ΟΡΟΙ ΛΕΥΚΑ (2015)
ΠΟΙΗΣΗ: ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ
Γεννήθηκε στη Λακατάμια όπου ζει και σήμερα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στην Ιδιωτική και Δημόσια Εκπαίδευση της Κύπρου, από όπου αφυπηρέτησε ως Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης. Επί σειρά ετών ήταν αποσπασμένη στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στη συγγραφή σχολικών Βιβλίων. Υπήρξε ενεργό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (Ε.Λ.Κ.) και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου (Κ.Σ.Π.Ν.Β.) και έλαβε μέρος στις Κριτικές Επιτροπές των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Για κάποιο διάστημα παρουσίαζε παιδικά και νεανικά βιβλία στο πρόγραμμα Νέοι Ορίζοντες της Τηλεόρασης του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου. Ασχολείται με τη Λογοτεχνία και το θέατρο και εξέδωσε τα πιο κάτω Βιβλία: Δεκατέσσερα Τραγούδια για ένα Μικρό Άγγελο, Ποίηση, Λευκωσία 1987
Ιστορίες της Μικρής Φιλιώς, Μικρές Ιστορίες, Λευκωσία 1989 (Α’ Βραβείο Κ.Σ.Π.Ν.Β. 1989 και Α’ Κρατικό ΒραβείοΕικονογράφησης για τις εικόνες της Έλενας Πουλχερίου 1990)
Η Αφέντισσα της Λάρας, Νεανικό Μυθιστόρημα, Λευκωσία 1992 (Α’ Βραβείο Κ.Σ.Π.Ν.Β. 1992)
.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΥΚΑΣ
Γεννήθηκε στα Λεύκαρα, όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Αφού
αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λευκάρων, σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και εργάστηκε ως Τελωνειακός Λειτουργός στο Τελωνείο Λευκωσίας. Ασχολείται με τη χορωδιακή μουσική και είναι μέλος της Χορωδίας της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων
(ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.). Είναι ερασιτέχνης φωτογράφος και μέλος του Φωτογραφικού Ομίλου Λακατάμιας. Παρακολούθησε πολλά σεμινάρια για τη φωτογραφική τέχνη και έλαθε μέρος σε πολλές εκθέσεις φωτογραφίας. Σήμερα ζει στη Λακατάμια. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Λουκά και έχουν τρία παιδιά.
.
.
ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ (2015)
.
.
ΟΡΗ ΛΕΥΚΑ
Σ’ αυτά τα όρη τα λευκά*
στο μεσοφρύδιτου Βουνού
πέτρα και φως
φως και φωτιά
φωτιά και ποταμοί
τυπώνουν και κεντούν*
ήχους και σχήματα.
Σ’ αυτά τα όρη τα λευκά
μέσα στις φλέβες του γκρεμού
πέτρα και φως
φως και φωτιά
φωτιά και ποταμοί
τυπώνουν και κεντούν
ρίμες και ρήματα.
Σ’ αυτά τα όρη τα λευκά
μέσα στις σκιερές αυλές
πέτρα και φως
φως και φωτιά
φωτιά και ποταμοί
τυπώνουν και κεντούν
δρόμους και σήματα.
.
.
.
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Μέσ’ από μια οξυκόρυφη καμάρα της αυλής
η ισορροπία ίου κόσμου
το κάλλος το απροσμέτρητο
η αλήθεια αυτοπροσώπως.
Έχεις αφήσει πίσω σου παμπάλαια καμαρόπορτα.
Πωρόλιθος και ξύλο, οικόσημα και πέτρινος σταυρός.
Έχεις διαβεί τον ηλιακό
και ιδού η αυλή των θαυμάτων.
Ολάνθιστες ροδιές ανακλαδίζονται στο φως.
Στη μέση σκιάζει το παλάτι*.
Χωριάτικο λινό της Ζώδιας* ανεμίζει
στροβιλίζονται τα κεντημένα μήλα* με τους ποταμούς*.
Το λασμαρί* κι ο δυόσμος* ξελιγώνουν.
Η ορτανσία αφέντρα και κυρά
εκβάλλει χρώμα σε κυματισμούς.
Στο γύρισμα της σκάλας ο φούρνος νοικοκύρης.
Ήρεμο αγκάλιασμα από θαύματα
που βάφει με λουλάκι* ο ουρανός.
.
.
.
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
Ένα ξανθό πρωινό τ’ Απρίλη
ανέβηκα κατά το Κάστρο*.
Στάθηκα πλάι στις παλιές πέτρες
κι έβαλα αντήλιο προς τα Φραγκομάτα*.
Όμορφο που Όλεπε η Ρήγαινα τον κάμπο τέτοια εποχή
μέσα στις ανθισμένες αναθρήκες*!
Να το ‘νιώσε άραγε από ψηλά θωρώντας
τα κλάματα της Παναγίας*
πως σώθηκε το λάδι στο καντήλι της:
Κι ο Μαύρος* απ’ τη φοβερή σπηλιά πίσω απ’ το σκίνο
να πρόλαβε να νιώσει πριν τον βρει του ανιχνευτή το βόλι
πως ήρθε η ώρα του ν’ ανοίξει τα πανιά;
Σ’ αυτή τη γη ο ιδρώτας και το πείσμα των ξωμάχων
ξεθάβει μέσ’ απ’ τ’ άσπρο χώμα τάφους.
Κι αλλού λείψανα αρχαία η μάνα γη
κρατά μες στ’ άσπρα σπλάχνα της
και λίγα-λίγα ξεγεννά τα
πλάι στα νερά του χείμαρρου Σιρκάτη*
που εσύρκασε, αήδιασε το αίμα
απ’ τα κεφάλια που σαν πότηδες* κυλούσαν στη Σφαήνα*.
Λίγα-λίγα γεννά τα η μάνα γη
και παραδίνει τα στους δικαιούχους.
Μέσα σε λέξεις, ρήματα και ρίμες
η ρίζα κι η πανάρχαια λαλιά μας.
Λίγο σκαλίζουμε το πρόσωπο σαν χώμα
μεμιάς ξεθάβεται ο παλιός μας κόσμος.
.
.
.
ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ
Ήμουνα λέει παιδί, αγόρι αμούστακο
-δυνάμενον παρόλ’ αυτά να οπλοφορεί-
για τους εχθρούς κίνδυνος θάνατος.
Τρέχω με δύναμη τρανή μες στα στενά σοκάκια.
Χτυπά σαν του λαγού η καρδιά στα καλντερίμια.
Πίσω μου ο Καπετάνος* με τη συντροφιά του
σταλμένοι από της Λευκωσίας τους Ρετόρους*.
θερίζει το σπαθί τους κι η φωτιά τους τρώει ανθρώπους
όσους απ’ τους Οθωμανούς* γλυτώσαν.
Γυρεύω κάπου να χωθώ ώσπου να πάψει η αντάρα.
Βρίσκω το σπίτι μου κλειστό, την πόρτα σφαλισμένη
και την πορτούλα της καρδιάς σφικτομανταλωμένη.
-Άνοιξε, πόρτα μου, άνοιξε τα φύλλα της καρδιάς σου!
Άνοιξε πόρτα μου άνοιξε, πάρε με στη σκιά σου!
-Από την πόλιν έρχομαι και στην κορφή κανέλα!
-Αδέρφια, με περιγελά κι εγώ πάω, χάνομαι!
Αδέρφια, μ’ αποστρέφεται κι εγώ έρχομαι απ’ τον ύπνο μου!
Έρχομαι και ξυπνώ και τι να δω:
Πόρτες παλιές, πόρτες κλειστές και πόρτες σφαλισμένες*
και οι καρδιές που καρτερούν διπλομανταλωμένες.
.
.
.
ΤΟ ΧΤΕΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ
Χτες κάθονταν στο χαμηλό σκαμνί
με το λινό αναδιπλωμένο στην ποδιά
κι ανιστορούσαν κόσμους κι ουρανούς αραχνερούς
να κολυμπούν σε ποταμούς αμματωτούς* κι αραχνωτούς*
και κλωνωτούς* κι αρΒαλωτούς*.
Σήμερα στέκουν στις αυλόπορτες
μοιράζουν χαιρετούρες και χαμόγελα
κάνουν Βιτρίνα τον παλιό δίσκο της γιαγιάς
με το γλυκό του κουταλιού και με το κρύο νερό
τον ίσκιο της ροδιάς και τ’ αεράκι του βουνού.
χτες έλιωναν τ’ ασήμι, του ‘διναν ψυχή
αποτυπώναν τη ζωή μέσα σ’ ανάγλυφες μορφές.
Σήμερα καμακώνουν τον καιρό
ανεβοκατεβαίνοντας σε δρόμο αμαξωτό.
Μα πάει το χτες, μας άφησε χρόνους πολλούς
και πορευόμαστε με φαγωμένα πρόσωπα στο σήμερα.
.
.
.
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Κάθε πλαγιά και κάθε ξέφωτο
μιλούν για όνειρα φτερά
και παιδικά λημέρια
για τις εαρινές χαρές
και τα παιχνίδια του έρωτα.
Εδώ στις ασημιές ελιές
έχουν φωτιά οι άνθρωποι
σφυροκοπά τ’ αγιάζι τα παιδιά
το γέννημα είναι λιγοστό
η αγάπη περισσεύει.
Εκεί στα μονοπάτια του Βουνού
ανθίζουν Βάτα και μυριστικά
λίγοι καρποί κι ευρήματα της γης
και σκολιαρόπαιδα κάτω απ’ τις μυγδαλιές
με σχολικά πηλίκια στο χέρι.
Εικόνες παιδικές και μαγικές
σκηνές ενός αθέατου θιάσου
καλειδοσκόπιο που γυρίζει ρυθμικά
και μας τραβά στους κύκλους του
τυραννικά, λυτρωτικά, κανείς δεν ξέρει.
.
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου