Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΤΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ


Η Τούλα Χατζηκωστή είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημιου Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπάιδευση της Κύπρου.

Στο αφήγημα "Ένας κόσμος που χάθηκε" η συγγραφέας μέσα από προσωπικά βιώματα, διηγήσεις παππούδων, συγγενών και άλλων, ζωντανεύει το κόσμο της Κύπρου, στη κωμόπολη Μόρφου που έζησε, από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι το 1974.


ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ 

(Εκδόσεις Γερμανός 2018)


Γλυκόπικρες αναμνήσεις από τη Κύπρο του χτες

(Αποσπάσματα)

              ΑΦΙΞΗ ΣΤΗ ΜΟΡΦΟΥ

ΗΤΑΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, όταν έφτασε το μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο στην είσοδο της Κωμόπολης Μόρφου. Στο πίσω μέρος και στην οροφή του φορτηγού ντουλάπες, καρέκλες, αρμαρόλες, μπαούλα με ρούχα, και μπροστά εμείς, τα τρία παιδιά, μικρά, με τους γονείς και τον σκύλο μας που άκουγε στο όνομα «Λέων». Φάνταξε δεξιά το Γυμνάσιο που χτίστηκε με τη δωρεά του Καμιντζή. Πετρόκτιστο, με κολόνες από πέτρα κίτρινη πελεκητή. Δύο λεπτά αργότερα πρόβαλαν οι γραμμές του τρένου που διέσχιζαν κάθετα τον δρόμο. Πρώτη φορά στη ζωή μου θα ’βλεπα ένα πραγματικό τρένο και περίμενα με αγωνία να δω αν θα έμοιαζε με Το τρένο που δεν σταματούσε, το πρώτο μου «λογοτεχνικό βιβλίο». Το τρένο αυτό, το πραγματικό, σταματούσε στη Μόρφου και έπαιρνε εμπορεύματα για το λιμάνι της Αμμόχωστου μαζί και τους λιγοστούς επιβάτες με τις μαύρες βράκες, τα μπαστούνια και τα τσεμπέρια με τα κρόσσια. Δεν περνούσε εκείνη την ώρα το τρένο, περιεργαστήκαμε απλώς τις γραμμές δεξιά κι αριστερά και τον σταθμό, ένα μικρό πετρόκτιστο σπίτι.

0 οδηγός του φορτηγού ζούληξε την μπουρού, τη λαστιχένια, που ’μοιάζε με βυζί κατσίκας, και συνεχίσαμε τη διαδρομή μας προς το κέντρο της πόλης. Μπροστά μου ξεπρόβαλε ένας άλλος κόσμος: σπίτια μεγάλα αρχοντικά με ψηλές βεράντες, περβόλια καταπράσινα με μυρωδιές, λουλούδια και νερά. Η Μόρφου φαινόταν μια καλοφτιαγμένη πόλη, με δείγματα ενός νέου πολιτισμού. Ήταν ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός από κείνον που ’χα γνωρίσει στην Επτακώμη, το χωριό στο οποίο ο πατέρας μου ήταν διορισμένος δάσκαλος για δύο χρόνια.

       ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ

MIA ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΣΥΚΙΑ έπεφτε πάνω από το μεσότοιχο στην αυλή μας. Ήταν από το διπλανό κτίριο, το «Πανδοχείο Ευτυχίας Καττιρτζιήγιαννη». Η Ευτυχία ήταν μια στητή γριά, χοντρόφωνη, δυναμική, που ζούσε μαζί με την αδελφή της, την Ελεγκού, στο ισόγειο κάτω από το Πανδοχείο. Πανύψηλο, κάθετο, με μικρά παραθυράκια, το πλίνθινο κτίριο, που ήταν σχεδόν κολλητό στο σπίτι μας, φάνταζε σαν απόρθητο φρούριο.
Πάντα είχα την περιέργεια να μπω σε ένα από τα έξι δωμάτιά του, μα πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου, γιατί η μητέρα μού απαγόρευε ρητά ν’ ανέβω εκεί πάνω, για λόγους ανεξήγητους στο παιδικό μου μυαλό.
Πέζευαν στο Πανδοχείο έμποροι από χωριά μακρινά που έρχονταν με τις άμαξες και τα γαϊδούρια, για ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους στη δημοτική αγορά της Μόρφου. Κι η Ευτυχού με τη χοντρή της φωνή και το μπαστούνι της ήταν ο άρχοντας του τόπου, διάταζε, διαφέντευε και όλοι στη γειτονιά μικροί και μεγάλοι τη φοβόντουσαν.
Διηγόταν ιστορίες για τον πατέρα της τον Καττιρτζιήγιαννη και μας έδειχνε φωτογραφίες του λεβεντόγερου με τα μουστάκια και τις βράκες. Η αδελφή της η Ελεγκού ζούσε με τον καημό των «ξενιτεμένων» της παιδιών, που έμελλε να τιμήσουν και αυτήν και την πόλη τους, αφού ο γιος της, ο Λουκής Ακρίτας, διατέλεσε υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Γεώργιου Παπανδρέου.
«0 γιος μου, ο Λουκής, έγινε υπουργός στην Αθήνα.Ήξερα εγώ ότι ο γιος μου εννά διαπρέψει μιαν ημέραν, γιατί ήταν νούσιμος τζιαί μελετηρός Ούλλη μέρα ο νους του ήταν στα βιβλία έλεγε η γιαγιά η Ελεγκού.


       Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ

Κάθε Σάββατο πρωί οι Μορφίτισσες άνοιγαν τις πόρτες τους διάπλατα και με τα λάστιχα του νερού στο χέρι έκαναν γενική καθαριότητα στα σπίτια, τις αυλές, πότιζαν τα φτερίκια, τα κοράλλια, τις λογής πρασινάδες, καθάριζαν σχολαστικά τους δρόμους μπροστά στα σπίτια. Εμείς χύναμε πολύ νερό στην έξω βεράντα και μετά τη σφουγγαρίζαμε μέχρι να γυαλίσουν τα πλακάκια.

……

Απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε το φουρνάδικο του Παναγιώτη Κυνηγού. Πολύ αδύνατος, σκυφτός από τους κόπους, ο Παναγιώτης ξυπνούσε από τα μεσάνυχτα, για να ετοιμάσει τα ψωμιά να ’ρθουν το πρωί οι πελάτες να τα πάρουν ζεστά. Η Κοραλία, η γυναίκα του, άξια νοικοκυρά, βοηθούσε στον φούρνο και μεγάλωνε τα πέντε τους παιδιά. Οι κόρες τους είχαν περίπου την ίδια ηλικία με μας και γίναμε πολύ καλές φίλες. Κάθε απόγευμα παίζαμε κρυφτό στην αυλή μας και κουμέρες με κούκλες που έφτιαχνε η μητέρα μου από αποκόμματα της ραπτικής της - τις γέμιζε βαμβάκι και τους έβαζε μαλλιά από καφέ ή μαύρο μαλλί, το οποίο έπλεκε σε πλεξούδες. Φτιάχναμε φαγητά για τις κούκλες μας με πηλό και χρησιμοποιούσαμε για κατσαρόλες κουτιά από κονσέρβες.
Τα παιγνίδια μας διέκοπτε καθημερινά μια ευχάριστη φωνή: «Παγωτόοο, του τριανταφύλλου, του γαλάτου, παγωτόοο!».
Ήταν ο Νιόνιος, ο παγωτατζής που διαλαλούσε στις γειτονιές με τη μονότονή του φωνή. Στο άκουσμά του τρέχαμε να τον προλάβουμε, γιατί με το ποδήλατό του δεν μπορούσε να περιμένει για πολύ. Το μυρωδάτο παγωτό ήταν μια μεγάλη απόλαυση. Εξάλλου εκεί γύρω από τον Νιόνιο μαζευόμαστε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και μιλούσαμε με τις ώρες.
Άλλος τύπος που ξεσήκωνε την πόλη με τις φωνές του ήταν ο Ραγιάς ο ντελάλης, που με τη βαριά συρτή του φωνή γύριζε τις γειτονιές άλλοτε, για να μας πληροφορήσει για κάτι που θα συνέβαινε την επομένη μέρα και άλλοτε, για να πουλήσει φρέσκα ψάρια περασμένα σε κλωστές. Η μητέρα έτρεχε κι αγόραζε «μια κλωστή ψάρια» (περίπου μισό κιλό) που ήταν μία σπάνια πολυτέλεια τα χρόνια εκείνα.
Λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας ορθωνόταν το πέτρινο αρχοντικό της οικογένειας Δημητριάδη. Η Δημητριάδαινα, όπως τη λέγαμε, ήταν κουμπάρα της γιαγιάς μας και την επισκεπτόμασταν συχνά, μια που η κόρη της με τον άντρα της είχαν ξενιτευτεί στην Ισμαηλία στην Αίγυπτο. Το σπίτι της με τα σκαλιστά έπιπλα και τις κουνιστές πολυθρόνες ήταν για μένα ο ιδανικός τόπος για να ζει κανείς, καθώς τα πολλά φυτά πάνω στα πολύχρωμα πλακάκια τού χάριζαν πάντα δροσιά.
Στην πίσω πλευρά του σπιτιού μας ήταν ένας μεγάλος άχτιστος χώρος στον οποίο πέζευαν γκαμήλες, κι εκεί στα πίσω σπίτια έμενε ο καμηλάρης με την οικογένειά του. Χρησιμοποιούσε τις γκαμήλες ως μεταφορικό μέσο, κυρίως για γεωργικά προϊόντα τοποθετημένα μέσα σε πολύ μεγάλες σακούλες. Τις ώρες της ξεκούρασής τους οι γκαμήλες κάθονταν στα γόνατα με τον χαρακτηριστικό τους τρόπο και αναμασούσαν σανό. Εμείς τα μικρά κάναμε τη βόλτα μας και τις παρακολουθούσαμε με περιέργεια, ειδικά, όταν απέκτησαν κι ένα μικρό «καμηλάκι».
Μετά τη δύση του ήλιου, όλοι μαζεύονταν στο σπίτι για το δείπνο. Οι γειτονιές μοσχομύριζαν από τους καουρμάδες, τα ψητά, τους μεζέδες. Οι άντρες άφηναν τα καφενεία και τις λέσχες και μαζεύονταν στο σπίτι να φάνε με την οικογένειά τους.
Μερικοί ξέμεναν στην ταβέρνα του Θεοτόκη του Κουταλιανού. Δάσκαλοι, κυνηγοί, τρελοπαρέες. Ο Θεοτόκης με τη σύζυγό του, άριστοι μάγειρες και ωραίοι τύποι, σέρβιραν τους λαχταριστούς μεζέδες τους μαζί με μπύρες και κονιάκ. Οι αντροπαρέες περνούσαν τα βραδάκια τους ευχάριστα με γέλια
και κουβέντες.  Συζητούσαν για τα περβόλια τους, το κυνήγι, τα δημαρχιακά, την πολιτική κατάσταση. Οι γκάφες των χωριανών γίνονταν ανέκδοτα και από στόμα σε στόμα έκαναν τον γύρο του χωριού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου