Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ



Παρεκκλίσεις (1957)

 Γράμμα


Αγαπητή μου μητέρα,

H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.

Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
 διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
 πεποιθήσεων.


  


Πώς μίλησε ένα παιδί πριν πολλά χρόνια


Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.

Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.




Τα δυο βουνά (1963)


Το βάθος του κόσμου


Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.

Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.

Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου

ο βυθός της δικής μου θάλασσας

είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες.




 Κατάθεση (1975)



Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι


Stetson!
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELΙOT, H Έρημη Χώρα

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο

κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.

Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.

Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σα δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: – «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους.»

Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισέ τον. Για σένα

η φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει; θ’ ανθίσει εφέτος;»


                                                           Απρίλης 1964




Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό



Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.

Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.

Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.

Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.



  

Αφροδίτη


Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη,  Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του.
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.

Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού  πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.


  

Ονήσιλος


Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και τον θρύλο
ολοζώντανος.

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ’χε απομείνει:
ένα καύκαλο
–το δικό του κρανίο–
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.




Ίτε


Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι

                                

  

Η σπηλιά του Κύκλωπα


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).

Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.

«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις* με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά*».

Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.


  


Αφροδίτη 1974


Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.

 Δρόσο
στάλα τη στάλα
πέφτει στην καρδιά μου
από το σώμα σου.

Όμως τώρα βλέπω
μες  απ  τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο  στο μύθο πριν άπ'  τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.

Χτες σε περιμαζέψαμε μες  απ' τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ ' τη θάλασσα.
Μες  απ  τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από  βόμβα


 

 Σύντομή παρουσίαση της ποίησης του Παντελή Μηχανικού στην

εκδήλωση «Οι φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού» ,
στη Λάρνακα, 18 Μαΐου,2015.     -  Αλεξάνδρα Γαλανού
_________________________________________________________

«Τα πλούτη ήτανε κλουβί
Ήταν μια μικρή γυάλινη σφαίρα/ οπού κλείσαμε τη ψυχή μας
Μικρός ουρανός τεχνητός.
Ημίγυμνες γυναίκες μ’ αραχνοΰφαντα/καπνοί
Ώσπου είχαμε λεφτά/βρίσκαμε διαρκώς ασχολίες, διασκεδάσεις,/μες τη
γυάλινη μικρή σφαίρα.
Πώς τα δέσαμε τα ματιά μας, πράγμα που δεν ήταν ποτέ του γούστου
μας. /Γιατί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ /γιατί αναζήτησε τα δυστυχισμένα
πρόσωπα, τ’ αυλακωμένα.
Γιατί ζωγράφισε τους καρβουνοβαμμένους ανθρακωρύχους /και τα
θλιμμένα παλιοπάπουτσα με τις ρυτίδες /που τα φορούσε ο μόχτος
τόσα χρόνια/που τα ξεχαρβάλωνε η ανάγωγη γης /χαϊδεύοντας τα με
 πέτρες και με χώματα /τόσα χρόνια, τόσα χρόνια.
Ο Βικέντιος /μας κουβάλησε απ’ τ’ ανθρακωρυχεία  του Μπορινάζ  /ένα
κασμά/ να θραύσουμε τη μικρή γυάλινη σφαίρα.»
Αρχίζω τη σύντομη παρουσίαση  της ποίησης του Παντελή
 Μηχανικού με το ποίημα  «Τι  μας έφερε ο Βικέντιος»  γιατί θεωρώ ότι
 εμπεριέχει πολλά από  τα στοιχεία της ποίησης του Παντελή
Μηχανικού,  κοινωνικό προβληματισμό, ενδοσκόπηση ψυχής,
μοιρολατρία ή μάλλον αδυναμία διαφυγής, απόγνωση, απελπισία,
αλλά και ελπίδα αλλαγής,  αν εμείς το αποφασίσουμε «να θραύσουμε
τη μικρή γυάλινη σφαίρα»

Ο Παντελής Μηχανικός,  ποιητής με έργο αξιόλογο και ξεχωριστό που   
 τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής κυπριακής
 ποίησης,  γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της
επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο
Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 κι
έως το θάνατο του στο Λονδίνο το 1979  ,εργάστηκε ως τελωνειακός 
υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων  - εδώ θα ήθελα να αναφέρω ότι ο
Παντελής Μηχανικός εργάστηκε για μερικά χρόνια , προς το τέλος της
ζωής  του,  στο Τελωνείο στη Λάρνακα.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του
περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» και δυο χρόνια αργότερα τιμήθηκε
με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού
«Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημα του « Δοκιμασία Ονείρων». Αυτό
είναι  και το μοναδικό βραβείο ποίησης που θα λάβει ο Παντελής
Μηχανικός  .  Όταν το 1975 η τρίτη και τελευταία ποιητική του
συλλογή με τον τίτλο «Κατάθεση»  θεωρήθηκε  από τους κριτικούς και
την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων ως το καλύτερο βιβλίο  προς
βράβευση, η  Επιτροπή  αποφάσισε να δοθεί το πρώτο
 βραβείο στην ποιητική συλλογή του Μηχανικού . Τότε όμως με
 παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας ακυρώθηκε η απόφαση  γιατί
πίστευαν ότι κάποιοι  αιχμηροί στίχοι σε ποιήματα της συλλογής
περιείχαν νύξεις κατά του Μακαρίου  και της τότε διακυβέρνηση του.

Πριν προχωρήσουμε στη σύντομη παρουσίαση της ποίησης του
Παντελή Μηχανικού, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι
η  διαμόρφωση του ως ποιητή συντελείται μέσα από  ένα διαλόγο  
ιδιαίτερα   με τον T.S. Eliot, τον Σεφέρη, τον Ελύτη  και τον Ρίτσο .
 Ο Παντελής Μηχανικός αφομοίωσε δημιουργικά την ποιητική του
μοντερνισμού  κι άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στην
 κυπριακή ποίηση.
Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του Παντελή
Μηχανικού «Παρεκκλίσεις» 1957, «Τα δυό βουνά» 1963 και
«Κατάθεση»  1975 αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης
 ιστορίας μας.
 Με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Παρεκκλίσεις» που
περιλαμβάνει σχεδόν  ολόκληρη τη βραβευμένη  από τα Κυπριακά
Γράμματα «Δοκιμασία Ονείρων» που αναφέραμε  προηγουμένως
 υποδηλώνει τη διαφοροποίηση  του ποιητή από τις σύγχρονες

θεματικές κι εκφραστικές αναζητήσεις καθώς και το γενικότερο  κλίμα
της εποχής εκφράζοντας μια βαθύτερη  αγωνιά σε συλλογικό αλλά και
ατομικό επίπεδο.
Διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής :
«Οι άλλοι, οι άλλοι
Θα δανειστούν για απόψε το χαμόγελο/της χτεσινής μέρας, που το
δανείστηκε από την προηγούμενη/για να βολέψουνε τα βήματα τους,
να εφαρμόσουν/απάνω στις πατημασιές/ -να φαίνονται γραμμή -\της
ευπρέπειας. »
Ο ποιητής όμως θέλει να ξεφύγει από αυτό τον κλοιό απελπισίας , θέλει
να μην περπατήσει πάνω στις προδιαγραφόμενες πατημασιές , θέλει να
παρεκκλίνει αλλά δεν μπορεί γιατί τα καθεστικότητα είναι τόσο ισχυρά
 που είναι αδύνατη η παρέκκλιση.
«Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος ..» γράφει στο ποίημα «Γράμμα»
που αρχίζει με το στίχο «Αγαπητή μητέρα» και συνεχίζει «Περπατώ
στου δρόμους / με την ύπαρξη μου γραμμένη κάτω από τα παπούτσια
μου που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα »
Αυτός ο προδιαγραφόμενος  βηματισμός μέσα στη ζωή σε προσωπικό
επίπεδο ή/και μέσα στην ιστορία του τόπου απασχολεί τον ποιητή,
 όπως θα δούμε, και σε μεταγενέστερα  ποιήματα του όπως στο ποίημα
από την τελευταία του συλλογή «Κατάθεση»  με τίτλο «Σκήνωμα»  

«Ανθρώπινα χέρια/ στις κακές τους ώρες /σας έφτιαξαν
 αυτές τις ράγες που σας βαδίζουν »  

Το 1963 με την ποιητική του συλλογή «Τα δυο βουνά» ο ποιητικός
λόγος του Παντελή Μηχανικού αποκτά μια καθαρότερη έκφραση.
Η επίγνωση της τραγικότητας της ιστορίας μας και η αναζήτηση μιας
υπαρξιακής διεξόδου οδηγούν τον ποιητή  σε μια γραφή  άμεση και
παραστατική.  Τα ποιήματα της συλλογής έχουν την ωριμότητα του
ποιητή που έχει πια διαμορφώσει  το προσωπικό του ύφος.
Τα δυο βουνά  δεν είναι άλλα από τον Ιλαρίωνα και τον  Μαχαιρά , οι
δυο οροσειρές μας Πενταδάχτυλος και Τροόδος  στο ομότιτλο
ποίημα  εμψυχώνονται και συνομιλούν βουβοί,  καρτερικοί μάρτυρες
  ολόκληρης της ιστορίας μας .Ο Παντελής Μηχανικός έχει βαθιά γνώση
της ιστορίας, συναίσθηση της τραγικότητας της την οποία βιώνει και
μετουσιώνει σε μια ποιητική γραφή που την χαρακτηρίζει  ο
σφιχτοδεμένος λιτός στίχος,  βαθιά στοχαστικός ,  ευαίσθητος και
ρωμαλέος συγχρόνως, ενίοτε πικρός και σαρκαστικός.
Ο Παντελής Μηχανικός, όπως  αναφέρει ένας άλλος  σημαντικός
ποιητής μας , ο Θεοδόσης Νικολάου , δεν είναι ο διθυραμβικός ποιητής
ούτε ο εγκωμιαστής ιστορικών γεγονότων  και προσώπων.
Στο  ποίημα του «Ημιχρόνιο»  με το δικό του προσωπικό  πια ύφος,
κλείνει μέσα σε 119 στίχους όλη την ιστορία του τόπου μας, τη δόξα και
 τον πόνο μας.
«΄Αγγελε σκληρέ, σκότωσε με στον σκληρό δρόμο/ μη με αφήσεις/ στην
 εύκολη  ευθεία/ Κάνε τη ψυχή μου να κλάψει/ αλλά να ιδώ /το πουλί
να λαλεί/ το δέντρο  να ανθεί /τον σπόρο να κάνει το θαύμα/ -Βγάλε το
θαύμα μέσ’ απ΄το αίμα μου».
 Ο σκληρός άγγελος είναι για τον ποιητή εκείνη η μυστική δύναμη  που
 κρατά το πνεύμα  άγρυπνο  ώστε  να  λάμπει και να κυβερνά  τη ζωή
των ανθρώπων. 
Το 1975,  πριν κλείσει ένας χρόνος μετά την εισβολή, ο Παντελής
Μηχανικός ,  σαν μάρτυρας στο δικαστήριο το
χρόνου, μας δίνει τη δική του «Κατάθεση» . Την
τρίτη και τελευταία ποιητική του συλλογή  που περιλαμβάνει
εμβληματικά ποιήματα, ποιήματα που μπορούν να θεωρηθούν  ως
έκφραση πολιτικής  διαμαρτυρίας, οργής και καταγγελίας όπως τον
 «Ονήσιλο»  την «Ωδή σ’  ένα σκοτωμένο Τουρκάκι», το «Ιτε»  , το
« Σκήνωμα» κι  άλλα ( θα ήθελα  να κάνω μια εκτενή  αναφορά στα
ποιήματα  αυτά άλλα  ο χρόνος δεν  μας το επιτρέπει.)
Με την ενεργοποίηση διαφόρων ιστορικών προσώπων όπως του
 Ονήσιλου, του Αισχύλου , του  Θουκυδίδη και άλλων   (εδώ είναι
ενδιαφέρον να αναφέρουμε τα ονόματα των τριών γιών του που είναι
Θουκυδίδης, Ορέστης και Ονήσιλος)  Με την ενεργοποίηση αυτών των
  ιστορικών προσώπων αλλά και φανταστικών όπως τον
Ριμαχό   (πρόσωπο φανταστικό με πολλαπλούς συμβολισμούς )
 ο Παντελής Μηχανικός καυτηριάζει τα πολιτικά πράγματα , τον
εφησυχασμό και την αδιαφορία  μας , προκαλεί , σαρκάζει και
καταλογίζει ευθύνες .
Στο συγκλονιστικό ποίημα «Ιτε» γράφει : «Και τι περιμένεις από
ανθρώπους/ που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους και
δεν τραβήξανε το σουγιά τους./ Απαθώς τότε/ κι απαθώς σήμερα
/ζητάνε απλώς διαζύγιο./Τέτοιοι ρουφιάνοι / δεν μπορούν  να
πολεμήσουν για τίποτε»
Και οι δέκα χιλιάδες μέλισσες που μας έστειλε ο Ονήσιλος  «να μας
κεντρίσουν/να μας ξυπνήσουν/να μας φέρουν ένα μήνυμα»
«όλες ψοφήσανε  απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς τίποτε να
 νιώσουμε»  και συνεχίζει ο ποιητής
«κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων/ έφτασε στη Σαλαμίνα/ φρύαξε
ο Ονήσιλος./Άλλο δεν άντεξα/ Άρπαξε το καύκαλο του και το
θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου/ Κι έγυρα νεκρός/ Άδοξος, άθλιος /
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.» 
Ο Παντελής Μηχανικός μέσα από ένα ποιητικό λόγο καίριο και πυκνό,
 απομυθοποιεί και ρεαλιστικά απογυμνώνει την τραγική
 πραγματικότητα . Προφητικός, βαθειά στοχαστικός, με μια ποιητική
 γραφή δυνατή κι έντονα αιχμηρή . Στα ποιήματα του η  προσωπική
αίσθηση της ιστορίας μετουσιώνεται σε μια συλλογική οδυνηρή
εμπειρία με την κυπριακή τραγωδία ανάγλυφη στο σκηνικό της
ποίησης του.
 Ο Παντελής Μηχανικός αποκωδικοποίησε τους οιωνούς του
κακού και της τραγωδίας, με αυθεντική λαλιά μίλησε  για τα πάθη του
τόπου , συντονισμένος με την ανάσα  της ιστορίας και των τραγικών
συμβάντων . Μίλησε για τις προδομένες διαθήκες του 1955, για τις
 ναυαγισμένες ελπίδες του 1960, και με πόνο ψυχής  μέσα «στα ερείπια
και στα χαλάσματα/στα καμένα  χορτάρια» γράφει για τον κοινό μας
πόνο,  γυρεύει τα αίτια  του κακού και τις ευθύνες όλων μας αλλά δεν
απελπίζεται  ,πιστεύει στην ποίηση και προχωρεί προς το φως
«Εγώ πιστεύω σε σένα /Εγώ πιστεύω στη σπίθα /μέσα στην καρδιά του
ποιητή/ Εγώ πιστεύω στον ποιητή του φωτός/Εγω πιστεύω στον ποιητή
που φωνάζει..»
Γράφει ο συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης  για τον Παντελή Μηχανικό 
«Ελάχιστοι ίσως τον θυμούνται, ελάχιστοι τον γνωρίζουν έξω από την
 Κύπρο. Ειρωνεία μου φαίνεται , μα ας είναι, έχουμε την άγνοια για
τους ποιητές, την αδιανόητη ελαφράδα που τους περιφρονεί. Ας είναι.
    Ο λόγος του επιβιώνει εμμόνως στο θρόισμα των κυπαρισσιών του τόπου.»
«Τις νύχτες/μαύρα κυπαρίσσια/περιδιαβάζουν τον τόπο μας/Κάπου-
κάπου ένας στεναγμός ξεφεύγει από τα κυπαρίσσια μας /μεσ’ από
 μαύρες φτερούγες πουλιών /που πλαταγίζουν  την πηχτή θλίψη των
ανέμων» 
Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση του  τόσο
σημαντικού ποιητικού έργου του Παντελή  Μηχανικού που αν δεν
 έφευγε στα 53 του χρόνια  και συνέχιζε την ποιητική του
δημιουργία,  η κυπριακή ποίηση θα ήταν ακόμη πιο πλούσια κι ο ίδιος
 θα είχε τη ξεχωριστή θέση που του αρμόζει στην ιστορία της ελληνικής
 λογοτεχνίας,  θα ήθελα να κλείσω όπως ανέφερα με μερικούς στίχους
 από ένα από τα τελευταία  ποιήματα  του :
«Κάτι μου λέει πως ο καθαρός άνθρωπος δεν φοβάται την ήττα,
Κάτι  μου λέει πως για τον καθαρόν άνθρωπο δεν υπάρχει ήττα.
Αυτός προχωρεί πάντα μπροστά. Κι όταν ακόμα τον χτυπήσει
Ο θάνατος , αυτουνού η ψύχη πάει μπροστά. Μπροστά
χωρίς  να κλαίει, χωρίς να ντροπιάζεται. Ολόγυρος  και γελαστός
Πάει  μπροστά.»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου