Σάββατο 10 Απριλίου 2021

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

 



Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Έκανε σπουδές Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από νωρίς ασχολήθηκε με την ποίηση και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Αμμόλιθος» (1997), «Εντός Συνόρων» (2000) και “Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου” (2010). Επίσης τη κοινή συλλογή με τον Παναγιώτη Νικολαΐδη «Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο»  Η δεύτερη συλλογή του τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου του 2001. Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος συγκαταλέγεται στους νέους ποιητές της Κύπρου, οι οποίοι προτάσσουν με ανανεωτικές απαιτήσεις το ποιητικό τους όραμα και αξιοποιούν την κυπριακή, την πανελλήνια και την παγκόσμια παράδοση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε κυπριακά, ελληνικά και ξένα περιοδικά, ενώ έχουν επίσης μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στον κυπριακό γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο.

Εργογραφία

Αμμόλιθος (1997)
Εντός Συνόρων (2000)
Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου (Φαρφουλάς 2010)
Εκδοχές ενός ποιήματος (Φαρφουλάς 2016)
«Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο» Κοινή συλλογή με τον Παναγιώτη Νικολαΐδη (2017)

ΕΚΔΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ (2016)

ΓΡΑΦΩ…

Σημαίνει, εναντιώνομαι
στη νομοτέλεια του αναπόδραστου

ΕΚΔΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Μια πτώση
από δεκαπεντασύλλαβο
μια παραφωνία ομοιοκαταληξίας
το ποίημα γερνάει μόνο του
δεν ξέρει να διαβάζεται, ούτε να θυμάται
αναδίνει την πενικιλίνη του εαυτού
ένα σχήμα στο χαρτί
και τίποτ’ άλλο

Παρά ταύτα
το ποίημα δεν έχει καμιάν εκδοχή
πάρεξ τη λιποταξία του ανέκδοτου
την αυτοδικία του ανυπόγραφου
την τυφλή δικαιοσύνη
του αναπόδραστου
την ανημπόρια να στέκει
και να κοιτάζεται μόνο
στον αδειανό
καθρέφτη του

ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«Ο ποιητής
είναι κάποιος
που έρχεται συνέχεια
από τον εαυτό του
και συνέχεια επιστρέφει
στο κενό»
Αν είν’ έτσι
εξακολουθώ να είμαι
ένας περιπλανώμενος
γύρω από το σώμα μου
με την ψυχή
σε ρόλο υποκινητή
και το πνεύμα σε ρόλο
γεφυροποιού
φράσεων
Και συνεχίζω
να επιδίδομαι στον εαυτό μου
σαν μια παντομίμα
που από τη μια λέξη στην άλλη
μεταμορφώνεται σε κείνον
τον υποκριτή που μιλάει
και όλο μιλάει για το τίποτα
σκιά του τρόμου
εκείνων που δεν μπορούν
να ανακαλέσουν
το όνομά
τους

ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΡΗΔΕΣ

Όπως υπάρχουν οι σκουπιδιάρηδες του Δήμου
που μαζεύουν µε τις φαγάνες
ή τα μεγάλα κυλινδροειδή απορριμματοφόρα
τα σκουπίδια από τους δρόμους
έτσι υπάρχουν και οι σκουπιδιάρηδες της γλώσσας
την καθαρίζουν από τη βρομιά της
απολυμαίνουν τις λέξεις
τις κάνουν να γυαλίζουν, να διαβάζονται
όπως υπάρχουν επίσης
κι οι σκουπιδιάρηδες της σάρκας
παθιασμένοι από έρωτα, που γλείφουν παντού
αγκαλιάζουν, γυμνώνονται
χειρίζονται το σώμα σαν καταβόθρα
ρουφούν ως το μεδούλι τα βρόμικά του νερά
ώσπου να βλαστήσει πάλι το σάπιο
η μπόχα των μυστικών βόθρων της πολιτείας
η μπόχα του ασύλληπτου νοήματος
η πολύτιμη, διεγερτική μπόχα του έρωτα

ΑΝΙΑΤΗ ΕΥΡΥΧΩΡΙΑ

Ανίατη ευρυχωρία του ορίζοντα
μ’ αυτόν τον εδώδιμο ουρανό
τα υγρά χρώματα, την απεραντοσύνη
και το πουθενά
Ανίατη ευρυχωρία της συμπόνιας
για τα μικρά πράγματα, τα ασήμαντα
τες petites formes
Ανίατη ευρυχωρία του ποιήματος
για τόσα εκατομμύρια λέξεις
που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη
για να προλάβουν να πουν, μαζί, έναν ψίθυρο
Ανίατη ευρυχωρία της μνήμης
«αχόρταστη από θάνατο»
Ανίατη ευρυχωρία του σώματος
με χωρητικότητα συμπαντικής
σιγής

ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ ΤΕΧΝΗ

Δεν ξέρω να ζωγραφίζω
αλλά τα χρώματα στο μυαλό μου
είναι ήδη φτιαγμένοι πίνακες
ούτε ξέρω να γράφω
αλλά οι λέξεις είναι στην άκρη
της γλώσσας μου
ήδη φρασμένα ποιήματα
Είμαι λοιπόν η συνάρθρωση
πραγμάτων που δεν ξέρω
σε μιαν ανεξήγητη
διάταξη
όπως είναι κανείς εκείνο
που θα γίνει
όντας εξ υπαρχής εκείνο που δεν έγινε
ένα βαλς που χορεύεται μόνο του
μια τυχαία εκπλήρωση…

Φοβάμαι τη συντέλεια του ποιήματος
όπως ποθούν οι πιστοί
τη συντέλεια του κόσμου

ΚΑΦΚΑ

Συνέχεια καίνε το σπίτι του Κάφκα
μα εκείνος έχει πάντα ένα άλλο να μπει

ΕΛΟΣ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΕΩΣ

Ο αλήστου μνήμης
και προσδοκίας εαυτός μου
ανόμοια ίδιος σε κάθε στιγμή υπάρχει
με τις χρονικές καθυστερήσεις του
τις χωρικές παλινδρομήσεις του
ήδη από την πρώτη του μέρα
ο αναχρονισμός μιας σύμπτωσης
κι έκτοτε ο αναχρονισμός
μιας επανάληψης
παράκαιρα χαρούμενος παράωρα θλιμμένος
κάνοντας κάθε μέρα αλλιώς τα ίδια πράγματα
ασύμμετρος προς τους ζωντανούς
αταίριαστος με τους πεθαμένους
όμοιος των ανομοίων του
ανόμοιος των ομοίων του δύο φορές
ανυποκρίτως προσχωρήσας
στο παρακράτος της σαγήνης
ο αλήστου μνήμης
και προσδοκίας εαυτός μου
κατώτερος πάντα των περιστάσεων
πετάγεται από εναντίωση σε εναντίωση
τρέφεται με ό,τι πανικοβάλλει
την ανθρωπότητα
δολοφόνος των νοημάτων
γεμάτος πάθος για το αδύνατο
φτωχός αναγνώστης που πέρασε
έξω από τα βουβά μαγαζάκια
της Έννοιας και δεν κάθισε
κι άμα του τύχει καμιά φορά
του έρωτα την αδάμαστη ορμή
στο δρόμο του να συναντήσει
γίνεται βαθιά αποβλακωμένος
ο αλήστου μνήμης και προσδοκίας εαυτός μου
ο εν πολλαίς αφελείαις περιπεσών
Σαν βραδιάζει
πάντα σαν κάποιος άλλος διαρκεί
επιζών της αέναης
επανάληψης
του εαυτού του

ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗ

Δεν ξέρω ακριβώς τι δείγμα
ανθρώπου είμαι
ή αν είμαι δείγμα καν
κάποιου πράγματος
όμως —από την κορφή ώς τα νύχια
και ώς την προέκταση αυτού που δεν είμαι
ούτε θα υπάρξω-
όλα πάνω μου χρειάζονται
επανόρθωση
Το βάδισμα, εκστασιασμός
βαρύθυμης νωχέλειας
η γλώσσα, μεμβράνη θορύβων
δυσοίωνα ασυνάρτητων
τα μάτια, καθρέφτες πραγμάτων
που δεν συλλαμβάνει η όραση
τ’ αυτιά, σπασμένοι αναμεταδότες
από το ανήκουστο
η μύτη, ασυμμετρία του απρόσωπου
που με τίποτα δεν περιγράφεται

κι αυτή η εξάντληση να μιλάς
σε πρώτο πρόσωπο
η λύτρωση να μη μιλάς καθόλου

ΠΡΟΜΕΛΕΤΗ

Έφτασα στα πρόθυρα πολλές φορές
μα πάντα στην άκρη της αναποφασιστικότητας
οι λέξεις, σάμπως η μυϊκή δύναμη
μιας ανεξερεύνητης θέλησης
μου συγκρατούσαν το χέρι
Έτσι συνεχίζω σκεφτικός να περιπλανιέμαι
ανάμεσα στις πιθανότητες μιας ζωής
που τελευταία στιγμή
ξεγλίστρησε απ’ τον θάνατο
και τη βεβαιότητα μιας αναχώρησης
που είναι αμφίβολο αν σήμερα έρθει
Και χρειάζεται μια προμελέτη αθανασίας
για να κολλήσεις τούτα τα κομμάτια
του διφορούμενου
που τσακίζουν τα δυο σου χέρια
ανάμεσα στην πράξη
και την παραίτηση

ΠΑΡΤΙ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Γεννήθηκα μια Τρίτη του Σεπτέμβρη
το 1963, 17η, μου είπαν, 13.30 απομεσήμερο
Η βροχή έπεφτε για πρώτη φορά εκείνο το φθινόπωρο
μα κανείς δεν βρεχόταν
Αυτό το γεγονός επαναλαμβάνεται
συνέχεια στη ζωή μου με μια νοσηρή τακτικότητα
Στους 11 μήνες περπάτησα
στους 12 είπα την πρώτη λέξη
κι από εκείνη τη μέρα που πρωτομίλησα
«προσπαθώ να αρθρώσω έναν ψίθυρο»
ώσπου, στα 1970, είδα στην άκρη ενός χωματόδρομου
την πέτρα για την οποία έγραψε
ο Κάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε το 1928
και μου παρουσιάστηκε ο μονόλογος
του Μολόι σε μορφή μουσικού παλίμψηστου
Από εκείνη την ώρα
περπατώ «σε παραδρόμους της γλώσσας
που γίνονται κύκλοι ζωής»
καθένας ανοίγει και κλείνει μια παράλειψη
όπως εκείνες τις θεόρατες κάποιου
που παραλείπει τον εαυτό του
Πέρ’ από τον ουράνιο θόλο
κι από τη θάλασσα πιο κει
είστε εσείς με τις παράξενες συνήθειες
να βάζετε τα πράγματα πριν από τις λέξεις
τις μέρες πριν από την αιωνιότητα
και, με μια εκ γενετής τύφλωση
το ψέμα κάτω από την αλήθεια
Λοιπόν, από τη 42η επέτειο
εκείνης της μέρας σάς χαιρετώ
σαν κάποιος που ξέρει
πως είναι αρκετό να υπάρχει
στη μοναδική στιγμή
που μιλά

ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΑΚΙ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ

ΣΥΝΟΡΑ

Και μετά από δω, τι;
τι, από δω και πέρα;

Από δω, οι θανατηφόρες κλαγγές της έχθρας
οι γρόνθοι της περιφρόνησης που έρπουν
τείχη σαν ορθώνονται ανάμεσ’
όπου ικεσίες κραδαίνουν γύμνια
έμπροσθεν θανάτου

έγια μόλα έγια λέσα

Πλήθη ασύνορα βλέπω
να βοοδηγούν, ένθα μη απέδρα
εν τόπω λασπώδη εν τόπω βδελυρώ

έγια μόλα, έγια λέσα

βλέπουν πως και τ’ άδικο γυαλίζει
μηδέ μόνον άνθρωπος
σαν κεραμόξυλο μετά τη βροχή

έγια μόλα έγια λέσα

αναχωρητού το παρένδυμα
και πολύ πριν από της εκδίκησης το κύκνειο

εκείνο που μέσα και πέρα από τον άνθρωπο
συστρέφεται πηχτή ολοζώντανη τέφρα

έγια μόλα έγια λέσα

Πες μου, λοιπόν
αν Πλάσις ερρίφθη ή ανελήφθη Πάθος
κατά τον Κιθαιρώνα του ελέους

έγια μόλα έγια λέσα

Δίπλα από το ικρίωμα ένα φως
και ο αγέννητος ακόμα κόσμος

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Δεν ήξερα ότι εσείς κι εγώ
είμαστε το ίδιο πράγμα
η ίδια βουβή εγκαρτέρηση
η ίδια στραγγισμένη υπομονή
η ίδια πεθαμένη ελπίδα
Δεν ήξερα κι άρχισα να το καταλαβαίνω
όταν είδα στο χέρι σας μια βαλίτσα
και τα πόδια σας να περπατάν γοργά
σαν να θέλουν να προφτάσουν Κάτι
κάτι μέσα σ’ αυτό το σύμπαν του ένα και 3 ίσον 4
αυτό το άπειρο σύμπαν των αναρίθμητων
ουτιδανών Κάτι
ένα τσαμπί πικρής υγρασίας στον αέρα
χωρίς κορμί παγωμένη ανάσα
σπάσιμο φωνής έξω από το δέρμα
του προστατευτικού λόγου
Δεν ήξερα ότι είμαστε η ίδια αφελής ερώτηση
η ίδια μάταιη απάντηση
το ίδιο κουτσουρεμένο φύλλο
για τις τσιριμόνιες του ανέμου
σαν είναι στις καλές του
μα και σήμερα, που ’ναι στις κακές του
για τα παιγνίδια του φόβου, σαν είναι στις κακές του
μα και σήμερα, που είναι στις πιο κακές του
Ήταν να μη γνωριστούμε Νοέμβρη
που μαζεύουν τα φύλλα
από τους σκληρούς τάπητες των δρόμων
συνεχίζοντας να πέφτουμε
ν’ ακουμπάμε σπλαχνικά τη γη
ζωγραφίζοντας ζωηρές πολυχρωμίες
στο υγρό της δέρμα
Έτσι σπλαχνικά ακουμπήσαμε
ο ένας στον άλλον
ανήμποροι για ένα βήμα στους αστραφτερούς
οχετούς των καιρών 
ανήμποροι για ένα θρόισμα, ένα πράγμα
περιστασιακά αθάνατο
μια δόξα ταπεινή
Μόνον ένα μικρό τίναγμα
πάνω από τον εαυτό μας
σε μιαν ανατριχιαστική μετεώριση
μη μας ρουφήξει
για πάντα
η μηχανοδαγκάνα οδοκαθαρισμού
και σφαγής

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ

Πώς ξεπερνιέται εκείνη η εντολή
«Μην κινείσθε» που μας λέγαν οι δάσκαλοι στο σχολείο!
ή οι ανώτεροι στο στρατό και σου ’κόβε
σαν μηχανοπρίονο τα πόδια;
Κι εκείνες οι απαγορευτικές ενδείξεις
«Μην μετακινείσθε εις χώρον απηγορευμένον,
προνοούνται ποιναί πολύ αυστηραί»
κάθε που πήγαινες να ξεπεράσεις
τα όρια του χώρου σου
ανατρέποντας έναν απροσχημάτιστο εγκλεισμό
Μα υπάρχουν και σήμερα μετακινήσεις παντός είδους
Μετακινήσεις που επιβάλλονται
λόγω καθήκοντος ή «ανωτέρας» βίας
ή που οφείλονται σε αδυναμία προσαρμογής
μετακινήσεις στο χώρο, μετακινήσεις στον χρόνο
μετακινήσεις απέλπιδες ή εποικοδομητικές
μετακινήσεις πληθυσμών, προσφύγων ή σεισμοπαθών
μετακινήσεις νομάδων ή από αντιπάθεια στη μονιμότητα
μετακινήσεις στρατευμάτων, αερίων
και ατμοσφαιρικών μαζών
μετακινήσεις τροχοφόρων, πτεροφόρων και ζωικών φυλών!
οι μετακινήσεις των αποδημητικών
ή οι μετακινήσεις στη δημόσια υπηρεσία
λ.χ. αστυνομικών, εκπαιδευτικών ή φοροεισπρακτόρων
μετακινήσεις ανέργων, αστέγων, ξεριζωμένων
με όλα τα μέσα και με κάθε αντίτιμο
που μετακινούν μαζί μνήμες, σκέψεις και συναισθήματα
Υπάρχουν όμως και οι αποδημίες των στίχων
σε πλάνα περισσότερο εύκρατα
Κι ακόμη, η μετακίνηση του ποιήματος
μυστική, αόρατη, ατέρμονη
εκεί όπου απουσιάζει
σεμνοτυφία γραφής

ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΑΚΙ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ

Μην πειράξεις την εκδίκηση
Μην πειράξεις το αιματοστάλαχτο
κουβαράκι της Εκάβης
Μονάχα αναμείξου με αστραποβόλα κριτική
στο εφέσιο κλάμα
σπίλωσε τον πόνο με την ομορφιά
δες στα μισοσκότεινα παράθυρα των εραστών
τη λάμπα της δυστυχίας να σβήνει
Κι αν νόμισες πως μπορείς
ακόμα να κρύβεσαι
μες στην κωφότητα των ωραίων λέξεων
δεν μπορείς να μιλάς ούτε και να σωπαίνεις
αν δεν ακουμπήσεις τη σάρκα την κοινή
της σιωπής και του λόγου
στην άκρη που τα πράγματα καταποντίζονται
Δεν μπορείς να περπατάς άλλο στη Λευκωσία
σαν κάποιος που γεννήθηκε μέσα της
αν δεν γίνεις ο Ξένος
που αφοπλίζει την οικειότητα
χωρίς αιτία ή πρόθεση
Και μη γυρέψεις βοήθεια στη μαλακή
φτερούγα ενός ανώτερου όντος
που εποπτεύει από ευσπλαχνία τα σύμπαντα
θεός, πια, είναι
ανάμεσα σε κείνον και σε σένα
αυτή η δυσανάγνωστη σκιά στο ενδιάμεσο
σάρκα των μετοικήσεων
από σώμα σε σώμα

ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

Αυτός ο δρόμος κρύβει
καλά τα μυστικά του
όπως ένα έγκλημα ξέρει
να κρύβει καλά τα μυστικά του
όπως ο καιρός που προφασίζεται
τη μελαγχολία του γκρίζου
και ετοιμάζει
με κινήσεις αθώρητες
την ιεροτελεστία μιας έκλαμψης
Γι’ αυτό πέρασε από δω
αδιάφορος
συνέχισε απαρέγκλιτα προσηλωμένος
στη σαφήνεια του προορισμού
ένα σίγουρο βήμα ανάμεσα
στη ζωή και το θάνατο
χωρίς λοξοδρομήσεις
χωρίς να κοιτάζεις στα δεξιά την κούκλα
που ανεβοκατεβάζει με λαγνεία την κάλτσα
και στ’ αριστερά τη βιτρίνα της Harley
Πρόσω και μόνον πρόσω
ένας ο προορισμός:
Μια μπύρα στη «Σελήνη»
κι ύστερα βλέπουμε

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ

Μνήμη και ευκρασία Κώστα Μόντη

Συνάντησα τον ποιητή
ένα μεσημέρι του Νοέμβρη
στο ταχυδρομείο της γειτονιάς
Ήτανε μέρα βροχερή
και δαιμόνιζε ο αέρας
Καλημέρα σας είπε, χωρίς να με γνωρίζει
χαίρετε, ανταπέδωσα ψιθυριστά
και λίγο αιφνιδιασμένος
Ύστερα κάθισε στην καρέκλα
να κολλήσει τα γραμματόσημα στον φάκελο
Τι να ’χει άραγε
μέσα σ’ εκείνο τον φάκελο;
αναρωτήθηκα
Σε ποιον να τον στέλνει;
Κι όπως σκεφτόμουν
απότομα με κόβει με τη γλυκιά
τρεμουλιαστή φωνή του
Δεν είναι γράμμα για τούτο
τον κόσμο
η ποίηση, ξέρετε…
Εγώ τη ζωή την έκοψα στιγμές-στιγμές
την έκανα ζωούλα να μπόρει
να κρύβεται
κι η ποίηση δεν πρέπει
να είναι πολύ περισσότερο
από τίποτα
για να ταιριάζουν
Ύστερα σηκώθηκε, έριξε το φάκελο
στη θυρίδα κι άνοιξε
την πόρτα να φύγει
άφαντος με μιας
κι αγνώριστος
μέσα στην ταραχή
του κόσμου

ΕΝΟΡΚΟΣ ΔΗΛΩΣΗ

Όλους εκείνους που με αγωνία
αλλά καν με το δάκτυλο στη σκανδάλη
στη γωνία ενός μισοσκότεινου δρόμου
περιμένουν να δουν την εξέλιξη
της στιχουργίας μου
-Εάν έκανα βήματα προς τα εμπρός
εάν εξελίσσομαι βάσει
όλων των προειλημμένων προσδοκιών
και εκτιμήσεων—
θέλω ευόρκως να τους πληροφορήσω
πως όχι μόνον έμεινα στάσιμος
αλλά κάνω βήματα διαρκώς προς τα πίσω
και τώρα, τελευταίως, μάλιστα, μερικά
μεγαλειώδη άλματα προς τα πίσω
προς εκείνη την άφατη λέξη
που ούτε λέγεται ούτε γράφεται
κι έρχεται πάντα στο τέλος
ανείπωτη και άγραφη
η οριστική εκδοχή
του ατελεύτητου ποιήματος

ΜΕΘΟΔΟΣ

Ας κοιτάξουμε ένα ποτήρι
ένα τραπέζι, έναν άνθρωπο
ένα πουλί
Ας κοιτάξουμε ένα πράγμα εδώ ή εκεί
καθώς είναι εδώ ή εκεί
χωρίς να υποθέσουμε
ότι είναι μια ιστορία
μια αφήγηση γραμμένη
στα ατέλειωτα βιβλία
των αναρίθμητων λέξεων
Ας τα κοιτάξουμε
ως πράγματα απλά
βυθισμένα
μέσα σε μια πλήρη ακεραιότητα
είδους
χωρίς σημασία

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το ποίημα τελειώνει
με τόσες επανεκκινήσεις ανολοκλήρωτων ενάρξεων

.

ΕΛΙΚΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟΥ (2010)

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Θα περιμένουν να δουν
και τις μεγάλες συνθέσεις για να κρίνουν
Πώς καταγράφεται ο σφυγμός της ιστορίας
μέσα στην ποίηση
πώς μετουσιώνονται σε πρόζα
οι νίκες οι ήττες οι αγώνες
Όμως είμαι ακόμα αρκετά νέος
για να πάρω το μονύελο του ιστοριοδίφη
στα χέρια
ή τη σκαπάνη του τυμβωρύχου
Κι αν υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να ιστορήσω είναι
με όση αυστηρότητα και προσήλωση γίνεται
το παρόν τούτου του σαστισμένου
από το πάθος κορμιού
που με παρασύρει ώρες-ώρες στα έγκατα
Άλλωστε προτιμώ τις απλές
περιεκτικές και πολλά υπαινισσόμενες
μινιατούρες
σώμα να τρίβεσαι στο δέρμα των στίχων
έως να φτάσεις στην άφατη
γυμνότητα της λέξης
κι υστέρα – που ξέρουμε
μπορεί και να ‘ναι η ποίηση
μονάχα έλικας φανταστικού
ελικοπτέρου

Η ΠΟΙΗΣΗ

Μοιρασμένη στα δυο
ανάμεσα στο αγκυροβολημένο σώμα
και στον πόθο που απέπλευσε

TΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Για λόγους προστασίας του ποιητή
το ποίημα έχει πολλά περιθώρια ελιγμών
ανύποπτες για τον εχθρό δυνατότητες ξεγλιστρήματος
κρυφά χαρτιά, αχρησιμοποίητους άσους
Το ποίημα έχει, για τις ανάγκες της μάχης
πολλές εξόδους κινδύνου, υπόγεια καταφύγια
διασκορπισμένους σταθμούς ανεφοδιασμού
χώρους ανασυντάξεως, εφεδρείες
Μα την ώρα που τα πάντα για εκείνον έχουν κριθεί
το ποίημα προσφέρει αυτοπροστασία
στον εαυτό του
προδίδοντας τον ποιητή

ΚΑΡΕΚΛΕΣ

Μνήμη Φάνης Παπαϊωάννου

Πόσες με στήριξαν σ’ αυτό το δωμάτιο
καρέκλες διαφόρων εποχών, ειδών και τεχνοτροπίας
άλλες ξύλινες με ωραία ψάθινη πλέξη
άλλες περιβλημένες δέρμα και βαριές σαν σεντούκια
άλλες καμωμένες από σίδηρο κι άργιλο
δουλεμένες ώς την παραμικρή λεπτομέρεια
ψηλές και καμπύλες σχηματίζοντας αετώματα
άλλες με στρώμα βαθύκοιλο που σε ρουφάει μέσα
καρέκλες της εγκαρτέρησης, της προσμονής
καρέκλες της ξεκούρασης, της πλησμονής του χρόνου
κι άλλοτε της μοναξιάς, του στιγμιαίου έρωτα
της ονειροπόλησης
σκαλιστές, δαντελένιες και βελούδινες
ή με σκληρή ακατέργαστη τσόχα
τόσο άβολες πια να κάτσεις που θαρρείς
είναι μονάχα για τους απόντες

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ

Στην ‘Ελενα, για όλα όσα είναι

Ήθελα να ’μένα σ’ ένα δωμάτιο
με θέα το Cartier Laten
ή μπροστά από ένα παράθυρο αγναντεύοντας
να πέρναγα τις ώρες, τον Σηκουάνα
όμως ζω σ’ ένα υπόγειο στην οδό Σεν Μαρτέν 19
όπου ο ήλιος είναι ένας βιαστικός επισκέπτης
όπως ο θυρωρός
που όταν κατεβαίνει απ’ το ισόγειο στο τελευταίο
βλέπεις στο μούτρο του ζωγραφισμένη
την υπεροψία που έχουν οι ζωντανοί για τους νεκρούς
σαν επιτηδευμένη θλίψη μιαν απόσταση ανωτερότητας
βιαστικά να πάρει το νοίκι του μήνα
την αντιμισθία της φυματίωσης
και των ραγάδων της μοναξιάς
ενώ εγώ ψαρεύω στη λίμνη της κουζίνας
απ’ τα σπασμένα υδραυλικά
τον μεγάλο πρίγκιπα τον καρχαρία
και τους ακολούθους του

ΓΚΕΟΡΓΚ TΡΑΚΛ

Ο θάνατος, η δυστυχία κι η τέφρα
οι τρομαγμένοι τρελοί με τα μισόλογά τους
το τραγούδι του βάλτου με μια πένθιμη έξαρση
κι εσύ, μισθοφόρος του τελευταίου θεού
με τη βουλιμία της δόξας του
καθώς οι ωδές των λυγμών αντηχούν
πάνω από το Σάλσμπουργκ
ο θρήνος κι ο θάνατος χορεύοντας
στην κοιλάδα του Γκρόντεκ με λάσπη και κόκαλα
Τότε σε είδαν να γυροφέρνεις στους δρόμους
με την όψη δαιμονισμένου ζώου
που τραβιέται από το μυστήριο
με χέρια τρεμάμενα ν’ αλλάζεις
την λογική αλληλουχία των εγκλημάτων
προτού χωθείς στου χλωροφορμισμένου ασύλου
τη λερωμένη γωνιά
τραυλίζοντας πια και μπουσουλώντας
κρατώντας σφικτά μη σου φύγει
το μερτικό σου στην άβυσσο

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Δεν ξέρω να χειρίζομαι πεπρωμένα
και μ’ αρέσουν οι ανεμόσκαλες

ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ

(Συνομιλία με κριτικό)

Ως ειδικός επιχωματώσεων
από τους επιφανέστερους της εποχής
μ’ έθαψε στα γρήγορα
κι ύστερα με ρώτησε με ύφος αθώο
Τι γνώμη έχετε για την κριτική
πώς την εισπράττετε;
A, να μπορούσε, όπως η ποίηση
επιμελώς να κρύβει μιαν άρρωστη ψυχή
απάντησα ευθέως

ΕL SUR 

(Ταξιδιωτικός οδηγός για μικρούς τορέρος)

Μνήμη Ανδρέα Παγουλάτου

Υπάρχει ακόμα ο Νότος
η άγρια έλξη της ερημιάς
του fuentevaqeuros ο απελπισμένος θρήνος
Υπάρχει ο Θάνατος κι ο Ποιητής
οι τόποι του γαλάζιου κι οι τόποι της εκμηδένισης
τα τραγούδια των ριγηλών Αθιγγάνων
Υπάρχουν οι ωραίες των πηγαδιών
οι με την εύνοια των πουλιών στα σκέλη ανάμεσα
οι με το χέρι στο κλειδί του φόβου
παγωμένο, βαρύ
οι σημαδεμένοι με θειάφι και άνθρακα
οι τυραννισμένοι της μύγας του
το τραγούδι του γκιώνη στην έναστρη πολυθυμία των θάμνων
Υπάρχει ακόμη ο Νότος
η άδολη έλξη της ομορφιάς
του fuentevaqeuros ο ανελέητος ήλιος

ΠΡΩΤΗ ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ

Μόνος, πια, σ’ ένα δρόμο χωρίς εικονίσματα
σέρνοντας σ’ ένα τσουβάλι άνθρακες την αλήθεια
είναι ο ποιητής
Γυρίζει σαν άκαρπη καταιγίδα
μες στα μαύρα χαράματα
ράκος ολόλαμπρο ο στραβοκάνης της μοίρας
και σιγοψιθυρίζει
περισσότερο
Είναι ένα πράγμα απλό μα και δύσκολο η υπέρβαση
όμως, τι θεσπέσια
να μας παίρνει πέρα-δώθε ο ίλιγγος
όπως τα φτωχά χαμόκλαδα
ο αέρας

ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟΝ ΜΑΘΗΜΑ

Μου το ’μάθε μια πουτάνα
ένα βράδυ στην Πενταδάκτυλου
κάθιδρος καθώς έμπαινα από τη νύκτα
στο παρακράτος της σαγήνης
ότι αγία και πόρνη είναι το ίδιο
ότι αγία και πόρνη σημαίνει
μοιχαλίδα του ελέους

ΠΑΛΙ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑ, ΚΙ ΕΓΡΑΨΑ

Δεν οδηγεί πια τις λέξεις μου
όραμα κανένα
Με ακέραιη γράφω αδιαφορία
για όλα εκείνα που έρχονται
για όλα εκείνα που μένουν
Μα μπροστά στο ανεξίκακο δάκρυ σου
τρομαγμένο κοριτσάκι της Βασόρας
δεν ημπορούσα να μείνω άπραγος
ατάραχος κι αν ήμουν
Έτσι πάλι μαζεύτηκα, κι έγραψα
με μάταιη έστω ελπίδα
μήπως σύγκορμη, ανοίγοντας
το σεντούκι της γλώσσας μου
τη φρίκη που σε τύλιξε
να τηνε σύρω μέσα

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΙΣ

Κτυπημένος κι εγώ από το γενικό
σύνδρομο κατεδαφίσεων της εποχής μας
-συστημάτων, κτιρίων, μνημείων, δομών-
είπα ψες να κατεδαφίσω το ποίημα
να το φέρω σε μια κατάσταση
ανεπανόρθωτης καταστροφής
σαν ζώνη νεκρή μέσα σε μια δαιδαλώδη
ηχητική πολεοδομία
ένας σωρός από θρύψαλα, απομεινάρια
και συντρίμματα
αδιαπέραστος κι ακατάλληλος για χρήση πλην
της προσπάθειας να καταλάβεις
πώς συνταιριάζουν οι λέξεις
πώς οργανώνονται οι χρόνοι
οι συλλαβές, τα διαστήματα
πώς συμπλέκονται οι φράσεις, οι στίχοι
αν επιτρέπουν να διαφανεί το νόημα μεμιάς
ή με υπονοούμενα
και πώς λέξεις, φράσεις ξαναγυρίζουν τώρα
φθαρμένες σε μιαν καινούργια σκηνοθεσία
να φανερώσω εντός του το κορμί της ανυπαρξίας
να το φέρω, επιτέλους, το ποίημα
στα ίσα του

ΠΑΛΙΑΤΣΟΙ

(Σχεδίασμα πάνω στο ομώνυμο
ποίημα του Μίροσλαβ Χόλουπ)

«Οι παλιάτσοι που πηγαίνουν;
Που κοιμούνται οι παλιάτσοι;
Τι τρώνε οι παλιάτσοι;
Τι κάνουν οι παλιάτσοι
όταν κανένας
μα κανένας απολύτως
δεν γελά πια
Μανούλα;»

Λοιπόν…
Οι παλιάτσοι ξαναγυρίζουν
στο τσίρκο
κοιμούνται πάνω στην παλιατσαρία τους
τρώνε τις σαβούρες από τα αστεία τους
κάνουν το νούμερό τους
στα θηρία
τώρα που κανένας
μα κανένας απολύτως
δεν γελά πια
Μανούλα

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Ω, αν ήξερες στη γλώσσα μου
πόσο μπορώ να παίξω με τ’ όνομά σου
να παρατονίσω το άλφα, ν’ αναγραμματίσω το φι
ν’ αλλάξω την ανδροπλασία του ονόματος
να καμωθώ στον εαυτό μου
πως δεν είμαστε τόσο άνισοι
Μα στη Μάλα Στράνα
μέσα στο γέλιο των παιδιών το απόγευμα
στο ράθυμο βρυχηθμό μιας μπουλντόζας
νιώθω κάτι από την ασύλληπτη ακινησία σου
καθώς ανώδυνα γύρω η κίνηση με ταράζει
το φάντασμα της γραφής σου
ανοίκειο, ατιθάσευτο
μέσα σ’ εκείνη τη γνώριμη
κορεσμένη αμηχανία του φόβου
όταν γυρεύεις να πεις τη λέξη που πρέπει
για να ζήσει κανείς
και για να πεθάνει

ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΛΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Επιμελώς σήμερα
μας σκοτώνουν
εμείς, οικειοθελώς συγκατανεύουμε
πετώντας, παρά ταύτα
φλογερά στιχάκια διαμαρτυρίας
στα αποχετευτικά φανταστικών εξεγέρσεων
του μέλλοντος
Κι ενώ οι πάντες ξημεροβραδιάζονται
για να γράψουνε το ανάρπαστο
εσύ, ατενίζοντας την ανεστιότητα που ταξιδεύει
φορτωμένη τα ερείπια της μνήμης
ανόσιος και γλωσσοβάμων περίπου
τη βγάζεις με αναδρομές της ελπίδας
σε αλλοτινά ολοκαυτώματα

ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ

Γιατί όχι; Μπορώ κι εγώ να σταθώ
πλάι στους μεγάλους
Έχω το τραμπολίνο μου, τους ηλεκτρικούς
ανυψωτήρες μου, τα αναβατόρια
των πλειστηριασμών της φήμης
ανελκυστήρες μονής κατεύθυνσης
και ίσως, ποιος ξέρει, τα ελάσματα
μιας άγνωστης τύχης
ενώ και η σκάλα του Ιωάννου
της Κλίμακος
οικεία μού είναι
Όσο για το ενδεχόμενο να πέσω
κάθε καταποντισμός στην εποχή μας
είναι η αντεστραμμένη
όψη μιας ανόδου
ρωτήστε την αξιότιμη κυρία Πρόοδο
αλλά και κοιτάξτε
στους αεροδιαδρόμους της ευτυχίας
πόσες επιχειρήσεις διάσωσης
του εαυτού καταποντίστηκαν
ενδόξως

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Αρκετά γι’ απόψε
Αρκούντως ευδοκίμησαν και πάλιν
οι αναπαλαιώσεις των στίχων
τα ταξίδια στην απέραντη κωμωδία των άστεων
οι επαναληπτικοί βηματισμοί
Ας γύρευες από το σώμα
περάσματα άλλα να βρεις
Άλλωστε, όπως λέει κι ο Κώστας
«δεν υπάρχει -πια- ατραπός
ούτε δόξα προς ανάλωσιν»
Μονάχα μες στην ανατριχίλα
του επιτάφιου δέους
μια λεπτή αντιφώνηση στο κάλλος
των τελευταίων στίχων σου
η ανεπαίσθητη σιωπή
που λίγο-λίγο
μέσα στο βουητό του δρόμου
σβήνει κι αυτή
και χάνεται

ΛΟΓΙΚΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΩΝ

Είναι λογικό
πέρα για πέρα λογικό
έπειτα από τόσο θάνατο
να θέλεις να φτάσεις στο τίποτα λέξεων
ήχων και εικόνων
να σκεπάσεις τη βουερή συντέλεση του ποιήματος
με μιαν ακαθόριστη σιγή
πέρα από τη γυμνότητα της λέξης
Μα είναι ατελεύτητος
τούτος ο δρόμος
μπορεί να σου πάρει χρόνια
να φτάσεις το Ποίημα
μπορεί να σου αποστερήσει
όλη τη δύναμη και το φως
ανημπόρια της λησμονιάς
ιχνηλασία του ανέφικτου
καθώς συνεχίζεις εξουθενωμένος
να γράφεις
δίχως ένα σημάδι στον ορίζοντα
καταληκτικού χρόνου

ΜΙΜΟΣ 

Στην Πλάθα Μαγιόρ
στους ήχους ενός ακορντεόν
το απόγευμα
ένας μίμος χόρευε τάνγκο
με την αγαπημένη του
Χόρευε ο μίμος με τις ώρες
κι όταν πια
απ’ τον ασύλληπτο άξονα
τρυφερότητας επιστήθιας
στο χώμα έπεσ’ εξαντλημένος
εκείνη -μια αόρατη παρουσία
στο κοίλο της προέκτασης των χεριών
ορισμένη από την κίνηση
και τα βλέμματα-
συνέχισε να χορεύει
μονάχη ένα τάνγκο, το πιο αέρινο
τάνγκο γύρω από το ασάλευτο του
σώμα

Ο ΥΣΤΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ

Επί τριάκοντα έτη
σε προστάτευα από λάβαρα ξένα και οδόντας
Επί τριάκοντα έτη σε προστάτευα
από δολερούς μεταπράτες του ήλιου
εμπόρους, χωροφύλακες και Αλ Καπόνε
με χαρτοφυλάκια
Εγώ που άνθρωπος δεν είμαι
σε τραγούδησα με Κάλβο, με Παπαδιαμάντη, με Γονατά
κι εσύ με διαπόμπευσες στο ανίερο ύφος σου
ύφος των σκοτεινών επιθυμιών σου
ύφος των σκοτεινών σου μαζούτ
Εσύ όμως εφρόντισες να με διαδεχθεί όχλος
όχλος πληθωρισμός της εξουσίας σου
γιατί εσύ πάντοτε υπήρξες
κεντρικής αιθούσης και πηχυαία
Όμως, εγώ δεν υποχωρώ
συνεχίζω να υποσκελίζω οδοφράγματα
κι αν δεν επιστρέφω
τότε να πεις
να κάποιος που υποσκελίζοντας
οδοφράγματα
ισοσκέλισε ελευθερία και αίμα
και κάπου εκεί τώρα θα κείται
νεκρός και χαρούμενος ανάμεσα
στους αγαπάνθους

ΕΝΥΠΝΙΟΝ 

Το ποίημα είναι ο εκπληρωμένος έρωτας
της επιθυμίας που παραμένει επιθυμία
Ρενέ Σαρ

Δεν ήξερα αν ήσουν
Αν ήσουν οπτασίας λιόγερμα
ανοίκειας ωραιότητας ανάκληση
εικόνισμα και αίμα πλάνης

Δεν ήξερα και
πάνω που κατάλαβα
πως ήσουν Ποίηση
δίχως λέξεις
σάστισα να σαρκωθώ το θαύμα
και σάστισε μαζί μου μια στιγμή
έρως δυναστευμένος ενδόμυχα
έρως θανών εν τη γενέσει
που τόσο βραχύβιος έζησε
λαθραίος σε πνιγμένες λέξεις
κι ας τον εναγκαλίστηκα
μ’ όλη τη δύναμη του χόρτου που γέρνει
ν’ ανταμώσει τη φλόγα
ανάμνηση, πια, ανέγγιχτης σάρκας

Μα πώς να ‘μαι τώρα σώμα
-απρόσφορο για την αφή
και το αίμα της- σώμα
που επέζησε της συντέλειας
του Πόθου

πώς να μην είμαι τώρα
άνυδρης ερημιάς
αγίνωτη ύλη

ΒΑΛΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα στο σάλιο
ενός θεού που πνίγει
τα παιδικά της τρέλας του
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα σε υπερούσιες
μήτρες που ξεβράζουν δηλητήρια
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα σε μια υγρασία από ανθεστήριες μούχλες
και ψυχικά απόβλητα
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μες στον χυμό
μιας αγάπης από βλεννόρροια
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
στα μουχλιασμένα υπόγεια
ενός δρόμου της δόξας
Σαπίζοντας μαζί, εσύ κι ο κόσμος
μέσα σε μια νοτισμένη βροχή
από δάκρυα

Ας σταθούμε λοιπόν
ας αγκαλιάσουμε
τούτον τον κόσμο
που μέσα μας σαπίζει
και μέσα του σαπίζουμε
σ’ αυτήν τη σάπια υγραμένη αγάπη
από ερημιές
και κόκαλα

ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Δρόμος με φανάρια
και μια θάλασσα με ψαροκάικα
και πολλές βάρκες
Μοιάζει τοπίο όμοιο με του Ολιβέιρα
ή του Σαμπρόλ
Που και πού
κοιτάζω έξω από το παράθυρο
Βουνά το ατσάλι, μεγάλες χαλύβδινες μπάρες
σιδερόβεργες, φουγάρα
Η ασκήμια, αναλογίζομαι, δεν υπήρξε
ποτέ αποτυχία σε τούτο
τον κόσμο
ούτε η ομορφιά σπουδαιότερη
από ένα ξεχαρβαλωμένο
σαράβαλο
Μα κάποτε είναι ωραία
όταν σαλπάρουν το σούρουπο
οι ψαράδες και τα φανάρια
φέγγουν μες στην ομίχλη
έναν άγνωστο δρόμο
Δεν ξέρω πραγματικά πού βρίσκομαι
ούτε τι μου επιφυλάσσει τούτος ο τόπος
εκτός από θάλασσα, πέτρα και σκόνη
σκόνη και άνεμο
κι ένα αγιάτρευτο αγκομαχητό στο στήθος
να δίνει ρυθμό σε μια πεταμένη ζωή
Σκέφτομαι: Το μόνο που δεν μου χρειάζεται εδώ
είναι η μνήμη
αυτή η συνήθεια να ξαναϋποφέρεις
Ξημερώνει
Τα φανάρια σβήνουν ένα-ένα
μέσα στην πρωινή ομίχλη

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

ΚΑΘΙΔΡΟΣ

Κάθομαι κάθιδρος κι αγκομαχώ
από μέσα μου να φύγει το μίσος
σε βουνοπλαγιά της Κύπρου

Ώρα που σιωπούν τα ποτάμια
και τινάζεται μέσα σου το γέλιο των δημίων

Μόνο μακριά ακούς τον ήχο των κοριτσιών
δεν έχεις άλλην ελπίδα μες στο σκοτάδι
σαν άρχισες να προπαρασκευάζεσαι για τη λήθη
να χαίρεσαι για το πρόσκαιρο

Τι είσαι πατρίδα, του θανάτου βραχνάς
το δείχνεις σαν κρέμεσαι χρόνια
πιπίλα του αίματος

Μη ρωτάς, αν και αν η αγάπη μου

Εγώ, που έζησα όσα δεν είδα
μιλώ και βρίζω αυτά που αγάπησα
τον χλευασμό της αλαζονείας
την αγάπη της ταπεινότητας
τα λόγια που σου πρόσφερα αντίδωρο στην οδύνη

Αν σ’ είχα αγαπήσει λιγότερο
οι πέτρες του κορμιού μου θα ράγιζαν
σκόρπια κομμάτια θα ’χα για να σου δώσω
τι κρίμα που θα’ ταν!

Μα, όσο κι αν βάζω τα δυνατά μου
πάλι ξαστοχώ να πω το ακριβές
της στάχτης του έρωτος
που εχύθη στην υψικάμινο τόσων θανάτων

Το μόνο που πέτυχα
μια παρασιτική πινελιά εξορκισμού της ματαιότητας
αναβάλλοντας της αυτοκτονίας το έλεος

Κοίτα!

Ο χρόνος φεύγει
και μένουμε πίσω εμείς οι τρελοί του
να παραφυλάμε αποτσίγαρα

Ο καιρός λαξεύει τα μάρμαρα με κτυπήματα διαβολικά
κι αφήνει κάτω επιτύμβια σκόνη
ν’ απλωθεί ο άνεμος

Φοβερά παλαιών καιρών απορρίμματα
στον πάτο της μνήμης κατακάθονται
σε λίγο ακούγεται ο χάρτης της οδύνης μας
αφανίζονται χωριά και πόλεις
γίνεται προνόμιο το κενό μεγάλο

Κι αν δεν ήταν κάποιοι απόστολοι
κι αναχωρητές την γκαζομηχανή να πατήσουν
του θανάτου της φθοράς
το κελαηδητό του κορμιού να χύσουν πάνω στην άμμο
τα κοιτάσματα της ντροπής
θα ’μεναν ανεξάντλητα

Όσο για μένα που μιλώ
δεν ξέρω να χειρίζομαι πεπρωμένα
και μ’ αρέσουν οι ανεμόσκαλες

Τα λιγοστά που έχω είναι τούτα
δυο καρβουνάκια από τη θράκα του Όμηρου
όθεν κρατεί η ψυχή μου

κι ότε μου δίνει ο δαίμονας να πλανηθώ
την πλάνη μου με γλαυκά υλικά ετοιμάζω

.

.

ΕΝΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ (2000)

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Μέσα στο πρώτο ποίημα
βρίσκονται ενταφιασμένα
όλα τα σώματα
της ποιήσεως
Λέξεις, φράσεις, στίχοι, ποιήματα
αποπλύματα της έκφρασης
όλες οι ασπονδύλωτες εκρήξεις
του λεκτικού
οι ηφαιστειακές εκκενώσεις
των σπλάχνων
σαν οικογενειακός τάφος
που μέσα του δέχθηκε
σε σαβανωμένη λιτότητα
όλη τη γενεαλογία
της μοναξιάς

ΜΑΝΙΑΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Ένας αναγνώστης μανιακός
που εκ φύσεως υιοθετεί
όλα τα απόβλητα
της έκφρασης
όλες τις απόπειρες και τα διαγραφέντα
μπορεί να αποβεί μάρτυρας
της διαρκούς αυτοαναίρεσης
του συγγραφέα
ώσπου αυτός να πετύχει
έναν διάπλου ικανοποιητικό
της θερμαινόμενης ζώνης
ανάμεσα στην εκκίνηση και στο τέρμα
όπου διεξάγονται οι μάχες
να αιχμαλωτιστεί το ανείπωτο
οι εξοστρακισμοί των περιττών
η μετά ρώμης και τέχνης
πολιορκία του ακατάληπτου

ΑΗΔΙΑ

Από αηδία
για τη σιχαμερότητα της βολεμένης ζωής μας
μ’ έπιασε μια μανία απ’ το πρωί να βρίζω
συλλήβδην και αδιακρίτως
ό,τι ερχόταν στο στόμα μου
ό,τι ανέβαζε το αίμα στο μυαλό μου
καλούς, κακούς, δικαίους και αδίκους
την καθεστηκυία τάξη και τους γραφιάδες της
εχθρούς και συγγενείς και φίλους
εμένα τον ίδιο
ώσπου το βράδυ, σαν έπιασα πάλι να βρίζω
έναν μπαγαπόντη πολιτευτή στην τηλεόραση
ένιωσα πόσο οι βρισιές βοηθούν
οι υπόκωφοι τριγμοί της γλώσσας ν’ ακουστούνε
και πώς ανοίγουν δρόμους
οι καταραμένες μέσα σου φωνές
για να περάσουν

ΨΗΦΙΔΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Πήρα στα χέρια μου το ημερολόγιο
Κι όπως έκανα ν’ ανοίξω
τραβήχτηκε από τις σελίδες μια Δευτέρα
που ’βγαζε καπνούς απ’ τα πλευρά
κι ένας Ιούλης καμένο σίδερο

ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ

Μια πόλη την καταλαβαίνεις
από τις πουτάνες της – είπε
Γιατί, οι πουτάνες είναι δείγματα
για όλους τους ανθρώπους
Λοιπόν, μετά λύπης μου το διαπιστώνω
και το λέω: Η Θεσσαλονίκη πάει
ξέφτισε πια, συμπλήρωσε

«Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» (ΑΝΤΡΕΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ)

Τα βουνά και τα δέντρα
κι η αφθαρσία κάτω από τα πόδια μας
Το πράσινο βαλτωμένο νερό
ανάμεσα στις σημύδες
και το παιδί μαζεύοντας βότσαλα
από τον βάλτο…
Σε λίγο θα ακουστεί ο Λόγος
όπως ακούγεται καθάριος ο ουρανός
χωρίς παραλειπόμενα καταιγίδας
Κι όταν έρθει η ώρα να φύγεις
κοίταξε να κρατήσεις από την κόπια
του λησμονημένου χρόνου
το νερό, το παιδί και το δέντρο

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Ήταν λιγομίλητοι, βλοσυροί
Μιλούσαν χωρίς φληναφήματα και περιστροφές
Σαν διαταγές βγαίναν από το στόμα τους οι λέξεις
Μα, γιατί απορείς;
Είναι γιατί, η προπαρασκευή της φρίκης
απαιτεί τη σιβυλλικότητα του καίριου
τη σταθερή γκριμάτσα του ταχυδακτυλουργού
πάνω από το βίαιο φέρσιμο του δολοφόνου
Είναι γιατί, η προπαρασκευή της φρίκης
απαιτεί την αιφνιδιαστική ορμητικότητα του ακαριαίου
την προμελετημένη πυγμή
που κρατά σίγουρο το χέρι του δολοφόνου

ΑΜΜΟΛΙΘΟΣ (1997)

Κάποτε βλέπεις
πως και η φθορά γίνεται πεντακάθαρη
Ακονίζει το δίκιο της στο αμόνι του Καιρού
και σε χαράζει

*

Η ερημιά
Ο υλισμός των αγίων

*

Αν σε είχα αγαπήσει λιγότερο
οι πέτρες του κορμιού μου θα ράγιζαν
σκόρπια κομμάτια θα’ χα μόνο
για να σου δώσω
τι κρίμα που θα ’ταν
Μα σε τέτοιους καιρούς
που’ χουν και οι καμπινέδες
κάτι ιερό να ξεστομίσουν
που γλαυκό και κόπρανο γίνονται ένα
το χειρότερο είναι να ξεχάσω
την τέχνη της οδύνης μου
το κορμί να υποστείλω
Ο καθείς έχει δικό του
ένα μέρος άφθαρτο ν’ αγαπήσει
όπου κάνει τον ουρανό υποχείριο
της φαντασίας του
καλλιεργεί φυτείες φιλιών και αφροδίσια
με μιαν ανάμνηση σαλεύει τον Χρόνο
και με σάρκα πολύφυλλη στην κούνια
της θηριωδίας του κόσμου
τον έρωτα νουθετεί
μη και λύσει
τον χρόνο της ομηρείας του

ΜΙΑ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ (2017)

(Μαζί με τον ποιητή Παναγιώτη Νικολαΐδη)

Γράφουμε
για να μην πενθήσουμε άλλες λέξεις

*

Ο ποιητής 1+2 (Στην Ηρώ Νικοπούλου)
Γράφομαι ίσκιος
που εξετράπη
σε βαθμό κυριολεξίας

σώματος

*

Το σκαλί

Σβήνω μια λέξη
κι ανοίγει από κάτω
ένας γκρεμός
Για ένα σκαλί, Κωνσταντίνε
πρέπει να πέφτουμε
στην άβυσσο;

Από τέτοιο βάθος, μαθαίνεις
υψομέτρης

*

Σηψαιμία οράσεως

ΙΙ

Είμαστε η βάρδια του 21ου αιώνα
Μολυβένιες αστραπές σε χαρτί
που βούρκωσε

*

Ωρομισθία

Άεργος
Πλήρους
απασχολήσεως
στο

Κενό

*

Ο γλυκασμός των επετείων

Αυτό είναι λοιπόν;
Μπροστά στο συρματόπλεγμα
ένα τραγουδάκι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου