Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ



.
Η Χριστιάνα Αβρααμίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Είναι απόφοιτος του πανεπιστήμιου Κύπρου στον κλαδο της Αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας καθώς και του πανεπιστημίου του Warwick του Ηνωμένου Βασιλείου στον κλάδο της Αγγλικής λογοτεχνίας και ψυχανάλυσης. Έχει εκδώσει 6 συλλογές και το 2011 το ψηφιακό περιοδικό Λογοτεχνικά Επίκαιρα φιλοξένησε ποιήματά της από την ανέκδοτη συλλογή Μάτια Ανάποδα.
Το 2001 εκπροσώπησε το πανεπιστήμιο του Warwick στην Ταραζόναν της Ισπανίας και το 2005 συμμετείχε εκ μέρους της Κύπρου στην Μπιενάλε της Νάπολης. Το 2006 εκπροσώπησε την Κύπρο στο Βερολίνο για λογοτεχνικές συναντήσεις σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Έχει συμμετάσχει σε πολλούς διαγωνισμούς ποίησης σε Κύπρο και Ελλάδα και ποιήματά της αναρτώνται σε πολλές ανθολογίες ποίησης σε Ελληνικά, Ιταλικά και Γερμανικά.
Ποίημα της έχει μελοποιηθεί και τραγουδηθεί στην συναυλία Τραγουδώ το Νησί μου το 2008 ενώ όλη της η ποίηση έμελλε να μελοποιηθεί από γνωστό συνθέτη και πάλι το 2008.
Πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοποι φιλοξενούν ποιήματά της από το 2000.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Σχοινιά και Ναυάγια, 1999,
Ένας Λόγος να Αγαπήσεις τη Νύχτα, 2002,
Όλες οι Μέρες Χιόνι, 2005,
Ώρα κάτω απ το νερό, 2008,
Εσένα σε έχω ξαναγαπήσει, 2014




ΕΣΕΝΑ Σ’ ΕΧΩ ΞΑΝΑΓΑΠΗΣΕΙ (2014)

Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
ύλες
δεν τις θυμάμαι.
Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.
Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
-μέσα-
δεν χώραγαν άλλοι.
Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,
Αγάπη.
<|>
Ζω την κατοχή στη χώρα
στο σώμα
καρδιά
ψυχή
και γειτονιά μου.
Τα τσιγάρα μού παίρνουν,
παίρνουν και τη φωτιά μου
χάνω την αυτοτέλειά μου
σε μοιρασμένες εποχές.
Ζω την κατοχή στη χώρα
στην ψυχή
στον έρωτά μου.
Σβήσανε τον κύκλο που ’χα κάνει για εμάς
με κιμωλία πράσινη
και πάμε παρακάτω.
Τα τσιγάρα μού παίρνουν,
παίρνουν και τη φωτιά μου
αγάπες μού παίρνουν
πατρίδες
και φεγγάρια.
<|>
Δεν τον θέλω άλλο τον ήλιο στη ζωή μου,
με έχει κάψει στα μάτια.
Δε θέλω τη μέρα,
το φως,
μόνο κάποια παλιά τραγούδια για σένα.
Δουλεύω μια ζωή σκληρά
μα τίποτα δεν έχω επιδιορθώσει.
Δεν θέλω άλλο τη ζέστη στα μέσα μου,
βρέξει χιονίσει,
με χεις εγκαταλείψει.
Οι δυνατότητές μου ίσως να ‘ταν για περισσότερα.
Μια καθαρίστρια όμως υπήρξα,
για σκοτεινούς,
σκληρούς
ανθρώπους.
<|>
Τη στιγμή που πέφτεις
δεν υπάρχει σωστή κραυγή να βγάλεις,
λέξη να πεις,
να ψιθυρίσεις.
Τη στιγμή που πέφτεις,
λες ήξερα πως θα γινότανε έτσι
μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
Πέφτεις.
<|>
00:30
Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι.
Κανείς δεν το καταλαβαίνει όταν γεννιέται.
Ίσως,
να το νιώσει πριν πεθάνει
και αναρωτιέμαι
πόσος συνωστισμός εκεί πάνω επικρατεί,
με ψυχές που δεν πρόλαβαν
ένα τόσο απλό πράγμα
να καταλάβουν.
<|>
01:30
αρχή ήταν…
το Φως.
Όμορφα ήταν,
δεν πονούσανε τα μάτια.
……………………………………….
«Στο ένα ποίημα
μιλάει για τον άντρα της,
χρόνια τώρα
μόνο για εκείνον μιλάει
οι λέξεις σημεία είναι απλά
αίμα ή τιμωρία
ποτέ δεν κουβαλάνε».
Με ανθρώπους άκουσα
δεν μιλάς πια.
Εγώ περνώ στα χείλη τη γλώσσα
να δω αν ακόμα υπάρχει.
Έχασα λίγα σύμφωνα
το 2008,
φωνήεντα και συνδέσμους
το ’68…
Αγαλματάκια Ακούνητα
παίζουμε λιγάκι;

<|>
1-1-1-0
Τα βράδια φοβάμαι
για τη συντέλεια του κόσμου.
Αρχαία ελληνικά δεν ξέρω να μιλώ.
Αν και νομίζω ήξερα
στην προηγουμένη ζωή μου
αφού γίνεται κάτι παράξενο και λες
εγώ αυτό
το έχω ξαναζήσει.
Εσένα σίγουρα εγώ
σε έχω
ξαναγαπήσει.
 
<|>
1-1-1-0
Πώς τελειώνεις νωρίτερα το τσιγάρο
θα τρελαθώ
το άρχισα εγώ,
ώρες πριν από εσένα.
Περιμένεις το τραμ
ή το μετρό
τί περιμένω εδώ που είμαι εγώ,
πάλι
δεν το θυμάμαι.
<|>

ΠΟΙΗΣΗ

κανείς δεν θα ψάξει, να σε βρει,
μα θα σε δει στη στροφή,
σε ένα τοίχο
ολοκόκκινη μπροστά του.
Θα σε δει,
θα σε αρνηθεί,
τρεις φορές το τιμόνι
θα στρίψει απ’ την άλλη.
<|>
Μνήμη Νίκης Μαραγκου
Στο κρανίο λευκή ουσία,
στυλό Μουράνο
από τη Βενετία,
στιγμή δεν πόνεσα
θυμάμαι τα γόνατά μου.
Στο κρανίο λευκή ουσία,
στυλό Μουράνο
από τη Βενετιά
την κληρονομιά μας
με άσπρο χρώμα
να γράψουμε από κοινού.
Δεν μίλησα από τότε ξανά,
μέχρι τη μέρα
της Επανένταξής μου,
που ήταν θρίαμβος σαν την Πρωτοχρονιά
σε Τόκιο
και σε Νέα Υόρκη.
<|>
Αν είναι να με αγαπήσεις
αγάπησέ με γυμνή.
-Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια
τα μεγάλα ανέχεια και πενία-
με δασείες και ψιλές αρχικά σου μιλούσα
στο λυχνάρι με έκλεισαν και ως προχτές ασφυκτιούσα
αν είναι να με αγαπήσεις
αγάπησέ με γυμνή.
Λόγια Πολλά
είπαμε εμείς
με τα Μεγάλα
δεν χορτάσαμε την πείνα.
<|>
Αυτοί που παραδίνονται,
κάποτε σηκώνουν τα χέρια ψηλά
κάποτε όχι.
Δεν αναγνωρίζουνε τον εχθρό,
ένας είναι,
πολλοί
ή ο εαυτός τους;
Περιμένουν απλά
να αλλάξει η εποχή,
το χιόνι να πέσει
πυκνό
και μαύρο.
Αυτοί που παραδίνονται,
ταξινομούνται και αριθμούνται.
Πονάνε μα δεν ξέρουν
ποιο τραύμα
πονάει πιο πολύ.
Αυτοί που παραδίνονται,
φοβούνται τον λόγο να ορίσουν.
Τον εχθρό στα μάτια
τολμούν να αντικρίσουν
για δύο λεπτά
ανακωχή.
<|>
Πέμπτη θα μάθω
-θα μου πουν-
πόσα ακόμα
μπορεί να αντέξει η καρδιά μου.
Τα φορτία της σε πίνακες αφού δουν
αν τολμήσουν θα σκεφτούν
ως ποιο σημείο
αντέχουν οι άλλοι
να αγαπάνε.
Μα εγώ μετά απ’ το χτεσινό
εκτίμησα όλα τα ελαττώματά της
το παντελόνι σαν κατέβαζες
να φύγεις από δω
της μίλησα
την παρακάλεσα
φτάνει!
<|>
Κυριακή ξυπνήσαμε
σε αντίθετα στρατόπεδα-
η εγκατάλειψή σου με ανάγκασε
άμεσα να μπω σε χαρακώματα,
πριν η χειροβομβίδα πέσει
ήμουνα ήδη γυμνή
τη σωματική μου ακεραιότητα
θεωρούσα σημαντική
μέχρι που έφτασα
να μην ξέρω πια
το γιατί.
«Ο Ποιητής άμα πονάει,
πονάει αλλιώς-
από τον πόνο πολύ συχνά
αποβιώνει».
Εκατομμύρια έτη φωτός
και δεν σε συγχώρεσα
σε αντίθετα που βρεθήκαμε
στρατόπεδα
-τη σημαία,
το φεγγάρι και να σηκώσει για εμάς-
η εγκατάλειψή σου δεν διαπραγματεύεται
ούτε με είδος
ούτε με χρήμα.
Στο λόγο εγώ,
κάνω οικονομία.
<|>
Μνήμη Γιάννη Κατσούρη
Τη ζωή μου την παρακολουθώ
με παγωμένα τα άκρα.
Να μου κάνει κακό,
να μου κάνει καλό,
το σφυρί στο Ευαγγέλιο να χτυπά
σε κάθε απόφασή της.
Ανθρώπους – σύννεφα
να παίρνει και να φέρνει
το άσπρο φόραγα μικρή
κόκκινη
είναι τώρα η μυρωδιά μου.
Δημιουργική Γραφή…
Πότε τέλειωσε,
πότε άρχισε,
και τι είναι,
το έμαθα μόνο
μια στιγμή.
Την ζωή μου
την παρακολουθώ εγώ
με παρακολουθεί και αυτή.
<|>
Είναι μέρες
που όλα τα αντέχω
καλοκαίρια
τίποτα και κανένα.
Θέμα επιβίωσης
οι ανάσες που παίρνω
ένα ένα τα τσιγάρα τα πλένω
νικοτίνη να πιω
για σιρόπι.
Είναι μέρες
που εμένα αντέχω
Κυριακές καθόλου.
Με παρατώ
με σταθμεύω
και με τοποθετώ
σε επικίνδυνη
στροφή θανάτου
-αξίζεις περισσότερα-
είχε πει η μαμά
-όλα υπό έλεγχο
με ρωτά
τίποτα υπό έλεγχο
δεν είχα όμως ποτέ μου.
Μέχρι ως ένα σημείο
φτάνουν τα αεροπλάνα
τρόπος να σε δω πια
δεν υπάρχει.
Μια εποχή λέγαμε,
οι μέρες αυτές θα περάσουν
πέρασε η εποχή
και οι ημέρες για εμάς μόνο
έχουν αλλάξει.
<|>
Χίλια και ένα
μέτρησα χτες βράδυ τα μέλη μου
άλλαξε η εποχή
αν ακόμα λυπάσαι
-μη-.
Ελεύθερη βούληση
και αυτό που ζω με ξεπερνά
η επανένταξη μου σήμανε
και σε αγάπησα απ’ την αρχή.
Αγαλματάκια ακούνητα
νύχτα να κινηθούμε όλα μαζί
στον Επιτάφιο να βγούμε με το τελεφερίκ
σαν ύμνους να ψάλουμε
όλων τα ποιήματά μας.
Το τέλος…
Αργώ πολύ να καταλάβω.

ΩΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΝΕΡΟ (2008)

1.
Άλλοτε δεν υπάρχει ίχνος φωτιάς στο σπίτι,
και άλλοτε βρίσκονται μαζεμένοι
πέντε, δέκα αναπτήρες.
Ο ύπνος σου βαρύς,
σαν το τσιγάρο που μόλις έστριψες,
μα ακόμα δεν κατάλαβα
πως έφυγες το βράδυ.
Βολική όμως να ήξερες
πόσο μου στάθηκε η φυγή σου,
ευκολότερα αφού μάσαγα
στίχους μες την απώλειά σου.
Που γράφτηκαν ημιτελείς,
στην αύρα του κορμιού σου
αν και ακόμα εκκρεμούν
φιλιά,
αγκαλιές,
και το πλατύ Αντίο.
5.
Μαζεύω κόλλες, βιβλία,
Αν και προτιμώ μινιατούρες μπιμπελό:
αεροπλανάκια,
τρενάκια,
βαρκούλες,
κανό,
να ’χω λιμάνι
στο σπίτι μου μέσα,
αεροδρόμιο δικό μου
και σιδηροδρομικό σταθμό.
8
Λίγα τελικά πράγματα
δεν πεθαίνουν με το χρόνο –
ούτε καν με τη ζέστη του καλοκαιριού –
που είναι πάντα αφόρητη
και μόνοι ξαπλώνουμε τα βράδια.
Κανείς να μην μας ακουμπάει,
να μην μας αγγίζει…
κανείς.
12
Απ’ τη στιγμή που το ίδιο το φεγγάρι έχει αρχίσει να
ψεύδεται
πως να πειστείς
πως έρχεται το βράδυ;
13
Αν είναι η ποίηση ευλογία και χάρισμα
γιατί ούτε ένα καλάθι
δεν γέμισα με ψάρια;
15
Το ποίημα άγουρο
σαν το τραβήξεις απ’ τη μέση,
εφταμηνίτικο σου προκύπτει
από πρόωρη καισαρική.
Μουγκό,
λειψό,
άσχημο,
ζαβό.
Μην επιμένεις ποίηση πλέον να διαβάζω.
Απαξιώ!
18
Είναι κάποιες μέρες,
που το κρύο σε αναγκάζει να ζήσεις
τον πιο άτυχο εαυτό σου.
Σε εγκλωβίζει στην ανία
και την κούραση των λαθών σου,
και σε αναγκάζει να ζεσταθείς
γλείφοντας τον παγετό σου.
Είναι αυτές τις μέρες,
που επιμένεις να ντύνεσαι Ποιητής
(αρχοντικά να επιδεικνύεις στα μπαλκόνια τις αντοχές
σου).
Η προτεραιότητα σου…
Ένα ζεστό πιάτο φαί
-εγχώριας παραγωγής-
(η εξωτική κουζίνα
ανακατεύει τα μυαλά σου).
Έρχεται όμως έπειτα ο λογαριασμός.
Και η ώρα να πληρώσεις (σε ξένο πάντα νόμισμα).
Το χέρι βαθιά να βάλεις στην τσέπη
και στο τραπέζι,
να αφήσεις μια καρδιά.
25
«Παρακαλώ μην αγγίζετε» και «προσοχή εύθραυστο»
– σκορπισμένες εντολές μες τη βιτρίνα.
Μα τι να σε κάνω Ομορφιά
σαν δεν μπορώ να σε αγγίζω…
«Δέκα μέτρα απόσταση» από τον πίνακα κρατήστε,
και από τα «είκοσι να απολαμβάνετε τη θέα».
Μα τι να την κάνω τη ζωή
σαν δεν με αφήνουν να τη ζήσω;
«Παρακαλώ μην αγγίζετε»
και προπαντός μην ξεχνάτε
«ό,τι από εδώ μέσα σπάσετε
το πληρώνετε ακριβά»…
27
Ανοίγω τα χέρια μου
να αγκαλιάσω το χειμώνα στο παγκάκι.
Όπως κάθε που ήμουνα πλάι σου,
άνοιγα το παράθυρο
ν ’ αρπάξω την Αγάπη.
Θυμάμαι μόνο
σπασμένα πράγματα:
καρδιές,
μπρελόκ,
κλειδαρότρυπες,
χάδια…
Κοιτώ κυρίως αδιαίρετα πράγματα…
ψυχές,
όνειρα,
υποσχέσεις,
μάτια…
Μέχρι να φτάσω στο σταθμό,
αδιάκοπα με απασχολεί αυτό το ένα πηλίκο:
– ψυχή δια καρδιά,
όνειρα δια μπρελόκ
κλειδαρότρυπα δια μάτια –
Και έτσι είναι που μια ζωή
…χάνω το τρένο.
31
Ψάχνω…
Στων λεωφόρων τα στενά και στης αγάπης την απάτη.
Επίμονα ψάχνω…
Μα μια ζωή μονάχα ακούω
για το πώς αυτό που ψάχνω
μοιάζει.
34.
Γελάω πολύ,
μα μια ζωή
είμαι για κλάματα.
35
Ξέχασες τη σκιά σου
Και αν θες περνάω
να την αφήσω έξω απ την πόρτα
37
Κάπου σε Ιούλη μέσα
ήρθαν καταστροφές,
μα η γιαγιά επέμενε
σχολείο να μας στέλνει
γράμματα για να μάθουμε,
που δε στείλαμε
ποτέ.
41
«Νέα εικοσπεντάρα μόνη ψάχνει»
“«νεαρός ομοφυλόφιλος ζητά συντροφιά»
πωλούνται,
ενοικιάζονται,
ζητούνται,
αγοράζονται,
η πιο κερδοφόρα επιχείρηση
κατά της μοναξιάς.
45
Καλωσορίσατε στην πτήση της Αγάπης.
Αφήστε τις ζώνες σας δεμένες,
καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού,
και σας υπενθυμίζουμε πως απαγορεύεται να ελπίζετε
μέχρι να σβήσουν τα φωτεινά σήματα ασφαλείας,
πάνω από την καρδιά σας.
47
Η επόμενη μέρα,
μας βρίσκει με ένα χαλασμένο ψυγείο.
Άφραγκους,
άνεργους,
και καταχρεωμένους.
Η επόμενη μέρα,
μας βρίσκει κινούμενους στόχους.
Με χαμηλή την πίεση,
και αφυδατωμένους.
Υπάρχει βέβαια και η μεθεπόμενη.
Μόνο που δεν ξέρουμε ακόμα,
αν θα μας βρει.
55
Έτσι τελειώνουν
τα όμορφα πράγματα.
Σαν τη ζέστη,
το κλάμα,
και το ζεστό ψωμί.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΧΙΟΝΙ (2005)

1.
ΣΤΑΜΑΤΑ να μπαίνεις εμπόδιο στην ευτυχία μου
και μη ζητάς την υπέρβαση να κάνω.
Χρόνια ολόκληρα μου πήρε να σου μοιάσω
χρόνια
να παραμορφωθώ.
2.
ΕΝΑ εκατομμύριο λέξεις έχω να πω,
ένα εκατομμύριο θάλασσες.
Ένα εκατομμύριο λάθη στο σακάκι μου,
μα «ας είναι που φεύγεις η τελευταία αυτή φορά».
Έπαψε η ηχώ στην αμμουδιά…
Ο καιρός δε λέει να φτιάξει.
Ένα πρόχειρο έβαλα στο τραπέζι πρωινό,
δίπλα του,
εκατομμύρια λάθη…
3.
ΕΧΕΙ πολύ φεγγάρι απόψε,
και από τότε που σε αγάπησα
αυτά τα φοβάμαι.
Είναι λες και χρωστάς
στα περσινά καλοκαίρια μια χάρη.
Είναι λες και ακούμπησες
τον παλιό εαυτό σου στο πλάι.
Περιττό το φεγγάρι απόψε.
Και από τότε που σε αγάπησα,
φοβάμαι.
8.
ΤΟ ΜΟΝΟ που μπορούσα να δω απ’ τη θέση μου,
ήταν οι κύκλοι από καπνό που ανάπνεες.
Και ήθελα να σου κλείσω το μάτι
-το δεξί-
και ας μην το ανάκανα ποτέ μου.
Αν τα προβλήματα σου είναι πολλά,
δώσε μου να λύσω έστω και ένα.
14.
ΕΙΜΑΣΤΕ δύο τελευταίες στιγμές
τίποτα άλλο.
15.
ΑΝ ΚΑΠΟΙΑ μέρα αγγίξω το Τέλειο,
με πάσα λεπτομέρεια
τις απορίες σου θα λύσω.
Μεγαλώσαμε και πρέπει να παραδεχτούμε
έρωτα κάναμε
μα δεν κάναμε παιδί.
20.
ΜΗΝ προσπαθείς τόσο πολύ.
Η άσπρη μέρα που θα ‘ρθει
θα ‘ναι γεμάτη χιόνι.
Και μην κουράζεσαι πια πολύ
οι μέρες σου όλες άσπρες,
όλες οι μέρες
χιόνι.
23.
ΠΟΝΑΩ…
σε γόνατα, δάχτυλα, χείλη.
Μα πιο πολύ πονάω
που έφυγες πριν ένα λεπτό,
χωρίς να δεις που πονάω
να πονέσεις.
27.
ΕΧΩ πια χάσει την αίσθηση του χρόνου,
την έχω αφήσει στο παγκάκι της γειτονιάς.
Εις γνώσιν μου κείτεται εκεί τα τελευταία οχτώ χρόνια.
Αν είναι εκεί!
Κι αν είναι οχτώ!
Αφού έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου.
30.
ΘΑ μπορούσα να σου δώσω
λίγη απ’ τη θλίψη μου
είναι ξανθιά, είναι λεπτή και έχει όμορφα μάτια.
Την κρατώ ζεστή, κάτω απ’ το μαξιλάρι
μέχρι που βαραίνουν οι ώμοι τα βράδια.
Θα μπορούσα να σου δώσω αρκετή απ’ τη θλίψη μου,
μα φοβάμαι
μη δεθείς κι εσύ μαζί της.
33.
ΛΕΣ «πώς να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσέ- να» –
και λέω «τρέχα, θα αργήσουμε,
έρχεται ο κατακλυσμός».
Και αν χαθούμε εμείς,
θα εξαλειφθεί το είδος μας,
που είναι το πιο Ωραίο,
το πιο Φαντασμαγορικό.
38.
ΜΙΑ φορά και έναν καιρό,
στη ζωή μου άργησες πολύ να γυρίσεις.
Ήρθες πάνω στο γλέντι, ήρθες πάνω στο φως.
Κόπιασε.
το τραπέζι μου πάνω φρούτα,
πικρός καφές
και παξιμάδι.
45.
ΔΕΝ ξέρω να αγαπώ.
Μα ξέρω όμως να σκοτώνω.
Φέρε μπροστά μου εκατομμύρια στρατό,
και αν είσαι μέσα εσύ
σκοτώνω.
46.
ΑΓΟΡΑΣΑ σήμερα με το νήμα των χεριών σου μια Ελπίδα.
Γυναίκα έμοιαζε,
ίδια καταιγίδα.
Στα πόδια μου σύρθηκε,
τρεις φορές μ’ απαρνήθηκε,
γύρισε,
με κοίταξε
και γέλασε δυνατά.
48.
Ο ΧΩΡΟΣ, ο Χρόνος και ο Χάρος
είναι αφέλειες που ξεκινάνε από Χ.

ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ Ν’ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ 2002

1
ΕΙΣΑΙ εκείνο το είδος της νύχτας
που με κάνει να καρφώνω τα μάτια στην αλήθεια
την ξαπλωμένη μες στον απόηχο της σιωπής σου.
Και είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της λύπης
που χαμογελά και μυρίζει όπως τα κρίνα,
αφήνοντας την πόλη
να αγαπιέται εν αγνοία της.
Και σαστίζεις…
σαν σου φανερωθεί ι καρδιά της ομορφιάς μου
και πασχίζεις να ζήσεις.
Μα είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της απουσίας
που αγγίζει κακομαθημένα σαν κύμα,
και εκείνο ακριβώς το είδος της σκιάς
που φεύγει κρυφά
στις μύτες των ποδιών της…
2
ΑΝ ΕΡΘΩ κοντά σου το ξέρω.
Θα απλώσεις την αριστερή παλάμη σου,
θ’ αδράξεις τη νύχτα μ’ ένα στίχο,
σιγά σιγά,
θ’ αναστενάξεις πόσο κουράστηκες
μέχρι να φτάσουν τα μάτια σου
κλειστά μέχρι τον ύπνο.
Αν έρθω,
το ξέρω.
Όλα θα ’ναι απαλά,
απαλότερα…
Φτάνει να ’ρθω.
6
ΗΤΑΝ ένα παράλληλο φως και ο θάνατος,
κάποτε που γεννήθηκα.
Ήταν ένα επίπεδο σύννεφο και πλάι του μάρμαρο.
Κάποτε που γεννήθηκα,
είχα τη μυρωδιά του θανάτου.
Είχα τη μυρωδιά του θανάτου,
είχα…
8
ΑΡΠΑΞΑ τον πρώτο τόνο της φωνής σου και τον κράτησα,
ψιθυρίζοντας πως,
αν έπαιζες με την ψυχή μου πιο απαλά,
θα αυτοσχεδίαζα τη στιγμή που θα σου δώριζα τ’ όνομά μου,
θα αποστήθιζα, ως ατύχημα,
την εξομολόγηση του έρωτά μου,
και θα σ’ ανέβαζα, με την ελαφρότητα της ενοχής,
εκεί όπου πιο εύκολα τραγουδάς.
Γι’ αυτό άρπαξα τον πρώτο τόνο της φωνής σου
και τον κράτησα.
Να σ’ έχω νεκρό
όποτε φλέγεται το στήθος μου,
και πρόχειρο,
σε κάθε φευγαλέα αναστάτωση της καρδιάς μου.
14
Ο ΚΟΣΜΟΣ δεν σταματούσε ποτέ.
Περνούσε πλάι μου τυλιγμένος σ’ αόρατα μάτια.
Και πριν προλάβω να γίνω αντιληπτή
κάτι ξεχώριζε ανάμεσα στο λάθος.
Ήσουν εκεί,
κοιτούσες το φως από μέσα και απ’ το πλάι.
Και ήμουν εδώ.
Μ’ ένα τέταρτο της σκιάς προσευχές,
μ’ ένα νύχι της αγάπης κορδέλες,
διψασμένη να φτάσω στο σημείο
όπου κοιμούνται τα πάντα.
Πες μου,
αν γίνω αετός
θα αποχτήσω κάποιο νόημα;
Βερολίνο, 1999
19
ΥΠΑΡΧΕΙ μια στιγμή μόνο στον έρωτα,
όταν το πάθος παγώνει
και μόνη της η γλώσσα
ανοίγει το στόμα και φεύγει.
20
ΔΕΝ ξέρω πού βρίσκεται η αγάπη.
Τελευταία φορά που την άγγιξα με την άκρη της ουράς μου
ήταν τη μέρα που ξύπνησα αράχνη,
και έτσι έγειρα στον ώμο σου,
να γίνω το υποσύνολό σου.
Δεν γνωρίζω πού κρύφτηκε η αγάπη.
Αν και ανοίγω το φως μου κάθε πρωί,
να απλώσω τα απορρίμματα μου στον ήλιο,
και έπειτα πάλι στον ώμο σου,
το υποσύνολό σου,
να είμαι ότι δεν χωράει σε καμία πέτρα
γυαλί
ή φλιτζάνι…
Ένας άγνωστος είμαι,
μεταξύ παπαγάλων.
25
Dieser zug, endet hier…
ME ΔΥΟ τουλίπες και ένα άσπρο καπέλο,
έτσι ήρθα.
Η καρέκλα ήταν παλιά,
δεν μας άντεχε.
Πήγα να σταυρώσω δυο λόγια και σε σταύρωσα.
Νύχτωσε,
και σ’ αγαπούσα ακόμα.
Η καρέκλα έφταιγε….
Ήταν παλιά και από ξύλο.
29
ΣΕ ΤΡΕΙΣ πράξεις να παίξεις το θάνατό μου.
Τόσο μου παίρνει συνήθως
να πεθάνω.
33
ΑΓΡΙΑ που ’ναι η λάβα σου,
και ένα κουτάκι σπίρτα
να μην έχει στο συρτάρι.
Αποτραβιέσαι από μένα μακριά σαν τα λουλούδια,
έτσι γιατί σ’ αρέσει,
γιατί το ’θελες.
Μα δεν αγαπιέται αυτή η αγάπη.
’Άντε μέχρι τα γόνατα
αυγουστιάτικα να σε γεμίσει φεγγάρια.
36
ΛΕΙΠΕΙΣ για να δεις
πόσο απέχει το φως μου
απ’ τη νύχτα
και πόσο τακτοποιημένη
είν’ η ζωή μου στο γραφείο.
«Σε θυμάμαι, όμως,»
να λες,
«και σήμερα
και αύριο
και το βράδυ.»

Σχοινιά και Ναυάγια (1999.)

1)
«Έλα σε μένα, χαρά ενοχής,
γέννημα του κενού,
γυμνή μεσ΄ τους γυμνούς
στενή
μεσ΄ την ευχέρεια,
με κατεβασμένες τις άγκυρες
του μεθυσμένου σου ματιού,
να αρμέγω στις κόρες του παντρέματα.
Έλα,
και θα μεριμνήσει η αλήθεια μου για το φως σου
και η ανάσα μου για τη μοναδικότητά σου,
αναρρώνω έξω απ΄ τη μεγάλη σου καρδιά,
με ανοιχτά τα πεδία
με κλειστά τα δεινά,
Πάψε…
Σ΄ άκουσα να το λες.
Όλο το ίδιο και το ίδιο παρακάλιο:
Ω, σε ικετεύω,
Δει-
ξε-
μου,
πως να πεθάνω..»
2)
Γλιστράω…
Έτσι όπως γλιστράνε τα λόγια σου μέσα στο άπειρο,
εφτά φορές σαν χαλαρό μονοπάτι.
Γλιστράω…
Κάθε που γυρίζεις,
που κινδυνεύεις να με φας
με παρδαλές, τσουχτερές μεγεθύνσεις,
καθώς η απουσία σου
παίρνει χρώμα γαλάζιο.
Χλιαρή μου αγάπη…
Μην διαψεύσεις τα σπαθιά μου.
Τ΄ ακόνισα χθες
για σένα.
5)
Δεν θα συναντηθούμε ποτέ.
Και αυτό γιατί το ριγέ βενζινάδικο
χασμουριέται στο κάτω μου στέρνο.
Και τα κοινόβια κλείσαν Μεγάλη Παρασκευή,
Αφήνοντάς μου αγγέλους στην στην Τρωική μου πρύμνη.
Όλος ο γρίφος του μανικιού σου,
όλη σου η γύφτισσα ζωή.
Δεν θα σε αφήσω να με κοιτάς.
Με αρτηρίες θρύψαλα θα σε κατασκοπεύω.
Ως ότου η κλεψύδρα του άλγους
αλέσει σταδιακά το μίσος μας
μην με κοιτάς
η περίμετρος μου είναι μηδέν.
Αντίο νάρθηκα του γαλαξία της Έχθρας.
Οι γόνδολες της ψυχής μου,
μακριά σου όλες σαλπάρουν.
11)
Γλιστράω…
Έτσι όπως γλιστράνε τα λόγια σου μέσ’ το άπειρο
εφτά φορές σαν χαλαρό μονοπάτι.
Γλιστράω…
κάθε που κινδυνεύεις να με φας
με παρδαλές, τσουχτερές μεγεθύνσεις
καθώς η απουσία σου
παίρνει χρώμα γαλάζιο.
Ω χλιαρή μου αγάπη…
Μην διαψεύσεις τα σπαθιά μου.
Τα ακόνισα χθες για σένα.
16)
Άρπαξα τον πρώτο τόνο της φωνής σου και τον κράτησα,
Ψιθυρίζοντας πως
αν έπαιζες με τη ψυχή μου πιο απαλά,
θα αυτοσχεδίαζα τη στιγμή που θα σου δώριζα το όνομά μου,
Θα αποστήθιζα ως ατύχημα την εξομολόγηση του έρωτά μου
και θα ανέβαζα με την ελαφρότητα της ενοχής
εκεί όπου πιο εύκολα τραγουδάς.
Γ’ αυτό άρπαξα τον πρώτο τόνο της φωνής σου
και τον κράτησα.
Να σ’ έχω νεκρό όποτε φλέγεται το στήθος μου,
και πρόχειρο,
σε κάθε φευγαλέα αναστάτωση της καρδιάς μου.
17)
Τρωτή πανσέληνος.
Δεν είμαι παρά μια πολωμένη συντομία.
Η λέξη που τέλειωσες ότι ήτανε να πεις\
Αφού λογομάχησες με την αγάπη
για ένα αηδόνι.
18)
Δυστυχισμένοι άνθρωποι
μέσα στην δυστυχία,
που στέκονται στην μέση του διαδρόμου της φυγής
και σε κοιτάνε.
Αν μ’ άφηναν μόνο να τους διαβάσω
όπως τους διάβαζα τις παλιές Κυριακές
Αν μ’ άφηναν μόνο να τους διδάξω…
Δυστυχισμένοι άνθρωποι
κάτω από ουρανούς που θυμώνουν
αφελείς, αδύναμοι, αγνώριστοι άνθρωποι,
λιγνά διακεκομμένα λάθη πάνω στη ζωή μου…
27)
Σ’ αυτή την πόλη
μπορείς να αποπλανηθείς απ’ όλα τα μέρη του σώματός μου
τα δυσανάλογα,
τα μπλε μου μάτια τα ανεπτυγμένα,
σ΄ αυτή την πόλη
μπορείς να ερωτοτροπείς με την σιωπή μου,
με την απόστασή μου
από δω μέχρι την σκάλα που οδηγεί στα πεθαμένα.
Οι όμορφοι άνθρωποι δεν μ’ αγαπάνε ποτέ.
Έχουν στεγνά πράγματα, απλωμένα στο εσώρουχό τους.
34)
Μίλησες…
Και κάθισαν τα βέλη σου παγερά στην ψυχή μου.
‘Όπως μια φέτα χοντρή σιωπή,
Απάνω σ΄ ένα άδειο στομάχι.
η περίμετρος μου είναι μηδέν.
Αντίο νάρθηκα του γαλαξία της Εχθρας.
Οι γόνδολες της ψυχής μου,
μακριά σου όλες σαλπάρουν.

Δημοσιευμένα στα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Αύγουστος 2011

ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ

Τώρα που πάψανε οι νόμοι να ισχύουν
με τί δουλειά θα ασχοληθείς;
Τώρα που οι κανόνες έγιναν
σαν μια παλιά της γιαγιάς συμβουλή,
να φοράς ό,τι θές,
μη σε περάσουν έναν απ’ αυτούς.
Δεν πολεμήσαμε σε κανένα εμείς πόλεμο.
Δεν προκαλέσαμε καταστροφή·
Τώρα που οι εντολές του θεού γίνανε χίλιες,
ποια αναρωτιέμαι μία,
θα τηρείς εσύ;
<>|<>
Λιγοστεύουν οι άνθρωποι…
Χρόνο με το χρόνο,
λιγοστεύουν οι φίλοι.
Κρύβονται,
όπως τα φίδια πού ολάκερο καλοκαίρι δεν μπόρεσα να βρω,
αραιώνουν,
απ τη μια στιγμή στην άλλη
ξεφεύγουν μεθοδικά.
Τελείωσαν έξω απ την πόρτα μου οι άνθρωποι.
Τελείωσαν τα λουλούδια,
τα σπουργίτια,
τα φυτά.
Ξέμεινα από γάλα,
αγάπη και συντροφιά,
αργά αργά
λιγοστεύουνε καί οι μερες μου,
απέμειναν
λίγα μόνο λεπτά.
<>|<>
Ο άνθρωπος τρέφεται με άνθρωπο.
Βγάζει τα μάτια να μη θυμάται το χρώμα.
Κανένα να μη μείνει αποτύπωμα,
τεκμήριο,
η σώμα.
Δεν υπολογίζει αν είχε όνομα,
εθνικότητα η χώρα,
ο άνθρωπος επιβιώνει μέ άνθρωπο,
έστω και αν είναι
ήδη κάτω απ’ το χώμα.
Μετά από κάθε γεύμα,
πάντοτε μετανοεί
και σκύβοντας κάνει το σταυρό του.
Τού ανθρώπου, ο άνθρωπος είναι πλέον τροφή,
όλα τα άλλα
έχουν προ καιρού εκλείψει.
<>|<>
Μου αρέσει να σε κακοποιώ.
Μου αρέσει να σε ρίχνω κάτω και να σε πατάω.
Έχω μια κάποια διαστροφή,
σαν πολλές από αυτές που έχουν και οι άλλοι.
Μου αρέσει να σε χτυπώ.
Μου επιτρέπεται και να σε γρατζουνάω.
Μόνο το θεό μου νοιάζει που κάθεται σιωπηλός,
μαζεύει τα σύννεφά του,
και κλαίει.
<>|<>
Η επιστήμη θαυματουργεί,
αυτό είναι αλήθεια.
Απ’ τον ομφάλιο λώρο του παιδιού,
θεραπεύεται ο καρκίνος και η λευχαιμία.
Την μια πενταετία ψάχνονται γιό το Aids,
την άλλη για την επιληψία…
για την υποκρισία
κανείς δεν ψάχνει τίποτα,
και αναγεννιέται το είδος,
μέσα στο ψέμα και την αηδία.
<>|<>
Σιγά μην οι τυφλοί αρχίσουν να βλέπουν
και οι μουγγοί να μιλούν,
σιγά μην ο πλανήτης σωθεί.
Μέχρι και αυτοί που πλησιάζουν το αυτοκίνητό σου ως πονεμένοι,
μέχρι και αυτοί σε κοροϊδεύουν,
πως πεθαίνουν της πείνας
και πως είναι ασθενείς.
Καλό, και τί γίνεται – απλά ρωτώ,
αν έστω και ένας απ’ αυτούς πει την αλήθεια;
Τί γίνεται αν τον πέρασες εσύ για απατεώνα
και την επόμενη πεθάνει απ την πείνα και την κακουχία;
Υ.Σ
Εδώ είναι που διερωτάσαι,
τί συμβαίνει με το Θεό.
<>|<>
Άκουγα να λένε,
πώς παίζουν οι τολμηροί τη ζωή τους κορώνα
Αποφάσισα να το κάνω και εγώ,
να δε επιτέλους,
αν επιφέρει κάτι.
Ρίχνω το κέρμα στη μέση του δρόμου,
γράμματα.
Το ξαναρίχνω,
κορώνα.
Μεσημέρι Αύγουστου, στους 40 βαθμούς,
εγώ έπαιξα τη ζωή μου κορώνα – γράμματα.
Και παρακαλώ όπως καταγραφεί,
πώς μάλλον δεν φάνηκα διόλου τολμηρή.
Έπαιξα τα πάντα κορώνα – γράμματα,
μα καμία αγάπη η άνοιξη
δεν είχε -αν μην τί αλλο-
σωθεί.
<>|<>
Γιατί δεν ανοίγουμε ακόμα όλα τα μνήματα,
να σπρώξουμε τη νέκρα πού κουβαλάμε μέσα, μας εκεί;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου