Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ


1-ΑΝΔΡΕΑΣ


Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής γεννήθηκε στη Λευκωσία και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών. Δίδαξε σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εργάζεται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Ζει στη Λεμεσό.
Είναι μέλος στην Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Δημοσίευσε ποιήματα, μελέτες και άρθρα σε έγκριτα περιοδικά της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα ιταλικά, σέρβικά και στα γερμανικά. Ανθολογήθηκε σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Δημοσίευσε επίσης κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Απέσπασε Λ’ Πανελλήνιο Βραβείο Ποίησης (Μικρής Ποιητικής Συλλογής) σε πανελλήνιο διαγωνισμό.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Απ’ τα’ αλωνάκι της σιγής (2002)
Στην Ακτή των ποιητών (2008)
Όνειρα αμενηνά (2014)
Οδυσσέας Αστέρης (2018)


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ (2018)

Γένεση


Αφηγητής

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ

Γεννήθηκε μες στους λεμονανθούς και μες στα μόρα,
σε έναν τόπο που τον δέρνουν οι αιώνες,
πάνω στον αφρό της θάλασσας,
με ένα κρίνο του γιαλού στο χέρι
και ένα αγκάθι στην καρδιά,
καβάλα σ’ έναν στίχο.
Με τις μοίρες να καιροφυλακτούν,
ανάμεσα σε δυο χτύπους των καμπάνων,
περίκλειστος από τείχη,
χωρίς παράθυρα,
χωρίς εξόδους,
χωρίς σύνορα.
Έτσι έμαθε την ελευθερία των κυμάτων,
τη σκλαβιά της εφήμερης άμμου,
έτσι έμαθε την ομορφιά των κρίνων,
τ’ αγκάθια των αχινών.
Ενεδύθη την επώδυνη μεταμόρφωση
και ταξίδεψε το φωτεινό ταξίδι του άλγους,
μέσα στο παιδικό δωμάτιο,
με το βλέμμα της σιωπής
και τις λέξεις να φέγγουν
τις άπιαστες κορυφές. 

Χορός ποιητών

ΑΕΙΖΩΟΝ ΦΩΣ

Αίφνης αιώνιο πρόσταγμα,
έκρηξη αγάπης εγένετο
στο απέραντο σκότος,
πύρινη ουσία
φωτοβόλησε την αυλή τον Θεού,
άπιαστο πυρ,
άσπιλο νεύμα
στον κάμπο τον απείρου.
Κι από τότε
αέναοι πύρινοι δρομείς
σταχυολογούν το χρόνιο δράμα,
λευκόφως της ζωής
που πυρπόλησε τα φώτα των όντων,
σπίθες ζωής
που φεγγοβολούν σε κάθε αμόλυντη ύπαρξη,
έτοιμες για την αόρατη μάχη,
την αδιάλειπτη μάχη
φωτός και σκότους
στα χώματα τον κόσμου,
στ’ αλώνια της ψυχής.

Ταξίδι στο βάθος του κόσμου


Αφηγητής

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

Πήρε στα χέρια
ένα βαγόνι χωρίς ράγες
και βρέθηκε σ’ άλλη γη,
οι ουρανοί τον πρόδωσαν,
έριχναν βόμβες ναπάλμ
αντί για αστέρια,
έριχναν αλεξιπτωτιστές
αντί νιφάδες χιονιού,
το σπίτι έγινε αντίσκηνο,
το παιδικό δωμάτιο
χάθηκε για πάντα.
Του ’παν πως η γη σκίστηκε στα δυο
με μια κόκκινη γραμμή
και μια νεκρή πράσινη ζώνη,
του ’παν πως δεν πρέπει να ξεχνά,
πως το κόκκινο είναι εχθρός,
πως το μαύρο είναι χρέος,
πως το πράσινο είναι διαχωριστικό,
πως το μπλε είναι τόσο μακριά.
Ποιον να πιστέψει πια;
Τα χρώματα τον ξεγέλασαν;

Χορός ποιητών

ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ

Μυριάδες χρώματα
ιριδίζουν στον βυθό
του μικρόκοσμου,
γεμίζουν με απεραντοσύνη
κι αλήθεια τα σπλάχνα του,
φωτιά και πυρ
φεγγοβολούν
την απύθμενη άβυσσο
κι ακονίζουν
το αμόνι του πνεύματος
για τα μέγιστα της ζωής,
για τα μέγιστα του κόσμου,
κόσμου των λευκών γιασεμιών
και των φωτεινών άστρων,
του κόσμου του απείρου
που λάμπει αιώνια. 

Αφηγητής

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ψάχνοντας τ’ αστέρια που έχασε,
βρήκε τη θάλασσα,
βρήκε τον Σείριο και την Αργώ
να λαμπυρίζουν
στα αλμυρά νερά της νιότης,
δίπλα στα παλάτια της άμμου
και στα φωτεινά κιονόκρανα,
δίπλα στο ατέλειωτο μπλε της αλήθειας.
Οι ωρίωνες γλάροι τον καλούσαν
να βγει στ’ ανοιχτά,
μικρή σχεδία
στα νερά της Μεσόγειος,
κι οι ψαράδες ύφαιναν δίχτυα
να ψαρέψουν τον πολυπόθητο
φλοίσβο των λέξεων.
Μέσα στις δακρυσμένες
θαλασσοσπηλιές της προσμονής
οι φώκιες θρηνούσαν
τις πιο θνητές μέρες του
και τα θεόρατα κύματα
την πιο πικρή εκδοχή του.

Χορός ποιητών

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Η δική μας η θάλασσα
λευκά μαντίλια π’ ανεμίζουν
την αλμύρα τον αποχαιρετισμού
στην προκυμαία της Λεμεσού.
Κάστρα και πύργοι της Ρήγαινας
ξαγρυπνούν στ’ αγριεμένα κύματα
που ξεβράζουν κατακτητές
και Σαρακηνούς,
πλάι στις κόκκινες παπαρούνες
που ανθούσαν τη νιότη μας,
πλάι στις ακτίνες του ήλιου
που λούζονταν
στο λυκαυγές των Φοινικούδων
και στα κρυστάλλινα
χρώματα της Αμμοχώστου.
Η δική μας η θάλασσα
κουρασμένοι σφουγγαράδες
της Καλύμνου
που πλέουν τριίστια όνειρα
στο γαλάζιο της Κερύνειας.
Αχινοί και αστερίες στην υγρή διαφάνεια
κι οι ολόφωτοι άγγελοι
που βουτούν στα νερά
για να τους πιάσουν.
Τα φύκια που συλλαβίζουν
το τραγούδι της δύσης
κι οι Αφροδίτες που αναδύονται
στην αγκαλιά του ηλιοβασιλέματος
πίσω απ ’ τον βράχο της ψυχής τους.
Η δική μας η θάλασσα
φυλακισμένοι κόκκοι χρυσαυγής
που χαϊδεύουν τις ουρές των γοργόνων
μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα.
Αιώνια θάλασσα,
με τις νύμφες τον πελάγους να χορεύουν
στην ξαστεριά τον σύμπαντος
με την ελπίδα να γεννιέται
σε κλειστά όστρακα
και το φεγγάρι σε αγρυπνία
να λιβανίζει με αιωνιότητα
την προσμονή,
να ψέλνει τον όρθρο της ζωής,
τον χερουβικό ύμνο τον φωτός.
Η δική μας η θάλασσα
ακρογιαλιές του Ομήρου,
πατημασιές του Ζήνωνα και
του Στασίνου
στην ίδια άμμο,
στον ίδιο πόνο,
χιλιάδες χρόνια τώρα.

Οδυσσέας Αστέρης

ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Γεννήθηκες μες στο ηλιοβασίλεμα
κι έφερες την αυγή δροσάτη,
με ένα πανέρι γεμάτο σύκα
και σταφύλια στο κεφάλι,
κρατώντας
ένα φωτεινό κρίνο στα χέρια
κι ένα κόκκινο γαρίφαλο στην καρδιά
με τη δύναμη του ανέμου,
με τη χαρά του ήλιου
και το τραγούδι να ρέει στην ψυχή
κρυστάλλινο νερό αγάπης.
Κι όλο κερνάς απ’ τη στάμνα σου
τη φιλία δροσάτη,
την καλοσύνη καθάρια,
την αγνότητα ολόλευκη.
Ένας άγγελος επί της γης,
που πετάει
με τα φτερά της άνοιξης,
με τα φτερά της αρετής,
με τα φτερά της πίστης.
Κόρη των αστεριών,
κόρη του ήλιου.

Χορός ποιητών

Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΤΑΣ

Μικρά παιδιά,
ανοίξαμε πρώτη φορά,
με δισταγμό,
την κλειστή πόρτα της σοφίτας
και μπήκε το μέλλον,
σκληρό κι αγέρωχο,
κρατώντας μια δεσμίδα
με αριθμούς και χειμώνες,
με συναρτήσεις και παραδοχές,
αφήνοντας για πάντα πίσω μας
το παιδικό δωμάτιο
με τις νιφάδες του χιονιού
και τις λευκές μαργαρίτες,
κι εμάς,
μεγάλους πια,
να ψάχνουμε
ένα φως
να γυρίσουμε πίσω,
ένα φως
να φωτίσει
κοιλάδες και οροπέδια,
βάθη και ουρανούς,
ενός θνητού εαυτού
που λάτρεψε την αιωνιότητα.

Οδυσσέας Αστέρης

Ο ΕΣΩ ΠΛΑΝΗΤΗΣ

Σε ψάχνω κάτω απ’ το δέρμα μου,
μέσα σε μια θάλασσα από λυπημένες τρικυμίες,
στους έρημους λόφους της ιλαρής σιωπής,
στους θεσπέσιους ουρανούς των ονείρων.
Σε ψάχνω στα θεόρατα βάθη του κόσμου μου,
μέσα στα κρυμμένα φαράγγια των οδυνηρών σκιών,
στους ανέμους που ξεφυσούν το ανείπωτο,
στους γαλαξίες των οραματισμών.
Σε βρίσκω διάφανο,
να ταξιδεύεις στα έγκατα της ψυχής μου,
Άχρονο,
Άπειρο,
Αιώνιο,
Αρχαίο Φως,
Διάπυρη λάμψη,
που αναβλύζει απ’ τις κρήνες της αγάπης
και χρυσώνει με αιωνιότητα
το πολύπαθο της ύπαρξης.

Χορός ποιητών

ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ

Ερευνούμε το φως,
αναλύουμε το θάμβος των λέξεων,
ζυγίζουμε τον ήχο τους,
ζυγίζουμε την ηχώ τους εντός μας,
σηκώνουμε το βάρος τους
και μεταμορφώνουμε
αυτά που έφυγαν
αυτά που θα ’ρθουν,
ανασκάπτουμε την ύλη,
ανασκάπτουμε τα όστρακα του μυστικού,
γινόμαστε ρήματα
για να βρούμε
τη μία λέξη,
τον έναν στίχο,
το ένα ποίημα
που θα δικαιώσει το δάκρυ
ενός θλιμμένου κεριού
και θ’ ανάψει ένα φως
στα μάτια ενός παιδιού.
Ποιο είναι το δικό μας φως;
Ποιά είναι η δική μας λέξη;
Ποιο είναι το δικό μας σκότος; 

Οδυσσέας Αστέρης

ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Από παιδί,
για χρόνια,
κρατούσα στα χέρια
μια φωτογραφία
του πατέρα των ονείρων μου,
τον είπαν αγνοούμενο,
μα εγώ έπαιζα μαζί του για ώρες
μέσα στο παιδικό δωμάτιο
τις μέρες των μεγάλων βροχών.
Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε στη θέση του
ένα μαύρο σκοτάδι
που τρύπωνε μες στην καρδιά.
Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε το παιχνίδι στη μέση,
χωρίς τη χαρά του τέλους
κι ένα παράπονο στα μάτια.
Με πήγε πρώτη μέρα στο σχολείο,
όμως όταν πλησίασα τη δασκάλα
άξαφνα έφυγε,
αφήνοντας το χέρι μου μετέωρο,
να κρατά μόνο τη φωτογραφία του.
Αργότερα τον σύστησα στην άνοιξη,
είχα τόσο πολλά να πω γι’ αυτόν,
όμως άξαφνα έφυγε,
αφήνοντάς μου έναν βαρύ χειμώνα
και μια φωτογραφία στο χέρι.
Τον είδα που ήρθε κρυφά στα στέφανα,
χάρηκα,
ήταν σαν φως
που χόρευε μες στη χαρά του,
όμως άξαφνα έφυγε
κι άφησε στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του.
Χθες μου τον έφεραν
σε ένα μικρό κασόνι,
τον είπαν ήρωα
και τον στόλισαν
με χρώματα και σημαίες,
μα εγώ
εξακολουθώ
να κρατώ στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του
κι ένα κλωνάρι πικροδάφνης
με άνθη αιμάτινα.

Χορός ποιητών

ΦΩΤΟ-ΓΡΑΦΙΕΣ

Ζούμε
με μια αντανάκλαση του φωτός,
χωρίς το ίδιο το φως,
με μικρές
φωτο-γραφίες
στα χέρια και στην καρδιά,
με μικρές ιστορίες
που έγραψε το φως
μες στο σκοτάδι,
ζωγραφισμένη μνήμη
στιγμών που έφυγαν για πάντα
και που ζουν για πάντα,
σε μια άλλη διάσταση,
άτοπη,
σε έναν άλλο χρόνο,
άχρονο,
ενός παράλληλου σύμπαντος
κι ενός διάτρητου παρόντος.

Οδυσσέας Αστέρης

ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ AYLAN

Το κύμα σ’ αγκαλιάζει
στην πιο σκοτεινή ακτή του κόσμου
κι ο φλοίσβος σε νανουρίζει
στην αγκαλιά της γης,
μικρέ μου Aylan.
Ολόφωτοι άγγελοι
σου μαζεύουν κλειστά κοχύλια
και πορφυρά κοράλλια
για τα παιχνίδια σου.
Παίξε ξέγνοιαστος
στον κάμπο με τις ανεμώνες,
ο πόλεμος είναι μακριά, Aylan,
η φτώχεια είναι μακριά, Aylan,
μόνο η ενοχή έχει φωλιάσει
στην ψυχή της ελπίδας,
μόνο η ενοχή έχει τρυπώσει
στο δάκρυ του Θεού.
Εκεί,
στη χώρα της διαύγειας,
μαρτύρησε κρυφά στο αυτί του Θεού
όλα όσα κάνουμε,
πες του για τη σκοτωμένη άνοιξη,
για το λαβωμένο φως,
πες του για τα πνιγμένα βιβλία,
για τα ματωμένα παραμύθια.
Μαρτύρησέ τα όλα.
Μ’ ακούς;
Όλα.

Χορός ποιητών

ΨΑΧΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

Πνίγουμε την ελπίδα του κόσμου
σε θάλασσες από γρανίτη και μάρμαρο,
πνίγουμε την αγάπη του κόσμου
σε θάλασσες φόβων και αριθμών.
Ποιος κόβει τη θάλασσα σε λωρίδες;
Ποιος μοιράζει του ήλιου τις αχτίδες
σε πατρίδες αγάπης και μίσους;
Μεγαλώνουμε το φως
ν’ ανθίσει υάκινθους και γιασεμιά
μες στην ψυχή μας,
οργώνουμε τη γη που μας γέννησε,
να καρπίσει το φως της πατρίδας
εντός μας.
Ανέστιοι,
ψάχνουμε την Ιθάκη
στα πέρατα του κόσμου,
μα η Ιθάκη εντός μας.

Οδυσσέας Αστέρης

ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΑΛΛΟΤΙΝΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Ύστερα…
ύστερα ήρθαν οι ιππότες
με τα γεράκια στους ώμους
και τα χέρια γεμάτα χρυσάφι,
από χώρες μακρινές
μ’ ένα άλλο φεγγάρι,
να μου χαρίσουν τη δόξα της αστραπής
και να παραδώσω εκείνες τις λέξεις που φύλαξα
σ’ έναν σκληρό και άκαρδο κόσμο.
Φοβήθηκα…
«Δεν είμαι εγώ»,
τους είπα,
«άλλος είναι».
«Εγώ είμαι μόνο ένας ζητιάνος των λέξεων,
ένας υπηρέτης των μοναχικών λουλουδιών,
ένας δραπέτης αλλοτινών καιρών που πέθαναν».
Δεν με πίστεψαν…
Κι έτσι συνέχισα
ν’ ανεβαίνω στην αόρατη σκάλα
με τις μαργαρίτες και τ’ άπειρα σκαλοπάτια,
να φτάσω τα πουλιά,
κι όλο παραπατούσα και τσακιζόμουν
κι έπεφτα,
μα αρχινούσα απ’ την αρχή,
κάθε φορά που άκουγα εκείνο το φλάουτο
να τραγουδά τις νύχτες της σιωπής
όσα δεν ήθελα να ξεχάσω.

Χορός ποιητών

H ΠΑΛΙΑ ΞΥΛΙΝΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ

Παιδιά κρυβόμασταν απ ’ το φως
μέσα στην παλιά ξύλινη ντουλάπα,
κι όταν βγαίναμε φορούσαμε
παλτά γερασμένα
και σακάκια προγονικά.
Εκεί,
μέσα στην ντουλάπα,
αφήσαμε κλεισμένα για πάντα
βλαστάρια μυριστικά
και άνθη λεβάντας
που μόλις είχαν πλασθεί
από το χέρι του Θεού.
Εκεί μέσα αφήσαμε
κι ένα παιδικό χαμόγελο
που χάσαμε για πάντα
φορώντας ένα πρόσωπο
με γερασμένα αισθήματα
και παγωμένα βλέμματα
ενός κρύου χειμώνα
που τρύπωσε μες στην καρδιά μας.
Εκεί μέσα αφήσαμε
το νόημα του κόσμου,
ανάμεσα σε φθαρμένα υποδήματα
που περπάτησαν δρόμους και δρόμους
και πολιτείες μακρινές και ξακουσμένες,
όμως δεν έφτασαν πουθενά.

Νόστος


Οδυσσέας Αστέρης

ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΣ

Από καιρό θέλησα
να βάλω κάποια τάξη
στην αποθήκη του αθέατου,
να ξεχωρίσω
εύκολες νίκες
και αιμάτινες ήττες,
μάχες που έχασα,
μάχες που κέρδισα δύσκολα,
συναρτήσεις και παραδοχές,
αισθήματα και αριθμούς,
όσα έχασα για πάντα,
όσα έσωσα την τελευταία άνοιξη,
ζωντανά τραύματα
και οδυνηρές χαρακιές,
πρωτότοκους φόβους
και αιωνόβιες ελπίδες,
να μετρήσω πόσο φως έχανα
από τρύπες που άνοιγα
με τα ίδια μου τα όνειρα,
ρήματα που μάτωσα,
ουσιαστικά που με μάτωσαν,
σκιές που σκόρπισα,
σκιές που με συνέτριψαν.
Κι έτσι, γυμνός πια,
να κολυμπήσω
μέσα στο φως,
φορώντας
μόνο τη γυμνότητά μου,
όπως γεννήθηκα,
πρωτόπλαστος.

Χορός ποιητών

ΑΔΥΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Κυνηγάμε χρόνια
τον παράδεισό μας,
έναν διάφανο παράδεισο
που να καθρεφτίζει το είναι μας,
έναν παράδεισο προσωπικό,
μόνο δικό μας,
φτιαγμένο με όσα αγαπήσαμε
και όσους αγαπήσαμε
και λήθη,
πολλή λήθη
για όσα δύσκολα ζήσαμε
και μια απέραντη,
άδυτη νοσταλγία
για κάτι που δεν ζήσαμε ποτέ.

Οδυσσέας Αστέρης

ΤΟ ΜΕΓΑ ΤΑΞΙΔΙ

Γέμισα την ψυχή μου
με σκιές και θαμβός
που μάζεψα
σε σταθμούς και αναμονές,
σκιές αλλιώτικες
και φώτα αλλοτινά,
που συνομιλούν,
που αλληλομάχονται,
που αλληλοπλέκονται,
ζωγραφίζοντας
κορυφές και κοιλάδες,
όρμους και πεδιάδες,
μες στην ψίχα
του διάφανου
είναι μου.
Ποιος είμαι
δεν γνωρίζω
αν γνωρίζω,
ούτε αν είμαι
αυτός που ήμουν
ή κάποιος άλλος
που έγινα
ή που θα γίνω.
Πώς να επιστρέψω
εγώ που ήμουν
σε αυτό που ήταν;
Πώς να επιστρέψω
εγώ που δεν είμαι
σε αυτό που δεν είναι;
Δύσκολο και οδυνηρό
το μέγα της επιστροφής ταξίδι

Χορός ποιητών

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Τα ηλικιωμένα χρόνια
βάρυναν τα βήματά του,
στο βλέμμα του όμως πλέουν ακόμα
λευκά τριίστια και ψαρόβαρκες
αλλοτινών καιρών ξενιτεμένων,
και ονειρεύεται ταξίδια και λευτεριές
και επώδυνες επιστροφές
σε έναν κόσμο με ένα άλλο φως,
σε ένα φως ενός άλλου κόσμου.
Οδυσσέας αυτός που έκανε
το μέγα
της επιστροφής
ταξίδι.


ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ (2014)


ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ

Τι να ονειρεύεται εκείνη η στιγμή
αφημένη στην κουνιστή της πολυθρόνα;
Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται
ο αφρός της θάλασσας που κρυφοφίλησε την άμμο,
μια ηλιακτίδα που λούστηκε στο κελαρυστό ρυάκι,
ένα βλέμμα που λόγχισε την καρδιά ενός σεραφείμ.
Κάνει πως κοιμάται κι ονειρεύεται
πως με δυο διάφανες φτερούγες πετάει
στον ουρανό της αιωνιότητας,
στην ιερότητα της διάρκειας,
στην ελευθερία των ονείρων.
Ο χρόνος, ανελεήμονας,
τη διατάζει
«εκεί θα μείνεις
στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση».
Μα το όνειρο, όνειρο
κι η στιγμή, στιγμή,
υπάρχει
και χθες
και σήμερα
και αύριο.
Λεμεσός


ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗ

Χθες πέρασε απ’ εδώ
μια ξεχασμένη ονειροπόληση,
μου ’πε πως βρήκε ξανά
καινούργιο σθένος,
μετά από εκείνη
τη χειμωνιάτικη επαλήθευση.
Μου ’λεγε με τρόπο
πως οι πληγές του ονείρου επουλώθηκαν
και πως άρχισε την εργασιοθεραπεία,
ψηφιδωτό,
με ψηφίδες
κάτι πορφυρές προθέσεις,
κάτι μαβιά θέλω
και άλλες χρωματιστές ελαφρότητες.
Να την πιστέψω δεν θέλω
καθότι γνωρίζει καλά
η μοναχικότητά μου
τι σημαίνει όνειρο
και τι ακριβώς
η απομυθοποίησή του. 
Λατσί Μάριον


ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ

Όνειρα αμενηνά παγιδευμένα
στη δίνη της αδίστακτης κλεψύδρας,
αιματόβρεχτο βόλι ο κάθε κόκκος της άμμου της.
Άνοιξη παραδομένη
στη θάλασσα των δακρύων,
στον άνεμο που ανταριάζει και λυσσομανά.
Μοναχικά θαλασσοπούλια
ισορροπούν σε ουράνια ρεύματα,
μελωδούν την ενάλια αύρα.
Θαλερά φωταξίδια στο ζόφο της νύχτας μας,
πολύτιμα πετράδια που αντιφεγγίζουν
το προαιώνιο κάλλος,
το φως το πρώτον,
δεσμίδα φωτός που γεννάει κυκλάμινα
πάνω στην πέτρα.
Αιέν ονειρεύεσθαι…
Λεμεσός


Ο ΞΕΝΟΣ

Σγουρά μαλλιά έσταζαν
το μπλε της Μεσόγειος,
μες στα χέρια του
έπλαθε το φως κιονόκρανο,
κερί που λιώνει η ψυχή,
μεγαλωμένος με ηλιοστάλακτο ύδωρ
και Χριστόψωμο.
Μάζευε στα δίκτυα του
λαμπερά αστέρια
και πορφυρές παπαρούνες.
Τώρα ταξιδεύει μέσα στη θάλασσα
με ξένη βάρκα,
με ξένα κουπιά,
για μια ξένη Ιθάκη.
Ονειρεύεται ξένα όνειρα.
Αυτός.
Ο Ξένος.
Ακτή των Κοραλλίων


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΟΝΕΙΡΩΝ

Μέσα στο κάστρο της Κερύνειας
τα πήραν πισθάγκωνα
οι κάθε λογής εθελόδουλοι σαγιτάρηδες
και με επιδέξιες κινήσεις
τους λύγισαν τους νεανικούς καρπούς,
τους θρυμμάτισαν τα λεύτερα άκρα,
τους λόγχισαν τη μυώδη πλευρά
και τους φίμωσαν το λαλίστατο στόμα
που μιλούσε για λευτεριά.
Από το μάτι των ονείρων κύλησε
ένα στερνό πικρό δάκρυ.
«Βλέπετε τι έπαθαν τα αφελή όνειρα;»
είπαν οι ζωντανοί νεκροί αφέντες.
«Έτσι θα πάθετε κι εσείς.
Αν θέλετε να γλιτώσετε
προσκυνήστε
κι ευθύς ελεύθεροι θα ζήσετε».
(Το «μες στη σκλαβιά σας» δεν το ξεστόμισαν)
Κάποιοι επιφανείς
μετά από ενδελεχή μελέτη
των φιλίων και εναντίων,
έτσι νεκροί σαν ήταν,
έσκυψαν και γονάτισαν.
Από το στήθος των ονείρων
πέταξαν δυο άσπρα περιστέρια
κατά τον Μαχαιρά και το Δίκωμο,
μου φαίνεται.
Λατσί Μάριον


ΠΟΙΗΣΗ

Εκείνο το σύννεφο
που κουβαλούσε μες στην ψυχή
επέμενε να του δείχνει τον ήλιο,
εκείνος ο ήλιος
που κουβαλούσε μες στην ψυχή
επέμενε να του δείχνει το σύννεφο.
Κι είπαν το σύννεφο πόνο
και τον ήλιο ποίηση.
Ακτή των Κοραλλίων


ΑΛΕΞΙΑ

Ουρλιάζει καιρό τώρα
κείνο το βουβό όνειρο.
Ποιος να του πει
πως μιλιά δεν έχει
και πως οι χορδές της ψυχής του
πάλλονται ρυθμικά απ’ τον απόηχο της Σιωπής.
Ουρλιάζει καιρό τώρα
κείνο το βουβό όνειρο.
Ποιος να του πει
πως λέξεις δεν υπάρχουν πια
σε καιρούς αλεξίας.
Ουρλιάζει καιρό τώρα
κείνο το βουβό όνειρο.
που λέξεις δεν υπάρχουν πια
για να εκφράσει
την κραυγαλέα του έμπνευση.
Λεμεσός


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ

Κοιτάζει τη θάλασσα που λαμπυρίζει
και σκέφτεται την αλμύρα της,
κοιτάζει το διάφανο φως που ρέει
και μετράει την ισχύ του,
κοιτάζει το πέταγμα του αετού
και υπολογίζει τη σάρκα του,
μετράει το χρόνο με σπασμένο ρολόι
και γεμίζει το κενό της ψυχής του
με συσσωρευμένο τίποτα.
Βουτηγμένος σε πελάγη μοναξιάς
αναλύει τις ανάγκες
μιας απέραντης γκρίζας επιφάνειας
κι ονειρεύεται να ’ταν
οι στερήσεις όνειρα και
τα όνειρα φλουριά.
Ακτή των Κοραλλίων


ΑΜΕΡΙΜΝΗΣΙΑ

Αποβραδίς την κοίταγα γιαλό ποιον αρμενίζει
η βάρκα που ξεχώριζα μες στη λευκή νυχτιά.
Μην είν’ του ανέμου η θωριά,
του ονείρου η φαντασία
ή του καραβοκύρη της απλώς μια ξιπασιά;
Γύρω τριγύρω γύριζε στο ίδιο το βραχάκι
και πάλι ίσια τράβαγε μονάχα μια οργιά,
σαν έφτασε όμως σιμά της μπάρας μαϊστράλι,
εκίνησε σαν πρώτα ευθύς στην Ιθάκη της καρδιάς.
Λεμεσός


ΚΑΠΟΤΕ

Κάποτε δεν είναι παρά
μια βουτιά στο υπερούσιο φως,
μια λάμψη διάρκειας
μέσα στο σκοτάδι μιας αδυσώπητης σκλαβιάς.
Κάποτε πάλι δεν είναι παρά
ένα άγγιγμα του ήλιου,
ένα λυχνάρι που ’γίνε φως,
πάνω από πλόες ατελέσφορους,
πάνω από πικρά ναυάγια.
Κινούνται αμήχανοι,
εξορίζουν τα όνειρα
πέρα απ’ το φως,
πέρα απ’ τη ζωή,
που πλούτισε
απ’ τ’ άδικο,
που πλούτισε
απ’ την απληστία.
Ο ποιητής συνεχίζει
να βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα,
αιθεροβάμων μελετητής των αστεριών,
ταπεινός προσκυνητής των λέξεων.
Καράβια όνειρα,
εμπνεύσεις της ζωής,
θαύματα ιδεών,
λευκά πανιά
στου γλαυκού
το πανώριο ταξίδι,
ελάτε πάρετέ μας…
Ακτή των Κοραλλίων



ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (2008)


ΕΤΑΖΟΜΕΝΟΣ

Ιδού εγώ και πάλι
εταζόμενος.
Τα μόνα που θα βρείτε μέσα μου είναι
οικοσυστήματα του φωτός
και βιότοπους του ωραίου,
λιόφυτα και βοτάνια,*
πληθυσμούς ανθέων και
κοινότητες της αθωότητας.
Δεν το ’θελα αλλά έβλεπα
την Αφροδίτη τη θεά
μονάχη στα λουτρά της,
κόρες και κούρους, λάρνακες
στης Σκάλας τα δρομάκια
και Σαλαμίνες νιόφερτες
στης άμμου τα παλάτια.
Αγγέλους μυριόφτερους
και Παναγιές παρθένες
να με ξυπνούν, να μου λαλούν,
να τραγουδούν, να γράφουν
και τους κινδύνους όλορθους
εμπρός μου ν’ αγριεύουν.
Απλά εγώ σχημάτιζα
γραμμές εις τα χαρτιά μου
*Βοτάνια των πληγωμένων λέξεων
που χτύπησαν σαν έπαιζαν σχοινάκι
και ’γω τις βρήκα κατάμονες
στο ξασπρισμένο σκαλοπάτι,
με τα χεράκια τους να κλείνουν τα ματάκια
και το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα.
Οι στίχοι όρθιοι τις περίμεναν για να παίξουνε κρυφτό


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


ΠΑΡΑ ΘΙV’ ΑΛΟΣ

Από όστρακα θραυσμένα κάτασπρη,
ηχογράφος
στον βρυχηθμό της θάλασσας,
κάθε ρυτίδα σου και μια αγκαλιά για τα παιδιά
σαν κτίζουν το εφήμερο κάστρο τους,
να οριοθετεί το μπλε της θάλασσας,
το φαιοπράσινο της γης.
Πάνω σ’ αυτό το όριο,
σ’ αυτό ακριβώς το όριο του μετεωρισμού,
μύρια κογχύλια ολόμονα
να γράφουν στίχους για το αύριο.
Πόσοι στ’ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα
κρατούν τις σάλπιγγες σ’ όλες της γης τις θάλασσες
κι η ψυχή τους ανεμοδέρνεται ανάμεσα στους αλίανθους,
σ’ αυτό το ενδιαίτημα του λόγου,
το ενδιαίτημα των στίχων π’ άνθισαν;
Στην ακτή των ποιητών,
ενδιαίτημα υψηλού κινδύνου προς εξαφάνιση.


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Πόσοι στ’ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα,
μονήρεις,
αφήνοντας πίσω τους πόλεις και χτίσματα,
τείχη και μέταλλα,
αποτραβήκτηκαν σ’ αυτή την ακτή,
σε κάθε ακτή,
εκδυόμενοι της ψυχής τους το όστρακο,
να σχηματίσει μαζί μ’ αυτά των προηγούμενων ποιητών
θίνες ανά τους αιώνες;
Ως οι δρυάδες και οι νύμφες,
ως οι νεφέλες και οι νηρηίδες
μεταβαίνουν εις την ενωποιό
πάγλαυκη πνευματική πολιτεία,
με τα φτερά της ίριδας,
με τις ακτίνες του ήλιου,
να συναντήσουν αχανή
τα ποσειδώνια λιβάδια των οραματισμών
και τις υγρές ερήμους των στοχασμών,
να δουν τα ψάρια πουλιά,
τους ανθρώπους θεούς.*
* Αστέρια κρατούν στις απαλάμες,
προικιά της θάλασσας και φυλακτά,
σαν το σκοτάδι και πάλι κρύψει
του ήλιου τα μάτια τα λαμπερά,
θα’ ναι αυτά για να φωτίζουν
τη γη, τη θάλασσα και τα παιδιά


ΤΕΧΝΗΣ ΤΡΟΠΟΙ:
ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΤΑΝΩΝ

ΠΟΙΗΣΗ

Με βοτανικούς όρους
Δένδρον υψηλόν, αειθαλές, οξύκορφο η ποίηση
με βλαστούς σπάνιους περικαλλείς,
όρθιους.
Ολιγαρκές φωτόβιο είδος,
σε εδάφη φτωχά, άγονα,
με ρίζες βαθιές, σαρκώδεις,
διεισδύουσες στην ευκάρυα ζώνη της καρδιάς.
Αυστηρώς κινδυνεύον με εξαφάνιση.
Σε φυτοκοινωνίες μυστικές και αχανείς,
πνευματικές και αθάνατες.
Φύλλα καρδιοειδή, ακέραια,
ευπαθή, ρυπανσιόφοβα.
Άνθη λέξεις ακτινόμορφες με στεφάνη.
Με καρπούς πτερυγιοφόρους, εύοσμους,
αστερόμορφους, φωτεινούς,
διαρκείς, μακρόβιους,
με διεργασίες εσωτερικές,
μυστικές, πνευματικές και αθάνατες.
Ωρίμανση πολυετής επώδυνη.


ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

-Ούτε απόψε μας μέτρησε κανείς.
Εσένα;
-Κανείς.
-Ούτε είδε κανείς το στερνό φωταξίδι μας.*
* Μας έσβησαν φαίνεται με τα φώτα της πόλης.
Τα υπερεκτίμησαν αυτά τα φώτα.


ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Στο μαύρο της νύκτας κοιτάζουν ακόμη τ’ άστρα,
στις Κυριακές τ’ απόγεμα μαζεύουν αγρολούλουδα,
σμίγουν τα γέλια τους με τα γέλια των παιδιών,
γράφουν στίχους στην άμμο για τη θάλασσα,
να ’ρθει να τους πάρει και να φύγει,
να τους μαζέψει στα λευκά αφρώδη δίκτυα της.
Μαζέψτε αυτούς που έχουν τη δύναμη ακόμα να ονειρεύονται.
Αυτούς μαζέψτε.
Αποτελούν τη δύναμη της αύριον,
αποτελούν τους φορείς της άνοιξης,
αν η αύριον θα ’ναι άνοιξη.


ΟΡΑΜΑ

Είναι τ’ όραμα υπέρβαση, είναι αλλαγή και μετάβαση;
Ή μήπως οραματίστηκα έναν κόσμο
που δεν μπορεί να υπάρξει,
έναν κόσμο ουτοπικό;
Μήπως ο κόσμος πυροβολεί τους οραματιστές,
ή ο κόσμος ουτοποιεί τα επίπονα;
Ή μήπως οραματίζομαι
έναν κόσμο για ποιητές σ’ έναν κόσμο λεόντων;
Μόνη διέξοδος ο αυτοεγκλεισμός
στα όρια της ποίησης και των ποιητών.
Μόνη διέξοδος ο αυτομεθορισμός στην ακτή των ποιητών.
Μόνη διέξοδος η αυτοαπολιθωματοποίηση
ελπίζοντας σε άλλους γεωλογικούς αιώνες.


Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΨΙΑΣ

Νοστάλγησα μια χειραψία
που να μη μεσολαβούν
ανάμεσα στα δυό χέρια χρήματα
σαν στα φακελλάκια του γάμου.
Αλήθεια, γιατί τα συγκρατούμε
μέχρι το τελευταίο βήμα μας;
Αλήθεια, γιατί τα κρύβουμε βαθιά στην απαλάμη μας,
μέχρι ν’ αποτυπωθούν στην απαλάμη μας,
μέχρι να εμποτίσουμε τους χυμούς των κυττάρων μας;
Νοστάλγησα μια χειραψία
που να νιώσω, έστω, την παγωνιά του συντυγχάνοντα.


ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

Είδα πέτρες συστηματικά βαλμένες
τη μια δίπλα στην άλλη,
ξερολιθιές,
είδα ξυλοσανίδες κλειδαμπαρωμένες,
είδα τη γούρνα άποτη,
το γιασεμί κατάξερο,
είπαν πως κάποτε ακούγονταν
φωνές και κλάματα παιδιών
και των ερώτων οι κορώνες,
είπαν πως κάποτε ακούγονταν απ’ αυτό ψυχές,
είπαν πως κάποτε ήταν σπίτι.

ΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ

Το αίμα που διαπότιζε τώρα τα πατρογονικά χώματα
αποφάσισε ν’ αγκαλιαστεί όσο πιο σφιχτά μπορούσε
με τα χώματα της πατρίδας.
Πιότερο έτσι παρά πρόσφυγας στα ξένα.
Το χέρι του αδυνατούσε πλέον να συγκρατήσει
τους σπόρους που φύλαξε,
αργά αργά τους απόθεσε
στα βρεγμένα με το αίμα του χώματα.
Μια νεαρή ιστορικός τον φωτογράφισε
και μετά γύρισε στην αγκαλιά του εραστή της,
φιλόδοξου πολιτικού επιστήμονα,
θαυμαστή του Κίσσιγκερ.


ΠΟΛΕΜΟΣ

Όλα τα μάτια κι όλα τ’ αφτιά της γης
στράφηκαν στην κραυγή
του μικρού αγοριού.
Πριν από λίγο είδε πλακωμένα
στα χαλάσματα του σπιτιού του
την παραμυθία της μάνας,
την υπομονή του πατέρα,
τη μοναξιά των παππούδων,
τα παιγνίδια των αδερφιών
και την υποστήριξη των φίλων.
Ξαπλωμένος κι αυτός στην απόγνωση των ερειπίων,
έβγαλε από μέσα του
την προαιώνια κραυγή του πλανήτη μας
και την απεγνωσμένη φωνή των μελλοθανάτων του.
Μέσα στην τσέπη του παντελονιού του κρύφτηκε
μικρή πεταλούδα, η ειρήνη.

ΤΕΧΝΗΣ ΤΡΟΠΟΙ:
ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ


ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Με πρωτοκαθεδρία υποκειμένων
Οι γρίλιες φώτιζαν τις λευκές σελίδες,
το στυλό ξάπλωνε στο γραμμωτό φορμάικο,
τα χέρια κρατούσαν το κρεμαστό κεφάλι,
ο οινοχόος πρόσμενε τον πνευματικό οίνο,
το βλέμμα περπατούσε στα άδεια βιβλία,
οι σκέψεις απέφευγαν, οι λέξεις απέφευγαν,
επέκτειναν υπερβολικά τα όρια των νοημάτων τους,
η καρδιά αποσύρθηκε εντός των τειχών.
Έρημος.


ΗΜΙΚΑΤΟΧΗ

Με πρωτοκαθεδρία υποκειμένων
Οι δίσκοι κερνούσαν τα μισό άδεια ποτήρια,
τα πηρούνια πλήγωναν το μισοψημένο μοσχάρι,
οι καρέκλες πλησίαζαν το ημιπαράλυτο τραπέζι,
τα χημικά συγκρατούσαν τα ημιφορμαρισμένα μαλλιά,
οι κουβέντες επαναλάμβαναν το ημιελληνικό σίριαλ,
τα αυτοκίνητα οδηγούσαν τους ημιαδιέξοδους δρόμους,
οι τσέπες χωρούσαν τα μισοκλεμμένα φλουριά,
οι θυρίδες αποταμίευαν τα μισοφαγωμένα πουγκιά,
Έλεος.



Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής (2002)


ΙΑΧΕΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


Στη γη των ασφοδέλων

Και πάλι αγέρηδες λυσσομανούν τις θύελλες,
τις τραντάζουν απ’ τα μαλλιά,
αποσείουν την πλάση ολόκληρη,
ουρανοί μαύρα ντυμένοι βροντούν,
μπουμπουρίζουν κραδασμούς ισοπέδωσης,
φωτιές ίδιες που μας ξανάκαψαν τούτη τη γη,
οι ασφόδελοι όμως …εκεί.
Στη γη ετούτη φωτιές που πέρασαν,
φωτιές που θα ’ρθουν για ερήμωση,
οι ασφόδελοι όμως …εκεί.
Ένας ένας ξεπετάγουν απ’ τη γη ετούτη οι ασφόδελοι
λευκές ταξιανθίες επιμονής,
βαθιά προσαρμοσμένες σε τούτη τη γη
και στο γαλάζιο της θάλασσας.
Δεν φοβούνται οι ασφόδελοι
σκλαβιές και πίκρες.
Δάκρυα και στεναγμούς
που ήπιαν οι ασφόδελοι
για την αιώνια αναμενόμενη,
ερχόμενη Αγαπημένη,
στη γη ετούτη,
στη γη των ασφοδέλων. 

ΣΗΜ. Ασφόδελοι: φυτά βολβώδη που έχουν προσαρμοστεί στα μεσογειακά οικοσυστήματα με τις συχνές πυρκαγιές.


Δεν αφήνουν να ξεχάσουμε

Δεν αφήνουν να ξεχάσουμε
ο Ονήσιλος, ο Πράξανδρος, ο Ευαγόρας,
η μάνα κι ο πατέρας που ’ναι κει,
νεκροί και ζωντανοί,
οι άγιοι που μας φανερώνονται
να τους ανάψουμε το καντήλι,
ο αργαλειός, ο λιόμυλος, η γούρνα του σπιτιού μου,
της ιστορίας οι γραφές,
το βλέμμα του παιδιού μου.


Αντίδωρο

Στον Τάσο Ισαάκ
καί Σολωμό Σολωμού
Σήμερα μεταγγίσαμε αίμα στο συρματόμπλεγμα
να ζωντανέψει και να φύγει.
Σήμερα μεταγγίσαμε αίμα στον ιστό της σημαίας
να δρασκελήσει τη γραμμή
να λευτερώσει τον Πενταδάκτυλο.
Σήμερα τις φωτιές π’ άναψαν
τις σβήσαμε με ελιά και δάφνη.


ΑΠ’ Τ’ ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ


Κοινωνία της πληροφορίας

Τρέχουμε παραδαρμένοι μέσα στη θύελλα των καιρών
για το αποθησαύρισμα πληροφοριών
κωδικοποιημένων με αριθμούς.
Υδρορροές πληροφοριών, που γίνονται ποταμοί
και φουσκώνουν,
και γίνονται χείμαρροι
ορμητικοί,
και γίνονται θάλασσες,
και γίνονται ωκεανοί,
και πλημμυρίζουν το ανθρώπινο μυαλό,
που βουλιάζει στην ατέρμονη,
απύθμενη αριθμολογία.
Ποια πληροφορία μπορεί να καταγράψει
χελιδονοφωλιές που ξαναζωντάνεψαν,
μυγδαλιές μυριάνθιστες, κατάλευκες, πανώριες,
τη γαλήνη του μικρού παιδιού που κοιμάται
στην αγκαλιά του Κυρίου,
και του πουλιού το πρώτο αδέξιο ανέμισμα,
το θρόισμα του πρώτου φύλλου που ’πεσε κίτρινο,
το χάδι της θάλασσας στην ακτή των κογχυλιών,
τ’ αποψινού αστεριού το στερνό φωταξίδι;
Ποια πληροφορία μήνυσε
στους λιγοστούς αποδέκτες της
τη φωνή της Ζωής στις χορδές της ψυχής μας;
Τη φωνή της Ζωής, …της Ζωής, …της Ζωής…


Θάλασσα

Σχέδια, χρώματα σε φόντο από υδράργυρο,
Θάλασσα,
δεν ξέρω ζωγραφιά αν είσαι ή ζωγράφος,
απέραντη θάλασσα, αχόρταγη,
χρώματα, σχήματα,
καΐκια, σπίτια, πουλιά, άνθρωποι,
Ποιος είπε πως είναι άψυχη;
Ποιος είπε πως δεν μπορεί να νοιώσει την αγάπη μας;
Μας ζωγραφίζει ακατάπαυστα μ’ ένα πινέλο,
γρήγορα, να προλαβαίνει τις κινήσεις μας.

Αξιότιμος επισκέπτης

Υπερήλικας νάνος.
Έκανα πολύ δρόμο, θάλασσα,
για να σου φέρω αυτό το δάκρυ,
είναι πολλή η αγάπη
…κι η μοναξιά.
Γειά σου τώρα πάω,
δεν με περιμένει κανείς
και για τ ανήμπορα πόδια μου
ο δρόμος μακρύς.


Αφουγκράζομαι…

Τη σιγή της νύκτας με το φωτεινό πέπλο της,
τη σιγή της θάλασσας και τον ψίθυρό της,
τη σιγή του φωτός,
τη σιγή μιας εικόνας,
τη σιγή του ρόδου μου,
τη σιγή των ηχηρών αισθημάτων μου γι’ αυτήν,
που με κτυπούν στον τοίχο από τη δύναμη,
τη σιγή …μιας στάλας αέρα.


Νοσταλγία

Καταχείμωνο.
Καθισμένος πίσω απ’ το μεγάλο παράθυρο
χιλιάδες στάλες πλουμίζουν το διάφανο,
στολίζουν τη θέα,
οι μέρες περνούν, γίνονται χρόνια
κι’ ο ουρανός δεν λέει ν’ αλλάξει το γκρίζο του,
τα πουλιά φοβισμένα, κρυμμένα,
δεν κελαηδούν, δεν υμνούν, δεν ψάλλουν,
δεν αινούν, δεν δοξολογούν,
δεν τραγουδούν την Άνοιξη,
περιχαρακώθηκαν όλα γύρω από ένα
…sing,
Η ώρα πέρασε,
άρχισε πάλι η βροχή,
κι’ οι στάλες άρχισαν να κατηφορίζουν πικρά.
Να μπορούσα να δρασκελούσα το πέλαγο
και στη γη του φωτός με αστείρευτη διακριτικότητα
να πολυλογούσα μονολεκτικά
να μονολογούσα πολύλεκτα …


Εκστατική Δοξολογία

Τα λευκά πουλιά σε λαξευτές φωλίτσες
με τις φτερούγες προς τα πάνω ανοικτές
να γεμίσουν
ήλιο άχρονο,
ήλιο άπειρο, άπτωτο,
με τα ιλυώδη κεφάλια προς τα κάτω,
προς τη γη,
ωσάν φιγούρες χορού αργόσυρτου
να γλυκοτραγουδούν εύηχα
ενύμνια απειρόκαλλης μυσταγωγίας,
ηχηρούς Υάκινθους και ψαλμικούς λαλλέδες,
αίνους ηλιοτρόπια,
κύμβαλα και σάλπιγγες,
χορδές και κιθάρες σε χρώμα από βιολί,
εντεύξεις ψυχικής κατάνυξης,
εκστατικής δοξολογίας. 


Νυκτερινές Ερωτοτροπίες

Όλη τη μέρα τον παρακαλούσε,
τον προσκαλούσε να σμίξει μαζί της,
κι’ αυτός παραδομένος τώρα
βυθίζεται αργά αργά μέσα της,
παραδομένος της χαρίζει το γλυκύτερο φως
κάνοντας πασιφανή την ευαρέσκειά του, ο Ήλιος
κι’ η Αλυκή ηδονοκλονισμένη, τον καθρεφτίζει.


Ποίηση ΙΙ

Βάζω κι’ αυτή την τελευταία πέτρα,
από άφωνα σύμφωνα και εύφωνα φωνήεντα,
κι ακουμπώ να ισορροπήσω,
ένας γλάρος ήρθε και κάθισε
κι έγινε διάφανος,
μια μαργαρίτα άνθισε,
παράξενο,
κι’ εγώ σαν μέτοχος της ευτυχίας αισθάνθηκα,
κι’ ήταν τόσο ευτελή τα κτιστικά,
κι’ οι πέτρες τόσο συνήθεις
για να ανοίξουν τους κρουνούς τ’ ουρανού,
να διαπεράσουν το εξώδερμα
κι απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής να διέλθω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου