Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΙΝΑΡΑΣ



1-Γιαννης
.
.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιάννης Ποδιναράς γεννήθηκε στη Μόρφου το 1951 όπου και έζησε μέχρι την τουρκική εισβολή. Σπούδασε Ελληνική φιλολογία στην Αθήνα, Αγγλι-
κή φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και ακολούθως πήγε στη Βρετανία όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα παιδαγωγικά. και εργάστηκε σε σχολεία Μέσης Παιδείας.
Δημοσίευσε ποίηση, άρθρα και μελέτες σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Πήρε το πρώτο βραβείο σε ποιητικό διαγωνισμό με θέμα
τη Μόρφου που προκήρυξε ο Πολιτιστικός Όμιλος Μόρφου το 2002.
.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

«Ένα Πράσινο Θολό» (1996)
«Φαράγγια των Αγγέλων (2008)
.
.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΗΝΑΡΑΣ
.
.

Ένα Πράσινο Θολό (1996)

.

ΜΕΡΟΣ A

.

ΕΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΘΟΛΟ

Ο πατέρας γέρασε.
Πάνε χρόνια που ’φύγε
διωγμένος απ’ το περιβόλι τον
να μετράει την καρδιά τον σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό τον τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ’ αγγόνια τον στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε Θ’ αντέξει το ταξίδι.
Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ’ αντέξει
το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση τον εφήμερου
Το χτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.
«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ’ αγγόνια μον.
Σαν γυρίσει το σύννεφο
θα τρυγήσω το περιβόλι.»
.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΟΡΦΟΥ (Λευκωσία, 1990)

Όταν ήμασταν έφηβοί,
ξανοιγόμασταν στο περιβόλι
ή στο ακρογιάλι με τις πέτρες
και την κόκκινη θάλασσα.
Τ’ απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχια
που ’σβηναν κύματα – κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας…
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα
Και να ’μαστέ τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ’ άγουρα στάχια.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας,
μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρά μας.
Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι
.

ΜΟΡΦΟΥ 1992

Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί τον σφρίγους
σ’ εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις…
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.
.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ελευθερία – κρυμμένη πίσω απ’ τ’ όνομά σου.
Παιγνίδι στο χέρι τον Δόλου
πώς μπορείς να ησυχάζεις στη νάρκη
που βύθισε τ’ όνειρο;
Στον φεγγαριού την ασπράδα,
γράφεις ανέμελους ύμνους
εσύ, η ξεριζωμένη ροδιά
που κουράστηκε να ψάχνει
για κοράλλια στο διάφανο δέρμα.
Ελευθερία, δανεισμένο όνομα.
Σου κλέψαν το κορμί
και στόλισαν το φάντασμά σον
μ ’ όλα τα πλούτη,
μ ’ όλες τις συλλαβές σου
και σε κρέμασαν έξω από τα παράθυρα των οπαδών σου.
Ένα σκιάχτρο γίνανε οι νύχτες
που διψούν το κλεμμένο σου σώμα.
.

Η ΑΓΑΠΗ

Νιώσαμε πως δε μαστορεύεται η αγάπη
κι ούτε ακολουθεί σαν πιστό σκυλί
τις τρομαγμένες ψυχές.
Κι ούτε υπόσχεται ανάπαυση
μήτε εξαγοράζεται
με ράβδους σοφίας ή χρυσού.
Είδαμε το πρόσωπό της
που δεν ήταν άσκαφτο
μα ούτε φαγωμένο.
Ο καρπός που δε βαστά πια στο δέντρο
αλλά και δε χαραμίζεται στο χώμα
μήτε στ’ άγουρα σπάργανα της άγνοιας.
Μια λαχτάρα κρέμεται
από τo δέντρο της Ζωής
έτοιμη ν’ αφήσει τη μήτρα,
έτοιμη για βρώση.
.

ΤΑΞΙΔΙΑ…

Περάσαμε τη ζωή μας ταξιδεύοντας
στους λερούς δρόμους τον Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ τον ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των
απεγνωσμένων.
Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο,
με ειδικά μαχαίρια,
την ψυχή τους.
Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δε γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.
Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα,
πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν,
κι όμως υπήρξαν
.

ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Κοιτάζει το φεγγάρι απ’ το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να ’ναι πλάι της.
Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή
προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό τον πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντάς το
με τα όνο μικρά της χέρια.
.

ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ

Το παιδί ρώτησε πάλι τους μεγάλους
αν εφέτος ο Αϊ-Βασίλης
θα τον μιλήσει
σαν ακούσει το μεγάλο ευχαριστώ
για τα πλούσια δώρα τον.
Η απόκρισή μας
ένα μουρμουρητό χωρίς νόημα.
Το παιδί τεντώνει την ψυχή
να συλλάβει την αρμονία των ήχων…
Ορθά τα μάτια
μαχαιρώνουν το λόγο
κι επίμονα μας πολιορκούν:
«Ποιος σέρνει το έλκηθρο
μέσα στα χιόνια;»
.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΚΛΙΣΗ

Κλείσανε το παράθυρο στο εργοστάσιο.
Ο ήλιος ζέσταινε τα κορμιά
ηδονικά ξεκουρδίζοντάς τα
σπάζοντας τη συντονισμένη,
επιδέξια κίνησή τους.
Η στερεή μορφή της μαριονέτας έλιωνε
κι οι μαλακές γραμμές
άλλαζαν με ποικιλία το περίγραμμα.
Στην παρείσακτη ηλιαχτίδα
τα μάτια παίρναν τα χρώματα της ίριδας
κι οι καρδιές συνταξίδευαν.
Κλείσανε το παράθυρο.
Διώξαν το φως.
Οι ζωγραφιές τους τυπώθηκαν τώρα
σε χιλιάδες πανομοιότυπα σχήματα.
Χωρίς σπασμένες γραμμές.
Χωρίς διαφάνεια.
Χωρίς χρώμα.
Προπάντων,
χωρίς παρέκκλιση.
.

ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Δε γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και τις κρυφές μας σκέψεις τις κρατά με.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να ’ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
η την άγνοια
οι πηγές της οδύνης.
.

ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Τις Κυριακές
η πολυτραγουδημένη μελαγχολία
σαν πούσι ρίχνει
στις καρδιές τη γλίνα της.
Μον φαίνεται περίεργο
που η σκόλη,
η κερδισμένη με αίμα,
να μη ξαλαφρώνει.
Είναι φορές,
που οι ηλιαχτίδες
της πρώτης εργασίμου
σμίγουν με την ανατριχίλα του κορμιού
που δέχτηκε τη ζωογόνο αύρα της αυγής.
Πόσο απόθεμα ελπίδας κρύβουμε;
Υπάρχουμε στην προοπτική.
Στην προσδοκία της Κυριακής
που μεταγγίζει καθημερινό
φτερούγισμα απαντοχής.
.

ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΑ

Στη μέση τον χωραφιού
έπιασε κουβέντα
μ’ ένα παλιό σαράβαλο,
αφημένο στην αφή των πουλιών.
Χωρίς πόρτες,
τσακισμένο, παραμορφωμένο και σκουριασμένο.
Απόχρωση στέρεης τέφρας
που κάθε μέρα λιγόστευε τη σκιά της.
Το στοιχειωμένο σίδερο έθρεψε στα στίγματα της σκουριάς
το πλήθος που τ’ αγκάλιασε.
Την πρώτη παρουσία.
Μύριζε δέρμα και φρεσκομπογιά.
Μια ζάλη μεθούσε τα χέρια
που μανουβράραν το τιμόνι.
Το στοιχειό τον χωραφιού
στη μοίρα του τώρα
– ίδια, η μοίρα –
μιλάει με τον αγέρα,
τη βροχή
και το χώμα.
.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

Ο γέρος στο έρημο νησί
λάξεψε την αδρή μορφή του
στην πάχνη της αυγής.
Το πρώτο φως βλόγησε τη μοναξιά τον
κι ο αγέρας γύρισε πίσω το τραγούδι της θάλασσας.
Η καρδιά τον άδραξε τους ήχους της γης.
«Δεν έχω πού ν’ ακουμπήσω την ευχή μου.»
Μια αστραπή στα μάτια
χύθηκε βαθιά,
πέρα από τον ορίζοντα. 
.
.

ΜΕΡΟΣ Β 

.
.

ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΗΣ ΑΜΜΟΥ
 

.

I

Τις νύχτες τον χιονιού
κύκλοι της φωτιάς
μουδιάσανε το αίμα στα πόδια μας.
Καθηλώσανε τ’ άγρια πνεύματα στη νάρκη.
Τις νύχτες τον χιονιού
πνίξαμε τη ζωή μας
σε μια νιφάδα.
.

ΙΙ

Τα λόγια μείνανε στο στήθος.
Θηρίο π σιωπή.
Έθρεψε φίδια στον κόρφο της.
Κομμένοι ήχοι.
Ο φόβος έπνιξε τη φωνή τον κόσμου
κι έμεινε το σφύριγμα τον πάθους
να ξενυχτάει στις φωλιές των δέντρων.
Ένας θρήνος μακρόσυρτος
να θυμίζει το χαμένο στην άβυσσο λόγο.
.

IV

Πλαντάζει στις φλέβες ένας κόσμος.
Τα πρόσωπα της ζωής μας.
Το ριζικό που φάνηκε να ξεστρατίζει και να χάνεται
στα δέντρα που γύμνωσε η φωτιά.
Πλαντάζει…
Ένα σύννεφο στάθηκε
πάνω από το μισοκαμένο δάσος.
.

VΙΙ

Τ’ ανάβλεμμά σου το Θολό
έκρυψε μέσα στις γραμμές
τους αρμούς της αγάπης.
Σε γνώρισα.
Η φωνή σου ταξίδεψε μέσα στη νύχτα
καλώντας τη νύχτα.
Κι άφησα το χέρι μου,
χωρίς φόβο,
μ’ όλο το αίμα μου
στα δάχτυλα.
.

ΙΧ

Τα μικρά μας χρόνια
άνθος της σάρκας και του χιονιού
φωτότροπος αχός
των αιμάτων που έσμιξαν.
Σώματα που μίλησαν
στο σκότος και στο φως.
Ταξίδεψαν τ’ άγουρο δέρμα
με τη βεβαιότητα τον κενού
στο χείλος τον θανάτου
στο χείλος των ερώτων.
.

Χ

Ρούφηξα το χυμό
της βάτου στην έρημο.
Γέμισε σύννεφο ο ουρανός
και το νερό πήρε τη γεύση μου
στις ρίζες.
Την αυγή ένα ημικύκλιο
έστεφε το άνθος της άπειρης άμμου.
.
.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΓΗΤΕΜΑΤΑ
 

.

I

Μέσα στη νάρκη τον καλοκαιριού
αφέθηκε ο σωρευμένος μόχθος
στις διαθλάσεις τον φωτός να λιώνει.
Η ομίχλη τον θερινού πρωινού
διαπέρασε το σώμα
κόβοντας το τεντωμένο νήμα τον χειμώνα.
Κάθε μόριο τον κορμιού
ντύθηκε την υγρασία της ομίχλης
και ιδρωμένο χόρτασε αρμυρό νερό
-δρόσος στ’ ωραίο σμάλτο
δρόσος στ ‘ αφυπνισμένο πνεύμα
στάλες ως μέσα στο κύτταρο της ζωής.-
Μα η αρμύρα άφησε ήδη
τ’ άσπρα σημάδια της στην επιφάνεια.
Το χέρι απλώθηκε να γράφει τη ζωή
στο σώμα πον φίλησε τη θάλασσα.
Ήπιαμε τη χαρά
κι αυτή μας πότισε τη δίψα της.
.

ΙΙ

Τα καλοκαίρια τα δικά μας
γητεύουν τους περαστικούς.
Πόσο λίγοι, ωστόσο, μπορούν να δουν
τους παγερούς χειμώνες,
όταν οι στέγες στάζουν στο κορμί
τη στυφή ψύχρα του ξάστερου στερεώματος
τις νύχτες που ακολουθούν την πορεία του ιερού αστερία.
Στάζει το κρύο στο κόκαλο
διαπερνώντας τα τεντωμένα από το φόβο νεύρα.
Πάντα αναρωτιόμουνα,
σαν τριγυρνούσα στις μικρές τις πόλεις.
Γιατί τα φώτα σβήνανε τόσο νωρίς
τα βράδια του χειμώνα;
Κι οι άνθρωποι που έβλεπα τα καλοκαίρια,
ν’ απλώνουνε γραμμή τις λύπες τους
στην καυτή άμμο;
Πόθοι χωμένοι στην άμμο.
Χαλαρωμένα σώματα
στη διάθεση αμείλικτου ήλιου
διαστέλλουν τα όνειρά τους
ν’ ακουμπήσουν τη φλόγα των ερώτων.
Βάτος ανίκητη στα ερέβη
που πυρπολεί του πόθου τους ιριδισμούς
των μελαψών, γυμνών σωμάτων.
Τώρα ζαρώσανε τα σώματα
να χωρέσουνε στη χούφτα μικρού παιδιού
την ψυχή που όλο μικραίνει στους χειμώνες. 
Κι η απορία μου
φεγγάρι μισό
στην ξάστερη παγωνιά των ουρανών.
«Γιατί τα φώτα σβήνουνε τόσο νωρίς
τα βράδια τον χειμώνα;»
.

ΙΙΙ

Ράθυμο, βαρύ το πνεύμα
βούλιαξε μέσα στο καλοκαίρι.
Το σούρουπο έστειλε στάλες γυμνές
στο σώμα που άνοιξε
σαν ανθός να ποτιστεί.
Μόνο το βράδυ,
γύρω στα μεσάνυχτα,
στοιχειώνουν οι κάμαρες.
Αφυπνισμένα πνεύματα,
σαν φίδια αλλάζουν πουκάμισο
και σεργιανούν την απορία τους
στους άδειους δρόμους.
«Πώς μπορεί να γεννιόμαστε
χωρίς καλοκαίρια;»
.

IV

Γκρίζοι όγκοι άφησαν τη λευκάδα τους
πέρα,,, πιο πέρα από το χέρι
π’ ανάδευε τα σπλάχνα
τον καλοκαιριού που έφυγε.
Ένα γκρίζο, σαν κατακάθι απόμεινε,
στα στραγγισμένα σώματα
που ‘χαν κρατήσει, για λίγο, στην παλάμη τους
το λευκό χέρι της θάλασσας.
Μια γκρίζα σκόνη που διαπέρασε το φως,
τα σώματα και τις ψυχές,
σκεπάζει αργά-αργά το σύμπλεγμα
πέφτοντας σαν από κλεψύδρα.
Γυρίζει ο κύκλος.
Χασμουριέται το γκρίζο στερέωμα.
Το λευκό πρόβαλε πάλι
μέσα από τις θολές γραμμές
τον αθέλητου ύπνου.
Ανασηκώθηκε ο Έρωτας
κρατώντας σφιχτά στην παλάμη τον
το λευκό χέρι της θάλασσας. 
.
.
.

ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ (2008)

.
.

ΜΕΡΟΣ Α’
 

.

ΣΗΜΑΔΙΑ. . .

Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς
ραγίζουν τη μέρα.
.

ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ρίγους,
των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα
στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.
.

ΣΤΟΥΣ ΒΥΘΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΕΙΠΩΤΟΥ

Κόκκοι της άμμου
χαϊδεύουν τα μέλη.
Γράφουν μορφές στον κύκλο του αίματος.
Πόθοι – πόνοι βαθιοί της μοίρας –
στις κόρες των ματιών που συναντήθηκαν.
Ένα κύμα στα μέλη.
Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ’ αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας.
.

ΩΡΑ ΚΑΛΗ

Έρχεται κάποτε η ώρα
που μιλά η αυγή
και καλπάζουμε στα λειβάδια
των τρελλών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σαν γνώση του θανάτου,
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ’ ακραίο κύτταρο.
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια – και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης τον λυγμό και το φανέρωμα.
.
.

ΜΕΡΟΣ Β’

.

ΘΑ ‘ΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΚΕΙ

Υπάρχουν εκείνοι που στο κάλεσμα σου
Πάντα θα λένε ναι
Χωρίς μετρήματα και μασημένα λόγια.
Μόνο ένα νεύμα αρκεί.
Μια ικεσία άναρθρη της μυστικής βουής
Της πιο βαθιάς λαχτάρας σου.
Θα ‘ναι πάντα εκεί
χωρίς αντίπραξη και μελωδίες γλυκερές.
Χωρίς ούτε ένα δάκρυ στη θολή ματιά
της κοινωνίας της πιο βαθιάς ουσίας σου.
Αυτήν που κάποτε την είπανε μοίρα ή θεά.
Αγέραστη, χωρίς λύπη ή ακραία χαρά.
Είναι εκεί σαν υγρή νοτιά καινούργιας μέρας.
Η αβεβαιότητα αυτού που είσαι.
Η γαλήνια προσμονή αυτών
Που πάντοτε θα λένε ναι στο κάλεσμα σου
Για να μη χαθείς.
Να μη νοιώσεις ποτέ
το φόβο της φθοράς
μα ούτε και τη ψευδαίσθηση
των μάταιων ονείρων.
Αυτοί που πάντα θα ‘ναι εκεί.
Για να κοιτάξεις
μέσα στην ήρεμη κι απόλυτη αποδοχή τους
το πιο βαθύ σημάδι της ζωής σου
που τους χάραξε.
.

ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού.
Γλιστράμε στα φαράγγια των αγγέλων
στο βαθύ ποτάμι που χάραξε το βάραθρο
έπνιξε τη φωνή πήρε πίσω το λευκό, γυμνό τους σώμα
και τους έριξε σε ξένα σκοτάδια.
Αγκυλώνουμε τους ώμους
μέχρι που τα σώματα πια
να μην ξεχωρίζουν απ’ τις λείες πέτρες
που σμίλεψε απαλύνοντας η τριβή των δειλινών
κι οι κορεσμένοι πόνοι.
Εμμένουμε στο χαλασμό του λευκού
Ανάβοντας κεριά
Στην αγρυπνία της θνητής στιγμής και της διάψευσης.
Και οι πέτρες στην τριβή της αέναης παρουσίας
Μέχρι το στίγμα της τέφρας
Μέχρι τους σπόρους της γης.
.

ΣΠΟΝΔΗ

Τους ποιητές μην τους αφήνουμε στο δρόμο.
Να τους ακολουθούμε
στην κόψη των ονείρων μας.
Καρφιά που σημαδεύουν
τα μυστικά λημέρια της καρδιάς μας.
Χωρίς πληγές
δε ζωγραφίζουνε τον κόσμο.
.

ΚΑΛΕΣΜΑ

Η χαμένη ευωδιά του Νάρκισσου
καθρέφτης της άρνησης.
Έξω βουίζει η μέλισσα
τη μέθη των αρωμάτων μετουσιώνοντας.
Κουβαλεί το προζύμι.
Πέφτει. Μια άλλη
παίρνει τη θέση της στη γη.
Κι ο στοιχειωμένος αχός της σελήνης
χορεύει στα δέντρα
και τις ανάσες της ζωής.
Στα τρύπια ρούχα του ερημίτη.
Στους τάφους
και την αχλή των ψυχών.
.

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Σκαρφάλωσες στ’ άδυτα βράχια.
Στις αητοφωλιές των ρωγμών
και των γόνιμων χρωμάτων.
Πυκνές φτερούγες έκρυψαν το λεπίδι
που έμελλε να βυθιστεί
στη χίμαιρα της πρώιμης ανθοφορίας.
Άνεμοι στη γέννησή τους
στέγνωσαν τ’ αραγμένα ξύλα
παίρνοντας τη νοτιά της εξορίας
– απόμακρη καταιγίδα –
πίσω στην πράσινη μήτρα.
Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι
της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης
και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.
.

ΑΝΑΧΩΜΑ

Στάλες ακριβές
μιας ουσίας μυστικής
ποτίζουν το χώμα
ποτίζουν τις ρίζες
και σηκώνουν τη λήθη
να γυρίσει στα σπάργανα
.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΙΩΠΗΛΟ

Κανείς δεν ακούει
τους χτύπους της καρδιάς
όταν ξεχειλίζει να πετάξει
πέρα από τα ποτάμια
που οριοθετούν
το θνητό πέρασμα.
.

ΚΥΚΛΟΙ

Τώρα που άφησες τις μέρες
να τρέξουν γυμνές
στους καιρούς που σου δόθηκαν
τα χαμένα φεγγάρια
αδιάφορα κι αμέριμνα
για την απόσταση που κράτησες,
αθώα, δίχως φραγμούς και θνητές τύψεις,
γυρίζουν το πρόσωπο
να χύσουν φως
στα σκοτάδια των νέων καρπών.
.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Διάλεξες τη γαλήνη του κάστρου
στα κελιά της ερημιάς και του κενού.
Δίχως απόγνωση.
Χωρίς δεκανίκια τις καρδιές των άλλων.
Οι ασάλευτες πέτρες
φρουροί της καρδιάς
που δεν κουβαλεί την πίκρα της ματαιότητας.
Στίγμα ζωής η μνήμη των ανθρώπων
που έμειναν στα κράσπεδα της αγάπης
να μαρτυρούν τη λιτανεία της θυσίας.
Οι νύχτες της σιγής
έκρυψαν βαθιά στα σπλάχνα σου
το εξαγνισμένο αίμα
που κοινωνεί μυστικά
το ρίγος και τη δόξα της αθωότητας.
.

ΚΑΘΑΡΣΗ

Χαμένα μυρμήγκια
κυνηγούν τη λήξη των συμβολαίων.
Γερνούν τα σώματα.
Σταφιδιάζουν οι πνοές των ιερών ανέμων.
Κτίζουν οπές στη γη
και θερμοκήπια στους ουρανούς.
Τρέχουν τρελοί
να προλάβουν τη λήξη των ονείρων
στην άνυδρη χώρα.
Μα ο μικρός βροχοποιός
αψήφησε τους φύλακες.
Έβγαλε τη μάσκα
κι είδαμε γυμνό κι ελεύθερο
το πρόσωπό μας
να φέγγει αρυτίδωτο
στα σκοτάδια.
.

ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές πασκίζουν να υποτάξουν
σε μορφές μυστικές τους βυθούς του κόσμου
Σταλαγματιές αιμάτινες
αντιφεγγίζουν την τέχνη τους
σε στέρεα σχήματα
με χιλιάδες χρώματα και διαθέσεις
να σφραγίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πέφτει ο ήλιος
κι απλωμένοι στη γη
σκάβουν λαγούμια
να φυλάξουν τα όνειρα.
.

ΤΡΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

«Έχεις τη χάρη της αγάπης
να φτερουγίσεις στη λιτανεία των πουλιών.»
Σου ψιθύρισα σαν προσευχή.
Και συ τριών χρονών μου φώναξες:
«Θέλω να γίνουμε θάλασσες.
Όπως τη θάλασσα να μου μιλάς.
Όπως το κύμα.»
.

Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Στην οργή της ψυχής σου
βάλε ένα σύννεφο πυκνό της βροχής.
Στο ουράνιο τόξο που ακολουθεί
θα δεις όλα τα χρώματα
να σταλάζουν τη σοδειά των ονείρων.
.
.

ΜΕΡΟΣ Γ’

.

ΜΟΡΦΟΥ 1997

Δρόμοι στενοί
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ’ απόγευμα
-χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης –
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλιά μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης κι ανεξίτηλης γεύσης.
.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στα πράσινα λιβάδια
το πρώτο τίναγμα της φτερούγας
μίλησε με το άστρο
που αγρυπνούσε και περίμενε
τη σοδειά της ριζωμένης στο χώμα καρδιάς.
Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ’ ονειρεμένο ταξίδι
απ’ τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.
Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ’ τις πληγές των ανθρώπων
ν’ απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν’ αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.
.

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΥ

Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά
περίμεναν τη δειλινή σκιά μας
να χαμογελάσει στα οπλισμένα τόξα
της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες
να σημαδεύουν το χλωρό μας θόλο
πάντα σαΐτες βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο
τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν’ ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων
.

ΙΣΚΙΟΙ

Γυρνάμε στα χαλάσματα.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά που μας γητεύουν.
Στην κορφή άλικες γλώσσες
βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει
τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.
.

ΜΟΡΦΟΥ 2001

Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.
.

ΜΟΡΦΟΥ 2005

Χριστούγεννα.
Λαμπροί δρόμοι σεργιανίζουν τους πόθους των παιδιών
και παλιά τραγούδια ταξιδεύουν το σφρίγος της νοσταλγίας.
Το γυμνό κορίτσι χάθηκε στο ρέμα της αφθονίας.
Στολισμένα πρόσωπα
αντιφεγγίζουν τη λήθη των διωγμένων ψυχών.
Κι ένα αστέρι στο βορρά ρίχνει το στιλπνό φως
στους καμένους ίσκιους των δέντρων της Στεφανιάς.
Πότε θα μαζέψουμε τα πινόλια που αφήσαμε
κάτω απ’ τους πεύκους της Έπαυλης στο Γεωργικό Γυμνάσιο;
Μη …, μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.
.
.

ΕΛΕΓΕΙΑ

.

ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΔΟΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.
Ατάραχος, στοχαστικός
στο βυθό της δίνης των πραγμάτων.
Υποταγμένος στο νόημα της τέχνης
και την πυκνότητα των στιγμών.
Κοινωνούσες με Παπαδιαμάντη, Σολωμό και Καβάφη.
Η μορφή του στιλπνού σκεύους
ολοένα τους πλησίαζε.
Τους άγγιζε η φωνή
και δονούσε την ψυχή
ο βαθύς κραδασμός της μύησης
στους δρόμους της σιωπής.
Στην αναχώρηση, όπως την έκτισες εσύ.
Δωρικός, λευκός κίονας
στη σμίλη επιδέξιου τεχνίτη.
.

ΜΝΗΜΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Τελευταία Πέμπτη,
Βραδύτητα και Κούντερα.
Να τηλεφωνήσω . ..
Να πω πάλι πως τα κατάφερες να ρίξεις ακόμη ένα λιθάρι
στο τέλμα του αγκομαχητού.
Να πω πάλι πως έδωσες μορφή
στα βάθη της ήβης των ονείρων.
Δεν οδήγησες ποτέ.
Το λεωφορείο της γραμμής
σ’ έβγαζε στα Πάναγρα
«στ’ ασήμι που στραφτάλιζε τα δειλινά …»
Όλο το περιβόλι κι η θάλασσα
δικά σου χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας.
Με το λεωφορείο της γραμμής
ταξίδεψες την έφηβη ματιά σου
ακουμπισμένη στο παράθυρο
να γράφει εκείνο το ήρεμο μειδίαμα
στο αιώνιο πρόσωπο της πλησμονής και καρτερίας.
Πάντα ξεχώριζες χωρίς να ασκητεύεις.
Δεν οδηγούσες.
Κι οδήγησες την ψυχή σου
πέρα από τα ξένα λημέρια της μαλαματένιας επιτήδευσης.
Πιο πλούσιος απ’ όλους χωρίς να το ξέρεις.
Αρνήθηκες τους ρόλους και την εναλλαγή των σκηνικών.
Το λεωφορείο της γραμμής,
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο
κουβάλησαν τα δώρα σου
Σεριάνισαν την αρχοντιά
των ταπεινών και των αθώων
στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.
.
.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου