Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ








Η Νίκη Μαραγκού γεννήθηκε στις 23 Μαίου 1948 στη Λεμεσό. Η Κύπρια λογοτέχνης και ζωγράφος έχασε τη ζωή της σε τροχαίο, στις 7 Φεβρουαρίου 2013 κοντά στη πόλη Φαγιούν της Αιγύπτου (100 χλμ από το Κάιρο).
  Ποια ήταν η Νίκη Μαραγκού? Στο τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε το 2012 «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» και στη τελευταία σελίδα γράφει η ίδια το βιογραφικό της.
«Γεννήθηκα στη Λεμεσό το 1948. Ό πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από την Κοζάνη. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατιά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερο σημείο του. Υπήρξαμε μια τυχερή γενιά πού βίωσε ακραίες καταστάσεις. Από τη γιαγιά μου στον αργαλειό, από τους γύφτους με αρκούδες πού χόρευαν, στους σημερινούς υπολογιστές. Σπούδασα στο Βερολίνο κι έπειτα χρειάστηκα τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας για να θυμηθώ ποια είμαι. Έκανα διάφορες δουλειές, δίδαξα κεραμική σε τυφλούς, εργάστηκα δέκα χρόνια στο θέατρο, έκανα εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής. Το κεντρικό σημείο όμως στη ζωή μου ήταν πάντα η σχέση μου με τη γλώσσα, την αρχαία, τη βυζαντινή, τη νέα. Έτσι, έγινα βιβλιοπώλης για 27 χρόνια, για να έχω όλα τα βιβλία πού θέλω και γι' αυτό ξαναπήγα στο Πανεπιστήμιο ψάχνοντας λέξεις για τα νέα παιγνίδια μου.»


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ, ποίηση, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1980.( Κρατικός έπαινος ποίησης 1981)
ΑΡΧΗ IΝΔIΚΤΟΥ, ποίηση, Λευκωσία, 1987. (Κρατικό βραβείο ποίησης 1988)
ΜIΑ ΣΤΡΩΣΗ ΑΜΜΟΥ, διηγήματα, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝIΩΤΗ, 1990.(Κρατικό βραβείο πεζογραφίας 1991)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1994.
ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη,  1998 (κρατικό βραβείο πεζογραφίας) 
ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2003
ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, 2000 Λευκωσία.
DIVAN, ποιήματα 1967-2000, Ροδακιό, Αθήνα 2005, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών
ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΣΙ, Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
Ο ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ (φωτογραφίες και κείμενο για τον ζωγράφο Αλέξη Ακριθάκη), Αθήνα 2007
Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ, διηγήματα, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2007
ΓΕΖΟΥΛ, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2010
ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ Το Ροδακιό 2012
ΠΡΟΣ ΑΜΥΔΡΑΝ ΙΔΕΑΝ, Το Ροδακιό 2013


Μεταφράσεις
(1999)         Sartorius, Joachim, Αλεξάνδρεια, Το Ροδακιό
(1992)         Esteban, Claude, Αϋπνία, ημερολόγιο. Ζωγραφιστές εικόνες., Ερατώ
(1992)         Longley, Michael, 1939-, Ποιήματα, Ερατώ

(1992)         Deluy, Henri, 1931-, Πρώτες σουίτες, Ερατώ



Water surfaces














Προς Αμυδράν ιδέα (2013)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ

Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού
από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του
σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας
φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες
καρέκλες, κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες
πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ
είναι γραμμένο το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε
από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος, 
(έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,*
έτσι το λένε στα τουρκικά.
ganimet λάφυρο πολέμου  

Ο ΦΙΛΗΣΥΧΟΣ ΕΡΩΣ

Τα σημεία των καιρών έδειχναν
πως πλησίαζε το τέλος του κόσμου
κι έτσι ο Ιωάννης ο Κύπριος
ο καλύτερος μαθητής του Jacopo
βιαζόταν να τελειώσει τη μέλλουσα κρίση στον
τρούλο
δεν το παρενοχλούσε πια νυχθημερόν ο φιλήσυχος
έρως
έβαζε τα χρώματα στη σειρά,
το χονδροκόκκινο, την όχρα,
και απλά ξεκινούσε κάθε πρωί
τη δουλειά.
  

ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΦΩΤΙΑΣ

Αργεί το μνημόσυνο
και κοιτάζω τις τοιχογραφίες.
Κάτω από τη σκηνή της ανάστασης
σε μαύρο φόντο
κλειδιά, καρφιά, αλυσίδες,
υλικά του Άδη,
όπως αυτά που έβρισκα
στο χώρο στάθμευσης του κοιμητηρίου
απομεινάρια από τη φωτιά του
Μεγάλου Σαββάτου.
Τα μάζευα για να της φτιάξω ένα έργο.
Ιούνιος 2008
  

ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ KIRKLAR TEKKE

Στον Τεκκέ
υπήρχε μια σκιερή αυλή
ένα περιβόλι με αμυγδαλιά 
ροδιά και συκιά 
για να τρώνε οι πιστοί
κι ένα αρχαίο πηγάδι 
με νερό.
Οι δερβίσηδες ήταν σαράντα
38 Τούρκοι και 2 Έλληνες.
Εκεί ήταν θαμμένοι και οι τεσσαράκοντες 
μάρτυρες της Σεβάστειας, αλαμάνοι. Άγιοι,
που ήρθαν από την Παλαιστίνη.
Στο πανηγύρι στις 9 Μαρτίου 
μαζεύονταν χριστιανοί και Οθωμανοί 
και γιόρταζαν μαζί.

ΤΡΟΟΔΟΣ

Είδα στο βουνό 
το ύδωρ των αετών*
την θαυμαστήν μπαμπακόπετραν
μα πιο πολύ ατένισα
τις πτυχώσεις, 
τα λαμπρά ενδύματα,
τα πορφυρά,
το στόλισμα του ξύλου,
με το χονδροκόκκινο, την ώχρα, τα χρυσά,
τους μαίανδρους, τα φύλλα και τους πάνθηρες
που τα έτρωγε όλα σιγά-σιγά 
το σαράκι.
  

Η ΧΑΡΟΥΠΙΑ ΣΤΟ GOOGLE

Στον Νίκο Νικολάου
Το δωμάτιο που είχε χωματένιο πάτωμα
ήταν το πιο ζεστό,
έφερνε στη θεία νερό
να το ραντίζει και να το σκουπίζει.
Κάθε βράδυ
περιδιάβαζε το σπίτι και τον κήπο,
θυμόταν ακόμα και τις τρύπες από τα καρφιά στον τοίχο.
Έμπαινε σ’ όλα τα σπίτια στο Βασίλι,
μετρούσε τα βήματα μέχρι την Κανακαριά
τριγύριζε στα γύρω χωριά.
Όταν είδε στο Google Earth την χαρουπιά
όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος
και έτρεχε
πρώτα στο θάμνο με τα σκίνα
και μετά στη θάλασσα
για να μην κάψει τα πόδια του
έκλαψε πικρά.
  

ΧΩΡΙΣ ΨΩΜΙ

Ο Αλύπιος που κατασκεύαζε σέλες 
και ο γείτονάς του σκαλιστής σεντουκιών,
ο Πέτρος που μάζευε αυγά της ακρίδας
και ο Γιώργος Μηνάς που πουλούσε παστέλι
μαζεύτηκαν στην Κάτω Πλατεία
την Piazza di Basso,
να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη ψωμιού
γιατί ο Ρήγας έστελνε με τα πλοία
όλο το σιτάρι στη Βενετία
και έμενε η Λευκωσία χωρίς ψωμί

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Όλοι αυτοί που παίρνουν το λεωφορείο 
από το «άγαλμα»
ή δίνουν εκεί ραντεβού 
πάνω στα τείχη της Λευκωσίας
ξέρουν άραγε πως το «άγαλμα» αυτό
με την μπέρτα και το όρθιο ανάστημα 
είναι ο Διονύσιος Σολωμός 
που κοιτάζει απορημένος πάνω από την τάφρο
προς το “nandos flame grilled chicken”
γιατί η λέξη φλόγα κάτι του θυμίζει.
  

ΡΑΜΑΖΑΝΙ ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ

Πήγαμε με την Αν στα εγκαίνια 
μετά το βράδυ στο παζάρι στο Φιασιάουι
κόσμος παντού, γυναίκες να καπνίζουν ναργιλέ,
ήπια σαλέπι με καβουρδισμένα αμύγδαλα
φουντούκια, σταφίδες.
Εκείνη ήπιε χυμό από ρόδι και μάγκο 
με τους κόκκους του ροδιού να επιπλέουν.
— Ο κροκόδειλος που κρεμόταν στο ταβάνι, 
είπε η Αν είναι ο ίδιος με αυτόν που κρεμόταν παλιά
στο τζαμί Μπαρκούκ. 
Γυρνώντας στο ξενοδοχείο μεσάνυχτα, αγόρασα 
μια ζακέτα με λουλούδια.
Αδύνατον να κοιμηθώ.

ΓΑΛΑΝΑ ΜΑΤΙΑ

Η Αγγελική έλεγε
καθώς καθόμασταν στο Φίλοιστρον
και τρώγαμε μεζέδες
ότι η μάνα της 
πρόσεξε πόσο γαλανά 
ήταν τα μάτια του άντρα της
όταν του τα έκλεισε 
για τελευταία φορά.

ΚΗΠΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ

Να σε αφήνουν τα άλογα στην Πύλη
να περνάς από σιντριβάνια,
κήπους νυχτερινούς,
νούφαρα, υάκινθους,
μήλα των Εσπερίδων.
Το φως τα ανατρέπει όλα,
αλλά εσύ επιμένεις να διασχίζεις τα άδυτα,
τα σκοτεινά, τα αμίλητα

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

Επιστρέφοντας
βήμα βήμα
στο καλτερίμι του παλιού χειρογράφου
περιμένω το σύνηθες θαύμα
που είναι κρυμμένο με επιμέλεια
στην 25η σελίδα.
Οι φαγωμένες πλάκες λάμπουν στη βροχή,
οι βάρκες ανεβοκατεβαίνουν τον Βόσπορο
και ο έρωτας μου φαίνεται
υπόθεση πια μακρινή.
Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση.

ΑΥΡΙΟ

Αύριο
θα ανατείλει ο ήλιος στην ώρα του
γιατί ο κόσμος τούτος
έχει κανόνες απαράβατους
και περιγράμματα αμετακίνητα
που δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω
κρατώ λοιπόν την ψευδαίσθηση
της ελευθερίας
και ευφραίνομαι
στην θέα των καραβιών με φώτα
στην παραλία της Λεμεσού
διαβάζοντας για την Άννα Λουζινιάν
που κυκλοφορούσε με τον παπαγάλο της
ενώ στον γάμο της ένα γιγάντιος αετός περπατούσε μέσα στο πλήθος
κινώντας μηχανικά τις φτερούγες

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Περασμένα μεσάνυχτα
βροχή, άνεμος δυνατός
μόνη στο σπίτι
η αίσθηση της μοναξιάς σχεδόν ηδονική
όπως το απόγευμα 
που έκοβα φρούτα στην κουζίνα
ήρεμα 
και τα ρούχα που άπλωσα
έσταζαν τιπ, τιπ, τιπ

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Οι οδοκαθαριστές μάζεψαν τα φύλλα
όμως μέχρι το άλλο πρωί 
είχαν ξαναγεμίσει οι δρόμοι
και μια ψιλή βροχή 
τα μαλάκωσε
έτσι που πατούσα μαλακά
και προσεκτικά 
προχωρώντας στα μονοπάτια της μνήμης
σε σταθμούς υπογείου που άλλαξαν
μαλλιά λευκά
μέλη βαριά 
νέα παιδιά, 
η γυναίκα μπήκε στην κουζίνα
κι αυτός έκλεισε την πόρτα 
πέρασαν σαράντα χρόνια.

ΣΤΟ ΚΑΙΡΟΥΑΝ

Στο Καϊρουάν άκουσα τους αργαλειούς της Αμμοχώστου
όπως τους περιγράφουν παλιοί χρονικογράφοι
ήπια από το νερό του πηγαδιού
που ενώνεται υπόγεια με τη Μέκκα.
Το νερό ξεπήδησε όταν ο Όκμπα σκόνταψε
σε χρυσό κύπελλο στην άμμο και έκτισε εκεί την πόλη.
Ο σιδεράς Αμόρ Αμπάντα,
που είχε το χάρισμα της προφητείας
κατασκεύασε τεράστιες άγκυρες
για να κρατούν την πόλη
αγκυροβολημένη στη στεριά.
Έτσι περπάτησα με ασφάλεια στα παζάρια
είδα τις γυναίκες με τα ενδύματα
που τα συγκρατούσαν
χρυσές πόρπες
και τον γεροντάκο
που περνούσε σε φοινικοβελόνες
ένα ένα τα γιασεμιά.
Τα πουλιά έπιναν νερό από τις παλάμες των νεκρών.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Είναι στιγμές που μένω έκθαμβη
μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο,
μπροστά σ’ αυτό το θαύμα του κόσμου
το θαύμα που είναι μια γλώσσα,
το θαύμα που είναι μια θρησκεία,
το θαύμα που είναι μια ορχήστρα,
όλα αυτά που έφτιαξε ο άνθρωπος με υπομονή και γνώση
αλλά πιο πολύ μένω έκθαμβη μπροστά στο θαύμα
του μεταξοσκώληκα που μπλέκει το κουκούλι του
που θα το υφάνουν νεαρά παιδιά σε σκοτεινά δωμάτια
στη Μπενάρες και θα το μεταφέρουν στις αγορές
πάνω σε καμήλες
που απλώνουν το πόδι για να μη βουλιάζουν στην άμμο.

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Αυτό που λένε «νεκρή ζώνη» δεν υπάρχει
γιατί πάντα ανήκε σε κάποιους ζωντανούς.
Στο σκοινί με τα ρούχα της μνήμης
μικρές φανέλες σκάζουν στον ήλιο
ένα αγόρι πέφτει κάτω
και πληγώνει το γόνατο του
Μια γυναίκα κλαίει.
Ευτυχώς η γη δε γνωρίζει τίποτα γι’ όλα αυτά
και διακοσμεί τους πεσμένους τοίχους με κισσό
τις πληγές με παπαρούνες
τους τάφους με θυμάρι

ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ

Σκέφτομαι τις γυναίκες που ξυπνούσαν
με το άστρο της πορνής για να ζυμώσουν
Τις Χριστιανές με προζύμι που είχαν φτιάξει
από τον αγιασμό της ημέρας του Σταυρού
και τις Τουρκάλες με νερό από τα πρωτοβρόχια.
Και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους
και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής.
Οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν.

ΔΕΝ ΤΗΣ ΠΗΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Για την επέτειο του θανάτου της μητέρας μου
Δεν της πήρα λουλούδια αλλά σηκώθηκα νωρίς
να βρω ψάρι καλό στην αγορά
βρήκα και μήλα καθιστά για τάρτα
έτσι όπως τα έφτιαχνε αυτή,
μες τις καλές της μέρες.
Στρούντελ και σνίτσελ απ’ τη Βιέννη
και σβίγγους όπως η θεία Ματίνα.
Δεν της πήρα λουλούδια
αλλά έσβησα στην ώρα του τον φούρνο
για να προλάβω την συνάντηση στο μαγαζί
πήρα τον Γιώργο από το σχολείο
κάναμε μαζί μπάνιο το σκυλί
κι ύστερα ήθελε να του διαβάσω εφτά βιβλία
Δεν της πήρα λουλούδια,
κατάφερα όμως να δουλέψω δυο ώρες
στον υπολογιστή.
Πήγα να δω και την κυρία Δήμητρα,
με κατάλαβε από τη φωνή μου
Είχα καιρό να πάω να την δω, της πήρα γλύκισμα
νηστίσιμο
και κάθισα κοντά της και μου έλεγε.
Δεν της πήρα λουλούδια
κλάδεψα όμως τη λουίζα και έβαλα λίπασμα
στα δέντρα. Μετακίνησα τις γαρδένιες έτσι που να
πιάνουν ήλιο το πρωί
και φύλαξα τα ρούχα τα χειμερινά,
με προσοχή να μην τα φάει ο σκόρος
Με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της
πως έπλαθε ζυμάρι, έβαζε λάδι στα κιχιά,
ανέβαινε, κατέβαινε, και όλους τους εφρόντιζε.
Δεν της πήρα λουλούδια
μα προσπαθώ ισάξια τ
ούτο το σπίτι να φροντίζω,
τούτο το σπίτι και τους ένοικους του
όπως με έμαθε αυτή σωστά και μετρημένα.
Με προσοχή αντιγράφω στις κινήσεις της
με προσοχή να μην τις φάει ο σκόρος.

ΜΗ ΔΩΣΕΙΣ ΣΑΠΟΥΝΙ

Μη δώσεις σαπούνι
γιατί μπορεί να ξεπλύνει την αγάπη
μπορεί να ξεπλύνει τα δάκρυα
μπορεί να ξεπλύνει το νεκρό
μπορεί να ξεπλύνει τα σημάδια 
από τον ιδρώτα, από το σπέρμα σου
μη δώσεις σαπούνι
μπορεί να γλιστρήσεις πάνω στα μάρμαρα του χαμάμ
και να μην είμαι εκεί για να σε αρπάξω.

Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ

Την τρομερή στιγμή που 
η Αριάδνη είδε το πλοίο του Θησέα
να χάνεται στον ορίζοντα
δεν την ξέχασε ποτέ.
Και δεν την παρηγόρησε
ούτε το χρυσό στεφάνι του Διόνυσου
ούτε η corona borealis 
που έλαμπε κάθε βράδυ στον ουρανό.

  

 

DIVAN (2005) 1967-2000

  

Αρχή Ινδίκτου 

ΟΝΕΙΡΕΤΗΣΙΑ

Καθώς προσπαθείς να ισορροπήσεις
στο σπίτι με τους εξαίσιους ανεμοδείκτες
ανάμεσα στην ενήδονη και την ασκητική ζωή
όπως λέει ο Άραβας ποιητής
είναι μια γέφυρα λεπτότερη απ’ την τρίχα
που τη διαβαίνεις πάνω στο άτι του έρωτα
ένας αέρας από τη δύση σε τυλίγει
ούτε ηδύς ούτε αλγεινός
και η εγγύτητα των ανατολικών συνόρων
την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει πίσω από τα κεραμεία
και ο ελληνικής καταγωγής ερμηνευτής του κορανίου
ανάβει τη λάμπα του
μνήμην ποιείς
της άμμινης κύτης
άλλα και του φενόλου και του χιτώνος
ιδιόχρωμου, λευκού,
γράψον το όνομα εις χαρτάριον
ή εις φύλλον
ονειρετησία.

ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ

Αρχή Ινδίκτου
που μπορεί να είναι και Μάρτης
όταν πάλι σε αλώνει ο έρωτας
δεν αντιστέκεσαι
φτιάχνεις ένα άγαλμα
και το κοσμείς με τιμές και όργια
που εφάπτονται της μνήμης
μαράθων, θριδάκων, λέκτρων,
το πράσινο του παγονιού
στις φτερούγες του Αρχάγγελου
οι μέρες με τους ένθεους φίλους
πριν απ’ την Καθαρά Δευτέρα
ομόπτερου έρωτος χάριν
και οι άλλες στο Rajastan
η ακινησία που τις ακολουθεί
ενός ανθρώπου διαβασμένου που αγωνίζεται
να βρει την εσωτερική φωτιά
την αναχώρηση από την ηδονή
πού πρόβλεψαν οι αστρολόγοι
όταν στις υπαίθριες κουζίνες
στο έμπα του νέου χρόνου
οι οδηγοί των ρίκσο κοιμόντουσαν ο ένας πλάι στον άλλο
περπάτησες ως το ξενοδοχείο
ενώ γίνονταν ερωτικές οι αόρατες πόλεις
οι δρόμοι, τα φύλλα.

ΥΠΕΡ ΑΥΤΩΝ

Το σταχτόχρωμο πέτρωμα — σάρδιο,
με τις ερυθρές αποχρώσεις
φανερώνει το μυστικό τοπίο της ψυχής
αιθάλεια, ανεμόεσσα,
τώρα που τελειώνουν τα ταξίδια
σε πόλεις που οι τοίχοι τους
είναι ζωγραφισμένοι με πλοία
Ραβέννα, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη,
Οδησσό, Σμύρνη, Πέργαμο, Αλεξάνδρεια,
η θάλασσα σκουριάζει το σίδερο
και ξεφυλλίζει τη μπογιά
καιρός να μαζευτείς στο σπίτι σου
να αξιωθείς να γράψεις
υπέρ αυτών
γράμματα μη ειδότων.
Λήμνος – Λευκωσία, φθινόπωρο 1987

ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ

Το κρεβάτι γλίστραγε από δύση σ’ ανατολή
άντίϋετα άπό τή φαινομενική κίνηση των άστρων.
Μ. Γϊουρσενάρ, ’Άβυσσος
Το μεσημέρι στο Ναύπλιο
Ο χρόνος μαζεύεται σε αμμωτό
οι καφέδες ακινητοποιούνται στα φλιτζάνια
τα νερά αντανακλούν μες στα ποτήρια
τον Τίβερη
περίεργα πουλιά
κι αυλές όπου εξάγουν ίασεμόλαδο
το βουητό της μύγας
τετραγωνίζει τα μωσαϊκά
ένας κύκλος, ένας ρόμβος, δύο ψαθάκια,
τρία συμβολαιογραφεία, τέσσερα μπαστούνια,
πέντε γλόμποι
παίζοντας μ’ ένα νόμισμα του Ιουστινιανού
αραδιάζω τα λόγια σου πάνω στα φύλλα
πού ανεπαίσθητα κινεί
ένας ξαφνικός μεσημεριάτικος άνεμος

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΗ

Ουκ αν έχομεν ειπείν βεβαίως
ούτ’ αλκυόνων περί ούτ’ άηδόνων
Λουκιανός
Γιατί ρε Διονύση,
δεν είναι εύκολο να μίλα κανείς σήμερα
με βεβαιότητα ούτε για αλκυόνες ούτε για αηδόνια
όταν κατοικεί σε σπίτι
που δε θυσιάστηκε πετεινός στα θεμέλιά του
κι ούτε έχει κοιμηθεί σε στρώμα
με σταυρούς ραμμένους στις τέσσερις γωνιές του
όπου πέφταν τα νομίσματα
χρυσά και αργυρά
κι οι σπόροι από βαμβάκι και σησάμι
ή έχει χυθεί μαζί με τους άλλους στους δρόμους
ως βαθιά μέσα στη νύχτα
στα λαμπρά φωτισμένα σπίτια
με τούς Λάζαρους ντυμένους με κίτρινα λουλούδια
και γύρω απ’ τα γεμάτα άνθη στρώματά τους
στέφανα και δημητριακά
πουλιά ερπετά πέταλα
αλεύρι μάραθο κεριά και μέλι
πιο μαλακά απ’ τον ύπνο
Έτσι Διονύση,
μέσα στο γενικό θαλάσσωμα
της ανακρίβειας
των αισθημάτων
πίνοντας καφέ, Παρασκευή πρωί,
δεν έχω παρά να σου πω
πως σε πεθύμησα πολύ.

ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Όποιος περάσει στην άλλη όχθη
δε γυρίζει πίσω ποτέ
με το καράβι που μια ζωή συναρμολογούσε
με σκοινί γέρο και ξύλο αρωματικό
θα ταξιδέψει τις δώδεκα ώρες της νύχτας
και το πρωί θα τριγυρνά
σε συνοικίες αράπικες
μικρομάγαζα στολισμένα
με χρωματιστά λαμπιόνια
γλυκά αμύγδαλα ποτά
θα μπαίνει μες στα σπίτια τα κτισμένα με πλιθάρι
θα βάζει στα μαλλιά του λάσπη
και θα πενθεί όπως κι αυτοί τον Άδωνη.
Ανάμεσα στους κίονες
με τ άνθη του λωτού και του παπύρου
θα βλέπει κάποτε αργά το απόγευμα
κάποια ρωμαϊκή επιγραφή
κάποιον άγιο χριστιανό ζωγραφισμένο
ή ένα άλογο ή μια ρομφαία
και θα ξαναθυμάται
μόνον σαν μια σκιά σαν αστραπή
την περασμένη του ζωή
το γενεαί πάσαι τούς ευκάλυπτους στο κυβερνείο
τον τοίχο τον ψηλό με τα γυαλιά
κάποτε ακόμα και τη θάλασσα
αύτη αλήθεια πια σαν όνειρο τη θάλασσα.
Έτσι θα εντρυφείς μες στη σιωπή σου
θα κουβαλείς μια μουσική που πέτρωσε
θ’ ακούς τα κρόταλα το φίδι το αιγυπτιακό
μόνη εσύ θα τα ακούς
μόνη εσύ θα τα διηγείσαι.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΕΜΕΣΙΑΝΟΣ

Στη γυναίκα έφτανε η μέρα
και η υπακοή στα σήματα των ζώων
Εκείνος, μόνο ο ύπνος και ο έρωτας του θύμιζαν
πως ήταν θνητός
μηχανικός στο φτωχό συνεργείο
με τα ωραία τα βλέφαρα τα δυνατά του χέρια
τα χείλη της Χαρούλας ’Αλεξίου στην αφίσα
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ στην καρφωμένη πόρτα του λουτρού
πλάι στα ναυτιλιακά γραφεία της πόλης
που δεν ταξιδεύει πια
που δεν χασομερεί δεν παίζει
που της αρνήθηκαν τα γηρατειά της
γέμισε πράκτορες μεσίτες μερσεντές
γυναίκες έντρομες
που μόνο να ψωνίζουν ξέρουν
να θυμάται την καμπύλη της ράχης της
ενώ χαλαρώνει τις βίδες
τα άσπρα τα στήθη την κοιλιά
καρποί και κολοκύθες που στεγνώνουν πάνω στα δώματα
με τον αχό της μάχης
μόνος αητός και παντοδύναμος, τουρκομεγαλωμένος
εγκλωβισμένος και αγνοούμενος μες στη δική του πόλη
Λεμεσιανός μηχανικός από τον Άη Αντώνη
και η μέρα με αέρα φωτεινή
τα ήμερα δέντρα οι σκιές
η κρήνη του ήλιου
η θάλασσα της Λεμεσού στο βάθος.

DIVAN 

ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ TOΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Οι άνεμοι, του Σεπτέμβρη
φέρνουν τα πέταλα της βουκεμβίλιας
στο μαγαζί
κοσμούν το πάτωμα
ακούω τα ψιθυρίσματα των φύλλων
κάτι σαν
«αμφιπότατε», «πότε»
«πάντα»
κάτι μου έρχεται να πω
μα τρέμω μην ταράξω την ευτυχία.
Σεπτ. 1988

ΒΡΟΧΗ ΣΤΗ ΦΙΚΑΡΔΟΥ

Η Μαρία πέρασε τα δάχτυλά της
πάνω από το πανί
το υφαντό που σκέπαζε το τραπέζι
ήχησε το ξύλινο κουτάλι
στην πήλινη κούπα
ανακαλώντας ήχους
παλιότερους από μάς
έτσι όπως η μυρωδιά
που έβγαινε από το λινό
και οι πρώτες σταγόνες της βροχής
στις σκληρές γωνιές της πέτρας
φέρναν μαζί τους
μέσα από ένα λουτρό φωτός
αφηγήσεις της Χαλιμάς
σε κάμαρες χαμηλοτάβανες κλειστές
στρωμένες με κιλίμια
διηγήσεις του Πρωτομάστορα
Μιχαήλ Χριστόφορου Γούναρη έκ Φαρμακά
που ήταν κεραμιδάς, παρπέρης, κοφινάς,
χτίστης, μαχαλεπάρης.
Το μολυβί χρώμα της πέτρας
είναι συνέχεια του ουρανού
.
Όκτ. 1988

Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ

Ανήμερα του Προφήτη Ηλία
στη Φανερωμένη, άπλωνε ο διάκος
τη σημαία για το μνημόσυνο των πεσόντων,
«Η εις ουρανόν πυρφόρος ανάβασις»
άναψα κερί και κοίταξα τις φαγωμένες ζωγραφιές του θόλου
«θα τον έπιανε σίγουρα ίλιγγος πάνω στις σκαλωσιές»,
σκέφτηκα.

ΟΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ

Παρέα με το γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
φύτεψα φέτος τριανταφυλλιές στον κήπο
αντί να γράφω ποιήματα
την εκατόφυλλη από το σπίτι με το πένθος στον Άγιο Θωμά
την εξηντάφυλλη που έφερε ό Μίδας από τη Φρυγία
την Μπαγκσιανή που ήρθε από την Κίνα
μοσχεύματα από τη μοναδική μουσσιέττα που επέζησε
μες στην παλιά την πόλη
άλλα προπαντός τη Rosa Gallica πού έφεραν οι σταυροφόροι
που αλλιώς τη λέμε και δαμασκηνή
με το εξαίσιο άρωμά της.
Παρέα με το γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
άλλα και τον τετράνυχο, τον τίγρη, το φυλλοδέτη
τη μηλολόνθη, τη χρυσόμυγα
το αλογάκι της Παναγίας πού τα τρώει όλα
θα μοιραστούμε φύλλα, πέταλα, ουρανό στον αφάνταστο αυτό κήπο
κι αυτοί κι εγώ περαστικοί.
Γενάρης 1993

ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Τα σύμφωνα, τα φωνήεντα,
από τον λάρυγγα, τα χείλη, τα δόντια
σχηματίζουν την κοινή Αλεξανδρινή
δε με βοηθάει όμως για να σου πω
αυτό ποy νιώθω
μένω αναγκαστικά στη ρευστότητα
του κειμένου
στο σχολιασμό του επιμελητή
και την αδυναμία του έρωτα
όλα τούτα τα πρωινά με βροχή.
1993

ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Κι όμως το γέλιο αντηχούσε
στην αυλή του Άγιου Λαζάρου
καθώς περπατούσαμε στον άδειο δρόμο
πριν από το δείπνο.
Μιλούσες για την αίθουσα
Όπου πρωτακούστηκαν οι θρήνοι
για τον Αλέξανδρο
σου ‘λεγα για τη ματιά που έριξα
στον άλλο κόσμο
πίσω από τα κλουβιά με τα γεράκια 
και τις κουκουβάγιες 
όπου το ένα ψαθί άγγιζε τ άλλο, 
ευτελή κλουβιά
καμωμένα με καλάμια από τα έλη του νότου
δεμένα πρόχειρα με νήμα
νήμα όπως αυτό που ενώνει τις ζωές μας.
Οι ψυχές ετοιμάζονταν για το μεγάλο ταξίδι
στις ακτές της Συρίας, στην Πέτρα, την Ιεριχώ,
δρόμοι του Στράβωνα, του Πτολεμαίου,
για να φτάσουν σούρουπο
στην Πύλη των Λεόντων.
Τη θυμάσαι την κουκουβάγια πού έκλαιγε, εκεί 
πάντα το βράδυ, ιδία ώρα?
Οκτ. 1993

ΠΑΡΑΛΟΓΗ

Κουνάει ακόμα το καράβι
μια δεξιά, μια αριστερά,
ή και βουλιάζει
σε ταραγμένο ύπνο
μαύρα νερά
περάσματα
φτερουγίσματα πουλιού
ρηχό βουβό
σαν κλάμα \
που δεν φαίνεται
που δεν το βλέπει άλλος
αχνό τρεμούλιασμα χειλιών
παίξιμο των βλεφάρων
βάραθρο ανοίγει στην καρδιά
και πέφτω όλη μέσα
ψάχνω ένα λόγο να πιαστώ
κλαδάκι να πατήσω
μα όλο πέφτω σε βαθύ
και πιο πυκνό σκοτάδι
μη δεις μην ακούσεις μάτια μου
τί λένε τα πουλάκια.
Δεκ. 1994

ΜΑΓNAYPA

Ακόμα κι αν έχεις περάσει από τη Μαγναύρα
και έμαθες ν’ αμφισβητείς την εγκυρότητα
του γραπτού λόγου
δε μπορείς καθόλου να εξηγήσεις
πως κάποτε χωρίζει το σώμα και η ψυχή
πως παίρνει καθένα άλλο δρόμο
το σώμα αναζητά το οικείο χάδι
ενώ η ψυχή το άγνωστο
ευφραίνεται στις σιωπές
στην αβέβαιη κίνηση του νέου άντρα
που κάθεται στη μέση της ομήγυρης
και μέ τα μάτια ελαφρά κλεισμένα
παρακολουθεί.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΑ ΕΠΟΧΗΣ

ΣΕ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Σε μυστικές ομάδες ετοιμάζω την αναχώρηση μου
σε μια γωνιά το πανέρι με τα νήματα
και τις χρωματιστές κλωστές
στην άκρη του τραπεζίου τα τετράδια και οι μπογιές
στο ντουλάπι το μπλε παντελόνι
και η μεταξωτή μπλούζα με τους αγγέλους
Οκτώ το πρωί
το ροζ δωμάτιο σχεδόν όμορφο
σε μια γωνιά ένας πόθος πού ξεραίνεται
δίπλα ο περδικοδέτης του και το κερένιο τάμα
στο πάτωμα γυάλες γεμάτες λάζαρους
σήμερα πρέπει να φύγω.
Γιαλούσα 1974

ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ

—Κάθε φορά που περνούσα από δω, είπε η γυναίκα του Θωμά,
με πονούσε το στομάχι,
τώρα θέλω να μείνω εδώ,
από την ταράτσα φαίνεται το χωριό,
—Δε μπορώ να ησυχάσω εδώ, είπε ο Αντώνης
είχα πορτοκάλια στο χωρίο,
—Δε θα πάρω δάνειο από την κυβέρνηση, είπε ο Αντρέας,
το μωρό της Χρυστάλλας έκλαιγε,
ο άντρας της δεν είχε στείλει ακόμα τις προσκλήσεις
για την Αυστραλία,
ο κάμπος απλωνόταν κίτρινος και αποπνικτικά ζεστός,
και η κυρία Ελένη είχε πάει με τα εφτά παιδιά της
στη θάλασσα
με το λεωφορείο του καταυλισμού

ΤΡΙΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Ούτε που το φαντάστηκα πως μου ’μελλε
η ώριμη γνώση
η κατάφαση του πάθους
και η αβεβαιότητα του έρωτα
μια Κυριακή με Μάλερ πάνω από τη θάλασσα
με τα τζάμια να λάμπουν στο απογευματινό φως
και τις μικρές ακροπόλεις
πάνω στις ταράτσες
για τούς ουράνιους και τους θαλασσινούς θεούς
χωρίς πουθενά για να πιαστώ
Να φεύγουν με το φως τα σμαραγδένια τα νερά
πάνω από την πλατεία που σκοτείνιαζε
τις ομπρέλες που αραίωναν
αφήνοντας πίσω χώμα, λάσπη, πέτρες και κλαράκια
σελίδες τετραδίων, καράβια μέ φώτα
πράξεις ανώφελες αλλά αναγκαίες,
κύβους, κολόνες, τριγωνάκια.

ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ 

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ακόμα ένα καλοκαίρι
μέσα στα σχήματα και τα χρώματα
της νεκρής του θάλασσας
πίσω απ’ την πόρτα με τα καφασωτά
άλλο πού να βουλιάζεις μέσα μου
άλλο που να βουλιάζεις μέσα μου
τότε που τα ‘χα όλα μα δεν ήξερα
την ένταση τη διάρκεια την ομογένεια του σώματος μου
την περιστέφανη τις κοιλάδες την ελεούσα
στην άκρη των χειλιών στο βάθος της παλάμης
αποικία της θάλασσας
αύριο θα ‘ρθω να σε βρω
αργά το απόγευμα
θα στάζω από παντού νερό κι αλάτι
πλάι στο θαλασσινό κρεβάτι
εσύ θα στέκεσαι ακίνητος
στη διχάλα των αισθητών πραγμάτων
με φύκια φύλλα φτέρη να ορίζουν τη θέση της ψυχής σου
τώρα πού θα υποστείς σ’ όλα σου τα μέλη την καταστροφή
φυγάς θεόθεν κι αλήτης
οχι προφήτης οδηγός θεραπευτής
εγώ πού κινούμουν στο ρυθμό σου σ’ αποχαιρετώ
έχουν έρθει οι ονειροτόκες μέρες
τα θαλασσοκτόνα λόγια
ο ανεμοπλάστης απέραντος ουρανός

ΝΑ ΜΗΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Να μην τελειώνεις με το παρελθόν
να το πλησιάζεις τόσο
που να φαίνονται από μακριά οι φωτιές
κι ύστερα πάλι ν’ απομακρύνεσαι
μετά απ’ τον βαθύ τον ύπνο
πλάι στην ακίνητη λίμνη
το μεσημέρι
με την αραιή φιλτραρισμένη της ζωή
τη σμίκρυνση του φόβου
και τον homo ludens
και τη συκιά την άκαρπη
όπου πρωτάκουσες απόγευμα το θρόισμα του φιδιού
και μάζεψες ύλες ταις αμαρτίες ενώπιον σου
η μια να σου χαϊδεύει τα μαλλιά
η άλλη νι σου φτιάχνει τα ρούχα
η τρίτη να κάθεται στα πόδια σου και νι σου τραγουδάει
μην κλαις μικρή Ερμιόνη
πλάι στον αρχαίο ερειπιώνα
κοίτα τι λαμπερά φτερά άκου τραγούδια
ξέχασε τα σύντομα διαστήματα του θανάτου
τα πεύκα στον ανήφορο
πριν απ’ τις τουρκικές γραμμές
τις σκοτεινές τις τρύπες τ’ ουρανού
θα ’ρθει πάλι η μαμά σου
θα δεις, θα ’ρθει πάλι η μαμά σου
Αγλαντζιά, καλοκαίρι 1977

ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΡΗ ΖΩΗ ΣΟΥ

Με την υγρή ζωή σου
να σου κολλά ανάμεσα στα πόδια
και να μη σ’ αφήνει
να ετοιμαστείς για τη συνηγορία
την εσωτερική σου αναχώρηση για το νότο
ο άντρας που κάθεται κάτω απ’ το γυμνό δέντρο
για τρία χρόνια και δεν βλέπει τίποτα
ούτε το ξύλο που σπρώχνει το χώμα προς τα πάνω
ούτε τους πολλούς τους οικτιρμούς σου
μέχρι πού έγινες μικρή και ασήμαντη
κουρασμένη διψασμένη
μόνη
να πλανιέσαι μες στους ανθισμένους κάμπους
και τους μικρούς βυζαντινούς σου ουρανούς
με κίτρινα σχεδιασμένα συννεφάκια
Γιαλούσα, άνοιξη 1974

ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Εσύ που με το αλφαβητάρι της θάλασσας στο χέρι
μου ’μαθές γραφή κι ανάγνωση
τη γεύση τού αχινού
το φιλί της αχιβάδας
το κυμάτισμα των φυκιών
και τα μικρά τα πράσινα τα ξέφωτα
απ’ όπου έμπαινε ορμητικά το πέλαγος
πού χάθηκες και ποιός
πρωτοστατεί τώρα στα κύματα
πώς μ’ άφησες κι έφυγα
συλημένη κι ελεύθερη μες στους νεκρούς
σφίγγοντας τα δικά σου λόγια τ’ απογεύματα
τού Αη Μέμνιου στην ατέλειωτη σειρά με τ’ αυτοκίνητα
πού κάθε τόσο σταματούσαν οι εθνοφρουροί
«Προσδοκώ ανάσταση των αμμουδιών» είπες
στην ’Αμμόχωστο στο έμπα του Σεπτέμβρη
τραβιέται πίσω η θάλασσα και σχηματίζονται μικρές λίμνες
Μη μου μιλάς για το βαθύ κρεβάτι
το σπίτι με τις αγριοσυκιές
τις πέτρες τις αστραφτερές
και τις επαναληπτικές φωνές
σε λίγο θα ’ρθουν οι βροχές
κι ή παραλία θα ’ναι έρημη χωρίς σκιές

ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

Στη Λεμεσό μια θάλασσα θολή
κι αδιόρατη
σα να ’πεσε γκρίζο χιόνι
στους κυματοθραύστες και στην προκυμαία
και στο παλιό το σπίτι
με την πλαϊνή τη σκάλα και τα εμπορικά
κοιμισμένο στα φύλλα τού υμενόκαλου
Όμως είναι άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που σου αφήνεται
έτσι που σε σέρνει
έτσι που σου απλώνεται πέρα από τους ευκάλυπτους
φορτωμένη αροδάφνες σάπιο ξύλο θαλασσινά λουτρά
άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που εισχωρεί στην πόλη καλπάζοντας στις γωνιές
σκαρφαλώνει στις ταράτσες
μπλέκεται στα φαρμακεία
φτάνει στα δικαστήρια
σέρνοντας μαζί της καρίνες και χαρταετούς
μια μυρωδιά από χαρούπια
σκουριά φιλιά ναυάγια
για να με ξαναφέρνει κάθε πρωί
στον αληθινό μου προορισμό

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΑΝ ΚΛΩΣΤΗ

Τη νύχτα μας επήραν στο Σεράι.
Από κείνη τη νύχτα δεν ξαναείδα
τον πατέρα μου.
Κατάθεση Χριστάκη Μαύρη
Ένα φεγγάρι σαν κλωστή
πάνω απ’ τη Λευκωσία
20 του ’Ιούλη 1979,
πάνω από τη γη όλο ξεχνάς
το κοφτερό μαχαίρι

ΘΑ ΞΑΝΑΒΡΕΙΣ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ

Θα ξαναβρείς τα βήματά σον
Τάκης Σινόπουλος
Θα ξαναβρείς τα βήματά σου
Θα σκαρφαλώσεις σε βουνά περήφανα
Δίπλα σε ρίζες καλαμιού μες στο νερό θα ξαναβρείς
τα βήματά σου
θα κοιμηθείς στο ’Άβατο
θα πιεις νερό απ’ το βαθύ πηγάδι
θα μπεις στο ιερό το μυρωμένο με λιβάνι
με τις μετόπες και τους ρόδακες
και τα περίτεχνα φατνώματα της οροφής
θα βρεις τον Ύπνο και τον ’Όνειρο την Ηπιόνη
και την Ιασώ κι απ’ το βαθύ λήθαργο θ’ ανασύρεις
δεντροστοιχίες καστρόπορτες δρόμους με πέτρες
απογεύματα στο Ναύπλιο
χωρίς σύντροφο πια εξόν για το κρεβάτι σου
με μια ευτυχία πλατάνου ή βαθυπράσινου νερού
μια Κυριακή να αιωρείται μες στα δέντρα
ένα κελάηδισμα πουλιού να μπαίνει μες στις λέξεις σου
ένα αχνό πορτοκαλί στην άκρη των νησιών
Παλιά ’Επίδαυρος

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΠΑΣΙΑ

«Ελείφκαν μου οι ώρες τζει πάνω», είπε,
«ώσπου να ρίξω τα δίχτυα μου
να πάω στου Μελισσάκρου
ετέλειωνεν η μέρα
και εξύπνουν που τα χαράματα
μεν χάσω ούτε λεπτόν»
Τώρα γυμναστής σ’ ένα απογευματινό Γυμνάσιο
γυρίζει τα καφενεία
τα κέντρα της Λευκωσίας
τις χαρτοπαικτικές λέσχες τον ιππόδρομο
προσπαθώντας μάταια να σκοτώσει
τ’ ατέλειωτα μεσημέρια
τα πρωινά
«τουλάχιστον να ’ταν η θάλασσα κοντά»

ΑΡΧΕΣ TOT ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Αρχές του Σεπτέμβρη στην Αγία Νάπα
γαλήνεψαν οι σορκοί
κάτω από την επιφάνεια του νερού
νιώθω παντού την παρουσία σου
Φθινόπωρο 1976

   

18 Αφηγήσεις  (2012)

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

Όταν έστραφήκαν οι αιχμάλωτοι, τζιαί έπέρασεν καιρός, τζιαί δεν ηρτεν κανένα μήνυμα, εκατάλαβα ότι ό άντρας μου ήταν χαμένος. Είπα στον εαυτό μου: «Μαρία, είσαι πέντε μηνών έγκυος, έχεις δυο μωρά, με τον άντρα μου θα εζούσαν τούτα τα μωρά μια χαρούμενη τζιαί καλή ζωή, έτσι πρέπει να ζήσουν, κάμε την καρδιά σου πέτρα, ούτε κλάματα ούτε τίποτε, έχεις μωρά νά άναγιώσεις.» Έτσι έκαμα, εστάθηκα τζιαι εμεγάλωσα τα μωρά μου, σε ένα σπίτι που δεν ήταν σπίτι με πένθος, σε ένα σπίτι κανονικό. Επαρασταθήκαν μου τα αδέρφια μου, ή μάνα μου, ας έν’ καλά. Βέβαια ήταν δύσκολο να γεννήσω, να μεν έσιει παπά το μωρό, ερωτούσαν με τα μωρά: «Πότε έν’ να ‘ρτει ό παπάς μας;» έλεά τους: «Έτο μια νύχτα έν’ να χτυπήσει ή πόρτα, τζιαί έν’ να ‘ρτει ο παπάς σας.» Τι εμπορούσα να απαντήσω, εν ήξερα ούτε εγώ, αφού ό γιος μου πού αρραβωνιάστηκε άκουσα τον που έλεε της νύφης μου ότι έγινεν δεκαοκτώ χρονών τζιαί ακόμα κάθε φορά που εκτύπαν η πόρτα ενόμιζεν ότι έν’ να ‘ν’ ό τζιύρης του. Τον πρώτον καιρόν εθώρουν τον Αντρέα στον ύπνο μου, κάθε νύχτα, ότι είχα να συζητήσω μαζί του, έλεά του τα στον ύπνο, είχα παράπονο, έλεα γιατί να μείνει, γιατί να μεν φύει όπως οι άλλοι. Μια νύχτα είδα τον εστέκετουν στο χωράφι, κοντά στη μάντρα, είπα του: «Γιατί, γιατί εν έστράφηκες κοντά μας;» «Μαρία», άπάν- τησέν μου, «ήθελα αλλά εν εμπορούσα». Που τότε εν τον εξαναεΐδα στον ύπνο μου.

  

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΑΣ

Ό άντρας μου είχε δύο σκυλιά κυνηγετικά. Τη Λάσσυ τζιαί τον Πέτρο, δυο σκυλιά πανέμορφα. Τα είχαμε στο περβόλι στο Κάτω Βαρώσι. Τους είχαμε δικό τους κλουβί μεγάλο. Μια εβδομάδα πριν την εισβολή έσκαψαν το χώμα τζιαί βγήκαν. Φοβηθήκαμε μην τα χάσουμε τζιαί κάναμε τσιμέντο τό πάτωμα. Για να μην μπορούν να φύγουν. Είκοσι οκτώ χρόνια ακόμα τα βλέπω στον ύπνο μου

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΙΝΕ

Ετο, κόρη μου, το ’63 έγιναν κάτι φασαρίες στον Άι-Σωζόμενο, το διπλανό χωρκό τζιαί ειδοποίησαν μας να φύουμεν, έφοηθήκαμεν τζιόλας. Είχα τέσσερα μωρά, ο μιτσής έπαιζε μέσα στην αύλή, είχα αυλή με τοίχο γυρόν-γυρόν τζιαί έπιασα τα δκυό μωρά μου, που κάθε χέρι έναν, τζιαί έφυα, επήα στη Λουρουτζίνα, που ήταν χωρκό τούρκικο. Μες στη βιάση μου εν είδα ότι το μιτσίν το μωρό εν είσιεν παπούτσια τζιαί επήρα το ανυπόλυτο. Κλάμα τα μωρά, θέλουμε τον παπά μας, που έν’ ο παπάς μας, ήρτεν ο άντρας μου, εβοήθησέ μας ο αρφός μου τζιαί ηύραμεν σπίτι στη Λευκωσία, άμμα ήμαστεν δκυό οικογένειες μέσα στο σπίτι, εμαλλώναν τα μωρά, ήταν δύσκολα, είπα του αρφού μου που ήταν ζαπτιές να μου εύρει άλλο σπίτι ας έν’ τζιαί μιτσίν. Ηύρεν μου έναν άλλον δκυό κάμαρες ίσια που μας εχώρεν. Επήαν τα μωρά σχολείο. Επεράσαν λλία χρόνια, σαν να εσάσαν τα πράματα, λαλεί μου ό άντρας μου: «Θέλω να πάω πίσω στο χωρκό μου.» Εν’ αλήθκεια στην Ποταμιά επερνούσαμεν πολλά καλά, είχαμεν τζιαί χωράφκια τζιαί κτηνά. Έπαίρναμεν το γάλα στον τζιύρη του Συλλούρη πού έκαμνεν χαλλούμια τζιαί έδίαν μας πάντα, είχαν έτσι ύπόγειο τζιαί εβάλαν τα τυρκά τζιαί κάθε μέρα άλατίζαν τα για να γίνουν, καλά πλάσματα. Ήθελα τζιαί εγώ να πάω στο χωρκό μου, αλλά για τα μωρά εν είσιεν σχολείο τούρκικο. Είπεν μου ό τζιύρης μου: «Άφησ’ μου τά μωρά κοντά μου νά πηαίνουν σχολείο, τζιαί πάτε εσείς πίσω.» Έπήαμεν. Άλλα πάλε το ’74 έξεσπιτωθήκαμεν. Εγυρίσαμεν τρία σπίθκια ώσπου τζιαί έδώκάν μας ένα σπίτι στο Άκάκι. Πριν πού μας ήταν μέσα ο στρατός τζιαί έν άφησαν τίποτε, να τα φυλάξουμε των πλασμάτων πού ήταν δικό τους το σπίτι. Το σπίτι που κάθουμαι έν’ του ανιψιού του γιατρού του Πίπη, αν τούς ήξέρεις. Πάω στην Ποταμιά, στες γειτόνισσές μου, κάμνουν χαρά άμα με δουν, τηλεφωνούν μου να πάω. ‘Αμαν μπορώ, πηαίνω, ίντα νά κάμουμε, κόρη μου, εγεράσαμεν. Οι τωρινοί ούτε μπορούν νά καταλάβουν τι βάσανα επεράσαμε, έν πειράζει, να με γίνει όμως πόλεμος, να μέ ξαναγίνει έτσι κακόν, τζι’ έν πειράζει, να τα ξηχάσουμεν.

  

Ο δαίμων της πορνείας  (2007)

  

NICOSSIESES (απόσπασμα)

…Η διαχωριστική γραμμή έκοβε την πόλη στη μέση ακριβώς, στην οδό Ερμού. Ήταν η περιοχή που περνούσαμε σχεδόν καθημερινά με τη μητέρα μου. Ατέλειωτα μακρόστενα μαγαζιά με γυαλικά, πιάτα, ποτήρια, παιγνίδια, ένας καταρράκτης χρωμάτων, τα πρώτα τότε πλαστικά που με εντυπωσίαζαν με τα χρώματά τους, εμαγιέ κούπες κινέζικες με ψάρια ζωγραφισμένα. Η περιοχή ερήμωσε, τα μαγαζιά μεταφέρθηκαν αλλού, σκόρπισαν, στο καφενείο SPITFIRE μόλις που διαβάζεις πια την επιγραφή, μια παλιά βέσπα σε μια χορταριασμένη βιτρίνα, σάκοι με άμμο, χαρακώματα. Έφυγα το 1965 από τη Λευκωσία. Πήγα στο Βερολίνο για σπουδές, εκεί βίωσα μιαν άλλη Λευκωσία, τη νοσταλγία της. Γύρισα πίσω το 1970. Βρήκα μια πόλη αρκετά αλλαγμένη, είχα αλλάξει όμως και εγώ, είχα χάσει τα νερά μου και δεν μπορούσα πια ούτε να γράψω, ούτε να ζωγραφίσω. Έγραφα άρθρα σε εφημερίδες «για τις νέες τάσεις του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού» για τα οποία έπαιρνα πολύ καλά σχόλια, αλλά είχα μπολιαστεί από τη βορειοευρωπαϊκή θλίψη. Είχα χάσει τα μολύβια μου. Μόνον τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας με βοήθησαν να ξαναθυμηθώ ποια είμαι. Η απραξία και οι φοινικιές στον ορίζοντα. Και η θάλασσα. Πριν από την εισβολή του 1974 η Λευκωσία ήταν σχεδόν μια παραθαλάσσια πόλη. Σε είκοσι λεπτά βρισκόσουν στη θάλασσα, ανέβαινε το αυτοκίνητο στο βουνό κι ο δρόμος κατέβαινε κα¬τακόρυφα προς την Κερύνεια, προς τη θάλασσα, μια μαγεμένη θάλασσα. Συχνά κλείνω τα μάτια και κάνω νοερά το ταξίδι αυτό προς τη θάλασσα. Πάνε πια 26 χρόνια. Για να πας πια σε αντάξια θάλασσα θέλεις δυόμισι ώρες ταξίδι. Η θάλασσα χάθηκε από την καθημερινότητα της πόλης. Κοιτάζοντας προς το βορρά το βουνό του Πενταδάκτυλου, που κρύβει τη θάλασσα, βλέπω μια τεράστια τουρκική σημαία σχηματισμένη πάνω στο βουνό. Αποφεύγω να κοιτάζω το βορρά…


ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗ ΤΗΣ 

1-ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΝΙΚΗΣ2


Στις 23 Μαΐου 2013 σε εκδήλωση στη Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης κάναμε μια εκδήλωση προς τιμή της όπου μίλησαν για τη ζωή και το έργο της οι Βικτωρία Καπλάνη, Αρχοντούλα Διαβάτη και Βασίλης Καραγιάννης.


Η Βικτωρία Καπλάνη είπε:
Διαβάζοντας τη Νίκη Μαραγκού

Η Νίκη Μαραγκού έρχεται στα γράμματα από το δρόμο του Καβάφη. Δρόμος με ευρύτατους ορίζοντες, μας οδηγεί σε μια πλατιά αντίληψη του ελληνισμού στο χώρο και στο χρόνο μέσα από τη γλώσσα, τη δομή της αίσθησης, το συγκερασμό και τη δημιουργική αφομοίωση ιδεών και εκφραστικών μέσων για την αναπαράσταση και την κατανόηση του κόσμου. Το φιλοπερίεργον πνεύμα της την ωθεί να παρατηρεί, να διαβάζει, να ερευνά. Αναγνώστρια φανατική μελετά με πάθος ιστορία, ενδιαφέρεται για την αρχαιολογία, τη ζωγραφική, την αγιογραφία, τη φωτογραφία και τη λογοτεχνία. Λατρεύει τα παραμύθια, τις λαϊκές αφηγήσεις, τη μαγειρική και τις λαϊκές τέχνες. Το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο είναι ενιαίο. Η Μαραγκού είναι συγγραφέας και κάθε φορά επιλέγει το είδος του λόγου που ταιριάζει στο υλικό που έχει να εκφράσει. Γι’ αυτό άλλοτε επιλέγει τον ποιητικό λόγο, άλλοτε την προσωπική αφήγηση ή το διήγημα και σε άλλες στιγμές το μυθιστόρημα, κάποιες φορές γραμμένο με πιο παραδοσιακό τρόπο (Γιατρός απ’ τη Βιέννη) και άλλοτε πάλι εφαρμόζοντας σ’ αυτό πιο μοντέρνες τεχνικές στην αφήγηση (Γεζούλ).
     Ο λόγος της μεστός και περιεκτικός ξέρει να εστιάζει στο καίριο και ουσιαστικό και χαρακτηρίζεται από την απουσία συναισθηματικών εξάρσεων και εκρήξεων. Δεν εκφωνείται ποτέ εν βρασμώ ψυχής, παρά αφού η ένταση έχει καταλαγιάσει. Η αφήγηση, η περιγραφή και το λιτό εύστοχο σχόλιο πάνω σε μια λεπτομέρεια χαρακτηρίζουν την τεχνική των περισσοτέρων ποιημάτων της. Το πρώτο πρόσωπο έχει πολύ διακριτική παρουσία στον ποιητικό της λόγο και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει με ακρίβεια το πορτρέτο ούτε να υποθέσει τη βιογραφία του ποιητικού υποκειμένου, παρά μόνο να διασταυρωθεί μ’ έναν άνθρωπο που νοιάζεται βαθιά για την ανθρώπινη κατάσταση. Έναν άνθρωπο που έχει αποδεχτεί τη θνητότητα και το φθαρτό των πάντων, που είναι συμφιλιωμένος με την παραδοχή ότι όλα χάνονται, όλα ενέχουν το στοιχείο της απώλειας. Οι έρωτες, οι άνθρωποι, οι πόλεις. Η εμμονή στην αναζήτηση των λέξεων από όλες τις περιόδους της ιστορίας της γλώσσας είναι φανερή στα ποιήματά της καθώς και η συνομιλία με άλλους ποιητές και συγγραφείς από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
     Τα ποιήματά της μπορούμε να τα χωρίσουμε αρκετά αυθαίρετα και σχηματικά, χάριν περιγραφής, σε τρεις μεγάλες ομάδες, που σε μεγάλο βαθμό αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοεπικαλύπτονται. Τα ποιήματα της Κύπρου είναι μια ομάδα, εκείνα των ταξιδιών η δεύτερη και η τρίτη εκείνα που λειτουργούν περισσότερο ως σχόλια ή αυτοσχόλια με ένα πνεύμα αναστοχασμού και μια πιο ευδιάκριτη φιλοσοφική διάθεση. Στα περισσότερα ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο παίρνει αποστάσεις από το βιωματικό υλικό, καθώς αυτό μεταπλάθεται σε τέχνη. Είναι φανερό ότι αντιλαμβάνεται πρωτίστως νοητικά τον κόσμο και ελέγχει τα έντονα και βαθιά συναισθήματά του. Αυτή η συναισθηματική απόσταση καθιστά τον ποιητικό της λόγο πιο δραστικό, καθώς ο πόνος δεν εκδραματίζεται, αλλά παραμένει στο υπόστρωμα του ποιήματος και προκαλεί τις δονήσεις στη γλώσσα.
     Ο γενέθλιος τόπος, η Κύπρος, τροφοδοτεί τη γραφή της με εικόνες, μνήμες και λέξεις. Τα ιστορικά δραματικά γεγονότα του νησιού και τα συλλογικά τραύματα που αυτά προκάλεσαν, υπογείως διατρέχουν όλο το έργο της. Στο βάθος το πρόβλημα της Κύπρου μοιάζει να κινεί τα νήματα της γραφής της με διακριτικότητα και ποιητική αφαίρεση. Η διαμαρτυρία, η καταγγελία για το κακό δηλώνονται άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε υπαινικτικά μέσα από στιγμιότυπα του καθημερινού βίου, μέσα από τις έγνοιες των ανθρώπων, χωρίς κραυγές και συνθήματα. Η Μαραγκού συνομιλεί με τον τόπο, την ιστορία και τον πολιτισμό του, όχι με έναν στενά εννοούμενο και μίζερο πατριωτισμό, αλλά με αληθινή αγάπη και σεβασμό προς όλους τους κατοίκους αυτού του τόπου, με κατανόηση και στη μοίρα του αντιπάλου. Δεν προκρίνει σε καμιά περίπτωση την έχθρα, το μίσος και το φανατισμό αλλά την ειρήνη και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και τη ζωή.  Όποιος, άλλωστε, αγαπά πραγματικά το γενέθλιο τόπο του, σέβεται και το γενέθλιο τόπο των άλλων.
     Άνθρωπος με δυτική παιδεία, ενστερνίζεται πολλές αρχές της δυτικής σκέψης, αλλά βρίσκει το κέντρο της στον κόσμο της Ανατολής. Η φιλοσοφία της Ανατολής αντιλαμβάνεται το συντονισμό του ανθρώπου με τη ροή της ζωής, τη δύναμη του να αλληλεπιδρά ενεργειακά με το σύμπαν και την ενότητα του χρόνου. Αυτές οι βασικές αρχές γοητεύουν τη Μαραγκού και τις ενσωματώνει στο καλλιτεχνικό της σύμπαν. Η ευρυμάθεια και η ανοιχτή ματιά της αφήνουν τα περιθώρια για να συνυπάρχουν στο έργο της η Ανατολή και η Δύση.
     Αν κοιτάξουμε και το αφηγηματικό της έργο, θα παρατηρήσουμε ανάλογες τάσεις και συμπεριφορές. Το έπος της καθημερινότητας κι οι ανθρώπινες σχέσεις μέσα στο χρόνο είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Μαραγκού. Οι ήρωές της πρόσωπα ιστορικά, προερχόμενα από το οικογενειακό ή το ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον και δίπλα σ’ αυτά πρόσωπα που επιμελώς πλάθει η φαντασία για να μπολιάσει την πραγματικότητα με διαφορετικές αντιλήψεις, στάσεις κι οπτικές, προκειμένου εκείνη να αναπαρασταθεί και να αποκαλυφθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πληρότητα. Μέσα από τα πρόσωπα και τη δράση τους αναβιώνουν κι ανασταίνονται δημιουργικά διάφορες εποχές.
     Η Μαραγκού παίρνει σελίδες της ιστορίας του 19ου και 20 αιώνα και μέσα σ’ αυτές ενσωματώνει πολλά γεγονότα της ζωής της και της οικογενειακής της ιστορίας. Βαδίζει παράλληλα, ανακαλύπτει τα σημεία επαφής και εκλεκτικής συγγένειας με πρόσωπα αλλοτινών εποχών που μέσω της συναισθηματικής ταύτισης τής γίνονται οικεία και κατορθώνει να τα ψυχογραφήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Αν εξαιρέσουμε μερικές αφηγήσεις, όπου δηλώνονται κάποια πραγματολογικά στοιχεία του βίου της, τα αυστηρά προσωπικά της βιώματα μεταπλάθονται και καθρεφτίζονται στο σώμα των φανταστικών ηρώων ή ακόμη και κάποιων ιστορικών προσώπων. Αξίζει να επισημανθεί ότι η συγγραφέας δεν ψυχαναλύει τους ήρωες της. Δεν αναλώνεται καν σε ψυχολογικές αναλύσεις και αφήνει μέσα από σκηνές του καθημερινού βίου να φαίνονται οι περίπλοκες διαδρομές των αισθημάτων.
     Κοσμοπολίτες πολλοί ήρωες της Μ. κοσμοπολίτισσα κι η ίδια. Το ταξίδι, η περιήγηση, προσφιλής της ενασχόληση, επιδρά στη διαμόρφωση του ψυχικού της πεδίου και τροφοδοτεί το αφηγηματικό της έργο με εμπειρίες, εικόνες και γνώσεις. Περιπλάνηση σε χώρες της Δύσης και κυρίως της Ανατολής, μελέτη με ενσυναίσθηση της ζωής σε άλλους τόπους, άλλες εποχές και διαφορετικές συνθήκες της δίνουν τη δυνατότητα με λογισμό και όνειρο, με φαντασία και γνώση να συλλάβει την αίσθηση, την αντίληψη, την ανάσα και το βηματισμό της ζωής που είχαν οι άνθρωποι που έζησαν άλλοτε και αλλού. Ανήσυχη περιηγήτρια η Μαραγκού αναζητά να κατανοήσει την αλληλεπίδραση ανθρώπου και τόπου. Οι πόλεις, οι τόποι με τη στρωματογραφία αιώνων που κουβαλούν κεντρίζουν διαρκώς το ενδιαφέρον της, όπως και οι ποικίλοι τρόποι , οι παραλλαγές με τις οποίες οι άνθρωποι υποδέχονται τη ζωή, τη μοίρα, το θεό και το θάνατο. Όλη αυτή η αναζήτηση της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται τη ζωή με περισσότερη ανοιχτοσύνη και να συμπεριφέρεται με την ευρύτητα πνεύματος που διαθέτει ένας πολίτης του κόσμου.
     Το ταξίδι υπάρχει πάντα στις αφηγήσεις της. Επιστρέφει σε μέρη αγαπημένα μέσω του λόγου και κοινωνεί τη γνώση και την εμπειρία που της χάρισαν. Κάθε χορταριασμένος τόπος έχει μνήμη κι αυτή τη μνήμη η συγγραφέας θέλει να την αποκαλύψει, γιατί κρύβει ακριβά μυστικά, πολύτιμα δώρα. Υπάρχει ένα εσωτερικό νήμα που δίνει ενότητα στο αφηγηματικό της έργο. Τάσεις και διαθέσεις, παρόμοια ερωτήματα και προβληματισμοί, τόποι και ιστορικά γεγονότα επανέρχονται, ήρωες και περιστατικά ξαναγυρίζουν πολλές φορές αθόρυβα και διακριτικά για να προστεθεί κάθε φορά μια καινούρια λεπτομέρεια.
     Η Μαραγκού αναβιώνει έναν κόσμο που συχνά ερχόταν αντιμέτωπος με οριακές καταστάσεις, που θεωρούσε δεδομένο τον αγώνα για την επιβίωση και δεχόταν την περιπέτεια, τη μεταβολή της τύχης με μαχητικότητα, αλλά και όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν με αποδοχή και καρτερικότητα. Έναν κόσμο που ως συλλογική μνήμη τον κουβαλάμε μέσα μας, έναν κόσμο που αναγνωρίζει την αξία της ζωής και παλεύει γι’ αυτήν, έναν κόσμο που για τους νεότερους είναι πιο κοντά στο παραμύθι και το θαύμα. Οι ήρωες της Μαραγκού σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν είναι άνθρωποι με βίο πολυτάραχο και περιπετειώδη και τα γεγονότα τα ιστορικά αλληλοεπιδρούν με τις εσωτερικές τρικυμίες της ψυχής τους. Κάπως έτσι όμως είναι και η ζωή, ένα αξεδιάλυτο μίγμα αυτού που βιώνουμε
και στο βάθος σκεφτόμαστε για αυτήν και αυτού που οι συνθήκες οι ιστορικές δημιουργούν.
     Η απλότητα και η αμεσότητα χαρακτηρίζουν τις αφηγήσεις της Νίκης Μαραγκού. Μοιάζει η τέχνη της με κείνη των παραμυθάδων που όσο επώδυνα και τρομερά πράγματα κι αν αφηγούνται, αυτό που μένει στο τέλος είναι η γλύκα και η ομορφιά της ζωής. Απουσιάζει η υπερβολή, η επιτήδευση, απουσιάζει ο ναρκισσισμός και η νοσηρότητα. Στην πάλη του φωτός με το σκοτάδι, το φως κερδίζει τις μάχες και παραμένει στόχος κι αυτοσκοπός. Από τα βιβλία της μένει η κατάφαση στη ζωή, η αποδοχή της ζωής όσο δύσκολη, σκληρή και τραγική κι αν είναι.
     Τα γυναικεία πρόσωπα στο έργο της Μαραγκού παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Γυναίκες αρχόντισσες, αστές, διανοούμενες, λαϊκές κι αγράμματες που μεταφέρουν τη σοφία της φύσης, το πνεύμα διάκρισης που έχουν κατακτήσει μέσα στις δυσκολίες και τους κόπους, που προτάσσουν την αξία της ζωής, της αγάπης, της ειρήνης και της εστίας. Γυναίκες που δημιουργούν, που αναζητούν το δικό τους δρόμο στην τέχνη και τη ζωή. Γυναίκες γήινες σε επαφή με το συγκεκριμένο που γνωρίζουν την ενέργεια της γης και της φύσης, συμφιλιωμένες και με το άλογο στοιχείο της ύπαρξης το μαγικό και παραμυθένιο. Γυναίκες που γνωρίζουν την αξία της προσφοράς, της φροντίδας, γυναίκες που δημιουργούν νόστιμα φαγητά, ανοίγουν φύλλο με τέχνη, υφαίνουν αριστουργήματα στους αργαλειούς, νοικοκυρές με τα προσεγμένα σπίτια τους αρχοντικά ή φτωχόσπιτα, σπίτια με τη φτερούγα της στοργής και της αγάπης.
     Αξίζει να σταθούμε στο τελευταίο της βιβλίο με τον τίτλο «18 αφηγήσεις». Εδώ η Μαραγκού καταγράφει αφηγήσεις γυναικών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που δέχτηκαν να της μιλήσουν για τις ανατροπές που η ζωή τους έχει υποστεί, εξαιτίας των παιχνιδιών της ιστορίας, τόσο στη δεκαετία του 60, όσο και μετά την εισβολή. Από τις αφηγήσεις τους προκύπτει μια ιστορία της Κύπρου, έτσι όπως δεν θα την έγραφε κανένας ιστορικός, ιδωμένη από τη ματιά των ηττημένων. Και ηττημένοι σ’ αυτή την ιστορία είναι κυρίως αυτοί που δε ρωτήθηκαν και μόνο κλήθηκαν, θέλοντας και μη, να υποστούν τις συνέπειες του ανελέητου πολιτικού παιχνιδιού. Μια ιστορία γραμμένη από τις γυναίκες, βιωμένη από την οπτική του φύλου τους, αφηγημένη στη δική τους ντοπιολαλιά. Η μόνη παρέμβαση της συγγραφέως είναι να διαγράφει τα περιττά λόγια, τις επαναλήψεις, να επεξηγεί ό,τι δεν είναι κατανοητό, ώστε να προκύπτει ένα κείμενο μεστό και αναγνώσιμο.
     Η Νίκη Μαραγκού, όπως ισχυρίζονται οι άνθρωποι που τη γνώρισαν, κυκλοφορούσε πάντα με ένα μπλοκ. Όχι μόνο για να γράφει, αλλά και για να ζωγραφίζει. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη σημασία που έχει η ζωγραφική στη συνολική πολιτισμική παρουσία της Νίκης Μαραγκού. Ζωγράφιζε ακουαρέλες, έκανε κολάζ, χαρακτικά, αγιογραφίες. Στα περισσότερα έργα της απουσιάζει η προοπτική, μια ένδειξη ότι η τέχνη της έχει επιρροές από τη βυζαντινή ζωγραφική. Το ενδιαφέρον της για τους ανθρώπους, τα τοπία και για τα απλά καθημερινά πράγματα φαίνεται και στη ζωγραφική της, όπου σχεδιάζει προσόψεις κτιρίων, αντικείμενα του σπιτιού, νεκρές φύσεις, διακοσμητικά σχέδια με έντονα χρώματα, αλλά και προσωπογραφίες. Τα υδατοχρώματα ευνοούν τη διαφάνεια και το λυρισμό στις εικόνες της.
     Στις μέρες μας, όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, τώρα που η Ελλάδα κι η Κύπρος δοκιμάζονται σκληρά μέσα στο απάνθρωπο παιχνίδι του σύγχρονου οικονομικού πολέμου και που έχουν αρχίσει φανερά και απροκάλυπτα πάλι να χτίζονται τείχη, να χαράζονται με βία οι διαχωριστικές γραμμές και να ακούγεται η ρητορεία του μίσους, τέτοιες φωνές, όπως αυτή της Νίκη Μαραγκού μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή πάντα παλεύει για να υπάρχει, μας δίνουν το κουράγιο, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, να πατάμε στη γη και προπαντός να μην χάνουμε την ανθρωπιά μας.

Η Αρχοντούλα Διαβάτη:
Δεν της πήρα λουλούδια

     Γνωριστήκαμε στην Διεθνή έκθεση βιβλίου, εδώ, στη Θεσσαλονίκη, μπρος στο σταντ του Ροδακιού όπου είχες εκδώσει τότε το Γιατρό από τη Βιέννη κι εγώ Στη μάνα του νερού. Ανταλλάξαμε τα βιβλία μας με αφιέρωση, εγώ γεμάτη προσδοκίες για την τύχη του πρώτου βιβλίου κι εσύ συγκρατημένη - είχες πίσω σου δρόμο μακρύ στην ποίηση και στη ζωγραφική, στη δραματουργία και στο παραμύθι, στα διηγήματα, στις μεταφράσεις και στο μυθιστόρημα. Πολυβραβευμένη, καταξιωμένη, μια τυχερή γυναίκα.
     Επικοινωνούσαμε με μηνύματα ηλεκτρονικά που γεφυρώνονταν με επισκέψεις ανάμεσα στα άλλα ταξίδια σου ξανά και ξανά στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένη κάθε τόσο από συλλόγους και σε συνέδρια ή σταθερά καλεσμένη στη Διεθνή Έκθεση βιβλίου. Και μια δική μου επίσκεψη υπήρξε μια φορά, στη Λευκωσία, μαζί και μια παρουσίαση του βιβλίου μου στον ΚΟΧΛΙΑ, στο δικό σου βιβλιοπωλείο, από σένα βέβαια με τη γνωστή σου γενναιοδωρία, και αυτή την παράξενη ακτινοβολία ενός πνευματικού ανθρώπου με γνώση και ήρεμη καλοσύνη.
     Και τα μηνύματα συνεχίστηκαν - ευχές και ποιήματα και φωτογραφίες ταξιδιών και μικρά κείμενα ή ανήσυχες αιτιάσεις κάποτε- από μένα κυρίως για τη δύσκολη δημιουργικότητα τη δική μου ή τον αρνητισμό των εκδοτών.  Μου έστειλες ζωγραφισμένες χειροποίητες -όπως τις έλεγες- ευχές για το νέον έτος 2013, και σου έστειλα τον Ιούνιο την κριτική στα Νέα -δεν την είχες δει;- για τις Δεκαοκτώ Αφηγήσεις, από το ΡΟΔΑΚΙΟ και πάλι. Στη μέρα της γυναίκας μου έστειλες φέτος Το προζύμι, ενώ πέρυσι την ίδια μέρα μου είχες στείλει το ποίημα για την επέτειο του θανάτου της μητέρας - Δεν της πήρα λουλούδια.
     Και μετά ήρθε κεραυνός η είδηση του θανάτου σου από τροχαίο στο Φαγιούμ, στην Αίγυπτο που αγαπούσες να μελετάς κι όλο εκεί ήθελες να γυρνάς πάλι και πάλι, στην Αίγυπτο του αγαπημένου αλεξανδρινού που αυτός ήταν το πρώτο σου ηδονικό διάβασμα όταν ήσουνα παιδί και σου άρεσε να αντιγράφεις τους ποιητές. Μια Πέμπτη, στις 7 Φεβρουαρίου 2013 - κι ας έμοιαζες άτρωτη έτσι ήρεμη, ευλογημένη θαρρείς, μητέρα και γιαγιά και κοσμοπολίτισσα και καταξιωμένη συγγραφέας και ανήσυχη και δημιουργική: μια πανοπλία αγάπης απέναντι στη συνηθισμένη κακοτυχία και φθορά. Μια πανοπλία που, τελικά, δεν τη φόρεσες πολύ. Αλίμονο.
     Τι μεγάλη λύπη, τι μεγάλη απώλεια για τους δικούς σου ανθρώπους και για την Κύπρο, έναν τόπο όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη, για τους φίλους σου στον κόσμο όλο. Τώρα είσαι ακόμα στα κοινωνικά δίκτυα με τις φωτογραφίες και τα λόγια σου, ένα ανοιχτό βήμα να ερχόμαστε και να ανταλλάσσουμε λύπη και ποιήματα. Xτες μάλιστα, στις αναγγελθείσες μέλλουσες εκδηλώσεις στο facebook ήταν καρφιτσωμένα τα γενέθλιά σου, σαν να μην έφυγες ποτέ, στις 23 Μαΐου.
     Ξεφυλλίζω τα ποιήματά σου – Προς αμυδράν ιδέαν, Ποιήματα 2003-2013.
Μια πρώτη εκτύπωση από το ΡΟΔΑΚΙΟ, παλιά μήτρα των ποιημάτων σου και σήμερα πάλι της νέας υπό έκδοσιν συλλογής. Είναι μια δίγλωσση έκδοση -αγγλικά, ελληνικά–, η μετάφραση από τα ελληνικά της Ξένιας Ανδρέου. Τα της Κύπρου, Τα Αλεξανδρινά, Περίπλους, Τα Αμετάφραστα, οι επιμέρους ενότητες. Ταξιδιώτης, flaneur, αναζητάς αδιάκοπα την ταυτότητά σου στις χώρες της Ευρώπης, στην Αίγυπτο ή στην Τουρκία ,στον μυστηριακό κόσμο της Ανατολής ή σταθερά στις κοινότητες της Κύπρου, συνομιλώντας με τους λαϊκούς ανθρώπους, κερδίζοντας ολοένα σε ωριμότητα, ήρεμη καλοσύνη και σοφία. Ωστόσο, «μη νομίζετε, φίλοι από το βορρά,/ ότι αυτό που συνέβηκε το’ 74 / δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου/, κάθε μέρα.».
    Φτιάχνεις τα ποιήματά σου με απλά χωμάτινα υλικά της καθημερινότητας, της ιστορίας και της μνήμης με έναν ήρεμο στοχασμό στο τέλος, κερδίζοντας έμπνευση από τις ασταμάτητες διαδρομές σου στο χώρο και στο χρόνο. Τα σκηνοθετείς μετά αφήνοντας για το τέλος πάντοτε μια συγκινημένη σκέψη σαν κατακλείδα.
«…Όταν είδε στο Google Earth τη χαρουπιά / όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος / κι έτρεχε / πρώτα στο θάμνο με τα σκίνα / και μετά στη θάλασσα /Για να μην κάψει τα πόδια του / έκλαψε πικρά.».
     Δεν ενδίδεις στην παραγραφή της μνήμης και την αλλοτρίωση, «αυτό που λένε νεκρή ζώνη δεν υπάρχει», γιατί « Στο σκοινί με τα ρούχα της μνήμης / μικρές φανέλες σκάζουν στον ήλιο.». Εσύ ανένδοτη κοιτάζεις νοσταλγικά μέσα σου «τον αιωρούμενο κήπο / που ήταν η Κερύνεια...»
     Γιατί οι γυναίκες ξέρουν οι Χριστιανές και οι Τουρκάλες «αυτό που οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν» - « και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους / και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής».
    Υπάρχει το αύριο. «Αύριο / θα ανατείλει ο ήλιος στην ώρα του...», παρόλο που στον ΠΕΔΟΥΛΑ, «Στριφογυρίζουν τα κλήματα / στις έρημες αυλές / φυτεμένα από άλλες γενιές / σκαρφαλώνουν στις σιδεριές / σε μια άναρχη διάταξη, / ένα χάος από κλαδιά, ξερά τσαμπιά,/ χωρίς πουλιά /, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, / κατεβαίνουν προς το πλακόστρωτο / με τα σάπια κίτρινα φύλλα / μάρτυρες μιας ζωής που τέλειωσε./»
Στα ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΑ η γυναίκα περιδιαβαίνει στις ημέρες του ταξιδιού με τις αισθήσεις ζωντανές ζωγραφίζοντας εικόνες μιλώντας μας εμπιστευτικά σε πρώτο πρόσωπο «…τα καροτσάκια πουλούν / φούλια , γλυκοπατάτες, αχιβάδες με λεμόνι, σπόρια /. Νοικιάζουν πατίνια για τα παιδιά.» Ή σε άλλο ποίημα, «ήπια σαλέπι με καβουρδισμένα αμύγδαλα / φουντούκία, σταφίδες.»
Στον ΠΕΡΙΠΛΟΥ, τα μπλε παπούτσια ενός άντρα, προφανώς ενός αγαπημένου άντρα, είναι ένα ποίημα που παραπέμπει σε ένα τότε που φέρνει δάκρυα ασταμάτητα και ίσως συνδέεται με το ποίημα επιστρέφοντας, όπου «και ο έρωτας μου φαίνεται / υπόθεση πια μακρινή / Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση» και λιγότερο με το ποίημα Περασμένα μεσάνυχτα, όπου «...η αίσθηση της μοναξιάς σχεδόν ηδονική...».
Εδώ διαβάζω και το ποίημα Δεν της πήρα λουλούδια, αποθέωση της αγαπημένης μητέρας, γυναίκας αεικίνητης «μες τις καλές τις μέρες», «με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της», κι αυτό είναι αρκετό. Εξάλλου οι γυναίκες και στο Βουκουρέστι «...φροντίζουν να ανατέλλει ο ήλιος στη σωστή ώρα / κάθε μέρα.»
    Περιδιαβάζοντας ζωγραφίζει εικόνες, όπως ΣΤΟ ΚΑΙΡΟΥΑΝ, «και το γεροντάκο (είδα)/ που περνούσε σε φοινικοβελόνες / ένα-ένα τα γιασεμιά. /Τα πουλιά έπιναν νερό από τις παλάμες των νεκρών» ή μένεις έκθαμβη μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, στη Μπενάρες.
    Κάποτε σταματά την αγχωμένη περιδιάβαση: ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΜΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ, μεγαλύτερο απ’ τη φθορά,λέω εγώ, «μόνο βήματα αργά/ που μου επιτρέπουν να παρατηρώ / τον κάλυκα του άνθους / πώς τεντώνεται/ τις τελευταίες ακτίνες/ να αγγίξει/ του φωτός…». Να μη μας αιφνιδιάσει το αναπότρεπτο τέλος.
     Με τα Συρόμενα φύλλα φαίνεται η ανάγκη για μια νέα ταξινόμηση /καθώς προχωρούμε προσεκτικά / στην αρχή διστακτικά / σε μια καινούρια διάταξη, μέχρι το ποίημα, Σαν λιμπελούλα, όπου διακηρύσσεται δοξαστικά η πίστη σε έναν ευτυχισμένο έρωτα επιτέλους, μια συνεχή ευτυχία / που πεταλίζει γύρω μου / σαν λιμπελούλα. Αλλά «…καθώς το μαλακό φως του φθινοπώρου / άναβε τους φοίνικες στο παράθυρο» - ακριβή μεταφορά για την δειλινή εκείνη μεταιχμιακή ώρα - μια εμπνευσμένη παρομοίωση μετά για μια ερωτική σχέση βραδυφλεγή και δύσκολη της παρακμής των ημερών μας, που δυσκολεύεται να μεταδώσει τη φλόγα και την έκρηξη, «που (όμως) ξαφνικά ανάβει και φωτίζεται / όπως οι φοίνικες στο παράθυρο, / αφήνοντας όλα τ’ άλλα στο σκοτάδι», ξημερώνει.

Αντίο ή Γεζούλ( =όλα χάνονται ) και πάλι αντίο.




Από δυο νέους Κύπριους ποιητές που ζουν στη Κύπρο, ήταν φίλοι της και η ίδια τους εκτιμούσε όπως μου είχε πει, ζήτησα δυό λόγια για την αποψινή βραδιά.

  Ο Βάκης Λοιζίδης μου έστειλε ένα ποίημα που έγραψε:

Σήμερα δε θα φυλάξω στο συρτάρι το ποίημα
Στη Νίκη

Σήμερα δε θα φυλάξω στο συρτάρι το ποίημα
Θα σε ρωτήσω αν ένιωσες ποτέ
τις ακουαρέλες σαν τις λέξεις στο ποίημα
Αν εκεί που νιώθεις το ζόφο
κερδίζεις τελικά στο χαρτί την διαύγεια Τ
ι σημαίνουν τα κοφρέ χαρτιά για σένα
Κατά πόσον οι νέες τεχνικές χαρακτικής
στερούν την μαγεία από την πράξη της δημιουργίας

Κάθε φορά που φτάνει ζεστό φαγητό στο τραπέζι
μαγειρεμένο με φροντίδα λες και πρόκειται για ποίημα
θα σε θυμόμαστε, Θα σε θυμόμαστε
κι όταν πίσω από παράθυρα καφασωτά στεκόμαστε
Κι αν κανείς την ζωή σου ζηλέψει
ας δανιστεί από την Κατερίνα ένα μπλοκάκι
με σκίτσα, τόπους , ημερομηνίες κι ανθρώπους
καθώς εσύ θα ταξιδεύεις αιώνια


Κι ο Πάμπος Κουζάλης μου έγραψε.

Αγαπητέ Ανδρέα. Επειδή είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτώ ότι η φωνή της Νίκης σίγησε για πάντα κι ότι δεν θα την ξανασυναντήσω σε κάποια από τις ποιητικές συναντήσεις μας εντός ή εκτός Κύπρου, θέλω να πιστεύω ότι λείπει σε ένα από τα πολλά κι αγαπημένα ταξίδια της. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα λάβω σε ένα email της λίγα από τα χρώματα, τις γεύσεις, τι ομορφιές, τις εικόνες που αντίκριζε κι ήθελε να μοιραστεί μαζί μας. Το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω για τη Νίκη τη μέρα που την αποχαιρετήσαμε ήταν οι εξής στίχοι:
Στο πένθος το γλυκύτατο
του μακρινού Φαγιούμ
τόσο κοντά γιατί επήγες, Νίκη;
Ενύσταξεν η ψυχή σου;



Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ   









































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου