Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ






Ο Αντρέας Τιμοθέου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1990. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, υπότροφος του κληροδοτήματος Γεωργίου και Μαρίας Τυρίμου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική του Γλωσσικού μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου. Ποιήματα και διηγήματα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, σέρβικα, σλοβάκικα και κινέζικα και δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.
Για την πολιτιστική του προσφορά του απονεμήθηκαν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου τα βραβεία εις μνήμη της εκπαιδευτικού Πόπης Παπαχριστοφόρου- Κυριακοπούλου (2012) και το βραβείο Ανδρέα Κάραγιαν εις μνήμη Καρμέλας Κάραγιαν. (2013). Επίσης βραβεύτηκε με την Τούγτσε Τέκχανλι στο διακοινοτικό διαγωνισμό τον οποίο διοργάνωσαν η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και η Ένωση Τουρκοκυπρίων Καλλιτεχνών και Λογοτεχνών το 2016 και τα ποιήματα των δύο εκδόθηκαν σε δίγλωσση ποιητική συλλογή.
Ποιήματα και διηγήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά  γερμανικά, σέρβικα, σλοβένικα, τούρκικα, κινέζικα και δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.


Εργογραφία:

ΠΟΙΗΣΗ
Για μια στιγμή και μια αιωνιότητα (2011)
Όλα αυτά που θα ’θελα να ξέρεις (2013)
Τα Άνθη του Φωτός (2014)
Οι μέρες τ΄ Αυγούστου (2016)
Ποιήματα ( Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου 2016)
Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ (2019)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορίες με Δαντέλα (2016)



2019

ΒΙΒΛΙΑ5

 

ΒΙΒΛΙΑ22

 

Κολάζ1

 


ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ (2019)


ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΣΕΩΝ


ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ

Αναμετριέμαι με του ανθρώπου την ήττα
κι όσα κωφά παρέμειναν στο κάλεσμά μου.
Γράφω στον Έρωτα
κάθε που γεύομαι το σώμα του θανάτου.
Πασχίζω να ξορκίσω τα μελλούμενα,
μα ο χρόνος πια μου φανερώνεται,
γλύφει το όνειρο, σχεδόν στεγνό,
ξένο στο χάδι
κι εγώ φυλάγομαι σαν έμαθα
σε κόρφους γυναικών εξόριστων
από αγάπη.
Χωρίς αντάλλαγμα
επιστρέφω θραύσματα χαράς,
μια ζωή επιστρέφω,
αλλάζω τα παλιά με καινούρια.
Αυτό διαλαλώ,
πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ
και τόσο μόνος.

ΜΕΛΛΟΥΜΕΝΑ

Όταν δεν θα ‘μαι πια εδώ
να με αποκαλείτε Πρόσφυγα.
Το όνομά μου θα λεηλατηθεί
σαν την ανάμνηση των τόπων,
μοναδικό φορτίο φυγής.
Πώς να προφέρει κανείς
μία σορό
χωρίς ταυτότητα,
χωρίς τίτλους ακινήτων,
χωρίς υπόσχεση έρωτα;
Εξαγνισμένος
θα υποδεικνύω στους βαρκάρηδες
τις δαιδαλικές μορφές της ύλης,
μαζί και όσα μας στοιχειώνουν.
Πάνω σε ένα τελευταίο νεύμα
θα στείλω δάκρυ για παρηγοριά
σε όσους καμωθήκαμε
από τον ίδιο αστέρα.

ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ


ΜΙΑ ΜΕΡΑ

θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τους αγγέλους που αφήσαμε νεκρούς,
για τα στοιχειά που δεν εξημερώσαμε
και βάλαμε φωτιές να λυτρωθούμε.
θα θρηνήσουμε μια μέρα
που υπολογίσαμε λάθος
τις ζωές των ανθρώπων,
που μάθαμε να φυλαγόμαστε απ’ το θεριό,
μα όταν ήρθε η ώρα
πρώτοι εμείς απλώσαμε το χέρι
-αδύνατον ν’ αντισταθείς στο δάγκωμα-
θα θρηνήσουμε μια μέρα
για τις αμήχανες σιωπές
που απλώναμε μπουγάδα μες στο καθάριο φως
κι ας ξέβαφε η γλώσσα μας αλήθεια.
θα θρηνήσουμε μια μέρα
για κείνο τ’ όνειρο που δεν εκλάβαμε σωστά.
Οι πηγές στερεύουν!
Οι άνθρωποι μένουν;

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

Τα όλο ζωή, μαύρα, καινούρια ρούχα
δήλωναν το πρόσφατο πένθος.
θα ξεθωριάσουν βέβαια κι αυτά
στην πλύση
σαν τις ζωές που επισκεπτόμαστε
τα Σάββατα.
Στην πλύση και οι ψυχές μας,
της λησμονιάς.
Εγώ, κύριε, μετράω χρόνια εδώ,
έτσι δεν χρονοτριβώ.
Έχω και κάτι ζωντανούς, βλέπεις...

ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ


ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Ήμερα να πέφτουν οι λέξεις
απ’ τα σώματα.
Το φως να είναι φως.
Ο ουρανός να είναι ουρανός.
Η μήτρα να είναι μήτρα.
Το χάδι να είναι χάδι.
Και ο θάνατος... Σιωπή.
Και ο έρωτας, πάλι σιωπή να είναι.
Να ξορκιστούν τα στόματα
ν’ αναστηθούν οι λέξεις.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στη Ναδίνα Δημητρίου

Το σπίτι μονάχα «θύμιζε».
Ένα ρήμα που την πρόδωσε,
μα εκείνη ακόμα χαμογελούσε.
Οι λέξεις της σκόρπιες μέσα στο σπίτι,
δίπλα απ’ τα πορτρέτα και τους πίνακες.
Οι στίχοι της κρεμάμενοι δίπλα στις κουρτίνες
ν’ αντικρίζουν το φως,
ν’ αναγνωρίζουν το αύριο ερήμην της,
μα πάντα εντός της.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε».
Το πέρασμα των εποχών και των ανθρώπων.
Ένα κομμάτι παρελθόν
διακοσμητικό στοιχείο σπάνιο των ημερών
σε όλους τους χώρους.
Μαρτυρούσε, πιο πολύ τα δειλινά θαρρώ.
Αιφνιδίαζε τις σιωπές, κατοχύρωνε τις σκέψεις.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε».
Την περασμένη αίγλη του
μες στις ανατολές του.
Το σπίτι μονάχα «θύμιζε»,
μα τώρα πια δεν είχε τόση σημασία.
Στα μάτια της χαραγμένη η ευλάβεια του ποιητή
και στα χέρια οι κόσμοι
που τώρα ζούσε...

ΤΗΣ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ


ΕΞΙΛΕΩΣΗ ΑΓΑΠΗΣ

Καθάρισα την ξύλινη καρέκλα σου με ανθόνερο
όπως καθαρίζαμε τότες
τα εικονίσματα των Αγίων.
Σε ρωτούσα γιατί
και μου απαντούσες «από αγάπη».
Από αγάπη και τώρα...
Μοιάζει να ’ναι ο μόνος ήχος πίσω σου,
ο μόνος αντίλαλος φωνής στο βουβό σου σπίτι.

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΑ ΠΑΡΗΓΟΡΑ

Και τώρα
με λάδι και λούλουδα
μυρωμένος
ο κόρφος σου.
Κι εγώ εσαεί οφειλέτης
στην παρήγορη σκέψη σου,
γιατί ποτέ δεν πέρασες
και δεν εχάθης,
μα μες στο κάλλος
έσμιξες
την έγνοια της αφής σου.
Στέκεις με πέπλο ακέραιη
για κάθε στάλα αίμα
για κάθε στάλα μύρο. 

ΤΗΣ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ

Τα μεσημέρια
σηκώνω τους νεκρούς που αγάπησα
παρηγοριά στης μοναξιάς την ώρα.
0παππούς τηγανίζει μαρίδα και με κερνάει.
Εγώ αρνιέμαι όπως συνήθιζα
και σ’ ένα μονάχα του χαμόγελο
τη μεταμορφώνει σε μπαρμπούνι
για χατίρι μου.
Η γιαγιά γεμίζει αρώματα την κουζίνα,
πλάθει κεφτέδες με τ’ άγιά της χέρια,
τούς ρίχνει σε λάδι αχνιστό
και όλα γίνονται παρόντα.
Η ζωή παίρνει για λίγο σχήματα,
μα το ρολόι πάντα δίπλα μου
λύνει τα μάγια όποτε αυτό θελήσει.
Οι δείκτες του θυμίζουνε επίμονα
πως όλα έχουν τελειώσει.
0 ουρανίσκος άδειος
σαν το σπίτι μας,
τα σερβίτσια αχρείαστα
και οι λευκές πετσέτες
νεκροσέντονα,
πανιά για νέους δρόμους.

ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

Σε συναντώ, παππού,
μες στη μεγαλοσύνη της αγάπης σου
δεν μας κατάπιε ο χρόνος.
Σε συναντώ παιδί
δεκατριών χρονών,
κρατάς το χέρι μου να σε γνωρίσω,
κρατώ το χέρι σου να με γνωρίσω.
Καθρεφτίζω τις ζωές μας,
δεν αντιστέκομαι,
σχεδόν μ’ αφέλεια ρωτώ:
«Ήτανε δίκαιο;»
παραστέκομαι της απόκρισης
και συ παιδί ανυπεράσπιστο
ευθύς με μία κίνηση του σώματος
παραμάνα γίνεσαι,
τροφός και αλυσίδα.
Χρόνους καλλόχρονους εύχεσαι
και χάνεσαι.
Σε συναντώ, γιαγιά, σε συναντώ
αγέρωχη και όμορφη
μέσα στα χρόνια της νιότης,
σ’ απλώνω στο κρεβάτι μου.
Τα χέρια σου βελόνι και κλωστή,
σμιλί που μετρά τον πόντο.
Φτιάχνεις μοτίβα με μαλλιά,
ρίχνεις επάνω μου
νήμα και μετάξι,
κουκούλι γίνομαι που μεγαλώνεις,
πλάθεις ξανά το σώμα μου
με σάκους από άμμο.
Με έκσταση παρατηρώ
όσα μου φανερώνεις,
δεν προλαβαίνω να ρωτήσω,
χάνεσαι.
Χρόνους καλλόχρονους εύχεσαι
και χάνεσαι. 

ΑΓΑΠΕΣ ΜΙΚΡΕΣ


ΑΤΙΤΛΟ ΣΑΝ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΜΑΣ

Αύριο θα είμαστε σκόνη...
Από εμένα θα παραμείνει μονάχα η επιθυμία,
οπό εσένα ένα κομμάτι πάντοτε
που δεν εννόησες.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΞΗ

Για να στερέψει η λέξη
χρειάζεται πηγή.
Αν δεν στεριώσεις δάκρυ μέσα της
μην περιμένεις να σταθεί,
να κρατηθείς απάνω της.

Οι λέξεις είχαν πάντοτε αντίτιμο.
Να φανερώσω πρόσταζαν
το χρώμα μου το γυάλινο
και τότε όλα θα επέστρεφαν
χωρίς να ξεκινήσουν.
Βρέθηκα,
μα ο τόπος ήτανε νεκρός.
Άρθρωσα δίχως πληρωμή
μια τελευταία λέξη:
Για όσο ήσουν, σ’ αγάπησα.
Αντίλαλος, κανένας

ΠΟΛΕΩΝ ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ


ΒΡΑΔΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Τα βράδια,
πάντα λίγο μετά τα μεσάνυχτα
στα καλντερίμια της πόλης
κυκλοφορούν σκιές,
μαζί τους και κάτι γάτες.
Γυρεύουν να ξεδιψάσουνε
από σωλήνες παλαιών σπιτιών
που στάζουνε μεθοδικά
και μόνιμα
σαν όρισε ο χρόνος.
Στο κέντρο
τα μπαλκόνια μυρίζουνε καρπούζι
στους περαστικούς,
μα εσύ, αντί για χάραμα καλοκαιριού
και πάλι εκείνη την πρώτη κολοκύθα αναζητάς,
έστω τα θρύψαλά της
κι ας μην υπήρξε άμαξα ποτές.
Σου το ψιθύρισαν κι αυτό οι γάτες.

ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη.
Μία νεκρή ζώνη
ζώνει την πόλη
χρόνια τώρα.
Της σφίγγει τους πνεύμονες,
της παραλύει τη σκέψη.
Μηδενίζει τον χρόνο γύρω της,
ενώ παράλληλα μια «φυσική» εξέλιξη απλώνεται.
Την περπατούν και γράφουν λέξεις,
τις ταξιδεύουν στον τόπο τους,
βρίσκουν στα απομεινάρια της ζωής της
τουριστικό ενδιαφέρον.
Στη Λευκωσία επιβλήθηκε μια σιαμαία αδελφή,
της τρώει το σώμα και τη μνήμη σε δόσεις.
Εμείς ανήμποροι, συνταγογραφούμε δείπνα διπλωματικά,
ενίοτε και μερικά ποιήματα.
Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη,
ο λύκος ξέρει πού θα με βρει...

ΨΙΘΥΡΟΙ ΛΙΤΑΝΕΙΑΣ

Χειροποίητα πλάσματα
μου υπενθυμίζουν
τις παρυφές του κόσμου.

*
Ρυτίδες τα δέντρα του προσώπου μου.
Η πρώτη ηλικία χάθηκε
χωρίς προειδοποίηση
σε κάποιο πάρκο άγνωστο.

*
Τις νύχτες αφαιρώ τα τραύματά μου
και ντύνομαι όσους στίχους απέμειναν.

*
Ποίηση είναι το χάδι που στερηθήκαμε.

*
Κάθε φορά που μου χαρίζεται το σώμα της ποίησης
θρηνώ για ένα άλλο σώμα.

*
Το σώμα
σε γκρίζα ζώνη κατοικεί.
Το πνίξανε οι στίχοι.

*
Δεν εμπιστεύομαι τον χρόνο,
μα μονάχα την αγκαλιά μιας γυναίκας.
*
0 χρόνος δεν σου επιστρέφει τίποτα περισσότερο
απ’ το βλέμμα που χάρισες εσύ στον κόσμο.

*
Μετά τη ζωή
τα μάγια λύνονται
και επιστρέφουμε όλοι στη μόνη αλήθεια
που γνωρίζει ο άνθρωπος,
τη νιότη.

*
Η νιότη έχει χρόνο, η ομορφιά χρόνια.

*
Οι παλιές φωτογραφίες κάλλους
δεν μαρτυράνε πια.
Μονάχα, διαμαρτύρονται.

*
Ακόμη και για το θαύμα
το τέλος είναι ανθρώπινο.

*
Ερώτων ατελών
συνένοχος δεν θέλω πια να γίνομαι.

*
Διά βίου δυνάστη έρωτα
όσες αφορμές κι αν καρπώθηκες
δεν υπήρξαν αρκετές.

*
Αιωρούμενα πάντα τα βήματα στον Έρωτα.
…/…


ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[ΕΝΩΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ 2016]


ΓΕΝΝΗΣΗ

Με γέννησε
γενεά προηγούμενη
γυναίκα λεβαντωμένη
γυναίκα μυρωμένη
γυναίκα.
Μ’ έναν σπασμό μουσικής
με έφερε στον κόσμο
και μου τραγούδησε
να ’χω υπομονή
και μου φόρεσε ανθούς
να έχω χάρη
και να προσέχω μου 'τάξε
μια αγάπη.
Με γέννησε ένας στεναγμός
κι ένα χαμόγελο,
η ανάσα και η ματιά σου.
Με τούτα γεύτηκα τον κόσμο.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές,
τα χαρακώματα της κοινωνίας,
οι κοινωνοί του κενού
οι μυημένοι της απώλειας,
δεν έπαψαν ποτέ
να μαρτυράνε εκείνη την πρώτη πληγή.
Σιωπούν μέσα στους στίχους
τις φωνές που πνίγονται κι όλο μεγαλώνουν.
Πλάθουν καταφύγια αθόρυβα.
Μεριμνάνε
για τα αρπακτικά που κουβαλούν.
Τεκμήρια, οι λέξεις τους...

Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ

Υπάρχουν κι απ’ την άλλη πλευρά ποιητές.
Υπάρχουν κι απ’ την άλλη πλευρά
άνθρωποι που ζήσαν τον ξεσπιτωμό,
που είδαν να μεγαλώνει τ' άδικο
μες στους κροτάφους τους,
που γέρασαν μέσα σε σπίτια ξένα
με μνήμες μιας άλλης γης.
Υπάρχουμε κι εμείς γι' αυτούς,
η άλλη πλευρά.

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα μου
απ’ τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται ένα δοχείο διαδρομής
και μοτίβα διαλεκτών υαλικών
ιταλικής προέλευσης, κατά προτίμηση.
Παραδίδεται το σώμα
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά τον χρόνο,
τον χρόνο που ήταν πάντα λίγος.
Τις Δευτέρες, ως διά μαγείας,
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς
μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
τα χατίρια της άνοιξης...
Ευγνώμων, προσδοκώ.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠ' ΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ

Κοίταζαν κι οι δυο στο κενό.
Η μια τη ζωή που άφησε
η άλλη τη ζωή που έχανε.
Σχεδόν αδιάφορη η μεταξύ τους παρέα
σχεδόν ανέγγιχτα τα χέρια του βραδινού περιπάτου.
Τα χέρια που τη σήκωναν, την τάιζαν, την έπλεναν.
Τα χέρια που της άναβαν το κερί
τις Κυριακές στην εκκλησιά,
σε απλήρωτες υπερωρίες.
Τα ίδια χέρια που θα της άλλαζαν τις πάνες
στις δύσκολες μέρες.
Τα χέρια που λάμβαναν
σ' έναν καθωσπρέπει φάκελο εξιλέωσης
μια μηνιαία οφειλή, στα γηρατειά.
Τα χέρια που θα της έκλειναν
κάποιο ξημέρωμα τα μάτια.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Το δέντρο σου δεν στόλισα
τούτα τα Χριστούγεννα.
Τα στολίδια απ' το Έσσεξ
και τους κόσμους που με ταξίδευες
κλαίνε μονάχα στην αποθήκη
παρέα με τον σκόρο.
Μα προνοώ ακόμα
για τα λουλούδια της αυλής και τα υπάρχοντά σου.
Προνοώ και το καντήλι σου,
πάντα μετά τη βροχή.
Υπόσχομαι να προλαβαίνω.


ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (2014)


Στίγματα Φωτός


ΠΟΙΗΣΗ, ΑΧΡΑΝΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Ώρα πρώτη κι ο θίασος έξω απ’ την πόρτα.
Χτυπά κι ανοίγω ευλαβικά,
όπως έμαθα άλλωστε να κάνω.
Τα βλέμματά μας αντικριστά
και απ’ το μυαλό μου περνάς εσύ.
Έτσι όπως ξέρεις να με κερδίζεις κάθε φορά,
να με παρηγορείς, να με φροντίζεις, να με συντηρείς.

Με καταριέσαι πάλι με την ευλογία,
δεν αντιστέκομαι,
παραδίνομαι ερωτευμένος.
Υπόσχεσαι στιγμές
απ’ τη χώρα του αχωρήτου
και γνέφω θεληματικά.
Ολόδικός σου.
Στις λέξεις, στους στίχους, στις στροφές.
Ποίηση, άχραντο μυστήριο.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Πότε συννέφιασε μάτια μου, π
ότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.

ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ

Σας κοιτώ καταραμένες
και λυπάμαι που έμελλε
να συνεχίσετε τις ζωές σας
στον κύκλο της Πηνελόπης.

Σας κοιτώ καταραμένες
υποφέρω, φωνάζω, πεθαίνω
μα δε φτάνει σε σας κανένας ήχος.

Σας κοιτώ καταραμένες
μα τα βλέμματα σας δε μ’ αντικρίζουν.
Φοβούνται την αλήθεια.
Φοβούνται μη ματώσουν τους κόσμους
που έκτισε ο Οδυσσέας.

Σας κοιτώ καταραμένες
μα εσείς με διώχνετε.
Ζείτε την κατάρα της εποχής σας.
Στην αναμονή τα όνειρά σας.
Ο Οδυσσέας κάποτε θα φτάσει.

ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Θυμήθηκα το σπίτι με τις κούνιες.
Τη μηλιά, τη λεμονιά, το γιασεμί στην πόρτα,
τη μικρή μας κουζίνα
που χωρούσε τότε όλα μου τα όνειρα.
Την πέτρινή μας αυλή και το μικρό κάγκελο
που δεν κατάλαβα ποτέ
γιατί και πώς έκλεισε.
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.

Στο Φως της Αγάπης μας


ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Ψάχνεις να βρεις την παλιά σου εικόνα,
το χαμόγελο που φώτιζε το λευκό σου πρόσωπο,
τη δύναμη που δε θα τερματίσει το πέρασμά σου.

Κλείνεις τα μάτια να μην καταλάβουν πως πονάς
μα τώρα πια το πρόσωπο αλλοιώνεται,
τα μάτια χάνουν το χρώμα της θεϊκής αγάπης,
γεμίζουνε δάκρυα κι ανθρώπινο πόνο.

Τώρα στην όψη σου
δεν αναγνωρίζω την ταυτότητά σου,
τη γλυκιά εκείνη γυναίκα
που με σήκωνε μ’ ευλάβεια ν’ ανάψω ένα κερί
και να προσευχηθώ.

ΑΔΕΙΑΝΑ ΧΕΡΙΑ

Ήθελα να με κλείσεις για πάντα μέσα σου,
να με παρασύρει στην αιωνιότητα η αγκαλιά σου,
να μη σε δω να φεύγεις.
Θα θρηνώ για πάντα που σ' αγάπησα τόσο,
θα θρηνώ για το φως της αγάπης.

Να πενθείς και συ για μένα στους ουρανούς
για τ' αδειανά μου χέρια.
Η ανάμνηση απ' το τελευταίο μας φιλί
παραλύει κάθε καινούρια αίσθηση,
κάθε αγκαλιά που μου χαρίζει ο χρόνος.

Πορτρέτα


DIVINA

Με κοιτάζεις και με καθοδηγείς,
με μεταφέρεις σ’ άλλους κόσμους, κόσμους θεϊκούς,
κόσμους που μονάχα εσύ έζησες.

Με παρασέρνεις στα βασίλεια της φωνής σου,
αφήνεις την ψυχή μου να γεμίσει με άρωμα Θεού.
Κλείνεις τα μάτια και είσαι το ίδιο γοητευτική,
εξακολουθείς να είσαι θεά.

Πίσω απ’ τα χείλη σου
συναντώ τους άδοξους έρωτές σου,
αυτούς που η ζωή δε θέλησε να σου χαρίσει.
Φέρνεις τα χέρια στο πρόσωπο
και νιώθει η γη να την αγκαλιάζεις,
δοξάζει η φύση το δημιούργημά της.

Και είσαι Εσύ, ναι εσύ!
Η τόσο ευαίσθητη, τόσο περήφανη
μα και τόσο εύθραυστη,
δική μου θεά.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΟΥΡΚΑ

Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ‘σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ

Σε ζηλεύω θάλασσα
που ‘σαι γαλήνια σήμερα,
παρασέρνεις μαζί σου τα πάντα,
για όλα έχεις μια στεριά.
Είναι κι αυτά που τα βυθίζεις
και το σκοτάδι σου τα κρύβει
μην τα θυμηθεί κανείς,
μην τύχει και τα ψάξει ποτέ.
Μα εγώ χάνομαι μες στην επιφάνειά μου,
μες στους ανθρώπους που με ξέχασαν
διότι ήθελε κόπο ν’ απλώσουν το χέρι,
μες στις ψυχές που ‘ρθαν μονάχα
να καρπωθούν την αγάπη μου
και μετά έφυγαν.
Λεηλάτησαν τους κόσμους που χτίζαμε,
μ’ άφησαν να χαθώ σαν το χρόνο που τους χάρισα
και τώρα μαρτυρώ τον κόπο της αγάπης.

Η Αυλαία του Έρωτα


ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΕΡΩΤΙΚΌ

Έκλεινες τα μάτια
κι αντίκριζα μια πρωτόγνωρη,
ακανόνιστη ομορφιά.
Γέμιζες τις σκιές με χρώματα,
το σκοτάδι φωτιζόταν με ήχους
από κόσμους μακρινούς.
Σ' αυτούς που τελικά ταξίδεψες και συ
σαν κάθε αγάπη που παλιώνει στο χρόνο.
Αρμενίζεις ευλαβικά στο πέλαγος
μα ποτέ δε ναυαγείς,
μονάχα ξεμακραίνεις
μέχρι που τα μάτια κουράζονται, σε λησμονούν.
Ταξιδεύουν τώρα γι' άλλους προορισμούς

Η ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΝ

Βλέπω τ’ όνειρό μου να περνά
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…

Νέα Γη


ΟΔΟΣ ΗΡΩΩΝ, ΑΡΙΘΜΟΣ 13

Θα γράψουν για σας μεγάλοι ποιητές.
Θα σας στολίσουν με στεφάνια και λουλούδια.
Θα δακρύσουν για σας άγνωστοι
καθώς ακούνε τους επικήδειους
τον ένα μετά τον άλλο.

Θα πουν πως είστε ήρωες και δε θα 'ναι ψέμα.
Θα πουν και για παρηγοριά στις οικογένειές σας
πως τιμήσατε την πατρίδα
ποτίζοντάς τη με αίμα.

Ποια μάνα γη όμως θέλει να σκοτώνει τα παιδιά της;
Ποια μάνα γη δέχεται τιμές,
όταν το αίμα των ανθρώπων
διαπερνά τα σωθικά της;

Γυρνώντας και πάλι εδώ, σε εποχές ευτελισμού
περιμένω ν' ανθίσει ξανά το γιασεμί,
να μυρίσουν οι άνθρωποι τους ανθούς της άνοιξης,
να στολίσουν οι νεράιδες τα μαλλιά τους
με βασιλικό.

Μα πώς, Θεέ μου πώς;
Αφού ξεχάσαμε να ποτίζουμε τη γη μας με νερό
και γεμίσαμε τα σπίτια μας με πόνο…

ΝΕΑ ΓΗ

Ο ήλιος βγήκε πάλι σήμερα
για να φωτίσει τον κόπο αυτού του τόπου,
για να μας δείξει πως θα ‘ναι δίπλα μας,
για να χαρίσει τη ζέστη του
να ξανανιώσουν οι παγωμένες καρδιές.

Έσπειραν φόβο μα τον θερίσαμε,
τον μαζέψαμε και τους τον παραδώσαμε.
Τώρα, αυτό ήταν ο πλούτος μας.

Δεν είμαι βέβαιος για τα καθαρά μας χέρια
μα ο τόπος μου φαίνεται να κάνει βήματα
προς την αλήθεια.
Ίσως ήρθε η ώρα ν’ αποτινάξουμε ό,τι μας βασάνισε,
ό,τι θρονιάστηκε σαν αγκάθι στις ψυχές μας,
ό,τι έκανε το νερό μας γλυφό
και με μια δόση λήθαργου
μας κρατούσε τα μάτια κλειστά.

Ίσως και να μη θέλαμε να δούμε
μα δε θα γράψω γι’ αυτό.
Τώρα σημασία έχει πως κουνήσαμε τα βλέφαρά μας.


ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (2011)


ΑΓΑΠΗ ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ

Να μπορούσε ο άνεμος
να μου φέρει το άρωμά σου,
να γεμίσει η ψυχή μου μυρωδιές...

Να μπορούσε ο ουρανός
να σχηματίσει το πρόσωπο σου,
να σε δω που σ' έχω τόσο επιθυμήσει...

Να μπορούσαν τα φουρτουνιασμένα κύματα
να μου θυμίσουν την αύρα σου,
να πλεύσω σ' αυτά και να τη νιώσω ν' αγγίζει το σώμα μου...

Να μπορούσε το φεγγάρι
να πάρει τη λάμψη των ματιών σου,
να με συντροφεύει τα βράδια μακριά σου...

Να μπορούσε η δροσιά του ξημερώματος
να συγκριθεί με τη δροσιά του σώματος σου,
να σε θυμάμαι κάθε μοναχικό μου πρωινό...

Να μπορούσε ο ήλιος
να πάρει το χρώμα της αγάπης μου για σένα,
να δώσει φως στο σκοτάδι μου...

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Να μπορούσα ν' αγγίξω τα χέρια σου,
να αισθανθώ το χάδι των δικών σου.

Να μπορούσα να σ' αγκαλιάσω,
να πάρω δύναμη.

Να μπορούσα να σε κάνω να γελάσεις,
να γελάσω και γω.

Να μπορούσα να φιλήσω τα δάκρυά σου,
να ξέρω πως σου παραστέκομαι.

Να μπορούσα να νιώσω τα χείλη σου,
να ξεδιψάσουν τα δικά μου.

Να μπορούσα να λησμονήσω την αγάπη σου,
να συνεχίσω τη ζωή μου.

Να μπορούσα να σου ψιθυρίσω στ' αυτί ότι σ' αγαπώ...
Μα δεν μπορώ.

ΗΣΥΧΑ ΒΡΑΔΙΑ

Μακρινό το πέλαγος που μας χωρίζει.
Άλλη γη, άλλη θάλασσα, άλλος ουρανός.
Της δόξας οι φήμες, οι υποσχέσεις, με κρατάνε εδώ.
Λέω να ‘ρθω, μα η φθορά του καιρού μ’ έχει κουράσει.
Έχω ζήσει ναυάγια…Φοβάμαι…

Βλέπω τη δύση και σιωπώ.
Αφήνω τον καιρό να περάσει
και πλανιέμαι μέσα σε μια πλάνη που έχω δεχτεί.


Της ψυχής το ξημέρωμα σκοτεινιάζει της μέρας το φως,
της κάθε μέρας που είμαι μακριά σου.
Λησμονώ το φως των ματιών σου,
άδοξος όμως, μένω στο σκοτάδι που μου έχει οριστεί.

Έχουν μείνει τα όνειρά μου στα μισά,
μα μπορώ να σ’ ανταμώνω σ’ αυτά στα κρυφά.
Έτσι γλιστρώ απ’ το σκοτάδι που ζω
και βυθίζομαι στη στιγμή του ονείρου.
Τη δική μου καλά φυλαγμένη στιγμή…

ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ


ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι!
Έλεγε κι ο ποιητής.

Ψάχνω να βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα.
Ψάχνω να βρω το δίκιο μέσα στην αδικία.
Ψάχνω να βρω το φως μέσα στο σκοτάδι.
Ψάχνω να βρω την ειλικρίνεια μέσα στην υποκρισία.
Ψάχνω να βρω τον έρωτα
μέσα στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων.

Κι όσο ψάχνω, καίγομαι.
Μα ο καθένας το βραχνά του ξέρει.
Και γέρνω και φεύγω διψασμένος…

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Χαμόγελα, χειροκροτήματα, μπράβο!
Όλα ωραία φαίνονται.
Ψάξε όμως να δεις, τι άφησες πίσω για όλ’ αυτά…
Μήπως αυτά που άφησες,
καταλαβαίνεις τώρα πως άξιζαν περισσότερο;
Αν ναι, τότε δεν είναι αργά.
Πάντα μπορούμε να γυρίσουμε από κει που αρχίσαμε
φτάνει να βλέπουμε πως υπάρχει χρόνος,
φτάνει η πορεία που διανύσαμε να μη μας κρατά πίσω…

Τώρα βέβαια θα μου πεις,
γιατί δε γύρισες και συ από κει που άρχισες;
Και θα ‘χεις δίκιο.
Δε γύρισα γιατί μαγεύτηκα απ’ αυτά τα πρόσκαιρα,
γιατί δε γνώρισα αυτά που ήθελα
και έκανα το λάθος να πιστέψω πως ζωή είναι μόνο αυτά.
Αυτό με ησύχαζε.

Ίσως εμένα να με κρατά και η πορεία μου μπροστά.
Τελικά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψω,
να νιώσω και πάλι παιδί.
Θέλει κουράγιο.
Θέλει ψυχή…και γω δεν έχω!
Ίσως και να την έχω υποθηκεύσει…

ΕΔΩ ΓΙΑ ΕΜΑΣ

Εδώ, εδώ στον κόσμο του ξεχωριστού και του ωραίου,
εδώ στον κόσμο που άλλοι πλάθουνε για μας,
εδώ στον κόσμο που η αγνότητα είναι ντροπή
και η αγάπη υποκρισία.

Εδώ φωνάζω!
Μα δεν ακούγομαι…
Εδώ κραυγάζω!
Μα ποιος μ’ ακούει;

Ποιος ακούει αυτά που είναι δύσκολο ν’ ακούσει;
Ποιος ακούει αυτά που δε θέλει ν’ ακούσει;
Εδώ λοιπόν, εδώ με όνειρα απατηλά, με αξιώσεις και αξίες.
Ζούμε εμείς, ζει ο καθένας μας, ζούμε όλοι…
Δεχόμαστε να ζούμε εδώ.

ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ


ΚΑΡΔΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΡΟΔΑ

Καμιά φορά οι άνθρωποι ξεχνάνε
πως μέσα στη δίνη του βίου τους
συνάντησαν ανθρώπους
που αγάπησαν πραγματικά.
Ανθρώπους που είχαν το θάρρος
ν' απλώσουν τα χέρια
ν' αγγίξουν το δικό τους πόνο,
χωρίς το φόβο πως θα πονέσουν κι αυτοί,
ανθρώπους που έφεραν στη ζωή τους
άρωμα αγάπης.
Έτσι και συ.

Είσαι ο γλυκός άνθρωπος
που θέλησε να βρεθεί στο δικό μου ουρανό,
που θέλησε να μοιραστούμε μαζί τα ίδια αστέρια,
που άκουγε πάντα με υπομονή
τους ουρανούς που πρόσμενα να ταξιδέψω.
Είσαι ο άνθρωπος που μ' έμαθε πως πίσω απ' τα σύννεφα,
υπάρχει πάντα ένας λαμπερός ήλιος που αναμένει εμάς.
Είσαι ο γεμάτος μυρωδιές άνεμος
που έσμιξε τη δική μου με τη δική σου ζωή.

Είσαι αυτό που μου θυμίζει
πως πέραν απ' την αγάπη των ανθρώπων,
στη γη συναντάς και την αγάπη του Θεού,
γιατί έτσι μ' αγάπησες.

Είσαι η γλυκιά αγκαλιά που θα γινόταν θυσία
κι ας λένε πως αυτά δεν τα συναντά κανείς.
Η δικιά σου αγκαλιά μιλά και ευτυχώς την ακούω,
φτάνει σε μένα η γλυκιά μελωδία της ψυχής σου.
Είσαι ο θησαυρός
που συναντά κανείς στο δρόμο του ανέλπιστα
και σε κάνει ν' αφήσεις τα μάτια σου να δακρύζουν αδιάκοπα
για τη χαρά που φρόντισε να σου στείλει ο Θεός.

Είσαι η απάντησή μου σε κάθε μάταιη αναζήτηση αγάπης...
Είσαι το φως της άλλης μέρας
που οι άνθρωποι έχουν τόσο ανάγκη
και όρισαν πως ονομάζεται φιλία.
Είσαι αυτό που ορίζει η καρδιά και δέχεται στο χώρο της
σαν φιλοξενούμενο, που δε θέλει να φύγει ποτέ.
Είσαι αυτό που σαν συναντήσει ο άνθρωπος στο δρόμο του,
γεμίζει την άγονη γη του άνθη και νερό.

Είσαι η γεύση απ' το ψωμί,
καμωμένο γεμάτο φροντίδα και αγάπη.
Είσαι αυτό που αγαπώ όπως η μνήμη αγαπά
τους καλά φυλαγμένους σ' αυτήν ανθρώπους,
αυτούς που ζουν με σένα κι ας είναι μακριά σου,
αυτούς που δε νιώθεις το πέρασμα του χρόνου
ν' αλλάζει το πρόσωπο τους.
Είσαι αυτό που θα 'σαι για πάντα...

#######
Για έναν από τους ανθρώπους που η ζωή στέλνει χωρίς αντάλλαγμα, όταν αυτή αποφασίσει πως πρέπει να είναι γενναιόδωρη μαζί σου και καλά κάνει... να θυμάσαι πως είσαι ένας απ' τους ανθρώπους για τον οποίο θ' άφηνα το φεγγάρι μου και θα δεχόμουν να μοιραστώ τ αστέρια μαζί του.


ΤΗΣ ΓΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ


ΓΗ ΑΛΩΜΕΝΗ

Αμμόχωστος.
Γη που έδινες ζωή.
Γη που χάριζες χαρά.
Γη του έρωτα και γη της ομορφιάς.
Ευλογημένη γη.

Γη που κατακτήθηκες απ’ των εχθρών τα σύνεργα.
Γη που βεβηλώθηκες σαν δε σου πρέπει.
Γη πολιορκημένη.
Ελληνική γη.

Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα
από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς.
Γη που σε γνώρισα σαν δε σου πρέπει.

Το φοβερό της μνήμης θα με ακολουθεί
ώσπου η Ρωμιοσύνη ν’ αναστηθεί
και τότε θα ‘μαστέ μαζί.
Γη, δική μου γη.

ΓΛΥΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


ΜΙΑ ΖΩΗ ΓΙΑ ΤΑ ΡΟΔΑ

Ένας κήπος γεμάτος ρόδα ήταν το πέρασμά σου.
Τα πότιζες ζωή.
Τα χάιδευες γλυκά.
Τα γέμιζες αρώματα.
Τα έσταζες δροσιά.

Στα ρόδα της αυλής σου αγκάθι δε θα βρεις,
γιατί απ’ την ψυχή σου τους χάριζες ψυχή.

Γέρνει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα χαρίζει φως.
Σκοτεινιάζει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα φωτεινός.
Σβήνει ο ήλιος σου, αν και φωτίζει εμάς.
Δύει ο ήλιος σου, ανατέλλει όμως για μας.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΔΑΝΤΕΛΑ (2016)

Διηγήματα

Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Ήμουν εκτός της ακολουθίας, εκείνη τη μέρα της Ανάστασης, ήταν όμως τα πρόσωπά τους σε μια μυστήρια αρμονία τόσο επιβλητική, που δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους. Ο ναός κατάμεστος και οι ομιλίες μπλεγμένες, αγγλικά, ελληνικά και κάτι μεταξύ τους. Ο ιερέας, στο σύντομο κήρυγμά του, καλούσε τους πιστούς σε ειρήνη και αγάπη. Ρομαντική σκέψη, σκέφτηκα και χαμογέλασα. Έπειτα ξεκίνησε τα περί υποστηρίξεως της εκκλησίας, του πατριαρχείου, της παροικίας, της προσπάθειας αγιογράφησης του ναού, πάντα οικονομικής βέβαια, περί ηθικής ούτε λόγος. Παρά το ότι αντιμετώπισα με μια πρώτη ειρωνεία μέσα μου την ανταλλαγή των ρόλων, σε σχέση πάντα με την υποστήριξη, δεν είχα διάθεση για κριτική, έτσι σώπασα, μα δεν χαμογέλασα. Άλλωστε το μυστήριο μπροστά μου, δεν μου έδινε και πολλές επιλογές.
Τα αθώα τους πρόσωπα κοίταζαν τη φλόγα από το κερί με το Άγιο Φως και σχεδόν το προστάτευαν με τη θαλπωρή του βλέμματός τους. Οι άνθρωποι γύρω μου μετανάστες, σ’ έναν ξένο τόπο που έστησαν απ’ την αρχή τις ζωές τους. Για κάποιους ήταν και η μοναδική αρχή, άλλοι προ του πολέμου κι άλλοι μετά. Σειρές ολόκληρες με γκρίζα μαλλιά, μα εγώ στεναχωριόμουν περισσότερο για τα γκρίζα μυαλά. Η ευχή μαζί με το «Χριστός Ανέστη!», γνώριμη στ’ αυτιά μου... «Και του χρόνου στα σπίτια μας!». Πρόσφυγες ή όχι, η επιθυμία κοινή. Όλοι αγαπούσαν το κομμάτι του τόπου που άφησαν πίσω τους. Εγώ ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες, ένιωθα την αγάπη από τη μια για τα παιδιά κάτω απ’ τα πόδια μου, τα οποία συνέχιζαν να περιεργάζονται το Άγιο Φως, κι από την άλλη τη νοσταλγία του σπιτιού μου και του κόσμου μου... Ίσως και να τους ένιωθα. Έπειτα, πρόσφυγας κι εγώ, σκέφτηκα. Πρόσφυγας από τα παιδικά μου χρόνια, απομακρυσμένος ακόμα κι από τις αναμνήσεις τους, που επανέρχονταν μα τις αποσιωπούσα, γιατί κουβαλούσαν μια φλούδα πόνου. Τις τακτοποιούσα κι αυτές, σαν όλα τα υπάρχοντά μου, συνήθεια ανεξίτηλη. Ήταν το τρίτο Πάσχα μακριά απ’ το σπίτι, ήταν το τρίτο μετά τον χαμό της γιαγιάς. Με αιχμαλώτισε για μια στιγμή η σκέψη της...
Προσευχήθηκα για την ψυχή της, προσευχήθηκα και για μένα και για τα παιδιά που ήταν δίπλα μου, για τα παιδιά όλου του κόσμου, όπως έλεγε η γιαγιά, που είναι η γλυκιά μας ελπίδα. Πρόσφυγας λοιπόν, αυτό ήμουν εκείνη τη στιγμή... Ήξερα βέβαια, πως εγώ δεν θα μπορούσα να ευχηθώ με ειλικρίνεια, «και του χρόνου στο σπίτι μου!». Το σπίτι μου, το σπίτι της γιαγιάς, είχε κλείσει μαζί της κι από τώρα πρόσφυγας θα δήλωνα κάθε Ανάσταση, χωρίς ελπίδα γυρισμού.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

Δεν ήταν παρά μία καθιερωμένη πλέον επίσκεψη στο ογκολογικό για τη θεραπεία της γιαγιάς, σε αντίθεση με τις πάντα απρόσμενες επισκέψεις της ποίησης. Είχε ήδη περάσει μια ώρα και περίμενα στην αίθουσα αναμονής.
Μας χώριζε ένας τοίχος απ’ το δωμάτιο της γιαγιάς, στο οποίο βρισκόταν με άλλες κυρίες που έκαναν την ίδια θεραπεία.
Εγώ, χαμένος στις σκέψεις μου, συνέχιζα αυτό που είχε ξεκινήσει απ’ τη διαδρομή. Λέξεις και στίχοι ανάκατοι που πίεζαν να μπουν σε σειρά, διέκρινα πως ήταν άλλη μια στιγμή δημιουργίας. Πήρα απ’ την τσάντα μου ένα κομμάτι χαρτί και ξεκίνησα να γράφω, να σβήνω και να διορθώνω, ενώ σταματούσα κατά διαστήματα, παρατηρώντας τις εικόνες γύρω μου. Οι άνθρωποι και εδώ βιαστικοί, πρόσθεταν ελπίδα ζωής σε κάθε επίσκεψη και με ένα ταλαιπωρημένο χαμόγελο συνέχιζαν τη διαδρομή τους μέχρι την επόμενη φορά.
Συνέχισα να παλεύω με το ποίημα, το οποίο στο μεταξύ ξεκίνησε να με απογοητεύει, οπότε άφησα για λίγο το στυλό και με μια κίνηση του βλέμματός μου, συνέλαβα ένα άλλο βλέμμα που ήταν καρφωμένο απάνω μου για ώρα, όπως φάνηκε. Αιφνιδιάστηκε όταν την αντιλήφθηκα και της χαμογέλασα, μα δεν ανταπέδωσε. Ήταν μια κυρία κάπου στα εξήντα, με τρυπημένο το δεξί χέρι. Μέσα στον κόσμο αυτό, το σημάδι στο χέρι είναι αρκετό για να ξεχωρίσεις τους επισκέπτες από τους ανθρώπους που παλεύουν για
λίγο χρόνο ζωής. Έσκυψε μπροστά της σαν να ντράπηκε, οπότε συνέχισα
κι εγώ την προσπάθειά μου με το ποίημα. Ανεβοκατέβαζα το κεφάλι μου, παρατηρώντας την. Η κυρία ξεκίνησε να με Βλέπει με παράξενο ύφος. Το απέδωσα στο ότι έγραφα με μανία ως συνήθως και ίσως αυτό να της προκαλούσε την περιέργεια. Ίσως πάλι, να προσπαθούσε να καταλάβει
αν ήμουν κι εγώ ασθενής...
Η γιαγιά βγήκε ξαφνικά κι ανέλπιστα απ’ το δωμάτιο θεραπείας, μιας και συνήθως αυτό κρατούσε πολύ περισσότερο. Της χαμογέλασα με ανακούφιση και την πήρα απ’ το χέρι. Το βλέμμα της κυρίας με κοίταξε αλλιώς κι έπειτα μου χαμογέλασε στοργικά... Είχαμε πιστώσει ακόμα
λίγο χρόνο για τη γιαγιά και θα ξεκινούσαμε για το σπίτι. Έφευγα με ένα ποίημα στο χέρι που τελικά δεν μου βγήκε και δεν θα οδηγούσε μάλλον πουθενά. Κρατούσα μέσα μου όμως αυτό το χαμόγελο, που ανταπέδωσε εκ των υστέρων η άγνωστη κυρία, για να καταλάβω πως πέρα απ’ τον πόνο, υπάρχουν κι άνθρωποι που είναι αφόρητα μόνοι, που πρέπει να φροντίσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ακόμα και σε τούτες τις στιγμές, που δεν ανταλλάζουν εύκολα χαμόγελα, γιατί δεν τους χαρίστηκαν ποτέ, που πρέπει να πιστώνουν μόνοι τον χρόνο τους, κι ας μην έχουν κανένα να τον μοιραστούν...

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου