Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΝΟΡΑ ΝΑΤΖΑΡΙΑΝ


nora
.
Η Νόρα Nατζαριάν είναι μια βραβευμένη Κύπρια ποιήτρια και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στη Λεμεσό και διαμένει στη Λευκωσία, έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία με διηγήματα της «Ledra Street»(2006) και το «Girl, Wolf, Bones» (2011). Έχει κερδίσει βραβεία και επαίνους σε διάφορες διεθνείς διαγωνισμούς. Πρόσφατες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν μια δίγλωσση έκδοση (Αγγλικά-Γερμανικά) επιλεγμένων ποιημάτων του Hochroth (Γερμανία) και η συμμετοχή στις ανθολογίες Best European Fiction 2011 (Dalkey Archive Press, USA) και Being Human (Bloodaxe Books, UK)
Πρόσφατα, έχει συνδυάσει το γράψιμο με έργα τέχνης ή / και φωτογραφία. Είναι η δημιουργός του βίντεο με τίτλο «My Face Is My Own» (2010), όπου το κείμενο και φωτογραφίες χαρτογραφούν τα ανθρώπινα πρόσωπα μιας τυχαίας διαλογής από τους δρόμους της Κύπρου.
Συνεργάστηκε με το διακεκριμένο Κύπριο καλλιτέχνη Νικόλα Παναγή στο έργο του »Δέκα Θάλασσες» – μέρος της έκθεσης «Μητέρα Μνήμη» του 2011 – όταν δύο οθόνες πρόβαλλαν το κείμενο του ποιήματός της να αναδύεται σταδιακά μέσα από τις φωτογραφικές εικόνες του μελαγχολικού τοπίου (Ζύγι) και το κύμα – χείλη, της απαγγελίας της ποιήτριας.
Το 2011 πήρε μέρος στο «The Fiction Project», με το έργο «It Touches Everything», ένα βιβλίο χειροποίητων σελίδες των διηγημάτων και κολάζ όπου το κείμενο εμπλουτίζεται οπτικά και παρουσιάζεται με πρωτότυπο τρόπο.

ΠΟΙΗΣΗ

GAR OU CHGAR (ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ)

Ξαναπές μου εκεινό το παραμύθι, πατέρα.
Τό παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρα της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.
Πες μου για την χώρα όπου δεν γεννηθήκαμε
αλλά που εκεί πεθαίνουμε κάθε μέρα της ζωής μας.
Πες μου για άλλη μιά φορά
γιατί οι Αρμένικες ιστορίες ειναι τόσο θλιβερές
και γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γράμματα που σε πνίγουν
όταν οι λέξεις σου σβήνουν και τα χείλη σου τρέμουν.
Πες μου πόσο θα ήθελες να μην υπάρχουν όλα αυτά,
αλλά υπάρχουν. Και δεν είναι παραμύθι
Είναι η ιστορία μας.
Gar ou chgar.
Υπήρχε μια φορά, και δεν υπήρχε.
Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο ν’ αρχίσει κανείς
‘Μια φορά κι εναν καιρό’ και να τελειώσει ‘ …αυτοί καλύτερα’.
Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο στα παραμύθια που μου λες.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΘΟΥΝΤΑ

Την κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την έλουσες μέσ’ το φεγγαρόφωτο.
Της έδωσες αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη χάιδεψες – Ω! Μα τόσο απαλά –
κι εκείνη, πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.
Πυγμαλίωνα, είπε, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα, τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.
Ήταν η νύχτα που την έκανες γυναίκα,
και που σ’ έκανε άντρα.
Και τα κύματα διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των ποδιών τους.

ΓΙΑΣΕΜΙ

Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.
Ήταν η παιδική της ηλικία και πάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου
σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε
Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.
Τώρα, ενώ περνούσε την μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με τον γαλάζιο μπερέ
παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια, και άνοιγε το στόμα του
για να φωνάξει το ΑΛΤ!
αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.
ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο
της ζωής της.
Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη –
Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.
Μοιρασμένη Στα Δυο, 2003

ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ

Όταν είμαι κουρασμένη
σκέφτομαι το λαιμό σου
που ήτανε το μαξιλάρι μου,
ένα βαθούλωμα που το γέμιζαν
μέρη του προσώπου μου –
στόμα, μύτη, μάτια, μαλλιά –
κάθε νύχτα, για χίλιες και μια νύχτες,
τότε που μέναμε άγρυπνοι και λέγαμε
ιστορίες ο ένας στον άλλο.
Τη χιλιοστή νύχτα
μας τελείωσαν τα λόγια
και την χιλιοστή πρώτη
ήμουν τόσο κουρασμένη
που σταμάτησα να μιλώ.
Έτσι ακούγαμε τη Σιωπή
να μας διαβάζει ιστορίες
κάθε νύχτα, και το πρόσωπό μου
κοιμόταν πάνω στο λαιμό σου –
μέχρι που μια νύχτα άκουσα
την αναπνοή της πάνω στο δέρμα σου.

ΔΑΚΤΥΛΑ (ΚΥΠΡΟΣ, 1974)

Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.
Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλα της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.
Άρχισες να νιώθε
ις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα πέντε.
Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσει χάμω.
Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε. Πέντε.
Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να ’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν
Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.
Η Φωνή Στην Κορυφή Της Σκάλας, 2001

ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ

Με ρώτησες τι έκανα
την περασμένη Κυριακή, όταν
με πήρες τηλέφωνο και δεν το απάντησα.
Στεκόμουν μπροστά από ένα καταρράκτη
στην γκαλερί Τέιτ. Όχι μακριά, όπως
οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά κοντά, πολύ κοντά, και κοίταζα
και κοίταζα αυτό το αφηρημένο τοπίο
που κρυβόταν πίσω από λευκούς καταρράκτες. Δεν ήμουν σίγουρη
αν ήταν τα δέντρα πρώτα, ή το νερό, ή τις σκιές που αναγνώριζα
Ήταν όλα σκεπασμένα σε μια ελαφριά ομίχλη,
αλλά ήξερα ξεκάθαρα ότι τα μάτια της γης που
με παρακολουθούσαν, χαμένη, εδώ, κάπου στο Λονδίνο
με παρότρυναν να μπώ κι εγώ κάτω από το νερό που χτύπαγε
μαζί με άλλους σαν κι εμένα που κρατιώντουσαν
πάνω στο βράχο της ταυτότητάς τους,
σ’ αυτόν τον ατελείωτο καταρράκτη που έρεε
και έπεφτε και έπεφτε ασταμάτητα.
Με ρώτησες κάποτε
τι σημαίνει να είσαι Αρμένιος.
Είναι αρκετά δύσκολο να το εξηγήσει κανείς.
Εμπνευσμένο από πίνακα του Αρσίλ Γκόρκι (1904 – 1948)
Ο αρμενικής καταγωγής Αρσιλ Γκόρκι θεωρείται από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς ζωγράφους του 20ού αιώνα. Τα έργα του θεωρήθηκαν ένα φαινόμενο «αμερικανοαρμενικής τέχνης». Για τον Γκόρκι, η τέχνη δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ανάγκη. Έβαζε τη ζωγραφική του πάνω από κάθε τι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΙΤΟΝΑ ΜΟΥ

Δεν είμαι σίγουρη από πού είσαι.
Υποθέτω από πολύ μακριά, κρίνοντας από το βλέμμα των ματιών σου.
Σε βλέπω στο μπαλκόνι όταν κάθομαι στο δικό μου.
Κάποτε το βλέμμα σου είναι καρφωμένο στο κινητό σου
σαν να αδημονείς να χτυπήσει
κι όταν χτυπά έχεις πάντα τόσα πολλά να πεις
στην γυναίκα στην άλλη γραμμή που σου λέει και ξαναλέει πως σε πεθύμησε.
Σας χωρίζουν σύνορα και η βαθιά θάλασσα
κι από μένα σε χωρίζει η γλώσσα και το τείχος
ανάμεσα σε δύο μπαλκόνια.
Ας υποθέσουμε πως θέλω να μάθω τα πάντα για σένα.
Φαντάσου πως θέλω να σε προσκαλέσω για καφέ η για ένα ποτήρι κρασί
και βάζουμε τις ζωές μας στο τραπέζι και συγκρίνουμε την παιδική μας ηλικία.
Συζητούμε για τα πάντα και για οτιδήποτε και μιλούμε για τις ειδήσεις
και λέμε πως κανένας δεν πρέπει να είναι μόνος του στον πλανήτη
κι ότι δεν πρέπει να κρατάμε τα πάντα μέσα μας
ή να σβήνουμε τα συναισθήματά μας
ή να κλειδώνουμε την καρδιά μας ή να κρύβουμε τις σκέψεις μας
ή να προσποιούμαστε πως δεν είμαστε άνθρωποι.
Αν ο χρόνος είναι μία γραμμή, είμαστε κι οι δύο στην ίδια γραμμή.
Αν η ζωή είναι ένας κύκλος είμαστε και οι δύο στον ίδιο κύκλο.
Κάποτε όταν σε κοιτάζω, βλέπω σε σένα τον εαυτό μου.

ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ

Για τους Basim Furat, Emad Jabbar και Yilma Tafere Tasew
πρόσφυγες από Ιράκ και Αιθιοποία
Διασχίσαμε την έρημο, αφήνοντας πίσω τις καρδιές μας.
Ταξιδέψαμε μέσα από εκρήξεις μέρες και νύχτες
για να πατήσουμε τη κρύα αφιλόξενη ακτή της νέας μας ζωής.
Διασχίσαμε την έρημο, τυφλώνοντας τις αναμνήσεις μας
χύνοντας χούφτες την άμμο να κάψει το κενό,
να γεμίσει το άδειο εκείνο μέρος που έπρεπε να κτυπά η καρδιά μας.
Σ’ αυτή την κρύα, άγρια ακτή, μια καινούρια ζωή.
Κοιμόμαστε πλάι στον ωκεανό και αφουγκραζόμαστε
φωνές απ’ το παρελθόν να φτάνουν με τα κύματα.
Κοιμόμαστε πλάι στον ωκεανό και καρτερούμε
το αλάτι να αναδυθεί και να ξεπλύνει τις πληγές.
Κοιμόμαστε πλάι στον ωκεανό και αφήνουμε τους γλάρους
να ξεσκίσουν τις ουλές που γιατρεύονται.
Κοιμόμαστε πλάι στον ωκεανό και ονειρευόμαστε
τη ζεστασιά του ιδρώτα και του αίματος.

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Γεωμετρία

Δύο ευθείες τέμνονται όταν έχουν ένα κοινό σημείο. Το κοινό σημείο ονομάζεται σημείο τομής.
Η πρώτη τους συνάντηση έγινε αρκετά χρόνια πριν, μέσα σ’ένα καφενείο στο κέντρο της πλατείας, στην άκρη της πόλης, όταν ο σερβιτόρος μπέρδεψε τους καφέδες τους. Εκείνη πήρε απ’ τον δίσκο τον μέτριο, ενώ εκείνος, που καθόταν λίγο πιο πέρα στο μπαρ, αναγκάστηκε να πιει τον καφέ που δεν ήταν δικός του.
«Συγγνώμη», του είπε, «νομίζω πως πίνω τον καφέ σας κατά λάθος.»
Και χαμογέλασε. Το ξαφνικό χαμόγελό της της έδινε μια όψη νεανική, τον έκανε να σκεφτεί πως έμοιαζε πολύ με μια παλιά του φίλη με την οποία είχε χάσει επαφή προ πολλού. Όταν άρχισαν να συζητούν για διάφορα θέματα διαπίστωσαν ότι σε πολλά σημεία είχαν παρόμοιες σκέψεις και επιθυμίες. Σκέφτηκε πως κάτι είχε αρχίσει να συμβαίνει μεταξύ τους και βρήκε επιτέλους το θάρρος να τη ρωτήσει κάποια πράγματα για τον εαυτό της. O καθένας έλεγε τα δικά του, αυτή τον άκουγε, αυτός μιλούσε, μετά μιλούσε εκείνη και την άκουγε εκείνος. Θέλω πολύ να σου πω κι άλλα πράγματα από τη ζωή μου, αλλά μπαινοβγαίνει κόσμος, πρέπει να πάμε κάπου αλλού. Ας μιλήσουμε για τα κρυφά μας όνειρα. Θέλω πολύ να σε γνωρίσω. Θέλω πολύ. Πότε θα ξαναβρεθούμε;
Όταν ξαναβρέθηκαν, ξεδίπλωσαν το τραπεζομάντιλο, τακτοποίησαν πετσέτες, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα. Άνοιξαν και σερβίρισαν το κόκκινο κρασί, τσούγκρισαν τα ποτήρια. Το πριν και το μετά μπλέχτηκαν και ξεμπλέχτηκαν. Κύλησε το κρασί στο στόμα της και μέσα στην ψυχή της. Και γυρνούσε στο μυαλό της συνέχεια ο ορισμός για τις δυο ευθείες, κάτι που μαθαίνεις στην πρώτη γυμνασίου, ένα απ’ τα πράγματα που δεν ξεχνά ποτέ κανείς, όπως το επίθετό σου ή όπως τα γενέθλιά σου.
« Πιστεύεις στη μοίρα;» τον ρώτησε. «Δε γνώρισα ποτέ μου άντρα που να πιστεύει στη μοίρα.»
─ Όχι, όμως πιστεύω στο σύμπαν. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία για τους γαλαξίες, τους λευκούς νάνους και …
Άλλα ήθελε να της πει κι άλλα της έλεγε. Ήθελε να της πει πως όταν την έβλεπε ερχόταν η τρελλή σκέψη στο μυαλό του ότι θα μπορούσαν να γίνουν ζευγάρι. Πως, ανάμεσα σε χίλιες γυναίκες, πάλι μ’αυτήν θα ερωτευόταν, πάλι αυτήν θα ποθούσε, παρόλο που δεν τη γνώριζε καν, παρόλο που πριν από λίγες μέρες δεν ήξερε καν το όνομά της.
─ …Πώς να στο πω;
─ Ποιο;
─ Τίποτα.
Στο τέλος της βραδιάς, όμως, τη φίλησε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τα δύο αυτά μυθιστορηματικά πρόσωπα είχαν πια συναντηθεί. Η μυθιστοριογράφος, καθισμένη στο γραφείο της, έβλεπε την ορθογώνια οθόνη του υπολογιστή της και τη γέμιζε με λέξεις, με προτάσεις και συλλογιζόταν πώς αυτοί οι χαρακτήρες που γεννιούνται στη σελίδα 12 θα καταλήξουν στη σελίδα 230.
Κάποτε η πραγματικότητα δε διαφέρει από μια οποιαδήποτε φανταστική ιστορία.
Η μυθιστοριογράφος θυμάται την ερώτηση που της έκανε ο εραστής της την προηγούμενη, μια ερώτηση που την ξάφνιασε: «Ποιον κρύβεις βαθιά μέσα σου;»
Αυτή την ερώτηση θα την κάνει ο ήρωας στη σελίδα 144.
Έπιναν καφέ όταν συνειδοποίησε πως είχε στρέψει το βλέμμα της κι έριχνε φευγαλέες ματιές στους άλλους που κάθονταν, σαν τους ίδιους, γύρω από τα τραπεζάκια του ασφυκτικά γεμάτου κέντρου. Κοίταζε την ώρα, κοίταζε το κινητό της.
Εκείνος άρχισε να φοβάται πως θα την χάσει. Εκείνη δεν τον έβλεπε πια σαν τον άντρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένη για μήνες. Τι έγινε; Δεν μπορούσε ούτε η ίδια να το καταλάβει γιατί τα διαστήματα ανάμεσα στις συναντήσεις τους μεγάλωναν και πως η ζωή συνεχιζόταν και περνούσαν μέρες και βλεπόντουσαν ακόμα πιο σπάνια. Πως δεν είχαν πια τίποτα να πούνε ο ένας στον άλλο, πως δεν τους είχε μείνει τίποτα κοινό.
─ Συναντάς κάποιον άλλο;
─ Μα … γιατί; Zηλεύεις;
─ Δε ζηλεύω. Μια απλή ερώτηση έκανα. Γιατί δεν απαντάς;
─ Ό,τι είχαμε μεταξύ μας τελείωσε. Θα’ θελα να μείνουμε φίλοι…
«Δεν μπορεί,» σκέφτεται. «Δεν μπορεί να μου είπε αυτό που μόλις άκουσα.» Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια του μεγαλώνουν. Για πρώτη φορά μετά από μήνες τη βλέπει χωρίς να τη βλέπει, η οργή του είναι ολοφάνερη όταν τη ρωτά:
─ Ποιον κρύβεις βαθιά μέσα σου;
Η ζωή των χαρακτήρων είναι περιφραγμένη, είναι το τετράγωνο που ζωγράφισε για κείνους η συγγραφέας, το τετράγωνο των περιφραγμένων ψυχών. Ξαναδιαβάζει την τελευταία σελίδα και χαμογελάει πικρά. Διαβάζει και το μήνυμα που πήρε μόλις τώρα στο κινητό: «Πότε θα βρεθούμε;»
«Είσαι πολύ σκληρή μαζί με τους χαρακτήρες σου,» της λέει, αργότερα, όταν την κρατάει αγκαλιά στο κρεβάτι. «Γιατί το κάνεις αυτό; Εφόσον αυτός είναι ξετρελλαμένος μαζί της, γιατί πρέπει να υποστεί αυτόν τον εξευτελισμό; Δεν το νοιώθει αυτή πως τον σκοτώνει ;»
─ Μ’αγαπάς;
─ Σου το’ χω πει χίλιες φορές.
─ Θέλω να μου το ξαναπείς. Επειδή δεν είμαι αυτή που σ’ έχει κάθε μέρα.
─ Ωραία. Σ’ αγαπώ. Πολύ. Είσαι όμορφη και ταλαντούχα. Ελπίζω μόνο πως δεν είμαι ο ήρωας του μυθιστορήματός σου…
─ Φοβάσαι μήπως σε παρατήσω;
─ Όχι! Φοβάμαι μήπως τελειώσει η ιστορία μας.
Την είχαν ρωτήσει σε μια συνέντευξη αν αυτά που έγραφε ήταν αυτοβιογραφικά.
« Όχι εξ ολοκλήρου,» είχε απαντήσει. «Οι ιστορίες που γράφω είναι, συχνά, εντελώς φανταστικές. Όμως, δεν μπορώ παρά να ταυτίζομαι με τους χαρακτήρες μου, να νιώθω αυτό που νιώθουν, να πονώ όπως κι αυτοί, να κλαίω ή να γελάω. Αυτή είναι η δουλειά μου ως συγγραφέας. Αν δεν το καταφέρω αυτό, σημαίνει πως απέτυχα.»
─ Πότε ερωτευτήκατε, αλήθεια, τελευταία φορά;
─ Είμαι ερωτευμένη συνέχεια. Με τη ζωή.
─ Πώς θα χαρακτηρίζατε τη ζωή ενός συγγραφέα;
─ Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Τελευταίως, όταν έγραφε, ένοιωθε μια παράξενη ανάγκη να βγάζει ό,τι είχε μέσα της προς τα έξω, συγχύζοντας πού και πού αυτά που έλεγε η ηρωίδα της με αυτά που θα έλεγε η ίδια στις ίδιες περιπτώσεις.
Σαν καθόταν τώρα και δακτυλογραφούσε ένα γράμμα, δεν ήταν σίγουρη πια αν αυτό ήταν μέρος του βιβλίου ή γράμμα που θα έστελνε η ίδια σύντομα, επειδή ήταν κάτι που είχε σκεφτεί και ξανασκεφτεί, αυτό το κάτι, που έπρεπε επιτέλους να γίνει.
Αγάπη μου,
Σ’αναζητώ παντού. Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε χάσω. Πάντα μου το’ λεγες πως δεν είμαι ρομαντική, πως παίρνω απότομες αποφάσεις. Όχι, δεν είναι αυτό. Απλά δεν ξέρω τι θέλω απ’ τη ζωή μου, αλλά ίσως με λίγο περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μου… ίσως το βρω.
Και καθώς νυχτώνει και βγαίνει τ’ολοστρόγγυλο φεγγάρι σαν μια μάσκα θεάτρου, θυμάμαι τον τελευταίο μας καφέ που κρύωσε και δεν ήξερα πώς θα σου’ λεγα αυτό που έπρεπε να σου πω και μπέρδεψα τα λόγια μου, επειδή άλλο να μιλάς και να κοιτάζεις τον άλλο στα μάτια, κι άλλο να γράφεις. Η αγάπη δεν είναι γεωμετρία, και δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε, και δεν γίνονται όλα με μαθηματική ακρίβεια όπως στα βιβλία της πρώτης γυμνασίου. Και δεν μπορώ ν’αποδείξω τίποτα όπως γίνεται στα θεωρήματα.
Το μόνο που ξέρω σίγουρα αυτή τη στιγμή είναι ότι η ηρωίδα μου κι εγώ είμαστε ένα. Κλαίνε και οι δύο μαζί τώρα. Ο κόσμος αλλάζει αρώματα, αλλάζει εποχές, κι εγώ εδώ, εσύ εκεί. Το ξέραμε πως κάποτε θα χωρίζαμε. Τι άλλο να πω; Σελίδα 257. Μου έχουν λείψει τα λόγια, οι ιδέες. Κάτι θα σκεφτώ. Αύριο ίσως. Η ζωή είναι κυκλική, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Σε φιλώ.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Όταν την έφεραν στο οικοτροφείο, ήταν ένα κορίτσι πετσί και κόκαλο. Το κοίταζαν όλοι παράξενα το μελαγχολικό, αμίλητο κορίτσι με τα πελώρια, μαύρα μάτια, το μελαμψό δέρμα και τα πυκνά μαλλιά. Φορούσε ένα φαρδύ μαύρο φόρεμα και στα πόδια της ένα ζευγάρι αντρικά παπούτσια.
Όταν την ρωτούσαν το όνομά της, αυτή απαντούσε “Δεν ξέρω.” Δεν έτρωγε. Έπινε μόνο λίγο νερό, τόσο λίγο όσο ένα σπουργίτι. Μόνο τα μάτια της μαρτυρούσαν πως ζούσε, μάτια πιο μαύρα κι απ΄το κάρβουνο, μάτια που πετούσαν φλόγες, μάτια που είχαν δει περισσότερα απ’ ότι νόμιζαν οι υπόλοιποι.
Κανείς δεν ήξερε πως ξάγρυπνη κάθε νύχτα στο σκληρό στρώμα του οικοτροφείου σκεφτόταν πόσο διαφορετικά ήταν όλα σ’αυτό το νησί, σ’αυτή τη χώρα, τόσο μακριά από τη δική της. Κανείς δεν φανταζόταν πως χιλιάδες εικόνες και αναμνήσεις φόρτιζαν το κεφάλι της. Και το ένιωθε βαρύ, τόσο βαρύ. Πως μέτραγε κάθε νύχτα τις ανάσες της, πως την έλουζε κρύος ιδρώτας, και πως μουρμούριζε λέξεις σε μια γλώσσα την οποία δεν είχε ακούσει ποτέ κανείς.
Μια μέρα παραπάτησε στο σκαλί, έπεσε και έχασε τις αισθήσεις της.
***
Σωριάστηκα χάμω και σκέφτηκα πως πέθαινα, πως ήμουν η γυναίκα με το ξεσκισμένο σώμα που κάθε τόσο έπεφτε πάνω στην καυτερή άμμο της ερήμου και σηκωνόταν μετά από ώρα με νέες πληγές στο ξεφλουδισμένο της κορμί, που βάδιζε κι έκλαιγε, γυρεύοντας απεγνωσμένα τα δύο της παιδιά και μια σταγόνα νερό. Μέσα στην έρημο των πτωμάτων, μέσα σ’αυτόν τον εφιάλτη, πέθανα κι εγώ.
Μια σιγανή φωνή με ρώτησε ποια ήμουν. Ήταν μια φωνή απαλή σαν βάλσαμο.
“Δεν ξέρω”, απάντησα. “Το μόνο που ξέρω είναι ότι δε ζω.”
“Κι όμως,” απάντησε και πάλι η φωνή. “Ζεις. Και σε λένε Βαρτανούς.”
Με λένε Βαρτανούς και είμαι δεκαέξι χρονών. Ο πατέρας μου πουλάει υφάσματα όλων των ειδών στο κέντρο του χωριού. Αλατζά, κρέπια, μετάξια, κασμίρια με τον πήχη. Όταν περνάω απ’ το μαγαζί, βλέπω γύρω μου λογιών-λογιών ανθρώπους που σπρώχνουν, βιάζονται, παζαρεύουν, αγοράζουν και πουλούν, ρίχνουν σκουπίδια, άντρες με μουστάκια και κοιλιές που πίνουν καφέ και αϊράνι, γυναίκες που διαλέγουν υφάσματα και κορδέλες. Στο παζάρι ακούγονται καβγάδες, φωνές, διάφορες γλώσσες, μουσικές.
Ο παράλληλος δρόμος που ανηφορίζει λίγο οδηγεί στο σπίτι μας, το σπίτι χτισμένο με πέτρινους λίθους, βαμμένο στα άσπρα. Μπροστά υπάρχει κι ένας μικρός κήπος με κληματαριές και τριανταφυλλιές. “Από σένα θα δούμε χαίρι,”μου λέει πάντοτε η μητέρα μου και με καμαρώνει. “Από σένα θα δούμε χαίρι, μάτια μου. Δεν είσαι όπως την άλλη, την αδερφή σου. Άκου κει τραγουδίστρια! Μας έχει ρεζιλέψει σ’ολόκληρο το χωριό!” Η αδερφή μου η Άννα με τα πυκνά μαλλιά και τη μεθυστική φωνή έχει αποφασίσει στα δεκαοκτώ της πως θα γίνει η μεγαλύτερη τραγουδίστρια της Μικράς Ασίας. “O Θεός μου έδωσε φωνή, κι αυτό πρέπει να κάνω,” λέει συνέχεια γελαστά.
Τα θυμάμαι όλα. Ξεσκονίζω. Ο μπακλαβάς μοσχομυρίζει. Ο ήλιος λάμπει. Πώς γίνεται να θυμάμαι μια νύχτα τα ωραιότερα και την επόμενη τα πιο φριχτά; Σε κάθε ιστορία υπάρχουν και τα δύσκολα, τα επικίνδυνα, τα ανείποτα. Ποιος από μας ήξερε τι ακριβώς μας περίμενε; Ποιος θα το φανταζόταν πως από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη μια μέρα στην άλλη, θα τρέχαμε πανικόβλητοι για να σωθούμε, θα φτάναμε μέχρι τον γκρεμό και θα γυρεύαμε να πιαστούμε από κάπου, πως θα φωνάζαμε με κραυγές πνιχτές και φοβισμένες, θα γινόμασταν μέρος μιας σιωπηλής παρέλασης ανθρώπων που σέρνονται προς τον θάνατο;
Τους έχω χάσει όλους, τα έχω χάσει όλα. Δέκα, είκοσι, πενήντα τόσα χρόνια μετά, φτιάχνω αναπαραστάσεις της ζωής μου σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Σαν να μην πέρασε ο χρόνος, ο αιώνας. Τους βλέπω όλους κάθε νύχτα. Τον πατέρα μου με το σοβαρό του ύφος και τον πήχη στα χέρια, τη μάνα μου να φτιάχνει σιρόπι για τα γλυκά και να σιγοτραγουδάει ένα νανούρισμα και την Άννα, τη θαρραλέα μου Άννα, να τραγουδάει κάποια ανατολίτικη μελωδία και να χορεύει ανέμελα. Με επισκέπτονται κάθε νύχτα, στα όνειρά μου, κάθε νύχτα και μια αρμένικη βίζιτα. Όταν πλησιάζουν την πόρτα για να φύγουν, φωνάζω “Mη!” και το όνειρο γίνεται εφιάλτης που τελειώνει πάντοτε με έναν πυροβολισμό. Και ξυπνάω.
– Μη!
– Θα ξανάρθουμε. Αύριο.
***
Την αποκαλούσαν “το Κορίτσι Χωρίς Όνομα”.
Κάποια μέρα έσπασε τη σιωπή της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Κάτι μουρμούριζε μόνη της, κάτι μονολογούσε, σαν να μην υπήρχαν άλλοι εκεί, σαν να είχε επιστρέψει στη ζωή. Το βλέμμα της είχε πάρει μια ασυνήθιστη, μια παράξενη λάμψη. Και μιλούσε, όλο μιλούσε παθιασμένα σε μια μελωδική γλώσσα, κάτι έλεγε, κάτι συγκλονιστικό,κάτι φοβερό.
H φωνή της θύμιζε φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Κάποιος είπε πως μιλούσε για ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες που κουνιόταν πέρα δώθε, πέρα δώθε. Με τα πόδια παγωμένα, με τα χέρια σφικτά κλεισμένα γύρω από τα κορμιά τους, έκαναν την προσευχή τους και μόλις πάτησαν τα πόδια τους σε γη έκλαψαν από ανακούφιση. Άλλος είπε πως είχε χάσει την οικογένειά της μέσα σε μια έρημο, πως την είχαν βιάσει και πως είχε χάσει τα λογικά της.
Κανείς δεν ήξερε τίποτα με σιγουριά. Και το κορίτσι μιλούσε ασταμάτητα.
***
Με λένε Βαρτανούς και είμαι Αρμένισσα.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαι ορφανή. Κρατιέμαι από το κατάρτι μιας βάρκας, βλέπω μια απέραντη θάλασσα μπροστά μου. Έχω χάσει τα πάντα, εκτός από τις αναμνήσεις μου και προσπαθώ να τις κρατήσω ζωντανές μέσα μου. Πολλές φορές νιώθω πως πνίγομαι, πως καταπίνω το νερό αυτής της θάλασσας, άλλες φορές πάλι είμαι γλάρος, πετάω και ξεφεύγω ατάραχα. Κάποια μέρα θα σας τα εξηγήσω όλα.
Φτιάχναμε γλυκά από χώμα και νερό και γελούσαμε με την καρδιά μας, εγώ και η αδελφή μου η Άννα. Τότε που ήμασταν παιδιά, κάποτε. Στο τελευταίο μου όνειρο εκείνη φαινόταν διάφανη, σαν λευκή δαντέλα μπροστά στο φως.
– Θα ξανάρθεις;
– Ναι.
– Πότε;
– Aύριο.
Αύριο είναι μια καινούργια μέρα κι αυτό μου είναι αρκετό. Κρατιέμαι σφιχτά πάνω σ’αυτή τη λέξη. Αύριο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου