Σάββατο 10 Απριλίου 2021

ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ

 

ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ


Ο Ρήσος Χαρίσης, κατά κόσμον Ρήσος Χαραλαμπίδης, γεννήθηκε το 1969 στη Λευκωσία. Σπούδασε Ελληνικό Πολιτισμό στη Σχολή Ανθρωπιστικών ’Επιστημών του Ελληνικού ’Ανοικτού Πανεπιστημίου, σκηνοθεσία κινηματογράφου-τηλεόρασης και δημοσιογραφία. Ή δημοσιογραφική του εργασία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παρουσίαση και επιμέλεια μιας σειράς εκπομπών στην Ελληνική Ραδιοφωνία, όπου ανέδειξε κοινωνικά θέματα της εποχής μας. Υπήρξε επίσης εθελοντής δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Το 1992 εκπροσώπησε την Κύπρο –στον τομέα της ποίησης– στην Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρωπαϊκών Χωρών της Μεσογείου, στη Βαλένθια της Ισπανίας». Δημοσίευσε ποιήματα του και συνεντεύξεις με ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης σε περιοδικά της Ελλάδας και της Κύπρου (Χάρτης, Λογοτεχνικά Θέματα, Νέα Ευθύνη, Ποιείν, Φρέαρ, the book.gr, Diastixo, Bibliotheque, Fractal, Πόρφυρας, Νέα Εποχή, Ακτή, Άνευ, Το Καταφύγιο, Ρέμβη, Cyprus Today και άλλα). Ποιήματά του φιλοξενούνται επίσης στην Ανθολογία Κυπρίων Ποιητών (Συμπόσιο Ποίησης – Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2008), στο Ποιητικό Ημερολόγιο 2003 (Ιωλκός), στην ποιητική ανθολογία Της Κερύνειας (Λευκωσία, 2002) και στο βιβλίο Το καράβι της Κερύνειας (Υπουργείο Παιδείας Κύπρου, 1987). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.
Η ποιητική συλλογή του Ο Μεταξουργός (Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 1987-Μορφωτική Υπηρεσία Υπουργείου Παιδείας Κύπρου) εκδόθηκε από την ίδια υπηρεσία το 1988 στη Λευκωσία.
Η καινούργια του ποιητική συλλογή «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» εκδόθηκε το 2020 από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ.

.

.

.

ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (2020)

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Και μου ‘λεγες πως είσαι αυτή π’ αναστενάζει
όταν εισχωρούν εντός σου ποταμόπλοια, καΐκια
κι ανοχύρωτοι άνθρωποι που θαλασσολογούν.

Θάλασσα με παράθυρα, με φυλλωσιές και κόλπους,
όπως ο κόλπος γυναικός που ξέρει κι άλλα κόλπα
(όπως τα κόλπα γυναικών μ’ εργόχειρα και χάδια).

Θα σου συνάξω νούφαρα, ανθούς απ’ αγιοκλήματα,
λιμάνια μες στα αίματα, κήπους μες στις αυλές σου
στις αλυκές του κόρφου σου, όπου θα κατοικήσω.
Θενά κατέβω τρεις φορές στον τόπο σου και πάλι
για να κερδίσω άλλην μιαν ανάμνηση μ’ εσένα,
να τη στολίσω μ’ όνειρα, σπιθίσματα του ήλιου
κι άπλετο φως να χύνεται στου σώματος την ώρα.

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΔΑΚΡΥ

Υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα περιφέρουμε τις σάρκες
από συνέδριο σε συνέδριο, περιάγουμε αυταπάτες
σε χαρακώματα σκαμμένα από χέρια προγόνων.
Μας θρέφουν ερινύες, ψηφίδες του μυαλού,
καταπίνουμε δολώματα κι αγκίστρια,
έχουμε χειροβομβίδες στο ’να χέρι,
στο άλλο πορτοκάλια.

Σε μια χώρα που τη λένε Οδαλίσκη, Συρία, ’Ιθάκη,
Παλαιστίνη, Τροία, Κουρδιστάν, Ονειρομένη,
παλιννοστούντες της Νέας Οικουμένης
βάζουν βλεφαρίδες στα δέντρα της πλατείας,
κόρες ματιών σ’ αμίλητα αγάλματα.

Τάνκς με παντούφλες γύρω απ’ το κρεβάτι μας,
τάνκς με τσαρούχια σ’ ώρες μεσημβρινής ανάπαυσης,
τάνκς με αρβύλες στο χειροπιαστό σκοτάδι
του σκοταδισμού.

Καμικάζι αυτοκτονίας πίσω απ’ του μπάνιου την κουρτίνα
προσεύχονται στην Ύβρη, στην Άτη, στη Νέμεση, στην Τίση,
ψάχνουν τη Σχιστή Οδό σε σαλόνια
με χαλιά που εικονίζουν θαλασσογραφίες και αντίσκηνα.

Άοπλοι πολίτες εξεγείρονται
για τον από μηχανής θεό της πλουτοκρατίας,
πάνοπλοι πολιτευτές παραλείπονται απ’ την ιστοριογραφία,
νεοφώτιστοι καιροσκόποι κατοικούν
στην παγιωμένη γεωμετρία της διαίρεσης.

Μάχες σε ξένα εδάφη, συρράξεις σ’ εδάφια των Γραφών,
σε ναζιστικά σφαγεία —τώρα υπουργεία και οίκοι ανοχής-,
σε φάμπρικες και σανατόρια,
σε υπολογιστές που βομβαρδίζονται από ειδήσεις,
σε υπολογιστές που βομβαρδίζουν αεροπλανοφόρα.
Πόλεμοι δανεικοί, όπως τα δάνεια των λέξεων,
που γίνονται κανόνας
στον επαναπατρισμό των παρενθέσεων.

Σε σιδερένιο παραπέτασμα εγκιβωτίζεται η Ανδρομάχη·
εργολάβοι πολέμων καλούν την προφήτισσα Κασσάνδρα
στης βουής την απλήρωτη καταιγίδα,
ο κήρυκας Ταλθύβιος σε ταξίδια νοητής ακροβασίας.

Τη ροϊκότητα της θάλασσας
συνοδεύουν θαυμάτων μινιατούρες
σ’ έναν κόσμο που γεννήθηκε μιγάς.

Επί τάπητος εκφάνσεις των χοών,
εθνοκαθάρσεις των γλωσσών, κίνδυνοι εξ ανατολών.
Παιχνίδια της ζωής στο μικροσκόπιο,
σαρκώσεις σε σαρώσεις των κομπιούτερ
κι ο θόλος της πατρίδας το δάπεδο αγγίζει.

ΑΝΑΛΩΣΙΜΟ

Η Αύρα, η Λαύρα και η Λάβα έλεγαν χρώματα,
γελούσαν κατακόρυφα, γεννούσαν κιγκλιδώματα.

Μπροστά η βασίλισσα, ο Δούρειος Ίππος, ο τραγουδοποιός.
Μέσα στο πλήθος η Αλικαρνασσώ, η Χρυσόθεμις,
η Σαλώμη — μορφές υπαρκτές.

Τ’ απόγευμα γέμιζαν τις τσέπες με χρησμούς,
στους κήπους κατέβαιναν με τα χρυσάνθεμα.

Κάθε που νύκτωνε, η Χρυσόθεμις ξάπλωνε
στη γαλήνη του προσώπου, άφηνε τον ύπνο να σκεπάσει
το ερυθρόμορφο κορμί.

Δεν ξέρω αν το ποτήρι ήταν άδειο και η κλεψύδρα της μισή,
όμως η αύρα της ψυχής της είχε ένα χρώμα θαλασσί.

ΡΟΗ

Κοινή γνώμη στον ρόλο κοινής γυναίκας
σέρνει σε νέφη το έλκηθρό της.
Με βαμμένα νύχια γράφει ποιήματα,
μοιράζει θάλασσες στα υστερόγραφά της.

Σ’ ανελκυστήρες των χεριών ίσκιοι ετεροθαλείς,
κόκκινη θάλασσα από ύφασμα σατέν και αίμα,
προτού το νεροπίστολο σκοτώσει
τον πρώτο απεργοσπάστη ποιητή.

Ξένα ονόματα μυρίζουν στο παλτό της,
η φωνή της με λάθη ορθογραφικά.

Γυμνόστηθη η φύση της πρωίας,
γέννημα, υπόσχεση, πολλαπλασιασμός.
Μήτρες-μητριές απολεσθέντων ερώτων,
ρωγμές στιγμών χωρίς αιδώ,
εδώ, στο χωνευτήρι των λαών.

Άτρωτα τα χέρια
πριν απ’ το κούρεμα τ’ ουρανού,
πριν απ’ το κλάδεμα της αγάπης,
πριν απ’ τον θερισμό με άροτρα
σε κόσμο με άστρωτα φεγγάρια.

Στο μέλλον οι πνοές μας θα γίνουν
ξενοδοχεία γι’ αστέγους,
βροχές περισπωμένες
στον χαρτοφύλακα των φιλημάτων.

Πριν μου τινάξεις τη στάχτη απ’ τα μάτια,
θα ποτιστούν μ’ άγιασμα όχθες ιστοριών
κι εσύ σε μια γωνιά θα ρωτάς τον Οιδίποδα
γιατί έβγαλε τα μάτια του.

ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ

Με το πατρόν της ‘Ιστορίας ανά χείρας
γυναίκες δεκαπεντασύλλαβων βημάτων
μαλάζουν το σκοτάδι και η σκιώδης του σώματος
κυβέρνηση παραστρατεί καθ’ ολοκληρίαν.

Εκ δεξιών Παναγία Παραμυθιώτισσα,
εξ αριστερών Χριστός Κεφαλαιούχος,
εν τω μέσω της εικόνος Αυτός που επιβλέπει εσαεί
τον ανορθόγραφο κόσμο των παιδιών.

Επίσημα χείλη κυβερνώντων
διαψεύδουν πως ο Θεός συνέφαγε σε Δείπνο Μυστικό
με τον Υπουργό Εξορθολογισμού και Μετακένωσης,
με την Υφυπουργό Φραστικής Απόδοσης,
με τη στενογράφο Ανενεργού: Ποιήσεως,
με τον Αρχιεπίσκοπο Ειδωλολατρίας και Πάσης Βεβαιότητος,
με την κοινωνική λειτουργό της Σατραπείας.

Πράξη νομοθετικού περιεχομένου καταργεί
διάφανα χαμόγελα, παρελάσεις σ’ οδοντοστοιχίες,
το παίγνιον «κρεμάλα», τη σταύρωση του ’Ιησού,
τη θεία Λειτουργία, το μοιρολόι,
το συλλειτουργό οδυρμών, την κλωνοποίηση των όρμων,
την Καθαρά Δευτέρα και την αθανασία.

Ο Υπουργός Θανατικών Ποινών
κι ο Γραμματέας Πυκνοκατοικημένων Αρτηριών
μαζεύουν τ’ ασυμμάζευτα
στις πλάτες αποκεφαλισμένου πλήθους.

Παναγία Ρευματοκράτειρα: Υπουργός Επιτραπέζιων Παιγνίων
Παναγία Γοργόνα: Υπουργός Θολοσκέπαστων ’Αποικιών·
Παναγία Μεσίτρια: ‘Υπουργός Συγκυριών,
Κυριολεξίας και ’Αρνησικυρίας·
Παναγία Χελιδονού: Υπουργός Ταξικής Απελευθέρωσης
και Δημοσίων Αναθεμάτων.

Εκ δεξιών Χριστός Παραλειπόμενος,
εξ αριστερών Παναγία Ξεματιάστρα,
εν τω μέσω της εικόνος μπορείς να ζωγραφίσεις
κατά βούληση.

Παναγία Αγκυλούσα
βγάζει κι άλλο παραμύθι απ’ το σεντούκι.

Επίκεινται σταυροφορίες.

ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΚΑΚΙ

Τετραγωνίζεις τον κύκλο της πατρίδας,
παίρνεις γομολάστιχα,
σβήνεις κόκκους απ’ το κορμί της·
αυτή μονολογεί πως δεν υπάρχουν χυδαίοι πολίτες,
μόνο αισχρές πατρίδες.

Δημόσιος χώρος άγνωστου πατρός,
δημόσιος πόνος αγνώστου μητρός,
στα χαλάσματα λείψανα ανώνυμων παιδιών.
Καλογυαλισμένες ιαχές, γυαλιστερά δρεπάνια,
άρματα μάχης στα δόντια περιούσιου λαού.

Σκοτάδι με γυμνασμένους προσαγωγούς,
ιδεολογίες με τακούνια και κόκκινα κραγιόν,
πολύγλωσσος θάνατος, ανέσπερο φως σε ρηγματώσεις,
αλμυρή θάλασσα, μύθοι και πτυχώσεις.

Πατρίδα οι αισθήσεις και το ύφος σου,
καΐκι σε κελεύσματα διαιτητών,
ήλιος που εισέρχεται από τη χαραμάδα,
κύμα στο μαξιλάρι.

Πλεονάζον προσωπικό
οι διαβάτες που οχλαγωγούν ποικιλοτρόπως.
Κύκλωπες Πολύφημοι κυκλοφορούν στους δρόμους.
Στο Μεταγωγών πλειστηριασμός ανθρώπων,
πολυφωνικό τραγούδι οι σιωπές τους.

Ιερόδουλες μέρες εσώκλειστες σε παρθεναγωγεία,
νυχθημερόν ο Ηρώδης παίζει Play Station.

Πλανόδιος θίασος στα πέριξ των ατμών
συντάσσει περιγράμματα συνόρων,
μνήμη πεζεύει τ’ άλογό της.
Κι όταν ηχούν σειρήνες του πολέμου,
ξεχνά τα κουβαδάκια της στην άμμο.

Στο πίσω μέρος της αυλής ανάσκελα οι νεκροί
κι εσύ να ψιθυρίζεις:
«Δώσε μου, λίγο δυόσμο απ’ τα μάτια σου».

ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Μάτια ξεπλένουν αγωνίες σε γωνίες
προσώπων που εφευρίσκουμε,
αναρριχώνται σε πλαγιομετωπικές
συγκρούσεις σκιρτημάτων.
Επάνω σε ψηφιδωτά η χλόη αφουγκράζεται
θρύψαλα κι αναμνήσεις.

Ο Μωυσής, αδιάβαστος και πάλι,
δεν θυμάται τις Δέκα Εντολές.

Στη Χώρα των Σκαιών ομόσπονδο το παρελθόν,
ομογάλακτο,
διζωνικό,
αμάρτημα προγόνων,
προπατορικό.

Ζωή αναμασάει φύλλα δάφνης,
εισπράττει περιτέχνως χαράτσι των χειλιών.
Αισθήσεις κυματίζουν σημαιοφόρες.

Μια πόλη μες στη θάλασσα είναι τα όνειρα μας
κι οι εμιγκρέδες ψάχνουν ουρανούς.
Ασυνόδευτοι πρόσφυγες τα βήματά μας,
αντίσκηνο επικλινές η μνήμη,
διασπορά ψευδών ειδήσεων το μέλλον.
Θεμίξενη μοίρα ταξιδεύει μέχρι το επανιδείν
και τα πουλιά με τα καπέλα
κελαηδούν σε τόνο συνθηματικό.

Αναδιφήσεις θαλασσών, άνεμοι γλωσσοδέτες,
ο ιδανικός μετανάστης
δανεικός ποιητής των αισθημάτων.

Στην ιματιοθήκη των ματιών
όλα σε κατάσταση σκιάς.

ΣΥΝΥΦΑΝΣΗ

Ρωγμές διατρέχουν τα Καβάφεια Τείχη
σε περιθώρια σχισμένων τετραδίων,
σε άκλιτα μέρη σαρκός,
σε ροκανισμένα έδρανα δακρύων,
σε άγονες γραμμές του νόστου.

Διαπερνούν ηλεκτροφόρα σύρματα σε φράχτες,
μαχαιρώνουν τον ήλιο με το βλέμμα,
κρατιούνται από χειρολαβές των δέντρων,
αφαιρούν ταμπέλες απ’ τους δρόμους,
τις τοποθετούν στο κορμί της Ιστορίας.

Σκοντάφτουν στη χειραγώγηση του πλήθους
που συντάσσει καινούργιο ερμηνευτικό λεξικό,
στη μετεξεταστέα σύγκλιση οραμάτων,
στην προπαγάνδα των ειδήσεων,
στην τηλεκατευθυνόμενη σκέψη,
στις ανασφάλιστες υποσχέσεις,
στα δελτία παροχής υπηρεσιών,
στον συλλαβισμό των παραισθήσεων,
στην ούρα της κραυγής,
στην ξενιτεία των λυγμών,
στο ντεκολτέ της κατοχής.

Μεγαλωμένες στην άκρη του γιαλού,
κοιτάνε το πλοίο που όλο φτάνει
κι όλο φεύγει μεσ’ από τα δάκτυλα τους.

ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Η Ευρώπη μ’ άσπρο νυφικό
παραπατάει ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια
ξαναβαμμένης αθυροστομίας.
Κάθε Κυριακή (μέρα γενικού καθαρισμού)
ξεσκονίζει επιμελώς το εφήβαιο,
ξεπλένει αμαρτίες με νερό θαλασσινό,
ενδύεται την απουσία της.

Δευτέρα θυμώνει με τα όνειρα,
Τρίτη καταριέται τους ανθρώπους.
Τετάρτη πηγαίνει σινεμά με φίλες κολλητές,
Πέμπτη σοδομίζεται μπροστά σ’ έναν καθρέφτη.
Παρασκευές πετάγεται ως το ταχυδρομείο,
παραλαμβάνει δέμα με συστημένη βόμβα,
που δεν εκρήγνυται ούτε και τώρα.

Τα βράδια περιοδεύουσες παραλίες
μεταναστεύουν στον οίκο ανοχής της·
με το πρώτο φως της μέρας πάει στον φούρνο για ψωμί.

ΤΟΠΟΣ ΜΕ ΣΚΥΜΜΕΝΟ ΒΛΕΜΜΑ

Γεννιόμαστε απ’ τον θυμό, γινόμαστε όνειρα
σε κατ’ οίκον περιορισμό
με το κλάμα δημοσία δαπάνη.
Λείψανα άστρων σε συρτάρια μ’ αμαρτήματα —
έρεβος και κύματα θαλάσσης.

Αιώνες κρυβόμαστε σε βαθιά χαρακώματα.
Γεννιόμαστε σ’ αντίσκηνα,
πεθαίνουμε σε δωμάτια πολυτελείας
με φόρο υποτελείας σε μύθους προπατορικούς.

Τα χρόνια κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας,
τα κλειδιά του Έθνους στο απέραντο γαλάζιο που ξεφτίζει.

Μας διατρέχουν φυλλοβόλα τεχνάσματα άνυπακοής
το δικαστήριο αποφαίνεται
πως δεν συντρέχει λόγος αυτογνωσίας.
Μετρώντας όμως τα κουκιά της ‘Ιστορίας
κάποτε θενά γενούμε δέντρα με ρίζες
απ’ τ’ ουρανού την οροφή μέχρι τον ‘Άδη.

Απλώνουμε οπωροφόρα θάλασσα σ’ αειθαλή χαμόγελα,
ενώ πάντα κρατάμε τη σιωπή στο χέρι
κι αναρωτιόμαστε ποιο είναι του Θεού
το τεκμαρτό εισόδημα, σε ποιο κόμμα πιστεύει
και αν δηλώνει κάθε χρόνο πόθεν έσχες.

Με κεντίδια ο κόσμος ταξιδεύει
σε γλυκάδες και φιλήματα χεριών
κι οι ενασχολήσεις της μελαγχολίας
αναβάλλονται διά παντός.

Μεσ’ απ’ τις γρίλιες των ματιών
φιγούρες παρελαύνουν με σκισμένο βλέμμα.
Τι κι αν κάποτε χωρούσαν σ’ ολόλευκο χαμόγελο;
Τώρα τρικλίζουν βουτηγμένες σε αλκοόλ
με δόντια σαπισμένα.

Πριν επιστρέφουμε στ’ ανακαινισμένα μας κλουβιά,
κάποιος μας λογοκρίνει,
μας παίρνει απ’ το στόμα το φαΐ
κι εμείς συλλογιζόμαστε πως κουβαλούσαμε παλιά
πολλά σακιά στην πλάτη·
κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους της αποθήκης,
ξεχορταριάζαμε τον ουρανό.

Παίρνουν τότε τα δέντρα τις ρίζες τους και φεύγουν.

.

Ο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΟΣ (1987)

ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Στο γειτονικό
εκλογικό κέντρο
η Αφροδίτη
ψηφίζει
και ρίχνει λευκό
μες στο κοχύλι
μες στ’ άσπρο σεντόνι
στ’ άσπρο μαντίλι
στ’ άσπρο καντήλι
στ’ άσπρο στολίδι
στ’ άσπρο κορμί της
στ’ άσπρο ψωμί
της Παναγίας
και βλέπει πως λείπει
η κάλπη
και η υπογραφή της.

ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗΣ ΕΝ ΝΩ

I

Ο Μεταξουργός
με τα χέρια της διαίσθησης
απίθωσε τη σιωπή του
και μπόλιασε τις φλέβες του
στα ξερά λεμονόδεντρα
της Πράσινης Γραμμής.

Παρα-πεταγμένος
κάτω από τις λεύκες
με τα λευκά κεφάλια
τ’ αγαλματοποιού
ύφαινε τη σκιερή μορφή του
στην τετράγωνη σκακιέρα
της τραπεζαρίας.

Αρχάγγελος
στο μεταξωτό αρχιπέλαγος
ενός χαρταετού.

Παρα-τεταγμένος
στα δέκα όνειρα
της κυριακάτικης παραλίας
ξύπνησε στ’ ανοιχτόχρωμα
σεντόνια βραχνός, αλλοιωμένος
κι αφέθηκε στη σκιαγράφηση
της νεκρής παρθένας
με τη ρυτιδωμένη κάνη του ήλιου
που πυροδοτούσε ανελλιπώς.

ΙΙ

Σουρουπώνει.

Ο Μεταξουργός
μαζεύει τη γύρη
από τ’ άνθη
και πηγαίνει να πλαγιάσει.

Ο δρόμος
συλλαβίζει τη σκιά του
συντρέχοντας
στο κλάμα των αυτοκινήτων.

Το άλλο πρωινό
ένα κέντημα
ανέβαλε επ’ αόριστου
την αύριον
της στασιμότητας.

ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΙΙ

Όταν ο χρόνος χάνει τον ύπνο του
για μας τους θνητούς,
το καράβι
εισβάλλει στο κρασί μας
αμάραντο και ηλίανθο.
Πεθαίνουμε όταν το φεγγάρι
ξυπνάει τα σύννεφα με θωπείες
και τα κινούμενα πανιά γυρεύουν
μια βάρκα να πλαγιάσουν.

Αφροδίτη
μέσ ’ από κάνιστρα προβάλλει.

Τα γεράνια
στα κατάρτια,
οι φωνές
στο θέατρο του κάστρου.

Πόλη του μύθου,
των λαϊκών παραμυθιών,
του βροχερού καιρού
με πεύκα και βαλανιδιές
σε καπνιστήρια,
ροδοστάγματα και εικόνες.

Πρωινά βασανισμένα
στο συρματόπλεγμα.
Απόγευμα η Κερύνεια
στον καφέ μας.

Ήρωες μυθικοί
τη φαντασία κινούν
για την περιφορά
των άδειων αμφορέων
σε στενορύμια,
στ’ απομεινάρια της συνείδησης
των βράχων.

Χαμένος
στις μυλόπετρες του πλοίου,
μ’ αμύγδαλα στις χούφτες,
στην Πράσινη Γραμμή
ο γύρος του πελάγου
ν’ αγναντεύει
την ανέλκυση
της νέας Βασιλείας.

Η ΕΝ ΚΗΠΟΙΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Η Αφροδίτη
κινείται σε άγνωστο μέρος.
Είναι στη χώρα των ονείρων.
Διαβάζει το γαλάζιο κύμα
σιμά στην πέτρα του Ρωμιού.
Δρόμος γεμάτος κοχύλια.
Συνείδηση γεμάτη βότσαλα.
Βουβή και σκυθρωπή κοιτά
το γιασεμί στην εξώπορτα
και τον κυμάτισμά της γαλανής σημαίας.

Μετακινεί την πολυθρόνα
για να βουλιάξει πιο άνετα.
Η θεϊκιά της ομορφιά θαμπώνει.
Την σχολιάζουν πανσέδες και βιολέτες.
Πηγαίνει στον κήπο και κόβει
έναν κλωνίν βασιλιτζιάν.

Σιμώνει το παράθυρο και κάθεται.
Την σκεπάζει ένα πέπλο τρυφερότητας.
Από το βάθος προβάλλει
ένας νέος.
Την ζυγώνει, κοιτάζονται, αγκαλιάζονται
κάτω απ’ τον ήλιο
στα πράσινα φύλλα
στα εαρινά λουλούδια
στο κελάδημα των πουλιών.
Κορδέλες – νήματα ξετυλίγονται.

Αποχωρούν,
Σκηνές μουσικότητας κι ερωτισμού.
Βλέπουν τα τείχη
παλιάς και νέας πόλης,
την γκρεμισμένη πόρτα,
τη γυάλα με τα βάρια,
το πιάτο στο τραπέζι,
την Πράσινη Γραμμή
και απορούν.

ΔΗΩΣΗ

Ικετεύω σε, γεραιά
—και λέω γεραιών —
γεραιών εκ στομάτων
—στον άδειο χώρο —
προς γόνυ πίπτουσα το σου
στην Πράσινη Γραμμή
μιας άλλης παραλίας.

Σεβάσμια γυναίκα
στην προσφυγιά
των απανθρακωμένων
σωμάτων,
των εργολάβων
της καρδιάς,
μάνες σεβάσμιες
σε ικετεύουν
—μέσα στο σύμπαν —
στα γόνατά σου πέφτουν
με κεφάλια αποκομμένα
από τη συνοχή των λέξεων.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Κεφάλια
στην εντέλεια διαρρυθμισμένα
ονομαστικά καταγραμμένα
συρματοπλεγμένα και απλωμένα
στον εξολκέα
της τεθλασμένης Πράσινης Γραμμής.

ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

ΙΙ

Νυχτώνει
πλάι στον ίσκιο καρυδιάς.

Φεγγάρι στην Πράσινη Γραμμή,
πόρτες, παράθυρα που τρίζουν,
ψυχές στο ηλιοβασίλεμά
με το ρυθμό του βαλς.

Τραγούδι έρωτα·
η ζωή φουντώνει την παρέα,
αλλάζει κι η διάθεση
στη φεγγαροδροσιά.

Ο νεαρός της νύκτας
με είδωλα και λογισμούς
σφραγίζει τη σιωπή του
και δένει μέσα του βαθιά
τα βέλη του Τοξότη.

Μέσα στα μάτια του νεαρού το σκηνικό αλλάζει:

Αιθιοπία DOLOROSA “85
Ρυτίδες βαθιά στο πρόσωπο,
στα βήματα, στο χρόνο,
βαθιά στην όψη του Πετρή,
στο ψάθινο καπέλο,
ψάχνοντας για τα όνειρα
στα χάρτινα φεγγάρια.

ΚΥΠΡΙΑ ΕΠΗ 1955-1985

I

Πέφτει η νύκτα βαριά,
σκοτάδι πυκνό,
φύση γεμάτη καπνούς.
Δυνατός ο θάνατος πλησιάζει.
Τρομαγμένα πουλιά και φυλλάδια
στον αέρα ανεμίζουν.
Η Ιστορία του ανθρώπου ξεκινά.

Το κελί των μελλοθάνατων αδειάζει.
Το ρολόι μετράει το σφυγμό τους.
Το χώρο πλημμυρίζει
η Ηρωική του Μπετόβεν.
Οι γενναίοι δεν πεθαίνουν
κι η μέρα χαράζει φωνάζοντας
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Ο ήρωας ακουμπά την ψυχή του
στα σκαλοπάτια της Λευτεριάς.

Στο χώρο της Κύπρου
θα ‘χουμε λουλούδια την Ανοιξη
και χιόνια το Χειμώνα.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Αρματωμένη η θάλασσα
χτυπούσε
βύθιζε
κι έπνιγε
το βαθύ της εγωισμό
στο ηλιοβασίλεμα
και πελεκούσε
τα λόγια
τη σιωπή
τη φλόγα
την έξοδο
με το σφυρί
και τη μεγάλη τρικυμία.

ENASTHA Ή DE FACTO

IV

Κοντά στη θάλασσα
εσύ και εγώ
που δε μας βλέπει
ο ήλιος
της λησμονιάς κυκλάμινα
κοντά στις λεμονιές
στον Άδη και τον Άρη
στο χρώμα και το στόμα
στο πτώμα και το δώμα
των γυμνών βιαστών
της περιοδεύουσας
παραλίας
κοντά στο Νείλο

τις ελιές
τις φυλακές
τα παραθύρια
των κυπελλούχων
και νόθων
παίδων
της πολιτείας
με τους σταυρούς
στο ελεύθερο πεδίο
τον έρωτα
της συχνής επαφής
με το γήινο κόσμο.

Είμαι αγνός
κατακτητής
και ώριμος καθηγητής
της φιλολογικής
γλώσσας.

ΣΕΝΑΡΙΟ ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ
Ή ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ ΜΕ ΚΑΡΦΙΑ

II

Νεκρανάσταση
στη γωνιά του δρόμου
με τα ψηλά τακούνια,
το χάρτινο μπαλκόνι,
τα πλαστικά λουλούδια
και των φυτών τις ευωδιές.

Ο ήλιος άνοιξε το σπίτι,
έδεσε τις χούφτες,
τύλιξε τις ακτίνες
στο μάλλινο πουλόβερ
της γιαγιάς.

Το συρματόπλεγμα στεφάνι,
το στρογγυλό φεγγάρι χαρταετός.

Στου δρόμου τα φανάρια
ο χάροντας προβάλλει
κι η Κύπριδα χαράζει
στο πάτωμα αιχμές.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΕΝΟ ΗΛΙΟ

1

Μεσάνυκτα στα μπαούλα της μνήμης. Βαριά η σκέψη.
Τα βιβλία παρελαύνουν μ ’ ανοικτά τα στήθια. Γυμνά
τα γράμματα λαχταρούν τον έρωτα των λέξεων. Κομμάτια,
φιγούρες, βρεγμένα λόγια. Τα φώτα της πόλης
χαμηλώνουν. Πάλι νεκρός…

2

Ο χωρικός με το σταφύλι στο πανέρι. Πλάι το γραμμόφωνο
θυμίζει μια παλιό εποχή. Τα μπαλκόνια, η τηλεόραση,
τα σύννεφα, ο καθρέφτης…

3

Το λεωφορείο σταμάτησε απότομα. Οι επιβάτες περίμεναν
στη γραμμή: Άγιος Επίκτητος, Άγιος Θύρσος,
Άγιος Φίλων, Άγιος Συνέσιος, Άγιος Σέργιος…

4

Ο Ηλιός κρύφτηκε πίσω από σίδερα και μηχανές.
Κρύψαμε τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ στο αδιέξοδο του παραμυθιού.
Η Κοκκινοσκουφίτσα μοίραζε φυλλάδια. Παιδιά
τραγουδούσανε στη γωνιά του δρόμου. Το λεωφορείο
ξεκίνησε…

5

Απόψε η μεγάλη γιορτή. Η Άνοιξη φουντώνει στο
ποδήλατο των λουλουδιών. Το τριαντάφυλλο λέει τις
ιστορίες του. Μολύβια βάφουν τ’ αυτοκίνητα, οι
αποχρώσεις γυρίζουν τον τροχό. Το γραφικό λιμάνι με το
πλοίο. Η θάλασσα βυθίζεται στις χαρές των ανθρώπων.
Ουράνιο τόξο αφήνει τα χρώματα ν ’ απλώσουν…

.

.

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

.

.

.

Ο Ανδρέας Αρτέμης, συνθέτης και ερμηνευτής των δυο ποιημάτων γράφει για τον Ρήσο Χαρίση:

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΡΗΣΟΣ ΧΑΡΙΣΗΣ

Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό δημιουργό με λεπτές υφάνσεις λεκτικών μηχανισμών, που μπορούν να εισέλθουν στο εσώτερο διάστημα του αναγνώστη,αφού πρόκειται για περίπτωση αισθαντικού ποιητή. Η μελοποίηση της ποίησης του αποτελεί μια ακόμη διείσδυση στη μελωδικό φάσμα αυτής της γραφής, που εισχωρεί κατευθείαν σαν εικόνα στον αναγνώστη. Στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνος ο ποιητής και βυθίζεται ολότελα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου, συναντά πανάρχαιους δρόμους πνευματικής ηδονής.

Όταν λοιπόν η ποίηση γίνεται τραγούδι, διακινδυνεύεις πολλάκις σαν συνθέτης μελοποιός να αφήσεις όλες τις ηχητικές εικόνες των λέξεων να σε παραπλανήσουν, στην όλη προσπάθεια ανάδειξης της ποιητικότητας και της μελωδίας.

Προσωπικά ακολούθησα την αισθητική εκτίμηση των λέξεων, ακούγοντας παράλληλα και τη μουσική περιρρέουσα ατμόσφαιρα των στίχων. Καταλήγω ότι πρόκειται για λεκτικούς ζωγραφικούς πίνακες που εναλλάσσονται πότε αργά και άλλοτε σε γρήγορο ρυθμό μιας πολλαπλών νοημάτων παλλόμενης θαλασσοταραχής.

Η «Θάλασσα εσωτερικού χώρου» όπως τιτλοφορείται η νέα ποιητική του κατάθεση (εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2020) πρόκειται γενικότερα για μια γοητευτική ιδιαιτερότητα που φαίνεται ότι θα εντυπωσιάσει πολλούς από τους εκλεκτούς της ποίησης”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου