Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ






Ο Θεοδόσης Νικολάου (Πάφος 10/3/1930-Λευκωσία 8/2/2004) σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παιδαγωγικά στο Λονδίνο. Ύστερα από τις σπουδές του εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πόλης και της επαρχίας Aμμοχώστου έως το 1974.[1] Mετά την κατάληψη της πόλης από τους Tούρκους, για μικρό διάστημα, διέμεινε με την οικογένειά του στο Παραλίμνι και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα.Τη δεκαετία του 1950 δημοσιεύτηκαν ποιήματά του στο λογοτεχνικό περιοδικό Κυπριακά Γράμματα και το 1958 δημοσιεύτηκε η συλλογή διηγημάτων του Ρίζες στα χώματα. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: Πεπραγμένα (1980)· Εικόνες (1988)· Το σπίτι (α΄ εκδ. 1993, β΄ εκδ. 2002)




ΕΙΚΟΝΕΣ  (1998)


ΖΕΣΤΗ ΜΕΡΑ TOΥ ΧΕΙΜΩΝΑ


Όλα τα χρώματα είναι ωραία
Και όλα τα χρώματα είναι αγνά.
Γυρίζουν οι εποχές και εκθέτουν
Τις ζωγραφιές της γης
Καμωμένες με άνθη.
Το μαύρο βλέμμα της παπαρούνας
Μέσ’ από τα κόκκινα πέπλα των φρουρών του,
Η θάλασσα των σταχιών
Που ξεδιπλώνει κίτρινα τα κύματά της
Μέσα στο καλοκαίρι.
Και η άλλη, η άλλη θάλασσα η μεγάλη
Με τα λευκά και τα γαλάζια των γαλάζιων
Ως τη χάλκινη κραυγή που αφήνει
Το φύλλο της χαρουπιάς
.Δροσίζοντας την κεφαλή των ανθρώπων.
Το τόξο του ουρανού τα αναλαμβάνει
Και πλυμένα από τη βροχή
Τα ταξινομεί.

Η ευαισθησία όμως για το λευκό
Δεν είναι γιατί λευκές είναι οι φτερούγες
Και λευκή η στολή των Αγγέλων.

Καθίσαμε κάποτε στον ποταμό της Αλβιόνος.
Εκεί μήτε κλάψαμε, μήτε γελάσαμε
Μήτε ρωτηθήκαμε, μήτε απαντήσαμε.
Το νερό του ποταμού κυλά
’Αλλά στην όαση φτάνει μια γκρίζα ακινησία.
Την κίνηση την αντιλαμβάνεσαι μονάχα
Με τα πανιά των καραβιών πού ταξιδεύουν
Ή όταν ένα σώμα παρασύρεται
Και συλλογίζεσαι πώς αυτό το σώμα
Μπορεί να είναι το δικό σου σώμα.

Κι εκεί που δεν υπήρχε τίποτα
Παρά μόνο μια έρημος
Κι εσύ μόνος μέσα στην έρημο γυμνός,
Όπου με λύσσα μάχονται οι τέσσερεις ανέμοι
Κουβαλώντας στα φτερά τους την παγωνιά,
Αντήχησε
Γλυκύτατη, αγαπημένη, οικεία
Η φωνή.
«Τα μάτια σου ακόμα συντηρούν τη λάσπη
Και δεν βλέπεις γύρω σου τούς ποταμούς του ελέους
Δεν βλέπεις τη βροχή της αγάπης.
Πάρε τα ιμάτια μου και κρύψε τη γύμνωσή σου.»
Τότε απέραντα από τον ουρανό ξετυλίγονταν
Ιμάτια λευκά, και αναδιπλώνονταν —
Γέμισε η γη με χιόνι.
Το χιόνι ανεβαίνει στα δέντρα
Ανεβαίνει ίσαμε την καρδιά σου
Το θάλπος της αγάπης τη ζεσταίνει.

Πάνω στα σκουριασμένα κλωνάρια της αμυγδαλιάς
Ανεβαίνουν χιλιάδες λευκές πεταλούδες.
Πάνω στη σκουριασμένη ψυχή μας ξεπετάγονται
Χιλιάδες λευκοί ανθοί ωσάν το χιόνι. 
Εδώ στο κράτος του θανάτου λαμπροφορεί η ζωή
Και η οπτασία της ανθισμένης αμυγδαλιάς
Γαληνεύει το χειμώνα και το πνεύμα σου.



ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


                                          Στον Φοίβο Σταυρίδη

Α’


Γελούν όσοι δεν άκουσαν την ηχώ
Των σταθερών βημάτων. Μα ποιός θ’ ακούσει
Μέσα στην ταραχή και τις φωνές του κόσμου;
Ασθμαίνουμε για ν’ αυξήσουμε την αγάπη μας
Για ό,τι θηρεύει η αίσθηση κι αιχμαλωτίζει.
Και η ψυχή συντετριμμένη σαν κοχύλια πάνω στα λάφυρά μας,
Που η θάλασσα στο τέλος, με ακατάπαυστη κίνηση ελαφρύνει
Και στην άμμο εναποθέτει.
Ἢ το ενισχυμένο χέρι άλλες φορές
Με στρίψιμο επιδέξιο
Αποσπά μ’ ευκολία από το βράχο.
Είδα τον καπετάνιο να γελά
Με την πίπα του στο στόμα να καπνίζει
Ενώ το καράβι του βούλιαζε.
Γελούν ακόμα γιατί δεν έχουν κατεβεί
Σκαλί σκαλί τη σκάλα
Και δεν λεηλατήθηκε η ακοή τους
Από τα σκουριασμένα σιδερικά καθώς χτυπούσαν
Σε σιδερικά. Δεν έχουν ακούσει τα κλειδιά
Να γυρίζουν δυο και τρεις φορές στις κλειδαριές.
Κι εκείνες τις φωνές του πόνου να μαυρίζουν
Μέσα στις απέραντες κάμαρες το σκότος
Δεν άκουσαν.
Αν ξέραμε
Ίσως πάνω στα χείλη μας θ’ άνθιζε
Ένα πικρό μικρό χαμόγελο μονάχα
Όπως αυτό που βλέπεις στο πρόσωπο των αγαλμάτων
Γραμμένο από τους Έλληνες τεχνίτες
Τον καιρό που ερωτεύονταν τις πέτρες.



Β'


Ο ήλιος ρίχνει τα μαλλιά του από ψηλά
Και οι πέτρες κοκκινίζουν από τις γλώσσες της φωτιάς·
Λιποθυμά το χόρτο και γέρνει μέσα στον καπνό.

Όμως αυτή την κώχη δεν την πιάνει.
Όπως ο σπουργίτης διατηρεί απόσταση ασφαλείας
Από το πλησίασμα παιδιού με το πέταγμά του
Έτσι οι έλικες στην άμιλλα τους προχωρούν
Και βρίσκουν τόπο για ν’ απλώσει τα φύλλα του το αμπέλι
Τόπο για τη στερεομετρία της ταξιανθίας
Και ύστερα δροσιά για τον καρπό
Στην αιώρα των ανέμων. |
Δροσιά ακόμα και για την οχιά
Όταν τυλίγεται επάνω του με φρόνηση.
Άλογα τρέχουν χρεμετίζοντας
Κι ανάμεσα τους το πιο ευγενικό και ωραίο
Το τριανταφυλλί άλογο διακρίνεις.
Τόσο ελαφρό
Ελευθερωμένο τώρα από το βάρος της σοφίας
Που λες δεν τρέχει αυτό
Αλλά πετά.



Γ


Η γνώση διδάσκει την ταπείνωση
Κρούοντας αθέατες χορδές
Και γεμίζοντας τον αιθέρα με ήχους
Που μήτε το ρεύμα που τρέχει,
Μήτε το φύλλο που ψιθυρίζει
Μήτε και το κρυφό αηδόνι
Έχει γνωρίσει.

Συλλαβίζουμε και τα χρόνια περνούν
Κι εμείς μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως
Δεν μπορούμε να πάμε στην άλλη σελίδα.

Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φωτός
Πρέπει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς να βάλουμε
Την ίδια ποσότητα του σκότους.
Έτσι για να χαρούμε τη χάρη της χορηγίας
Πρέπει τα δάκτυλά μας
Να ψηλαφήσουν το περίγραμμα της απουσίας της.
Αυτό το μάθημα
Είναι το μέγιστον μάθημα.


Δ’


Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν’ αλλάζουν τις όψεις του προσώπου της.

Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.

Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερεκχειλίζει η αγάπη
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν’ αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.



Ε'


Ιδού λοιπόν και η λίμνη.
Χωρίς επιθυμίες, χωρίς όνειρα
Για να ξυπνά τις μυστικές επιθυμίες
Και όνειρα παλαιά ν’ ανακαινίζει.

Η λίμνη αφήνει γύρω τα βουνά και το τοπίο
Να κατοικούν μες στα νερά της.
Ποιο είναι το είδωλο, και ποιο είναι το αντικείμενο
Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και ποιά η σκιά του;
Δεν μπορείς να πεις
Ούτε ακόμα και στη φωτογραφία
Που τη γυρίζεις πάνω κάτω μες στα χέρια σου.

Σύννεφο κυλά τριανταφυλλί
Ταράζει την επιφάνεια τού νερού
Κι ευθύς διαμελίζεται σ’ αμέτρητα πουλιά
Που κοιμούνται και ονειρεύονται ταξίδια,

Σκύβεις διψασμένος
Μα το νερό
Ξεφεύγει από τα δάχτυλα αλμυρό.
Όμως αυτή η ωραία μορφή που ενατενίζεις
Είναι το πρόσωπό σου
Που το βλέπεις τώρα μέσα στην ομορφιά του ουρανού
Και είναι ανάγκη να το αγαπήσεις
Για ν’ απαλείψεις έτσι τις ρυτίδες και τα σημάδια της φθοράς.
Γιατί και η λίμνη φεύγει με την αποδημία των πουλιών
Και απομένει μια λευκή έκταση
Που αστράφτει και τυφλώνει, την δράση.
Γι’ αυτό βύθισε το βλέμμα σου μέσα στο γαλάζιο
Καθώς ξεδιπλώνεται απαλό πάνω από την κεφαλή σου
Κι άφησε τούς υιούς των υποζυγίων
Συντρίβοντας τον καθρέφτη που σκληρύνεται
Να τρυγούν με υπομονή τον λευκό καρπό της.



ΑΠΟΓΡΑΦΗ


Το προηγούμενο βράδυ έβρεξε βατράχους.
Κραυγή της φύσης για να υπενθυμίσει, το άλλο πρόσωπό της
Που αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.

Ο άνεμος σηκώνει το νερό από τις λίμνες
Ταξιδεύοντάς το μέσα σε αόρατο κι απέραντο δοχείο
Πάνω από τα βουνά, τους κάμπους και τις πολιτείες.
Σηκώνει το νερό εξαντλημένο από τη νοσταλγία
Της περιπέτειας, μαζί με τους ενοίκους του
Και όταν τα δάχτυλά του κουραστούν το αφήνει
Και πέφτει βροχή με μάτια που πηδά και που κοάζει.

Ό διαφωτισμός έχει εγκαθιδρύσει παντού τις ηλεκτρικές του
          εγκαταστάσεις.
Στρίβεις το διακόπτη και ικανοποιείς την περιέργειά σου.
Το πνεύμα σου σαν πολυέλαιος πάμφωτος
Από εκατό κεριά, τον ύπνο περιμένει να τα σβήσει.
Και όμως ό τυφλός του ευαγγελίου δεν αμάρτησε
Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός.
Ήταν μονάχα για να μεγαλυνθεί η δόξα του Κυρίου.

Τα παγώνια στολίζουν τα βυζαντινά μας χειρόγραφα.
Ελαφρύνουν το βάρος της ομορφιάς τους ακατάπαυστα
Σκύβοντας μέσα στο νερό.
Τη δίψα τους δεν μπορούν να ξεδιψάσουν.
Είναι φορές που δεξιπλώνουν τη δόξα τους
Και λάμπουν τα πράσινα και τα γαλάζια βλέμματά τους
Ανάμεσα σε ερείπια, οραμάτων και προσευχών
Ακρωτηριασμένα ανθέμια και κολόνες σπασμένες
Που δεν βυθίστηκαν ακόμα μες στο χώμα.

Όταν όμως έρθει η νύχτα κωπηλατούν με τα φτερά τους
Αποσείουν τη σκόνη και τη μυρωδιά του καιρού
Και με αντιπαροχή την ανέσπερη δόξα τους
Γίνονται κραυγές μέσα στο σκοτάδι.
Οι κραυγές σχίζουν τί νύχτα όπως ο υφασματοπώλης
Τα παλιά τα χρόνια τραβώντας μια κλωστή
Έσχιζε το ύφασμα σε δυο κομμάτια.

Τί θέλουν μέσα στο σκοτάδι; Τί ψηλαφούν μέσα στο σκοτάδι;
Το σκότος δεν μπορούν να το τρομάξουν
Τρομάζουν μόνο την ψυχή μας και δεν την αφήνουν
Να κλείσει μάτι έστω και για μια στιγμή.

Τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη, πρέπει εν κατακλείδι να αναφέρω
Πως έπεφτε ψιλή, γλυκιά,  χρωματιστή βροχή
Πάνω στο πρόσωπό μας και μέσα στα μαλλιά μας.
Αίσθημα οικείο όσο παράδοξο κι ανεξήγητο.
Σκίρτημα ζαρκαδιού μες στην ψυχή μας
Που μας έκαμνε να περπατούμε
Πάνω στις στέγες των σπιτιών αντί στους δρόμους.



ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ


Οι επισκέπτες τριγυρίζουν μες στην αίθουσα·
Βλέπουν στους τοίχους τις εικόνες
Συνομιλούν και σχολιάζουν.

«Ο τεχνίτης πρέπει να δίνει σάρκα και οστά στα οράματα του·
Από τα έργα απουσιάζει παντελώς η φρίκη του Θανάτου.
Τι θέση έχουν τα πουλιά, τί δέντρα, τα τοπία αυτά τα ειδυλλιακά
Την ώρα που η βία ωμή περνά και μας καταπατά;»

Μα  όταν το βράδυ σβήσει τα φώτα ο φύλακας
Και στερεώσει το μοχλό στην πόρτα
Ανοίγουν το ράμφος τα πουλιά
Και η άδεια αίθουσα αντηχεί από ένα κλάμα
Σαν νι μοιρολογούν όλα μαζί την Αντριανόπολη.
Κι ακόμα όταν σηκώνεται ο άνεμος τη νύχτα
Την αίθουσα αυτή δεν αγνοεί. Πνέει
Και σείει τα φύλλα των δέντρων στις εικόνες.
Ένας στεναγμός ακούεται μέσα στους τέσσερεις τοίχους
Ίδιος με το θρήνο της Εκάβης
Που μαζί με τις άλλες Τρωαδίτισσες ζητούσαν
Μέσα στη λεηλατημένη Τροία τα παιδιά τους.

Φαίνεται πως δεν έχει σημασία το τί αλλά το πώς.




ΜΝΗΜΗ


Όταν ήμαστε παιδιά μάς έλεγαν πως πρέπει να σιωπούμε
Για να μπορούν ν’ ακούονται οι μεγάλοι
Που συζητούν για υποθέσεις σοβαρές.

Μας έλεγαν να μη μιλούμε στο τηλέφωνο
Γιατί δεν είναι το τηλέφωνο παιχνίδι για παιδιά•
Είναι κι αυτό αναγκαίο για τους μεγάλους
Και μάλιστα για πράγματα ουσιώδη.

Και άλλα πολλά μας έλεγαν
Που εστένευαν την απεραντοσύνη του κόσμου.
Ο λυγμός κατέβαζε τα βλέφαρα βαριά
Ενώ ο ύπνος στέγνωνε στο μάγουλο μια βούλα από δάκρυα.

Μιλήσαμε τέλος στο τηλέφωνο όταν μάθαμε τα περί ήχου•
Ότι δηλαδή ο ουρανός είναι μια άλλη θάλασσα
Με κύματα που σπάζουν ή που σβήνουν κι αυτά στην ακοή.
Μιλήσαμε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής
Δεν μπορούσε να είναι ούτε ο λύκος
Ούτε η αρκούδα, ούτε ο πρίγκιπας
Ούτε ο Αϊ-Βασίλης με το μυροβόλο ραβδί
Και τα περδίκια αγαπημένα με τα λευκά περιστέρια
Να σμίγουν τους κελαηδισμούς τους.

Τώρα που μάθαμε τι λέγουν οι μεγάλοι
Αφού γίναμε κι εμείς μεγάλοι πια,
Καταλάβαμε ακόμα και γιατί δεν μπορεί ο κόσμος
Να ησυχάσει μια στιγμή.
Και είναι τώρα πράγματι η ώρα για να κλαις





ΕΞΗΓΗΤΗΣ ΕΝΥΠΝΙΩΝ


Όταν κοίταξες τον ουρανό
Τ’ αστέρια σου φάνηκαν
Αιχμές από πυρφόρα βέλη
Που κατευθύνονταν με στόχο την καρδιά σου.
Γι’ αυτό φοβάσαι το σκοτάδι.
Κι’  όμως μονάχα μια διάτρητη καρδιά
Μπορεί να γεμίσει από αγάπη.





ΚΡΥΦΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ



Φώτης Κόντογλου ο Κυδωνιεὺς
Άριστος τεχνίτης του λόγου κατά τους ζωγράφους
αλλ’ όχι και ζωγράφος
Εξαίσιος ζωγράφος κατά τους τεχνίτες του λόγου
ἀλλ’ όχι και τεχνίτης του λόγου
Οπωσδήποτε όμως οχληρός και για τις δυο τάξεις
Ήταν ο ελάχιστος αδελφός
Που το μέγεθος της αγάπης του για το κύριο αλλά
και το ουτιδανό
Έφερνε σε αμηχανία αυτούς που έχουν τη μανία
Να διαιρούν και να ταξινομούν.

Γιατί εκτός από όλα αυτά τα παρεμφερή
Πάνοπλος με όλα τα σύνεργα της κηπευτικής
Έπαιρνε τους ερημικούς λοφίσκους της Αττικής
Και φρόντιζε τα πυρίπνοα και ποικιλόχρωμά τους άνθη.
Ήταν φορές που άνοιγε μονοπάτια για εύκολη πρόσβαση
Ἢ με την παλάμη του έκοβε το κρύο, τον άνεμο, τη ζέστη,
Παραμέριζε τους ακανθώδεις θάμνους και άνοιγε
Χαραμάδες μυστικές για τη σαύρα, την αράχνη
Το χελιδόνι, τη μέλισσα και τ’ άλλα.

«Άνθρωποι και κτήνη
Ζουζούνια και μαμούνια
Κι όλα τα φτερωτά•
Αγγέλοι κι αρχαγγέλοι.»

Μιλά για κάτι ρημοκλήσια ξεχασμένα
Καταφυγή για καθετί  που υπάρχει κι αναπνέει
Ραντίδα γλυκασμού στην άνυδρη τη γη και την ψυχή μας.




ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Τον αγάπησε γιατί είχε μαύρα μάτια
Και τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Την αγάπησε γιατί μια πλεξούδα χρυσή των μαλλιών της
Κυμάτιζε πάνω στο μέτωπό της.
Σμίξανε τα βήματά τους
Σμίξανε τις ψυχές και τα σώματα.
Μια πυρκαγιά τότε φούντωσε
Που δεν μπορούσε να σβήσει
Παρά μονάχα στη στάκτη.
Τί ωραία όμως που έτρεχαν οι φλόγες κατά μήκος
του ουρανού.
Τί ωραία που λαφυραγωγούσαν το σκοτάδι.



ΓΗΡΑΣΚΩ Δ’ ΑΙΕΙ ΠΟΛΛΑ ΔΙΔΑΣΚΟΜΕΝΟΣ


Η ωραία κόρη που ζούσε στο σπίτι αντικρύ
Άπλωνε τα χέρια κι άγγιζε τις καρέκλες,
Τα τραπέζια, και γενικά όλα τα αντικείμενα.
Πάνω στα δάχτυλά της άναβε μια μικρή σπίθα
Και μέσα στην παλάμη της έβλεπε το χαμόγελο των ανθρώπων.
Οι τυφλοί ψηλαφούν και βρίσκουν το δρόμο τους.

Και όταν είδες στη μέση της εκκλησίας
Την εικόνα με γράμματα παράξενα
Που δεν μπορούσε εύκολα ένα παιδί να διαβάσει
Η ΨΗΛΑΦΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ, και άκουσες
Και τον ίδιο υστέρα να λέγει
Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού
Τον τύπον των ήλων και βάλω
Τον δάκτυλον μου εις τον τύπον των ήλων
Και βάλω
Την χείρα μου εις την πλευράν αυτού . . .
Τόσο λυπήθηκες
Πού δεν μπορούσες να κρατήσεις τα δάκρυα.

Και τώρα υστέρα από τόσα χρόνια
Τόσο διάβασμα και γνώση
Ανακαλύπτεις πως δεν ήταν τυφλός.
Γηράσκω δ’ αιεί πολλά διδασκόμενος.
Όμως συλλογίζομαι κι αναρωτιέμαι:
Ποιά πληροφορία είναι η ορθή από τις δύο.
Ήταν ο Θωμάς τυφλός ή δεν ήταν τυφλός;
Γιατί μου φαίνεται πως η πρώτη λανθασμένη γνώση
Ίσως να είναι και η μόνη αληθινή,
Και στην πραγματικότητα ήταν ένας τυφλός
Όχι μόνο στα μάτια
Άλλα και στ’ αυτιά, στο νου και στην καρδιά του
Αυτός που είχε ακούσει ένα δάσο από ελιές
Να μουρμουρίζει με φωνές ασημένιες
Για τους πραείς και τους πενθούντας
Τους πτωχούς τω πνεύματι και τους καθαρούς τη καρδία
Και δεν κατάλαβε.- Και τί κατάλαβε
Που είδε το τέρας της θάλασσας
Να χτυπιέται, και σφαδάζοντας
Να υποχωρεί στα υποβρύχια άντρα
Και τις φτερούγες των άνεμων να λιώνουν σαν από κερί;

Ήταν τυφλός και θα ’μενε τυφλός
Αν οι γλώσσες της φωτιάς
Δεν του έγλειφαν τα φθαρμένα όργανα των αισθήσεων του
Μαζί με το πρόσκαιρο ενδιαίτημα της ψυχής του.

  



ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ


A'


Όλοι μας περιμένουμε να μιλήσει η Ιστορία.
Για να μιλήσει όμως κανείς πρέπει να δει
Το ουράνιο τόξο να γεφυρώνει την ομορφιά του κόσμου
Πρέπει ν’ ακούσει τη βροχή που κυλά
Πάνω στο αυγινό στέλεχος του σταριού
Και την ερωτική φλυαρία των κυκλάμινων,
Στον ουρανίσκο το μέλι της οπώρας
Και να κρατήσει στη φούχτα του πρέπει το νερό της θαλάσσης.

Ανοίγουμε λάκκους στη γη, μα γιατί;
Ανοίγουμε λάκκους μέσα στο σκοτάδι.
Γιατί;

Η Ιστορία είναι βέβαια απασχολημένη τριγυρίζοντας
Μέσα στα πεδία των μαχών και τους υπόγειους διαδρόμους
          που ανοίγει η άβυσσος του νου.
Παραγγέλλει πρώτα στις μέρες
Να νίψουν τα αρματωμένα πρόσωπα
Παραγγέλλει στον Απρίλη και στ’ άλλα λαμπρά παλληκάρια
Ν’ αφαιρέσουν τη φρίκη ράβοντας το δέρμα
Συγκολλώντας τα σπασμένα κόκκαλα των νηπίων
Επιδιορθώνοντας και τοποθετώντας πάλι
Στις κόγχες του προσώπου τα πεσμένα μάτια.
Τότε μπορεί να γίνει η αναστήλωση των εικόνων
Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο των ψυχών μας.
Μα όταν λάβει καιρό χρονοτριβεί
Συγχύζοντας το βήμα της σε δρόμους που πήρε
Παραπλανημένη από οδόσημα που δεν οδηγούν πουθενά.

Τέλος όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Μιλά με γενικότητες και στατιστικές
Ενώ η λεπτομέρεια υποκύπτει και μηδενίζεται.
Αυτό που έχει σημασία είναι το επίτευγμα,
Όπως η ήρεμη επιφάνεια του ποταμού που κυλά
Αποκρύπτει την απεγνωσμένη πάλη των πρώτων κινήσεων.

Κι ακόμα όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Εμείς δεν είμαστε πια εκεί για ν’ ακούσουμε
Κι αυτοί που ακούουν δεν ενδιαφέρονται πως
Η μάχη ετράπη εις απλήν σφαγήν,
Ήτις μηδεμίαν ποιούσα διάκρισιν
Μεταξύ Βενέτων και Πρασίνων
Διήρκεσεν επί ώρας πολλάς, και έπήνεγκε
Τον θάνατον τριάκοντα χιλιάδων ανθρώπων.

Όμως τη φωνή του Γιάννη μέσ’ από τη σκόνη
που σήκωνε το χώμα
«Μη με θάβετε, είμαι ακόμα ζωντανός»,
Ποιος θα καταγράψει,
Τώρα που εκραταιώθη η εξουσία του βασιλέως
Και όλα τα πράγματα μπήκανε σε τάξη;



Β'


Ο άνθρωπος που έρχεται από την Ανατολή
δίνει, το χέρι στον άνθρωπο που έρχεται από τη Δύση.
Το νερό του ποταμού είναι  ρευστό
Αλλά έρχεται ώρα που περνώντας κάτω από υπερυψούμενα τόξα
Πήζει, και στήνεται το πανηγύρι
Με τραγούδια και χρωματιστές ενδυμασίες.

Τρεις ποντικοί, τρεις ποντικοί, για δέστε τους πώς τρέχουν
Τα μάτια τους μοιάζουν κεριά σβησμένα που καπνίζουν.
Ένα μικρό τριαντάφυλλο π’ ανθίζει μες στον κάμπο
Κόρη πανέμορφη ξυπνά με τη μοσκοβολιά του.

Ρίχνουν χιόνι ο ένας επάνω στον άλλο και γελούν
Ρίχνουν πέτρες ο ένας επάνω στον άλλο και σιωπούν
Ρίχνουν βόμβες ο ένας επάνω στον άλλο
Βόμβες ναπάλμ
Και φωνή εν Ραμά ηκούσθη
Θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού
Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι
Επί τοις υιοίς αυτής, ότι ουκ εισί.

Όλοι βουλιάζουν μέσα στον ποταμό
Που αγριεύει και χάνονται.
Δεν υπάρχουν τώρα οι αλλαγές των εποχών.
Οι μέρες που περνούν είναι ίδιες με τη νύχτα.
Είναι ο καιρός της σιωπής, είναι ο καιρός της κυοφορίας
Αναμένεται η γέννηση του μεγάλου Ήρωα.
Μαντήλι από μετάξι με κρόσσια χρυσάφια
Και χέρια, δυνατά για ν’ αντέχουν στα γυρίσματα του χορού.
Αυτός θα δείξει τον κρυφό δρόμο
Φτάνοντας στην καρδιά και την αταραξία της πέτρας.

Και πάλι το πανηγύρι με τραγούδια
Χρώματα και χτυπήματα
Πάνω στο πηχτό νερό
Χτυπήματα πάνω στο δώμα του θανάτου
Καί ο καταποντισμός μέσα στις γλώσσες των κυμάτων
Ακαταπαύστως.

Γιατί ο ήρωας βέβαια λάμπει
Αλλά λάμπει μονάχα από μια προκαθορισμένη γωνία.
Από τις άλλες ζει μέσα στα σκιά που ρίχνει το δικό του φώς
Ενώ το πρόσωπο του Αγίου ακτινοβολεί στον αιώνα
Ορατό από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Όπως ο μικρός θεός των ναυτικών
Που βασιλεύει στων ουρά της Μικράς Άρκτου.



ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΑΡΙΟ


-Α, τα σπίτια μας, τα σπίτια μας
Πέτρες πάνω σε πέτρες και ξερός ο πηλός ανάμεσα τους
Χωρίς χρώμα, παρά μόνο το χρώμα της γης
Δειλά, λιτά και απέριττα
Που πρέπει να τους δώσεις το χέρι
Για να σου μιλήσουν.

Φίδια φαρμακερά χιλιάδες χρόνια
Τα πολιορκούν μα δεν μπορούν να τα πατήσουν.

Το θυμάρι στο στόμιο της υδρίας
0 δυόσμος, ο βασιλικός και το δεντρολίβανο
Προεκτείνουν το μικρό εμβαδόν
Πέρα σε χωράφια και κήπους
Όπου ο ήλιος πυρώνει και το φεγγάρι δροσίζει.

Οι ένοικοι ξυπνούν το πρωί, κοιτάζουν το ρολόι στον ουρανό
Περιποιούνται τ’ αμπέλι, κλαδεύουν το λιόδεντρο
Την ώρα που πρέπει ζευγαρώνουν
Και πάλι το ίδιο και το ίδιο απαράλλακτα όλες τις μέρες
Ωσότου στεγνώσει ο ιδρώτας πια στο σώμα
Και ξαπλώνουν στο ξύλινο κλινάρι
Περιμένοντας την άλλη αυγή που θα σωπάσουν τα πουλιά
Για ν’ ακουστεί ο μεταλλικός ήχος των σαλπίγγων.

Τότε όλοι μαζί αρχίζουν τη φυτεία μες στο χώμα
Που τα δάκρυα των ανθρώπων των γενεών πού έχουν περάσει
Και των άλλων που θα ’ρθουν το μαλακώνουν,
σίγουροι πια την ώρα της συγκομιδής για την καρποφορία.

Και οι περιλειπόμενοι επιστρέφουν
Ωσάν να ήταν η πρώτη μέρα του Μαγιού από εκδρομή
Άλλα ενώ πλησιάζουν στον τόπο από οπού ξεκίνησαν
Αίφνης σταματούν. Κάμνουν μεταβολή
Κι ολοένα μικραίνουν μέσα στη σιγή που επικρατεί.
Μικρές πλαγγόνες από κερί και φαντασία
Όπως αυτές που βλέπεις στις προθήκες των μουσείων
Για να τις παίρνουν στο χέρια
Οι θυγατέρες της Νύχτας και να παίζουν. . .

Σε λίγο όμως και πάλι το μέγεθος τους ξαναπαίρνουν
Τινάζουν το χώμα από τα πόδια
Και συνεχίζουν την πορεία.



ΑΜΗΧΑΝΟΝ ΚΑΛΛΟΣ


Και τί θα γίνει με τον Ανθέμιο Καλοκαίρη;
Αν λογαριάσουμε το έτος πού βγήκε μες στον κόσμο
Χωρίς αμφιβολία μέσα στην πιο παλιά γενιά ταξινομείται.
Όμως από το χρόνο που κάνει την ουσιαστική του παρουσία
Στη νέα γενιά των ποιητών συναριθμείτε.

Μεσήλιξ με γκρίζα μαλλιά και γκρίζα σκέψη
Αναπαλαιώνει τα καινούρια κι' ανανεώνει τα παλιά
Αλλά μέσα στο έαρ των εφήβων, μέσα στα τερετίσματα των ρόδων
Ακούεται η φωνή του αν όχι βέβαια παράφωνη
Οπωσδήποτε όμως κάπως ξένη.

Οι εποχές όμως διαβαίνουν και χάνονται στην άβυσσο
Αλλά μέσα στο χώμα τούτο που πατούμε
Οι σπόροι έχουν το δικό τους το ρυθμό
Κι αθέατες οι ρίζες στο σκοτάδι
Βρίσκουν το δρόμο φωτεινό και προχωρούν.

Και η ποίηση;
Και η ποίηση ίσως δεν είναι μήτε ο κύκνος
Αλλά η σιγή που επιβάλλει προχωρώντας στο νερό του ποταμού
Ή μπορεί μονάχα ένα φτερό
Από τη συντετριμμένη ομορφιά του.

Ένα φτερό πού χρόνια τώρα ταξιδεύει με τον άνεμο που πνέει
Και φτάνει κάποτε στην όρασή σου
Και μπορείς τότε να μαντέψεις με υπομονή αλλά και τόλμη

Με λογισμό και με όνειρό
Το χρυσάφι των μαλλιών της
Και το ασήμι του προσώπου της
Και την κίνηση της κνήμης
Αυτής που κάποτε έφερε το όνομα. Αγησιχόρα.



ΦΩΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ


Όταν έφτασε στο φύλλο του ουρανού
Η Περικτιόνη που τον μάθαινε
Μέσα στη νύχτα τις πρώτες ν’ αρθρώνει συλλαβές
Υψώνοντας το χέρι είπε·
«Ώ παί, αυτή η σελήνη εστί.
Η σελήνη καλή εστί.
Ω παί, ούτοι οι αστέρες εισί.»

Κι όταν υστέρα από χρόνια κάποια νύχτα
Άνοιγε στα κτυπήματα την πόρτα
Γέμισε το σπίτι από φως σαν να ’ταν μεσημέρι.
« Είμαι ή Ψάπφα.» Κι υψώνοντας κι αυτή το χέρι
Έδειχνε τον ουρανό και μελωδούσε
« . . . άστερες μεν αμφί κάλαν σελάνναν
Αψ αποκρύπτοισι φάεννον είδος
Όπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
Γαν ...»

Είπε κι έφυγε. Όμως ο Πλάτων
Μέσ’ από τους χειμάρρους των ματιών του
Ώρες πολλές στεκόταν κι ατένιζε την ομορφιά
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε το φεγγάρι
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε τ’ άστρα.

Κι είναι γι’ αυτό που δεν μπορώ να εννοήσω
Γιατί τούτο το τραυλό όμως εν τέλει καλλικέλαδο αηδόνι
Που αναστενάζει καθώς το γλυκόπικρο ερπετό
Σέρνεται στα βάθη της ψυχής του
. . . Εδίψουν την, εκαύκουμουν
Τζ’ έτρεμα μεν τζαί πκιάσω την
Τζαί γίνουμεν τζ’ οι δκυδ στραπή . . .
Ή καθώς μέσα στην άδεια από φεγγάρι νύχτα
Εισρέουν χιλιάδες άστρα
. . . Νύχταμ Παρασσευκόνυχταν, πού τ’ άστρα μιλιούνια
Έλάμπασιμ πουπανωθκιόν . . .
Κι ακόμα όταν το νερό δεν μπορεί να ξεδιψάσει πέντε
          λεύκες
. . . Τζ’ ήτουν το χώμαμ πολλά σκλερον
Τζ’ είχαν τζαί σύρπημ πολλήν τ’ αύλάτζια
Τζ’ ούλον έστάλωννεν το νερόν . . .
Γιατί αυτή ή φωνή πού τραγουδά στη μέση της Θαλάσσης
Ακούεται σαν ξένη και παραμένει ακατανόητη
Γι’ αυτούς πού ήρθαν χρόνια πολλά μετά τον Πλάτωνα.

Κι έτσι ο Βασίλης κρυώνει ακόμα μέσα στους γυμνούς
δρόμους του χειμώνα
Καμμιά υποψία
Ποιές ρίζες αναταράζει ο ήχος της φωνής του
Ποιούς ρυθμούς ξυπνά ο άνεμος που πνέει
Μέσα σε τούτο το έναστρο δέντρο
Που ακατάπαυστα αναθάλλει.




ΤΟ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ


Από το σπίτι μου πέταξα τα πάντα
Όσα στην ευτυχή έκβαση του ταξιδιού μου δεν συμβάλλουν
Κι από το σώμα μου κράτησα τη γύμνωσή μου μόνο.

Αυτά που λέγονται για μας μην τα πιστεύεις
Πως μας καίγουν κι εμείς τραγουδούμε
Κι όλα τα άλλα τα ψευδή και τα εμπαθή.
Κατάκτησα το ύψος μου πολεμώντας νύχτα και μέρα
Κατάκτησα το ύψος μου μετρώντας τη διαδρομή μου
Με το μέγεθός μου.
Γιατί βέβαια θα το ξέρεις
Πως ο δικός σας κόσμος είναι το σκοτάδι
Και πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός
Σ’ όλες του τις κινήσεις
Ενώ η περιπέτεια η δική μου μια συνεχής αποταμίευση φωτός.

Κι όμως όση προσοχή και σύνεση κι αν καταβάλλω
Έκθετο είμαι σ’ όλους τους κινδύνους
Και τίποτα άλλο δεν προβάλλω
Παρά την ελικοειδή σιωπή μου κι αναμένω
Μέσα στο χέρι το μεγάλο του Θεού.
Η φτέρνα σου βέβαια γνωρίζει 20
Τον άδειο ήχο της εύθραυστης βασιλείας μου.






ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ  (1980)



     ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ



ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ


Στο χάσμα του βράχου στενάζει ό άνεμος
Μέσα στις ρίζες στενάζει και στους κλώνους των δέντρων.
Τα θηρία ωρύονται
Άλαλα τα ορυκτά μένουν.

Γυμνός
Μέσα στην παγωνιά και το σκοτάδι
Ψηλάφησα το σκοτάδι
Ψηλάφησα το σκοτάδι επάνω στο σώμα της αγαπημένης
Και η νύχτα γέμισε άστρα.

Τότε σηκωθήκαμε από το κατώφλι
Και είπα•
Ιδού εγώ, Κύριε, το πρώτο θαύμα.



ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ


«Δεν είναι στάβλος αυτό το κτίσμα, είναι εκκλησία.»
«'Ώστε μπορούμε να πάρουμε μια φωτογραφία.»
Ή μνήμη ντυμένη με χρώμα.
Τα ιστορικά γεγονότα διαστρεβλώνονται
Γιατί ο οδηγός πρέπει πάντα να μιλά
Και η σιγουριά να μη τον εγκαταλείπει.
Στο πανδοχείο εκεί στην άκρη
Κάθεται ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος
(Πού είναι η λυπημένη πριγκιποπούλα της Ναβάρρας;)
Και συζητά με τον Πτολεμαίο τον Λάγου
Το επίμαχο θέμα του filioque.

Εκεί ονειρεύτηκα τα μέλη σου
Την ακατάσχετη παλίρροια του κορμιού σου.
Οι αγκάλες μου να βαθαίνουν τις κοίτες
Και τα χέρια μου να μαζεύουν αστέρια.
Όμως το βουνό με τα δέντρα τί νύχτα
Βαραίνει σαν πέτρα επάνω στα στήθη σου-
Δεν μπορείς ν’ αναπνεύσεις.

Δεν είμαι ούτε πουλί, ούτε χαρταετός.
Είμαι ένας άνθρωπος κοινός, κι αυτός μισός
Πού προτιμά το χειμώνα τη θαλπωρή στην καλύβα του
Και το καλοκαίρι τη δροσιά μέσα σε γαλάζια σεντόνια.

Τα μάτια μας δεν αντικατοπτρίζουν τους διάττοντες
Μονάχα η αναλαμπή από το φως του κεριού και της λάμπας.
Ζούμε στο κράσπεδο της ζωής με χαμηλή φωνή
Ψιθυριστά
Σχεδόν βουβά.
«Ο πύργος της Πίζας, ο πύργος του ’Άιφελ
Το Τολέδο στην αποθέωση του φωτός, το Τολέδο με
καταιγίδα.
Εδώ γεννήθηκε ο Ντάντε. . .
Έχετε διαβάσει το όνομα της αιώνιας πόλεως παλινδρομικώς;»

Πλέουμε τον ωκεανό, διαπερνούμε τη στεριά.
Δεν γυρεύουμε παρά μια σπιθαμή καπνό.
Απλοί θεατές στο αμφιθέατρο
Το πιο πολύ ένας ασήμαντος ρόλος για να κυλήσει ή ζωή
Το πιο πολύ μια φτηνή αμφίεση για να πάρει χρώμα ή ζωή.
Στις ωμοπλάτες μας τεντώνονται οι σπάγκοι.



ΔΟΚΙΜΟΣ


Οι άλλοι γύρευαν τον ήλιο
Εκούσιοι αιχμάλωτοι της θαλπωρής του.
Αυτός αναζητούσε την ομίχλη
Και τη σκοτεινή της ελευθερία.
Έλεγε-
Αυτό το φως πού κατεβαίνει από ψηλά
Αυτό το φως που ποταμίζει προς το σκότος
Δεν είναι για μάς.
Είναι γι’ αυτούς
Πού κρατούν στο ένα χέρι
Το εκμηδενισμένο βάρος της Τροίας
Και στο άλλο
Το χαμόγελο το υγρό του Αστυάνακτα.
Είναι γι’ αυτούς που έχουν τελειώσει την προσευχή
Και είναι έτοιμοι πια για να πεθάνουν.



ΕΡΩΤΑΣ


Ο έρωτας είναι ένα μαρτύριο κι ένας καημός πού δεν αναπνέει
Πυρπολεί την ψυχή μας και τη γεμίζει με στάχτες.
Δέντρο που φλέγει και κατατρώγει την κόκκινη ομορφιά του
Μέσα στο καλοκαίρι.
Η νύχτα ξεφορτώνει την οδύνη της πάνω στο μέτωπο μας.
Ο ύπνος ετοιμάζει τραγικά προσωπεία πού θα φορέσουν τα όνειρα.
Μας ξεφεύγει ο σπάγκος
Κι ο χαρταετός μας
Άθυρμα στη συνομιλία των ανέμων.

Στα χέρια μας στάχτες, στο κορμί μας αιθάλη.
Κι όμως πρέπει ν’  αντέξουμε να δούμε το φεγγάρι.
Απόψε ό κύκλος του τριακοσίων εξήκοντα μοιρών.

Ένα ζευγάρι ερωτευμένων με το κεφάλι μέσα στο Γαλαξία
Εγκάθειρκτοι στη φυλακή των χεριών τους
Περιφρονούν τις στιγμές και μιλούν για αιώνες
Κι όμως η άλλη μέρα τους τοποθετεί σε χωριστούς δρόμους.

Το φεγγάρι ανεβαίνει τις σκάλες τ ουρανού.
Ανάβει στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι.
Χορδίζει τα τριζόνια.
Θα μας σκεπάσει με σεντόνια
Που στάζουν αρμύρα και γαλάζιο
Και θ’  αγρυπνήσει στο στρώμα μας.




ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ένα ποτάμι κουρασμένο
Που έχασε το δρόμο του
Μες στους κορμούς των δέντρων
Και ξενυχτάει παγωμένο
Μες στο δάσος
Η ζωή τους.



ΖΗΤΗΜΑ ΚΕΝΤΡΟΥ


Ιερείς με χρυσοποίκιλτα άμφια
Με τα τετραβάγγελα του πόνου και της ελπίδας στα χέρια
Ανάμεσα σε σύννεφα από μοσχολίβανο
Ανάμεσα στα εξαπτέρυγα
Και τα τραγούδια του Θεού
Ενώ μπροστά οι αρχαγγελικές δυνάμεις, αόρατες, οι αρχαγγελικές  δυνάμεις
Ενταφιάζουν τον λίθον
Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες
Ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας.

Η πέτρα καταδύεται βαθειά μέσα στο χώμα
Όπως μέσα στο νερό
Η πέτρα πεθαίνει
Απλώνει τις ρίζες της βαθειά μέσα στο χώμα
Γίνεται δέντρο με παχιά σκιά
Κι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης
Με ωραίους και γλυκούς καρπούς
Το εμπλουτίζει.
Έτσι γεννήθηκε η Εκκλησία
Ορατή και αόρατη
Άψαυστη με τους τύπους όμως των ήλων για την ψηλάφηση.
Και κάτω από τη σκέπη της οι στέγες μας
Ξεφύτρωναν κι απλώνονταν σαν άνθη
Και μέσα τα βρέφη που γίνονταν έφηβοι, άντρες και γυναίκες
και ύστερα γέροι
Σπουδάζοντας τις λεπτομέρειες του ταξιδιού.
Η ζωή πατούσε το θάνατο
Γιατί βλέπαμε τα χωράφια μας να πρασινίζουν
Με τις πρώτες βροχές του Οκτώβρη.
Και ξεχάσαμε από που ξεκινήσαμε
Τα χρόνια περνούν
Και η ζωή μας γίνηκε μια διαρκής κυκλική πορεία.

Ελευθερωθήκαμε από τη δεσποτεία των ανθρώπων
Ελευθερωθήκαμε από τη δεσποτεία του Θεού
Πετάξαμε την άγκυρα των καραβιών μας στο πέλαγο.
Τώρα κυκλοφορούμε τη μοναξιά μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα
          μέσα σε πολυτελή αυτοκίνητα—
Φωταγωγημένες λεωφόροι μας οδηγούν στο χαμό μας.

Και η εκκλησία εμπόδιο στα ρυμοτομικά σχέδια του Γραφείου Πολεοδομίας
Διάτρητη από τις αιχμές του διαβήτη
Χωρίζεται σε πέτρες, ξύλα, κεραμίδια, χώμα και νερό

Δεν υπάρχει ούτε ένας κήπος για την ώρα της αγωνίας




ΕΙΚΟΝΕΣ TOΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Το καλοκαίρι που πέρασε, μια γοργόνα
Έσκυβε και μας ψιθύριζε στ’ αυτί το πικρό της τραγούδι.
Επιδιόρθωση σπασμένων παιγνιδιών
Μαύρα και λευκά εναλλάξ τετραγωνίδια
Για να τοποθετούμε τις λέξεις σε παράξενους σχηματισμούς.
Σπίθες μιας πυρκαγιάς πού δεν άναβε στις άκρες των δαχτύλων.

Αυτά που βλέπεις δεν είναι νέφη που διαλύονται
Καθώς σηκώνεται ο άνεμος μέσα στα μαλλιά σου.
Είναι πέτρες και βράχοι
Χωρίς κίνηση
Βουνά που χωρίζουν τον ένα άνθρωπο από τον άλλο
Φρουροί της μοναξιάς των σωμάτων μας.

Το καλοκαίρι που πέρασε
Άργησε πολύ να περάσει.
Τα τζιτζίκια όλο και τρόμαζαν το ευγενικό φθινόπωρο.
Κι όμως ο Άγιος Χριστόφορος
Συμπαθητικός σκύλος
Σείει ακόμη την ουρά του
Στην αυλή του Κυρίου του.



Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οί φλόγες της ρομφαίας κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα άγρυπνα
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη 
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Πού στιλβώνει ένα χάλκινο σκεύος.



ΜΝΗΜΗ ΑΠΟΛΛΩ


Άλλος εργοχειρούσε κομβοσχοινοποιός
Κι άλλος την ευτελή πλην χρήσιμη τέχνη του κουταλοποιού
Με χάρη έφερεν εις πέρας.
Το έργο όμως των χειρών του Απολλώ η απραξία.
Ήταν ντυμένος κι αυτός το σχήμα των Ασωμάτων.
Άλλα τη γύμνωσή του τη μεγάλη
Το άχραντο ιμάτιο δεν μπορούσε να καλύψει.
Γι’ αυτό κάθε μέρα έμπαινε μαζί με τον άνεμο
Μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης
Και το φριχτό μυστήριο υπηρετούσε.
Στο ένα του χέρι ένα πουλί καθόταν
Και στο άλλο αγγελικό παξιμάδι βάραινε πολλές φορές.
Τον τελευταίο καιρό τα πόδια του ήταν πιο ψηλά από το χώμα
Και ύστερα τρέχοντας μέσα στον αέρα
Χάθηκε μέσα στον ουρανό.



ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΜΕ ΤΑ ΖΙΖΑΝΙΑ


Κύριε, διαλέξαμε το σπόρο με φροντίδα.
Γι’ αυτό και το χειμώνα μας ζέσταινε Η φωτιά και η χρυσή θέα
Τώρα μες στην ψυχή μας μπήγεται μαχαίρι.
Θέλεις ούν απελθόντες συλλέξομεν αυτά;

Ο Κύριος όμως έκθαμβος κοιτούσε το χωράφι του.
Χαρά του θόλωνε τα μάτια
Γιατί ποτέ δεν είδε
Ποτέ δεν αξιώθηκε τέτοιο θέαμα.

Αν τα ξεριζώσουν, θα ξεριζώσουν το στάρι.
Κι αν ξεριζώσουν το στάρι, ξεριζώνεται η ψυχή μας.
Υπάρχει και θα υπάρχει λίγος τόπος και γι’ αυτά.

Το χωράφι όμως δεν ήταν πια χωράφι.
Ήταν ένας άλλος ουρανός
Πεποικιλμένος με χρωματιστά άστρα
Που άναβαν στο φύσημα του ανέμου
Και ψιθυρίζανε το ουκ επ’ άρτω μόνον.



ΔΑΜΙΑΝΟΣ


Το χαμόγελο τούτο είναι οικείο
Το γνωρίζω
Το χαμόγελο τούτο είναι το δικό μας χαμόγελο.
Λησμονημένο σε συντρίμματα ήμερων
Εγκαταλελειμμένο σε κάποια αγορά, κάποιες πλατείες
Μέσα σε τόση πάλη για να φτάσουμε ως εδώ.
Σε τόσους συμβιβασμούς τόσες υποχωρήσεις
Για να μπορέσουμε να χαμηλώσουμε τις κραυγές της μοίρας μας.
Το χαμόγελο τούτο είναι το δικό μας χαμόγελο
Κι επιστρέφει και πάλι σ’ εμάς
Ύστερα από μια περιπλάνηση
Αλλά γράφεται στο πρόσωπο του παιδιού.



Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΑΙ-ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ


Ό έμπορος μέτρησε τα αργύρια του για τελευταία φορά
Χαμήλωσε το φως
Και ξάπλωσε στο στρώμα του
Με τη βεβαιότητα πώς καλά πηγαίνουν όλα.

Η χήρα βασανίστηκε για ώρες
Διπλώνοντας και ξαναδιπλώνοντας τα φτερά της
Ώσπου να γίνουν δυο μικρές καμπύλες στην άκρη των χειλιών της
Και στην αμεριμνησία δόθηκε του ύπνου.

Το μέτωπο του Άγιου σαράντα φορές μύρισε χώμα
Και μέσ' από τις λάσπες περπατώντας
Προς τη βρεμένη του στρωμνή επορεύθη.
Μα πριν τον πάρει ο ύπνος
Εξύπνησεν ο νους του
Κι απάνω από την άβυσσο που βάθαινε μπροστά του
Ιλιγγιά
Ζαλίζεται
Και φρίττει.
Και μελετά αυτό το σταμάτημα του τροχού
Αυτή την παρέμβαση μέσα στην αέναη κίνηση
Που η δύναμη της αδυναμίας του υπερέβη.
Και άγρυπνα και δέεται στον Κύριο και Θεό του
Τον Κύριο των ανθρώπων, τον Κύριο των φιδιών.








     ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ



ΤΟΠΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ


Περίλυπος και πάλιν ο Αβραάμ.
Μαχαίρια μπήγονται μέσα στην καρδιά του
Για τα τέκνα της Σάρρας και τα τέκνα της Άγαρ.
Το αίσθημα του βέβαια στη στεφανωτική συμβία είναι δοσμένο.
Όμως κάποια συγκίνηση δεν διαπέρασε μάταια τα μέλη του
Καθώς κρατούσε στη φούχτα του το δροσερό κλωνάρι.
Στα βάθη της ψυχής του βρήκε κρυφό μέρος.

Τόσα πρόβατα, τόσα βόδια, τόσες γκαμήλες
Ασήμι και χρυσάφι,
Από την Ανατολή ως τη Δύση δικός τους ο κάμπος.
Τί γυρεύουν;
Ο τροχός δεν μπορεί να γυρίσει
Προς τα πίσω ούτε μια ώρα
Και πώς θα γυρίσει εφτά μέρες;

Ατάραχος μονάχα προβάλλει στον ορίζοντα ο Κύριος.
Πορεύεται μες' από τους καπνούς
Και τα ιμάτια του είναι πιο λευκά κι από το χιόνι.
Περνά μες’   από τις γλώσσες της φωτιάς
Κι απάνω στα μαλλιά του και στα γένια του
Αύρα δροσοβόλος κατεβαίνει.
Έρχεται από την άβυσσο και στην άβυσσο επιστρέφει.
Μες στα σαγόνια της τα ολάνοιχτα αποθέτει
Πεποικιλμένο μαξιλάρι
Χρυσή κλωστή που τραγουδάει
Τον ήλιο, το φεγγάρι και τ αστέρια
Κι επάνω του ακουμπά το γαλήνιο του κεφάλι
Και κοιμάται.



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ


Κορμιά χωρίς κεφάλια, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια
Κεφάλια σχισμένα, σπασμένα σαγόνια, μέλη
Ακρωτηριασμένα, καμένες σάρκες, καμένα μαλλιά
Λασπωμένα σωθικά.

Ήταν όμως ωραίοι έφηβοι.
Είκοσι χρόνια στον τροχό γυρίσματα της αγάπης.
Ο ύπνος τους ήταν μέσα σε κάμαρες
Από δυόσμο, βασιλικό και δεντρολίβανο.
Κάθε φιλί της μάνας τους κι ένα κλωνάρι
Και τα κλωνάρια απλώνονταν
Μέσα στην ’Ανατολή και μέσα στη Δύση.
Φούντωναν τα κυπαρίσσια και ψήλωναν προς τ’ άστρα.

Ο ήλιος άργειε να πάει στη μάνα του
Και το φεγγάρι πολλές φορές ξεγέλαγε τη μέρα
Για να κλέψει τη θέα του κάλλους.

Αλλά σκληρή νεφέλη εκάλυψε τον ήλιο.
Ήταν βροχή από σίδερο, χαλκό και θειάφι.
Κι όταν και πάλι το φως του ήλιου εφάνη
Συντετριμμένα έδειξε τα πήλινα σκεύη.



ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑ ΝΗΣΟΣ


Μια πέτρα στη μέση της θάλασσας.
Τα χείλη του ήλιου ακουμπημένα στη σκληρή επιφάνεια
Κυματίζουν το μικρό σώμα
Και το περιβόλι πια ευωδιάζει.
Τα νερά κυλούν για τελευταία φορά ανάμεσα στους μαστούς της
Κομίζοντας το πολύτιμο φορτίο στα κύματα.

Κρυφά τα πατήματα της θεάς
Κάτω από τους υάκινθους, τις ίριδες και τις ανεμώνες.
Τις νύχτες μέσα στις θαλασσοσπηλιές
Καθώς χτενίζουν τα μαλλιά τους οι μικρές θεές
Στον ουρανό πληθαίνουν τ’ άστρα.

Αν όμως ως σήμερα δέν έκλεισαν οι αγκάλες του ουρανού
Είναι γιατί, ανάμεσα σε πολλά άλλα,
Ο μικρός καλόγερος με στόμα πλατύ
Διαβάζει το Απόδειπνο κάθε βράδυ.
Προφέρει τις ακατανόητες λέξεις με θαυμασμό
Απωσθείσαν φύσιν, με ρυομένη, ής και τύχοιμι
Βλέπει το πόρρω σαν καλλιγράφημα
Καθώς είναι κεντημένο με μια ψιλή στο ένα ρω
Και μια δασεία στο άλλο.
Και ακόμη γιατί ο μεγάλος καλόγερος
Ευφραίνεται στο άκουσμα του Κύριε ελέησον τεσσαρακοντάκις
Όπως στο Ωρολόγιον το Μέγα
Της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αναγράφεται.

Είναι βέβαια και άλλες μικρές λεπτομέρειες
Σχολαστικισμοί ίσως αργόσχολων και ομφαλοσκόπων
Πράγματα ασήμαντα και ουτιδανά.
Όλα αυτά που ξαφνικά αποχτούν σημασία μεγάλη
Όπώς καλά το ξέρουν
Αυτοί πού δόθηκαν στην ανεύρεση τού ειδικού βάρους των λέξεων
Γιατί δίχως αυτό
Δεν μπορούμε να ζυγίσουμε το βάρος της ψυχής μας.



ΠΑΡΟΔΟΣ


Δεν υπάρχει τόπος να σταθούμε
Γκρεμισμένα τα σπίτια μας, πεσμένα
Τα δέντρα μας, ένας σωρός ερειπίων.

Δεν υπάρχει χώρος να ονειρευτούμε.
Η σπορά των ονείρων προϋποθέτει ένα κομμάτι ουρανό.
Κι ο ουρανός πεσμένος, τη θέση του
Μαύρος καπνός την έχει καταλάβει.
Τ’ άστρα κι αυτά πεσμένα σκουριάζουν βουλιαγμένα μες στο χώμα.

Ξέραμε βέβαια πώς η ζωή πολλές φορές
Είναι ένα κουβάρι νήμα μπερδεμένο
Που πολεμάς χρόνια να βρεις την άκρη
Χωρίς να τη βρίσκεις γιατί οι κόμποι
Περιπλέκονται πιο πολύ ύστερα από κάθε προσπάθεια.
Τότε ο ουρανός γινόταν η ανέμη
Και το νήμα τυλιγότανε κανονικά.
Πού είναι όμως τώρα ο ουρανός;

Κι όμως αυτό το τοπίο η μνήμη το φυλάγει
Σε άλλα χρόνια πρέπει να το έχω ξαναζήσει.
Θυμάμαι το σύννεφο το μαύρο που καθόταν
Απάνω στο διαμελισμένο σώμα
Της πόλης μας που δεν ήταν πια πόλη
Αλλά πέτρες, κεραμίδια κι άλλα υλικά οικοδομής χωρίς τάξη.
Κι όπως στο θέατρο αλλάζει η σκηνογραφία
Καθώς τυλίγεται η παλιά στις περιάκτους
Και μια καινούρια θέα ξεδιπλώνεται
Είδα το σύννεφο να χτυπιέται από τους ανέμους και να φεύγει
Και τα ερείπια να γίνονται ένας κήπος.
Η πρωινή δροσιά τον περιποιείται
Και τη νύχτα το φεγγάρι κατεβαίνει
Και με άφθονο ασήμι καταρτίζει.

Και συλλογίζομαι πολλές φορές
Πώς τόσα χρόνια όλοι τούτοι οι σπόροι
Κάτω από τα όνειρα και κάτω από τα βήματα του ανθρώπου
Δεν περίμεναν άλλο παρά τη σάλπιγγα του δικού τους ήλιου
Και την ώρα μέσα στο δικό τους χρόνο
Για τούτη την ανεξήγητη μυστική ανθοφορία.



ΔΙΑΦΟΡΕΣ


Είναι βέβαια το filioque.
Είναι βέβαια και τα άζυμα.
Είναι όμως και ο αίνος
Που το στόμα νηπίων και θηλαζόντων καταρτίζει.
Αυτό που λέμε ο θόρυβος.

Τα παιδιά τρέχουν πάνω κάτω στο κατάστρωμα.
Μήτε φρέατα, μήτε πέτρες
Κάτω από το ερευνητικό πόδι.
Τρέχουν σαν μέσα σε αυλή σπιτιού
Που ο καλός πάππος αφού υποδέχτηκε
Ύστερα κλείει
Και μοχλεύει την αύλειο θύρα.

Και το καράβι αναλαμβάνεται κάθε Κυριακή και γιορτή
Και προχωρεί από πέλαγο σε πέλαγο
Μαζί με το ανυποψίαστο πλήρωμα
Χωρίς ν’ αφήνει πίσω του αφρό
Χωρίς να φαίνεται η κίνησή του. 



ΝΕΑΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ


Μεγάλη η δόξα του Αρχιεπισκόπου της Κύπρου.
Φορεί σάκκο σαν αυτοκράτορας
Κρατεί σκήπτρο σαν αυτοκράτορας
Και υπογράφει σαν αυτοκράτορας
Διά κινναβάρεως.

Η φήμη του όμως δεν είναι μόνο Αρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου
Αλλά Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου.
Πρώτα το Νέας Ιουστινιανής
Που πολλές φορές παραλείπεται
Χάριν συντομίας
Ή και από άγνοια.

Νέα Ιουστινιανή . . . Νέα Ιουστινιανή . . .
Που είναι η παλιά και που η νέα;
Μήτε παλιά υπάρχει, μήτε νέα.
Εκεί που ήταν, άλλες πολιτείες τώρα ζουν
Με ξένα ονόματα και ξένους ανθρώπους,
Ή μονάχα το σίδερο αναταράζει τη μνήμη
Καθώς ανοίγει τα καινούρια αυλάκια.
Μνήμη που καίει χωρίς να καίγεται
Καημός πού δεν δροσίζει.

Νέα Ιουστινιανή . . .
Σκόλοπας που ακατάπαυστα διατρυπά
Τις φτερούγες της αυτοκρατορικής δόξας
Ασήκωτη άγκυρα στην έπαρση.



Ο ΠΑΛΑΙΟΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ


Αυτός που ήξερε πώς ανάβει μια φωτιά χωρίς χέρι
ανθρώπου να την αρχίσει
Και ήξερε ακόμα πώς ανάβει μια φωτιά μες στις ψυχές των
          ανθρώπων που χέρι ανθρώπου δεν μπορεί να σβήσει
Κάθισε στη σκιά του δειλινού
Εκεί που σμίγει η σιωπή των τζιτζικιών
Με τις κρυστάλλινες καμπανούλες του νερού
Και στο νου του έφερε και πάλι την αγαπημένη.

Πετούσε τα ιμάτια της ένα ένα, ώσπου
Φάνηκε η κοιλιά της φουσκωμένη κι επάνω
Στην κοιλιά της βαριά πεσμένα τα κόκκινα της στήθη.
Οι κνήμες της πρησμένες σαν να την κέντρισαν χιλιάδες σφήκες
Αυτή που κάποτε ήταν τόσο ωραία και αξιέραστη.
Και μέσα στα υδάτια γύρευε
Να βρει λίγη άνεση, λίγη παρηγοριά.

Να γράψεις . . . Τί να γράψεις;
Όταν συμβεί το κακό είναι πια αργά
Και το κακό είναι ανεπανόρθωτο.
Το πάθημα το δικό σου
Δεν μπορεί να γίνει το αλφαβητάρι του άλλου
Και το μονοπάτι το βλέπεις όταν πια είσαι επάνω στων κορφή τού βουνού.
Η σοφία είναι ένας καρπός που δεν ωριμάζει στην ώρα που πρέπει.
Η συγγραφή μπορεί να διδάξει
Πώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να καθίσει
Πάνω σε μια καρέκλα ή σ’ ένα πεζούλι για πολλή ώρα
Και ν’ απολαύσει ένα καφέ ή τη φωνή
Του βασιλικού μέσα στο σούρουπο.

Δεν απελπίστηκε όμως. ’Από ωραία λουλούδια
Που μάζεψε δροσερά μέσα απ’ το καμίνι
Που έκαιγε είκοσι εφτά χρόνια
Ένα στεφάνι έπλεξε για την ομορφιά που έγειρε στη γη.
Περίεργο! Πέρασαν χρόνια, πέρασαν αιώνες
Και δεν έχασαν τη μυρωδιά τους ή το σχήμα τους
Τα άνθη τί εξαίσια του Επιταφίου.





ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ


Αυτό το γελαστό ανθρωπάριο με τον κόκκινο σκούφο
Τα πράσινα χέρια και τα πράσινα πόδια
Με τα ωραία χρωματιστά φορέματά του
Δεν θα μπορέσει άλλη φορά να κουνήσει σπασμωδικά τα μέλη
Όσο κι αν τραβήξεις το σπάγκο.

Δεν μπόρεσε να ξεφύγει την κοινή μοίρα.
Η μοίρα των παιγνιδιών είναι η φθορά και η εξαφάνιση.
Πόσα λίγα παιγνίδια επιζούν και πώς επιζούν!
Ένα ξύλινο άλογο με τρία πόδια
Ένας τροχός από ένα τραίνο
Μια κούκλα χωρίς μαλλιά και μάτια.
Όλος ο κόσμος της ζωής σε μια μικρογραφία
Ξεθωριασμένος, ακρωτηριασμένος και καραβοτσακισμένος.

Κι ακόμη είναι η μοίρα των παιγνιδιών να μη επιδιορθώνονται.
Αν επιδιορθώσεις το χέρι σπάζει σε λίγο το πόδι
Επιδιορθώνεις το φουγάρο του πλοίου
Και ξηλώνεται η καρίνα.
Κι αν αγοράσεις καινούριο είναι το μέγα λάθος.
Το νέο αντικείμενο στέκεται σαν ένας παρείσακτος
Πού περιμένεις ώρα την ώρα να φύγει από το σπίτι σου
Και δεν φεύγει, και δεν υπάρχει ελπίδα γνωριμίας.
Η παλιά μνήμη επεμβαίνει
Φριχτή πληγή από μαχαίρι ακονισμένο.



H REBECCA JESSIE ΣΤΟΝ ΑΔΗ


Ο κάτω κόσμος αν δεν έκλεβε
Για μια στιγμή μονάχα
Το φως του απάνω κόσμου
Αν δεν δανειζόταν την αυτοκρατορική χλαμύδα της νυχτός
Προ πάντων αν δεν άνθιζε εκείνο το χαμόγελο
Στα χείλη της αβύσσου
Δεν θ’ αντηχούσε με χαρά το πρώτο βήμα
Μέσα στις κάμαρες
Όπου το σκότος το πικρό
Μετρά το Χρόνο.



ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ


Τα έργα τα ωραία και τα μεγάλα
Κυοφορούνται μες στα σπλάχνα της σιωπής.
Ίσως γι’ αυτό κι άκρα σιωπή σ' αυτή την κώχη
Βασιλεύει, που ο φόβος και η αγάπη των ανθρώπων
Μ' ευφημιστικά και με άλλα μεταφορικά ονόματα
Διακρίνει: κοιμητήρι, χωραφάκι ή κηπάριο του Θεού.
Ίσως ακόμη και γι’ αυτό το φως της κουκουβάγιας κάθε τόσο
Ξεσκίζοντας τούς μαύρους πέπλους της νυχτός
Υπενθυμίζει: «Μη ενοχλείτε τούς εργαζομένους.»



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Δεν πέθανε ο μικρός θεός κι ας γίνηκε
Θρύψαλα η άδεια υδρία.
Ας ξεδιψά η δίψα του χρυσαφιού
Εκεί που το χώμα ξεδιψούσε.
Δρόμοι και σπίτια και πλατείες επάνω
Στο αθάνατο σώμα το λησμονημένο
Από το εφήμερο γένος των ανθρώπων.
Και έρχεται ώρα που υψώνει το μέτωπο λαμπρό
Χτυπά η φτερούγα του αετού
Ξαναθυμάται την αθέατη κοίτη του
Και ωρύεται τα νερά του
Επιδεικνύοντας τίτλους ιδιοκτησίας.
Ωραίος ακουμπά την κεφαλή
Στο στήθος της μητέρας
Ο για χρόνια πολλά εκμηδενισμένος
Ενώ τα έργα της υπεροψίας σωριάζονται
Στη γη, όπως τα χτίσματα των παιδιών
Κοντά στο κύμα.


ΑΝΟΙΞΗ


Η ξερολιθιά στον τόπο μας ανθοφορεί την άνοιξη
Και τραγουδά με χίλια χρώματα.
Το φίδι προβάλλει το κεφάλι
Αναδιπλώνει τη φρίκη της μελανής ομορφιάς του
Και κάθε τόσο αλλάζει το πουκάμισο του
Καθώς γίνεται βαρύ από το φορτίο των αρωμάτων.
Η ανεμώνη με σοφία επιμηκύνει το λιγνό στέλεχος της
Βρίσκει το δρόμο της μες από το λαβύρινθο του
ακανθώδους θάμνου
Και διαστέλλει τα πέταλά της στον γλυκό αγέρα της ζωής.

Και συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε κι εμείς
Να βρούμε τον δικό μας δρόμο
Μες  από τον σκοτεινό λαβύρινθο της αιχμαλωσίας μας
Χτισμένο με τόση μαστοριά και ακανθώδη τέλια
Συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε καμιά φορά
Να σηκωθούμε πιο ψηλά από το χώμα
Και να χαιρετίσουμε την ανατολή της άνοιξης.






Το Σπίτι  (2002)







«







α’


Οι πόρτες σπασμένες και τα παράθυρα σχισμένα
Χαλαρά τα φατνώματα έτοιμα να πέσουν
Κι από τους τοίχους οι ασβέστες ραγισμένοι
Σωριάζονται στο πάτωμα με κρότο κάθε τόσο.
Το σχήμα και το χρώμα του αλλάζει
Όπως η λάμψη ενός νομίσματος που έρχεται κοντά σου
Ταξιδεύοντας σε ποταμούς χεριών για χρόνια,
Και δεν υπάρχει νόμος
Να προστατεύσει αυτό το σπίτι
Ως οικοδόμημα ιδιαιτέρου και εξαισίου κάλλους
Μιας εποχής που φεύγει
Και να κριθεί διατηρητέον.
Οι χαραμάδες ανοίγουνε τη θέα
Με κάποια αδιαφορία αποκαλύπτοντας
Αυτό που τόσα χρόνια μ’ επιμέλεια και φροντίδα
Κρατούσε στο εσωτερικό του μυστικό
Και το περίεργο μάτι μ’ ενδιαφέρον προσπαθούσε
να ερευνήσει.
Και τώρα που ο ήλιος χαμηλώνει στον ορίζοντα
Και η σκιά μου επιμηκύνεται και ξεπερνά το ανάστημά μου
Σχεδόν εκμηδενίζοντας την ύπαρξή μου
Φοβούμαι μήπως κι η αθέατη ομορφιά του κινδυνεύει
Γιατί το κάθε ωραίο που υπάρχει χρειάζεται
το στήριγμά του
Όπως το άγαλμα χρειάζεται το βάθρο του
Όπως το ρόδο την ισχύ του κάλυκος του.



 β΄

Το πότε χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.
Η χρονολογία στο υπέρθυρο φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.

Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του
Είναι στρώματα από κόκκαλο
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα.
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.

Οι άνεμοι και η θάλασσα
Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού.
Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης
Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα,
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά
τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων.


η’

Τότε καθώς περνούσε ο καιρός
Συνέβη κοιτάζοντας τη μεγάλη λιτανεία να πορεύεται
Κάτι παράδοξο.
Ήταν σαν να έβλεπα απέναντί μου σε καθρέπτη
Το είδωλο μου.
Τον ίδιο τον εαυτό μου
Να παίρνει τη μορφή όλων αυτών
που ανεβαίναν και κατεβαίναν τις σκάλες.
Η κτίση έλαμψε
Σαν το άστρο που βγαίνει δροσερό από τη θάλασσα
Ο τρόμος και η φρίκη παραμέρισαν
Και περνά με τα λευκά της ιμάτια
Όλη φως
Όλη μουσική
Η ζωή, η ωραία κι αγαπημένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου