.
Η Ευφροσύνη Μαντά -Λαζάρου γεννήθηκε στη Κύπρο όπου ζει και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1995 έως το 2003 εργάστηκε με απόσπαση στην ‘Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του ‘Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ως συντονίστρια ειδικών προγραμμάτων στα Γυμνάσια και για παραγωγή παιδαγωγικού υλικού. Από το 2003 μέχρι το 2011 εργάστηκε ως συντονίστρια σε προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για τη Ζώνη Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας των σχολείων της Φανερωμένης στην Παλιά Λευκωσία.
Έχει εκδώσει μέχρι τώρα 5 ποιητικές συλλογές και 2 πεζά. Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα διάφορα περιοδικά της Ελλάδος και της Κύπρου και μεταφράστηκαν στα Ιταλικά.
Για τη ποιητική της συλλογή Ο Νώε στη πόλη τιμήθηκε στη Κύπρο με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις 2012
Έχει εκδώσει μέχρι τώρα 5 ποιητικές συλλογές και 2 πεζά. Ποιήματα της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα διάφορα περιοδικά της Ελλάδος και της Κύπρου και μεταφράστηκαν στα Ιταλικά.
Για τη ποιητική της συλλογή Ο Νώε στη πόλη τιμήθηκε στη Κύπρο με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις 2012
.
Εργογραφία
Ποίηση
Οι Μέρες Υφάντρες 0ι Νύχτες Γυμνές, Λευκωσία, 2002.
…σε έρωτα η θάνατο θα πάμε…, Λευκωσία, 2005.
Το Μέσα Φόρεμα, εκδόσεις Αφή, 2011.
Ο Νώε στη πόλη, Πλανόδιον 2012 Κρατικό βραβείο ποίησης Υπ. Παιδείας & Πολιτισμού Κύπρου
Ναρκοσυλλέκτρια, Γαβριηλίδης (2014)
Κρανίο Κύκλωπα, Εντευκτήριο (2019)
Οι Μέρες Υφάντρες 0ι Νύχτες Γυμνές, Λευκωσία, 2002.
…σε έρωτα η θάνατο θα πάμε…, Λευκωσία, 2005.
Το Μέσα Φόρεμα, εκδόσεις Αφή, 2011.
Ο Νώε στη πόλη, Πλανόδιον 2012 Κρατικό βραβείο ποίησης Υπ. Παιδείας & Πολιτισμού Κύπρου
Ναρκοσυλλέκτρια, Γαβριηλίδης (2014)
Κρανίο Κύκλωπα, Εντευκτήριο (2019)
.
Πεζά
Χωρίς την Αριάδνη. Στη χώρα τον αυτισμού παρέα με την
ποίηση, Μυθιστόρημα, Γκοβόστης, Αθήνα, 2006.
Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν και σένα. Το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού,
Λευκωσία, 2006.
Χωρίς την Αριάδνη. Στη χώρα τον αυτισμού παρέα με την
ποίηση, Μυθιστόρημα, Γκοβόστης, Αθήνα, 2006.
Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν και σένα. Το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού,
Λευκωσία, 2006.
.
.
‘
.
ΚΡΑΝΙΟ ΚΥΚΛΩΠΑ (2019)
.
Σαρκοφάγοι πολιτείες
Ποιοι Κύκλωπες, ποια άντρα, ποια γη αγεώργητη;
Ποιοι Κύκλωπες, ποια άντρα, ποια γη αγεώργητη;
Αλλά
Θα μυρίσει η ζωή σαν πούδρα δροσερή
σε πληγιασμένη σάρκα
Θα μυρίσει η ζωή σαν πούδρα δροσερή
σε πληγιασμένη σάρκα
*
Κρανίο Κύκλωπα
Ανεμελιά πλάι στην όχθη ποταμού ξαπλώνει το ζωάκι της,
την τρυφερή της γούνα
θα ακουμπήσει μια μέρα το χέρι στο αλέτρι και
θα ξυπνήσει τον κορυδαλλό.
Πάνω από το χώμα της. Αργότερα, αργότερα η ταφή.
Τώρα ο ποταμός να φεύγει.
Το μάτι πληγή.
Μέσα στο αίμα καίγεται σγουρό κοπάδι ο κόσμος.
Όλα η αυθάδεια τα πήρε στη φωτιά της.
Στη χαραγή του τέρατος-ανθρώπου
στο γύρισμα που παίζει με τη γλώσσα του
τους γρίφους, τα αινίγματα, την ήττα
ένα λεπίδι φως σχίζει και σχίζεται, πονά και προχωρεί.
την τρυφερή της γούνα
θα ακουμπήσει μια μέρα το χέρι στο αλέτρι και
θα ξυπνήσει τον κορυδαλλό.
Πάνω από το χώμα της. Αργότερα, αργότερα η ταφή.
Τώρα ο ποταμός να φεύγει.
Το μάτι πληγή.
Μέσα στο αίμα καίγεται σγουρό κοπάδι ο κόσμος.
Όλα η αυθάδεια τα πήρε στη φωτιά της.
Στη χαραγή του τέρατος-ανθρώπου
στο γύρισμα που παίζει με τη γλώσσα του
τους γρίφους, τα αινίγματα, την ήττα
ένα λεπίδι φως σχίζει και σχίζεται, πονά και προχωρεί.
*
Γυναίκα και κοπέλα μου παλιά κι αγαπημένη,
στο φως σε κοίταξα μα στο σκοτάδι σε είδα.
Πιο τρυφερή από το αρνί λευκότερη από γάλα.
Θα σου χαρίσω έντεκα ελαφάκια για να παίζεις,
στα κυπαρίσσια και στις δάφνες να γυρνάς,
στα χλοερά λιβάδια.
Νερά θα έχεις και πηγές να λούζεσαι.
Θα μάθω και να κολυμπώ στη θάλασσα που αγαπάς.
Τα γελαστά δελφίνια της, τα σιωπηλά της ψάρια,
τα τριχωτά μου χέρια στη σάρκα τους τη νόστιμη.
Μην τα σκιαχτείς, ξέρουν να χαϊδεύουν.*
στο φως σε κοίταξα μα στο σκοτάδι σε είδα.
Πιο τρυφερή από το αρνί λευκότερη από γάλα.
Θα σου χαρίσω έντεκα ελαφάκια για να παίζεις,
στα κυπαρίσσια και στις δάφνες να γυρνάς,
στα χλοερά λιβάδια.
Νερά θα έχεις και πηγές να λούζεσαι.
Θα μάθω και να κολυμπώ στη θάλασσα που αγαπάς.
Τα γελαστά δελφίνια της, τα σιωπηλά της ψάρια,
τα τριχωτά μου χέρια στη σάρκα τους τη νόστιμη.
Μην τα σκιαχτείς, ξέρουν να χαϊδεύουν.*
Γλυκύ χειμώνα σου υπόσχομαι.
Χιόνια θα ρίχνουν έξω μοναξιά —
Μέσα φωτιά θα σε παρηγοράει
Μέσα φωτιά θα σε παρηγοράει
*
Κρανίο Κύκλωπα:
Εκεί που δίχως βλέμμα οι κουρσεμένοι του θανάτου
το μάταιο σου τάζουν, τον αφανισμό μέσα στις τρύπες των ματιών τους
εκείνο έχει το χάραγμα μιας αυγής που μέσα φέγγει.
Το μέσα του σκοτάδι υγραίνει τώρα με παράπονο:
Εκεί που δίχως βλέμμα οι κουρσεμένοι του θανάτου
το μάταιο σου τάζουν, τον αφανισμό μέσα στις τρύπες των ματιών τους
εκείνο έχει το χάραγμα μιας αυγής που μέσα φέγγει.
Το μέσα του σκοτάδι υγραίνει τώρα με παράπονο:
Φεύγουμε — μένουμε
στο ίδιο δίχτυ η ζωή, όμοια μια ψαριά βαραίνει.
στο ίδιο δίχτυ η ζωή, όμοια μια ψαριά βαραίνει.
.
.
ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ (2014)
Μου ακουμπάνε κάποια μυστικά
και μου λένε κράτησέ τα!
κι εγώ τρομάζω
γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα
που επιθυμώ να εκραγεί.
Καρφώνομαι στον τοίχο μια πινέζα κατανόησης
Κι εγώ θέλω να εκραγεί σαν ήλιος
να κάψει κι άλλα μάτια
ν’ ανοίξει κι άλλες καρδιές
να μιλήσουν κι άλλα στόματα.
Να μην είμαι μόνη.
και μου λένε κράτησέ τα!
κι εγώ τρομάζω
γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα
που επιθυμώ να εκραγεί.
Καρφώνομαι στον τοίχο μια πινέζα κατανόησης
Κι εγώ θέλω να εκραγεί σαν ήλιος
να κάψει κι άλλα μάτια
ν’ ανοίξει κι άλλες καρδιές
να μιλήσουν κι άλλα στόματα.
Να μην είμαι μόνη.
*******
Φίλια στρατεύματα οδοιπορούν
σε τακτικούς διαδρόμους.
Ανιχνεύουν έγκαιρα όσα αποφεύγουν οι φρόνιμοι.
Κι εγώ τους παροτρύνω
να μαζέψουν λαλέδες και κυκλάμινα.
Πράγμα που δεν το έσπειρε ανθρώπινο χέρι
φόβο δεν έχει.
σε τακτικούς διαδρόμους.
Ανιχνεύουν έγκαιρα όσα αποφεύγουν οι φρόνιμοι.
Κι εγώ τους παροτρύνω
να μαζέψουν λαλέδες και κυκλάμινα.
Πράγμα που δεν το έσπειρε ανθρώπινο χέρι
φόβο δεν έχει.
*******
Ιχνηλατεί μόνος ουσίες χημικές.
Είναι δικός του ο πυρετός ή του ξένου ποταμού;
Γνωρίζει όλα τα στοιχεία μα καλού κακού
παίρνει τις προφυλάξεις του.
Ένα ένα ξέχωρα τα καταχωρεί μη δέσουν και καρπίσουν ένα σώμα
μην ονομάσουν ένα πρόσωπο γυμνές πληροφορίες να μένουν
τη θερμοκρασία του νερού τα ρεύματα και την ανατριχίλα του
το πέταγμα ενός πουλιού, το βύθισμα μιας πάπιας, τα υπολογίζει
το φως μιας φέτας φεγγαριού
μια φυσαλίδα τέτοιων αντιλήψεων,
μέσα της εισπνέει το παρόν. Μόνος.
Εκπνέει.
Είναι δικός του ο πυρετός ή του ξένου ποταμού;
Γνωρίζει όλα τα στοιχεία μα καλού κακού
παίρνει τις προφυλάξεις του.
Ένα ένα ξέχωρα τα καταχωρεί μη δέσουν και καρπίσουν ένα σώμα
μην ονομάσουν ένα πρόσωπο γυμνές πληροφορίες να μένουν
τη θερμοκρασία του νερού τα ρεύματα και την ανατριχίλα του
το πέταγμα ενός πουλιού, το βύθισμα μιας πάπιας, τα υπολογίζει
το φως μιας φέτας φεγγαριού
μια φυσαλίδα τέτοιων αντιλήψεων,
μέσα της εισπνέει το παρόν. Μόνος.
Εκπνέει.
*******
Τα βράδια μεταφέρω τη σιωπή από τον τάφο μου
στο κρεβάτι μας. Εσύ δεν το νιώθεις ευτυχώς!
Κοιμάσαι όμορφα.
Κι εγώ δραπετεύω στη συλλογή με τα κτερίσματα,
(σ’ αγαπώ αλλά πιο πολύ κοιτάω τη θλίψη μου)
πήλινα πουλιά, ξύλινα αλογάκια, μυροδοχεία
και αγγεία χρήσιμα για τη δουλειά.
στο κρεβάτι μας. Εσύ δεν το νιώθεις ευτυχώς!
Κοιμάσαι όμορφα.
Κι εγώ δραπετεύω στη συλλογή με τα κτερίσματα,
(σ’ αγαπώ αλλά πιο πολύ κοιτάω τη θλίψη μου)
πήλινα πουλιά, ξύλινα αλογάκια, μυροδοχεία
και αγγεία χρήσιμα για τη δουλειά.
Έζησα όπως ο στρατιώτης το χαράκωμα.
Μια λεπτή σιωπή μας χωρίζει κι εσύ την αναπνέεις.
Μια λεπτή σιωπή μας ενώνει στο κρύο φυλάκιο μου.
Μια λεπτή σιωπή μας χωρίζει κι εσύ την αναπνέεις.
Μια λεπτή σιωπή μας ενώνει στο κρύο φυλάκιο μου.
*******
Όταν μου τελειώνουν τα δάση των ονείρων
μπαίνω στο ναρκοπέδιο
ελπίζοντας πως όταν βγαίνω
κουβαλώ κι ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Κομμάτι το κομμάτι
μια μέρα θα βγω σώος.
μπαίνω στο ναρκοπέδιο
ελπίζοντας πως όταν βγαίνω
κουβαλώ κι ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Κομμάτι το κομμάτι
μια μέρα θα βγω σώος.
*******
Μα εγώ θέλω να τραγουδώ
αλλά το κύμα της φωνής επηρεάζει
τα συρματόσχοινα στο ναρκοπέδιο
κι ένας μικρός, ελάχιστος κραδασμός
μπορεί να είναι και το τετέλεσται.
Μα εγώ θέλω να τραγουδώ σαν άνθρωπος
και να σφυρίζω καμιά φορά σαν αλήτης
μαζεύοντας λουλούδια και καρπούς από τους κήπους
αλλά το κύμα της φωνής επηρεάζει
τα συρματόσχοινα στο ναρκοπέδιο
κι ένας μικρός, ελάχιστος κραδασμός
μπορεί να είναι και το τετέλεσται.
Μα εγώ θέλω να τραγουδώ σαν άνθρωπος
και να σφυρίζω καμιά φορά σαν αλήτης
μαζεύοντας λουλούδια και καρπούς από τους κήπους
*******
Ας είναι μια μέρα δίχως κίνδυνο
να ξεδιπλώσω τις αστραπές μου
όπως μια φωταψία καλοκαιρινή στον ουρανό
σαν να γιορτάζω αθώα το αναστρέψιμο.
να ξεδιπλώσω τις αστραπές μου
όπως μια φωταψία καλοκαιρινή στον ουρανό
σαν να γιορτάζω αθώα το αναστρέψιμο.
*******
Ας είναι μια όμορφη μέρα.
Με τα πουλιά της, με τα δάση και τους δρόμους της,
με τα εργόχειρά της.
Ο μόνος συναγερμός ας είναι ο ήλιος της
Με τα πουλιά της, με τα δάση και τους δρόμους της,
με τα εργόχειρά της.
Ο μόνος συναγερμός ας είναι ο ήλιος της
*******
Ας είναι μια νύχτα δίχως κίνδυνο.
Να ξεδιπλώσω τη λύπη μου φοδραρισμένη
με τα ρετάλια του θυμού και του φόβου μου.
Να ξεδιπλώσω τη λύπη μου φοδραρισμένη
με τα ρετάλια του θυμού και του φόβου μου.
*******
Ας είναι μια όμορφη βραδιά
με τα αστέρια της, με τα φεγγάρια και τα μονοπάτια της,
με την ανάπαυση της.
με τα αστέρια της, με τα φεγγάρια και τα μονοπάτια της,
με την ανάπαυση της.
*******
Την ώρα που μπαίνω στο ναρκοπέδιο
αφήνω απ’ έξω μια ψυχή•
πότε της μάνας μου πότε του παιδιού μου
πότε της γυναίκας μου ή μιας ερωμένης
που άφησα πριν χρόνια,
αφήνω απ’ έξω μια ψυχή,
την ψυχή μου.
Μπαίνω με όλη μου τη μοναξιά στο θάνατο.
αφήνω απ’ έξω μια ψυχή•
πότε της μάνας μου πότε του παιδιού μου
πότε της γυναίκας μου ή μιας ερωμένης
που άφησα πριν χρόνια,
αφήνω απ’ έξω μια ψυχή,
την ψυχή μου.
Μπαίνω με όλη μου τη μοναξιά στο θάνατο.
*******
Ο ύπνος είναι μια παράκαμψη ακόμη.
Τα όνειρα αφήνουν στη φάτνη μου
τα φάρμακά τους:
πότε τα δώρα
πότε τα ξόρκια
πότε τα δηλητήρια.
Τα όνειρα αφήνουν στη φάτνη μου
τα φάρμακά τους:
πότε τα δώρα
πότε τα ξόρκια
πότε τα δηλητήρια.
*******
Έτσι όπως ξύπνησα ένα πρωί κι ήμουνα μια ψυχοσυλλέκτρια
έτσι βρέθηκα πάλι γεμάτη
σαν το λαγήνι πλήρης•
θέλεις τα δάκρυά μου ήτανε, θέλεις το αίμα της καρδιάς μου,
ή παίζει παιχνίδια ο νους αρπαγμένος σε όνειρα
πάντως γέμισα ξανά
φροντίδες, έρωτες, συντροφιές,
δουλειές και μεροκάματα.
έτσι βρέθηκα πάλι γεμάτη
σαν το λαγήνι πλήρης•
θέλεις τα δάκρυά μου ήτανε, θέλεις το αίμα της καρδιάς μου,
ή παίζει παιχνίδια ο νους αρπαγμένος σε όνειρα
πάντως γέμισα ξανά
φροντίδες, έρωτες, συντροφιές,
δουλειές και μεροκάματα.
*******
Ήρθε τέλος μια νύχτα μες στο ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
κι εγώ τον βρήκα εκεί φτάνοντας πολύ πρωί
για να ριχτώ στη μάχη
με το λάλημα των πετεινών
έλαβα θέση στην ορισμένη γεωγραφική μοίρα
στη μοίρα μου
αλλά ήρθε εκείνος, είχε κιόλας σκαλίσει και φυτέψει,
και πριν ρωτήσω, πριν ζητήσω εξηγήσεις
μου είπε, πάρε τις λέξεις σου και φύγε,
να γλιτώσεις
πάρε και μια κούπα ωραίους καρπούς
και άντε στην ευχή μου.
Φύτευε τα κουκούτσια τους
και με τις λέξεις σου χάδευέ τα
άντε να δεις καλό, παιδάκι μου
κι εσύ και οι δικοί σου.
— Αμήν!
ο Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
κι εγώ τον βρήκα εκεί φτάνοντας πολύ πρωί
για να ριχτώ στη μάχη
με το λάλημα των πετεινών
έλαβα θέση στην ορισμένη γεωγραφική μοίρα
στη μοίρα μου
αλλά ήρθε εκείνος, είχε κιόλας σκαλίσει και φυτέψει,
και πριν ρωτήσω, πριν ζητήσω εξηγήσεις
μου είπε, πάρε τις λέξεις σου και φύγε,
να γλιτώσεις
πάρε και μια κούπα ωραίους καρπούς
και άντε στην ευχή μου.
Φύτευε τα κουκούτσια τους
και με τις λέξεις σου χάδευέ τα
άντε να δεις καλό, παιδάκι μου
κι εσύ και οι δικοί σου.
— Αμήν!
.
.
Ο ΝΩΕ ΣΤΗ ΠΟΛΗ (2012)
(ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ)
.
Οι εφτά πληγές της γειτονιάς αιμάτινο
.
Κόκκινη πληγή.
Κλείνει την πόρτα του κάθε αυγή. Τον διώξανε
απ ’ το χωριό, γιατί ξεμυάλιζε τους άντρες.
Έκθαμβος μένει τώρα, εδώ, όπου τον δέχονται,
με τις μελαγχολίες του και τα ξεσπάσματά του,
ζωγράφοι, ποιητές και φοιτητές. Όταν
οι άντρες τον παίρνουν στο κρεβάτι τους,
ανοίγουν κόκκινοι κρουνοί τα μάτια του, διψασμένα
γι αγάπες και τρυφερά συντροφέματα.
απ ’ το χωριό, γιατί ξεμυάλιζε τους άντρες.
Έκθαμβος μένει τώρα, εδώ, όπου τον δέχονται,
με τις μελαγχολίες του και τα ξεσπάσματά του,
ζωγράφοι, ποιητές και φοιτητές. Όταν
οι άντρες τον παίρνουν στο κρεβάτι τους,
ανοίγουν κόκκινοι κρουνοί τα μάτια του, διψασμένα
γι αγάπες και τρυφερά συντροφέματα.
.
Άλικο τριαντάφυλλο.
Είναι οι πέντε χλωμές γυναίκες κάτω από το
φώς του φεγγαριού σαν ιερό μυστήριο. Τα
τριάντα ροδοπέταλα ανοίγουν αίφνης σαν το
χάχανο, το φτύνουν κατάμουτρα και περιπαι-
κτικά, καθώς τις λούζει το φανάρι της μαύρης
λιμουζίνας. Τις μαζεύει και φεύγει. Μια κηλίδα
μαύρη απομένει, το βλέμμα της ηδυπάθειας,
ώσπου να το καταπιεί η ξαναμμένη ανάσα του
αέρα. Το άλλο πρωί εκεί στο ίδιο πεζοδρόμιο
πριν σωπάσει για πάντα κάτω από
τα πρώτα βήματα, ανθίζει κάτι, πού αν
προλάβαινε να γίνει αχός, θα ήταν η φωνή ζώου
πού πονάει κι αγνοεί την αίτια.
φώς του φεγγαριού σαν ιερό μυστήριο. Τα
τριάντα ροδοπέταλα ανοίγουν αίφνης σαν το
χάχανο, το φτύνουν κατάμουτρα και περιπαι-
κτικά, καθώς τις λούζει το φανάρι της μαύρης
λιμουζίνας. Τις μαζεύει και φεύγει. Μια κηλίδα
μαύρη απομένει, το βλέμμα της ηδυπάθειας,
ώσπου να το καταπιεί η ξαναμμένη ανάσα του
αέρα. Το άλλο πρωί εκεί στο ίδιο πεζοδρόμιο
πριν σωπάσει για πάντα κάτω από
τα πρώτα βήματα, ανθίζει κάτι, πού αν
προλάβαινε να γίνει αχός, θα ήταν η φωνή ζώου
πού πονάει κι αγνοεί την αίτια.
.
Μαύρα απόνερα.
Απόβλητα της νοικιασμένης τρώγλης ραίνουν
τις πλάκες στο πεζοδρόμιο. Οι αλλοδαποί
εργάτες γυρίζουν έξω, όταν δεν εργάζονται,
και κλειδώνονται μέσα τις ελάχιστες ώρες
πού μοιράζονται με τη σειρά κρεβάτι, φώς,
νερό και κάθε πρώτη του μηνός το νοίκι.
τις πλάκες στο πεζοδρόμιο. Οι αλλοδαποί
εργάτες γυρίζουν έξω, όταν δεν εργάζονται,
και κλειδώνονται μέσα τις ελάχιστες ώρες
πού μοιράζονται με τη σειρά κρεβάτι, φώς,
νερό και κάθε πρώτη του μηνός το νοίκι.
.
Παρακμιακό καφενείο.
Ξενυχτά μοναχικό. Κρυφοί παίκτες σε κρυφό
δωμάτιο. Σκληρότερο το πόκερ στις αμυχές
των πληγωμένων σπιτικών τους. Όμως άλλο
παιγνίδι από την μπλόφα δεν γνωρίζουν κι
έρχονται κάθε βράδυ εδώ. Οι ίδιοι πάντα παίκτες.
Καφέ-μπαρ σκάκι, βιβλία, πίνακες και
ποτά, λικνίζεται φωτισμένο. Ποιά μουσική ν’
ακολουθήσει και τι ταξίδι ν’ αρμενίσει; Οι
θαμώνες νυστάζουν, μα φοβούνται τον ύπνο,
που όταν έρχεται δεν φέρνει δώρα. Σαν
πεθαμένος Αϊ Βασίλης ενός άλλου αιώνα.
δωμάτιο. Σκληρότερο το πόκερ στις αμυχές
των πληγωμένων σπιτικών τους. Όμως άλλο
παιγνίδι από την μπλόφα δεν γνωρίζουν κι
έρχονται κάθε βράδυ εδώ. Οι ίδιοι πάντα παίκτες.
Καφέ-μπαρ σκάκι, βιβλία, πίνακες και
ποτά, λικνίζεται φωτισμένο. Ποιά μουσική ν’
ακολουθήσει και τι ταξίδι ν’ αρμενίσει; Οι
θαμώνες νυστάζουν, μα φοβούνται τον ύπνο,
που όταν έρχεται δεν φέρνει δώρα. Σαν
πεθαμένος Αϊ Βασίλης ενός άλλου αιώνα.
.
Ένα ζευγάρι.
Πίσω από την κλειστή πόρτα ενός παλιού
σπιτιού γερνά τίμια κι άπλα με τούς ειλικρινείς
τρόπους της ρυτίδας. Στο αχνό φωτισμένο
παράθυρο φέγγουν οι δυο τους πλάι πλάι,
όπως οι λαμπάδες στο μανουάλι της γειτονικής
εκκλησιάς. Λιώνουν.
σπιτιού γερνά τίμια κι άπλα με τούς ειλικρινείς
τρόπους της ρυτίδας. Στο αχνό φωτισμένο
παράθυρο φέγγουν οι δυο τους πλάι πλάι,
όπως οι λαμπάδες στο μανουάλι της γειτονικής
εκκλησιάς. Λιώνουν.
.
Γυναίκα παλαιάς κοπής.
Ψιθυρίζει μέσα της σαν προσευχή πώς δεν
μπορεί, κάπου δύο άνθρωποι θα κοιμούνται
αγκαλιά, αιώνια ερωτευμένοι. Όλο και πιο
σπάνια συναντά ζευγάρια στους δρόμους.
μπορεί, κάπου δύο άνθρωποι θα κοιμούνται
αγκαλιά, αιώνια ερωτευμένοι. Όλο και πιο
σπάνια συναντά ζευγάρια στους δρόμους.
.
Ούτε ένα μωρό δεν γεννήθηκε φέτος εδώ.
Κανένα φαρμακείο δεν διανυκτερεύει. Μια
μέρα δεν θα υπάρχει και κανένας για να πεθάνει
εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά.
μέρα δεν θα υπάρχει και κανένας για να πεθάνει
εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά.
* * *
Όταν η πόλη χασμουριέται οι αυταπάτες της
απλώνονται όπως ο ουρανός.
Η ίδια θλίψη κάθε βράδυ φέρνει τους χαρούμενους
νέους στα μπαρ, στα θέατρα, στα σινεμά,
στα καταγώγια ή στην πλατεία. Είναι η
αγάπη τους γι’ αύτη την εγκατάλειψη φιλί
της νεκρανάστασης κάποιου χαμένου ονείρου,
ξόρκι δικής τους λύπης.
νέους στα μπαρ, στα θέατρα, στα σινεμά,
στα καταγώγια ή στην πλατεία. Είναι η
αγάπη τους γι’ αύτη την εγκατάλειψη φιλί
της νεκρανάστασης κάποιου χαμένου ονείρου,
ξόρκι δικής τους λύπης.
Έρχονται οι ξέφρενες ερωμένες κι έχουν τα
χαϊδεμένα μαλλιά τους λυτά .Έρχονται να
εκδικηθούν τον προηγούμενο αιώνα για τις
αρραβωνιαστικιές και τις μικρές μανούλες, που
έγιναν σεπτές τοιχογραφίες, ξαφνικά στα
κλειστά τους δωμάτια. Πέθαναν πιστές στη
λάτρα των σπιτιών, υπηρετώντας άρρωστες
μητέρες και καρτερώντας αγαπημένους κι
αδελφούς από αρχαίες μάχες.
χαϊδεμένα μαλλιά τους λυτά .Έρχονται να
εκδικηθούν τον προηγούμενο αιώνα για τις
αρραβωνιαστικιές και τις μικρές μανούλες, που
έγιναν σεπτές τοιχογραφίες, ξαφνικά στα
κλειστά τους δωμάτια. Πέθαναν πιστές στη
λάτρα των σπιτιών, υπηρετώντας άρρωστες
μητέρες και καρτερώντας αγαπημένους κι
αδελφούς από αρχαίες μάχες.
Τι όμορφα που ήταν τα νυχτέρια μας λέγανε
στα τελευταία τους κι ήταν σαν να λέγανε τι
όμορφα που ήτανε τα νιάτα μας . Έτσι καθώς
μέχρι προ τίνος έσβηναν το νέον και το
ηλεκτρικό και πήγαιναν ύστερα να ονειρευτούν
κοντά στο φως της λάμπας. Άλλες βυθίζονταν
μαλακά στη θάλασσα τού ύπνου κι άλλες
διώχνανε μακριά το πνιγηρό μαντίλι του.
στα τελευταία τους κι ήταν σαν να λέγανε τι
όμορφα που ήτανε τα νιάτα μας . Έτσι καθώς
μέχρι προ τίνος έσβηναν το νέον και το
ηλεκτρικό και πήγαιναν ύστερα να ονειρευτούν
κοντά στο φως της λάμπας. Άλλες βυθίζονταν
μαλακά στη θάλασσα τού ύπνου κι άλλες
διώχνανε μακριά το πνιγηρό μαντίλι του.
Ό βόμβος της ανησυχίας έκανε φύλλο και
φτερό τα κεντημένα προικιά τους και τίποτε
δεν βρήκε. Θρυμμάτισε με κρότο τη γυάλα
τους όπου πολύ σπαρτάρησαν. Μια φουρκέτα
χρειάζεται το γυαλί της λάμπας πετρελαίου
κι αντέχει όλη τη νύκτα τη φωτιά ώσπου να
ξημερώσει.
φτερό τα κεντημένα προικιά τους και τίποτε
δεν βρήκε. Θρυμμάτισε με κρότο τη γυάλα
τους όπου πολύ σπαρτάρησαν. Μια φουρκέτα
χρειάζεται το γυαλί της λάμπας πετρελαίου
κι αντέχει όλη τη νύκτα τη φωτιά ώσπου να
ξημερώσει.
Έφυγαν με τούς κεντημένους ήλιους, τα λουλούδια,
τα φεγγάρια, τα στεφάνια, τις υποσχέσεις,
φορτωμένα μπαούλα, και με τις λίστες
του μπακάλη, τα ορνιθοσκαλίσματα των παιδιών,
τη χλωρίνη στα σφουγγάρια, αχτένιστες
αφρόντιστα μαλλιά χωρίς φουρκέτες.
τα φεγγάρια, τα στεφάνια, τις υποσχέσεις,
φορτωμένα μπαούλα, και με τις λίστες
του μπακάλη, τα ορνιθοσκαλίσματα των παιδιών,
τη χλωρίνη στα σφουγγάρια, αχτένιστες
αφρόντιστα μαλλιά χωρίς φουρκέτες.
Δεν ήτανε σπουργίτια τα χρόνια που σκορπίσανε
με μία ντουφεκιά. Φορέσανε τή μαύρη
κάπα τους και πήγαν να αποικίσουνε τη χώρα,
όπου κάνεις δεν έχει ακουστά ούτε το
όνειρο ούτε τον εφιάλτη.
με μία ντουφεκιά. Φορέσανε τή μαύρη
κάπα τους και πήγαν να αποικίσουνε τη χώρα,
όπου κάνεις δεν έχει ακουστά ούτε το
όνειρο ούτε τον εφιάλτη.
Ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών αγκίστρωνε
στον ουρανό το απόγευμα της πόλης. Βάδιζε,
μια φορά, ανάλαφρε, σαν ελαφίνα, στο
Μακρύδρομο, ανάμεσα σε κόσμο πού ψώνιζε ή
έκανε απλά έναν περίπατο. Στεκόταν κάθε τόσο,
άφηνε κάτω μια κούπα με χρωματιστό υγρό,
μ’ ένα λεπτό καλάμι έπαιρνε και φυσούσε
μπουρμπουλήθρες. Εκείνες έσκαγαν όμορφα
γύρω της έσβηναν στον αέρα. Πόσο να ζει
μια μπουρμπουλήθρα; Ανυποψίαστη συνέχιζε
τη μελέτη της.
στον ουρανό το απόγευμα της πόλης. Βάδιζε,
μια φορά, ανάλαφρε, σαν ελαφίνα, στο
Μακρύδρομο, ανάμεσα σε κόσμο πού ψώνιζε ή
έκανε απλά έναν περίπατο. Στεκόταν κάθε τόσο,
άφηνε κάτω μια κούπα με χρωματιστό υγρό,
μ’ ένα λεπτό καλάμι έπαιρνε και φυσούσε
μπουρμπουλήθρες. Εκείνες έσκαγαν όμορφα
γύρω της έσβηναν στον αέρα. Πόσο να ζει
μια μπουρμπουλήθρα; Ανυποψίαστη συνέχιζε
τη μελέτη της.
Μα ποιος θα ερχότανε να αναστήσει τη ζωή
αν ό ίδιος δεν ήτανε βαρυπενθής;
αν ό ίδιος δεν ήτανε βαρυπενθής;
Μικρά ξενοδοχεία μακιγιάρονται στο φώς
των φαναριών, συμμορφώνουν τις παλιές
δαντέλες τους στις πλάτες του αιώνα.
Προσφέρουν στα ζευγαράκια έρωτα δίχως όνειρα.
Εκεί παραπλεύρως σε διαμέρισμα πωλούνται
κι αγοράζονται γυναίκες, όπως άλλοι πουλούν
κι άλλοι αγοράζουν το κρασί ή το νερό,
γρήγορα αυτοκίνητα ή πίνακες και υπερτιμημένα
ένα επώνυμο παλτό. Εύκολα ρωτάει κανείς
κι εύκολα απαντά ποιός και γιατί αγοράζει
ένα παλτό, ποιός το πουλά και πόσο.
των φαναριών, συμμορφώνουν τις παλιές
δαντέλες τους στις πλάτες του αιώνα.
Προσφέρουν στα ζευγαράκια έρωτα δίχως όνειρα.
Εκεί παραπλεύρως σε διαμέρισμα πωλούνται
κι αγοράζονται γυναίκες, όπως άλλοι πουλούν
κι άλλοι αγοράζουν το κρασί ή το νερό,
γρήγορα αυτοκίνητα ή πίνακες και υπερτιμημένα
ένα επώνυμο παλτό. Εύκολα ρωτάει κανείς
κι εύκολα απαντά ποιός και γιατί αγοράζει
ένα παλτό, ποιός το πουλά και πόσο.
Φυλάκια φυτεμένα στη μεσοτοιχία των
συνοικιών, στρατιώτες που τους ξέχασαν από
τον τελευταίο πόλεμο. Ένοπλοι φοράνε τη
διεκδίκηση σαν τα φτωχά αποφόρια. Ένθετοι
σε τοίχους που συνορεύουν με σπίτια της χαράς
—θεραπευτήρια μελαγχολίας υπόσχεται
μια ταμπέλα— μπαράκια, μουσικές σκηνές,
και ξυλουργεία, τσαγκαράδικα, εργαστήρια,
παλιά τυπογραφεία. Το μαύρο αίμα των φονικών
σκεπάστηκε με κίτρινα ούρα μεθυσμένων
και εμετούς των μελαγχολικών. Οι γάτες
παίζουν με κάδους σκουπιδιών. Δίπλα τους
καταρρέει ο πλίνθος κι οι αιώνες. Ξύλινα
δοκάρια, αντιστηρίξεις. Απαγορεύεται η
διέλευση οριζοντίως και καθέτως, σταυρωτά, σε
όλους, δίχως εξαίρεση. Στην αποσύνθεση
όλοι και όλα γίνονται ένας πολτός, μια λάσπη,
και μέσα της δεν διακρίνεις τούς φόβους
χωριστά του καθενός.
συνοικιών, στρατιώτες που τους ξέχασαν από
τον τελευταίο πόλεμο. Ένοπλοι φοράνε τη
διεκδίκηση σαν τα φτωχά αποφόρια. Ένθετοι
σε τοίχους που συνορεύουν με σπίτια της χαράς
—θεραπευτήρια μελαγχολίας υπόσχεται
μια ταμπέλα— μπαράκια, μουσικές σκηνές,
και ξυλουργεία, τσαγκαράδικα, εργαστήρια,
παλιά τυπογραφεία. Το μαύρο αίμα των φονικών
σκεπάστηκε με κίτρινα ούρα μεθυσμένων
και εμετούς των μελαγχολικών. Οι γάτες
παίζουν με κάδους σκουπιδιών. Δίπλα τους
καταρρέει ο πλίνθος κι οι αιώνες. Ξύλινα
δοκάρια, αντιστηρίξεις. Απαγορεύεται η
διέλευση οριζοντίως και καθέτως, σταυρωτά, σε
όλους, δίχως εξαίρεση. Στην αποσύνθεση
όλοι και όλα γίνονται ένας πολτός, μια λάσπη,
και μέσα της δεν διακρίνεις τούς φόβους
χωριστά του καθενός.
Αν αύριο άνθιζε εδώ ένας τριανταφυλλόκηπος,
αν έτσι γίνονταν, τότε ό φαντάρος ορκίζεται
αδιαλείπτως να προσεύχεται. Τώρα
σφυρίζει σαν να κρατάει τσίλιες σε κόλπα
λωποδύτη. Αστείος τρόπος να περνά τις μέρες
και τις νύκτες του, αριθμεί τις βίζιτες άγνωστων
αντρών στο διπλανό μπορντέλο, χρονομετρεί
την κάθε μια τους, σημειώνει σε τοίχους
αριθμούς, συγκρίσεις, και διακόπτει σαν
έρχεται η έφοδος, το σύνθημα, τό παρασύνθημα.
Έχει μια μόνη αντίρρηση. Να του φέρουν
πάραυτα έμπροσθεν του μια έστω μόνη
ανυπεράσπιστη ζωή. Όμως δεν βλέπει άλλη εκεί
εξόν από τη δική του. Το βράδυ, αργά πολύ,
αφήνει κάτω το όπλο του και φεύγει μέσα σε
πηκτή καραβίσια μοναξιά ακολουθώντας
εθιστικούς καπνούς.
αν έτσι γίνονταν, τότε ό φαντάρος ορκίζεται
αδιαλείπτως να προσεύχεται. Τώρα
σφυρίζει σαν να κρατάει τσίλιες σε κόλπα
λωποδύτη. Αστείος τρόπος να περνά τις μέρες
και τις νύκτες του, αριθμεί τις βίζιτες άγνωστων
αντρών στο διπλανό μπορντέλο, χρονομετρεί
την κάθε μια τους, σημειώνει σε τοίχους
αριθμούς, συγκρίσεις, και διακόπτει σαν
έρχεται η έφοδος, το σύνθημα, τό παρασύνθημα.
Έχει μια μόνη αντίρρηση. Να του φέρουν
πάραυτα έμπροσθεν του μια έστω μόνη
ανυπεράσπιστη ζωή. Όμως δεν βλέπει άλλη εκεί
εξόν από τη δική του. Το βράδυ, αργά πολύ,
αφήνει κάτω το όπλο του και φεύγει μέσα σε
πηκτή καραβίσια μοναξιά ακολουθώντας
εθιστικούς καπνούς.
.
.
Το μέσα φόρεμα (2011)
.
ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ
Καθόλου δεν μου μοιάζει
αυτή που συναντήσατε προχθές.
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μη μας τρομάζεις, είπατε όλοι σας.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη πού πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.
αυτή που συναντήσατε προχθές.
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μη μας τρομάζεις, είπατε όλοι σας.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη πού πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.
.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗΡΙΟΥ
1
Με την αναπνοή της πάλλευκης σιωπής
στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας
ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.
Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια
σαν γάτα πού κοιμάται στα λουλούδια μας
τεντώνεται ξυπνώντας από όνειρο ή ζωή.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.
στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας
ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.
Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια
σαν γάτα πού κοιμάται στα λουλούδια μας
τεντώνεται ξυπνώντας από όνειρο ή ζωή.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.
Στο φώς ανεβαίνει το σώμα χρυσίζον
τσαμπί από μέλι που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες του
τσαμπί από μέλι που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες του
και η ψυχή ψιχίον πέφτει στο δισάκι.
Είπα το σύννεφο που διασχίζω, χρόνο.
.
5
Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα
κανένας δεν ήθελε
μία αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα.
κανένας δεν ήθελε
μία αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα.
Όταν ξημερώσει…
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.
Πες μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, άλλα πώς απλώνουν το χέρι τους μες την ακίνητη ζωή μας.
Όχι πώς είναι, άλλα πώς απλώνουν το χέρι τους μες την ακίνητη ζωή μας.
Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φώς σου.
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φώς σου.
Πες μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, άλλα πώς νιώθεις το αίμα τους όταν ξυπνάμε.
Όχι πώς είναι, άλλα πώς νιώθεις το αίμα τους όταν ξυπνάμε.
(Brighton, Αύγουστος 2006.)
.
6
Με χαράζουν οι μέρες
η ακτίνα του μέτρου τους
ήλιος ήλιος και φως.
η ακτίνα του μέτρου τους
ήλιος ήλιος και φως.
Γυρεύω τον ίσκιο μου σαν παιδάκι πού παίζει
ατά μεγάλα τετράγωνα στης αυλής μας τις πλάκες
τοπία εγγεγραμμένα στα εμβαδά των ονείρων μου
τρέχουν με την ταχύτητα τρένου πού φεύγει.
Διπλώνομαι διπλώνομαι και πιάνομαι
κάτω από τον ειρμό των καπέλων μας συνημμένο
χαράζω τούς κύκλους
η ακτίνα του μέτρου μου με τρυπάει.
Έτσι, μάλιστα χωράει!
ατά μεγάλα τετράγωνα στης αυλής μας τις πλάκες
τοπία εγγεγραμμένα στα εμβαδά των ονείρων μου
τρέχουν με την ταχύτητα τρένου πού φεύγει.
Διπλώνομαι διπλώνομαι και πιάνομαι
κάτω από τον ειρμό των καπέλων μας συνημμένο
χαράζω τούς κύκλους
η ακτίνα του μέτρου μου με τρυπάει.
Έτσι, μάλιστα χωράει!
.
ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΩΣ
II
Αύτη η πόλη μόλις που στέκεται στην όχθη της νεροσυρμής.
Καμώνεται πως είναι όμορφη και νέα
πως έχει το μέλλον λαμπρότατο
το τυχερό της, καμαρόπορτα μπροστά της.
Αδειάζει όλα τα σπίτια της σαν πρωινά απορρίμματα
που τα συνεργεία του δήμου μαζεύουν αδιάφορα.
πως έχει το μέλλον λαμπρότατο
το τυχερό της, καμαρόπορτα μπροστά της.
Αδειάζει όλα τα σπίτια της σαν πρωινά απορρίμματα
που τα συνεργεία του δήμου μαζεύουν αδιάφορα.
Ερωτευμένη ταξιδιάρα
στέκεται σε σταθμό αναμονής ονείρων.
στέκεται σε σταθμό αναμονής ονείρων.
Ταχείας εκπληρώσεως συρμοί…
Εγκιβωτίζεται και σέρνεται σε σιδηροτροχιές.
Πραμάτειες οι έρωτές της και μηχανές
την εμπορεύονται προεκλογικά και άλλα συνεργεία.
Εγκιβωτίζεται και σέρνεται σε σιδηροτροχιές.
Πραμάτειες οι έρωτές της και μηχανές
την εμπορεύονται προεκλογικά και άλλα συνεργεία.
.
IΙΙ
Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτες του.
Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα χωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.
καθένας με τους έρωτες του.
Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα χωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.
Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.
Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τούς αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει – επιτέλους – η δειλή καρδιά της
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει – επιτέλους – η δειλή καρδιά της
(Λήδρας, Μάιος 2006)
.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ
.
1
Με φυλακίζουνε τα όνειρα μου
τις νύχτες βγάζουν μάτια κλαδιά
περικοκλάδες αναφιλητά.
Αδύνατο, σου λέω, να γλιτώσεις από όνειρα
σχέδια ανεκπλήρωτα
που τα έκανες εαυτό σου.
Βγάλε το δέρμα σου αν χρειαστεί
να τα διαχωρίσεις.
Εκείνα όνειρα να σε ντύνουν
να ξορκίζουν το φόβο σου
κι’ εσύ…
Κοίταξα βαθιά στα μάτια σου
και σε είδα.
τις νύχτες βγάζουν μάτια κλαδιά
περικοκλάδες αναφιλητά.
Αδύνατο, σου λέω, να γλιτώσεις από όνειρα
σχέδια ανεκπλήρωτα
που τα έκανες εαυτό σου.
Βγάλε το δέρμα σου αν χρειαστεί
να τα διαχωρίσεις.
Εκείνα όνειρα να σε ντύνουν
να ξορκίζουν το φόβο σου
κι’ εσύ…
Κοίταξα βαθιά στα μάτια σου
και σε είδα.
.
2
Μόλις συνάντησα τον εαυτό μου.
Τι κρίμα πού του αντιστέκομαι ακόμη.
Τι κρίμα πού του αντιστέκομαι ακόμη.
Είμαι κοχύλι στην έρημο της κλειστής καρδιάς σου
γίνομαι κορυδαλλός στο κλαδάκι της αγάπης σου.
γίνομαι κορυδαλλός στο κλαδάκι της αγάπης σου.
.
11
Γυναίκα στη θάλασσα.
Κοιτάζει -θαρρούνε- τον ορίζοντα,
καράβια και ναύτες φευγάτους.
Κοιτάζει -θαρρούνε- τον ορίζοντα,
καράβια και ναύτες φευγάτους.
Κλαίει- θαρρούνε- αποχαιρετισμούς.
Θανάτους.
Θανάτους.
Κι’ όμως αυτή κοιτάζει δίχως έγνοια
τον πλάνητα μοναχικό της εραστή.
Με το παραδεισένιο φως πού κόσμους
δεν χωρίζει στα μαγικά της μάτια
λούζεται σε αφρούς ψιθυρισμάτων,
παραδίνεται στην αύρα των ονείρων του.
τον πλάνητα μοναχικό της εραστή.
Με το παραδεισένιο φως πού κόσμους
δεν χωρίζει στα μαγικά της μάτια
λούζεται σε αφρούς ψιθυρισμάτων,
παραδίνεται στην αύρα των ονείρων του.
Κι’ αγαπιέται αξόδευτη ομορφιά πάλι και πάλι.
Γυναίκα.
Γυναίκα.
(Αμαθούς, 2006)
.
19
Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεων σου
αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια
για το καλοκαίρι μας.
αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεων σου
αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια
για το καλοκαίρι μας.
Μπορεί να είναι η αγάπη σου αυτές οι ανθισμένες ομπρελίτσες
πού σφυρίζεις με ανεμελιά σκέπη τη σκέπη τους μες τη βροχή
καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς από το παγωμένο αιφνίδιο.
πού σφυρίζεις με ανεμελιά σκέπη τη σκέπη τους μες τη βροχή
καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς από το παγωμένο αιφνίδιο.
Θα σου χαρίσω μια σφενδόνη, αν μάθεις να κελαηδάς.
Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου,
τα όνειρά σου πού νυκτοπορούν.
Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,
παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους
και πολιορκούν τις τρυφερές εκφορές της αγάπης μου.
Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου,
τα όνειρά σου πού νυκτοπορούν.
Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,
παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους
και πολιορκούν τις τρυφερές εκφορές της αγάπης μου.
Αλλά, αν μάθεις να κελαηδάς τα όνειρά σου που υπνοβατούν,
θα γίνουν ματοτσίνορα στα γελαστά μου μάτια.
θα γίνουν ματοτσίνορα στα γελαστά μου μάτια.
.
21
Όταν ήμουν παιδί επινοούσα νέες χώρες
τούς έδινα μέσα μου ονόματα μυστικά
στη σιωπή του πλήθους απαντώντας
τραγουδούσα τούς φθόγγους τους.
Έτσι το έκανα, σας λέω, για παιγνίδι
για να έχει περιπέτεια το μάθημα της Γεωγραφίας.
Τώρα στη μοναξιά μου σκέφτομαι, καμιά φορά
πώς μια μέρα οι χάρτες μου θα σας φέρουνε κοντά μου.
Αν ταξιδεύονται τα όνειρα άλλων.
τούς έδινα μέσα μου ονόματα μυστικά
στη σιωπή του πλήθους απαντώντας
τραγουδούσα τούς φθόγγους τους.
Έτσι το έκανα, σας λέω, για παιγνίδι
για να έχει περιπέτεια το μάθημα της Γεωγραφίας.
Τώρα στη μοναξιά μου σκέφτομαι, καμιά φορά
πώς μια μέρα οι χάρτες μου θα σας φέρουνε κοντά μου.
Αν ταξιδεύονται τα όνειρα άλλων.
.
22
Όλα ταχτοποιούνται.
Ή σκόνη επικάθεται.
Ψηφίζω αναστάτωση
Ή σκόνη επικάθεται.
Ψηφίζω αναστάτωση
.
ΤΟ ΤΡΙΜΜΕΝΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
Το τριμμένο πουκάμισο
(Έρχονται βροχές).
Στο κατώφλι μιας άνοιξης
προβάλλει ο κοκκινολαίμης τη γραφίδα
μιας μέρας που θα ζήσει στη φαντασία του ουρανοί).
Ακόμη κι’ αν σου λέει «καλημέρα»
με τη φωνή που έχουν τα πουλιά
μέσα από τή φωλιά πού έφτιαξε στον κήπο σου
εσύ πάντα θα προτιμάς το όνειρο.
Στο κατώφλι μιας άνοιξης
προβάλλει ο κοκκινολαίμης τη γραφίδα
μιας μέρας που θα ζήσει στη φαντασία του ουρανοί).
Ακόμη κι’ αν σου λέει «καλημέρα»
με τη φωνή που έχουν τα πουλιά
μέσα από τή φωλιά πού έφτιαξε στον κήπο σου
εσύ πάντα θα προτιμάς το όνειρο.
(Έρχονται βροχές).
Σκεπάσου, αγάπη μου
με το τριμμένο πλεκτό της αδελφής σου.
Έχει ζήσει όλες τις ανάσες του πάνω στην πλάτη της
ζεσταίνοντας κόκκινο αίμα.
Κοιμήσου Έρχονται βροχές!
Σκεπάσου, αγάπη μου
με το τριμμένο πλεκτό της αδελφής σου.
Έχει ζήσει όλες τις ανάσες του πάνω στην πλάτη της
ζεσταίνοντας κόκκινο αίμα.
Κοιμήσου Έρχονται βροχές!
Όλως τυχαίως ό ουρανός μας πλαισιώνει.
Γιατί λοιπόν να μας εκπλήττει ή ιδέα
να ζούμε με τον ίδιο τρόπο
την απάτη της χλωροφύλλης
στα κεντημένα τετράδια και στην οθόνη.
Τα χέρια άφηναν το πλεκτό στην πλάτη
αφήναν το ψωμί στο φούρνο, το γλυκό στο κουτάλι
όπως αφήνον τώρα
Γιατί λοιπόν να μας εκπλήττει ή ιδέα
να ζούμε με τον ίδιο τρόπο
την απάτη της χλωροφύλλης
στα κεντημένα τετράδια και στην οθόνη.
Τα χέρια άφηναν το πλεκτό στην πλάτη
αφήναν το ψωμί στο φούρνο, το γλυκό στο κουτάλι
όπως αφήνον τώρα
τα γράμματα, τις συλλαβές και τις λέξεις.
.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Κι’ όταν νυχτώνει όμορφα
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως ατό παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως ατό παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.
Το ζήτημα είναι αυτό:
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της έρημου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι’ εμένα κι’ εσένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιους είναι η δική σου νύχτα.
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της έρημου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι’ εμένα κι’ εσένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιους είναι η δική σου νύχτα.
Δεν μπορεί κάτι θα έχει να σε ντύσει.
Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς
ούτε κι’ ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.
ούτε κι’ ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.
.
.
ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΡΙΑΔΝΗ (2006)
(Απόσπασμα)
.
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΥΤΙΣΜΟΥ
ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
ΣΙΩΠΗ… ΣΙΩΠΗ… Ακόμη μια φορά σιωπή…
— Να ήξερα τι σκέφτεσαι, τι κρύβεις μέσα στο νου σου!
— Μέσα στο νου μου έχω την ψυχή μου, τον εαυτό μου.
Δεν μπορώ να ολοκληρώσω ένα πεζό, αφηγηματικό έργο. Να γράψω την αληθινή ιστορία ή να πλάσω ένα μυθιστόρημα αντλώντας υλικό από τη δική μου ζωή και τη ζωή του παιδιού μου, από στοχασμούς, ιδέες και συναισθήματα που γεννιούνται, όταν βιώνεις καταστάσεις οριακές. Τέτοιες που σε φέρνουν στην ανάγκη να ισορροπείς κάθε λεπτό τις αντιδράσεις σου πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Αν μπορούσα να σας αποκαλυφθώ σε τέτοιο βαθμό, τότε τα συναισθήματά μου θα όργωναν την καρδιά σας.
Δεν με ενδιαφέρει όμως και τόσο η προοπτική αυτή, γιατί έτσι θα φωτίζονταν τα γεγονότα, τα περιστατικά, ο πόνος, οι δυσκολίες, οι σχέσεις, τα προβλήματα της ζωής μιας οικογένειας με ένα παιδί, που όσο μεγαλώνει, γίνεται όλο και πιο διαφορετικό. «Τρελό» ή αυτιστικό, ιδιαίτερο ή κάτι άλλο;
Εξάλλου έχουν γραφτεί τόσα βιβλία, έχουν γυριστεί ταινίες και στο μέλλον θα γραφτούν ακόμη κι άλλα τέτοια έργα και μάλιστα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσα με το φτωχό μυαλό μου να γράψω.
Σκέφτομαι λοιπόν το ταξίδι το βαθύτερο στην ψυχή και το νου -τον εαυτό- αφού, όπως λέει και το παιδί, ένα παιδί μόλις πέντ’ έξι χρονών, μέσα στο νου έχει την ψυχή και τον εαυτό του. Αυτό το ταξίδι γεμάτο πόνο και πάθος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την απόλυτη αγάπη, χωρίς όρους και ανταπόδοση. Καθαρή σαν την πρώτη ζύμη του παραδείσου, διαυγή, αμόλυντη σαν την πρώτη πρώτη βροχή στο νεογέννητο κόσμο, να ζυμώνει τα πρώτα υλικά του σύμπαντος, να πλένει αστρόσκονη. Λέω δηλαδή πως η αγάπη είναι συστατικό υλικό του σύμπαντος κι όχι επιπλέον στοιχείο, που αναπτύχθηκε αργότερα ως σχέση κι αλληλεπίδραση του υποκειμένου, του ανθρώπου δηλαδή με τον άνθρωπο και την ύλη.
Ούτε όμως κι αυτό το ταξίδι πρέπει να σας υπόσχομαι, γιατί δεν πρόκειται για μια ταξιδιωτική εντύπωση, περιγραφή, να σας την χαρίσω. Μακάρι να ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο. Είναι ταξίδι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Υπάρχουν πάντα προορισμοί νέοι να εξερευνήσεις. Την ίδια στιγμή είναι παλιοί προορισμοί σαν λιμάνια της αρχαιότητας, αν ιδωθούν μέσα στο ερώτημα και την αγωνία για απάντηση: Από πού έρχεται το ανθρώπινο; Το μόνο που μπορώ, είναι κάπως να σας βάλω στη δική μου υποψία, πως επιχειρώντας ένα τέτοιο ταξίδι διατρέχεις μια διαδρομή, που είναι ήδη μια επιστροφή σε μια αρχή χαμένη μες την αχλή της μεγάλης περιπέτειας του ανθρώπινου γένους. Το κυρίαρχο συναίσθημα δεν είναι η χαρά, η φρεσκάδα από καινούρια πράγματα, που συναντάς σ’ ένα ταξίδι. Πιο έντονος είναι ο νόστος. Ένας νόστος, που πάει να σε ολοκληρώσει κι όλο σε αφήνει ακρωτηριασμένο. Είναι ο νόστος να γυρίσεις στην πηγή της ζωής απ’ όπου οντογενετικά ξεκίνησες ως μέλος της ανθρώπινης φυλής. Από αυτή την άποψη ιδωμένο το θέμα του αυτισμού προκαλεί το ενδιαφέρον γενικότερα – γι’ αυτό και τα βιβλία που γράφτηκαν, οι ταινίες που γυρίστηκαν και θα γυριστούν ακόμη.
Η ποιητική καταγραφή που ακολουθεί, είναι η πιο ταιριαστή, η πιο πιστή γραφή στη δική μου περίπτωση και δεν έχει κανένα φανταστικό στοιχείο. Τα πρόσωπα, ακόμη και τα όνειρά τους, είναι όλα πραγματικά. Το προσωπικό σύμβολο, ο σουρεαλισμός, η ποιητικότητα των εικόνων του παιδιού, είναι η περιοχή της όποιας «παθολογίας» του, ο μετεωρισμός του μεταξύ λόγου και προ-λόγου, ανάμεσα γλώσσας και σιωπής, μιας σιωπής που την προκαλεί αυτό, που είναι υπέρ -λόγο ή πλησίον, παράλληλο, κοντά, παρά- λόγο… Είναι το «σύμπτωμα» της όποιας παθολογίας και την ίδια ώρα σαν την άλλη όψη του νομίσματος στοιχείο της προσδοκώμενης υγείας. Είναι η άμυνά του και ταυτόχρονα η άρνηση του θανάτου. Η επίκληση προς τη ζωή.
Ευλόγησα πολλές φορές τη σύμπτωση να αγαπώ πολύ την ποίηση, από παιδί, και να την απολαμβάνω προσλαμβάνοντας την χωρίς τους «παθολογοανατόμους» της κριτικούς ή τη διαμεσολάβηση φιλολόγων στερημένων έμπνευσης κι ανοιχτοσύνης πνευματικής.
Η ποίηση στάθηκε ο μόνος δυνατός τόπος της συνάντησης με το παιδί μου, ο κώδικας επικοινωνίας, εκεί όπου κάθε άλλη επαφή απογοήτευε. Παίρνω λοιπόν κουράγιο να προχωρήσω το γράψιμο. Αυτισμός και ποίηση. Το σουρεαλιστικό στοιχείο ή/και το προσωπικό σύμβολο στον αυτιστικό λόγο. Δεν είμαι νηφάλια για να γράψω σε λόγο δοκιμιακό μια μελέτη. Έχω τόσο υλικό, που θα έκανε πανευτυχή οποιοδήποτε ερευνητή. Είμαι μέρος της ιστορίας. Ξαφνικά μετά από χρόνια ξαναδιαβάζοντας στίχους μου διαπιστώνω πως αλιεύω τις σκέψεις του γιου μου. Κλέβω
το γιο μου να γίνω ποιητής. Θα μπορούσε να γίνει ο τίτλος του βιβλίου.
— Φεγγάρι μου! Του είπα χαϊδευτικά με αγάπη, παίρνοντάς τον αγκαλιά.
— Φοβάμαι!… είναι μακριά. Απάντησε ξαφνιάζοντας με και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ήταν καθόλου τυχαία η απάντηση του τετράχρονου παιδιού σε μια εποχή που το άγχος του χωρισμού το βασάνιζε πολύ περισσότερο από όσο γινόταν αντιληπτό μέσα στο περιβάλλον του.
Φοβάται να είναι το φεγγάρι, να είναι τόσο ψηλά, τόσο μόνο, εκεί έξω μέσα στο σκοτάδι. Γιατί κάτι τέτοιες δηλώσεις, όπως «φεγγάρι μου», τις έπαιρνε απολύτως κυριολεκτικά. Γύρισε κι είδε ψηλά το φεγγάρι. Ανατρίχιασε κι έπιασα πως σε κλάσματα δευτερολέπτου μέτρησε τρομαγμένος την απόσταση, το χωρισμό.
Ήταν όλα τόσο δύσκολα. Ακόμη και μια τόσο τρυφερή φράση γεμάτη λατρεία, «φεγγάρι μου», που θα έπρεπε να του έδινε χαρά, γινόταν για το παιδί πηγή άγχους, αγωνία. Σε μια ηλικία λίγο μεγαλύτερη το άγχος γινόταν πιο αποκαλυπτικό. «0 νους μου, ο νους μου, οι σκέψεις μου χύθηκαν έξω» έλεγε με αγωνία κι άδειαζε το νερό από το βάζο, το ράντιζε με πίεση από το τηλέφωνο του ντους, ξεχείλιζε από το νεροχύτη γυρεύοντας ανακούφιση με τρόπο ακατανόητο για μας και δημιουργώντας γύρω μας ακαταστασία και μέσα μας ένταση. Οι ειδικοί το έλεγαν στερεοτυπίες, ψυχαναγκασμό.
Υπέφερα μαζί του. Κι ένα βράδυ κλείνοντας κουρασμένη το παράθυρο και ατενίζοντας τ’ αστέρια, θέλοντας ν ανασύρω την παρήγορη ρομαντική γοητεία τους από κάποια άλλη εποχή, σχηματίστηκαν στο νου και στην καρδιά μου οι στίχοι. Και μου μίλησαν σαν συνέχεια του περίεργου φόβου του παιδιού για το φεγγάρι.
Τ’ αστέρια δεν τα κατεβάζει η νύχτα.
Κοντά του τ ανεβάζει το φεγγάρι
που σκιάζεται τη μοναξιά.
Ύστερα από μερικές μέρες μιας ασυνείδητης ψυχικής διεργασίας-μελέτης της μοναξιάς συμπλήρωσα οδηγώντας αλλού το θέμα.
Είπες και δεν εβρήκα νόημα κανένα
ή για τη σχέση μας υπαινιγμό.
Έφυγες χαιρετώντας ήσυχα…
— Μέσα στο νου μου έχω την ψυχή μου, τον εαυτό μου.
Δεν μπορώ να ολοκληρώσω ένα πεζό, αφηγηματικό έργο. Να γράψω την αληθινή ιστορία ή να πλάσω ένα μυθιστόρημα αντλώντας υλικό από τη δική μου ζωή και τη ζωή του παιδιού μου, από στοχασμούς, ιδέες και συναισθήματα που γεννιούνται, όταν βιώνεις καταστάσεις οριακές. Τέτοιες που σε φέρνουν στην ανάγκη να ισορροπείς κάθε λεπτό τις αντιδράσεις σου πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Αν μπορούσα να σας αποκαλυφθώ σε τέτοιο βαθμό, τότε τα συναισθήματά μου θα όργωναν την καρδιά σας.
Δεν με ενδιαφέρει όμως και τόσο η προοπτική αυτή, γιατί έτσι θα φωτίζονταν τα γεγονότα, τα περιστατικά, ο πόνος, οι δυσκολίες, οι σχέσεις, τα προβλήματα της ζωής μιας οικογένειας με ένα παιδί, που όσο μεγαλώνει, γίνεται όλο και πιο διαφορετικό. «Τρελό» ή αυτιστικό, ιδιαίτερο ή κάτι άλλο;
Εξάλλου έχουν γραφτεί τόσα βιβλία, έχουν γυριστεί ταινίες και στο μέλλον θα γραφτούν ακόμη κι άλλα τέτοια έργα και μάλιστα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσα με το φτωχό μυαλό μου να γράψω.
Σκέφτομαι λοιπόν το ταξίδι το βαθύτερο στην ψυχή και το νου -τον εαυτό- αφού, όπως λέει και το παιδί, ένα παιδί μόλις πέντ’ έξι χρονών, μέσα στο νου έχει την ψυχή και τον εαυτό του. Αυτό το ταξίδι γεμάτο πόνο και πάθος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την απόλυτη αγάπη, χωρίς όρους και ανταπόδοση. Καθαρή σαν την πρώτη ζύμη του παραδείσου, διαυγή, αμόλυντη σαν την πρώτη πρώτη βροχή στο νεογέννητο κόσμο, να ζυμώνει τα πρώτα υλικά του σύμπαντος, να πλένει αστρόσκονη. Λέω δηλαδή πως η αγάπη είναι συστατικό υλικό του σύμπαντος κι όχι επιπλέον στοιχείο, που αναπτύχθηκε αργότερα ως σχέση κι αλληλεπίδραση του υποκειμένου, του ανθρώπου δηλαδή με τον άνθρωπο και την ύλη.
Ούτε όμως κι αυτό το ταξίδι πρέπει να σας υπόσχομαι, γιατί δεν πρόκειται για μια ταξιδιωτική εντύπωση, περιγραφή, να σας την χαρίσω. Μακάρι να ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο. Είναι ταξίδι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Υπάρχουν πάντα προορισμοί νέοι να εξερευνήσεις. Την ίδια στιγμή είναι παλιοί προορισμοί σαν λιμάνια της αρχαιότητας, αν ιδωθούν μέσα στο ερώτημα και την αγωνία για απάντηση: Από πού έρχεται το ανθρώπινο; Το μόνο που μπορώ, είναι κάπως να σας βάλω στη δική μου υποψία, πως επιχειρώντας ένα τέτοιο ταξίδι διατρέχεις μια διαδρομή, που είναι ήδη μια επιστροφή σε μια αρχή χαμένη μες την αχλή της μεγάλης περιπέτειας του ανθρώπινου γένους. Το κυρίαρχο συναίσθημα δεν είναι η χαρά, η φρεσκάδα από καινούρια πράγματα, που συναντάς σ’ ένα ταξίδι. Πιο έντονος είναι ο νόστος. Ένας νόστος, που πάει να σε ολοκληρώσει κι όλο σε αφήνει ακρωτηριασμένο. Είναι ο νόστος να γυρίσεις στην πηγή της ζωής απ’ όπου οντογενετικά ξεκίνησες ως μέλος της ανθρώπινης φυλής. Από αυτή την άποψη ιδωμένο το θέμα του αυτισμού προκαλεί το ενδιαφέρον γενικότερα – γι’ αυτό και τα βιβλία που γράφτηκαν, οι ταινίες που γυρίστηκαν και θα γυριστούν ακόμη.
Η ποιητική καταγραφή που ακολουθεί, είναι η πιο ταιριαστή, η πιο πιστή γραφή στη δική μου περίπτωση και δεν έχει κανένα φανταστικό στοιχείο. Τα πρόσωπα, ακόμη και τα όνειρά τους, είναι όλα πραγματικά. Το προσωπικό σύμβολο, ο σουρεαλισμός, η ποιητικότητα των εικόνων του παιδιού, είναι η περιοχή της όποιας «παθολογίας» του, ο μετεωρισμός του μεταξύ λόγου και προ-λόγου, ανάμεσα γλώσσας και σιωπής, μιας σιωπής που την προκαλεί αυτό, που είναι υπέρ -λόγο ή πλησίον, παράλληλο, κοντά, παρά- λόγο… Είναι το «σύμπτωμα» της όποιας παθολογίας και την ίδια ώρα σαν την άλλη όψη του νομίσματος στοιχείο της προσδοκώμενης υγείας. Είναι η άμυνά του και ταυτόχρονα η άρνηση του θανάτου. Η επίκληση προς τη ζωή.
Ευλόγησα πολλές φορές τη σύμπτωση να αγαπώ πολύ την ποίηση, από παιδί, και να την απολαμβάνω προσλαμβάνοντας την χωρίς τους «παθολογοανατόμους» της κριτικούς ή τη διαμεσολάβηση φιλολόγων στερημένων έμπνευσης κι ανοιχτοσύνης πνευματικής.
Η ποίηση στάθηκε ο μόνος δυνατός τόπος της συνάντησης με το παιδί μου, ο κώδικας επικοινωνίας, εκεί όπου κάθε άλλη επαφή απογοήτευε. Παίρνω λοιπόν κουράγιο να προχωρήσω το γράψιμο. Αυτισμός και ποίηση. Το σουρεαλιστικό στοιχείο ή/και το προσωπικό σύμβολο στον αυτιστικό λόγο. Δεν είμαι νηφάλια για να γράψω σε λόγο δοκιμιακό μια μελέτη. Έχω τόσο υλικό, που θα έκανε πανευτυχή οποιοδήποτε ερευνητή. Είμαι μέρος της ιστορίας. Ξαφνικά μετά από χρόνια ξαναδιαβάζοντας στίχους μου διαπιστώνω πως αλιεύω τις σκέψεις του γιου μου. Κλέβω
το γιο μου να γίνω ποιητής. Θα μπορούσε να γίνει ο τίτλος του βιβλίου.
— Φεγγάρι μου! Του είπα χαϊδευτικά με αγάπη, παίρνοντάς τον αγκαλιά.
— Φοβάμαι!… είναι μακριά. Απάντησε ξαφνιάζοντας με και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ήταν καθόλου τυχαία η απάντηση του τετράχρονου παιδιού σε μια εποχή που το άγχος του χωρισμού το βασάνιζε πολύ περισσότερο από όσο γινόταν αντιληπτό μέσα στο περιβάλλον του.
Φοβάται να είναι το φεγγάρι, να είναι τόσο ψηλά, τόσο μόνο, εκεί έξω μέσα στο σκοτάδι. Γιατί κάτι τέτοιες δηλώσεις, όπως «φεγγάρι μου», τις έπαιρνε απολύτως κυριολεκτικά. Γύρισε κι είδε ψηλά το φεγγάρι. Ανατρίχιασε κι έπιασα πως σε κλάσματα δευτερολέπτου μέτρησε τρομαγμένος την απόσταση, το χωρισμό.
Ήταν όλα τόσο δύσκολα. Ακόμη και μια τόσο τρυφερή φράση γεμάτη λατρεία, «φεγγάρι μου», που θα έπρεπε να του έδινε χαρά, γινόταν για το παιδί πηγή άγχους, αγωνία. Σε μια ηλικία λίγο μεγαλύτερη το άγχος γινόταν πιο αποκαλυπτικό. «0 νους μου, ο νους μου, οι σκέψεις μου χύθηκαν έξω» έλεγε με αγωνία κι άδειαζε το νερό από το βάζο, το ράντιζε με πίεση από το τηλέφωνο του ντους, ξεχείλιζε από το νεροχύτη γυρεύοντας ανακούφιση με τρόπο ακατανόητο για μας και δημιουργώντας γύρω μας ακαταστασία και μέσα μας ένταση. Οι ειδικοί το έλεγαν στερεοτυπίες, ψυχαναγκασμό.
Υπέφερα μαζί του. Κι ένα βράδυ κλείνοντας κουρασμένη το παράθυρο και ατενίζοντας τ’ αστέρια, θέλοντας ν ανασύρω την παρήγορη ρομαντική γοητεία τους από κάποια άλλη εποχή, σχηματίστηκαν στο νου και στην καρδιά μου οι στίχοι. Και μου μίλησαν σαν συνέχεια του περίεργου φόβου του παιδιού για το φεγγάρι.
Τ’ αστέρια δεν τα κατεβάζει η νύχτα.
Κοντά του τ ανεβάζει το φεγγάρι
που σκιάζεται τη μοναξιά.
Ύστερα από μερικές μέρες μιας ασυνείδητης ψυχικής διεργασίας-μελέτης της μοναξιάς συμπλήρωσα οδηγώντας αλλού το θέμα.
Είπες και δεν εβρήκα νόημα κανένα
ή για τη σχέση μας υπαινιγμό.
Έφυγες χαιρετώντας ήσυχα…
.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
.
Η ΧΑΛΚΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ
Χριστούγεννα Καλά και Αναίμακτο το Πάσχα!
Άγνωστοι φίλοι στα παράθυρα
κολλούν τα χνώτα τους
μάζες αδιαπέραστες.
Ένας στρατώνας με τη μελαγχολία της μνήμης
και το σβησμένο κρεματόριο εκπέμπει:
― Άλλαξε δόντια για άλλα φαγοπότια ο αιώνας.
Μια χάλκινη περίπολος περνά αόρατη
ξυπνάει τη χλόη και το έντομο, ξύνει το χιόνι ―
στα μάτια τους τίποτε δεν τήκεται.
Όταν φυτέψεις ένα δέντρο θα φας καρπό.
Όμως το μέλλον και η επιβίωση μάχη αναίμακτη
πολύ μακριά, αλλού ο μόχθος κι αλλού η ρίζα που πονά.
Μέσα στο τίποτε για τίποτε δεν θα πεινάς
ήσυχος δεν θα ενοχλείς τα δείπνα και τους γάμους του Θυέστη.
― Άλλαξε δόντια ο αιώνας για άλλα φαγοπότια τρυφερά.
Άγνωστοι φίλοι στα παράθυρα
κολλούν τα χνώτα τους
μάζες αδιαπέραστες.
Ένας στρατώνας με τη μελαγχολία της μνήμης
και το σβησμένο κρεματόριο εκπέμπει:
― Άλλαξε δόντια για άλλα φαγοπότια ο αιώνας.
Μια χάλκινη περίπολος περνά αόρατη
ξυπνάει τη χλόη και το έντομο, ξύνει το χιόνι ―
στα μάτια τους τίποτε δεν τήκεται.
Όταν φυτέψεις ένα δέντρο θα φας καρπό.
Όμως το μέλλον και η επιβίωση μάχη αναίμακτη
πολύ μακριά, αλλού ο μόχθος κι αλλού η ρίζα που πονά.
Μέσα στο τίποτε για τίποτε δεν θα πεινάς
ήσυχος δεν θα ενοχλείς τα δείπνα και τους γάμους του Θυέστη.
― Άλλαξε δόντια ο αιώνας για άλλα φαγοπότια τρυφερά.
.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Καμιά ρωγμή ― στον πηλό φλέβες
ζεστές στο βάθος τους εδώ. Επιθυμούν.
Επάνω τους το γυαλί θα γυρίσει
τις αιχμές του στην άμμο
και άμμος θα χωθεί στον στεναγμό της θάλασσας.
Κάποιος από ψηλά δεν βλέπει.
Ανοίγει μια πόρτα πρωινή, ανοίγει μια πόρτα βραδινή.
Ρίχνει φως ― και το σκοτάδι του.
Ρίχνει νερό ― και τη φωτιά του.
Ρίχνει φωτιά ― και το χιόνι της.
Πέφτουν μαζί ― χωρίζουν μέσα σε δύο οφθαλμούς.
Η συμφιλίωση είναι μια λέξη δική σου
μέσα στις προθέσεις ενός ξένου.
Καμιά ρωγμή ― στον πηλό φλέβες ο χρόνος
ο χρόνος πυργώνει ό,τι ανάβει σαν άστρο το μέλλον.
Όμως με μια Βαβέλ ο χρόνος τελειώνει χωριστά
με τον καθένα. Καμιά ρωγμή.
Η Βαβέλ φέρνει ένα αηδόνι πάνω από τις χωριστές μας λέξεις.
Μια πρόθεση σε ένα ράμφος. Ακουμπάει.
Κοντά και πλάι πλάι.
Κοντά και πλάι πλάι δέντρα μνημονικά
και δεντρόσπιτα γεμάτα φίλους και καρπούς
τον ουρανό τρυγούν τη θάλασσα
τα ηλιοπότηρα υψώνουν στον αέρα
και ακούν το αηδόνι
το μεθυσμένο εδώ
εμείς ακούμε.
ζεστές στο βάθος τους εδώ. Επιθυμούν.
Επάνω τους το γυαλί θα γυρίσει
τις αιχμές του στην άμμο
και άμμος θα χωθεί στον στεναγμό της θάλασσας.
Κάποιος από ψηλά δεν βλέπει.
Ανοίγει μια πόρτα πρωινή, ανοίγει μια πόρτα βραδινή.
Ρίχνει φως ― και το σκοτάδι του.
Ρίχνει νερό ― και τη φωτιά του.
Ρίχνει φωτιά ― και το χιόνι της.
Πέφτουν μαζί ― χωρίζουν μέσα σε δύο οφθαλμούς.
Η συμφιλίωση είναι μια λέξη δική σου
μέσα στις προθέσεις ενός ξένου.
Καμιά ρωγμή ― στον πηλό φλέβες ο χρόνος
ο χρόνος πυργώνει ό,τι ανάβει σαν άστρο το μέλλον.
Όμως με μια Βαβέλ ο χρόνος τελειώνει χωριστά
με τον καθένα. Καμιά ρωγμή.
Η Βαβέλ φέρνει ένα αηδόνι πάνω από τις χωριστές μας λέξεις.
Μια πρόθεση σε ένα ράμφος. Ακουμπάει.
Κοντά και πλάι πλάι.
Κοντά και πλάι πλάι δέντρα μνημονικά
και δεντρόσπιτα γεμάτα φίλους και καρπούς
τον ουρανό τρυγούν τη θάλασσα
τα ηλιοπότηρα υψώνουν στον αέρα
και ακούν το αηδόνι
το μεθυσμένο εδώ
εμείς ακούμε.
Δημοσιέυτηκαν στο Λοοτεχνικό περιοδικο Εντευκτήριο
.
Μινύρισμα
Τρυγάει ο θάνατος τρυγάει και ο έρωτας
Τρυγάει ο έρωτας τρυγάει και ο θάνατος
Από τη Σκιάθο έφτανε το πουλί και ψαλμωδούσε
Θέλει να θυμιατίσει, να γυρίσει τον καιρό
Τρυγάει πολύ στις μέρες μας ο θάνατος
Την Ακριβούλα, τη γραία με τα ορφανά και το λιγόχρονο Ευθύμη
Τη Θεμιστούλα, τη Φατμά, τον Άχμετ
Το νήπιο το απαρηγόρητο με τα χειλάκια στην πιπίλα ακόμη
Το τρυγάει
Απτούλ, Φατμά, Ομάρ, Φατί
Τρυγάει πρώτα τον πρόσφυγα και τους ξενιτεμένους
Τρυγάει σήμερα τρυγάει, εξηκολούθει το πουλί
Να θυμιατίσει θέλει πάνω από τις θάλασσες
Όλα τ’ αφανισμένα
Τρυγάει ο έρωτας τρυγάει και ο θάνατος
Από τη Σκιάθο έφτανε το πουλί και ψαλμωδούσε
Θέλει να θυμιατίσει, να γυρίσει τον καιρό
Τρυγάει πολύ στις μέρες μας ο θάνατος
Την Ακριβούλα, τη γραία με τα ορφανά και το λιγόχρονο Ευθύμη
Τη Θεμιστούλα, τη Φατμά, τον Άχμετ
Το νήπιο το απαρηγόρητο με τα χειλάκια στην πιπίλα ακόμη
Το τρυγάει
Απτούλ, Φατμά, Ομάρ, Φατί
Τρυγάει πρώτα τον πρόσφυγα και τους ξενιτεμένους
Τρυγάει σήμερα τρυγάει, εξηκολούθει το πουλί
Να θυμιατίσει θέλει πάνω από τις θάλασσες
Όλα τ’ αφανισμένα
21/12/2017
.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
.
ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Η Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου μας μιλά για την τελευταία της ποιητική συλλογή «Ναρκοσυλλέκτρια», εκδ. Γαβριηλίδη
από τον Κωνσταντίνο Κοκολογιάννη
Ο Νώε έτυχε, δικαίως, μεγάλης αναγνώρισης. Αγκαλιάστηκε, βραβεύτηκε, ταξίδεψε. Αυτή η αποδοχή και αναγνώριση, δυσκόλεψε ή διευκόλυνε τα μετέπειτα βήματά σου;
Ο Νώε διαβάστηκε και συνεχίζει να διαβάζεται κι αυτή η αποδοχή του με γεμίζει χαρά. Το βραβείο βοήθησε να γίνει ακόμη πιο γνωστό και να μεταφραστεί στα Ιταλικά. Τώρα μεταφράζεται και στα σέρβικα. Δεν ξέρω ακόμη πώς θα μπορούσε να επηρεάσει το δημιουργικό μου κομμάτι, τη γραφή εννοώ επειδή ήδη όταν ανέλαβε ο εκδότης ο Γιάννης Πατίλης την έκδοση του Νώε κι ενώ δεν είχε ακόμη εκδοθεί άρχιζε η γραφή του νέου μου βιβλίου, της Ναρκοσυλλέκτριας. Το θεωρώ ως συνέχεια του ίδιου δημιουργικού κύκλου αν και μορφικά διαφέρει. Ο Κωνσταντίνος Γεωργίου εγραψε χαρακτηριστικά πώς αν ο Νώε είναι τραγούδι δρόμου, μπαλάντα, η Ναρκοσυλλέκτρια είναι άσμα δωματίου. Η δυσκολία ήλθε την ώρα της απόφασης να προχωρήσει σε έκδοση. Κι αν προχώρησε κι είμαστε έτοιμοι τώρα να το παρουσιάσουμε κι επισήμως οφείλεται σε αρκετό βαθμό και στη φίλη ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου που το πήγε στον εκδότη δια χειρός διαβλέποντας πως ίσως από έναν κάποιο φόβο μετά τη βράβευση του Νώε θα δίσταζα και θα καθυστερούσα αδικαιολόγητα την έκδοση.
Από το Νώε στη Ναρκοσυλλέκτρια. Ποια ήταν η πορεία στο χρόνο και στη δημιουργία;
Υπήρχε κάτι πυκνό πολύ σε σχέση με την Λευκωσία, μια μοιραίο πόλη, ως μια μοιραία ύπαρξη, ως μια γυναίκα αν θέλετε. Όπως την βίωσα και την βιώνω όπως την βιώνουμε όλοι κι αγωνιζόμουνα να το ονομάσω και να το θρηνήσω και να το τραγουδήσω και πένθιμα και ερωτικά και σε όλους τους τόνους και πάλι κάποια υπόλοιπα άρρητα ακόμη ακούγονταν μέσα μου, όταν τελείωσε η γραφή του Νώε. Έτσι είναι η ποίηση χωρίς τελεία. Η Ναρκοσυλλέκτρια έτσι ακολούθησε πιο εξομολογητική θέλοντας να αποπυροδοτήσει όλες τις νάρκες, τους κινδύνους, τις αγωνίες, τις ματαιώσεις, τους θανάτους…
Υπάρχει κάποιος κοινός άξονας ανάμεσα στο Νώε και στη Ναρκοσυλλέκτρια;
Κοινός αξονας στα δύο έργα: η ιδιοσυγκρασία της ποιήτριας , ο ψυχισμός της ίσως ή μάλλον η πολιορκία να φωτίσει πάντα τα ίδια για όλους μας ζητήματα έρωτας θάνατος από άλλη γωνία, κάνοντας έφοδο από άλλη είσοδο με άλλα μέσα.
«Ναρκοσυλλέκτρια» εκδόσεις Γαβριηλίδη 2014, γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;
Από την αρχική σύλληψη του έργου, η Ναρκοσυλλέκτρια ως έμπνευση κυοφόρησε όλους τους στίχους. Την παρακολουθούσα ως παρουσία στο ναρκοπέδιο της καθημερινά, και την κατέγραφα, για πολλούς μήνες κι ήταν γυναίκα. Γι αυτό Ναρκοσυλλέκτρια με κάποιους μόνο στίχους για το Ναρκοσυλλέκτη.
Είναι η ποίηση τέχνη τόσο επικίνδυνη όσο ο τίτλος της τελευταίας σου συλλογής.
Με πολλούς τρόπους είναι επικίνδυνη τέχνη η ποίηση και ριψοκινδυνεύεις να χαθείς ή να σωθείς δηλαδή να παραπλανηθείς ή να παρηγορηθείς υπαρξιακά.
Από πού προέρχονται τα ερεθίσματα για να γράφεις;
Όλα όσα υπάρχουν και συμβαίνουν και σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε και ελπίζουμε και κάνουμε και ζούμε οι άνθρωποι είναι θέματα για την τέχνη . Ερέθισμα για να γραφτεί κάτι είναι ο σπινθήρας που δημιουργείται εκεί που η προσωπική μου ιστορία και το προσωπικό βίωμα συναντιέται με κάτι από όλα αυτά.
Σου λείπει η επαφή με τα παιδιά και την εκπαίδευση;
Ένα πρωί μπαίνοντας στην αυλή του σχολείου, αισθάνθηκα πως δεν με αφορούσε πια αυτό που γινόταν στο σχολείο. Ότι υπάρχουν πολλοί νέοι και καλύτεροι που αναμένουν με το πάθος του σταυροφόρου έτσι όπως ήμουνα κάποτε κι εγώ για να υπηρετήσουν το όραμα της παιδείας. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να είμαι ειλικρινής με αυτό που έκανα τόσα χρόνια στο σχολείο -θέλω να πιστεύω δημιουργικά και γνήσια- κι έτσι την άλλη μέρα πήρα τις αποφάσεις μου. Εξ άλλου υπάρχουν άνθρωποι στη, ζωή μου που σε αυτή τη φάση της ζωής μου και της ζωής τους θέλω να είμαι κοντά τους. Δεν το μετάνιωσα εξ άλλου σε μερικά χρόνια θα έφευγα ούτως ή άλλως. Η σχέση με τους μαθητές μου ήταν κάτι που θα μου έλειπε. Αλλά ο εκπαιδευτικός ξέρει πάντα πως είναι εκεί για να συναντήσει νέα παιδιά να δουλέψει μαζί τους μακάρι να εμπνεύσει να βοηθήσει για να τα δει να φεύγουν και να χαίρεται. Όταν καμιά φορά τα συναντά και τον χαιρετούν βεβαίως χαίρεται γιατί σημαίνει πως κάτι σημαντικό παιδαγωγικά γινόταν τότε αλλά δεν νιώθει ερημιά έξω από την τάξη. Αν νιώθει ανύπαρκτος χωρίς μαθητές και επαγγελματική ταυτότητα πρέπει να το δουλέψει με τον εαυτό του. Έφυγα χαρούμενη γεμάτη από πολλά και καλά χρόνια με τα παιδιά.
.
ΠΕΝΝΥ ΓΙΩΣΑ
OXYGONO/4/5/2014
Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου: «Καταδυθείτε στις αναμετρήσεις σας με την αλήθεια»
Την γνώρισα ένα καλοκαιρινό σαββατόβραδο του Ιούλη στη Λεμεσό στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης. Ευφροσύνη στο όνομα και στη χάρη! Λιγομίλητη στην αρχή, σκεπτική και με τη μελαγχολία εκείνη που διακρίνει όλους τους βαθιά ρομαντικούς και σκεπτόμενους ανθρώπους της κοινωνίας μας. Γυναίκα καλλιεργημένη, προσιτή, που ξέρει να αγαπάει και να αγαπιέται. Κινείται με μια φυσική άνεση μέσα στο χώρο και στέκεται επάξια του καλού ονόματος που έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια τόσο στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης, τον οποίον υπηρετεί από το μετερίζι της φιλολογίας, όσο και στο χώρο της ποίησης. Το Νοέμβριο του 2013, η ποιητική της συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» απέσπασε το κρατικό βραβείο ποίησης στην Κύπρο, ανταμείβοντας επάξια την ποιήτρια για τον πνευματικό της μόχθο. Σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών, φιλόλογος και ποιήτρια, αγαπημένη φίλη κι αγαπημένος άνθρωπος που σαν φανοστάτης δείχνει το δρόμο στους αναγνώστες της προς την πνευματική λύτρωση και ψυχική ανάταση.
Κυρία Ευφροσύνη, προλογίζοντας την ποιητική σας συλλογή «Οι Μέρες Υφάντρες Οι Νύχτες Γυμνές» λέτε ότι ο κόσμος πρέπει να γεννήθηκε από μια έκρηξη Σιωπής. Ποια ανάγκη θεωρείτε ότι γέννησε την Ποίηση;
Ο κόσμος κι η γραφή κυοφορείται και γεννιέται μέσα από τη σιωπή. Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή από τη σιωπή, μια σιωπή που κουβαλάει ως σπέρμα όλες τις δυνατότητες. Στο σημείο ακριβώς που ο άνθρωπος εισέρχεται στο χωροχρόνο αρχίζει η ιστορία της τέχνης. Σε όλες τις μορφές της και φυσικά η ποίηση. Με τη γένεση. Δεν θα μπορούσε να γεννηθεί ζωή και να συνεχίζει χωρίς αυτή την πρώτη κίνηση. Κι ό,τι βαθαίνει και ό,τι ανυψώνει την ποίηση αιώνες τώρα και την ανανεώνει είναι το γεγονός πως κάθε στιγμή άνθρωποι συλλαμβάνουν με τρόμο σχεδόν την ύπαρξη τους στο σύμπαν. Για να γεμίσεις μια έρημο, για να αντέξεις ένα σύμπαν, θα βγάλεις την πιο δυνατή κραυγή, θα χορέψεις, θα ζωγραφίσεις, θα τραγουδήσεις… κι όλα με πάθος. Η ποίηση δεν προκύπτει από μια επιπρόσθετη ανάγκη που δημιουργείται στην πορεία και στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Γι’ αυτό δεν είναι ποτέ περιττή, ή μια κάποια πολυτέλεια σε οποιουσδήποτε καιρούς.
Αντιλαμβάνεστε την Ποίηση ως ταξίδι ή ως προορισμό και γιατί;
Το ταξίδι και ο προορισμός ως θέμα ενέπνευσε και εμπνέει τους ποιητές. Από τα κορυφαία ποιήματα η Ιθάκη του Καβάφη. Η ποίηση η ίδια όμως δεν είναι ταξίδι σε χώρες και προορισμούς που σου ετοιμάστηκαν από πριν και σε περιμένουν να τους συναντήσεις. Ή να τους φωτογραφίσεις. Παίρνεις από όγκους λέξεων που μπορούν να ονομάσουν άπειρα πράγματα, καταστάσεις, νοήματα κι αφαιρώντας από τη μια και δουλεύοντας τες από την άλλη προσπαθείς αλληλέγγυος με τον κόσμο και τη μοίρα του, να ονομάσεις σημεία στο χάρτη της ανθρώπινης περιπέτειας κι αναζήτησης.
Διακρίνω σε όλες τις ποιητικές σας συλλογές μια ιδιαίτερη αγάπη για τη Λευκωσία, με αποκορύφωμα την τελευταία σας ποιητική συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» όπου την αποθεώνετε. Τι είναι αυτό που σας γητεύει τόσο σε αυτή την πόλη;
Δεν την αποθεώνω. Κάθε άλλο. Μιλώ για φθορά, για μια πόλη αιμάσσουσα, για καταστάσεις τραγικές… Η αίσθηση της αποθέωσης που αναφέρετε έχει να κάνει με την αποθέωση του έρωτα για αυτήν την πόλη. Ο έρωτας αποθεώνεται. « Σκεπάσου περιστέρα μου, σκεπάσου αηδόνα! Σκεπάσου αγαπημένη πόλη μου τον ανάλαφρο ύπνο τους, το βαρύ ξύπνημά τους, σκεπάσου τη ζωή τους και το θάνατο· βάλε κορώνα στο κεφάλι σου τη λαμπερή σελήνη και μέσα από σκοτάδια φύγε αστέρι· σαν ανάληψη στον ουρανό» Και δεν είναι για τη Λευκωσία μόνο ο έρωτας αυτός. Είναι για κάθε μοιραία πόλη και κάθε μοιραία ύπαρξη, για ό,τι είναι η πόλη. Γιατί και στο μυθιστόρημά μου « Χωρίς την Αριάδνη» εκφράζεται ένα παρόμοιο πάθος για την Κερύνεια.
Υπάρχουν κάποια πράγματα που θα θέλατε να αλλάξετε στη Λευκωσία και γενικότερα στην Κύπρο;
Όποιος ζει στη Λευκωσία και γνοιάζεται για την πόλη του, ένα πράγμα μπορεί να θέλει: να αναστρέψει την τραγική της μοίρα. Να την δει και πάλι να γίνεται πόλη. Τώρα είναι ένα σκέλεθρο. Κι οι πιο πολλοί δεν το βλέπουν. Κι άλλοι γοητεύονται από την εντός των τειχών Λευκωσία ως να είναι ένα μαγικό σκηνικό… « σπίτια παλαιικά εμποτισμένα με το όπιο της νέας χρήσης … παρακμιακά καφενεία,… διάβρωση, οξείδωση, σκελετοί παλιάς σκάλας, μια καμάρα που γέρνει δίχως συντροφιά… φυλάκια φυτεμένα στη μεσοτοιχία των συνοικιών…» Κι όμως είναι ένα τοπίο θανάτου απένθητο που το ξορκίζουμε με μπαράκια, καφετέριες, κάποτε και με κάποιο εργαστήρι καλών τεχνών, μια γκαλερύ… ελπίζοντας πως έτσι από την ακρωτηριασμένη πόλη θα γεννηθεί ένα σώμα ολόκληρο, γερό, ένας κόσμος άρτιος.
Στο ποίημα «Ξεπεσμός», θέτετε ως ρητορικό ερώτημα αν γυρεύει κανείς αετούς σ’ αυτό τον τόπο. Στη συνέχεια απαντάτε ότι τους αετούς εδώ, τους μάθαμε πώς να πετούν στα χαμηλά και αν δεν τα καταφέρνουν, τους κόβουμε και λίγο τα φτερά. Με αφορμή αυτό το ποίημα, θα ήθελα να μου σχολιάσετε εν συντομία την κυπριακή κοινωνία και νοοτροπία. Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο σ’ αυτήν και αντιστοίχως τι σας κάνει να νιώθετε περήφανη που είστε Κύπρια;
Το ποίημα «Ξεπεσμός» ιδωμένο μέσα στη συλλογή «Οι Μέρες Υφάντρες οι Νύχτες Γυμνές» αποτυπώνει το αίσθημα της ματαίωσης και του συμβιβασμού. Είναι ποιήματα που κουβαλούν την αντίδραση του εφηβικού μου στήθους απέναντι στη βία της εισβολής. Ήταν το αίσθημα της ματαίωσης, της διάψευσης, η απόγνωση της μοναξιάς που κουβαλά η ιστορία των μικρών τόπων και η ανάγκη να συμβιβαστείς με τα «χαμηλά» και με τα όρια που σου επιβάλλονται. Δεν είναι λοιπόν περίεργο κάποια στιγμή για κάποιους η μετριότητα να φαίνεται ως κανονικότητα. Οπόταν μπορεί και να υπονομεύεται όποιος ξεφεύγει. Συναισθηματικά δεν αντέχω πια να μιλώ εύκολα για την κοινωνία μας και τη νοοτροπία μας. Ακούω συχνά να συζητούν επαναλαμβάνοντας μερικές συγκεκριμένες απόψεις με αυτιστική στερεοτυπία αλλά και με ύφος ως να έχουν δει και μελετήσει τα θέματα αυτά εις βάθος. Γενικεύουν προσωπικές εμπειρίες, αποστηθίζουν λόγια άλλων και τα ενστερνίζονται χωρίς να τα περάσουν από έλεγχο, συμπεραίνουν στη βάση μιας ελλιπούς γνώσης. Αισθάνομαι όλο και περισσότερο την ανάγκη να μας βρίσκω ελαφρυντικά. Η Κύπρος επαρχία και η Κύπρος κράτος. Να μια σημαντική παράμετρος για περίεργες θα λέγαμε τουλάχιστον καταστάσεις μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Μια κοινωνία όλο και πιο ζαλισμένη, σε ίλιγγο, μικρή κοινωνία με όλα τα χαρακτηριστικά που συνεπάγονται από αυτό και ταυτόχρονα πολύ εκτεθειμένη λόγω της γεωπολιτικής της θέσης. Με ενοχλεί που τόσο αργά αλλάζουν τα πράγματα κι η μόνη φορά που είδα να αλλάζουν ξαφνικά δεν έγινε από μια επανάσταση γνώσης κι επίγνωσης. Συνέβη κάτω από συνθήκες μιας βίαιης εισβολής και κατοχής που άλλαξε το κοινωνικό τοπίο μέσα σε λίγο χρόνο. Δυσκολεύομαι με τη λέξη περήφανη. Νιώθω ότι είναι πολύ αξιοπρεπές να είμαι μέλος της Κυπριακής κοινωνίας που δεν είναι η καλύτερη ούτε η χειρότερη κοινωνία.
«Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα» λέει ένας στίχος από το ποίημά σας «Το Μέσα Φόρεμα» στην ομώνυμη ποιητική συλλογή. Η εγκαρδιότητα του κυπριακού λαού, θαρρείτε πως οφείλεται στον πόνο που έχει βιώσει; Πώς βλέπετε να διαγράφεται η μοίρα αυτού του τόπου, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις για το κυπριακό ζήτημα;
Όταν έγραφα το στίχο αυτό, δεν είχα κατά νου την εγκαρδιότητα του κυπριακού λαού. Ξέρω όμως ανθρώπους που δοκίμασαν τέτοια ακραία μορφή πόνου και κινδύνου στη ζωή τους, που έμοιαζαν μετά ως να γύριζαν από το θάνατο. Κάποιοι τα καταφέρνουν να επιστρέψουν όντως στο φως και το σκοτάδι που αφήνουν πίσω τους, κάνει πιο φωτεινά τα πρόσωπά τους. Χαμογελούν από ένα άλλο βάθος μιας κατανόησης της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι φιλολογικές σας σπουδές και η επαφή σας με τον αρχαίο πολιτισμό έχουν επηρεάσει τον τρόπο γραφής σας;
Αναπόφευκτα. Κι αυτά και πολλά άλλα.
Είναι αποτρεπτικό ή τελικά πιο εύκολο για εκείνον που διδάσκει λογοτεχνία και ποίηση να ασχοληθεί με τη συγγραφή ανάλογων κειμένων;
Είναι δύσκολο έως επικίνδυνο να είσαι φιλόλογος και συγγραφέας. Την ώρα που γράφεις πρέπει να απεκδύεσαι την ιδιότητα του φιλολόγου, να την σβήνεις εντελώς.
Η τελευταία σας ποιητική συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» απέσπασε θριαμβευτικά το κρατικό βραβείο ποίησης στην Κύπρο για το 2012. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτή τη δουλειά και γιατί θεωρείτε ότι αγαπήθηκε τόσο από το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς.
Το σκεπτικό της βράβευσης ήταν το εξής: «Η ποιήτρια χρησιμοποιεί την αλληγορία του κατακλυσμού του Νώε για να μνημειώσει το δράμα μιας χειμαζόμενης πόλης, υιοθετώντας το πολύμορφο είδος του «πεζού ποιήματος» που σπανίζει στην κυπριακή ποιητική παραγωγή. Η πόλη, στην οποία αναγνωρίζουμε την παλιά Λευκωσία, σπαράσσεται από τα πλήγματα που της επισώρευσε η ιστορία, όπως σε μια βιβλική καταστροφή: πόλεμος, προσφυγιά, οικονομική ανέχεια, γήρας, αποτυπώνονται στα ερειπωμένα κτίσματα όσο και στο ανθρώπινο τοπίο. Άνθρωποι του περιθωρίου, πόρνες, μετανάστες, φαντάροι, μοναχικοί, ανάπηροι, σκιαγραφούνται σε μικρά πορτραίτα που συγκεφαλαιώνουν τον πόνο και τον κατατρεγμό. Η ποιήτρια, στραμμένη σ’ αυτόν τον κόσμο των ταπεινών και καταφρονεμένων, αποτυπώνει σε χαμηλόφωνους λυρικούς τόνους την ανθρώπινη βάσανο απηχώντας τη συμβολική γλώσσα των Γραφών. Θρηνητική και δεητική, η συλλογή λειτουργεί μεταφορικά ως κιβωτός λέξεων στην οποία διασώζεται η ανθρώπινη ευαισθησία προς τον συμπάσχοντα.»
Η γραφή του έργου ως διαδικασία ήταν μια μοναδική εμπειρία, ως μια εσωτερική απελευθέρωση που με έφερνε σε επαφή με τα κατάβαθα του είναι μου. Έγραφα αβίαστα ακολουθώντας ένα εσωτερικό ρυθμό. Στο τέλος του έργου μέσα σε λίγες μόνο γραμμές εμφανίζεται ο Νώε. Είχα την αίσθηση όμως πώς ήταν εκεί πίσω μου στη σκιά ως να παράστεκε στη γραφή του.
Εκτός από ποίηση έχετε γράψει κι ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Χωρίς την Αριάδνη», όπου αναφέρεστε στον αυτισμό. Μιλήστε μας για το εν λόγω εγχείρημα και τη σύλληψη της ιδέας.
Ο επεξηγηματικός υπότιτλος του μυθιστορήματος είναι «στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση.» Είναι η ιστορία ενός αυτιστικού παιδιού φωτισμένη από τη σύνθεση του αυτιστικού του λόγου και άλλων κωδίκων που χρησιμοποιεί και η ιστορία αυτή κινείται σε μια αυτιστική κοινωνία και πολιτεία. Στα έργα μου γράφω για πράγματα, πρόσωπα, καταστάσεις που με έχουν αγγίξει βαθύτατα, που με αφήνουν άγρυπνη, που με κρατούν συγκινημένη.
Έχω πληροφορηθεί ότι ετοιμάζετε μια νέα ποιητική συλλογή. Θα θέλατε να μας αποκαλύψετε κάποια περισσότερα στοιχεία για αυτή;
Έχει τίτλο Ναρκοσυλλέκτρια και αναμένεται να κυκλοφορήσει το καλοκαίρι.
Κλείνοντας αυτή την όμορφη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε απλόχερα, θα σας ζητήσω να απευθυνθείτε στα νέα παιδιά της γενιάς μου και να τους δώσετε μια ευχή-συμβουλή που θεωρείτε ότι θα τους είναι ωφέλιμη για τη ζωή τους. Επίσης, τι θα συμβουλεύατε όλους όσους έχουν ήδη, ή πρόκειται να ακολουθήσουν το δύσκολο μονοπάτι της ποίησης και της συγγραφής εν γένει, υπό την έννοια ότι αυτή η δραστηριότητα (σε αντίθεση με αυτό που υποστήριζε ο Ελύτης) δεν είναι η συνήθης ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση.
Να μου επιτρέψετε να σχολιάσω με δύο στίχους από τη συλλογή «… σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε»
«Καταδυθείτε στις αναμετρήσεις σας με την αλήθεια»
«Ρωτήστε εκείνους που δεν υπόσχονται απαντήσεις»
Τι να πω στους νέους που επιλέγουν το δρόμο της ποίησης; Κι εγώ στο δρόμο είμαι, σε πορεία. Δεν έχει τέλος ο δρόμος αυτός και πάντα δοκιμάζεις ένα ακόμη βήμα … Προτιμώ να συνομιλώ και να μοιράζομαι με τους άλλους ελπίζοντας πως αυτό είναι πολύ πιο ωφέλιμο. Καμιά άποψη και γνώση που παίρνεις για να εγκιβωτιστεί ως πληροφορία στη μνήμη σου δεν έχει αξία. Μόνο αν καταστεί αντικείμενο συνομιλίας αποκτά νόημα και μάλιστα προσωπικό για τον καθένα από τους συνομιλούντες.
Τελειώνοντας τη συνέντευξη με την ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, νιώθω πιο ανάλαφρη και συνάμα πιο ζωντανή. Ευθύς μου έρχονται στο νου τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα». Και η ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου απέδειξε και συνεχώς αποδεικνύει τόσο με το πνευματικό της έργο όσο και με το ήθος της ότι κατέχει πολύ καλά την τέχνη της αρχιτεκτονικής του λόγου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου