Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

















ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ   (2015)



Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
(ΥΓΙΗ ΠΡΟΙΟΝΤΑ) 


ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ


Μεγάλωσε μ’ ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ.
Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών.
Η Υποδοχή.
Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά!
Τις ημέρες και τις ακριβείς ώρες των επιστροφών.
Τους ομιχλώδεις όρους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή - παρελθόντα ανάμνηση-
είχε επιστρέφει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν.
Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο - τρεις ημέρες,
τίποτα παραπάνω.
Εκείνοι της Τποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν.
Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή)
δεν απαιτούσε χρήματα.
Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα.
Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε!
Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη.
Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμένος ευγενικά.
Όπως τότε, που φερνε πρόσφορα
ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι
ο μεμέτης που βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος
η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του
και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα.
Έπρεπε να την επιστρέφει, σκέφτηκε, το δίχως άλλο.
Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε.
Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει;
Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους.
Πεισματικά κλειδώνανε στα κόκκινα βαμμένα χείλη το «όχι».
«Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν.
Πήγε την επομένη, βρήκε κλειστό το κατάστημα.
Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι, τα ίδια.
Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του. 
Αποφάσισε να την κρατήσει.
Την φώλιασε σ' ένα από τα ράφια της καρδιά του,
δίπλα από το μαύρο τσεμπέρι της μάνας και
από την λευτεριά που σκότωσε τον πατέρα του νέο.
Από τότε, έμαθε να ζει με μια μισή αγάπη.


ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ


Δίπλωναν απ' την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο - μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!


ΜΟΝΑΞΙΑ


Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα,
για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη - ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ' ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες, να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ’ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:
«Το χώμα για να’ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»



ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ


Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.

Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ' την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες - συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε - κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.




ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ;


Καθίσαμε στο τραπέζι.
Η μητέρα φορούσε ακόμα τον μποξά,
τον ίδιο που φόραγε όταν φύγαμε από το σπίτι.
Με το άκουσμα της σειρήνας.
«Πόλεμος» είχε πει.

Μα ο πόλεμος μητέρα ήτανε μέσα μας.
Δώδεκα κάνες του χρόνου, μας έστησαν στον τοίχο.

Μια ο Νιόβρης, μια ο Απρίλης, τώρα ο Ιούλης.
Πόσες τουφεκιές, ν' αντέξει τ' ασθενικό στήθος μας.
Και τώρα τι απέμεινε;
Ένας άγνωστος ήλιος, γνωστός στους άλλους
Ένα κουφό φεγγάρι, φωνάζει στις σημαίες
Και μια πούλια να αιωρείται
σε παντρειές κι αρραβωνιάσματα
με τον αυγερινό.


ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΣ


Σκέφτομαι πως πρέπει και σήμερα
να σου πω σ' αγαπώ κι ανοίγω το παράθυρο
όλη η αγάπη μου είναι πάνω σ' ένα πουλί που πετά
και στο άνθος της γαρδένιας που πόθησες
όλη μου η αγάπη είναι δυο μαύρα φτερά
και πράσινα φύλλα σ' ένα μπαλκόνι
Μην μου ζητάς να κλείσω το παράθυρο
σαν κάμει κρύο
δεν θα έβρει απάγκιο το πουλί
και στάλα η γαρδένια.


ΒΡΟΧΗ


Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.


ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ


Ένα περιστέρι
περνά ακόμα ένα
μετρώ τρία περιστέρια
κι ύστερα ψηλά γεμίζει άσπρα περιστέρια
χωρίς ένα τόπο να διαβούν
χωρίς μια φωλιά να ξαποστάσουν
στο ράμφος τους μια μπουκιά ψωμί
ανάμνηση από ειρήνη.
Πίσω απ' τα μάτια μας
πίσω απ' τον ουρανό
πίσω από κείνο τον τοίχο
πίσω από όλα όσα είναι τοίχος
ζει μια ειρήνη.
Δος μου να γευτώ μια στιγμή,
μέσα από τα μάτια σου
πάνω στον ουρανό
μέσα από κείνο τον τοίχο
πέρα από όλα όσα είναι τοίχος,
την ειρήνη.
Βράδιασε
ξημέρωσε
χτυπάς τον τοίχο να διαβείς
μα πριν σε ακούσει ο θεός
ας είναι οι άνθρωποι.


Β’ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ
(ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΥΓΙΗ ΠΡΟΪΟΝΤΑ) 


ΑΝΑΓΚΗ Ο ΔΡΟΜΟΣ


Ανάγκη ο δρόμος,
όχι η στενωπός.
Μπροστά το δίλημμα.
Κι οι παράδρομοι;
Δρόμοι μικροί ,
δρόμοι μεγάλοι.
Πίσω ο γκρεμός,
καλά κρατεί,
τους ανθρώπους ομήρους.



ΜΗΝ


Τραυματισμένος ο ήλιος.
Σε μια παραλία
τον σκεπάζει η ομπρέλα.

Στο κέντρο των δακρύων.
Ένα δένδρο, μια μηλιά.
Γεννήθηκε η αμαρτία.

Μια λίμνη, ένας ποταμός.
Κι εσύ ξυπόλητη
μες στα λασπόλουτρα.

Κι οι άνθρωποι
σκοτώνουν τα τζιτζίκια.
Το τραγούδι της ζωής.

Στα ράφια υπάρχουν σκόνες.
Μην καθαρίσεις
ποτέ το παρελθόν με μια πετσέτα.


ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΗΣ


Ανάσταση μνήμης.
Η σπίθα πόσο περίεργο,
σβήνει από την λήθη.

Μάνα, άμε στο πηγάδι.
Η Ιστορία ξεβράζει,
νερό, αλάτι, κόκκαλα.

Πατέρα, σήμερα
ξεχορτάριασα το μνήμα.
Τσιγκέλωσαν στα χέρια μου οι σημαίες.

Αδελφέ, τουφέκι η γλώσσα
στον ώμο σου φώλιασε.
Η Ειρήνη σπαρταράει.

Μουγκή Πατρίδα,
σκίζω τα βουνά, σαν τα στήθη μου.
Ν' ακουστεί η φωνή μου.



ΨΑΧΝΩ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Ψάχνω τα γράμματα της ποίησης.
Μέσα στις Λέξεις που πετούνε
από την φλόγα της καρδιάς μου.
Δεν είναι μόνο όσα ξέρουμε.
Είναι και κείνα που δεν έχουμε μάθει.
Στη αρχή η αγάπη.
Στην άκρη ο θάνατος.
Απουσιάζει το μίσος.



ΛΕΝΕ ΠΩΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ


Λένε πως η Πατρίδα είναι όμορφη.
Πόσο πονάει τούτο!
Μα μην ο πόνος δεν έχει ομορφιά;




ΑΠΑΝΘΙΣΜΑΤΑ  (2018)

           [Συλλογικό έργο]


ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ

ΕΝΟΧΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ


Είναι γνωστό σε όλους.
Ο ποιητής πρέπει να γυμνωθεί για να φτάσει την αλήθεια.
Μα τόση απογύμνωση που
η αλήθεια φαντάζει ψέμα.
Αγγίζει το λάθος.
Δυναστεύεται.
Η γύμνια γίνεται ντροπή
στα άκρα και τα μέσα της αιωνιότητας.
Αθλείται ο ποιητής
Προδομένος με τα ίχνη του μήλου στα χείλη του
τρέχει να κρυφτεί,
να λογιστεί πίσω από τις αμέτρητες λέξεις
που σφαδάζουν
πολλαπλασιάζονται με τόλμη και θάρρος
ψάρια να χορτάσουν οι άπιστοι
να κρυφτούν στο αγκαθωτό καβούκι τους,
οι συκοφάντες, οι φαρισαίοι.
Ένοχος ο ποιητής
στη πρώτη μπόρα δραπετεύει να ξεπλυθεί εκ νέου.


ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ


Αν ο χρόνος είναι πίκρα
Αγγίζω μια πίκρα στο βλέμμα σου
Πίσω από το παραθύρι που έκλεισες
Παραμονεύει ένας χλωμός ήλιος.
Ο ίσκιος σου.
Σπάθη απελέκητη στα απρόσιτα του χρόνου
Πάνω της καρφιτσώνονται ερινύες
Σ' ότι πεθύμησες
Ότι πόθησες
Σ' ότι σκούπισες με το μαντήλι του νοτιά
Στα ροδομάγουλά σου.
Αν ο χρόνος είναι λύπη
Βάφει με λύπη το Καλοκαίρι στα χείλη σου
Το χέρι του, σφικτά κρατεί το Φθινόπωρο
Σαν ένα βαρύ κτύπο
Πάνω σε ότι έζησες
Και θες να ζεις
Κόβοντας ότι ονειρεύτηκες στα σκότη
Σ' ένα διπλό χορευτικό
Και η ζωή σου
Μία οδός που αμφίδρομα παραδίδει σκυτάλη
στις αιώνιες δρασκελιές του χρόνου

ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ...


Της Κύπρου και της Αμμοχώστου

Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ 'αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.



ΤΡΑΥΜΑΤΑ


Είναι μέρες που παραπονιέσαι.
Γκρινιάζεις σαν αποδημητικό πουλί
που λαξεύει στο δρόμο του.
Σου μιλώ για όσα πέρασα.
Επιμένεις πως πάσχω από παιδικά τραύματα.
-Κρυώνω σα γυμνό Φθινόπωρο που χάνει τα φύλλα του-
Πες μου λοιπόν,
αγαπημένη: Εσύ που σ' όλο σου το κορμί έχεις ενήλικα τραύματα,
είσαι καλύτερος άνθρωπος;




ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΗΧΟΣ


Αγνοούσε τον ήχο της σιωπής.
Μια ζωή μέσα στις απεργίες, φωνές, συνδικαλισμούς
κι άλλες βλαβερές δραστηριότητες της εργατιάς.
Να ναι όλα ίδια, ή ίδια τα έβλεπε;
Ταπεινά δήλωνε δούλος, σιωπηλά λάτρευε την αθωότητα.
Τα βράδια, όταν χτύπαγε το σφυρί και το αμόνι σπινθήριζε
ίσα που άκουγε την καρδιά του πίσω από τους πνεύμονες.
Σπονδυλωτά τείχη γεμάτα αρρώστιες.
Μετά την αλλαγή που τόσο προσδοκούσε,
την ώρα μάλιστα που απλωνόταν ανθρωπομάνι από πολιτικάντηδες,
στους δρόμους της νυχτιάς,
η βουλή του διαστελλόταν επικίνδυνα.
0 σιωπηλός ήχος του φόβου αποτελούσε άλλοθι
και κίνητρο για την ακινησία.
Προσευχή και λύτρωση.



ΠΑΡΟΥΣΙΑ


Τα συνήθη βράδια μετά το προσκλητήριο,
όπου φωνάζαμε με τα στήθη υπερήφανα: παρόντες
στο στρατόπεδο μια νεκρική υπέκυπτε στο βέλος, του «Αλτ, τις ει»
Ψίθυροι γυρόφερναν.
Στα σιδερένια κρεβάτια, ιαχές από ψύλλους
τσίκνα και μπόχα απ' τις άπλυτες κάλτσες
Κάτι σώματα φαντάρων
αιωρούνταν έξω απ' τα τρύπια συρματοπλέγματα.
Οι παγωμένες ανάσες τους, ίσα που σχημάτιζαν
τα ποθητά σώματα ανεκπλήρωτων ερώτων.



ΜΙΚΡΗ ΕΝΟΧΗ


Αυτό το πνιγηρό κλάμα της Άνοιξης
ως ακούγεται μέσα από την πικρή φυλακή που χτίστηκε γύρω του,
αναρωτιέται αν είναι δικό του παντοτινά,
στο πέρα και στο μετά, στο αύριο
το σήμερα το ξέρει
μια ατελείωτη θάλασσα
στον ορίζοντα η μαύρη γραμμή του μολυβιού
που βάφει τα ματοτσίνορα
φαντάζει σχοινί από ξέπλεκη θηλιά
όπου αιωρείται η ζωή, η χαρά και ο πόνο του
Παρήγγειλε την αγάπη και η αγάπη
φρόντισε σερβιτόρος απλήρωτος
να φέρει και κώνειο



ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ


Ο χρόνος επίδεσμος
Ol μέρες μου ανεμόμυλοι
Τραύματα στο χρόνο όλα τα ζην στις ώρες μου
και στην ιστορία ενός μικρού Φθινοπώρου!



Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ  (2018)

                    [Συλλογικό έργο]


ΤΡΕΙΣ ΛΟΓΟΙ ΣΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ



ΙΙ

Ο χρόνος που χάθηκε 
Σαν να με τιμωρεί που τον άφησα να τεθεί στο πλην
Και δεν ξέρω τον λόγο. 
Θαρρώ πως δεν θα τον μάθω ουδέποτε 

Μεγάλωσα μαζί του
Χέρι με χέρι Χαρτί, καλαμάρι, περιπλάνηση στα ρήματα
Γεννιέμαι, μεγαλώνω, κρατιέμαι και τώρα 
Είτε στην ενεργητική, είτε στην παθητική φωνή 
Αναμένω το ρήμα πεθαίνω να ζήσω. 

Λυπάμαι που σα φυσά κλείνω τα παράθυρα
Φοβάμαι τον δριμύ αέρα
Διστάζω και τραβώ το χέρι απ΄ το μάνταλο
Ποδοπατώ  μια μνήμη ίσως την ονομάσω ερινύα 
Με πονούν οι φτερωτές τύψεις
Κι όταν 
Με πιάνει το παράπονο ανάβω ένα κερί αιώνιο μνημόσυνο 
Στον χρόνο που αφήνει απλώς ένα σημάδι 
Μου αποδυναμώνει την τεχνική του λόγου 
Και υποκλίνεται στον πληθυντικό  
Στον χρόνο που αφήνει απλώς πολλά σημάδια
Στο κορμί Στην ψυχή 
Και υπογράφει αιωνίως δικός σου 

Αύριο πάλι 



ΤΑΞΕΙΔΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΤΟΥ ΝΟΥ   (2016)

                        [Συλλογικό έργο]


ΟΡΑΣΗ


Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι - και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της -γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν' αποκτήσει άλλοθι.



ΑΤΙΤΛΟ


Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε...
Τον ενοχλούσε.
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν' ανεμίζει χωρίς νόημα.



ΕΝΑΣ ΟΚΤΩΒΡΗΣ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ


Αλήθεια μεγάλε (!) Ουρανέ, καταλαβαίνω τον χρόνιο πόνο σου!
Η πυρακτωμένη φωνή λαμπαδιάζει τα κίτρινα στάχυα στα μάτια σου.
Στεγνώνω το λείο καθρέφτη.
Μια λίμνη που πάγωσε πρόχειρα.
Μπροστά από το βλέμμα σου απλώνεται η σκουριά των ανθρώπων,
η σκουριά του σώματός μου.
Η στάχτη των λέξεων, στο ζευγάρωμα των στίχων,
κάτω από τη πυρουσιά με τα πυρακτωμένα πόδια της.
Λες και είναι άρρωστες τούτες οι αχρείαστες λέξεις,
μεθυσμένες από τη ζάλη, παραμιλάνε.
Να βγούνε έξω από τον κυκλικό χορό μας και να οδηγήσουν τους μήνες μας,
ίσα στους γκρεμούς.
Μέχρι να βρεθούν οι δικαστές και πούνε: Ατύχημα ήτανε.
Άλλος ένας μικρός Οκτώβρης που έχασε το δρόμο του.



ΑΚΟΥΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ


Ακούω τους στίχους σας.

Μα πιότερο ακούω
Τις φωνές των αστέγων
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων

Τι να δώσω

Ψάχνω στην υποταγή μου
Ψάχνω στη σκλαβιά των στίχων μου
Ένα άρμα για σπίτι
Ένα όνομα σε μάρμαρο
Μια πατρίδα, μια σημαία

Ψάχνω ένα καθρέφτη.



ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ


Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
Γέννησε μυριάδες.



ΣΚΙΑ


Στο λιτό γραφείο μια λάμπα πετρελαίου
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ότι αγάπησε
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Μετά την αφυπηρέτησή του ασχολήθηκε με την ποίηση. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε παγκόσμιους και πανελλήνιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς και έχουν αναρτηθεί σε σχετικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. Διατηρεί και επιμελείται δύο Ποιητικούς Ιστοτόπους: Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και Κυπρίων Ποίηση (και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου).

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ωράρια επιστροφών (2015)

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
Απανθίσματα,  (2018)
Ο Χρόνος και ο Λόγος  (2018)

Ταξίδια πολύτιμα του νου, (2016)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου