμιλούσε, αν δεν
ήταν μηρυκαστικό, αν βασίλισσα δεν ήταν αυτή
θα μπορούσαμε εγώ κι εσύ.
μα η νέγρα Μωραλίνα ταλανίζεται, η μαύρη Μωραλίνα
τελαλίζει ποιος αυτόχειρ μασκοφόρος ποιος ιππότης τίνος
πότης να ντυθεί για χάρη ποιας απάτης άσπρη αφρική;
κυτάει απ’ το καθρεφτάκι της τα’ ωραίο
πρόσωπο μιας Άλλης
που χάθηκε Οκτώβριο μήνα

σκηνές από την καθημερινή ζωή σε ανάπλαση μνήμης

η αδελφή μου χάθηκε τον Οκτώβριο του ’07.
την αναζητώ σε αναγγελίες θανάτων.
στ’ αλήθεια, είπαν, δεν υπήρξε,
όμως το τζάμι μου όλο τρίζει,
μια στριγκιά φωνή με σέρνει
από το φόρεμα να μπω
μες στο νερό του μαύρου τοκετού της
να γίνω η νοσοκόμα δίπλα της σε ύπνωση
να γίνω ο άντρας της να την κρατώ παραλυμένος
μα παραμένω το ασθενοφόρο που δεν έρχεται
στο τέλος μ’ αποκάλεσε φονιά,
το κορίτσι μου τ’ ανύπαρκτο Ρεμπώ λοιπόν,
κατάληξη σπουδαία φωνήεντα
της τραγουδώ,
το ίδιο μου το λαρύγγι χύνοντας
«Ε για το λευκό I για το κόκκινο»
I για το κόκκινο Ε για το λευκό
κι όλο τραγουδώ
για τούτα τα χεράκια, τα δύο ποδαράκια
και για όλα του κόσμου τα παιδάκια
θυμάμαι πώς,
πώς να τραγουδώ.
όταν ακουμπάει το κραγιόν στα χείλη
αποχρώσεις δεν υπάρχουν του κόκκινου

σας δίνει το ελεύθερο

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ αριστερό στην κοιλιάς λέω χάιλ σημαία.
και πυροβολούν αλύπητα,
κανείς δεν με βρίσκει.
εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
— κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα –
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.
εγώ όμως ζω
– χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.
σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.
κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.
ο άντρας που έχει δει τον ήλιο ξέρει’

όταν το ποίημα
ανοίγεται σε προσωπικά δεδομένα

στη ζωή δεν έγινες τίποτα, εδώ γίνεσαι κάτι,
μπορεί να μην τ’ ονειρεύτηκες,
τέτοιος θάνατος δεν σε ικανοποιεί,
κι όμως θυμάμαι’ λάτρευες λέξεις.
για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες
σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις’
με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα.
για μια έκρηξη της φαντασίας
θα ‘ταν απρεπές να τη μαλώσεις
ποντάρω στ’ ότι θα χαμογελάσεις.
με κάποιον τρόπο πρέπει να σ’ ευχαριστήσω.
για τούτο δω το μελιστάλαχτο θηρίο,
γι’ αυτή μου τη γύμνια
που για μένα ήσουν μουσική.
θέλω να πω Μαέστρος, όποιος εναρμονίζει τη φυγή
μα στάσου λίγο, κανείς ειδήμων δεν θα καταλάβει.
σκοτώνω ένα ποίημα για να ψυχώσω εσένα
φιλοπερίεργοι δεξιά κι αριστερά
ζητούν να μάθουν τι είχαμε να μοιράσουμε.
η ουτοπία δυο σωμάτων να γίνονται ένα
εκείνος αθέτησε την αρμονία, το βασίλειο, τα φθογγόσημά
καθώς το σώμα της καιγόταν και, μόνο ακόμη,
έκανε να τραγουδήσει.
στο μεταξύ πληθαίναν οι εγγράμματοι κανίβαλοι.
έμπαινε στη μέση το ολόφρεσκο κρέας.
κάθε κοριτσιού η σάρκα ωραίο κρεσέντο ατονάλ
είμαι ένα φωνήεν ακαριαία σφαγμένο.
όταν «οί χοίροι υϊζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν,
οι όφεις ίΰζουσιν»
πολλά εγκλήματα διαφεύγουν απ’ το λάρυγγα.
εγώ σκοτώνω ένα ποίημα, εμψυχώνω εσένα
κείνη που γράφει έχει ήδη υποκλιθεί.
κανονικός μαέστρος.
με ανάπηρους τους φθόγγους των πουλιών

το σύνδρομο της Ιερουσαλήμ

έρχεται η μέρα που όλα σβήνουν.
στα μάτια μια μαντίλα, τα τυλίγει το φως,
και με τη νυχτικιά βαδίζω πάνω στα κάγκελα ακροβάτης.
δεν φοβάμαι πια το ύφος, δεν φοβάμαι το κενό,
ο ίλιγγος ανοίγει χέρι προς τον ουρανό
κι αναμετριέται με τα σύννεφα.
βρέχει ο Μετεωρολόγος.
(πίνουμε
βροχή, πιανόμαστε σφιχτά, τα σώματα ουράνια
και τόξο η μουσική και τα κουμπιά ορθάνοιχτα στο
πέλαγος)
το νερό θα ’ναι- αναστατώνει τον ύπνο μου.
αλμυρό, πολύ αλμυρό’ αίμα για τα σεντόνια,
ψάξε-ψάξε δεν θα τον βρεις.
κοριτσάκι, όχι εδώ. όχι μ’ αυτόν
τα νεύρα μου ντιν-νταν θόλος.
σώμα που σείεσαι, σώσε,
θάλασσα, σώσε με.
κολυμπώ στην ακτή της ουτοπίας μας.
μια τεταμένη γραμμή στο χάρτη μάς χωρίζει.
ο ναός στ’ ανάμεσα μας. συντρίμμια τ’ ανάμεσά
μας, τείχος δακρύων δυτικό.
στις φλόγες πίσω ποτέ.
(πολιτισμός)
αν κάποτε θελήσεις να μας μάθεις θυμήσου το Kippah μας
κι αν θες να μάθεις την αρρώστια σου, δες, έχουμε ντυθεί
με της μαμάς το νυφικό κραδαίνοντας τα κάγκελα, αρσενική
και θηλυκή αγάπη, αλυχτώντας αγάπη, εμείς μόνο αγάπη
— είχαμε σκορπίσει.
νεκρόφιλος κανείς δεν είναι

τον θέλω ανελέητο να τρέχει μέσα στη βροχή

κάποτε συνέβη.
ήρθε σαν ελεημοσύνη της θλίψης
που κοίταξε χορτασμένη το έργο της.
τον ωραίο άνθρωπο,
το πιο θλιμμένο στον κόσμο πραγματάκι,
που δεν έχει κανέναν.
φτάνει αυτό το χάρισμα
να χαρακώσει τα χέρια του με λέξεις,
σφάλματα δίχως συγχώρεση.
και το μολύβι στη σελίδα
πιέζει-σκίζει-πνίγεται στο τρίγωνο πηγάδι.
η αγάπη σώθηκε από σαρκοφαγωμένη θλίψη,
το θέαμα θριαμβικό.
ισιώνει τώρα την κορνίζα, σκουπίζει το γυαλί
και η ανάμνηση γελά.
αρκεί, για λίγο, μια κουβέντα,
χειρονομία μικρή,
φόρος τιμής στην τρέλα
ίσως αρκεί.

ανθρωπογραφία της Francesca Woodman,
Αμερικανίδας φωτογράφου που αυτοχειριάστηκε
στα 22 της, θέτοντας τέλος στο ταλέντο της

μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια.
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα
— εγκάθετη
μελωδία σε σύστημα τυφλό,
καρποί σύρονται σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
μουσική οργάνων’ τρύπα στο στομάχι,
ξερνάει την κλίνη, την πνιγηρή ησυχία,
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι’
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.
ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια έξοχη του μυαλού της σε καλώδιο.
αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού,
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα
αυτό που δεν μπορώ να δω
το λένε χαρά
(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη – π’ αγωνία -, κι όλα πάλι συσκοτίζονται.
η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα
κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά
ανθρώπινο εντελώς.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ FRANCESCA WOODMAN

ταινία μαύρη της κρύβει, τώρα τα μάτια

στην Τζένη Μαστοράκη
τα χέρια της στ’ αυτιά και μια φωνή να την καλεί να φύγει
από κοντά του, όχι αυτό, από τα μάτια του, από το υγρό τραγούδι
το δίχως γυρισμό λουλούδι, βέλο, και θα μπορούσε κάποτε
στη μέση να κοπεί, κορδέλα που τον έζωνε, οχιά και χρόνια
η πληγωμένη, πόσους και γιατί πάντα τους καλούς μαζί της,
ζωντανή η αγάπη θάβει και την αγάπη της.
την πλάτη έχει γυρισμένη και μια φωνή να τον καλεί, να φύγει
τέτοια η ερημιά, τόσο γλυκόπιοτο το σεντόνι,
χειρονομίες, χέρια από την οροφή που κρέμονται,
το ύστατό του χαίρε, πάντα ματαιωμένο
για την αιώνια ηδονή, και πάλι πίσω αυτή,
ν’ αυτήν πάλι, μα έχει τα μάτια κλείσει.

ΜΕΓΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ (2007)

το κεφάλι μου σύμπαν ολόκληρο

μου αρέσει να κοιτώ τις σκέψεις μου σαν χάνονται
στο διάστημα ορφανές και
ξαναβρίσκονται στο στόμα άλλων,
τις κινήσεις σαν μιμούνται αγριανθρώπων και
επιστρέφουν σε μένα ξένες.
ωραίες σαν το κεφάλι μου — εκσφενδονίζεται
συνένοχο.

ars poetica

κανείς δεν είδε ίο μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα,
έφευγε απ’ το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ’ έναν
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά -δεν
το ’ξερε κανείς- μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών,
τότε αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.

ενδοφλέβια

είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη.
τρυπάω τα δόντια ν’ αρθρωθώ· συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη που απαγορεύεται.
σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω.
μες στη σιωπή μου ανθίζω κι εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σ’ άδειες καρέκλες.
-μουσικό παιχνίδι ψυχοθεραπείας-

επίκτητα

αναζητήσεις κρυμμένες
στο συρτάρι μου
βγαίνουν έξω από μένα
το βράδυ που φοράω
πανσέληνο
και κόκκινα χείλια
που δεν είναι
από κραγιόν
-το χτύπημα-
γύρω από το σώμα μου
κυκλώνεσαι
ίδιο φίδι,
χόρτο που κολλάει
σε λάσπη
κάτω από παπούτσι,
ιδρώνουν τα πόδια
από φόβο, μπορεί
να παραλύουν, δεν ξέρω,
να βουλιάζουν.
δεν ήτανε δικά μου αυτά
αλλά τα έρμεια τα σανδάλια.

αγνοώντας τον θεό κτλ.

ξεράθηκαν τα χείλη μου παραμιλώντας ευχολόγια.
αστρονομικοί αριθμοί στη δεκάτη με ζαλίζουν ευχές
δέκα κοιτάνε ένα αδειασμένο κακό
-απόντα άπαντα-
οι ευχές πρέπει να μπουν σε σειρά αμέσως,
να μπουν σε σειρά επειγόντως.
η ζητιάνα μέσα μου εκλιπαρεί
για ψίχουλα.
διασαλεύω την τάξη Σου και τρομάζω.
αλλά, υπομονή, ο χρόνος προβλέπει,
λίγο ακόμα και θα επαληθευτεί η εξίσωση.
θα σμίξω όλη τη χολή μου με δάκρυα δέκα
ήρεμα – θα βγει η εξίσωση.
σκάβω το λάκκο μου ψέλνοντας επικήδειους.
εντολή μου, το κακό να εξέλθει.
ο τίγρης στο στόμα σου,
ρουφηγμένο δάκρυ στο
στομάχι έχω ένα ζώο που κοιμάται,
παίρνει αίμα απ’ την καρδιά μου
κι έπειτα κοιμάται, το ζώον,
κοιμάται το δίκαιο — το τρέφω
απ’ την Αρχή το παραμύθι.
μετά τη δεκάτη υπάρχω παρελθούσα.
ελπίζω για να κλαίω.
κλαίω για να ελπίζω.
μα εξισώνομαι.

και τι απομένει

τη νύχτα έρχονται οι σκέψεις
πλανόδιοι λειτουργοί και μύστες.
με αποφεύγουν τη μέρα όταν χλομή
ξυπνώ απ’ τη λήθη
ενώ το βράδυ κάνουν κύκλους στον λευκό
ουρανό — πίσω μου κρατάν τα χέρια.
με γδύνουν, με βιάζουν, με περιγελούν,
τη νύχτα, όταν έρχονται, παραμονεύουν
πρώτα μην είναι άλλος κανείς
στο προσκεφάλι μου
έρωτας ή τρέλα.

φάντασμα

θα σου κάνω μάγια ξένε για να μ’ αγαπήσεις
θα σου φτιάξω φίλτρα για να ’ρθεις σε μένα
πίσω σου θα σπείρω οργίλες φωτιές να τρέξεις γρήγορα
θα ’χω μιαν αγκαλιά μεγάλη να χωράει τα όνειρά σου
ζαχαρένια λόγια σε ροζ τοπία θα σου χαρίσω ήχους,
μυρωδιές, χαρμόσυνες ειδήσεις κι εφηβεία
κι ό,τι τραβά η ψυχούλα σου θα το ’χεις — λίγο μονάχα
δώσε αίμα στη δική μου που πεινάει η στοιχειωμένη.
.

καρδιογράφημα

η μνήμη μου, ένα λασπωμένο ποτάμι
που ρέει στα χέρια σου και
στο έλεός μου το μπουκάλι σπασμένο,
σώμα ριγμένο σε δάχτυλα ξένα
καρπωμένα παραίτηση.
ένα μωρό πνιγμένο, προσφορά της σιωπής μου,
που αφήνω να μοιάζει πως κοιμάσαι
φασκιωμένος με τους πόθους μου
μέσα στη χούφτα που μεγάλωσα του μέλλοντος
κοιτώντας μόνο τις ευθείες.
ντρέπομαι μικρή να υποφέρω τόσο.
αν είναι ο πόνος των μικρών ελάχιστος
θέλω ένα τίποτα να γίνω
θέλω το τίποτα — φωνάζω
τόσο, που μια μέρα θα κοπώ επιτέλους
απ’ τα τεντωμένα μου λαρύγγια.
άλαλο έμβρυο θα επιστρέψω σε σένα.
στη θάλασσα που πόθησα
στη θάλασσα που γνώρισα
ποτάμι πριν γίνεις και παγώσεις
μια χαρακιά ευθεία στο στήθος μου
για να θυμάμαι.

l’ opera aperta

μπερδεμένες περιπτώσεις οι λέξεις μου.
έχουν μια εμμονή να σκάβουν σε εντόσθια
και μετά, σαν να ’χουνε δει κανένα φάντασμα,
τρομάζουν απ’ τα πράγματα οι λέξεις,
μοιάζει με άρρωστο παραμύθι όπου
στον τρόμο της όρασης η ψυχή είναι πάντα αθώα,
κυκλοφορώ ξυπόλυτη στο στιβαρό σου μπράτσο
δρασκελώντας αρτηρίες:
κοκκινίζω εύκολα δίχως συνέπειες.
απ’ τους χάρτες μαθαίνω τον τρόπο να συγχωρώ.
μοιάζει με άλμα προς το μέλλον,
αδιαφορία για το μέλλον μάλλον
η υπερβολή της αθωότητας.
προχωρώντας -σαν κι εσένα- κλέβω κάτι.
μοιράζομαι.

η μεταφυσική της δυ στυχίας

είναι το εγώ μου
το ημερωμένο ζώο κατόπιν Κοιμήσεως
το στιγμιότυπο της παραίσθησης
μπρος στον άγνωστο κόσμο
και η απελπισία
ένας εφιάλτης που δεν ξυπνά
παρά μόνο στη σκέψη σου.
είναι το εγώ σου
η παραχάραξη των παιδικών οραμάτων
ο ατέρμων ύπνος της ηδονής
που πέφτει στο χαντάκι λυπημένη,
της οδύνης ο τόπος ο ακατανόητος
-η λογική προς κάθειρξη-
όταν κοιτώ και ξανακοιτώ απ’ ένα κάτοπτρο
τη θωριά σου να σβήνει, ο μόχθος μου σκύβει
μπρος στη μάταιη εξήγηση.
-κάλεσμα αγιοσύνης-

βλέπω θα πει επινοώ

φτύνει η άνοιξη ένα-ένα τα δοντάκια της,
κουκούτσια φθισικά, από αίμα κάτι παραπάνω.
ο καιρός γλίστρησε απ’ το στόμα μου, μια στάλα
δηλητήριο.
φτύνω τις μέρες για να μην τις στενεύω.
δεν φταίει που δεν ξημερώνουν, μα που
σαν ξημερώνουν είναι ακόμα σκοτάδι.
με ματογυάλια στέκομαι, στέκι έγινα
ηλιθίων που στοχεύει στην όραση.
υπάρχει ή δεν υπάρχει;
όσο ρωτώ απαντά ο Κανένας.
υπάρχει παίζοντας δίχως ίχνη με γάντια μάγου.
εγώ όμως δεν παίζω.
δεν παίζω!
η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να παίξω.
οι κούνιες, σκουριασμένες, τρίζουν από τότε
που μ’ έσφιξες για πάντα μες στα δόντια σου.
δεν μπορώ να βγω.
ήμουν άνοιξη.

επιτάφιος

στα σταυροδρόμια που πέρασαν
τα χαμηλωμένα μάτια σου
δεν μ’ ονόμασες.
τα λόγια στην κάθε ανατολή
παραμονεύουν στη δύση — λυπημένα χαμόγελα,
υποσχέσεις ονειρικές που μου θυμίζουν ποτάμια.
κύλησες χωρίς εμένα
μες στην ψυχή μου καθισμένος
τώρα χαιρετάς μιαν άλλη μου ψυχή
και τα μάτια μου μες σ’ άλλα μάτια,
πρόσωπα που πλέουν πληθαίνοντας
χωρίς σκοπό να φτάσουν κάπου.
κάποτε χάραζα στο χάρτη διαδρομές
τώρα δεν έχει απομείνει τίποτα
παρά η ελεγεία και ο θυμός
τώρα που νιώθω τη δυστυχία, τι πάει να πει
η κάθε μέρα να ’ναι κακόγουστη φάρσα.
μετέχω στην ιστορία συγκρίνοντας.
μιλώντας για σένα σ’ απαρνιέμαι.
λόγια δεν περιγράφουν όσα υπήρξες.
αγγίζω τα δάχτυλά σου,
βυθισμένα στο αίμα,
τα σώματά μας δεμένα σε κόκκινο
σάβανο· υστερική λαγνεία και πένθος.
τα όνειρά μας πες μου.
δεν θα γίνουν λαγούμι;

μέγας κηπουρός

στον Μίλτο
παραλογίζεται τα βράδια ο κηπουρός μου.
σπείρει λέξεις στο χώμα
θάβει λέξεις κάτω απ’ το χώμα.
λέξεις λαβωμένες, πρώτα τις χτυπά
τις δένει έπειτα χωρίς φόβο
οίκτο ποτέ του δεν νιώθει γι’ αυτές,
κλαίνε σπαράζουν σκούζουν καταριούνται
-λέξεις είναι-
τις βουβαίνει.
το καταφέρνει το αίμα.
δεν είναι ο κηπουρός μου αυτός.
σπείρει το θάνατο.
με σπέρνει θάνατο.
γίνομαι ο θάνατος.

γονατισμένη

χάλασε ο δίσκος, ανάποδα παίζει τα τραγούδια.
τώρα ο στίχος αντίστροφα με πάει.
μια πεταλούδα κόλλησες στο γόνατό μου πίσω,
στόχος το «γονατίζω» να κόψω μαχαίρι.
το είδα σαν παιχνίδι στην αρχή και δέχτηκα
αλύγιστη να παραμείνω, αν είναι έτσι
μια ζωή να σώσω.
ήρθες μετά μ’ ένα τσουβάλι, γεμάτο μ’ άλλες ταλαίπωρες.
«άσκηση θάρρους είναι ευτυχία να μη λυγίζεις», είπες.
«καλοσύνης άσκηση είναι», απάντησα.

per funeral

το χέρι που κράταγε σφιχτά το αίμα μου ήταν ωραίος νεκροθάφτης.
μου έδωσε ένα μαχαίρι κάτω απ’ το χώμα να εξολοθρεύω σκουλήκια.
κι έπειτα από ένα ταξίδι αιματηρό, έμαθα πως ποτέ δεν θα πεθάνω.
γιατί δεν θα ’σαι δω μπροστά μου να κρατάς, ψυχοπομπός,
μια νόθα αναγγελία του θανάτου.
το σώμα μου έγινε όμορφο, τα μαλλιά μου κυματίζουν
έχω γίνει μια λίμνη που ριγεί όταν τη βρέχουν οι σταγόνες.
το πρόσωπό μου είναι λευκό, μπορώ τώρα να δω τα όνειρα στα μάτια.
με το χέρι που μέτραγε κρυφές πληγές, σου γράφω
τώρα σου γράφω ήρεμα, μη φοβάσαι.
δεν πενθώ, λαμπρό είναι το φεγγάρι.
όσοι το βλέπουνε μισό, να ξέρεις, λένε ψέματα.
είναι που η όψη τους δεν πλησιάζει πιο κοντά στο φως του.
εδώ δεν παύουν τα όνειρα, πεθαίνουν οι εφιάλτες
κι ετούτη η ζωή δεν έχει τέλος.
γιατί, παράξενο, η κίνηση εδώ δεν μοιάζει να ’ναι τρόμος
μόνο στη μουσική αφήνεται ο χορός
και, κατανυχτικά, συθέμελα, υψώνονται όσοι νιώθουν
την κάθε του απονεκρωμένη αίσθηση.
μην κλαις: όπου η αγάπη μάς δωρίζεται με έπαρση
μια πεταλούδα αργοπεθαίνει πάντα και πετάει.
φιλώ ευλαβικά το χέρι σου που μου ’δώσε το θάνατο,
ευχή μου, έτοιμος να ’σαι να πεθάνεις.

κηδεία είναι, μην κλαις

νεκρή γλώσσα κάθισε
στα δόντια μου αποκάτω.
δεν το κουνά απ’ τη θέση της, καθαρίζει
μόνο το κρέας της βρώσης σου.
καλή δούλα, κρατά το λόγο της.
έχει το θάρρος του κλειστού στόματος
μετά το φόνο.
μυστικό σφαλιστό
μα με χέρια που τρέμουν τόσο
κοιτάω αλλού
κάπου ανάμεσα κυλάω
στο ποτέ και στο κάποτε.
-δεν θέλησα να βουλιάξεις—
εκείνη η δούλα ήτανε που σ’ έπνιξε.
δούλευε χρόνια σκυφτή χρόνια βουβή
ψάχνοντας λύσεις στους γρίφους σου.
υπάρχουμε σαν δεν γίνουμε;
μια διακεκομμένη ευθεία
που θα μπορούσε να γίνει
οικογένεια.
αλλά μεγάλωσαν τα χέρια μας
καταπώς μικραίνει ένα σπίτι.
λατρεία μου, μεγάλωσαν τα χέρια μας.
σαν απλωθούν μες στον κενό χώρο
η γλώσσα λύνεται αυθάδης.

ANNE SEXTONLove Poems 
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2010)

(Μετάφραση Ευτυχία Παναγιώτου)

Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή

Το τέλος μιας σχέσης είναι πάντα θάνατος.
Αυτή είναι το εργαστήρι μου. Μάτι πανούργο,
έξω απ’ τη φυλή του εαυτού μου, η ανάσα μου
σε βρίσκει άρρωστο. Τρέμω
αυτούς που κοντοστέκονται. Είμαι φαγωμένη.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στην
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο επάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Αγάπη μου, πάρε για παράδειγμα τούτο το βράδυ,
πως κάθε ζευγάρι ξεχωριστά συνενώνει
μ’ ένα συντονισμένο αναποδογύρισμα, χαμηλά, ψηλά,
την πλούσια δυάδα επάνω σε σφουγγάρια και φτερά,
γονατίζοντας και σπρώχνοντας, κεφάλι το κεφάλι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Δραπετεύω απ’ το κορμί μου έτσι,
θαύμα ενοχλητικό. Θα μπορούσα να
μοστράρω την πραμάτεια των ονείρων;
Σκορπίζομαι. Σταυρώνω.
Δαμασκηνάκι μου είν’ αυτό που είπες.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Έπειτα ήρθε η μαυρομάτα αντίζηλός μου.
Η κυρία των υδάτων, αναδυόμενη στην παραλία,
ένα πιάνο στις άκρες των δαχτύλων της, ντροπή
στα χείλη της και ένας λόγος φλάουτο.
Κι εγώ ήμουν η στραβοπόδαρη σκούπα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Σε πήρε με τον τρόπο που παίρνει μια γυναίκα
ένα φόρεμα απ’ το ράφι σε τιμή ευκαιρίας
κι έσπασα με τον τρόπο που σπάει μια πέτρα.
Επιστρέφω την ψαροβελόνα σου και τα βιβλία.
Η εφημερίδα σήμερα γράφει πως νυμφεύεσαι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.
Αγόρια και κορίτσια απόψε γίνονται ένα.
Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Φερμουάρ ανοίγουν.
Βγάζουν παπούτσια. Το φως σβήνουν.
Τα πλάσματα που τρεμολάμπουν είναι γεμάτα ψέματα.
Αλληλοτρώγονται. Είναι παραφαγωμένα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Ξυπόλυτη

Το να μ’ αγαπάς χωρίς παπούτσια
σημαίνει πως αγαπάς τις μακριές καφέ μου γάμπες,
γλυκές αγαπημένες, ελκυστικές σαν κουτάλια·
και τα πόδια μου· αυτά τα δυο παιδιά
αμολύθηκαν έξω να παίξουν γυμνά. Μπερδεμένοι κόμποι,
τα δάχτυλα των ποδιών μου. Τώρα πια λυμένα.
Κι ακόμη περισσότερο, δες νύχια ποδιών και
συλληπτήριες κλειδώσεις κλειδώσεων και
όλα τα δέκα στάδια, απ’ τη ρίζα­ρίζα.
Όλα πνευματώδη κι άγρια, αυτό το μικρό
γουρουνάκι πήγε στην αγορά κι αυτό το μικρό γουρουνάκι
έμεινε. Μακριές καφέ γάμπες και μακριά καφέ δάχτυλα ποδιών.
Πιο πάνω, λατρεία μου, η γυναίκα
φωνάζει τα μυστικά της, μικρά σπίτια,
μικρές γλώσσες που σου μιλάνε.
Δεν υπάρχει άλλος κανείς από μας
σ’ αυτό το σπίτι στην αμμώδη ξηρά επάνω.
Η θάλασσα φοράει ένα κουδούνι στον αφαλό της.
Και είμαι η ξυπόλυτη κοπέλα σου για μια
ολόκληρη βδομάδα. Σε ενδιαφέρει το σαλάμι;
Όχι. Δεν θα προτιμούσες το σκωτσέζικο ουΐσκι;
Όχι. Δεν πολυπίνεις. Πίνεις όμως
εμένα. Οι γλάροι σκοτώνουν ψάρια,
κλαψουρίζοντας σαν τρίχρονα.
Οι ήχοι του κύματος είναι ναρκωτικό, φωνάζοντας
υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω
όλη νύχτα. Ξυπόλυτη,
παίζω ταμπούρλο πάνω-κάτω στην πλάτη σου.
Το πρωί τρέχω από πόρτα σε πόρτα
στην καμπίνα παίζοντας κυνήγησέ με.
Τώρα μ’ αρπάζεις απ’ τους αστράγαλους.
Τώρα κατεργάζεσαι το δρόμο σου προς τις γάμπες μου
κι έρχεσαι να με τρυπήσεις στο σημείο όπου πεινώ.

Το στήθος

Αυτό είναι το κλειδί που το ανοίγει.
Αυτό είναι το κλειδί που τ’ ανοίγει όλα.
Μονάκριβα.
Είμαι χειρότερη απ’ τα παιδιά του θηροφύλακα,
παραβιάζοντας για σκόνη και ψωμί την πόρτα.
Εδώ είμαι διατυμπανίζοντας άρωμα.
Άσε με να βυθιστώ στο χαλί σου,
στο αχυρένιο σου στρώμα — οτιδήποτε
γιατί το παιδί μέσα μου πεθαίνει, πεθαίνει.
Δεν είναι ότι είμαι ζώον προς βρώσιν.
Δεν είναι ότι είμαι κάποιου είδους δρόμος.
Αλλά τα χέρια σου με βρήκαν σαν αρχιτέκτονα.
Όσο χωράει μια στάμνα γάλα! Ήταν δικό σου χρόνια τώρα
όταν ζούσα στην κοιλάδα των οστών μου,
οστά νωπά στο βάλτο. Μικρά παιχνίδια.
Ένα ξυλόφωνο ίσως με δέρμα
τεντωμένο πάνω του στενόχωρα.
Μόνο μετά κατάφερε να γίνει κάτι αληθινό.
Έπειτα αναμετρήθηκα με τους αστέρες του σινεμά.
Δεν αποδείχθηκα αντάξια. Υπήρχε κάτι ανάμεσα
στους ώμους μου. Δεν ήταν όμως ποτέ αρκετό.
Σίγουρα, υπήρχε ένα λιβάδι,
νεαρός κανείς όμως που να τραγουδάει την αλήθεια.
Τίποτα από το οποίο ν’ αναγνωρίζεις την αλήθεια.
Αδαής από άνδρες ακουμπώ πλάι στις αδερφές μου
και αναγεννώμενη από τις στάχτες κραύγασα
το φύλο μου θα καθηλωθεί!
Τώρα είμαι η μαμά σου, η κόρη σου,
το ολοκαίνουργιό σου αντικείμενο — ένα σαλιγκάρι, μια φωλιά.
Είμαι ζωντανή όταν είναι τα δάχτυλά σου.
Φοράω ρούχο από μετάξι –η κάλυψη προς αποκάλυψη–
γιατί το μετάξι είναι αυτό που θέλω να σκέφτεσαι.
Αλλά αποστρέφομαι το ρούχο. Είναι υπερβολικά απαιτητικό.
Γι’ αυτό πες μου οτιδήποτε απ’ το να με διασχίσεις σαν αναβάτης
γιατί εδώ είναι το μάτι, εδώ είναι το κόσμημα,
εδώ είναι η έξαψη που μαθαίνει η ρώγα.
Είμαι ανισόρροπη — αλλά δεν είμαι τρελή απ’ το χιόνι.
Είμαι τρελή όπως είν’ τα κοριτσάκια τρελά,
από μια προσφορά, μια προσφορά…
Καίγομαι όπως καίγονται τα χρήματα.

Η μαύρη μαγεία

Μια γυναίκα που γράφει νιώθει πάρα πολλά,
τους εκστασιασμούς εκείνους και τους οιωνούς!
Σαν να μην έφταναν
οι κύκλοι και τα παιδιά και τα νησιά∙
οι θρηνωδοί και τα κουτσομπολιά
και τα λαχανικά σαν να μην έφταναν καθόλου.
Νομίζει πως μπορεί να προειδοποιήσει τ’ άστρα.
Μια συγγραφέας είναι πρωτίστως κατάσκοπος.
Γλυκιά μου αγάπη, είμαι αυτό το κορίτσι.
Ένας άντρας που γράφει ξέρει πάρα πολλά,
τι ξόρκια, τι φετίχ!
Σαν να μην έφταναν
οι στύσεις, τα συνέδρια και τ’ αγαθά∙
οι μηχανές και τα γαλόνια
και οι πόλεμοι σαν να μην έφταναν καθόλου.
Μ’ έπιπλα από δεύτερο χέρι φτιάχνει ένα δέντρο.
Ένας συγγραφέας είναι πρωτίστως κάθαρμα.
Γλυκιά μου αγάπη, είσαι αυτός ο άντρας.
Δίχως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας,
μισώντας τα παπούτσια μας, και τα καπέλα μας ακόμη,
αγαπάμε ο ένας τον άλλον, μονάκριβα, μονάκριβα.
Τα χέρια μας είναι γαλάζια και απαλά.
Τα μάτια μας είναι γεμάτα τρομακτικές εξομολογήσεις.
Αλλά όταν παντρευόμαστε,
τα παιδιά φεύγουν αηδιασμένα.
Υπάρχει πάρα πολύ φαγητό και κανείς δεν απόμεινε
για να καταφάει όλη αυτή την αλλόκοτη αφθονία.

Νουθεσίες σε κάποιον άνθρωπο ξεχωριστό

Φυλάξου απ’ την εξουσία,
η ισχύς της μπορεί να σου ανοίξει το λάκκο,
χιόνι, χιόνι, χιόνι, σου ακινητοποιεί το βουνό.
Φυλάξου απ’ το μίσος,
μπορεί το στόμα του ν’ ανοίξει και να σε εκτινάξει
να φας το πόδι σου, λεπρός της μιας στιγμής.
Φυλάξου απ’ τους φίλους,
γιατί σαν τους προδώσεις,
όπως και θα κάνεις,
θα θάψουν το κεφάλι τους στην τουαλέτα
και θα χαθούν τραβώντας το καζανάκι.
Φυλάξου απ’ το πνεύμα,
γιατί ξέρει τόσα που δεν ξέρει τίποτα
και σε αφήνει ανάποδο εκκρεμές,
εκστομίζοντας γνώση, ενόσω η καρδιά σου
καταρρέει απ’ το στόμα σου.
Φυλάξου απ’ τα παιχνίδια, το κομμάτι του ηθοποιού,
το λόγο που σχεδιάζεται, μαθαίνεται, δίδεται,
καθώς θα σε δώσουν
και θα στέκεσαι σαν απογυμνωμένο αγοράκι
που κατουρά το ίδιο του το παιδικό κρεβάτι.
Φυλάξου απ’ την αγάπη
(εκτός κι αν είναι αληθινή,
και κάθε σημείο του σώματός σου λέει ναι, και τα δάχτυλα ακόμη),
θα σε τυλίξει σαν μούμια,
και η κραυγή σου δεν θα εισακουστεί
και από τα ζωτικά σου όργανα δεν θα λειτουργεί κανένα.
Αγάπη; Κάνε την άντρα. Κάνε τη γυναίκα.
Πρέπει να είναι ένα κύμα μες στο οποίο να θες να γλιστρήσεις,
στο οποίο θα δώσεις το σώμα σου, στο οποίο το γέλιο σου θα δώσεις,
δώσε, σαν η χαλικώδης άμμος σε παρασύρει,
τα δάκρυά σου στη γη. Το να αγαπάς κάποιον είναι κάτι
σαν προσευχή που δεν τη σχεδιάζεις, απλώς πέφτεις
στην αγκαλιά της, αφού η πίστη σου τη δυσπιστία σου ξεκάνει.
Άνθρωπε ξεχωριστέ,
αν ήμουν στη θέση σου, σημασία δεν θα ‘δινα
στις νουθεσίες μου,
μισές φτιαγμένες από δικές σου λέξεις
και κομματάκι δικές μου.
Μια σύμπραξη.
Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα είπα,
αν εξαιρέσεις μερικές, αν εξαιρέσεις ότι σε σκέφτομαι σαν κάποιο νέο δέντρο
με κολλημένα τα φύλλα του επάνω, και ξέρω πως θα ριζώσεις
ώστε η αληθινή πρασινάδα να φανεί.
Αφέσου. Αφέσου.
Ω, άνθρωπε ξεχωριστέ,
φύλλα εν δυνάμει,
αυτή η γραφομηχανή στο διάβα της προς αυτά σε βρίσκει καλό,
μα θέλει κρυστάλλινα ποτήρια να διαλύσει
ως ένδειξη τιμής,
για σένα,
όταν ο σκοτεινός φλοιός ξεπεταχτεί
και θα αεροπορείς ανάλαφρα
σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι.
24 Μαρτίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το πρώτο της συλλογής)
Μετάφραση:  Δημήτρης Αθηνάκης & Ευτυχία Παναγιώτου

Ερωτικό γράμμα γραμμένο μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο

Αγαπημένε μου Φόξυ,
Είμαι μέσα σ’ ένα ξύλινο καφάσι,
το καφάσι που ήταν κάποτε δικό μας,
γεμάτο άσπρα πουκάμισα και σαλατικά,
το ψυγείο χτυπά με τ’ απολαυστικά μας χτυπήματα,
και φόρεσα ταινίες στα μάτια μου,
και συ φορούσες αυγά στην τρύπα σου,
και κυλιστήκαμε στα πατώματα, στα πατώματα, στα πατώματα
όλη μέρα, ακόμη και στο μπάνιο σαν σεληνιασμένοι.
Μα σήμερα έβαλα φωτιά στο κρεβάτι
κι ο καπνός πνίγει το δωμάτιο,
αρχίζει και γίνεται αρκετή ζέστη εδώ μέσα ώστε να λιώσουν οι τοίχοι,
και το ψυγείο, ένα γλιτσιασμένο άσπρο δόντι.
Φορώ μια μάσκα για να γράψω τις τελευταίες μου λέξεις,
κι είναι μόνον για σένα, και θα τις βάλω
στο ψυγείο φυλάγοντάς τες για τη βότκα και τις ντομάτες,
κι ίσως να κρατήσουν έτσι.
Η σκύλα όμως όχι. Τα στίγματά της θα λιγοστέψουν.
Τα παλιά γράμματα θα λιώσουν μέσα σε μια μαύρη μέλισσα.
Τα νυχτικά ήδη κομματιάζονται
χάρτινα θαρρείς, το κίτρινο, το κόκκινο, το μοβ.
Το κρεβάτι -εδώ που τα λέμε, τα σεντόνια έχουν γίνει χρυσαφένια-
βαρύ, βαρύ χρυσάφι, και το στρώμα
φιλιέται μες σε μια πέτρα.
Όσο για μένα, αγαπημένε μου Φόξυ,
τα ποιήματά μου για σένα μπορεί, μπορεί και όχι, να φτάσουν το ψυγείο
και τη φερέλπιδα αιωνιότητά του,
για σένα αυτό δεν φτάνει;
Αυτό όπου ονοματίζεις
τ’ όνομά μου ακριβώς έξω δίπλα στη θέση του παραλήπτη;
Αν τα δάχτυλα των ποδιών μου δεν ήταν σαν αρπακτικού
θα ‘λεγα όλη την ιστορία –
όχι μόνον την ιστορία για τα σεντόνια
αλλά την ιστορία για τον αφαλό,
την ιστορία με τα βλέφαρα που ήταν δύσκολο ν’ ανοίξουν,
την ιστορία της-πικρής-απ’-το-ουίσκι-θηλής –
και θα φτυάριζα την αγάπη μας πίσω εκεί όπου ανήκε.
Παρ’ όλα τα γάντια μου από αμίαντο,
ο βήχας με πνίγει μ’ απελπισία,
και μια κόκκινη σκόνη κυλά μέσ’ απ’ τις φλέβες μου,
το μικρό μας σκελετωμένο σπίτι συντρίβεται τόσο ανοιχτά
και χωρίς να το θέλει, βλέπεις,
σημαίνει μια μοναχική πράξη,
την αποτέφρωση μιας αγάπης,
αλλά αντίθετα μοιάζουμε να καταρρέουμε
ακριβώς στη μέση του Ρωσικού δρόμου,
οι φλόγες κάνουν τον ήχο τού
αλόγου που το χτυπάς και το χτυπάς,
το μαστίγιο λατρεύει τον ανθρώπινό του θρίαμβο
την ώρα που οι μύγες περιμένουν, τίναγμα το τίναγμα,
ακριβώς κατευθείαν απ’ την εταιρεία United Fruit[i].
27 Σεπτεμβρίου 1974
(δημοσιευμένο μετά θάνατον – το τελευταίο της συλλογής)
Μετάφραση:  Δημήτρης Αθηνάκης & Ευτυχία Παναγιώτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου