Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ






Ο Λεωνίδας Γαλάζης γεννήθηκε το 1962 στη Λευκωσία. Σπούδασε Ελληνική
Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Παιδαγωγικά
στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου. Παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του ίδιου πανεπιστημίου με τη διατριβή Ποιητική και ιδεολογία στο κυπριακό θέατρο (1869-1925). Το 2010 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή Λοκριγκάνα. Διετέλεσε μέλος της Κριτικής Επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Εργάζεται ως Επιθεωρητής Φιλολογικών Μαθημάτων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ


ΠΟΙΗΣΗ

Ματωμένα Κοράλλια, Λευκωσία, 1979·
Ο λοιμός και άλλα ποιήματα, Λευκωσία, 1981.
Ιατρική βεβαίωση, Λευκωσία, 1982. (Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη)
Στυφά κυδώνια, Λευκωσία, 1988.
Φωτηλασία, Λευκωσία, 1999·
Παραδαρμός εν αλφαβήτω, Λευκωσία, , 2007.
Λοκριγκάνα, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2010. (Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
Δοκιμές συγκολλήσεως, Αθήνα, Φαρφουλάς, 2013·
Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες, Αθήνα, Φαρφουλάς, 2016.


ΜΕΛΕΤΕΣ-ΔΟΚΙΜΙΑ

Η προσωποποίηση στο ποιητικό έργο του Κώστα Μάντη,
Αθήνα, Εαβριηλίόης, 2008.
Ποιητική και ιδεολογία στο κυπριακό θέατρο (ι869-1925) (όιό.
διατριβή), Λευκωσία, Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουρ-
γείου Παιδείας και Πολιτισμού, 2012.
Κειμενικές Διαθλάσεις, Αθήνα, Ιωλκός, 2012.

Κείμενα Τρόποι Σημασίες (2018)





ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΡΟΠΟΙ ΣΗΜΑΣΙΕΣ (2018)
Θέματα Λογοτεχνίας

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Στο βιβλίο αυτό περιέχονται δοκιμές και σημειώματα γύρω από θέματα της ευρύτερης νεοελληνικής και της κυπριακής λογοτεχνίας. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα επικεντρώνεται στην ποίηση των Γιώργου Σεφέρη, Βασίλη Μιχαηλίδη, Κώστα Μόντη, Ντίνας Κατσούρη, Κώστα Βασιλείου, Μελίτας Τόκα Καραχάλιου, Βικτωρίας Καπλάνη, Γιώργου Καλοζώη, Γιώργου Χριστοδουλίδη, Άντη Κανάκη και άλλων. Στον τομέα της πεζογραφίας ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, καταθέτει τις αναγνωστικές του προσεγγίσεις για τη διηγηματογραφία των Κώστα Λυμπουρή. Γιώργου Μολέσκη και Ρένου Χριστοφόρου, ενώ στον τομέα του θεάτρου εξετάζονται όψεις και πτυχές του έργου των Τεύκρου Ανθία, Γιάννη Κατσούρη, Θεοκλή Κουγιάλη και Ρήνας Κατσελλή. Στο βιβλίο περιέχονται αναζητήσεις και προβληματισμοί γύρω από τον ρόλο και τη λειτουργία της λογοτεχνικής κριτικής σε συνάρτηση με την κριτικογραφία του Δημήτρη Ραυτόπουλου. Τέλος, εκφέρονται απόψεις για τη συνανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων στη διδακτική πράξη, για τον διάλογο ιστορίας και λογοτεχνίας και για τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην κυπριακή λογοτεχνία των τελευταίων χρόνων.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Μυθιστόρημα ΙΒ’

(«Μποτίλια στο πέλαγο»)

…/…
Στη συλλογή που σχολιάζουμε, είτε τη διαβάσουμε ως ποιητική σύνθεση είτε ως συλλογή αυτοτελών ποιημάτων, εντοπίζονται ορισμένοι συνεκτικοί θεματικοί άξονες που, όπως έχει διαπιστωθεί, είναι εκείνοι «του δράματος, του ταξιδιού και της περιπλάνησης» και της αθεράπευτης νοσταλγίας για κάποια χαμένη πατρίδα», σι συνάρτηση «με τις μορφές του Οδυσσέα και των συντρόφων του, των Αργοναυτών και του Ελπήνορα».
Οι μορφές αυτές παραπέμπουν, μέσω της μυθικής μεθόδου και της αντικειμενικής συστοιχίας, στη σύγχρονη πραγματικότητα. Λόγου χάρη, από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη προτείνεται η στοίχιση του αργοναυτικού μύθου με τη μικρασιατική εκστρατεία και των αναφορών στην Οδύσσεια με τη Μικρασιατική Καταστροφή και από παλαιότερους κριτικούς υπερτονίζονται οι απηχήσεις της ιστορικής αυτής τραγωδίας στη συλλογή.
Ωστόσο, τόσο από τον ίδιο τον Γ. Σεφέρη όσο και από μελετητές της ποίησής του υπογραμμίζεται ότι η απόλυτη ταύτιση του μύθου με τις συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές θα αδικούσε τη συλλογή και τις πολλαπλές συνδηλώσεις των κυριότερων συμβόλων που χρησιμοποιεί σ’ αυτήν ο ποιητής. Πιο συγκεκριμένα, ο Σεφέρης σε συνέντευξή του στον Robert Levesque (1948) ανέφερε ότι δεν συμφωνούσε «ν’ αποδίδουν τη δραματική του αντίληψη για το σύμπαν στην καταστροφή και μόνο της Μικρός Ασίας», δεδομένου ότι «το πεπρωμένο των Ελλήνων και του σύγχρονου ανθρώπου είναι αφεαυτό τόσο τραγικό και απελπιστικό, ώστε μια αιματοχυσία σαν εκείνη της Σμύρνης στα 1922 δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά ένα σκληρό επεισόδιο μιας πιο σοβαρής Οδύσσειας».    Από μελετητές, όπως οι Μ. Vitti, Δημ. Δημηρούλης και Ν. Ορφανίδης, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι, παράλληλα με την τραγωδία του 1922, στην οποία προφανώς παραπέμπει το Μυθιστόρημα, στην ίδια συλλογή αναγνωρίζονται απηχήσεις του υπαρξιακού δράματος του σύγχρονου ανθρώπου και της εναγώνιας αναζήτησης του χαμένου χώρου και χρόνου.
…/…

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ

…/…
Η δυναμική αντίθεση παρελθόν-παρόν είναι στην ποίηση που σχολιάζουμε τόσο πολύμορφη, πολυσήμαντη και πολυεπίπεδη (αφορώντας όχι μόνο το εθνικό-συλλογικό επίπεδο, αλλά και το ατομικό), ώστε θα άξιζε να διερευνηθεί σε ειδική μελέτη. Βέβαια, το αδιάλειπτο ενδιαφέρον του ποιητή για το ιστορικό παρελθόν δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με τα στοιχεία της ελληνικότητας και του καημού για τη συρρίκνωση του ελληνισμού, που είναι εμφανέστερα στα ποιήματα που αφορούν την τραγωδία του 1974· Στο Τρίτο γράμμα στη μητέρα, 1980 (ό.π. 918) το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει με σπαρακτικό τρόπο τη διάσταση μεταξύ της σχολικής ιστορίας και της ιστορικής πραγματικότητας: «Γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες / και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά / και ψέμα οι Ιστορίες μας, / ψέμα, όλα ψέμα». Για τη θεματική της ήττας στην ποίηση του Κ. Μόντη, ο αναγνώστης μπορεί να μελετήσει, λόγου χάρη, τη μελέτη του Νίκου Ορφανίδη, «Από την ποίηση του αλυτρωτισμού στην
ποίηση της ήττας».
…/…

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Νύξεις για τη πολιτική εγρήγορση και το ποιητικό ήθος στο ποιητικό έργο της Ντίνας Κατσούρη

…/…
Βέβαια, η πολιτική εγρήγορση στο ποιητικό έργο που παρουσιάζουμε δεν ταυτίζεται με τη δουλική στράτευση της ποιήτριας σε κομματικές υποδείξεις. Όπως ορθά διαπιστώθηκε από τον Θεοκλή Κουγιάλη, «η ποίηση της Κατσούρη είναι διακριτικά πολιτικοποιημένη, γεμάτη οξύτητα και κριτική, μέχρις επικριτική διάθεση […] και είναι στρατευμένη στην αξία “άνθρωπος” και στην αξία “ελευθερία”». Ας δούμε δύο παραδείγματα με τα οποία τεκμηριώνεται η ορθότητα της πιο πάνω άποψης: τα ποιήματα «Μη με πιέζεις», από τη συλλογή Μ’ ακουουούς; (1996), και «Η Αφροδίτη και η Βουλή», από τη συλλογή Της Αφροδίτης και του Άδωνη (2006). Στο
πρώτο ποίημα, που είναι αφιερωμένο στον ποιητή Άρη Αλεξάνδρου, το τριαντάφυλλο και το γαρίφαλο παραπέμπουν, κατά την άποψή μας, στα προδομένα οράματα και στην καταρρακωμένη για διάφορους λόγους αγνή ιδεολογία για την οποία αγωνίστηκαν οι δύο ποιητές. Από την άλλη, οι κομματικοί μηχανισμοί παρουσιάζονται στυγνά γραφειοκρατικοί και άκαμπτοι:
«Το τρίαντάφυλλο ή το γαρίφαλο εκείνο / που καταδυναστεύει
/ κάθε νύχτα τα όνειρα μας / ξεχειλίζει από / τη δυσμορφία τη δυσλεξία, τη δυσκαμψία και τη δυστοκία / των Κ.Ε και των Π.Γ.», πραγματικότητα που αναγκάζει την ομιλήτρια να αγωνίζεται «να ξεφύγει από όλα εκείνα / που παραμορφώνουν / την ιδεολογία και την ιδεοληψία / της ανθρώπινης υπόστασης» (Μ’ ακουουούς;, 26).
Την ίδια σημασιακή διάζευξη εντοπίζουμε στο δεύτερο ποίημα στο οποίο, όπως παρατηρήθηκε, «το καταληκτικό μοτίβο της εναπόθεσης μιας δέσμης από κόκκινα τριαντάφυλλα» στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής «λειτουργεί σαρκαστικά»,  μέσα σ’ ένα πλαίσιο, θα προσθέταμε, αποστράγγισης της πολιτικής από κάθε ευαισθησία και μακρόπνοο όραμα (Της Αφροδίτης και του Αόωνη, 55)
…/…

ΤΟ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΟΡΦΙΑΣ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΜΕΛΙΤΑΣ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ

…/…
Η ρευστότητα της ανθρώπινης μορφής συνδέεται με ερωτικές συνδηλώσεις, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ισοτοπίας του χρόνου, και στο ποίημα «Στιγμές ρέουσες». «Μια μορφή από πάχνη» έχει την προσοχή της στραμμένη στα «χλοερά ζέφωτα της επιθυμίας».  Από την άλλη, στο ποίημα «Τώρα είσαι», η μετάβαση από την αμορφία στη μορφή συνδέεται με την καλλιτεχνική
δημιουργία, καθώς μετά την ερωτική αναστάτωση («το πορφυρένιο αναστάτωμα των πόθων ») το ποιητικό υποκείμενο « σμιλεύει αδιάκοπα την πέτρα τη δοκιμασμένη », με αποτέλεσμα τη δημιουργία «εκστατικών μορφών»
που μεταμορφώνονται «σε σκιές της μοίρας κάτω από το σχισμένο τ’ ουρανού σεντόνι», ενώ επίκειται η αποδόμησή τους, αφού θα «απλοποιηθούν σε μνήμη».  Επομένως, και εδώ το δίπολο μορφή-αμορφία δεν παραπέμπει σε σχήματα παγιωμένα, αλλά σε ευμετάβολες ψυχικές καταστάσεις και στην ομόλογη καλλιτεχνική τους αποτύπωση. Παρόμοια, στο ποίημα «Το μηδέν» η
προτίμηση του ποιητικού υποκειμένου στο στρογγυλό σχήμα οφείλεται στην αντίληψή του ότι αυτό δεν επιτρέπει τη συσσώρευση «των πτωμάτων του χρόνου» και επομένως το μηδέν συνδέεται με την επιλογή του να ξεχάσει τον «δικό του συνθλιμμένο, βουβό και οζυγώνιο χρόνο». Έτσι στα δυο ποιήματα η μνήμη των μορφών είναι μια δυσάρεστη εμπειρία η οποία οδηγεί τα ποιητικά υποκείμενα στην επιλογή της λήθης και άρα της αποδόμησής τους.
…/…

ΑΘΙΒΟΛΗ ΑΠΟΚΟΤΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΘΥΜΙΑΣ ΟΔΥΝΗ

Βικτωρία Καπλάνη, Η άγνωστη φίλη (2015)

…/…
Είναι, λοιπόν, Η άγνωστη φίλη ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, αν συνυπολογίσουμε τα πολλαπλά και παλίμψηστα σημασιολογικά, ρητορικά, υφολογικά και διακειμενικά επίπεδά του, που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να αναλυθούν από την πρώτη ανάγνωση. Είναι επίσης, μια συλλογή που προσφέρεται για μια δειγματική εξέταση των τροπικοτήτων της πρόσληψης του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση του 21ου αιώνα (για παράδειγμα, μερικές φράσεις από τη συλλογή που παραπέμπουν στον Ερωτόκριτο είναι: «ορμητήριο ανέμων / φωλιά των πελελών πουλιών»: σ. 13, «απαγγέλλει πεθυμιές / ερμητικές κι ανέγνωρες»: σ. 19, «χορδή άρπας μελωδική γραμμή / αθιβολή αποκοτιάς και πεθυμιάς οδύνη»). Πάντως, από μια δειγματοληπτική δειρεύνηση του ζητήματος αυτού, διατυπώνουμε την υπόθεση εργασίας ότι η Β. Καπλάνη, διαλέγεται σε πολλά σημεία του βιβλίου της δημιουργικά με το πιο πάνω έργο του Β. Κορνάρου και σε καμιά περίπτωση δεν αρκείται σε απλή αναφορά των διακειμένων της, αλλά τα εντάσσει με τόλμη σε νέα συμφραζόμενα, εμπλουτίζοντας έτσι τις εκφραστικές δυνατότητες του ποιητικού της λόγου. Όμως η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να διερευνηθεί διεξοδικά σε ξεχωριστή εργασία.

ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΟΙΚΤΟΥ  ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ

Κλεοπάτρα Μακρίδου Ρε Αλέξης. Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης, Λευκωσία, 2015

…/…
Όπως και σε πολλά από τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, έτσι και στο «Η πόλη μου το Καϊμακλί» εντοπίζουμε τη δυναμική αντίθεση μνήμη-λήθη. Οι νεκροί παρουσιάζονται «ξεχασμένοι μες στο μνήμα τους / ν’ ατενίζουν καθημερινά τον Πενταδάκτυλο / κι αυτός να βογκάει φυλακισμένος» (51). Από την άλλη, η αγωνία για την τύχη των αγνοουμένων είναι βασανιστική: «Ποιος ξέρει πού να βρίσκονται σήμερα / ίσως σε κανένα πηγάδι στη Μια Μηλιά ή στην Ομορφίτα […] μες στη σκουριά και την αδιαφορία του χρόνου». Ευθύνη, λοιπόν, των επιζώντων είναι να θυμούνται και να θυμίζουν και, άρα, του ποιητή να συντηρεί ανοιχτό το τραύμα, για να καθοδηγεί τον λαό σε επαγρύπνηση και αγώνα. Εύστοχα, επομένως, υποστηρίχθηκε ότι η «μνήμη και η ευθύνη είναι βασικές έννοιες στην ποίηση της Κλ. Μακρίδου». Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως στην ποίησή της, ποίηση του τραύματος, όπως την ονομάσαμε, η άγρυπνη ποιητική συνείδηση παραμένει προσηλωμένη στο χρέος της, που είναι η αγωνιστική εγρήγορση: «Τούτη την πληγή / την κράτησα ανοιχτή / η ψυχή μου να ξαγρυπνά όταν κοιμάμαι» (54). Κεντρικό σύμβολο της αγωνιστικότητας στη συλλογή της Κλ. Μακρίδου είναι η μορφή του Ρε Αλέξη: «Κάπου εδώ κοιμάσαι, Αλέξη, / μέσα στις καρδιές μας / μέσα στο αίμα μας / μέσα στα όνειρά μας / […] Ακόμη κι οι μηδίζοντες / αναγνωρίζουν την ηχώ της φωνής σου».

ΤΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Αιμίλιος Σολωμού, Ημερολόγιο μιας απιστίας 2012

Με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου σε συνδυασμό με την πρωτοπρόσωπη, θερμή και ποιητική αφήγηση αποδίδονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα της προϊστορικής Κασσιόπης και του συντρόφου της
στα Κεφάλαια 34 και 35· Ωστόσο, διαβάζοντας το Κεφάλαιο 33 (στο οποίο έχουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση) έχουμε την εντύπωση πως αυτό το επίπεδο του άστατου προϊστορικού χρόνου συμφύρεται με τα υπόλοιπα χρονικά επίπεδα μέσα στη συνείδηση του κεντρικού ήρωα και σημαίνει εν τέλει την κατάργηση ή υπέρβαση του συμβατικού χρόνου: «Καπνίζει. Το λευκό πέπλο
του καπνού δραπετεύει και σκορπίζει γύρω του, σχηματίζοντας ένα λευκό διάφανο πέπλο. Ο Δουκαρέλης τη βλέπει [την Κασσιόπη] εκεί μέσα, να στέκει στην παραστάδα του μονόχωρου σπιτιού […]. Θα ήθελε να διεισδύσει βαθιά μέσα στην ψυχή και τη σκέψη της, θαρρεί πως θα μπορούσε και τώρα ν’ απλώσει τα δάχτυλά του και να την αγγίζει» (195)·
Επιπλέον, το Ημερολόγιο μιας απιστίας, πέρα από τις καθαρά αφηγηματικές του αρετές, είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα και από πολλές άλλες απόψεις. Ενδεικτικά, σημειώνουμε πως η περιγραφή γιο τον συγγραφέα του Ημερολογίου… δεν είναι αυτοσκοπός, αυτοσκοπός, αλλά απορρέει αβίαστα και με θαυμαστή οικονομία από την αφηγηματική λειτουργία, πλαισιώνοντας μαζί με τον διάλογο το μυθιστορηματικό σύμπαν.
Εξάλλου, στο νέο μυθιστόρημα του Αιμίλιου Σολωμού, που αξίζει να διαβαστεί και να σχολιαστεί σε περισσότερη έκταση και βάθος, διαπλέκονται ποικίλα θέματα και ζητήματα, όπως είναι λόγου χάρη οι φιλοσοφικές και υπαρξιακές ανησυχίες γύρω από τον χρόνο και τη φθορά, τη ζωή και το θάνατο,  τα πολιτικά ζητήματα της διαφθοράς, του ρουσφετιού και της γραφειοκρατίας (που καυτηριάζονται με σατιρική διάθεση), οι ανοιχτές πληγές από την
πρόσφατηιστορία του ελληνισμού (και κυρίους ο Εμφύλιος) το πανεπιστημιακό κατεστημένο και η αυταρχική εκπαίδευση.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι, μολονότι το Ημερολόγιο μιας απιστίας  μπορεί να διαβαστεί από τον μέσο αναγνώστη χωρίς  δυσκολία, δεν είναι ένα «εύπεπτο» μυθιστόρημα και  ούτε βεβαίους ένα μυθιστόρημα του συρμού. Αντίθετα έχουμε την εντύπωση πους το μυθιστόρημα αυτό θα αντέξει στον χρόνο και θα «κερδίσει» επάξια τους αναγνώστες του.

«ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΝΙΩΘΕΙ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ…»

Κώστας Λυμπουρής, Των ημετέρων άλλων, 2014

Στην τρίτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Λυμπουρή Των ημετέρων άλλων (μετά το Προσωρινά κλειστό, 2006, και Για μια μικρή παύλα, 22011) δεσπόζουν οι θεματικοί άξονες του ανθρωπισμού και της οικονομικής κρίσης
Απέναντι στον ανθρωπισμό και την αποδοχή της ετερότητας, που αποπνέουν όλα τα διηγήματα της συλλογής, παρουσιάζονται ρατσιστικές συμπεριφορές, μισαλλόδοξες στάσεις και γενικότερα στάσεις απόρριψης οποιουδήποτε διαφέρει από το κοινωνικά αποδεκτό ως «κανονικό». Η αντιπαραβολή τους γίνεται με ρεαλιστική γραφή, που είναι το κύριο εργαλείο της κριτικής
στάσης του διηγηματογράφου και με την οποία ψέγονται ο νεοπλουτισμός, ο τοπικισμός και ο εθνικισμός.
Στη συλλογή περιλαμβάνονται 14 διηγήματα. Στα μισά από αυτά η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Κύπρο και στα υπόλοιπα στην Ελλάδα (με δεσπόζοντα χώρο την Αθήνα). Έτσι, η οικονομική κρίση και οι τάσεις απόρριψης της ετερότητας αποδίδονται από δύο οπτικές γωνίες, του μητροπολιτικού ελληνισμού και του ελληνισμού της περιφέρειας.
…/…

«ΣΤΟΥΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ
ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Γιώργος Μολέσκης,  Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, Διηγήματα 2017

…/…
Η πορεία στους «σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης ύπαρξης», ένας από τους θεματικούς άξονες του βιβλίου, συνδέεται με το κυρίαρχο σε ολόκληρη τη συλλογή ψυχογραφικό στοιχείο, που δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη μαθητεία του Μολέσκη στη ρωσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στη μυθιστοριογραφία του Ντοστογιέφσκι, όπως εύστοχα επισημάνθηκε από τον Χρυστόστομο Περικλέους.[9] Ως δείγματα της ψυχογραφικής τάσης του διηγηματογράφου Μολέσκη επιλέγουμε το «Ξύπνημα της επιθυμίας» και το «Ο φίλος μου ο Σεργκέι». Στο πρώτο, μαζί με τα διηγήματα «Βρέχει… αλλά εγώ θα πεθάνω» και «Μια φωτιά καίει μέσα στη νύχτα», τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι περισσότερο δυσδιάκριτα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, δεδομένου ότι σε αυτά τα τρία η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και τα εξιστορούμενα αποδίδονται με τη μηδενική εστίαση του παντογνώστη αφηγητή.
…/…


ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΜΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ  (2016)




ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ


Μη ξέροντας τι να διαλέξεις
απ’ τους καρπούς των Χιμαιρών
μη γνωρίζοντας ποιος τις κάλεσε
ή αν απρόσκλητες ήλθαν

τους έδειξες εντέλει την έξοδο.
Στο βάθος τ’ ουρανού
είδες τα μόρια της ύλης
να στροβιλίζονται τρελά

γύρω από τις εκτάσεις του Μηδενός
κι ύστερα να βυθίζονται
στ’ απέραντο Κενό του

σαν ανώφελες νιφάδες που χορεύοντας
σβήνουν ηρωικά στον αέρα
μαζί με του χιονιού τις ληξιπρόθεσμες επαγγελίες.



ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


Εκείνοι που βυθίστηκαν
στο κράτος της σιωπής
κοιμούνται στον βυθό της φορτωμένοι
με σπάνια πετρώματα κι άνθους της τρικυμίας.

Τα όνειρά τους ταξιδεύουν
στις αποικίες των κοραλλιών
κι ανθίζουν στο σκοτάδι
των οιδημάτων άστρα.

Στ’ άγρυπνα βάθη του ύπνου τους
να λουλουδίσουν τα καρφιά
τα χελιδόνια να κρυφτούν
από τις μαύρες συμφορές αποδιωγμένα.



ΑΝΑΠΛΙ


Αν ήσουν έμπορος με τ’ ασήμι στις φλέβες σου
πόσα μερόνυχτα θ’ αγρυπνούσες στο μικρομάγαζό σου
ξεσκονίζοντας τις αναμνήσεις!

Κανείς δεν θα τις έβλεπε
να τριγυρίζουν στα δρομάκια τ’ Αναπλιού.
Πάντα ονειρευόσουν τ’ απροσμέτρητα ύψη.
Που καιρός, όμως, γι’ αποδράσεις στο Παλαμήδι;

Τι βάρος στους ώμους σου
κι αυτές οι μνήμες
με τους σωτήρες στις πολεμίστρες!

Κι εσύ να μην ακούς τις κραυγές των καταδίκων
παρά μόνο να κοιτάζεις τα φλάμπουρα
τις φλογερές ματιές των κολασμένων
που φωτίζουν την ατέλειωτη νύχτα σου.



ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ


Μας είπαν: «Κάψτε τα σπίτια σας και φύγετε
προτού σας κυκλώσουν οι λογιστές με τα κατάστιχά τους,
κάθε τεκμήριο της ύπαρξής σας κάψτε
σ’ αυτό το καταραμένο χωριό!».

Μέρα με τη μέρα πυκνώνουν τα χνάρια των λύκων
κάθε πρωί χάνουμε κι ένα παιδί
μα δεν χορταίνουν με τίποτα.

Μας είπαν: «Ξεχάστε ό,τι ξέρατε
τώρα μαγειρεύετε με τις δικές τους συνταγές
στις δανεικές τους χύτρες.»

Κι εμείς τους είπαμε πως ό,τι και να κάνουν
σπίτια δεν καίμε κι ούτε τα κειμήλιά μας
κι ας έλθουν να μας πάρουν σηκωτούς
με τους φρουρούς και τους χαρτογιακάδες τους!



ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΕΛΕΤΕΣ


Μετά τις τελετές, τις παράτες, τους ύμνους,
τους πανηγυρικούς, τα ξεφαντώματα
τα χρωματιστά μπαλκόνια στους εξώστες,

πέτρες καυτές, ιδέες και ξερό ψωμί
με τις ψαλιδισμένες κορδέλες των τελετών
τα σπόρια και τ’ αναψυκτικά των παρελάσεων
τις ηχογραφημένες δηλώσεις των επισήμων

λόγια περίτεχνα χορτάσαμε
μα ξάφνου μείναμε σαν ξόανα
στον τόπο καρφωμένοι
από τις πέτρες των καλύτερών μας φίλων.



ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ


Και τι δεν προδώσαμε
για τη δόξα του στρατηγού
πόσα καρφιά στην πλάτη μας
για τη δόξα του στρατηγού

πόση σκουριά στο αίμα μας
πόσες παρελάσεις βαρβάρων στο στέρνο μας
πόσες ηλεκτρικές εκκενώσεις στο μεδούλι μας
για τη δόξα του στρατηγού

πόσοι τόνοι βεγγαλικών στις πλατείες
για τη δόξα του στρατηγού
πόσες δεξαμενές υποσχέσεων
για τη δόξα του στρατηγού

πόσες καρδιές ραγισμένες
πόσα κεφάλια πουλιών
για τη δόξα του στρατηγού

πόσα δέντρα σκυφτά
πόσες πυρακτωμένες πέτρες
πόση σπατάλη φωτός
πόσες νύχτες υγρές στα ξωκλήσια
για τη δόξα του στρατηγού.



ΛΕΥΚΩΣΙΑ


Τα τείχη κυκλώνουν τα δωμάτιά μας.

Κι οι αυλές μας τόσο μικρές
κι οι κάμαρές μας φυλακές.
Τα κρίματά μας με τα καμπαναριά
και τους μιναρέδες τους
με τις αφρούρητες επάλξεις τους
με τις ατελείωτες προσθαφαιρέσεις των ισολογισμών
στις κάμαρες των σκοτεινών μας αποδράσεων.




ΑΝΑΜΟΝΗ


Δεν ήταν εκπρόθεσμες οι ενστάσεις σας, όχι δεν ήταν.
Μη σας καταβάλλει ο πανικός, προς Θεού,
κάποιος θα βρεθεί να σηκώσει το βάρος

δεν ήταν παράλογες οι απαιτήσεις σας, όχι δεν ήταν
όμως, οι διαδικασίες είναι η ουσία, μην το ξεχνάτε ποτέ!

Δε θα θέλατε δα να καταρρεύσουν οι τύποι
δε θα θέλατε να θρυμματιστούν οι μορφές.

Σκύψτε, λοιπόν, κι υπογράψτε.
Επιτέλους συνέλθετε!



ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ 2


Έριχνε το σχοινί να δέσει το σύννεφο
κι αυτό γελούσε
όλο τού ξέφευγε και γελούσε.

Όλο τού ξέφευγε και τραγουδούσε
τα φευγαλέα σκιρτήματα της ζωής
σύννεφο, σύννεφο τρελό
στ’ ανθισμένα κλαδιά του θανάτου.



ΝΑΥΑΓΙΑ


Φυσικά δεν τους ενοχλεί να μιλούμε για ναυάγια, είπαν,
αρκεί να μην έχουν σχέση
με πρόσωπα και πράγματα.

Μπορούμε κάλλιστα να μιλούμε για ναυάγια
που ανάγονται στη σφαίρα του μύθου
ή στην επικράτεια των συμβόλων.

Ίσως ακόμη και για ξεχασμένα κουφάρια ναυαρχίδων
στον αχανή βυθό των λογισμών
που λαμπυρίζουν μες στο σκότος του θανάτου.



ΕΝΟΧΗ


Όταν κάλπαζε  γύρω σου η παράκρουση
κι ο πόνος τον ανθρώπων βασιλεύει
όταν οι μέρες δραπετεύουν
κι οι νύχτες τους βυθίζονται
στην οργωμένη λάβα των κυμάτων,
εσύ δεν πρέπει να μιλάς.

Λίγο δεν είναι που κατάφερες
να παραμένεις στο απυρόβλητο.

Με τη σιωπή σου τώρα πλήρωσε
το τίμημα της ενοχής σου.



ΣΤΙΓΜΑΤΑ


Σιδερώνουμε τα πλυμένα όνειρα των παιδιών
να τα φορέσουν ατσαλάκωτα
έστω κι αν τα ψήνει ο πυρετός της οργής.

Κι ο ιδρώτας τους μήπως την υπόληψή μας
λεκιάσει προσέχουμε κι οι αιμοπτύσεις τους
κι οι εξάρσεις της αγωνίας τους
μη μας ταράξουν τον ύπνο.

Συγκεντρώνουμε τα παιδιά και τα σιδερώνουμε
μη μας φύγουν τσαλακωμένα και τρομάξουν τα πουλιά
ανεμίζοντας τις ψυχές τους μεσίστιες.

Κι οι εφιάλτες τους μήπως μας εκθέσουν προσέχουμε
και τα  σμήνη τους μήπως την τιμή μας σπιλώσουν
με τα μαύρα τους στίγματα και τα κόκκινα ρίγη
και μείνουμε με τα πρόσωπα καρφωμένα στον τοίχο.



ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ


Μας είδαν να στολίζουμε τις ήττες μας με σύμβολα
θριάμβου. Ναι, τα παιδιά μας! Να στέλνουμε στους φίλους
μας προσκλητήρια θανάτου. Δούλοι του Αστυάγη. Ακόμη
και τη ζωή μας πεσκέσι για την αφεντιά του θα δίναμε.
Πώς χάθηκαν αίφνης οι πλησίστιες βάρκες της φρόνησης;
Ποιος έλυσε τους λογισμούς απ’ τους σκαρμούς; Αθώες
εμείς περιστερές, όπως πάντα! Δεινοί γελωτοποιοί... Γιατί
να μας πιστέψουν τα παιδιά; Καρυκευμένα ψεύδη στο
προσκέφαλό τους. Κι η φωτιά του πόνου τους να σφυρίζει
με λύσσα. Τι να τους πούμε τώρα πια που μας έμαθαν όλοι
στα Σούσα για τους θεατρικούς μας πανηγυρικούς,
τα πυροτεχνήματα της λύπης στους ουρανούς των Εκβατάνων.




ΕΙΔΩΛΑ


Τι έμεινε τώρα να σου θυμίζει
τα βήματά σου στο μισογκρεμισμένο σπίτι
τη φωνή σου ραγισμένη;

Η αράχνη τύλιγε στο δίχτυ της
τους όρκους σου στα σύμβολα που νόμιζες αιώνια,
Μα ήρθαν τα χρόνια της αλήθειας και τα σύντριψαν.
Κι εσύ που προσκυνούσες τα είδωλα του ψεύδους
πώς να πιστέψεις πως γελάστηκες οικτρά.

Όμως, τι όμορφα που ήσαν εκείνα τα ψεύδη!
Και τι λαμπρές οι παραισθήσεις
που σε λίκνιζαν στην παραζάλη της χαράς!
Γι’ αυτό τα πάντα θα ’δίνες
να βυθιστείς και πάλι στη δίνη τους
έστω και για λίγα λεπτά αγορασμένης ευτυχίας.




ΔΟΚΙΜΕΣ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΩΣ (2013)



                                       Μνήμη του πατέρα μου


ΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΛΑΜΨΕΙΣ


                        «...οι σπίθες [...] φτάσανε ως τους
                           ουρανούς, γίναν αστέρια».
                           Αργύρης Χιόνης, Εσωτικά τοπία


Μην κοιτάς, μου 'λεγες, με γυμνό μάτι
τις εκτυφλωτικές λάμψεις των συγκολλήσεων μου.
Μα εγώ συχνά σε ξεγελούσα
-για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι το μέγεθος της ζημίας.
Κατά τ' άλλα πειθαρχούσα
αν και σ' ενοχλούσα με τις συχνές ερωτήσεις μου.
Δεν ήξερα, φερ' ειπείν, γιατί κάθε τόσο
χτυπούσες με τη βαριά τα πυρακτωμένα μέταλλα
ούτε μπορούσα τότε να καταλάβω
γιατί μ' έβαζες με μια βούρτσα σκληρή και με λίμες
ν' αφαιρώ σχολαστικά τη σκουριά
από τις επιφάνειες των μετάλλων.
Αν και τώρα καταλαβαίνω πως το μικρόβιο της σκουριάς
το φέρουν εκ συστάσεως
και το παίρνουν μαζί τους.

Τουλάχιστο μένουν οι λάμψεις
και τα φευγαλέα παιγνιδίσματα των σπινθήρων
που σε κλάσματα δευτερολέπτων ψύχονται
κι αμέσως κατακάθονται
με βαριά καρδιά στο πάτωμα
σαν ταπεινά ρινίσματα σιδήρου. 


   

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


Πόσο τρόμαξε η γάτα σου
όταν οι δυο ξένοι με τα παράξενα πλουμιά
μπήκαν απρόσκλητοι στο σπίτι!
Και τι φόβο τράβηξε
αντικρίζοντας τον σκύλο τους η έρμη
το χλωμό τους άλογο, τα σπαθιά και το γεράκι τους

Κρύφτηκε σε μια γωνιά της αυλής και περίμενε
χωρίς να προβλέψει
πως σε λίγα λεπτά -δα κατέφθαναν οι γείτονες
και τ' ασθενοφόρο χλωμό
πως δεν θα προλάβαιναν τα παιδιά σου.

Χωρίς να μπορεί και τώρα να το πιστέψει
πως αναχώρησες για πάντα.
Ποιος θα της δίνει τώρα σημασία
σε ποιου τα πόδια θα κάθεται
από ποιον θα ζητά με νάζι τα χάδια
ποιου τα λόγια θ' ακούει; 

  

ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ


Το νυστέρι της μνήμης.
Ήταν οι λεκέδες στο πάτωμα
και τ' άλογο με τα διάτρητα φτερά.

Περγαμηνές στους διαδρόμους
σταγόνες λεμονιού
και νίψον ανομήματα
σε μυστικούς νιπτήρες
όπου με χίλιες δυο προφυλάξεις
τις μνήμες εμποτίζουν
με τα δραστικά της λήθης υγρά
ώσπου να μη θυμάσαι τ' όνομά σου.

Δισκία, ενέσεις, περικοκλάδες
λευκοντυμένοι Σαμαρείτες
με τ' αποστειρωμένα αισθήματα.

Κι εμείς κοιτούσαμε σκυφτοί
εκείνα τα πουλιά που λοξοδρόμησαν.
Κι οι σταγόνες της βροχής
μας κυνηγούσαν δίχως έλεος.
Φαρμάκι!

  

ΑΝΩ ΜΑΔΑΡΗ


Στους πρόποδες της Άνω Μαδαρής
την ψυχή σου σε δίσκο κομίζοντας
με τις σαράντα πληγές.

Τ' αδερφικά καρφιά της προδοσίας.

Πώς να σου μιλήσω
(το ξέρω μ' ακούς, μα δεν μπορείς να μιλήσεις)
χάθηκαν τα ίχνη των «φίλων» σου
στον ασημένιο δίσκο την ψυχή σου
των αγίων ο χορός
κι η μάνα σου σκυφτή
πάνω απ' την κούνια των αμνών.

«Την όψη των πραγμάτων να φοβάσαι
και τα καμώματα των σαλτιμπάγκων».

Όμως, δεν αργεί να σπάσει
τ' απόστημα
δεν αργούν οι πυκνές των αμαρτημάτων
εκπυρσοκροτήσεις. 


  

ΜΕΤΑΛΛΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ


Ξυπνώντας μεσάνυχτα
για την τρίτη βάρδια στο μεταλλείο.
Στο παλιό λεωφορείο με τους εργάτες
με τις αγκούσες στη τσάντα σου
στων βουνών τις κορφές
αναζητώντας το νόημα
των συνεχών περιπλανήσεων
των καταβάσεων στις υγρές γαλαρίες
με το λιγοστό φως των φαναριών.

Δεν έμαθα την τέχνη σου
και να που τώρα δυσκολεύομαι
να συγκολλήσω τα μέταλλα της μνήμης
λίγη φωτιά περισσότερη απ' ό,τι χρειάζεται
και τα κομμάτια σωριάζονται
άμορφες μάζες στο πάτωμα.

Εσύ βέβαια γνώριζες τις κατάλληλες θερμοκρασίες
συγκολλήσεως κάθε μετάλλου
μόνο που και τότε διαισθανόσουν
το πρόσκαιρο κάθε μορφής
μπροστά στην επέλαση των μικροβίων της σκουριάς
των αγγέλων της υγρασίας.

Ήξερες πάντως
πως το λεωφορείο κάποτε θα κοιμόταν για πάντα
στις πλάτες του βουνού
κι από τη μηχανή του θα ξεφύτρωναν
αμείλικτες περικοκλάδες. 

  

ΚΕΝΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ


Ψάχνω στην αποθήκη μας να βρω
τα παλιά σου ήλεκτρα
να συγκολλήσω τα θραύσματα της μνήμης.

Σε θήκες ανοξείδωτες να τ' αποθέσω
παλεύοντας με τη σκουριά και τα στοιχεία της φύσης
που δεν γνωρίζουνε
τα πάθη της ψυχής
πόσο πικρίζουν το νερό
καθώς νυχτώνει.

Κεντώντας τη μνήμη με ήλεκτρο
ζωντανές να κρατήσω
τις στιγμές της ζωής σου
τη θλίψη στο βλέμμα σου...

Κι αν ο πόνος κεντά τις απόκρημνες
πλαγιές της αβύσσου
κι αν εκρήξεις γκρεμίζουνε το σύμπαν
κι αν στης γης τα σαγόνια
κείτεται τώρα το σώμα σου,

Στις ανοξείδωτες βαδίζεις
εκτάσεις μονάχος
των περιβολιών
και το πέρας κοιτάζεις των επουρανίων
αφήνοντας πίσω σου τη βάρκα
όπου λουφάζει τώρα δολερή
με διπλωμένα τα πλοκάμια της
και το κεντρί της βυθισμένο
στου ποταμού το μολυσμένο ρέμα
του Χάροντα η γυναίκα.



Η ΣΚΟΝΗ ΣΤΑ ΠΛΕΜΟΝΙΑ ΣΑΣ


Γιατί να ενοχλήσουν τους επιστάτες     
οι αναθυμιάσεις κι η μαύρη σκόνη
που κατακάθιζε στα πλεμόνια σας;        
         
Μια λεπτομέρεια χωρίς σημασία  
ήταν η σκόνη στα πλεμόνια σας.  
Εκείνο που προείχε τώρα 
ήταν η κατασκευή των δοκών και των υποστυλωμάτων        
των στεγάστρων    
των θυρών και παραθύρων         
των συστημάτων συναγερμού και διαφυγής.     
         
Η σκόνη στα πλεμόνια σας
ήταν δικό σας πρόβλημα και μόνο.
Ας το αντιμετωπίζατε με θάρρος, επιτέλους.   
Και μόνοι!    




ΣΑΝ ΝΑ 'ΧΕ ΨΥΧΗ


Μάταια προσπάθησα να βρω
μια φωτογραφία του πρώτου σου αυτοκινήτου
που τόσο το φρόντιζες σαν να 'χε ψυχή.
Κι όντως είχε ψυχή
αφού αυτό ποτέ δεν σε πρόδωσε!

Κι ακόμα (δεν ξέρω αν υπάρχει τώρα κάπου
ή αν η μηχανή του γέμισε χόρτα και σαύρες)
πόσο αγόγγυστα μετέφερε
όσα βάρη κι αν του φορτώναμε
όπως τη μέρα εκείνη
που φεύγαμε άρον-άρον από τη Λευκωσία
με τόσους άλλους.
Πώς μπορέσαμε τότε να συγκρατηθούμε
(κι ιδίως πώς μπόρεσε κείνο)
όταν οι φρουροί της "εθνικής σωτηρίας"
μας σταμάτησαν στη μέση του δρόμου
και πίσω μας ουρές αυτοκινήτων.

Δεν θυμάμαι τώρα πότε και πώς
αποφάσισες να τ' αφήσεις
όμως θυμάμαι πολύ καλά
πως αργότερα πολλές φορές ομολογούσες
ότι θα 'ταν καλύτερα
να μην το εγκατέλειπες
ότι θα 'ταν προτιμότερο
να το φρόντιζες μέχρι τέλους.



ΗΜΙΤΕΛΕΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


Ο ξένος με του ρήσου τα πλουμιά
πήρε το ημερολόγιο σου και το καταξέσκισε
κι ούτε που νοιάστηκε
για τις ημιτελείς σημειώσεις σου.

Αν τον ένοιαζε
δεν θα πετούσε απ' το παράθυρο
τις προσευχές και τα κονίσματα,
το ρολόι του τοίχου
(που συνέχιζε να χτυπά)
δεν θα θρονιαζόταν στο κρεβάτι σου
μέχρι να δει την ψυχή σου
να βγαίνει απ' το παράθυρο.

Κι ούτε φυσικά που πρόσεξε τη γάτα
ν' αναρριχιέται με σθένος στην κληματαριά
κι ακόμη πιο πάνω
και να ξεσπά σε λυγμούς
όταν πια η ψυχή σου ανέβαινε σε ύψη
που εκείνη αδυνατούσε να φτάσει.




ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ


                       Στη μητέρα μου

Τόσο κακό μέσα στο σπίτι
κι οι μέλισσες στον κήπο μας
δεν έλεγαν να μας αφήσουν ήσυχους.

Ποιος θα τρυγούσε τους ανθούς
που είδαν πολλά τα μάτια τους
κι όμως γιορτάζαν
ακόμα κι αν μας έβλεπαν
να κλείνουμε τα χάσματα στο πάτωμα
κι αυτά ν' ανοίγουν πιο πλατιά,
να περιθάλπουμε τους τοίχους
και πάλι να φουσκώνουν
οι ρωγμές τους επικίνδυνα;

Κι οι μέλισσες το μέλι τους
και τα λουλούδια τ' άσματά τους
κι εμείς διαβάζοντας σκεφτικοί
το λήμμα «περικαρδίτις»
να κρυφοκοιτάμε τον πατέρα σκυφτό
στο προσκεφάλι της μητέρας
την Παναγιά στην άκρη του κρεβατιού της
μ' ένα στεφάνι στα μαλλιά
από λουλούδια του κήπου μας
και μέλισσες σαν προσευχές
σε κάθε ανθό που δάκρυζε
και πίκριζε το μέλι.




ΝΑ ΧΕΣ ΤΟ ΣΘΕΝΟΣ...


«Τι άλλο να σου πω, πατέρα,
για να 'ρθεις μαζί μου;
Δεν βλέπεις τις πύρινες γλώσσες
δεν ακούς τα ποδοβολητά,
τις ιαχές των Αχαιών;».

Να 'χες το σθένος του Αινεία!

«Κι ύστερα τον φορτώθηκε στην πλάτη
και τον έσωσε
από τις άγριες διαθέσεις των Ελλήνων».

Να 'βλεπες εγκαίρως τους καπνούς στον ορίζοντα
ν' άκουγες τις ιαχές των βαρβάρων
να φορτωνόσουν στην πλάτη τον πατέρα σου
να μεταλάβαινες την τελευταία του λέξη!




ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΦΥΛΛΑ


Αν οι γιατροί δεν κατοικούσαν
στις αρρώστιες τους
αν οι άγιοι δεν εγκατέλειπαν
τα κονίσματά τους
αν οι δικαστές δεν ποδοπατούσαν
τις ζυγαριές τους
αν οι επιτροπές δεν μετακόμιζαν
στα δύσβατα χωρία τους
αν από τα λιοντάρια δεν απέμεναν
παρά μόνο τα δόντια
κι από τους ποιητές
οι σκεβρωμένες λέξεις,

Τα φύλλα δεν θα 'πεφταν
με τόσο πάταγο
στο μνήμα σου
και τ' αγριόχορτα
δεν θα ξεπρόβαλλαν με τέτοιο θράσος
από τις ρωγμές
της γρανιτένιας μας θελήσεως!


ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΙΠΟΤΑ


Υγρό σκοτάδι κι ύστερα φως
κήπος δακρύων
σπιθόβολες κραυγές
πίσω απ' τους λόφους
κύμβαλα, κρόταλα
εφήμερες χαρές
και νίκες
κι ανεμοσκορπίσματα.

Κι ύστερα φως
κι ύστερα γυμνός
κι ύστερα τίποτα
χωρίς καν τ' όνομα σου.
Πηχτό σκοτάδι, νερό
πέτρες και κόκαλα.

Και ξανά στο φως
ν' ακούς τα παραμύθια
που γλυκαίνουν την αλήθεια
να κοιτάς ακίνητος τα όνειρά σου
που καλπάζουν στο φως
χωρίς επίγνωση, χωρίς αιδώ.




ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ (2010)



ΑΝΥΠΑΚΟΥΑ ΜΕΤΑΛΛΑ


                               - Σαν τους γύφτους
                                 σφυροκοπάμε
                                 αδιάκοπα
                                 στο ίδιο αμόνι.
                                 ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Στενάζουν τα μέταλλα σαν πέφτουν τα σφυριά στα
ντελικάτα μάγουλά τους. Το αμόνι του παππού και τα
μάτια σου! Δεν παραδόθηκαν αμαχητί τα μέταλλα στη
μορφοποιητική πρόθεση των προγόνων σου. Εσύ πώς
επιμένεις απ' την πρώτη; Τ' ανυπάκουα μέταλλα... Δεν
φοβούνται τη σκουριά (κι ας μαίνεται ο επιστάτης κι
ας επισείεται η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια
των σιδηρουργών). Θα προτιμούσαν τη διαρκή
πυράκτωση, παραμένοντας στο μεταίχμιο παλιάς και
νέας μορφής. Θα 'ταν γι' αυτά καλύτερα να θρυμματίζονταν
τα φοβερά καλούπια. Κι ας παρέμεναν άμορφα,
πυρακτωμένα, χωρίς την απειλή του επόμενου
σφυροκοπήματος, των αέναων μορφοποιητικών παρεμβάσεων
από σιδηρουργούς που χάνουν τον ύπνο τους, αν πρόκειται
να κερδίσουν την εύνοια των επιστατών και των
θεωρητικών της σιδηρουργίας, μιας τέχνης όντως
δύσκολης, πλην όμως ευγενικής παρά τις υψηλές
θερμοκρασίες πυρακτώσεως και τους συχνούς βραχνάδες
των συντεχνιακών παραγόντων. Ας γράφουν ό,τι
θέλουν οι φυλλάδες. Τ' αμόνια μόνο γνωρίζουν τη στενή
συγγένεια Μορφής και Πόνου, ως συνεργοί της
κονιορτοποιήσεως και τήξεως των μετάλλων, σαν
αντικρίζουνε τους τύπους που διετάχθησαν εξάπαντος να
συγκρατήσουν την ουσία.






ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ II


              For every ill deed in the past we suffer the consequence:
           for sloth, for avarice, gluttony, neglect of the Word of GOD,
                      for pride, for lechery, treachery, for every act of sin.

                                                                                      T.S. ELIOT


Δεν σβήσαμε τα ξεθωριασμένα συνθήματα
δεν εμποδίσαμε τους νυκτοβάτες ν' αποκηρύξουν
τα λίγα τετραγωνικά της λογικής μας.
Πετούμε τις παλιές μας αμαρτίες στα σκυλιά
που δεν κουράζονται ν' αναζητούν παλιά προσκυνητάρια
σκουριασμένα φυλαχτάρια
στις χωματερές των ιστορικών αναδιφήσεων.
Δεν ξέρουμε, λέμε, ποιος ευθύνεται
για τα μοιραία παροράματα
για τους νεκρούς στα κλαδιά
με τις χιλιάδες πεταλούδες ανάμεσα
στις ρωγμές των οστών και στα κενά της μνήμης
αφού δεν λάβαμε τις γνωματεύσεις
των αρμοδίων επιτροπών διερευνήσεως.

Λες κι όλα γίναν ερήμην μας
λες και κανείς από μας δεν είδε τίποτα.
Αν και γνωρίζαμε τι σήμαιναν τ' αρχικά των οργανώσεων
αν και γνωρίζαμε τους δολοφόνους.

Δεν λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους
πολύ μας χάλασαν οι ποιητές
με τις υπεκφυγές και τα κρυμμένα στο υπέδαφος
πυρομαχικά, με τις θαμμένες πρώτες ύλες
τις εκπυρσοκροτήσεις των ποιημάτων
στους αστυνομικούς σταθμούς πόλεως και προαστίων.

Πολύ μας κούρασαν οι διπλωμάτες
με τις αγαθές τους προθέσεις
(μάθαμε πια για τα καλά να βασιζόμαστε
στις δεσμεύσεις των μεσαζόντων).
Ας το πούμε καθαρά
πως μας βολεύουν τα κονσερβοκούτια
κι οι φρεσκοξυρισμένοι πρεσβευτές
αφού δεν μας θυμίζουν τίποτα
οι πεταλούδες γύρω απ' τις αγχόνες
οι απαγωγές, οι δολοφονικές απόπειρες
το καλοκαιρινό χαλάζι
ο χαλασμός, τ' αντίσκηνα, οι νεκροί στα κλαδιά
που φωσφόριζαν
κι εμείς δεν βλέπαμε τη λάβα
στους κρατήρες των ματιών τους.
Ας ομολογήσουμε πως δεν αντέχουμε
τις συγκινήσεις των εκταφών
τις ιδέες σκληρές να σιγοβράζουν στο κεφάλι μας για χρόνια
το πρόβλημα ν' απλώνει τις ρίζες του παντού.
Πολύ μας ενοχλούν οι πεταλούδες!

Σκεφτόμαστε σε ξένη γλώσσα τους προγόνους μας
βαλσαμωμένους στα κλαδιά των ευκαλύπτων
να μας κοιτάζουν ανάποδα
καθώς βουλιάζουμε
στην ακριβή μας πολυθρόνα.
Κι όλο πετάμε στα σκυλιά
τις ενοχλητικές μας αναμνήσεις.
Σε ξένη γλώσσα προσευχόμαστε
με δανεικά κουρέλια ντύνουμε τα σκιάχτρα σαν σκεφτόμαστε
τις εφόδους των πουλιών.

Λες κι όλα γίναν ερήμην μας
λες και κανείς από μας δεν είδε τίποτα,
τους νεκρούς στα πηγάδια
τις πεταλούδες γύρο:> απ' τις αγχόνες
τα τρωκτικά που ροκάνιζαν
μες στα κρησφύγετα
των μαρτύρων τα λείψανα.

Πώς να πιστέψουν οι ανακριτές ότι δεν θυμόμαστε τίποτα
κλεισμένοι στη γυάλα μας;

Ας ανακρίνουν επιτέλους τις προτομές, τις επιτύμβιες στήλες
κι ας μας αφήσουν ήσυχους
να σπαρταράμε στη γυάλα μας
σαν άφωνοι συντάκτες ειδήσεων
εντεταλμένοι αντιγραφείς των φαινομένων
στις όχθες των απονενοημένων υποχωρήσεων.




ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ


              μνήμη της γιαγιάς μου Ελευθερίας

Νοσοκόμες πάνε κι έρχονται
παρά το προκεχωρημένο της ώρας.
Της γιαγιάς η φωνή ραγισμένη
των συγκατοίκων ρόχθοι
πώς συνωστίζονται να τους υποδεχθούν στην όχθη
αμέτρητες ψυχές ζητιάνων κι ευγενών.

Λοκριγκάνα σπάνιο μέταλλο
χιλιάδες πέθαναν για σε μεταλλωρύχοι
βαθιά μέσα στη γη τρυπώνοντας
στις γαλαρίες με μάσκες και φανούς
αγνοώντας τις συνεχείς μεταστάσεις σου
τις αλλεπάλληλες αποδημίες.
Σκόνη στις κυψελίδες των πνευμόνων
ξανά σαν τυφλοπόντικες στις σήραγγες
καταμετρώντας τα μοιραία λάθη
των εμπειρογνωμόνων.

Την ευχή σου γιαγιά σφραγιστή στο μαντίλι
πώς τελειώνει το λάδι στο καντήλι
μεταλλωρύχοι σπάνιο μέταλλο
ξανά βαθιά στις σήραγγες για το μαύρο ψωμί
για τη ζωή των άλλων, τις ευγενείς επιδιώξεις τους
τις άριστες προοπτικές, τα παρεπόμενα της δόξης τους.




ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ


Λωρίδες ύπνου στα κλαδιά των νευρώνων
φωνές από τα βάθη των σπηλαίων
της ύπουλης ελπίδας υποσχέσεις.

Ζοφερές εξατμίσεις της λογικής
στις πολυσύχναστες παροικίες του εγκεφάλου
τριγμοί στα έγκατα της εντεταλμένης εγκαρτερήσεως.

Λαμπάδες και τάματα
υποκλοπές
ισολογισμοί
παραισθήσεις.

Νωπές ουλές
σκοτάδι του μυαλού
λωρίδες άγκυρες ανέλπιστες
στο σαπιοκάραβο των υποδίκων.


  

ΥΠΟΓΕΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ



Θαμμένος βαθιά
κάτω από τόνους ανοχής
χωρίς τις νενομισμένες τιμές
και τους μακροσκελείς επικηδείους
χωρίς τους θρήνους
των πληρωμένων γυναικών.

Καρφωμένος πάνω στα πετρώματα
των υπογείων στρωμάτων
αναδεύοντας τα χώματα
νεκρός γι’ αυτούς
μα για τον θάνατο μπελάς
για τα καρφιά βραχνάς
γυρίζοντας σαν σβούρα μες στον τάφο σου
ξυπνώντας κάθε τόσο τους συγκάτοικους
που ξέχασαν για πάντα τα ρολόγια
και τις κορδέλες της ζωής.

Θαμμένος αναδεύοντας καρφιά
δεμένος στο κατάρτι των στιγμών που δεν παρέρχονται
για τα ρολόγια τίποτα
μόνο φωνές από τα βάθη κι απειλές
των πάσης φύσεως εκτελεστικών οργάνων
γραναζιών, εξαρτημάτων, υποστυλωμάτων
και συναφών αναλώσιμων υποσυστημάτων.


  

ΟΙ ΚΟΥΣΤΩΔΟΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ


Στ' αμπάρι με τα σάπια κάγκελα
τις υποσχέσεις των κενταύρων
αλατισμένη λογική
φρεσκομαγειρεμένη
λαλούν κοκόρια και ξυπνούν τις συνειδήσεις.

Σκύψε, γονάτισε, προσκύνα
τους κουστωδούς των ανέμων
μην αμολήσουν τα σκυλιά και σηκωθούν τα κύματα
κι οι πειρατές παραιτηθούν στη μέση του πελάγου.

Πώς διαγουμίζουν τη ζωή σαν δεν είναι δική τους
πώς κυβερνούν τα βάθη της ψυχής μας!
Δούλοι πιστοί ξεχάσαμε πώς τραγουδούν ανέμελα
δούλοι πιστοί τα δόντια τρίζοντας
τ' αφεντικά σαν το προστάξουν

Με τη συνείδηση στο πιάτο ξεβαμμένη
όνειρα σάπια φλούδες ελπίδων
αποξηραμένες δεσποινίδες
τους ανέμους, τους ανέμους, τους ανέμους!

  


ΑΠΟΜΙΜΗΣΙΣ

  
                   Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά...

                                                                     Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


Τα δέντρα επιμένουν πως υπάρχουν
το ίδιο τα βουνά καθώς και η θάλασσα
μόνο που δεν με συγκινούν
παρά τις εκκλήσεις τους να λογικευτώ,
να τύχω μιας οικολογικής θεραπείας.

Βέβαια κι εγώ διατείνομαι πως αυτά δεν υπάρχουν
πως είναι φρικτές απομιμήσεις των ιδεών.
Έτσι, λοιπόν, η ποίησις
περιορίζεται σε μίμηση δεύτερου βαθμού
σε ένα σπίτι με πολλαπλούς καθρέφτες
όπου τα όρια του όντος και της εικόνας του καταργούνται.

Επομένως, είτε θάλλουν είτε μαραίνονται τα δέντρα
είτε τα βουνά παρεκτρέπονται
κι η θάλασσα ξεβράζει
τα κουφάρια των νενομισμένων ισολογισμών,
οι καθρέφτες πάντοτε θ’ απεικονίζουν κατά το δοκούν
τις επινεύσεις της στιγμής
τις απελπιστικά πανομοιότυπες
σταγόνες της βροχής
τις φευγαλέες αστραπές
που τέμνουν τα φαινόμενα
ή καρφώνουν πισώπλατα
τους αμετανόητους γραφείς, τους λογιστές
και του πολλά υποσχόμενους
διοικητικούς υπαλλήλους.

  
  

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ

Ή ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ


Βρες το φιαλίδιο με τα κυριακάτικα δάκρυα της
αλλοδαπής οικιακής βοηθού κι άσε τις στέγες που
χορτάριασαν έτσι κι αλλιώς. Λίγες σταγόνες αρκούν στον
δοκιμαστικό σωλήνα. Ουρές ανέργων για ξηρά τροφή,
βαριεστημένοι δημόσιοι λειτουργοί, καμπάνες της
φιλανθρωπίας. Το οξείδιο της αγωνίας στους- διαδρόμους
των κυβερνητικών κτιρίων, χολή να στάζει σαν
μιλούν εντεταλμένοι κουστωδοί, βαριές κουβέντες,
αντεγκλήσεις, σκουριασμένα μυαλά, κατουρημένες
συνειδήσεις. Τα στερεά κατάλοιπα της νοσταλγίας, η
διαβίωσή μας σε συνθήκες ασφαλείας. Οι προσευχές
μας για κατάργηση της δουλείας στις τρώγλες της
Παλιάς Λευκωσίας. Τη φράγκικη λεπτότητα, παρακαλώ,
την οθωμανική νωχέλεια, την αγγλική διπλωματία!
Δεν βλέπω να 'χετε συνθέσει τις καταβολές
επιτυχώς, ποιος σας δασκάλεψε για να σηκώσετε
κεφάλι; Θα το γνωρίζετε πως τα πειράματα κοστίζουν
ακριβά, ελάτε τώρα, πληρώστε το κόστος. Τι ζητάς το
κατηγορητήριο τώρα, κύριε Κ.; Δεν φτάνει που για
σένα ξαγρυπνούν οι δικαστές; Ερήμην; Έρημος,
ψεύτικα δόντια, περούκες, υποσχέσεις, σάπια χαμόγελα.
Στην πυρά, λαμόγιο, στην πυρά, στην πυρά! 


  


ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΑΡΦΩΜΕΝΟ
ΣΤΙΣ ΓΚΙΛΟΤΙΝΕΣ


Στάζει το αίμα. Στάζει. 0 Λένας στην είσοδο του
παλιού νοσοκομείου. Για τις σπουδές στην Αμερική.
Μένοντας πάντα εκεί. Να σε κοιτάζει με το καθαρό
του βλέμμα. Τα συνωμοτικά πουλιά στους ευκαλύπτους
Δεν ξέραμε τι μελετούσαν. Μικρασιατική
αβρότητα της Θεσσαλονίκης. Τις άρρητες γωνίες της
συνειδήσεως. Προσεκτικά με τη χλωρίνη. Να την
έχουμε πάντα καθαρή. Σπανίζουν πια τα ρήματα.
Διαφημίσεις και συνθήματα. Θα 'φεύγε σε λίγες
μέρες. Νοσοκόμες πάνε κι έρχονται. Λοιπόν! Δεν
μπορούμε να σας πούμε τίποτα. Μέχρι να καταλήξουν
οι γιατροί. Χωριζομένη δικαιοσύνης. Πανουργία.
Τις ιδέες σαν άκακα βρέφη στην κούνια τους.
Το καταραμένο άσθμα ξανά. Σαράντα Εκκλησιές του
ονείρου. Λαϊκές ταβέρνες και μπακάλικα. Φοιτητικά
σχέδια για την κατάκτηση του σύμπαντος. Αδιαφορώντας
για τις μεθοδεύσεις των ορνέων με τα παράξενα
λατινικά ονόματα. Και τους μακροσκελείς τιμητικούς
τίτλους. Τις τηβέννους και τις κονκάρδες στις
συναγωγές. Οι ραβίνοι σάς καλούν να παραμείνετε
στη θέση σας. Για τους πρώτους αποκεφαλισμούς
των αιρετικών. Καρφί δεν τους καίγεται για τη
βεβήλωση της πόλεως. Με το βλέμμα καρφωμένο
στις γκιλοτίνες.




ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ


Εσύ τουλάχιστον ζεις, μου είπε ο Λένας, δεν είναι λίγο.
Ακόμη κι αν βυθίζεσαι στο τέλμα,
υπάρχουν γύρω σου κλαδιά, πονετικά πουλιά και βάτραχοι.
Τίναξε το κορμί σου προς τα πάνω
προτού προλάβει η λάσπη να σε καταπιεί.
Εσύ τουλάχιστον δεν έσβησες
δεν γάζωσαν το σώμα σου οι κοπτοράπτες
εσύ τουλάχιστον δεν έπεσες ανήμπορος να σηκωθείς ξανά
δεν έσβησες στη μητρόπολη του νόμου και της τάξεως.
Εσύ τουλάχιστον δεν διαγράφηκες οριστικά
δεν εγκολπώθηκες το σκότος των υδάτων
δεν ετυφλώθης απ' το φως των αρχαγγέλων
δεν έφαγες χώμα και πέτρες.

Εσύ τουλάχιστον μπορείς ακόμη να πιαστείς από κάπου
ν' ανακαλύψεις δυνάμεις αντιστάσεως
και πλούσια στρώματα μετάλλων. Λοκριγκάνα!
Εσύ τουλάχιστον ακόμη μπορείς να ξεπλύνεις τους ρύπους
απ' τα ρούχα της ψυχής σου
από τους εμπτυσμούς να καθαρίσεις το πρόσωπο
και τη χολή των Ιουδαίων.

Τώρα βυθίζομαι στο χιόνι πάλι
γύρω μου μαλακώνουν τα βουνά
τα δέντρα χάνονται μες στην αιθάλη.
Κι όταν το χιόνι με προδώσει,
ποιο χώμα, ποιες πέτρες, ποια ταφόπλακα
για τα τριάντα πέταλα της νιότης μου
για τα πονετικά πουλιά και τα κλωνάρια.

Εσύ τουλάχιστον δεν πέθανες.
Ακόμη κι αν βυθίζεσαι στο τέλμα, είμαι μαζί σου, είπε,
εδώ μες στην ομίχλη του μυαλού σου
με σύριγγες αντλώντας από τα εγκεφαλικά σου κύτταρα
τη μαύρη πίσσα
ξανά να φωτιστούν οι επάλξεις της λογικής
μέσα στην παρατεταμένη νύχτα της συναγωγής
μέσα στη μαύρη μέρα των νυχτοκοράκων.




ΛΕΥΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ



Πώς σας διέφυγαν τα παροράματα
στις λευκές σελίδες;
Σας ξεγέλασαν φαίνεται
με την προσποιητή τους αγνότητα
την τρυφερότητα της ανέγγιχτης σάρκας.

Το τι δεν έγραψες ως όφειλες
το τι δεν έπραξες ή είπες εν καιρώ
οι αιτιάσεις, οι προφάσεις
οι στυγνοί λογαριασμοί
ο φόβος των Ιουδαίων
ο νυσταγμός της ψυχής
τα δάκρυα των κροκοδείλων

αυτά κι αν σε εκθέτουν
αυτά κι αν σου προσάπτονται
στις μαρτυρικές καταθέσεις
ως άκρως επικίνδυνα
αλλά σπανίως ανιχνεύσιμα
παρά τις φιλότιμες παρεμβάσεις
των ειδικών σωμάτων ασφαλείας
των εμβριθών διορθωτών και φιλολόγων
ανακριτών και μικροβιολόγων.





Παραδαρμός εν Αλφαβήτω  (2007)



Δ


Δωμάτιο με θέα.
Άγνωστος μεταξύ αγνώστων
Σ' αυτή την πόλη
Που αγνοείς ακόμη τ' όνομά της.
Ανοίγεις το παράθυρο
Και δεν βλέπεις παρά
Αλλεπάλληλα ανοιχτά παράθυρα.
Μόνο παράθυρα.
Αισθητή η απουσία ανθρώπων να κοιτάζουν απέναντι
Μόνο σκύβουν και σκάβουν στο πάτωμα
Να θάψουν τ' ανομήματα
Να κρύψουν τις κατά καιρούς ομολογίες
Πίστεως και συμμορφώσεως
Τώρα που ανέλαβε καθήκοντα ο νέος μονοκράτωρ
Ο υπέρ πίστεως ταχθείς
Την πόλη να λαμπρύνει
Να χτίσει τα παράθυρα,
Να κλείσει μια για πάντα τις καταπακτές.




Μ


Μπορείς στις αποθήκες να βρεις
Τα λάβαρα των λαμπρών παρελάσεων
Κάτω από στρώματα σκόνης.

Ξεχασμένα παράσημα
Κιτρινισμένες νίκες
Συλλαλητήρια στην κεντρική πλατεία
Πανηγυρικοί λόγοι
Ενθουσιασμοί, ζητωκραυγές
Κάτω από επάλληλα στρώματα σιωπής
Που επωάζουν την εξέγερση.

Χωριά θαμμένα κάτω από τη λάσπη.
Αναθυμιάσεις των αμαρτημάτων
Του έρωτος κραυγές ημιτελείς
Κάτω απ' τη λάσπη.
Τα λάβαρα, οι ιαχές κάτω απ' τη λάσπη.
Ουδέν ίχνος ζωής κάτω απ' τη λάσπη.

Με λάσπη πλάσε τα ομοιώματα
Προσώπων και τόπων.
Η τέχνη μπορεί.
Μη σε ξεγελά με τα καμώματά της.

Μπορείς στις αποθήκες να βρεις
Ξεχασμένα τετράδια
Κάτω από στρώματα σκόνης.
Η λάσπη δεν φοβάται τη σκόνη
Επικαλείται, εκλιπαρεί τη σκόνη
Επιζητεί τον εγκλεισμό στις αποθήκες
Μακράν της δυναστείας του νερού
Μακράν της φοβεράς απειλής του.


  

Ο


                  Ο λόγος του στρατηγού

Οι νίκες δεν είναι πάντοτε ορατές
Διά γυμνού οφθαλμού.
Κι αν νομίζουν πολλοί πως ηττηθήκαμε
Κι αν τα φαινόμενα απατούν
Εμείς αναπτύξαμε σχέδιον επιθέσεως
Το καταλληλότερο υπό τας περιστάσεις.
Οι στρατιώτες μας απαρνήθηκαν τα πάντα
Οι στρατιώτες μας έπεσαν
Στην απύθμενη αγκαλιά της δόξας.

Γνωρίζαμε βέβαια
Πως ο εχθρός θα περάσει πάνω από χιλιάδες πτώματα
Πως θα κάψει την πόλη το ξέραμε.
Μη μου μιλάτε όμως για ήττα.
Η νίκη μας δεν είναι ορατή
Δεν παύει ωστόσο να 'ναι νίκη
Η άρνηση της άνευ όρων παραδόσεως.

Κανείς δεν κατάλαβε ακόμη
Το μέγεθος της νίκης των στρατιωτών μας.
Πώς, άλλωστε, να καταλάβει;
Η νίκη μας θα εκτιμηθεί δεόντως
Ύστερα από χρόνια
Μετά την επούλωση των πληγών
Μετά την ψύχραιμη στάθμιση των δεδομένων
Από τους οικείους των τεθνεώτων
Όταν πια θα εξατμισθούν τα συναισθήματα
Και θα ακούγεται μόνο η φωνή της λογικής
Των σχεδίων, των υψίστων ιδεών.


  


Φ


Φωνάξτε όσο θέλετε.

Εκτός συζητήσεως οι απόψεις σας
Οι πάσης φύσεως προσωπικές σας εκτιμήσεις
Τα συναισθήματα, οι ενστάσεις
Οι αιτιάσεις, τα σχόλια εκτός συζητήσεως.

Ο θυμός, η κριτική, τα υπονοούμενα
Η ειρωνεία, η εναντίωση εκτός συζητήσεως.
Εκτός συζητήσεως τα ρήματα, τα επίθετα,
Οι αντωνυμίες, και προπάντων τα επιρρήματα
Που παραπέμπουν σε μιαν άλλη ευτυχέστερη εποχή
Που υποκινούν νοσταλγικές διαφυγές
Σε ουτοπίες
Εξάπαντος εκτός, εκτός συζητήσεως.

Εκτός συζητήσεως οι ύμνοι, οι ωδές, οι σάτιρες
Οι γελοιογραφίες, οι λεζάντες, οι έρευνες
Οι αντικανονικές αναπνοές, τα εμφράγματα εκτός συζητήσεως.

Το ηλιοβασίλεμα, η αναδίφηση των αρχείων, οι φακοί
Η αναγραφή συνθημάτων εντός και εκτός πόλεως
Τα σχετλιαστικά επιφωνήματα, οι διαζευκτικοί σύνδεσμοι
Τα αφηρημένα ουσιαστικά εκτός συζητήσεως.

Οι μεθοδεύσεις των νικητών εκτός συζητήσεως
Εκτός συζητήσεως οι υπολογισμοί των πολιτικών μηχανικών
Η ασφάλεια της γέφυρας, οι απαγορευμένες λέξεις εκτός συζητήσεως.
Το τρωτό του Αχιλλέα εκτός συζητήσεως
Η εντός των τειχών χαμοζωή εκτός συζητήσεως
Τα πλοία που δεν λένε να σαλπάρουν εκτός συζητήσεως.
Επιτρέπεται, βέβαια, η συζήτησις εντός των καθορισμένων ορίων
Επί ιδίω, πάντοτε, κινδύνω. 






Δ


Έπρεπε να το καταλάβω.
Γιατί μόλις άρχισα να μιλώ
Τα φωνήεντα στασίασαν
Δεν ήθελαν να σχηματίσουν τις λέξεις καρφιά
Δεν ήθελαν την περαιτέρω συγκατοίκηση με τα σύμφωνα
Έστω και για λίγα λεπτά.
Αρνούνταν να καταγράψουν τη ροη της σκέψης
Να μεταβιβάσουν το μήνυμα για παραγωγή φωνής
Στον εγκέφαλο.
Αυτό μάς έλειπε τώρα
Να σηκώνουν κεφάλι τα φωνήεντα
Να εξεγείρονται τα σημεία
Προς αποφυγήν επικινδύνων εκφορών λόγου
Προς εξαφάνιση κάθε λεκέ της σκέψεως
Από πανάκριβα κοστούμια
Που μήτε πλένονται
Μήτε αντέχουν φυσικά στην κακομεταχείριση των καθαριστηρίων.



 
  ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ


                                          Α

           ΚΑΡΛΟΤΤΑ: Αλλ' οι προδόται, οι εχθροί της προσφιλούς Πατρίδος
                               Επί τραχήλου θέτουσιν όνυχας τυραννίδος.
           ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ: Γυμνοί οι προμαχώνες μας, οι φύλακες κοιμώνται.

               (Πολυξένη Λοϊζιάς, Η Δούλη Κόπρος, Εν Λεμησσώ Κόπρου,
                                      Εκ του Τυπογραφείου Σάλπιγγος, 1890, 24).


Προδομένη περιφέρεσαι στο ακροθαλάσσι της Κερύνειας.
Άδεια πολυβολεία
Σκοποί κοιμούνται στα φυλάκια.

Για όλα φρόντισε ο Ιάκωβος.
Σαρακηνοί τρώνε τώρα τις σάρκες
Αυτής που ονόμασες πατρίδα σου.
Ελαφρά τη καρδία ο Ιάκωβος
Πούλησε τα πάντα για το στέμμα.
Πουλημένα τα ηλιοβασιλέματα
Πουλημένες οι αναμνήσεις
Από κουτούς που πίστεψαν
Στις υποσχέσεις του νόθου.

Προδομένη αντικρίζεις τη θάλασσα της Κερύνειας
Βλέπεις το πλοίο που θα σε πάρει μακριά να πλησιάζει
Μαυροντυμένη, βλέπεις τους προδότες
Μέσα στα βρόχια μιας τεράστιας αράχνης.

Άσε που οι κήρυκες ομιλούν περί εθνικής σωτηρίας
Άσε που βλέπουν την άνοιξη να πλησιάζει.
Το γεγονός είναι πως αφήνεις την Κερύνεια
Το γεγονός είναι πως μας εγκαταλείπει η Κερύνεια
Άδειους και μωρούς κι ανόητους ακολούθους
Ενός ακόμη πιο ανόητου αρχομανούς
Πυρομανούς και μητροκτόνου.

Της προσφιλούς πατρίδος τ' ακρογιάλια
Βαρύς ζυγός στον τράχηλο
Ζητωκραυγές που ξάφνου κόπασαν
Και πύκνωσαν τα σύννεφα
Κι αρχίσανε κατάρες και βλαστήμιες
Από ποικίλες κατευθύνσεις.
Εκείνος άρπαξε το στέμμα απ' το κεφάλι σου
Το πραξικόπημα ήταν γεγονός.
Πολλοί χορεύανε κι άλλοι χειροκροτούσαν
Την άνοιξη που δήθεν πλησίαζε
Άλλοι εκφωνούσαν πύρινους λόγους
Έχοντας ήδη παραδώσει τα πάντα στη φωτιά
Φωνασκούσαν για τη γαλάζια θάλασσα
Μη βλέποντας το κόκκινο της χρώμα.
Κραυγές υστερικές της μάνας σου
Καθώς επιβιβάζεσαι.
Αγαπημένε μου λαέ,
Τόσο εύκολα σε πλάνεψαν
Κατασκηνωτές του Τροόδους
Ελεγκτές κάθε κινήσεως, σκέψεως, προθέσεως
Πάσης εν γένει ενεργείας.

 Δ


Δωμάτιο με θέα
Διάτρητη σιγή
Από σφαίρες
Των δικών σου.
Συνταχθείτε
Εκ δεξιών η εξ ευωνύμων.
Δείτε λοιπόν τους σταυρούς
Τα πεδία των μαχών
Τους γύρους θριάμβου των νικητών
Μέσα κι έξω από τα τείχη της Λευκωσίας
Σφαγμένους σαν γουρούνια προγόνους
Μέσα στις εκκλησιές τους.
Δεν ξέρω πια αν τα ποιήματα
Αντέχουν τόση πίκρα.


                                 

 Ι


Ίσως σ αυτό το μισογκρεμισμένο σπίτι
Βρούμε τα νομίσματα που χάσαμε μικροί
Φως ξανθό και γαλανό
Κι ο κόσμος χάθηκε μαζί τους.

Σάπιες δοκοί και παλιοσίδερα
Απονενοημένες ενέργειες
Σπασμένα κρεβάτια
Αϋπνίες.

Εκείνα τα νομίσματα μονάχα
Κι όχι πιστές απομιμήσεις.
Μην προσπαθείτε να μας ξεγελάσετε.

Αν δεν τα βρούμε, μας αρκεί η λαμπρή τους ανάμνηση
Μας αρκούν τα μαγικά δειλινά
Που στη στιλπνή τους επιφάνεια καθρεφτίζονταν.


Ε


Εκτός θέματος

Μπορεί να γνωματεύσατε
Πως δεν πειθαρχήσαμε στα ζητούμενα
Όμως τα δεδομένα καυτά
Σιγόβραζαν στο κεφάλι μας
Αφήστε μας επιτέλους ήσυχους
Να περιπλανηθούμε στις απαγορευμένες οδούς
Να μπούμε στα χαμόσπιτα της Παλιάς Λευκωσίας
Εκεί που τα βράδια αλωνίζουν
Οι φρικτά σφαγμένοι πόθοι
Των παιδικών μας χρόνων.
Οι πρόγονοι δεν επαίρονται πια
Μας βαρέθηκαν φαίνεται
Δείτε πώς χασμουριούνται
Πίσω απ' τις άραχλες κουρτίνες των σπουδαστηρίων.

Ξαπλωμένοι φρικτά στα προαύλια των συλημένων ναών
Με τις ματωμένες σημαίες στο προσκέφαλο
Με τ' άστρα μιλιούνια ν' αδιαφορούν για την τύχη τους
Αδέσποτα σκυλιά και λιμασμένες γάτες
Άθαφτοι χρόνια δίκοπα μες στα στενά της Χώρας
Περνούν ψυχές αδέκαστες κι ακούν τα κούφια λόγια
Κηρύκων και δασκάλων στ' ανούσια πανηγύρια
Δίπλα στο προκεχωρημένο φυλάκιο
Ανάμεσα στ' αγριόχορτα των απρόσκλητων αναμνήσεων
Που χτυπούν επίμονα
Κι ας υποκρίνονται πολλοί πως λείπουν σε ταξίδι
Αναψυχής η κάτι τέτοιο.

Αυτά θέλατε να γράψουμε, κύριε;
Αυτά;


ΦΩΤΗΛΑΣΙΑ   (1999)


Λίγο προτού
να σβήσουν τα λαμπιόνια της γιορτής
και τ' αποθέματα φωτιστικών εξαντληθούν
ανηφόρισε προς τους μοναχικούς
λόφους της Φαντασίας.
Φωτοβολίδες στείλε της χαράς από ψηλά
σήματα νίκης του ανέσπερου φωτός.

Φως ιλαρό, φως άκτιστο
κι ας μαίνονται οι φωτοκτόνοι.

Οι φωτοδότες άγγελοι
άγριες βροχές κι ανεμοδούρες δε φοβούνται.
Νύχτα και μέρα πολεμούν
το γέρακα φωτοκολάπτη.
Γιατί λοιπόν εσύ την κάθοδό σου
από τους λόφους να επισπεύσεις;
Μην κατεβείς,
αν πρώτα δε φωταγωγήσεις
τις προσκυνημένες κορυφές
τους άγονους, μοναχικούς
λόφους της Φαντασίας.


1993

  

ΜΕΘΕΟΡΤΙΟΝ


Πάνε μέρες που έσβησαν
τα λαμπιόνια της τελευταίας γιορτής.
Δούλοι του σκοταδιού χωρίς λυχνάρι.
Γύρω μας οι ψυχές ουρλιάζουνε
των άταφων ακόμα νεκρών.
Βουτηγμένες στην πυκνή ομίχλη
και τη μαυρίλα του Άδη.

Εκεί στις όχθες οι ψυχές
του ποταμιού ποδηλατήσανε
μονάχα μια φορά
και σκούριασαν, αλίμονο
τα στίλβοντα ποδήλατα.

1993



ΑΝΑΒΑΣΗ


Με βρήκε η νύχτα
ν' ανηφορίζω φορτωμένος ενθύμια
των φίλων από την άλλη όχθη.
Από τον ουρανό
έπεφταν βροχή οστά πυρακτωμένα
αγάλματα σημαίες άρβυλα
ημιτελείς ερωτικές επιστολές.

1993-1994




ΠΑΡΟΥΣΙΑ


Ψυχές
σαν έντομα που παίζουν ξεχασμένα
στο φωτεινό περιβόλι της λάμπας...
Τα πλαστικά λουλούδια χάρμα
θάλλουν αθάνατα στο βάζο
και καρτερούνε τα έντομα
να φέρουν πάνω στα φτερά τους
τη μαύρη πάχνη των ηφαιστείων.

1994




ΚΑΘΟΔΟΣ


Στα έγκατα της γης συνάντησα τον άγγελο.
Μην πιεις νερό, τίποτα μην αγγίξεις.
Στον πυρετό καλύτερα να ψήνεσαι
από τη δίψα της ζωής.

Ο πιλότος μάς περίμενε μ' ανοιχτή την απαλάμη.
Ήτανε άσαρκος κι άτριχος.
Παντελόνι και σακάκι μαύρα δερμάτινα.
Ρίξαμε στην απαλάμη του ο καθείς τον οβολό του
κι ένα πράσινο τόξο
άναψε στο στήθος του.

Με κομμένη την ανάσα κολυμπούσαμε
μες στο πηχτό σκοτάδι.
Στ' αυτιά μας έφταναν οι κραυγές
των άταφων ακόμα νεκρών
και το ροχαλητό φριχτό των Ερινύων.

1993



ΕΥΜΕΝΕΙΣ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ


Στους υπερασπιστές της δημοκρατίας


Στα δεκαοχτώ σου, Μιχαλιό, φόρεσες το χακί.
Μαύρες ημέρες που αδερφός φαρμάκωνε αδερφό.
Γονατισμένα τα βουνά μπροστά στους στρατοδίκες
κι εσύ μια λεύκα λυγερή απροσκύνητη.

Ο Ύπνος ήρθε και σ' αγκάλιασε πικρός.
Σε λόφους άδεντρους τα οστά σου
κι ο ήλιος να τα γλείφει σαν σκυλί.

Η μάνα σου μαράθηκε σκυφτή
πίσω από τ' ανοιχτό παράθυρο.
«Έσβησε το φως μου, πάει
πέφτει το ρόδι σάπιο στην ποδιά μου.
Να κοιμηθώ
και την ψυχή να δένουν του παιδιού μου
δόλιες αράχνες;»

Μες στο σκοτάδι τα οστά σου φωσφορίζουν
σκορπισμένα εδώ κι εκεί, παλιέ μου φίλε.
Ροδοκόκκινα τη σάρκα μού καίνε τα οστά.

Βαριούνται και νυστάζουν οι Ερινύες
κι η ψυχή σου άραχλη πλανιέται
στα νοτισμένα δώματα του Άδη.

1993


  

ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Μια πεταλούδα είσαι διαφορετική
διωγμένη από το πανηγύρι.

Κλειστοί για σένα οι εύοσμοι μπαξέδες.
Τα δέντρα θάλλουν και χωρίς εσένα.
Σπάνια οι άγγελοι ανάβουν τα φώτα.
Τότε πετάς αλόγιστα να χορέψεις
και καις τα φτερά σου.
Σαν πέσει το σκοτάδι
ο ουρανός σε φωνάζει
πασπαλισμένος με κόλλυβα.
Το σύννεφο σ' αποπαίρνει
και τρέχει σαν τρελό
μη χάσει το παιχνίδι.
Ο ήλιος είναι άρρωστος.
Μια τόση δα σφαίρα ήρθε
και σ' απέβαλε
- ο ουρανός σε καλεί
το σύννεφο θέλει να σε παίξει
ο ήλιος οικουρεί -
μια τόση δα σφαίρα
και σ' απέβαλε διά παντός.

1994 

  

ΗΡΩΕΣ


Μας βλέπουν οι ήρωες από τα βάθρα τους
και διερωτώνται
μας βλέπουν κι απορούν.
Ερυθριούν, όταν τους πλησιάζουμε
μετά πολλών στεφάνων.
Τις νύχτες επισκέπτονται
τα μαλακά κρεβάτια μας
και μας πετούν κατάμουτρα τα ερίτιμα στεφάνια
κλαίγοντας μ' αναφιλητά στο προσκεφάλι μας
για τον διαρκή και παρατεταμένο θάνατό μας.

1998



«ΗΡΩΕΣ»


Ολίγοι σήμερα κατέθεσαν στεφάνι
στο καλλιμάρμαρό μου μνήμα.
Ο αγών ελησμονήθη ανδρός ηρωικού;

Ωστόσο δεν πτοούμαι.
Κατά την τηλεοπτική μετάδοση του γεγονότος
γνωρίζουν άριστα οι τεχνικοί
και πολλαπλασιάζουν τους παρισταμένους
επευφημούντας με δανεικά χειροκροτήματα.

Η προσφορά μου θα εκθειαστεί δεόντως
με τα κατάλληλα επίθετα
σχήματα λόγου υπερβολές
νεόκοπες υπερβολές, ομηρικά επίθετα
προσήκοντα σ' αναμετάδοση του γεγονότος
δορυφορική.

1998


  

ΘΑΛΕΡΟ


Θάλλουμε ανέμελα
χωρίς απ' τις σοφές
να διδασκόμαστε πέτρες.
Δε μνημονεύουν τους προγόνους των αυτές
ούτε φοβούνται τα πουλιά.

Οι πέτρες μάς εκλιπαρούν
να σπεύσουμε στο Όρος
γονυπετείς να ενδώσουμε στο θαύμα
προκατακλυσμιαίας γαλήνης.

Το Όρος αντιστέκεται
το Όρος υπομένει
παρά τους επονείδιστους
όρους της παραδόσεως
παρά τη λήθη ζώντων και νεκρών
στα κράσπεδα της ηλεκτρονικής
πληρώσεως πάσης επιθυμίας.

Τι να πούμε στους φίλους που ήπιανε το θάνατο;

Στου Όρους την ολόμαυρη ράχη
οστά πτερόεντα, έπεα προβολείς
παράσημα κονσέρβες πλαστικά.

Τη δόξα τραβώντας από τα μαλλιά
οι ρήτορες θάλλουν.

1998




ΜΝΗΜΗ


Ο ρήτωρ τρομάζει
όταν, καθώς ομιλεί,
οι μαύρες πεταλούδες έρχονται
και του κρύβουν το πρόσωπο
και του κλείνουν το στόμα.
Σβήνει τα φώτα στη στιγμή
και συνεχίζει ακάθεκτος
χωρίς να υποψιάζεται
και κάθιδρως αναφωνεί
χωρίς να ξέρει.

Καλότυχοι όσοι δεν ήπιανε
το γιατρικό της λήθης
κάτω απ' το προσκεφάλι τους διπλώνοντας
τη φωτισμένη τους συνείδηση.

1998

  

ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ


Παραδουλεύτρες μέλισσες ανάψανε τα φώτα
και τα σαλόνια λάμπουν των ανθών.

- Η πεταλούδα είναι πολύτιμη
μέσα στη μοναξιά σου, αδερφέ μου, του είπα.
Ξέρει να διαβάζει την ψυχή σου
κι είναι τόσο θλιμμένη;

- Γεύεται κι εκείνη τους καρπούς της Αναμονής.
Διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος.
Δεν έζησα... Δεν έζησα...

- Μια πιστή εν τέλει διαθέτεις
ολόδική σου πεταλούδα.
Τι άλλο θέλεις;

- Λιβάδι με τ' ασφοδίλια ιπτάμενο
άπιαστο, ανεξερεύνητο.
Τι κι αν η Περσεφόνη προβάλλει φωτοδότρα;
Τι κι αν πορτοκαλιά κλωστή
το σκότος καταργεί;
Στον κήπο τώρα της χαράς
Παίζουν ανέμελα τα ψάρια.

- Έλα μαζί μου. Το φως ξανά θα δεις.
Σε μυστικό βαθιά κρυμμένος κοιμητήρι
από τους άτεγκτους φρουρούς του Κάτω Κόσμου
θα ξεφύγεις.

1989-1994

  

ΑΝΑΛΗΨΗ


Γυμνά ολόφωτα κορίτσια
φωτηλατούν και μέλπουν.
Οι πεταλούδες πορφυρές
στολίζουν τα μαλλιά τους·
κοιμήθηκαν οι άγγελοι
κι η θάλασσα κατάπιε
τα ηλεκτροφόρα μυστικά
των σφουγγαράδων.

  

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ


Εκεί που ψηλαφούσα το σκοτάδι
παράνομη ανατολή του ηλίου.
Φως παγερό. Φως όμως, φως!
Κι η αλήθεια! Οι φίλοι μου ξαναγεννήθηκαν.
Οι φίλοι μου γιορτάζουν
την ένδοξη τους Ανάσταση!



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Καράβι της επιστροφής στο φως.
Πολύχρωμες σημαίες στα ιστία
ιαχές τρελής χαράς.
Λάμπες, λαμπιόνια στα ξάρτια σου
κάθε λογής φωτιστικά.
Φωταγωγημένο
σε θάλασσα ανθισμένη πλέεις
πρόσω ολοταχώς.
Ναύτες ανεβοκατεβαίνουν στο κατάρτι.
Το ταξίδι θα συνεχιστεί χωρίς απρόοπτα.

Θάλασσα κι ουρανός έγιναν ένα
κι εμείς συγκάτοικοι των δελφινιών και των
αγγέλων.

1993



ΕΠΟΧΕΣ


Στην Κωνσταντία


ΑΝΟΙΞΗ

Ανοίγουν τα πέταλα τους τ' αγριοκόριτσα
σε μυστικούς αμπελώνες
και προσεύχονται.



ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Σαν ήρθαν οι ληστές και δέσαν τους αμπελουργούς
όρη και λόφοι μαυροφόρεσαν.



ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τα σφριγηλά στις δόξες τους
τσαμπιά των αμπελώνων.
Νύχτες από σκουριασμένο χαλκό του Σεπτέμβρη.
Παίρνει φωτιά το αμπέλι
τσαμπιά πυρακτωμένα
ρώγες ηφαίστεια
αθάνατοι λαμπτήρες
δείκτες ηλεκτρικής φορτίσεως
προάγγελοι της ήττας του θανάτου.



ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Κάθε νιφάδα και μια ψυχή κοριτσιού
που ευτύχησε με τον άγγελο να χορέψει.

1994




ΑΝΑΜΝΗΣΗ


Καράβια σύννεφα.
Απόγευμα σπασμένα παράθυρα
καμινάδες
άλγος
όνειρα παγωμένα νοσταλγία.
Ρωτήσατε τον πόντο
αν οι ταξιδιώτες λησμόνησαν;
Ακούσατε τα ρόδα,
το παραμιλητό της γριάς;
Τα ρολόγια δεν αστειεύονται
οι θαλαμηπόλοι των ενυπνίων
δε χαρίζονται σε κανέναν.
Σύννεφα τύψεις
πειρατικά σκαριά
τη θάλασσα αναδεύουν
αγέραστοι θεοί δαιμονισμένοι.
Ο Βασιλεύς καθεύδει
τα ρόδα υποκλίνονται
ενώπιον της βασιλομήτορος των δισταγμών.
Οι ταξιδιώτες δεν ξεχνούν
τον οβολό της προσευχής.
Ανοίγουν οι ασκοί της νοσταλγίας
τα όνειρα εξανεμίζονται
οι άγιοι πόθοι δραπετεύουν
απ' τις ρωγμές των καμινάδων του θανάτου.

1998


ΗΜΕΡΟΝΥΚΤΙΟ


ΟΡΘΡΟΣ

Εγερτήριο των αγγέλων.
Αναφορά στον ουρανό.
Παραδειγματική τιμωρία
των αγουροξυπνημένων.
Δάκρυα πάνω στα φύλλα της συκιάς.
Κάθε άγγελος λοιπόν ας ασκητέψει!


ΠΡΩΙ

Χωρίς τη δροσιά του σκοταδιού
χωρίς το εξαίσιο θυμίαμα
του έρωτα.
Οι άγγελοι στα μαύρα.
Αρχάγγελος με πύρινη ρομφαία
περιέρχεται τα ουράνια ξωκλήσια.
Άπαντες προς επιθεώρησιν!


ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Ο ήλιος γευματίζει εν πλήρει δόξη.
Εκατοντάδες άγγελοι ένοχοι
ως μη στιλβώσαντες επαρκώς
τα υποδήματά των
ως μη την προσευχήν αναπέμψαντες
κατά τα ειωθότα.
Στην πυρά! Στην πυρά!


ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Η ποίηση
είναι όχημα μεταφοράς προσωπικού.
Γλυκό του κουταλιού
στα παρεκκλήσια των αγγέλων
ύστερ' από πικρόν ύπνο.
Οι μάνες που αναλήφθηκαν
προβαίνουν τώρα γυμνές
ολόλευκες νέες.


ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Ένα παιδί πετροβολάει το φεγγάρι.
Θολό νερό
κόκκινο θολό βλέμμα του στρατιώτη.
Πλήγωσα το φεγγάρι, μάνα!
Ένα παιχνίδι ήταν μια κακή στιγμή.
Φτερωτά παιδιά
τρέχουνε πίσω απ' τις ροδιές.
- Πού να με πιάσετε, φωνάζει το φεγγάρι
και τους πετάει κατάμουτρα τις γάζες.
- Θέλεις να παίξουμε, φεγγάρι;
- Έλα!
- Πού πας, γιε μου;


ΒΡΑΔΥ

Οι άγγελοι φορέσαν τα λευκά τους.
Ουράνια μουσική
Χέρια τυφλά
που ψαχουλεύουν τ' άστρα.
Ο θρόνος του Θεού δεν εντοπίστηκε ακόμη.
Οι Άγιοι αγρυπνούν υπέρ ημών.


ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Φωταγωγημένοι λόφοι
με οστά κατάσπαρτοι
πολεμιστών λευκά
που, ιδού, παίρνουν ν' αναψοκοκκινίζουν.
Έγερση των στρατιωτών.
Σα βρέφη αθώα υπερίπτανται του κόσμου
κι οι μάνες ανεμίζουν τα μαντίλια.
Μυριάδες άγγελοι, χιλιάδες βρέφη
ψάλλοντας τα επινίκια.


ΟΡΘΡΟΣ

Αναδάσωσε τις απάτητες κορφές
των απολιθωμένων τύψεων
λίγο προτού ξημερώσει
λίγο προτού εξαντληθούν οι πρώτες ύλες
και σβήσουν οι λαμπάδες
μια για πάντα.

1997


HIC


Κάθισες σ' ένα πάρκο ν' ανασάνεις
άνεργος και χολωμένος.
Όλη τη μέρα τι έψαχνες να βρεις;
Ήσουν ελεύθερος;

Φόρεσες τα καλύτερά σου ρούχα και βγήκες.
Στην κλινική «Rosa» ο φίλος σου ο Hic
μετρούσε τις μέρες που έφυγαν
χωρίς να του μιλήσουν.
«Δόξα στους ολάνθιστους μπαξέδες
των ονειροτόπων», είπε,
«αφού εκεί μπορεί κανείς, άμεμπτος
να σβήσει, όπως βολεί, τα κάρβουνά του.
Οι πυρκαγιές έτσι αποφεύγονται
κι οι εξάρσεις των μετωπικών συγκρούσεων».



CARMINA PARVA



α΄
Κατέβηκες στον κήπο ν' ανασάνεις
και σε μυρίστηκαν τα δέντρα σαρκοβόρα.

β΄
Κοιμάσαι πια
μες στο κλουβί του παπαγάλου σου
εξασφαλίζεις, νοικοκύρη μου,
τον απαραίτητο αέρα και τροφή.

γ΄
Κάτω στον κήπο ένα βιολί
μια πέτρα
σπάζει.
Και σου είπα
μην εμπιστεύεσαι τα δέντρα.

δ΄
Γιατί να μη γινόμαστε ένα με τα τραγούδια;
Γιατί να παραμένουμε οι τυφλοί
σωματοφύλακες του μέλλοντος;

1991



INAMOENUM


Σε γνωρίσαμε μοναχική κι ανυπέρβλητη
Χέρσοι σαν παραφυλάγαμε
έξω από τ' ολάνθιστο περβόλι.
Όμως, εσύ μην αφεθείς στον άνεμο
μην αρνηθείς την αλλότροπη
ιθαγένεια των πραγμάτων.
Η ωραιότης δε χάνεται.
Μένει γυμνή, προκλητική
στο βάθος των πραγμάτων.

1978-1990




ΙΘΑΚΗ


Δεν έχει τέλος τούτο το ταξίδι.
Κατεβαίνοντας σε κάθε σταθμό
με τα τρόπαια μιας αμφίβολης νίκης.
Και πάλι ξεκινώντας για το Άγνωστο.
Λησμονώντας την αμείλικτη κλεψύδρα
σ' αίθουσες αναμονής...

1989
  



ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ


Το φως πενθεί στη λάμπα
τα σπίτια αιμορραγούν.
Οι γριούλες τυλίγουν το νήμα της Υπομονής
κι αποσύρονται νωρίς.
Γράφουν αδέξια τα παιδιά
μες στο τετράδιο τ' Ουρανού.
Αληθινά ζούνε μες στ' Όνειρο.

1990




ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ


Τους νεκρούς σου μη μετράς
αφού δε γίνεται
δίχως απώλειες να νικήσεις.
Μόνο κοίταξε πώς θα μπορέσεις
κάποτε να βγεις
απ' το καμίνι αράγιστος
χαμογελώντας στο Αναπότρεπτο
ψημένος.





ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ


Στη μνήμη του Λένα Κάκκουρα*


Την πόρτα ανοίγω διάπλατα
και μπαίνουν τα πουλιά μέσα στο σπίτι.

Πικρή γεύση του καφέ στον ουρανίσκο.
τι μ' έπιασε τώρα να εξετάσω
τ' αναίτιο πέταγμα των οιωνών;

Κατά το βράδυ ήρθε πουλί το πιο τρανό
γέρακας πελιδνός.
Κόβει το νήμα ο Σαρακηνός
κι ο Αρχάγγελος σε βράχια απάτητα
τα νύχια του ακονίζει.

Το γέλιο που άνθιζε στα χείλη σου
πριν σβήσει,
τα χέρια άπλωσες
κι αγκάλιασες τη μυγδαλιά σφιχτά.
μ' αυτή σού ξέφυγε
σβήνοντας τα λαμπάκια της
στα νύχια ακροπατώντας.

1994

* Σ' ανάμνηση της τελευταίας μας συνάντησης
το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του.





ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ


Η κραυγή του πληγωμένου
ηλεκτρικού λαμπτήρα
οι προτροπές για σύνεση στα σκοτεινά.
Κοίταξε χαμηλά τις πέτρες
άσε τους επισήμους να λικνίζονται
στο έλεος των ανελέητων προβολέων.
Σκάψε βαθιά
να βρεις τις φλέβες χρυσαφιού
παρά τις επανειλημμένες προτροπές για σύνεση
παρά τις ύστατες εκκλήσεις
των χρηματιστών.

1998


  

ΣΚΙΕΣ


Το πρώτο ποίημα

Μαύρο πέπλο απλώθηκε γύρω η νύχτα.
Μυστηριακοί ήχοι ξεπετάγονταν
από τις φυλλωσιές των καρυδιών.
Οι σκιές των σκελετών που συναντήθηκαν
να πουν τα δικά τους
πολύ τάραξαν τη γαλήνη της Αιωνιότητας,
όπου τα κορμιά αντιπαλεύουν
στην αποθέωση του Έρωτα.
Και στα πολύβουα ρυάκια
απλώθηκε βαθιά σιωπή
και ρουμπινιές στάλες συνταιριάξανε
με τα μαβιά νούφαρα
και τ' αηδόνια χωσμένα
στ' απόκοσμα του ποταμιού
στήνανε ύμνο ξωτικό στον Έρωτα.
Κείνη τη στιγμή στην ψυχή μου
χώθηκε γαλήνη ανήσυχη
και με το μυστήριο αντιπάλεψε.
Και ο νους μου δε χώρεσε ποτές του
τα όσα η σιωπή της νύχτας κρύβει.

1976


  

ΟΙ ΑΣΚΟΙ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


Τα λαμπιόνια στασίασαν την ύστατη στιγμή.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν
τους φανατικούς νοσταλγούς
των πανηγυρικών λόγων.
Άψογες αναμάρτητες
πλαστικές ροδιές
πουλιά τηλεκατευθυνόμενα
άβουλα γελαστά
ηλεκτρικά κορίτσια.
Πού είναι το φως το αμαρτωλό;
Ο κήπος με τις ψευδαισθήσεις
η ήττα της τελειότητας
ο θάλαμος της αποστάξεως
των απαγορευμένων αισθημάτων;

Πού είναι τ' αγριοκόριτσα
να δέσουν τους φρουρούς
ν' ανοίξουν τους ασκούς της νοσταλγίας;

Άψογες αναμάρτητες ημέρες
επιθυμίες πλαστικές.

Πού χάθηκαν οι καθαρτήριοι άνεμοι;
Πού είναι οι πειρατές
οι ιαχές οι πυρσοί οι σημαίες
τα σκαριά
οι προγραφές
οι λόγοι οι ζητωκραυγές τα μανιφέστα
οι ζωντανές ημίγυμνες αμαρτωλές παραισθήσεις;

1998


ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ I


Φρουροί των υποθηκών
φύλακες των δεσμεύσεων
σε θερμοκήπια
υψίστης αποδόσεως.

Παράγουμε κάθε λογής
πρωτοφανέρωτα φυτά
ιδέες καλλωπιστικές
ρήματα χάρμα
κι εκατομμύρια επίθετα
που μπαινοβγαίνουν σα μυρμήγκια
στα κρανία
των άταφων νεκρών μας.




ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ II


Με λέξεις
χτίζουμε το παρελθόν
επίθετα
συνθήματα,
βεγγαλικά.

Στο τέλος του πανηγυριού
οι λέξεις δραπετεύουν.

Οι λέξεις επιστρέφουν
στα λεξικά
τραυματισμένες.

1999



ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ


Οι λέξεις συνελήφθησαν
γιατί διανοήθηκαν
να μη συνεργήσουν
κι άφησαν τον ιδρωμένο ρήτορα
στα κρύα του λουτρού
μπροστά στο έξαλλο πλήθος.

Οι λέξεις βουλιάζουν
σε υγρούς τάφους.
Μας αποχαιρετούν
προτού καταχωρηθούν
αμετάκλητα
στα λεξικά του Τμήματος Υποταγής.

Κι εμείς νυσταγμένοι
δεν τολμούμε
να τις προφέρουμε
έστω και για τελευταία φορά.

1999



ΠΕΡΙ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ


Στα παιδιά μου και στους μαθητές μου

Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάπου η αλήθεια.

Όμως το σημείο εκείνο
είναι χωμένο
κάτω από τόνους χώματος
στρώματα λάσπης μύθων
λόγων υπεκφυγών
σιωπής ενοχής
τύψεων
αυτοάμυνας.

Μακριά από τις έτοιμες αλήθειες
των πεφωτισμένων
σκάψε βαθιά
μόνο με τη δική σου αξίνα
φτύνοντας το χώμα και τη λάσπη
φτάνοντας μέχρι τον καυτό πυρήνα,

Εκεί που ο ρήτορας τρομάζει
σα μυρίζεται
τις καμένες σάρκες των παραμυθιών.

1999





ΣΤΥΦΑ ΚΥΔΩΝΙΑ   (1988)



1


Κυδώνια στυφά μας φίλεψε
η αρχοντοθυγατέρα.
Για χρόνια πορευόμαστε σκυφτοί
βουβοί δεχόμαστε τον εμπαιγμό του ήλιου
κι όταν η κορφή ήταν πια δική μας
μ' αυτούς τους άγουρους καρπούς
γελάσαμε τη δίψα μας
γίναμε εξάρτημα μιας μηχανής.



2


Συντονίζομαι με το ρυθμό της μηχανής
τη Μοναξιά και τ' Όνειρο αποπέμπω
την Ποίηση απαρνούμαι
κάθε κακή συνήθεια.
Τη ρώμη τώρα υμνώ του σώματος
Σωφρονίζομαι
ανανήφω.



3


Ακόμα λίγο την ψυχή σου στίψε και θα στάξει
το απόσταγμα της έμπνευσης,
αιρετικέ της αγοράς.

Ποιοι σ' επιβουλεύονται δε νοιάζεσαι να μάθεις
την ήττα συνηθίζοντας να επιλέγεις
και να τη βαλσαμώνεις σ' ελεγείες.

Ώσπου μια μέρα ο γέρακας θα κράξει «εμπρός»
κι εσύ θα δέσεις την ψυχή σου μ' ένα σπάγγο.
Δειλέ, εσύ που αντάλλαξες το χώμα με το σύννεφο
δούλος θα σέρνεσαι αραχνοΰφαντων σκιών. 



4


Από του χαρακώματος μιαν άκρη
ένας αναστεναγμός.
Βούλιαζε ο κήπος που μες στα σωθικά σου
κορφολόγαες.
Ξεχνάς πως κάποτε είσουν με τους μονομάχους;
Τη νύχτα οι στρατιώτες κοιμούνταν στο χαράκωμα
Η θάλασσα σ  απέλπιζε
το σπαθί σου σκουριάζει. 



5


Κι ανέμελος αριστοκράτης ο ουρανός
να σε περιγελά που περιφέρεσαι
μ' ένα σκουριασμένο σπαθί καρφωμένο πισώπλατα.



6


Σ' έβλεπαν ατάραχοι να περιφέρεσαι
ανάμεσα σε ξεκοιλιασμένους οδοστρωτήρες
μ' ένα σπαθί καρφωμένο στην πλάτη σου
επιχρύσωναν την υπομονή.



7


Κοίταζαν εκστατικοί το ηλιοβασίλεμα
μελετούσαν εμβριθώς τα τοπία
οι πορφυρογέννητοι! 



8


Αύριο θ’ ανοίξουν διάπλατα οι Ουρανοί
και θ' αναληφθείς
πιο ρόδινος κι από ρόδο
σε μέρη που δεν κατοίκησε ούτε θεός.
Η Σιωπή Παναγία κι Αδάκρυτος
θ' αναδύεται μέσα από το κάλλος
των οφθαλμών σου
και θα γυρίζει τους δείχτες του ρολογιού
βαθιά μέσα στο μέλλον.
Το σπαθί σου θα λειτουργιέται μέσα στις Εκκλησιές
και συ, γινωμένος καρπός,
θ' αποτίθεσαι
στις αγκάλες της πλάσης.



9


Παιγνίδια των πουλιών πάνω στις στέγες
σπιτιών που 'χουνε κλείσει εδώ και χρόνια.
Τα τιτιβίσματα αντηχούν ως πέρα
σε σκοτεινών βουνών και διψασμένων βρύων
αχανείς εκτάσεις.
Σβήνουν
χωρίς να τέρψουν ένα αυτί
χωρίς να προκαλέσουν ένα λίκνισμα
και τα πουλιά δεν παίζουν άλλο πια
κλείνονται στις φωλιές τους κι όλο κλαίνε.



10


Τη γαλήνη τόσο επόθησα
μα δεν τη βρήκα.
Μήπως είναι που κάθε λίγο ένα αστέρι
σκίζει την καρδιά μου για να μπει
ή μήπως είναι που τρίζουν για να βγουν στο φως
τα νέα φτερά μου;


 11


Μικρή μου πεταλούδα
μη νομίζεις πως η ομορφιά σου με θαμπώνει.
Να* απλώς απορώ
πως από ένα βρώμικο σκουλήκι βγήκες εσύ,
η ξακουστή μες στο βασίλειο των εντόμων. 


 12


Ανοίγω ένα παράθυρο
να μπει το φως μες στην καρδιά μου.
Όμως το φως δεν είναι εκείνο που ήθελα
και το παράθυρο μου κλείνει κάποιο χέρι.
Αλίμονο! Ένας Θεός το ξέρει
πόσος καιρός χρειάστηκε να λησμονήσω το σκοτάδι
τώρα το φως για πάντα χάθηκε
και μαύρο ανοίγει μπρος μου το χείλος του Άδη.



13


Θα πέσω ακόμα κι άλλο χαμηλά
θα γκρεμιστώ και θα πονέσω*
όταν με δουν στην άκρη του γκρεμού
με δύναμη θα σπρώξουν και θα πέσω.
Ο πόνος μου άνοιξε πληγές
που με τον χρόνο δεν θα κλείσουν
άγρια κοράκια το συκώτι μου θα φαν
άγρια κοράκια τα σημάδια τους θ' αφήσουν.
Θα πέσω ακόμα κι άλλο χαμηλά
θα ζήσω χρόνια στο σκοτάδι
στη ζωή μου θα φορέσουν τα θεριά
μαύρο και πένθιμο μαγνάδι.



14


Όταν η φωτιά ήταν κοντά
κι ο Αρχάγγελος με το δρεπάνι του θέριζε μαργαρίτες
τα δένδρα εγκατελείφθησαν
μέσα στο καρναβάλι των αναλαμπών και των εκρήξεων.
Μα πού βροχή εκεί που κάθε σάλεμα είχε ανασταλεί
από τον φόβο επικειμένης συντελείας.
Το κάθε ζώον είχε μαρμαρώσει
πίσω από λαγωνικά και λύκους
που άφηναν τα σάλια τους να στάζουν
και να μολύνουν το χορτάρι.
Στους γάμους που ακολούθησαν τα δέντρα τραγουδούσαν
κι οι πέτρες αναστέναζαν για την σκληρή τους μοίρα.
Το μεσονύχτι τρίζαν τα κλαδιά
κι οι ρίζες έπαλλαν κάτω απ' το χώμα.
Μα εκεί που τα φυλλώματα πλαντάζανε
και τα κορμιά των καρυδιών αναριγούσαν
μια κουκουβάγια βόγκηξε και πέσαν τα τσεκούρια.

Κι ο βαρκάρης κουβαλούσε τις ψυχές μας
στην αντίπερα όχθη
μαδώντας μαργαρίτες πάνω απ' το θολό νερό. 




15


Νέοι του Περιθωρίου

Λουφάζουμε κάτω από λερά σεντόνια
αποπαίδια της Καταστροφής.
Είμαστε νούμερα σε μητρώα ανέργων.
Καρδαμωμένοι πρεσβύτες
κομίζουν τα δοχεία νυχτός
καθώς μας βλέπουν
να ξερνούμε χολή και να παραμιλούμε
εκτεθειμένοι στις συνωμοσίες των χαφιέδων,
να φτύνουμε αίμα και να προκαλούμε
τα φιλντισένια αισθήματα των καθωσπρέπει κυριών.
Είμαστε η μαγιά του μέλλοντος. 



16


Λέμε πως δεν ενδώσαμε
και κομπάζουμε για περιώνυμες νίκες.
Πού είναι, λοιπόν, τα τρόπαια μας;
Αφηνόμαστε.
Ποιος ξέρει
κάποια δύναμις ίσως μας περισώσει.



17


Τα τρόπαιά τους είναι οι πολύχρυσοι οίκοι
και οι εύσωμοι οικόσιτοι δούλοι. 



18


               Νέοι του Περιθωρίου 2

Παραμένουμε δέσμιοι των δυσμενών συνθηκών
χωρίς να κηρύσσουμε επανάσταση
μια, έστω, αναίμακτη ανταρσία περιορισμένης κλίμακας.
Έτσι που μας ευνούχισαν οι ηθικολόγοι
κι οι πατριδοκάπηλοι
τι να κάνουμε,
γυρίνοι σ5 απέραντο βάλτο.
Χάνουμε την αίσθηση του ρυθμού
μαζί μας αργοπεθαίνει κι η ποίηση της πρώτης νεότητας.
Σκάβουμε τις πληγές μας
να βρούμε τα κατάλοιπα προγονικών ανομημάτων
που μας παιδεύουν ανελέητα.
Ξύλινα ειδώλια στην όψη αστραφτερά,
με σωθικά σαρακοφαγωμένα,
μπροστά σε γέρους ροδομάγουλους σερνόμαστε. 



19


Ξεκινούμε για τη Μεγάλη Σκάλα
με μεγάλα Όνειρα και φτερά νεοσσού
μ' όλο που ξέρουμε πως δεν υπάρχει τελευταίο σκαλί,
πως τα φτερά μας θα κοπούν με δίκοπο σπαθί
μ' όλο που ξέρουμε πως θα πνιγούν
μες στο αφρισμένο αίμα τα όνειρα.
Ξεκινούμε για τη Μεγάλη Σκάλα*
στη βάση της τοποθετούμε τα δεκανίκια
ευχόμαστε να μην μας χρειαστούν
παίρνουμε όλες τις προφυλάξεις
όμως η πτώση είναι μοιραία.



20


Να γκρεμίσουμε την σκάλα
να εξαφανίσουμε την σκάλα
φτωχοί και ξεχασμένοι στο σπιτάκι μας
δίχως εξαίσιες πτώσεις.



21


Μας μένει τώρα ένα δωμάτιο
σκοτεινό και υγρό
για να διπλώσουμε τη ζωή μας σα σεντόνι
(πίσω να γυρίσεις δεν μπορείς
σ’ εκείνο το νησί τ' ονειρεμένο). 



22


Αλήθεια Κύριε,
Πόσοι νεκροί περιφερόμαστε
στις αγορές των ζωντανών
που ζουν και πλάθουν όνειρα
μακριά απ' τα κοιμητήρια
κι όταν πεθάνουν, εύκολα
σαπίζουν και ξεχνούνε.



23


Σε λίγο θα νυχτώσει
κι οι χωροφύλακες θα κυνηγούν μια κάμπια.
Μην πτοηθείς, μην καταδώσεις.
Για ένα τρύπιο λάχανο
δεν είναι άδικο να βουίξουν οι κοιλάδες
δεν είναι κρίμα να μαγαριστούν οι βράχοι;



24


Ζωή μου ανεπαίσθητη,
που προχωρείς ρίχνοντας κύβους.


25

Ετοιμοθάνατος Ποιητής

Τον ξέκαναν οι μέριμνες και οι τεχνοκράτες
όπως αφανίζουν οι διχτάτορες
τους πολιτικούς των αντιπάλους.



26


Ακρωτηριασμένα αγάλματα»
Το βάρος των άλλων να τσακίζει το σβέρκο σου
την ψυχή σου ν9 αλέθει
μέσα στη συντριβή σου ν9 αντηχεί
των ημερών το βήμα το στρατιωτικό.
Να δεις που όλοι θα γίνουμε μια συμπαγής μάζα
πέτρες σοφά πελεκημένες, ταυτοπρόσωπες. 





27

Αστυάναξ

Μην κλαις τα στάχυα που κάηκαν
αυτά άφησαν σπόρους στη γη.

Ευτυχισμένος όποιος πεθάνει
αφήνοντας πίσω του καλή σπορά.
Εγώ θα κλάψω τον Πρίαμο
και την ξεκληρισμένη του γενιά
θα κλάψω την Εκάβη
και το μοιραίο παιδί, τον Αστυάνακτα,
που το γκρέμισαν από τα τείχη του Ιλίου οι Αχαιοί.
Το 'χε προβλέψει, βλέπετε, ο Οδυσσέας
ο ποικιλόφρων, ο δημοχαριστής
πως αν δεν το ξέκαναν όσο ήταν καιρός
κάποτε θα ξυπνούσε μέσα του
το στοιχειωμένο αίμα του πατέρα του
το αίμα του λαού του
και θα 'θελε να πάρει εκδίκηση σαν άντρας. 




28

Αινείας

Κάποτε είχα ένα σπιτικό*
το έχτισα με τα ίδια μου τα χέρια
μπορούσα τις νύχτες να κοιμούμαι
χωρίς να φοβούμαι τα στοιχειά και τη βροχή.
Τώρα ξημεροβραδιάζομαι σε πορείες προς την Τροία*
περπατώ με μια φωτογραφία στο χέρι
καπνίζω ασταμάτητα
γυρεύω ένα σημείο.
Πρέπει να ισορροπήσω πάνω σε μια κλωστή*
μα δεν κουβαλώ το βάρος του κυρού μου μόνο
μ5 έχουν φορτώσει ξένα αμαρτήματα
πώς να μην σπάσει; 



29


Καφενόβιες αράχνες μας θέλουν
να τρεφόμαστε με φτερωτές διακηρύξεις.
Να είμαστε οι αθέατοι οπαδοί,
αμέριμνοι θεατές της χρυσοποίκιλτης ζωής τους
στα ρηχά του βάλτου.



30


Μας πήραν για χταπόδια
και μας χτυπούν στα βράχια έτσι ανελέητα;
Γι αυτούς ακόμα κι οι πέτρες ανθίζουν
μα εμάς που σερνόμαστε σε σκοτεινούς διαδρόμους
ψάχνοντας πανικόβλητοι για μια έξοδο κινδύνου
μας κυνηγούν γαυγίζοντας οι πορφυρογέννητοι
και τα πιστά κομματικά σκυλιά.



31 


Μας χτυπούν στα βράχια
ν’ αποβάλουμε το μελάνι της πίκρας*
δεν ξέρουν πως είμαστε ανεξάντλητοι.
Ο φόβος του θανάτου τι είναι
μπροστά στο φόβο
ότι η ζωή μας ξεφτίζει σπαταλημένη;


32


Οι σκνίπες ανενόχλητες μας πίνουν το αίμα.
Χωνόμαστε στη λάσπη
στο αντικρυνό βουνό για ν’ ανεβούμε.
Το υγρό στοιχείο μας απειλεί.
Προσμένουμε το θαύμα με στεγνή ψυχή. 


33


Τα ποτάμια ρέουν και χάνονται υποταγμένα
δίχως χρόνο νεκρό
μα εσένα σου κόβονται τα γόνατα
μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αδιάλειπτης ροής.
Παλινδρομείς
Η πίκρα απλώνει ρίζες στο κορμί σου
πώς να την ξεγεννήσεις όσο και να σκάψεις;
Τα σκουριασμένα σπαθιά
οι στυφοί καρποί στα πανέρια
η αναμονή που πάει να γίνει
παραδοχή της ήττας
α, η ζωή είναι μόνο μέσα στο ποτάμι
κι αν δε βραχούν τα πόδια σου
πάει, σ’ έκλεισαν έξω.



34


Εδώ στο βάλτο όλα ακινητούν
μόνο τα κουνούπια
παρέμειναν πιστά σε κάποια αποστολή.



35


Μας εξηγούν κυνικά
έτσι απροκάλυπτα
πως θα βουλιάξουμε.


 36


Αγωνιζόμαστε λέμε
κι όμως πληρώνουμε το φόρο της υποταγής
τσακιζόμαστε να προσπέσουμε. 




37


Πέφτουν ηρωικά
στα τέσσερα
σαν θα τους εξαργυρωθεί μια τέτοια θυσία.


38


Δεν έδρεψες καθόλου εσύ άνθη της πέτρας.




39


Οι γερο-Φέρηδες έτριξαν τα δόντια
καθώς αντίκρυσαν ένα σκουλήκι άριστο
σαν τον Κυρίνο.
«Είναι ποπολάρος, αδερφέ,
και συν τοις άλλοις χωρίς αρχαία κομματική ταυτότητα
και προπαγανδιστική δραστηριότητα*
σε τέτοιους φράζουμε το δρόμο
και τους πατούμε στο λαιμό
αν είναι, τοιουτοτρόπως,
να κρατηθούμε αγέρωχοι στα ηνία». 



40


Να 'σαι λοιπόν τώρα
εδώ σ' αυτή την κόχη
όπου σε στρίμωξαν οι Φέρηδες.
Βγαίνουν οι γερόντοι στον εξώστη και ηλιάζονται
και ροδοκόκκινοι αφουγκράζονται
τις μυστικές δονήσεις του Απολύτου.
Εσύ χωμένος μέσα σε υγρούς τάφους ψαλμωδείς
έρποντας προχωρείς δίχως χάρτη
προς την οδό της Βασιλείας
Κι έρχονται να σου πουν συγκινημένοι
ότι ξεχείλισε στις στάμνες τους το μέλι. 


 41


Εύκολα λησμονήσαμε κάθε προορισμό
μακριά από το δάσος.
Χωρίς πυξίδα και χάρτη
κινήσαμε να βρούμε την έξοδο
σ' αυτό τον απέραντο στρατώνα.
Σε λίγο οι σαλπιγκτές συναγερμό θα σημάνουν
και θα βρεθούμε αντιμέτωποι
με τις ορδές των βαρβάρων.
Ο πατέρας έξαλλος αναποδογυρίζει το σπίτι
και το Ικρασί χύνει στο φόρεμα της μάνας.
Τα νυχτοπούλια κλαίνε
ψυχές Καταραμένες
καθώς τ' Όρνεο απλώνει τα φτερά του
πάνω από τον κόσμο.
Ιδού η Σκιά. Όλοι μέσα της πλέουμε
άφωνοι και απαθείς
ο ωκεανός παρέρχεται
και τα βουνά εξομολογούνται σαστισμένα
μπρος στον αδέκαστο κριτή
που τρώει τα σωθικά του
όταν τηράει κατάστιχο της ανομίας.
Κρούομε τον κώδωνα και εξερχόμαστε.




ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ (1982)



ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ


Το φυτό αυτό αρνήθηκε τον ήλιο
κλείστηκε στον εαυτό-του
αρκέστηκε στην υγρασία ενός δωματίου
στα κάγκελα μιας γλάστρας.
Την ώρα που τα άλλα φυτά
έπιναν αχόρταγα το φως
και γίνονταν διάφανα
κι άνθιζαν και γελούσαν,
αυτό βυθομετρούσε το σκοτάδι
κι ένιωθε να στάζει μέσα-του,
σαν από Θεϊκιά κλεψύδρα,
το φαρμάκι.
Την ώρα που τ' άλλα φυτά
τα  ‘δερνε ο βοριάς
χωρίς καμιά ρυτίδα ν' αυλακώνει την ψυχή-τους,
αυτό σιγά - σιγά γλιστρούσε
μέσα στα δίκτυα του θανάτου
κι είτανε τόσο πικραμένο
που οι χυμοί-του αλλοιώθηκαν,
έγιναν μελάνι.
Και στάζει τώρα κάθε βράδυ από τα φύλλα-του
μικρό μωρό μαύρο αγγελούδι ποίημα
που, αλίμονό-σου αν δεν μπορείς να το νταντέψεις
μεταμορφώνεται σε χταπόδι και σου θολώνει το μυαλό
και σ’ οδηγεί τυφλό κι ανυπεράσπιστο
εκεί που οδηγήθηκε κι ο κύρης-του
που αρνήθηκε τον ήλιο!







ΜΑΘΗΜΑ ΣΚΑΚΙΟΥ


                     «Πτώμα δε αυτώ ητοίμασται εξαίσιον»
                      Ιωβ, ιη' 12

I


Ο Τζων φοβόταν την εξουσία περισσότερο απ' όλους-μας
«Είναι η σκακιέρα κι είμαστε τα πιόνια» έλεγε
«κι ένα πιόνι καθώς πρέπει
πάντα προθύμως θυσιάζεται για το βασιλιά
ως η κατωτάτη αναβαθμίς της κλίμακος».
0 Τζων είταν ένας υποδειγματικός υπάλληλος
σκεφτόταν όταν έπρεπε και όπως έπρεπε
ποτέ δεν έλεγε τη γνώμη-του για τίποτα
είταν σα μηχανή
που την κουρδίζεις μια φορά και πάει ρολόι
ώσπου μια μέρα, ω συμφορά, τον πέταξαν στο δρόμο
γιατί άλλαξαν τ' αφεντικά
(ένα πιστό σκυλί είναι πάντα επικίνδυνο όταν χάσει τόν
αφέντη-του).

Πέντε στόματα περιμένουν τώρα από τον Τζων
ένα κομμάτι ψωμί
μα αυτός ακόμα να βρει τα νερά-του
δεν έπαψε να συμπεριφέρεται σαν πιόνι
κι αναζητεί νέο βασιλιά να τον υπηρετήσει.
Άραγε θα καταλάβει καμιά φορά
πως βασιλιάς είναι ο Τζων και πιόνι ο Τζων
πως αρχή της κλίμακος είναι ο Τζων και τέλος ο Τζων
πως οι αλυσίδες που τον δένουν ξεκινούν από μέσα-του; 


ΙΙ


Ο Τζων, το πιόνι της πτώσεως,
ακόμα να βρει τα νερά-του
ξαπλώνει μέσα στη μπανιέρα
και παίζει με τις σαπουνόφουσκες.
Να! Τώρα γαντζώθηκε πάνω σε μια
κι αρχίζει ν* ανεβαίνει.
Τι ευφροσύνη Θεέ-μου
τι έξαλλη χαρά!
Εις μάτην όμως η αναστάτωση
σε λίγο σπάζει η σαπουνόφουσκα
σπάζει ο Τζων τα κοκκαλάκια-του
—Είταν η πρώτη φορά που τόλμησε να οδοιπορήσει κάθετα
Σημειωτέον ότι πριν να επισυμβούν τα ανωτέρω
μ' ένα πριόνι έκοψε τα κάγκελα
που είχαν, αίφνης, ξεφυτρώσει από μέσα-του
και τον υποχρέωναν να ομιλεί εξ αποστάσεως.
Μη στενοχωριέσαι καημένε Τζων
αν μη τι άλλο,
η σαπουνόφουσκα «σ’ έδωκε το ωραίο ταξίδι!»

ΙΙΙ


Μετά το ταξίδι με τη σαπουνόφουσκα
ο Τζων υπέφερε από τρομερούς πόνους στους ώμους. Συγχρόνως,
τα κάγκελα άρχισαν πάλι να μεγαλώνουν και να τον
κυκλώνουν. Έτσι αναγκαζόταν να κοιμάται όρθιος ως νεκρός
μητροπολίτης.  Ήθελε να τα ξεριζώσει από μέσα-του μα έγιναν
ένα με τα σπλάχνα-του: διακλαδώθηκαν από τον εγκέφαλο
μέχρι τα γεννητικά-του όργανα. Μέσα στην καρδιά-του
είτανε μια κάμπια. Ένας ποντικός ροκάνιζε τους νεφρούς
και το συκώτι-του. Από το τρύπιο κρανίο-του έβγαιναν καπνοί
και θειάφι σαν από φουγάρο καραβιού. Το γαλάζιο κοράκι τσιμπούσε
από εκεί, κάθε τόσο, ένα γραμμάριο μυαλού. Την ίδια
στιγμή γινόταν διάφανο κι έβλεπες μες στα σπλάχνα-του ένα
πελώριο μάτι που έβγαζε φωτιές.
Απροσδοκήτως ο Τζων άρχισε να πετά. Δεν κρεμόταν από
καμιά σαπουνόφουσκα κι όμως πετούσε για τόση ώρα ξεχνώντας
τα κάγκελα, ξεχνώντας την κάμπια και τον ποντικό.  Όταν
επέστρεψε στο πάτωμα κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, που παραδόξως
δεν εράγισε, και διεπίστωσε με τρόμο πως έγινε
πουλί! 


IV


Λόγω της επιδεινώσεως της παραδόξου ασθενείας-του, ο Τζων
μετεφέρθη εις την κλινικήν «Η φωλιά του Κούκου» διά θεραπείαν.
Ειδικές επιτροπές και υποεπιτροπές ιατρών απεφάσισαν, μετά
από πολυήμερες συσκέψεις, ότι ενδείκνυται:
Να υποβάλλεται εις ασκήσεις ακριβείας τρις ημερησίως
Ειδικός επιστήμων να του αναλύει την αξίαν της ελευθερίας
Να λαμβάνει ηρεμιστικά δισκία
Να μην σκέπτεται" να βλέπει, να ακούει και να σιωπά. Κάθε
αντίδρασίς-του, άλλωστε, θα ήτο επιζήμια.
Να τηρεί τον νόμον, να σέβεται πάντα ανώτερον και να
προσεύχεται υπέρ του βασιλέως.
Τέλος, να μεταφερθεί εις το εξωτερικό δια να του αφαιρεθούν τα πτερά.
Τονίζεται εν κατακλείδι ότι η εκμετάλλευσις των καγκέλων
από πεπειραμένον σιδερά θα ήτο δια το ίδρυμα λίαν επικερδής.
Έτσι θα περάσει το υπόλοιπον του βίου-του
ο Τζων το πιόνι της πτώσεως
ο υιός της απωλείας! 




ΙΧΘΥΣ Ο ΝΕΥΡΩΤΙΚΟΣ


Το ψάρι έχει, όντως, παράξενες ιδιότητες:
δεν ομιλεί ποτέ
δεν επιζεί παρά μόνο
μέσα στην εκνευριστική ρευστότητα του ύδατος
και, το σπουδαιότερον, δεν επαναστατεί.
Είναι νευρωτικό
κρύβεται τις νύχτες
κλαίει κρυφά
φθείρει το μυαλό-του ανεπανόρθωτα.
Όμως, σε μια βρώμικη θάλασσα,
το δάκρυ ενός ψαριού ποιος θα το νιώσει;




ΑΝΤΙΠΟΙΗΜΑ I


Να' σαι ο τελευταίος στην κλίμακα
κι όμως να μην πατάς επί πτωμάτων ν’ ανεβείς
να μη φιλάς πόδια
να μην κλαίγεσαι
φτωχός αλλά υπερήφανος
(ένα μολύβι κι ένα τετράδιο όλα κι όλα-σου τα υπάρχοντα)
να λες πάντοτε την αλήθεια
να κεντρίζεις
και να* χεις να παλέψεις με πολλούς
που επιμόνως θα αρνούνται να σε χωνέψουν,
αυτό σημαίνει να' σαι ποιητής.



ΑΝΤΙΠΟΙΗΜΑ II


Τι ψάχνεις δαιμονισμένε ποιητή
τι γυρεύεις
σημαδεμένος
παράλυτος εδώ και δυό χρόνια
Μήπως θα τρέξεις κι εσύ να φιλήσεις πόδια
Μήπως θα τρέξεις κι εσύ στον Αγαμέμνονα
να γυρέψεις τη χαμένη-σου Κόρη;

Πάει πια
έχασε την παρθενική-της στιλπνότητα
Κάθε-της λέξη σου ραγίζει τα οστά
σε γκρεμίζει.
Τις νύχτες δε θα σε αφήνει να κλείσεις μάτι
δε θα τραγουδά τις νύχτες
δε θα περιμένει κανένα Ρωμαίο
μόνο θα βρυχιέται σαν τίγρη
και θα παραμονεύει
πότε να ριχτεί του Αγαμέμνονα
να τον ξεσκίσει
να τον κάνει κομματάκια
για να μπορεί ο Θερσίτης να λέει ελεύθερα τη γνώμη-του
χωρίς να φοβάται τη μαγκούρα του Οδυσσέα
κι ο Αχιλλέας να παίζει με τις κούκλες-του
χωρίς το βραχνά της επιστράτευσης.

Πήγαινε δυστυχισμένε
να φέρεις την κόρη-σου πίσω
— Και τι δεν έπαθες για να τη σώσεις απ' το Χάρο —
πλην όμως, άφησέ-τη να βρυχιέται
Μάτι κανείς-μας να μην κλείσει
εωσότου πληρώσει ο μοιχός τα κρίματά-του
κι όπου σπαθί, φυτρώσει στίχος. 


  


ΑΝΤΙΠΟΙΗΜΑ IIΙ


«Κόρη-μου,
σπλάχνο-μου αναρχικό
πληθωρικό
ατιμασμένο
ως πότε θα βρυχιέσαι
ως πότε θα χτυπάς το κεφάλι-οου στους τοίχους -,
Είσαι πολύ μικρή για να πεθάνεις.
Σήκω λοιπόν
τι κάθεσαι;
Παρ' το σπαθί-σου
κόψε τα σάπια μέλη
του κυρού-σου πρώτα, εμέ
κι ύστερα βγες στους δρόμους
κόψε και φύτεψε
χειραφετήσου
οδήγα-με.

Ξεχνάς την Αντιγόνη που, δυναμική
αλλά και φρόνιμη,
πήρε απ' το χέρι τον τυφλό πατέρα-της
και τον οδήγησε στον Κολωνό
όπου μέσα σε λάμψεις εκθαμβωτικές
εγνώρισε τον εαυτό-του
κι έσμιξε με τον ουράνιο πατέρα-του
εκστατικά τραγουδώντας;

Ακόμα και τυφλός κόρη-μου
δεν τα βάζω κάτω.
Ακουμπώντας στο μπράτσο-σου θα πορευτώ
θα νικήσω το θάνατο
θα επιζήσω
για να πράξω, να πάθω και να μάθω
και μέσα από τα μάτια μιας γοργόνας
θ’ αναληφθώ στον ουρανό τον απύθμενο».

  

ΑΝΤΙΠΟΙΗΜΑ IV


«Είσαι σαν τη γάτα, πατέρα
σαν τη γάτα που παίζει με την πεταλούδα
εκείνη ξεπεσμένη αριστοκράτισσα
ρηγοπούλα χιλιόπλουμη
χώνεται μες στα μουστάκια-σου
κι εσύ κάθεσαι στα πισινά-σου
και πηδάς να την φτάσεις.
Μα την ίδια στιγμή πετά μακριά
εξαφανίζει το γαλάζιο των φτερών-της
μέσα στη σπάταλη φωτοχυσία τ' ουρανού
ανεβαίνει
τραγουδώντας
χορεύοντας
ξεχνώντας
την κάμπια που υποβόσκει μέσα-της.
Κι εσένα πατέρα σου τεντώνονται τα νεύρα
σα χορδές άρπας
για να παίζει η θλίψη με τα χλωμά - λιγνά-της δάχτυλα
πένθιμους σκοπούς
και γίνεσαι αγχώδης κι αλαφροΐσκιωτος.
Ξεχνάς τους ανθρώπους, πατέρα
και κυνηγάς την πεταλούδα
που βρίσκει καταφύγιο στον ουρανό
πάνω στα γένια του Παντοκράτορα
του Κραταιού
και με πόδια σαν από χαλκολίβανο.
Και περιμένεις με σηκωμένα τα πόδια
και φουσκωμένα τα πανιά
μετέωρος
ατσίγγανος
Χαδιάρης και λεπτεπίλεπτος
σαν γάτα». 

  


CARMINA PARVA


I

Ένα ποντίκι ροκανίζει
μες στο κεφάλι-μου τα σύρματα.
Μήπως ειν' ο Θεός;
Κι αν είναι αυτός
προς τι η υπονόμευση;


ΙΙ

Άνοιξη που σε περίμενα και πώς σε περίμενα
πώς μου' ρθες έτσι αγνώριστη
πώς μου' ρθες έτσι αστόλιστη
πώς μου’ ρθες λαβωμένη;


ΙΙΙ

Προς ποίησιν
Ρόδο αιμοβόρο που φύτρωσες στο στήθος-μου
πόσο αίμα να σου δώσω;


IV

Περσεφόνη και Χάροντας
—Γυιέ-μου, μην παίρνεις τα παιδιά, μην παίρνεις τους λεβέντες
παίρνε τους γέρους που, οι άμοιροι, πονάνε κι υποφέρουν
—Να μην παίρνω τις όμορφες, μάνα, και τους λεβέντες
να μην παίρνω μικρά παιδιά, Χάροντας δε λογιέμαι.


V

Ζω σε μια ζούγκλα με θεριά
μ' ανήμερα λιοντάρια και με φίδια.
Δαγκάνουν από εμέ, τον άμοιρο, και τρων
και στο σκοτάδι κρύβονται και πίσω από φτιασίδια.
   

VI

Ερωτικό
Αν ανοίξεις την καρδιά-μου
θα βρεις τα μάτια-σου*
αν ανοίξεις τα χέρια-μου
θα βρεις τα καρφιά-σου.


VII

Επτάστιχο
Φύτρωσε ένα κυπαρίσσι στην καρδιά-μου
οι ρίζες-του διάβρωσαν το κορμί-μου
το κορμί-μου γέμισε πληγές
οι πληγές μένουν ανοιχτές χρόνια και χρόνια.
Ζητώ αίμα για να ζήσω
κι αυτοί ζητάνε προσφορές
να βάφουνε τους δρόμους. 



ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΑΣ


Ο Π ο ι η τ ή ς :
Οιδίποδα
δίποδε, τρίποδε, τετράποδε
έλυσες το περίφημο αίνιγμα και γκρέμισες τη Σφίγγα.
Όμως αίνιγμα είταν
κι η λύση του αινίγματος
πολύ πιο δυσχερές από το πρώτο.
Ξεκίνησες για να το λύσεις
μα απέτυχες οικτρά
και γκρεμίστηκες κι εσύ.
0 Ο ι δ ί π ο υ ς :
Κανείς δε θα γυρίσει να κοιτάζει τους καθρέπτες
κι όμως εκείνοι θρύψαλα - βολίδες στο κορμί-σας
πληγές σαράντα κι εκατό θα προξενήσουν
και πόρπες δε θα υπάρχουν πουθενά
και σπήλαια δε θα υπάρχουν πουθενά
giα να τα κατοικήσετε. 



ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων
πλην ημών, κόντε-μου;
Να' ναι το Μεσολόγγι μες στα πόδια-μας
και να χάνεται
κι εμείς να χάσκουμε
να λιγοθυμούμε
να νίπτουμε τας χείρας-μας
κι ύστερα να κακαρίζουμε περί του χρέους των άλλων
Δε μου λες, εμείς εξαιρούμεθα;
Κι ύστερα ν' ανεβαίνουμε μια σκάλα
που την έχτισαν άλλοι
να βγάζουμε λόγους
να φωνασκούμε
και να γυρίζουμε τις νύχτες χωρίς ύπνο
αλύτρωτοι και μισότρελοι
και να μη δίνουμε ένα σάλτο από το θεωρείο
κι ότι γενεί
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων
πλην ημών, κόντε-μου;



ΔΙΧΩΣ ΘΕΟ


Πίδακες αιμάτων μέσα-μου
Εστίες συγκρούσεων
Ανακοινωθέντα
παρασημοφορήσεις
— και να μην μπορείς να μιλήσεις —
Πίδακες αιμάτων
σπασμένες αρτηρίες
ενδοσωματική ερήμωση.
Πέφτω
χωρίς Θεό, γκρεμίζομαι
χωρίς Θεό μέσα στην άβυσσο ζαλίζομαι.




ΙΩΒ


«Ήγησαι δε με ίσα πηλώ, εν γη και σποδώ-μου
η μερίς»
ΙΩΒ, λ' 19

Καλώς ορίσατε και σήμερα
να φάτε από τη σάρκα-μου
αγαθά-μου σκουλήκια.
Μη φοβάστε" δε σας διώχνω.
Είστε τόσο λευκά
σαν την καλοσύνη του Κυρίου
που μ' έριξε από τ’ αρχοντικό-μου
σ' αυτή την κοπριά
που μου πήρε τους δορυφόρους και τις παλλακίδες-μου
που με ξεκλήρισε.
Άλλοτε είμουν τόσο βαρύς
που δε με σήκωνε το χώμα
τώρα κάθε πρωί
και λέω θ' αναληφθώ.
Είμαι μια χούφτα κόκκαλα κάγκελα
σταυρωτά κυκλικά πλεκτά
κι η ψυχή-μου γυρεύει μια χαραμάδα να πετάξει.
Κλαίω
προσεύχομαι
καταριέμαι τη μέρα που γεννήθηκα
κοιμούμαι με την ελπίδα να μην ξαναξυπνήσω
προσπαθώ να δω σε τι έχω φταίξει
δεν βρίσκω τίποτα.
Και να μπορούσαν να με σώσουν οι ρητορείες των φίλων-μου
που στέκουν πίσω από τα τείχη και με επιπλήττουν...
Το χώμα κι η στάχτη ειν' η πατρίδα μου. 




ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ


Δεκαενιά χρονών ο Νεοπτόλεμος
με υψηλά, με άπιαστα όνειρα
κάθονταν παράμερα κι αναρωτιόταν
τι νόημα έχει γι' αυτόν η ζωή.
Άραγε ο θάνατος είναι μια λύση,
μια οριστική αποδέσμευση από τα βάσανα του κόσμου αυτού
η μήπως είναι μια νέα αρχή τριβής προς εξαΰλωση;
Και κάθονταν κι αναρωτιόταν
κι είχε στο νου-του ο δυστυχής
τους δυο γέρους γονείς του Αδμήτου
που, όταν οι Θεοί τους ζήτησαν να δώσουν τη ζωή-τους
για να γλυτώσει ο νέος γυιός-τους από τη μαύρη μοίρα,
αυτοί αρνήθηκαν:
-Δεν είστε καλά, τους είπαν.
Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο θάνατο
τόσο πιο γλυκιά ειν η ζωή.
Τέτοιες θυσίες της κράσεώς-μας δεν είναι!
Εν τούτοις σκέπτεται και ψηλαφεί
κι ειν' η ζωή-του μαύρη.
Αυτός που μια σταλιά τα νιάτα δεν εχάρηκε
τι παρηγόρια στα γεράματά-του θα' βρει; 



Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΟΡΗ


Μελέτη θανάτου
Σκυφτός στον Άδη κατηφόριζε
με πόθο τρομερό θανάτου
— τόσο τον κόσμο είχε μισήσει —
Μα να! Αγγέλων λόχοι και συντάγματα
με κομποσκοίνι τον τυλίγουν
και πίσω, στη ζωή τον ανεβάζουν.
Κι άγγελος τον εγιάτρεψε κι αρχάγγελος του λέει:
«Ευδόκησε ο Θεός να λυτρωθείς,
μ' όλο το βάρος των κριμάτων-σου,
κι Ουράνια Κόρη Αγγέλισσα θα στείλει
με φως ν' αλείφει τις πληγές και την ψυχή-σου.
Τώρα κοιμήσου πρόσεξε, μόνο, μην ξαναγλυστρήσεις».
Η Κόρη τονε βρίσκει να κοιμάται
Πρώτα του αλείφει τις πληγές με φως και λάδι
κι ύστερα τον στολίζει με λουλούδια κι άστρα.
Όταν ξυπνήσει
θα τον πάρει από το χέρι
μαζί ν’ ανηφορίσουν
για την πολίχνη των ονείρων-τους.

Χριστούγεννα 1981. 



ΑΝΤΙ ΕΡΩΤΙΚΟ


«Το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι»
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Μέσα στο δωμάτιο η κόρη γυμνή
μπρος στον καθρέπτη.
Όταν η πόρτα κτύπησε
στους μαστούς-της λευκός χρωματίστηκε ο φόβος.
Δεν άνοιξε
Πέρα - χιλιάδας μίλια μακριά -
ένας σταυρός εθέσπιζε τον ερωτισμό-της
κι εκείνη περίβλεπτη - αειπάρθενος ετρόμαζε
μήπως ανοίξει η πόρτα.
Ένα - ένα τ’ αστεράκια φωλιάζουν στον κόρφο-της
και ρίγος ηδονής την ταράζει
— Κόκκινο ρόδο στα μάγουλα η Μεγάλη Ντροπή —
Αχ! Μάταια φτερουγίζουν οι πόθοι-μου στο γυμνό-της κορμί
σα γαλάζια γλώσσα οξυγόνου.
Μα ως γλυκά θλιμμένη εθαύμαζε
του κορμιού-της το μυστικό βάθος
ανοίγει η πόρτα τρίζοντας με φοβέρες βαρειές
και εισέρχεται ο ιχθύς
γαλάζιος πιότερο από μένα.
Τότε εγώ με δίκοπο μαχαίρι
σφάζω τους πόθους-μου και μαδώ τα φτερά-τους
οπότε η κόρη αποσυντίθεται
σε δάκρυα μυγδαλιάς και μαργαρίτες
και ο ιχθύς γυρεύει νερό πριν να 'ν αργά.
Τώρα γράφει στην άμμο αναστημένη
την ιστορία του έρωτα και του θανάτου:
μια τριανταφυλλιά που χύνει φαρμάκι από τ’ αγκάθια-της
να υπερασπίσει την αγνότητα των ρόδων.
Από τις θηλές των μαστών-της
ένα - ένα τ’ αστεράκια πέφτουν πιο λαμπρά
στον κάδο με τα κόλλυβα
κι είναι βαρύ το κάλλος-της να την αντέξω:
εκείνη ανώνυμη
εγώ επώνυμος συγχωνευόμαστε.
0 ιχθύς θα ταράζει τους ύπνους-μου
εωσότου την ανακτήσει
κι εκείνη απόρθητη καλόγρια
μέσα στα μοναστήρια της ψυχής-μου
ποτέ δε θα ξαναγδυθεί
γιατί την πλήρωσε βαριά την ομορφιά-της.

1979—1982


ΕΠΙΛΟΓΟΣ I


Εν τω μεταξύ θα τρέξω στη μαμά-μου να κλαφτώ
να βγάλω το άχτι-μου.
Μακροχρονίως
θα υποβάλλομαι εις ψυχοθεραπείαν εκάστην Παρασκευήν
θα χάφτω δισκία Fluaxol και Μelleril 25
θα ροκανίζω τα κάγκελα της φυλακής-μου.
Όσο για το μοιχό
που μου έκλεψε την κόρη-μου,
το σπλάχνο-του δεν εσπλαχνίστη ο πολυεύσπλαχνος
και θα με σκεφτόταν εμένα;


ΕΠΙΛΟΓΟΣ II


Προς τους δοκίμους διακόνους της Ποιήσεως

Με συγχωρείτε,
μα ήδη, αγαπητοί,
οι αντιστίχοι-μου άναψαν.





Ο ΛΟΙΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  (1981)



Ο  Λ Ο I Μ Ο Σ


Μιλώ και πεθαίνω για τα λόγια μου
Είμαι υπεύθυνος για τις πράξεις μου
Και τα ποιήματα μου
Είμαι κι εγώ ένας από τους μελλοθάνατους
Που γεννήθηκαν μέσα στη μάχη
Και θα πεθάνουν στο χαράκωμα
Εν τούτοις έχω το δικαίωμα να πω
ότι η Λευκωσία είναι μια πόλη αδιέξοδη
ότι η Λευκωσία είναι μια πόλη που βαρέθηκε τους δημαγωγούς
ότι η Λευκωσία είναι μια πόλη που υποφέρει
Είμαι κι εγώ ένας από τούς μελλοθάνατους
Εν τούτοις έχω το δικαίωμα να πω
ότι οι πολίτες στην αγορά αισθάνονται προδομένοι
ότι οι πολίτες στην αγορά ξέρουν πώς γελάστηκαν πικρά
ότι οι πολίτες στην αγορά ποτέ δεν βλέπουν όνειρα.
Μιλώ και πεθαίνω για τα λόγια μου.
Είμαι υπεύθυνος για τις πράξεις μου και τα ποιήματά μου.


ΛΕΥΚΩΣΙΑ


Λευκωσία πορνείο ανοιχτό
Λουλούδι μαραμένο
Λευκωσία με σύνορα, με σταυρούς, με δεκανίκια
Λευκωσία πράσινη
Λευκωσία της Γραμμής
Εμπορείο πατρίδων
Λεωφορείο απάτριδων
Παντού αδιέξοδα
Παντού στρογγυλά τραπέζια
Παντού Σιωπή
Λευκωσία σκληρή πραγματικότης
Λευκωσία τετελεσμένο γεγονός
Καράβι δίχως άγκυρα
Ναυτία τού ποιητή
Αδιέξοδα ... αδιέξοδα. . . αδιέξοδα. . .
Λευκωσία κυπαρίσσι
Λευκωσία κενοτάφιο
Λευκωσία ματωμένη μου Αγάπη 



Ο ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ


Α τι παράξενη σιωπή όταν δακρύζει η μάνα
Όταν χτυπά η καμπάνα τι πόνος, τι λυγμός
«Γυιέ μου, σαν σε λαβώσανε και στην καρδιά σε βρήκαν
τα βόλια τους, οι σφαίρες τους στα σωθικά μου μπήκαν».


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ


Ω εσύ μικρό μου λούλουδο κομμένο στον ανθό σου
ποιός σ’ έκοψε και μάρανες και χάθηκε το φως σου;
Αχ και να μπορούν α ο φτωχός, με την αγάπη ίσως,
να σου χαρίσω τη ζωή, ξανά να σ’ αναστήσω.


MEANING DEATH


Σ’  εκδρομικό σακίδιο κουβάλησε τα χέρια μου
Πολυδάχτυλα, πολυώνυμα, νεκρά χωρίς ποτάμι και πηγή
Ήταν γυμνή και τα χέρια ήταν νεκρά
Ήταν γυμνή και τα χέρια ήταν κλαδιά
Τα χέρια κάγκελα
Γυμνή πίσω απ’  τα κάγκελα
Γυμνή μέσα στο δάσος
Λίγος χώρος για να φυτέψει τα χέρια
Λίγος χώρος για να κλάψει γοερά και να μείνει γυμνή
Ώσπου να θυμηθεί το βράχο και το φίδι
Όμως ο χώρος δεν παραχωρείται
Και μια γυμνή γυναίκα ή αράχνη δεν πολέμα
Τελικά έσκαψε τάφο στην καρδιά της και τα φύτεψε.



ΕΠΤΑΣΤΙΧΟ


Ανατολή ήλιου μέσ απ’ τα τρομαγμένα μάτια μου
Λιμοί, λοιμοί, πόλεμοι, χαλασμοί
Φανερωμένη παρθένος το σκότος συνθλίβει
ημερώνει τα ηφαίστεια πού εκρήγνυνται μέσα μου
Γεμίζω τις φούχτες μου μ’ άστρα
— Αχ τα ωραία μου τ’ άλικα τ’ άστρα —
Και τα κλείνω βαθιά στην καρδιά μου


Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ


Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια σκόνταψε
Και σαν βολίδα μες στην άβυσσο σφηνώνεται
Τώρα κοράκια τρώνε το συκώτι του
Κράχτες συνθλίβουνε τ’ αυτιά του
—.Μέσα στο δάσος των ανθρώπων Ένας —
Τιποτένιοι γιατί τον προδώνετε;
Τιποτένιοι γιατί τον σταυρώνετε;
«Και έπεσεν εκ του ουρανού μέγας αστήρ καιόμενος»
Και τα νερά πικράθηκαν
Κι ο ουρανός βιβλίο ανοικτό
Να διαβάζεις μέσα τα πάθη σου και να δακρύζεις
Κι ο ουρανός η παθολογία των βράχων
Που τους θυμάσαι μόνο όταν τους έχεις ανάγκη
Κι ο ουρανός μια σκέτη υποκρισία γαλάζιου
Να σου κρύβει τα πάντα
«Και το όνομα του αστέρος λέγεται ο άψινθος»
τις νύχτες
Όταν τ’ αστέρια θρηνούν το χαμένο αδελφό τους
Όταν η Σελήνη λύνει τα μάγια της πάνω στο
μαξιλάρι της Ελένης
Μ’ επιδέσμους και δεκανίκια ξεπροβάλλει
—Μέσα στο δάσος των ανθρώπων Ένας —
Και ξεκινάει για τη Μεγάλη Σκάλα.






ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΚΟΡΑΛΛΙΑ  (1979)


Στο Νίκο Χριστοδούλου


Ι


Ω ήλιε πέτρινε που χρόνια σε λατρεύαμε
και στις σπονδές,
όπου χίλιους και χίλιους χρόνους κάναμε για σένα,
πάντα «καλοδεχούμενες» ήταν ο μηνυμός σου,

ώ ήλιε που χρόνια σ' ονειρευόμαστε
— άντρακλα ίσαμε κει πάνω —
λαμπερό σημάδι του ονείρατου
που αφυπνίζει τ' αστέρια,

ώ ήλιε αναίστητε, φτιαχτέ
τρέχα και κρύψου στα βουνά
να σκοτεινιάσει ο κόσμος
κι άσε τη γη στον πόνο της μονάχη να βρυχιέται
σ' ένα πικρό - βουβό σκοπό μοιρολογιού που σβήνει.




ΙΙ


Κι ήρθαν κακοί καιροί•
φωτιά, λάβα και σίδερο σκίσαν της γης τα σπλάχνα
κι εσύ να στέκεις σιωπηλός δίχα να βγάζεις άχνα•
να στέκεις, να πικραίνεσαι, να μην γυρίζεις πίσω
— χιλιάδες κάστρα χάλασαν και πότε να τα χτίσω;
Και πήραμε στα χέρια μας τη μοίρα μας
και κλέψαμε απ' τα σύγνεφα τον ήλιο.
Άξαφνε ακούστηκε η πύρινη ορμή του Σήμαντρου
να σμίγει με το βουητό της σκαπάνης το άπειρο •
να ψαχουλεύει την ψυχή του Εωσφόρου
στο αχνοφέγγισμα της Πούλιας,
να παίρνει την ανάσα από τον άνεμο
και να ποτίζει τις ψυχές.
Κι ήταν κατά το σούρουπο
κι οι τρυγητές των αμπελιών άργησαν να γυρίσουν
και βγήκανε οι χωρικοί
με δάδες και λαμπάδες στα χωράφια
μην τύχει και τους βρούνε,
μα μόλις έφτασαν εκεί
σταθήκαν άφωνοι όλοι•
τ' αμπέλια σπάρτηκαν σταυρούς
κι απλώθηκαν τα κλήματα και τους εστεφανώσαν.
Φωτιά πετάχτηκε παντού κι έκαψε τις χαρές μας
και θρήνησαν οι άγγελοι και θρήνησεν η γη μας.
Κλάψαμε... Κλάψαμε... Κλάψαμε...
Κι οι σαύρες πού γυρνούσανε στην γη σαν κάθε μέρα
πολύ παραξενεύτηκαν σαν είδαν τούς ανθρώπους
— κάτι θεριά ανήμερα στην τρύπα της φωλιάς τους.
Στα ξωκλήσια της Μεγάλης Προσμονής
τρέξαμε να γλυτώσουμε•
μες στα κεριά τρεμόσβηνε η Ματωμένη Ελπίδα.
Οι καλογέροι φυλάγαν στο ιερό τα Ματωμένα
'Ιμάτια του 'Εσταυρωμένου.
Κρυστάλλωναν στη σκέψη τους τη Μοναξιά
των 'Αγγέλων.



               III


Καμένα τα δέντρα• η γη ρημαγμένη.
Το νιαούρισμα γάτας φανερώνει ζωή.
Η φωτιά αποτεφρώνει τις ματωμένες σάρκες.
Τα τσεκούρια πέφτουν κοφτερά
σαν χάρου δόντια στα σβέρκα των ανθρώπων
το αίμα ξεπετιέται ακράτητο
και ρουφάει τους μαύρους σκελετούς των ανθρώπων.



                IV


Κείνα τα παιδιά
που γυρεύουν τη μάνα, τον κύρη τους
με ιδρωμένα τα πρόσωπα,
μ' ένα κλάμα που ραγίζει παράθυρα,
Κείνα τα παιδιά πού φιλούνε τη γη
σαν τα χείλια της μάνας τους...
Νύχτα γυμνή... Νύχτα σκληρή...
Ένας βοριάς σέρνει τρεχάμενος
εκεί που σκοτώθηκαν οι αντρείοι.
Μοιρολόι της Μάνας μη γινόμενο κλάμα,
μη γινόμενο δάκρυ
στις καρδιές των αντρών που να κλάψουν το ντρέπονται,
χτύποι στα στήθια της Μάνας τρελοί και δακρύβγαλτοι
που μόνο η γης τους αφουγκράζεται...

Νύχτα γυμνή... Νύχτα σκληρή...
Αγάπη τ' ανθρώπου που να σ' έκρυψαν τώρα;
Γέλιο της Μοίρας που να σ' έχτισαν τώρα;
Σειρήνες που χάσαν το ρυθμό της φωνής τους
και προμηνύσαν το θάνατο.

Δρόμοι τής κόλασης, Δρόμοι του Μίσους
πού σβήνουν στις πέτρινες καρδιές.
Ερημιά του πολέμου, κατάρα της κόλασης
πώς να μετρήσω το φλοίσβο
μες στα ποτάμια το αίμα;
Μοίρα πού καίεις τα δέντρα, πού λιώνεις τα σίδερα•
Μοίρα που δεν μπορεί να 'σαι η μοίρα μου
Καρδιά που δεν μπορεί να 'σαι η καρδιά μου
πώς να μερέψω το θάνατο;
Τα κύματα σπάνε στους βράχους.
Ή ζωή τελειώνει στους βράχους
κι ο ήλιος πίνει γουλιά-γουλιά την πίκρα του.



V



Πικρή ζωή• γεμάτη πόνους και κλάματα.
Τις νύχτες μες στα σπίτια μας
που τα ρημάξαν οι καιροί
γευόμαστε τη γλύκα της αγάπης
σαν ένα χάιδεμα του Μελτεμιού,
διαβάζουμε τα κοινωνικά
σε μια σκισμένη εφημερίδα.
Γη μοίρα μας ποιος θα τη γνοιαστεί;
Τα σπίτια σπαρμένα στους φωτοβολόνες του ονείρου•
η πίκρα χωμένη στις καρδιές των φτωχών.
Ματωμένα Κοράλλια στον ήλιο και στην αρμύρα
πώς να θρηνήσεις το γαίμα
πώς να κρατήσεις το δάκρυ ;
Περνούν οι μέρες σκοτεινές
κι ή ζωή μου τραβάει το δρόμο της μονότονα.
Ματωμένα Κοράλλια στη βροχή και στον άνεμο.
Το τραγούδι των γοργόνων σταμάτησε πια
γιατί μάθαν πώς ο Μεγαλέξαντρος πέθανε,
τα στάχυα γύραν στους κόρφους της Δήμητρας
μα μαραθήκαν
τί, είχε και κείνη τον καημό της Περσεφόνης.



              VI



Το τελευταίο μας συναπάντημα ήτανε στ' ακρογιάλι.
Κοιμήθηκες πάνω στ' ατίθασο πέπλο της θάλασσας
κι ύστερα ερωτεύτηκες με τον Αυγερινό.
Βγήκες σαν 'Αφροδίτη μέσα απ' τα κύματα
και σ' αγαπήσαμε με μιαν αγάπη αλλιώτικη
(όπως θ' αγαπούσε ένας Γαλαξίας τη λευκότητα
της Σελήνης)
την άλλη μέρα κλάψαμε μαζί σου για το χαμένο σύντροφο
την άλλη μέρα
πιάσαμε χορό με τις μοιρολογήτρες χωρίς στηθόδεσμο.
Την άλλη μέρα γίναμε νεκρολούλουδα.
('Εκείνα τα γιασεμιά δεν μας προβλημάτισαν ποτέ'
είμασταν μονάχα οι ανιχνευτές του εφήμερου).
Το τελευταίο μας συναπάντημα ήτανε στ' ακρογιάλι.
Ματωμένα Κοράλλια 
οι δρόμοι κλειστοί με σβησμένες γραμμές
τα σιτάρια καμένα.
Κι υστέρα κείνα τα μάτια δε βολεΐ να στεγνώσουν,
χέρια που δεν βολεΐ να μην τρέμουν
γιατί το αίμα πήζει στους βράχους,
χέρια που δεν βολεΐ να μην ψαχουλεύουν τα μάγουλα,
να τ αγγίζουν για ώρες...
‘Ω νέκρα, ώ νέκρα
ώ κραυγή τ' ανθρώπου πού πλανιέται
ώ νέκρα, ώ ταφόπετρα της γης π' αποκοιμιέται,
ώ γης αστέρευτου καημού
ώ γης άμετρου πάθους...
Πράσινη θάλασσα,
κάστρο στητό με στενές πολεμίστρες
κοράλλια ανεξάντλητα
κόκκινα γαρούφαλλα
κι ερείπια ναών Μεσαιωνικών με ψηλά κυπαρίσσια
κι οι θεοί να τσακώνουνται για μια γη μοιρασμένη.
Κι όλα πικράναν, γύρανε λουλούδια, δέντρα και όρη
και λες σαν μάνα πού 'λειψε στα στήθια της το γάλα
και τα μωρά της τα 'ριξε μες στους βαθιούς γκρεμούς
ότι, μονάχα πίκρες και καημούς είχε να τα βυζάξει
έτσι κι η γης εστέρεψε στους κόρφους τα νερά της
με το δρεπάνι κόβοντας τις μαύρες της τες φλέβες.



            VII


Σ' ένα πέτρινο λουλούδι
ένιωσα τη μυρουδιά της γης μου που την πρόδωσαν.
Σ' ένα σπασμένο κοχύλι
άκουσα ξεθωριασμένη τη φωνή της Σαπφώς
να θρηνεί την Περσεφόνη.
Σ' ένα δρόμο με φόντο το μαύρο ουρανό
έγραψα τα πάθη της γενιάς μου με γαίμα.




              IΧ


Οι ρίζες της ράτσας μου βαθιά στο χώμα.
Κρατήσαμε τις ρίζες μας βαθιά στο χώμα.
Κομμάτιασαν τον ήλιο
μας φέραν άλλον ήλιο, ψεύτικο από πέτρα,
μα ζήσαμε.

Ζήσαμε με την πίστη του δίκιου.
Τα δέντρα μας φωτοσυνθέσανε γιατί ή ψυχή μας
τα 'θελε ανθισμένα.

Πήραμε αίμα από τις φλέβες των γονιών μας,
'Ανοίξαμε τα βήματα
και χορέψαμε το δρεπάνι.
Κλέψαμε τη σιωπή των δέντρων
και μάθαμε ν' αντέχουμε στους κεραυνούς.
Ζήσαμε... Αναπνέψαμε...

Γεννοβολήσαν οι γυναίκες,
βυζάξαν τα παιδιά τους την άρνηση, το γδικιωμό•
τα νανουρίσανε γλυκά: «Άγιά Μαρίνα τζιαί τζυρά».

Ζήσαμε... Αναπνέψαμε...



                 Χ


Πέτρα, τσεκούρι κι ήλιος
σμίξαν τις ώρες τ' άπογέματου
και φτιάξαν την παντγιέρα μας.
Πέτρα, τσεκούρι κι ήλιος
δέθηκαν με τα μπράτσα μας•
δώσαν φωτιά στα μάτια μας
να φοβηθούν οι άνομοι
και νά σκιαχτούν οί οχτροί μας. 



Ο ΗΛΙΟΣ ΓΕΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΛΑΙΕΙ


                       στον Ιάκωβο πού τό ανακάλυψε

Ό ήλιος,
Η Σελήνη,
Τ' αστέρια...

Τ' αστέρια στον ουρανό μιλούν για τό φτωχό αγόρι
που κοιμάται κάτω απ' τα δέντρα
για τον τρελό που παίζει με την κόκκινη
θάλασσα.
Κι οι πρόσφυγες μ' ένα πιάτο στα χέρια τους
για λίγο ψωμί και τυρί
— ο ήλιος γελά —
κι οι πρόσφυγες με τη θλίψη στα μάτια τους
και τό φεγγάρι κλαίει...



ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ


Ι


Χαλάσματα πολέμου γύρω μας.
Γύρω μας φωτιές
στα σκοτεινά υπόγεια φωτιές,
στις φυλακές των καταδίκων φωτιές.
Ανατολή και Δύση λυπούνται.
Τί τραγική ειρωνεία. 


ΙΙ


Άσπροι, μαρμάρινοι σταυροί
σπαρμένοι μες στους κάμπους
κι η γης γεμάτη θρύψαλα
κι η γης γεμάτη πέτρες,
σαβανωμένη — κόκκινη,
σαβανωμένη — στείρα
με τα δεντρά της άφωνα
με τις χαρές της μαύρες
με τα παιδιά της ορφανά
να κλαιν μέσα στους δρόμους.



ΙΙΙ


Σε παρακαλώ•
μη μου μιλάς για την αγάπη.
Για μένα είναι μια πληγωμένη ανάμνηση...
Σέ παρακαλώ μην μέ κοιτάς.
—Τ' αστέρια, ο ήλιος, η Σελήνη,
τα μάτια σου —
Μόνο δος μου τα χέρια σου.



IV


Η σκλαβιά ξεκίνησε από μέσα μας.
Σάπια κορμιά και βρώμικα,
σκουλήκια στους υπονόμους της εθνικοφροσύνης,
πώς να μην ξεσπάσει η χολέρα;

 V


«Έγώ ειμί ο ερευνών νεφρούς και καρδίας
και δώσω υμίν  εκάστω κατά τα έργα υμών».

Τόσα χρόνια καλοζωή•
βαλάντια έγκυα,
αρνητές του πολέμου.
Όμως αλλοίμονο
όταν τα τσεκούρια
θα σπάζουν τα κρανία των αδικούντων
κι οι τοίχοι που τούς έκρυβαν
θα κοκκινίζουν στο αίμα.

1976-1979



ΚΥΠΡΟΣ


Τόσοι καημοί που σ' έζωσαν
και σ' έριξαν στο χώμα,
μα μάχεσαι και με ψυχή
και λιονταρίσιο σώμα,

Μα μάχεσαι κι ορθώνεσαι
λαμπάδα μες στους κόσμους
να φέγγεις στους μικρόψυχους
μάνα, πατρίδα, φώς μου.



ΔΥΟ ΜΑΥΡΑ ΧΕΡΙΑ


Δυο μαύρα χέρια, μαύρα από κάρβουνο
περνούν από δίπλα μας•
τριξίματα στο σκοτάδι ακούονται.
Μη... μη φοβάσαι... Είμαι κοντά σου...
Μην κλαις... Σ' αγαπώ...
Δυο μαύρα χέρια μαυρίζουν τους τοίχους
Δυο μαύρα χέρια μαυρίζουν τη μοίρα μας.
^Ω ! Πόσο αλλιώτικη σε πρόσμενα ζωή.
Πόσο ζεστά σας ήθελα αστέρια,
πόσο σιωπηλό σε άκουα, ψυχρέ και ανελέητε
θάνατε!
Όλα ψεύτικα... Όλα γυάλινα...
Πού να 'σαι γλυκέ μου αδελφέ;
Ακούω τη φωνή σου, νιώθω την ανάσα σου.
Όχι! Μην σταματάς• υπάρχεις... ζεις...
όπου και να 'σαι, σε σκέφτομαι, σε βλέπω.
Μην φεύγεις• σε προσμένω.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1976 



Η ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


«Όνομα έχεις ότι ζής και νεκρός ει».
ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ.

Απόψε τ' αστέρια μας ξεχνούν
κι η πολιτεία βουβή αποκοιμιέται.
(Μαύρο λιθάρι η καρδιά βαραίνει στο κορμί μας)
κι εμείς κουρασμένοι
λοξοδρομούμε προς το βέβαιο θάνατο.
Κάθε αστέρι κι ένας τάφος
κάθε τάφος και σιωπή.
Σιωπή γυμνή πού μας πλακώνει.
Το σκοτάδι κρύβει την ασκήμια μας,
μας διαλύει μέσα στη δίνη του.
Όταν κοπιάζει ο Χάροντας μας βρίσκει πεθαμένους.
Νεκροταφείο η πόλη μας απόψε.
Κάποια ποντίκια θα φανούνε τα μεσάνυχτα
να ροκανίσουν την υποκρισία μας
σαν τα παλιά χειρόγραφα τ' αδέξιου ποιητή.

ΜΑΗΣ, 1979 



ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ


Οι σκλάβοι κοιμούνται, οι σκλάβοι πεθαίνουν
μες στις παράγκες της άχαρης πόλης.
Ο ήλιος στενάζει, τ' αστέρια σωπαίνουν
κι η φόνισσα μοίρα τα χέρια της μόλις
απλώνοντας, κράζει: «ευπείθεια στους νόμους»
Οι σκλάβοι ξυπνάνε — ντουφέκια βροντάνε
το γαίμα ραντίζει τους δρόμους
κι εύτύς οί καμπάνες της πόλης χτυπάνε.



ΡΙΖΕΣ


Στα βράχια ετούτα
κυλάει αίμα από τις φλέβες μας.
Στα πετρόχτιστα κάστρα
πολεμούν οι αιώνες την αιωνιότητα.
Τούτους τούς βράχους πού μας γέννησαν,
τούτους τούς βράχους πού οι αετοί
μονάχα κατοικούνε
τούς λάξεψαν βροχές και πίκρες και καημοί
πού φτάνουν ως τις μέρες μας.


ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ


Μοιρασμένη η ασκήμια στα πρόσωπα
χωρίς αδικίες.
Δίκαιη κι ή απονομή της στέρησης
του ποδιού, του χεριού
και της θλίψης στα πρόσωπα.
Αυτά τα παγωμένα χέρια,
τα κοίλα χέρια
που ζητιανεύουν
κάποτε είχαν τη δύναμη
ν' ανεβάζουν τον ήλιο
πάνω απ' τις καρδιές μας,
κάποτε είχαν τη δύναμη
να σπέρνουν την ελπίδα
στον κάμπο της στενόχωρης καρδιάς μας
για να φυτρώσει μια μαργαρίτα
μέσα στο ζοφερότατο μέλλον.
Τουλάχιστον τότε
μπορούσαμε να εξακριβώσουμε
αν μας αγαπούσαν ή δεν μας αγαπούσαν
και κλεινόμασταν στα σπίτια
που μας άνηκαν κι ήταν δικά μας
για να κλάψουμε.
Σήμερα τα σπίτια είναι δικά μας
και δεν μας ανήκουν•
η ελπίδα δεν είναι δική μας και δεν μας ανήκει.

Μαύρες, ισχνές φιγούρες στον ορίζοντα
πού γέρνουν κουρασμένες να πεθάνουν.

ΜΑΗΣ 1979 



ΑΣΚΗΣΗ ΛΥΡΙΣΜΟΥ


Χωρίς το αιωνόβιο ροχαλητό του πεύκου
δε θα 'χαν τούτες οι πέτρες ιστορία
κι η λεύκα θα υπέφερε
από ένα κάποιο αίσθημα ανασφάλειας•
γι' αυτό τις νύχτες οι Κρηναίες
βλέπουν τη λεύκα λυγερή
να τρέχει στους βραχότοπους
για τις μεριές του πεύκου,
γι' αυτό κι η Πούλια κάθε νυχτιά
τηράει ένα δάκρυ
στα μάγουλα των αχνισμένων άστρων.

ΜΑΡΤΗΣ 1978



ΑΓΑΠΗ


Ζεσταίνω τα χέρια μου
στον χινοπωριάτικον ήλιο•
εκείνος χαμογελά πράος και δυνατός
διαθλώντας τα δάκρυα
στα μάγουλα των πεινασμένων παιδιών
πού τριγυρνάνε ξυπόλυτα.
Ζεσταίνω τα χέρια μου
και τ' ακουμπώ στα μάγουλα των πεινασμένων παιδιών.
Και τότε δεν νιώθουν την πείνα τους,
και τότε δεν νιώθουν την έλλειψη της μητέρας τους
γιατί βυζαίνουν τούς χλωμούς μαστούς της Σελήνης
και τότε δεν νιώθουν την έλλειψη του πατέρα τους
γιατί αγοράζει τα παιγνίδια τους ό ήλιος.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1978



Ν Υ Χ Τ Ε Ρ I Ν Ο


Ποτάμι πάψε πια να κλαις
πάψε να κελαρύζεις
τι,  όλος ο κόσμος σώπασε
μονάχα εσύ γροικιέσαι...
Σωπάς και συ κι ακούς λυγμούς
θρήνους συρτούς της νύχτας
σε πιάνει το παράπονο
κι αναστενάζεις σφόδρα:
«Σαν όντας δεν κατέχετε
ποτέ σας μη μιλάτε
εσείς της νύχτας 'πόκληροι,
ανήξεροι διαβάτες.
Κι εσύ φεγγάρω μου όμορφη
πάψε ν' αναστενάζεις,
σκόρπισε τα φαρμάκια σου
ξανά μες στα νερά μου
κι εγώ απαλά θα τα κυλώ
για τις μεριές του νήλιου...
Έλα γλυκιά μου, μην αργείς
ρίξε μου σεληνόφως».
—«Ποτάμι μαραγκιάστηκα
και πλιό, δέν άνιμένω
ώρες αμέτρητες σκυφτή
τον ερωπλάνον ήλιο
κι η μάνα μου η θεότρελη•
η νύχτα η Μαυροχέρα,
αυτόνε θέλει για γαμπρό
ουδ' άλλο, ουδέ κανένα».
—«"Ελα γλυκιά μου πια μην κλαις
το ποταμάκι το μικρό
παράφορα αγαπά σε
φαρμάκωστο, παράτα το
μα ερωτικά κοιτά σε».



ΑΥΤΟΧΕΙΡ ΚΑΤ ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΝ


Μόλις παίρνει να βραδιάσει
γίνομαι άλλος άνθρωπος•
είμαι ένα πιόνι ανάμεσα στα σπίτια
πού συνωμοτούν συνωστισμένα γύρω από τα τζάκια τους.
Μόλις παίρνει να βραδιάσει γίνομαι άλλος άνθρωπος•
σβήνω ένα-ένα τα κεράκια του γαλαξία και πεθαίνω...
Τις νύχτες δεν έχω ύπνο,
τις νύχτες γυρίζω στα νεκροταφεία και πεθαίνω.
Κάθε νύχτα πεθαίνω...
Κάθε νύχτα σταυρώνομαι.

ΦΕΒΡΑΡΗΣ 1979







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου