Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

 



Ο Αντρέας Πολυκάρπου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1984, και από το 2004 ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου, Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Το 2011 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στις Διεθνείς Σχέσεις και τις Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Το 2008 και το 2010 βραβεύτηκε από την European Commission ως ο καλύτερος νέος, Κύπριος δημοσιογράφος και εκπροσώπησε τη χώρα του στους Πανευρωπαϊκούς Διαγωνισμούς της Σλοβενίας και της Κωνσταντινούπολης.. Το 2014 τιμήθηκε με το Β΄ Βραβείο Διηγήματος σε Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό. Ασχολείται με την έντυπη δημοσιογραφία, ενώ γράφει ποίηση και θέατρο.
Ποιήματα του και θεατρικά έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

(2019) Μυθιστορείν, Εκδόσεις Βακχικόν (Ποίηση))
(2016) The Descent According to John, Εκδόσεις Βακχικόν (Θεατρικό)
(2016) Απρόσωπα φαγιούμ, Εκδόσεις Βακχικόν (Ποίηση)
(2014) Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση, Εκδόσεις Βακχικόν (Πεζογραφία)
(2014) Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση, Εκδόσεις Βακχικόν (Πεζογραφία)
(2013) Απρόσωπα Φαγιούμ, Άπαρσις (Ποίηση)

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2018) Ανθολογία νέων Κυπρίων Ποιητών, Εκδόσεις Βακχικόν
(2018) Με το π της ποίησης, ΑΩ Εκδόσεις
(2016) Ποιητικές συνARTήσεις 2016, Άπαρσις


.

.



ΜΥΘΙΣΤΟΡΕΙΝ (2019)

ΟΙ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΕΙΡΕΣΙΑ

Οι ραψωδίες του ποιητή
στη Νέκυια με φέρουν.
Τα προχριστιανικά σπέρνω κόλλυβα
και με κρασί μεθάω τον Τειρεσία.

Κάποιοι μού μήνυσαν για το νεκρομαντείο.
Πριν αυτό σπαρθεί με καρπούς
μια σκιά ρουφούσε τα πουλιά.
Η αιώνια αυτή κατάρα.

Ίσως, στις αχαρτογράφητες
των Πλουτώνιων σπηλιές
να ξαλαφρώσει η ψυχή μου
και της Ιθάκης το δρόμο να βρω.

Διψασμένος από το χοντρό αλάτι
των τριμμένων οστών σου
κόρεσα το μένος μου
με της Στυγός το νερό.

Κρυμμένοι στις αργίλλες σας
στο απόκρυφο μαντείο
προσμένετε τα τάματα
μα ο Τειρεσίας σωπαίνει.

Είδε το πυρωμένο φως
της ερμαφρόδιτης ύπαρξης.
Γι’ αυτόν δεν υπήρξαν Αργοναύτες.
Αυτοί τώρα πλαγιάζουν με τις Άρπυιες.

Τα τυφλωμένα μάτια
τον ήλιο ανάστροφα βλέπουν.
Στον ετερόφωτο δίσκο
σκαλίστηκαν τα βέλη της σαπφίζουσας Θεάς

Το χρησμό δεν ψελλίσατε σωστά.
Και να που τώρα ο βασιλιάς
επάνω σας ξεσπάει το φως του.
Ποια νύχτα θα σας σώσει;

Του Αγρίππα τα χέρια
του υλοτόμου των μύθων
φλοίδες κάνουν τους χρησμούς σας.
Αυτό σας έλαχε.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΙΩΝΑ

Στη μεμβράνη των ματιών
στίχους μού γράφει ο Μορφέας.
Καθώς αναπαύω την ψυχή μου
αυτός μορφές υφαίνει.

Παραβάν τα μάτια μου είναι.
Ολόκληρη η ίριδα ένα θέατρο σκιών.
Ο νους θεατής παραμένει
απολαμβάνοντας το θίασο.

Κλείνω τα μάτια
δοξασίες να διαβάσω
στην αιμάτινη μεμβράνη
του παρθενικού υμένα της όρασης.

Του Θανάτου αδελφέ
μονάκριβο του μνήματος ταίρι
τη μορφή του αδελφού σου
πλέξε στην ψυχή μου.

Ποια όνειρα υφαίνουν τον ύπνο σου Ενδυμίωνα;
Στης Σελήνης παραδόθηκες τον έρωτα.
Αθάνατε του Αέθλιου γιε
κοιμήσου στο μαστό της Καλύκης.

Την ομορφιά σου πάγωσε το ετερόφωτο άστρο.
Ποια όνειρα σού ξυπνούν τη ζωή;
Αυτήν που έχασες στο αιώνιο κρεβάτι.
Για προσκεφάλι σου έχεις το σκοτάδι.

Φωτεινό κιβούρι η σελήνη.
Τη νιότη σου συλλέγει ο Μορφέας.
Νυχτολούλουδα του Επιτάφιου το ενδιαίτημα.
Το θάνατο έχεις για ύπνο.

Μια φωτογραφία σε κιτρινισμένο χαρτί.
Ό,τι απέμεινε ατόφιο
στα καψαλισμένα από την αλμύρα μάτια.
Από πάνω σκεπάζουν οι στάκτες του ήλιου.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Απόρησαν οι Ρωμαίοι
όταν οι Καππαδόκες
δοτό ζήτησαν βασιλέα
ανίκανοι απ’ το γένος τους να βρουν.

Τόσα χρόνια βασιλείς
της ένδοξης ιστορίας
πρέσβευαν την κλεισθένια δημοκρατία
προτού εκστρατεύσουν στη Σικελία.

Τώρα τους δυτικόστροφους ασπάζονται
τρανούς, ρασοφόρους ηγέτες.
Η συμμαχία κατέρρευσε.
Απομεινάρια απέμειναν της Δήλου.

Στην εκκλησία του Δήμου
ενθρονίστηκε ο Αλκιβιάδης.
Μελίρρυτοι οι λόγοι του Δημοσθένη
ειπώθηκαν γι’ αυτόν.

Μαγαρισμένος, ακρωτηριασμένος ο Ερμής
κοιτάει τα ακέφαλά του αγάλματα.
Ο λιμός αυτός που ξέσπασε
θανάτωσε το Σάλωνα.

Τα μαντεία δια νόμου σώπασαν.
Οι χρησμοί της Πυθίας σίγησαν.
Προσφύγεψαν οι Θεοί
τους νόμους μας σαν είδαν.

Ο Αριοβαρζάνης, ο τελευταίος του γένους βασιλιάς,
παρέδωσε τα σκήπτρα του.
Εν μία νυχτί, η λεχώνα της δημοκρατίας
σε τυραννία μετετράπη

Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΥ/ 15η ΙΟΥΛΙΟΥ

Γοργό το βήμα του Πελία τον οδηγεί στο θρόνο.
«Φυλάξου από το μονοσάνδαλο» διεμήνυσε ο χρησμός.
Τον γαλούχησε, βλέπεις, ο ζωόμορφος Χείρωνας με τα ζωώδη ένστικτα.
Το βασίλειό του θα παραλάβει του Αίολου ο απόγονος.

Γοργό το βήμα μου ακολουθεί τον ίσκιο της σημαίας.
Το ήξερα. Ήμουνα σίγουρος ότι κάτω από τον ίσκιο της θα αναπαυόσασταν.
Άλλο χώμα πέρα από το ελληνικό
δεν μπορούσαν να βαστάξουν τα διάτρητα σώματά σας,
τα ξασπρισμένα οστά σας με τη ρετσινιά του Πελία.

Το θρόνο, πρόσκαιρα, σφετεριστήκατε του μονοσάνδαλου.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός».
Τον έστησαν στο απόσπασμα του γαλάζιου ορμητηρίου.
Εφονεύθη την 15η Ιουλίου ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Άγνωστος. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα.
Σαν ένα σύμβολο που παρήκμασε.
Η δημοκρατία χωλαίνει στην ιδέα της Ένωσης.
Όπως τότε που η ιδέα αυτή μάτωσε κάτω από το βάρος της αγχόνης
και πυρπολήθηκε στα καρβουνιασμένα κρησφύγετα.
Τότε που ανέβαινε με πόδια γυμνά σε κακοτράχαλα βουνά
φωνάζοντας τον καημό των γερμένων κεφαλιών, της αλλοτινής νιότης.

«Ελληνικέ λαέ η φωνή που ακούς είναι γνώριμη».
Ο μονοσάνδαλος επέστρεψε φέροντας, όμως, την κατάρα του Αιήτη.
Το χρυσόμαλλο δεν τον σκέπαζε δέρας.
Μόνο τον Πενταδάκτυλο σκέπασαν για πάντα οι βόστρυχοι της Μήδειας·
Φέροντες όλο το αίμα και τον ιδρώτα των πυρωμένων ιδεολόγων
που δεν λησμόνησαν, που δεν θέλησαν να ξεχάσουν την αιτία της αγχόνης
Τόσοι άνθρωποι, μια χούφτα ιερά οστά, για μια ιδέα.
Τόσα κρησφύγετα στοιχειωμένα από την ανακολουθία της συνείδησης
που ακολούθησε.
Τόσα νεόκοπα κορμιά ρημαγμένα στα οδοστρώματα
της κραταιάς αυτοκρατορίας.

Απέναντι σας μια σειρά από κυπαρίσσια.
Χωρίζουν τις συνειδήσεις σας με των άλλων νεκρών τα όνειρα.
Ακολούθησα και πάλι τη σημαία.
Όχι τη γαλανόλευκη. Όχι.
Αυτή μόνο τη λευκή, που μας την επέβαλαν.
Αυτήν που αποδέχτηκαν οι επιζώντες ιδεολόγοι.
Εις μάτην. Αυτή θα ήταν και η αιτία του μετέπειτα χαμού, της αδελφοκτονίας.
Εμείς τη γαλανόλευκη μάθαμε να προσκυνάμε.
Αυτήν αναμασούσαμε στο στόμα και με την ιστορία της τρεφόμασταν.
Την άλλη δεν την ξέραμε. Δεν θελήσαμε ποτέ να τη μάθουμε.
Γύρω της περιφράξαμε τις συνειδήσεις μας και υψώσαμε τείχη.
Κι εδώ ο Μακάριος εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Φονευμένοι κι εσείς την 15η Ιουλίου από τα χέρια των ομοαίματών σας.

Ανάμεσα στις ταφικές κλίνες κι ένας άγνωστος.
«Άγνωστος στρατιώτης». Εφονεύθη την 15η Ιουλίου από κάποιον αδελφό.
Ποιος να ξέρει; Φονευμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Τουλάχιστον εσύ είχες ένα τάφο να ξαποστάσεις. Ένα σταυρό για προσκεφάλι.
Μια μάνα να σε κλάψει με μια ασπρόμαυρη στα χέρια φωτογραφία.
Άγνωστος, αταυτοποίητος και άπατρις.
Σαν ένα σύμβολο που δεν θα παρακμάσει ποτέ,
αν ένα στοιχειό που θα πλανιέται στην άταφη ιστορία.

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΘΑΨΟΥΜΕ

Στους 1619 -πια νεκρούς- αγνοουμένους

Τώρα μπορούμε να σας θάψουμε.
Να ξεχορταριάσουμε τους ομαδικούς τάφους,
να φυτέψουμε κυπαρίσσια γύρω από το μνήμα,
να ανάψουμε με λάδι το μικρό καντήλι
και να αφήσουμε μωβ στεφάνια στο ασπρισμένο μάρμαρο.
Τώρα η μάνα σας μπορεί να φτιάξει σταρένια κόλλυβα
και να φιλήσει το χέρι του παπά έπειτα από το τρισάγιο.
Οι συγγενείς μπορούν από νωρίς να μαζευτούν στην εκκλησία.
Όλοι ντυμένοι στα μαύρα.
Ακόμα κι αυτοί που δεν σας γνώρισαν θα μαυροφορεθούν
και θα κρατάνε ένα μαντήλι στο χέρι.
Όχι για τα δάκρυα. Παρά μόνο για τη ζέστη. Για το καμίνι του πολέμου.
Μεσόγειος.
Ώρα μεσημεριού- κοντά απόγευμα- κι εσείς να βαδίζετε πομπή για το απόσπασμα.
Αυτό που κρύφτηκε περίτεχνα κάτω από τα λιόδεντρα και τους κέδρους
που ποτίζονταν από το γλυφό νερό.
Μεσόγειος.
Ώρα δειλινού- κοντά βράδυ- κι εσείς να κρύβεστε ματωμένοι στο χώμα.
Κουραστήκατε και αφεθήκατε στο θάνατο να ξαποστάσετε.
Η ανοιχτή παλάμη καλύπτει την αιμορραγούσα πληγή.
Τόσες σφήκες από τη ζεστή κάννη
και καμία δεν τραυμάτισε τις συνειδήσεις μας.
Ζυμώθηκαν μέσα στο αίμα και τη σάρκα μας
με τα ακανθώδη κεντριά τους.
Τώρα σας θάβουμε, τώρα που έλιωσε το κορμί και ξεχαρβαλώθηκε
η ανθρωπιά μας.
Τι να το κάνεις τώρα πια το πένθος;
Σάπισε, ρήμαξε κι αυτό κάτω από το κατεχόμενο χώμα μαζί με τους πόνους σας
Κουβαλούσατε μαζί σας τη θάλασσα,
το δροσερό αέρα, τη γλάστρα με το βασιλικό και τα γιασεμιά
Δικά σας κι αυτά κτερίσματα.

Τριάντα χρόνια κράτησε η σφαγή.
Κι άλλα σαράντα η θλίψη κι ο καημός.
Εγκλήματα διεπράχθησαν πολλά.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Το χαμό της Μιλήτου, τη λεηλασία στις Αχαρνές, τα κορμιά στον Καιάδα,
το κύκνειο άσμα στη Σικελία, την προδοσία στους Πέρσες,
τη χαμένη μας τιμή και την ξεγραμμένη πια δημοκρατία;
Τριάντα χρόνια να κουβαλάμε κορμιά πάνω στις ασπίδες.
Με τις Αθηναίες να αναθεματίζουν τους Λακεδαιμόνιους για το χαμό
και τις Σπαρτιάτισσες να στεγνώνουν τις ανοιγμένες των νεκρών πληγές
με τον πορφυρό μανδύα.
Σε Αμφικτιονίες στείλαμε ειρηνευτές
μα αυτοί είχαν τα αυτιά τους βουλωμένα.
Τα ιερά μόνο να προστατευτούν.
Οι βωμοί, οι διαπομπευμένες Ιέρειες και των Θεών να διαφυλαχτούν
τα τάματα.
Τα ταλαιπωρημένα δεν τους ένοιαζαν κορμιά, τα τσακισμένα κόκκαλα,
οι δυστυχισμένοι και οι εγκλωβισμένοι στων πόλεων τα τείχη.
Όλοι αυτοί που το δέρμα τους αφυδατωμένο παραδιδόταν στο λοιμό.
Τριάντα χρόνια αδελφοκτόνοι μετράγαμε τα πάθη μας.
Κι ούτε ένας Περικλής, ούτε ένας Λεωνίδας δεν θέλησε να θέσει τέρμα,
Κανείς δεν έβλεπε των Περσών τα καράβια να αγκυροβολούν στους λιμένες,
Κανείς δεν άκουσε το Σόλωνα, του Ανάχαρση το φίλο, να εξυμνεί την ειρήνη,
Αυτός ήταν των Σκυθών, λέγανε, φίλος.
Κάποιοι Αθηναίοι τον φώναξαν προδότη
καθώς τις σάρκες διαμέλιζαν των ομοαίματών τους.
χαμένα κορμιά μυρωμένα με δάκρυα και ροδόνερο.
Τριάντα χρόνια αφημένοι στον αλληλοσπαραγμό
παραδώσαμε τις πόλεις μας στους Πέρσες.
Εμείς χτικιάσαμε και ξερνάμε βρωμερό αίμα.
Κάθε καλοκαίρι θα ακούμε τις σειρήνες και το χτικιό θα δυναμώνει.
Μην μας κοιτάτε.
Τα μάτια σας μας πονάνε και γδέρνουν τα σκληρά πετσιά μας.
Τι θέλατε να κάνουμε;
Να σας θυμόμαστε και να περνάει η ζωή μας χαμένη;
Το συνάλλαγμα, οι τράπεζες, οι αλγόριθμοι.
Αυτή είναι η πραγματικότητά μας.
Εσείς είστε φωνή από το παρελθόν.
Φωνή εκκωφαντική που βγαίνει μέσα από τα σπασμένα δόντια
και τα ξεραμένα χείλια.
Δεν χωράτε πια στην ύλη της εκπαίδευσης,
ούτε στα γράμματα της εύρυθμής μας γλώσσας.
Παρατάτε μας ήσυχους. Παρατάτε μας στο χτικιό μας.
Σ’ αυτήν την αρρώστια που τρώει το κορμί
και κάνει τις πληγές να αναβλύζουν βλέννα και πύο.
Μην μας κοιτάτε.
Επιστρέψτε πίσω στους ομαδικούς τάφους.
Εκεί σας συνηθίσαμε.
Να σας γράφουμε ποιήματα, να σας άδουμε στα τραγούδια μας,
να σας θυμόμαστε στις βεράντες τα πρωινά του καλοκαιριού
και να ακούμε για σας στα δελτία των ειδήσεων, στα ετήσια αφιερώματα.
Μέχρις εκεί. Τίποτα παραπάνω.
Είμαστε ανήμποροι, ανάπηροι με μονοδιάστατη μνήμη.
Σας πενθήσαμε, σας κλάψαμε. Έφευγαν άνθρωποι με τον καημό σας.
Τι θέλετε άλλο;
Τα δάκρυα έχουν στερέψει.
Οι αυλές μας δεν έχουν βασιλικό και γιασεμί.
Η τριανταφυλλιά μαράθηκε.
Την ξεριζώσαμε και στη θέση της σταθμεύσαμε τα αμάξια μας.
Μαζί μας θα μολυνθείτε από το χτικιό.
Μια χούφτα κόλλυβα, μια σταγόνα λάδι, λίγο λιβάνι και ένας σταυρός.
Αυτά δυνάμεθα τώρα πια.

ΝΕΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

Περιφερόταν ώρες πολλές επί ματαίω
στους δρόμους της αγοράς και στη θάλασσα του Φαλήρου
με το πρόσωπό του σκυφτό
και το σώμα του γυρτό σχεδόν να αγγίζει τη γη.
Είχε δυο μάτια ξεπλυμένα από τα πρωτοβρόχια της ποίησης
μα στείρα τώρα πια ποτίζονταν από τις περασμένες ελπίδες.
Νέος -υπήρξε κάποτε φέρελπις- μα με τη φλόγα τώρα στα μάτια να σβήνει
και τα δάχτυλά του κυρτωμένα πια από το βάρος των στίχων.
Χέρια και δάχτυλα που τη γραφίδα μόνο γνώρισαν
και μια ψυχή που αποτύπωνε σε ξεθωριασμένους παπύρους
αυτά που οι άλλοι πετούσαν στα απορριμματοφόρα της συνείδησης.
Έψαχνε από τα σκοτάδια του Άδη να σύρει στο φως τη δική του Ευρυδίκη
μα πάντοτε οι Μαινάδες θα τον τεμάχιζαν
και η λύρα του θα επέπλεε σε βρωμερά, λιμνάζοντα νερά.
Ποτέ δεν άκουσε τον έπαινο στις συναθροίσεις όπου αγόρευαν οι ρήτορες
και ουδέποτε οι στίχοι του χαράχτηκαν σε χρυσόδετα κιτάπια.
Στις αμφικτυονίες δεν γνώριζαν τους λόγους του για τα ιερά και τα θεία.
Τι κι αν πολλές ήσαν οι φορές που εξύμνησε της φυλής του το μεγαλείο
και με την τέχνη της ποίησής του πανηγυρικούς έγραψε λόγους
κανείς δεν ενέσκηψε στα γραπτά του.
Αυτοί μόνο τον Πίνδαρο γνώριζαν, τον Όμηρο και τη Σαπφώ
και στεφάνωναν με τους κλάδους της υστεροφημίας
αυτούς που ούρλιαζαν στις αγορές
κι ας μην είχαν κάτι να πουν
παρά μόνο κάτι ακαλαίσθητους και τετριμμένους στίχους
γεμάτους ναρκισσισμό και φωνήεντα.
Αυτός ζούσε αθόρυβα.
Τη φωνή του ελάχιστοι την είχαν ακούσει.
Σε Δελφικούς δεν τον κάλεσαν της ποίησης αγώνες
και σε λαμπρές δεν συμπεριλήφθηκε το όνομά του ανθολογίες.
Πάντα περνούσε απρόσωπος και αταυτοποίητος.
Στα γυμνάσια καθόταν απόμακρα σε σκιερές γωνιές
για να θαυμάσει αθόρυβα το κάλλος των σωμάτων.
Εραστής δεν υπήρξε καμιάς εταίρας και κανενός γραμματιζούμενου κίναιδου.
Συνήθιζε να ζει άηχα κλεισμένος στην κάμαρά του.
Σε ένα μικρό δωμάτιο που, όμως, περίσσευε το φως
και η θάλασσα έφτανε στο μονό κρεβάτι του
φέρνοντας όστρακα σπάνια, καβούρια και ψάρια που μιλούσαν.
Εκεί άφηνε το σώμα του να δοθεί στους ερωτικούς αναστεναγμούς των Μουσών.
Τι κι αν στην πόλη δεν θα τον στεφανώσουν ποτέ
αυτός είναι των Μουσών ο εραστής
και στον ίσκιο των στίχων του αφήνονται να του δοθούν ερωτικά.

.

ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΦΑΓΙΟΥΜ (2016)

ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ

Τρυγάω τα μάτια σου,
κρασί από τα αμπέλια των ονείρων.
Ο αέρας φέρνει το άρωμά σου.
Αναπαύομαι στη φυλλωσιά που σκεπάζει τη θάλασσα

Τα κύματα σε φέρνουν κοντά μου.
Αγγίζεις τα γυμνά πόδια μου,
δροσίζεις το στέρνο μου
με την ανάσα σου.

Στο στόμα μου κρασί
από τη γερασμένη κληματαριά.
Αυτή που αναρριχήθηκε στο σώμα σου
να σκεπάσει τη γύμνια σου.

Τα λιθόστρωτα δρομάκια
αποτυπώνουν τα βήματά σου.
Τα ακολουθώ με τα γυμνά μου πόδια
μπλεγμένα στα φύκια.

Αναζητώ τα μάτια σου.
Το γυμνό κατάλευκο σώμα σου.
Με τις χορδές της ψυχής μου
μελοποιώ τη φωνή σου.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΙ

Καθένας σας κι ένας θίασος.
Με τα σκηνικά του,
με τα σύμβολά του.
Ωδές σε βάρβαρη λαλιά.

Καθένας σας κι ένας περαστικός.
Σαν το τσίρκο με τα μαγικά.
Τείχη, ναοί, ανάκτορα. Όλα θαύματα.
Μιας άλλης, όμως, ανθρωπότητας.

Τη θάλασσα ποιος θα φυράνει;
Καθένας σας κι ένας υλοτόμος ψυχών.
Εμάς ποιος θα μας νοθεύσει;
Περαστικοί είστε θίασοι.

Ποιος να σπείρει τη θάλασσα μπορεί;
Το αλμυρό νερό σε κερήθρα να βάλει;
Ο κάμπος με τα στάχυα
κρύβει κοχύλια ανάμεσα στις πέτρες.

Στην άμμο κρυμμένοι γλάροι
αναμασούν τους χρυσούς κόκκους της.
Αποδημούν τα ηλιοστάσια
σε τόπους που ανθίζουν λεμονανθοί.

Ήρθατε κι εσείς εξ’ ανατολάς.
Ο θίασος που έμεινε,
που τύλιξε τη σκηνή
με το ξενικό συρματόπλεγμα.

Στη ράχη του Ακρίτα
το στίγμα του θιάσου.
Στα ρηχά της ιστορίας
έριξε άγκυρα το περιπλανώμενο καραβάνι.

Ελληνικοί διθύραμβοι σε ξενόφερτα σκηνικά.
Κανείς δεν θα μας αλλάξει.
Τα σκηνικά τους μαζεύουν
και τα πολύχρωμά τους πανιά.

Μια σκηνή γυμνή.
Λουσμένη στη θάλασσα.
Απέναντι το σύμπαν μας,
γεμάτο με γαλάζιο φως.

ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ

Σε πείσμα της εγκατάλειψης ανθίζεις.
Λευκές νιφάδες του καλοκαιριού.
Στις ρίζες σου χωλαίνει η ζωή που πέρασε.
Αυτή που απομακρύνουν τα βήματά της.

Απ’ τις σκιές που διαβαίνουν
καμία να ανασάνει δεν μπορεί.
Τυφλές το δρόμο περνούν.
Ακολουθούν των χαλασμάτων την εικόνα.

Φυτρώνει το γιασεμί στους τοίχους
κι ανθίζουν πέτρες,
βαριές καμπάνες της μοναξιάς
στο διψασμένο φύλλωμα.

Ανθίζεις κι απέναντι σου ο θάνατος.
Κάθε διαβάτης κι ένας σιωπηλός κριτής.
Οδεύει το θέρος στο τέλος.
Ο ήλιος βυθίζεται στις ρίζες σου.

ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ

Αυτή η βροχή
του δακρυσμένου θεού
θα ξεπλύνει το αίμα
που στέγνωσε στο χώμα.

Θα καθαρίσει τη λεπίδα
που θέρισε το κεφάλι
σκορπώντας τα σύμβολα της ζωής
στην απριλιάτικη γη.

Το φως της Δήλου
θα ανατείλει εκ δυσμάς.
Κανένα σύννεφο δεν το κρύβει.
Το ίδιο είναι ένα νέφος.

Το παρατημένο σώμα
των ξεχασμένων νεκρών
ξεψυχά στην άσφαλτο της συνείδησης.
Μια τελευταία ανάσα αίματος.

Το μητρικό γάλα
γίνεται αίμα στο στόμα.
Τα μισάνοιχτα μάτια
όλη φέρουν τη σύντομη ζωή.

ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ

Αυτούς τους τοίχους
δεν τους πρέπει άλλη λέξη.
Συνθήματα τούς χάραξαν πολλά.
Μα μάτωσε το δέρμα τους.

Αυτή η λέξη τούς πρέπει.
Την κουβαλούσε ο Κίμωνας.
Το μαντείο, του Τεύκρου
έδεσε τα χέρια με χρησμό.

Τα υγρά του Αγαπήνορα βήματα
μονοπάτι για την Κυπρίδα.
Αυτή η λέξη
ήταν των Αρκάδων ο βωμός.

Στα κοχύλια τη σμίλεψε
με την ουρά του ο Ποσειδώνας.
Του Ομήρου η Μούσα
την έπλεξε στις χορδές.

Γκρέμισαν τους τοίχους.
Γυμνοί οι δρόμοι, ανοχύρωτοι
τη λέξη ψιθυρίζουν στους διαβάτες.
Στον αέρα τη συλλαβίζουν.

Σαν αναρριχητικό της ιστορίας φυτό
αγκαλιάζει τους ασπρισμένους τοίχους.
Δεν την ξεπλένει η βροχή,
μόνο τα μάτια που δεν κοιτάνε πια.

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

Αυτήν την άνοιξη
τα χάσαμε τα χελιδόνια.
Πέταξαν μακριά μας
αλλού να χτίσουνε φωλιές.

Τα βάσανά μας
αλλοίωναν τα όνειρά τους.
Θεατρίνοι της ευλογίας
για πιο ζεστά φύγατε μέρη.

Αυτά τα χελιδόνια
δεν έφεραν την άνοιξη.
Με τα φτερά τους
σε τόπους άλλους την πήρανε.

Οι άψυχοί μας νόμοι
σκόρπισαν τη σπορά.
Κανένα αγιόκλημα δεν θέλησε
να σκύψει το κεφάλι στη νύχτα.

Σκέπασαν τα νέφη
προτού η βροχή να πέσει.
Τα σύννεφα του ουρανού
τον τόπο μας απομονώνουν.

Αυτήν την άνοιξη
δεν ήρθαν τα χελιδόνια.
Στο κρύο μας μάρμαρο
πού καιρός για ν’ ανθίσει το φως.

Η ΡΗΓΑΙΝΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΛΙΝΙΩΤΙΣΣΑΣ

Με τα μάτια μου
περιπλανιόμουνα στα τείχη
της βασιλεύουσας νήσου
αντικρίζοντας του Μπαϊρακτάρη τη σημαία.

Φωνή εξ ουρανού
τα χέρια μου έδεσε
με το χρησμό
του αρχαίου Δραγουμάνου.

Περιπλανιόμουνα στον αιθέρα
όταν της Χρυσαλινιώτισσας
άκουσα τη σπαρακτική καμπάνα
στον κυβερνήτη να αντιλαλεί.

«Μη των Ελλήνων το αίμα
να ξεραθεί στη σημαία αφήσεις».
Το αίμα μας θα σπιλώνει
των αδελφών τις συνειδήσεις.

Ολόρθος στάθηκα στο ιερό.
Την ώρα αυτή συνάντησα
τη μοναχή Ρήγαινα
με το ιερό ποτήρι.

Στις κατακόμβες της γλώσσας
συνέτασσε τους ψαλμούς
με το αλφαβητάρι που διδάχθηκαν
στης πρωτεύουσας το σχολείο.

Ρακένδυτοι άνθρωποι, αγιασμένοι
της ρήγαινας ποθούσαν το λόγο.
Σπαρακτικά την καλούσαν
να μεταλάβει το όνομά τους.

Πάνω από την πόλη μας
ταξίδευε στα σύννεφα
η μοναχή Ρήγαινα.
Γυμνή και ματωμένη.

Στα παζάρια της ανατολής
αυτά που όρθωσαν οι αλλόγλωσσοι
ξεπαστρεύουν τους θησαυρούς της.
Μια αρχαΐζουσα απέμεινε γλώσσα όλη κι όλη.

ΦΙΓΟΥΡΕΣ

Οι μέρες περνάνε σκυθρωπές
σαν τις γκρίζες φιγούρες
των υπερήλικων στα καφενεία
που ράθυμα κοιτάνε τα ρολόγια.

Σκορπάμε την τράπουλα
των πολύχρωμων ευχών
στην άστρινη τσόχα.
Φοβισμένα κοιτάμε τα ρολόγια.

Το τελευταίο στην ταμπακιέρα
λευκό τσιγάρο ανάβουμε.
Με τη συνοδεία της μαιτρέσας
ρίχνουμε τα ζάρια.

Στο ίδιο αυτό καφενείο
τα χρόνια θα περνάνε.
Σταματήσαμε τα ρολόγια να κοιτάμε.
Έφτασε η ώρα σπίτι μας να πάμε.

«ΛΑΘΡΟ»ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Στριμωγμένες συνειδήσεις
στα καταγώγια της ευημερίας μας.
Καρβουνιασμένες ψυχές
στον πολύχρωμο καμβά με τα χαμόγελα.

Ο δρόμος μακραίνει
για το ξέφωτο του ονείρου.
Ακρωτηριασμένα, αφαιμαγμένα κορμιά
στη μεγάλη της απομόνωσης διαστολή.

Ποιος όρισε τον άνθρωπο
των ανθρώπων κριτή;
Στα καραβάνια λιάζονται μακάριοι
οι λαθρέμποροι των ψυχών.

Στενεύει η θάλασσα
στων πόλεων τις συμπληγάδες.
Σιδερένια σύμβολα φύτρωσαν στα παρτέρια.
Εκεί που κάποτε φυτεύαμε βασιλικό.

Αναμασάς τη σάρκα σου
να κορέσεις την πείνα.
Δροσίζεις τη δίψα σου
με τις τελευταίες του αίματός σου σταγόνες.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Κοιτάω το παλιό σχολείο
με τα πυκνά δέντρα
αυτά που φύτεψαν
τα χέρια των προγόνων μου.

Στο φθαρμένο αριθμητήρι
μετράω τα χρόνια μου
κινώντας τις πέρλες
από τη μια του ορίζοντα πλευρά στην άλλη.

Κρυμμένα στη χωματένια αυλή
τα περασμένα όνειρα.
Κυνηγάνε τη φλεγόμενη μπάλα
στην αλάνα με τα δοκάρια.

Το μικρό παιδικό χέρι
ψάχνει στην καρδιά μου το φως.
Ήταν το δικό μου χέρι
πριν πετρώσει από τον χρόνο.

Τα γέλια συγκεχυμένα αντηχούν
στο κουδούνι της επαναφοράς.
Καιρός να βγούμε στη ζωή
να ανοίξουμε φτερά.

Να αφήσουμε πίσω μας
τα ανθισμένα παρτέρια
τα τσιμεντένια σκαλιά
και τις αγαπημένες φωνές.

Κοιτάω το παλιό αυτό σχολείο.
Εδώ μάθαμε να μετράμε.
Να απαγγέλουμε την αλφαβήτα
των ονείρων, της ζωής.

Το πρόσωπό μου καθρεφτίζεται
στα ραγισμένα τζάμια.
Στρυμωγμένου στα γένια
και χαραγμένο από τις ρυτίδες.

Θυμάμαι όλα όσα έμαθα
σ’ αυτό το παλιό σχολείο.
Τις λέξεις, τους αριθμούς
γραμμένα όλα στο μαυροπίνακα.

Αδυνατώ, όμως, να βρω
τις συντεταγμένες των ονείρων.
Τις έχασα όταν χτύπησε το τελευταίο
για να σχολάσουμε κουδούνι.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ (2)

Θα ψάχνω αέναα το ατελές.
Τρωτό είμαι, πνεύμα.
Στην απολυτότητα της θείας χάρης
είμαι σαρκίο ενός μετανάστη Αποστόλου.

Σμιλεύω τα νεφελώματα
αυτά που σκεπάζουν τα ένστικτα.
Στη μαθηματική αναλογία της φύσης
είμαι η λέξη.

Τους Νόμους ψηλαφίζω τυφλά.
Σκορπώ το θειάφι τους
στην κόκκινη της βούλησης θάλασσα.
Αυτή αφρίζει στα σπλάχνα μου.

Μετενσάρκωση του χάους
στο πήλινο σώμα του Θεού.
Διψώ για το αίμα
Αυτού που συλλάβισε το Λόγο.

Τις ψηφίδες του Νόμου
των πύρινων εντολών της ύλης
ποτίζω με αίμα
από τον ομφάλιο λώρο μου.

Σήμανε του ερχομού η σάλπιγγα.
Τον τελευταίο ευνουχίζω άγγελο
πριν αυτός καθαιρέσει τους χρησμούς
εξυψώνοντας του Λόγου την πόλη.

Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Τα οστά αυτά που θάβουμε
είναι τα δικά μας οστά.
Τα κυρτωμένα σκέλεθρά μας
με τα αναρριχώμενα οστεόφυτα.

Τα οστά που ανασκαλεύουμε
είναι τα διαβρωμένα βράχια
της μακρινής θάλασσας
που εκβάλλει στις φλέβες μας.

Τα αποστεωμένα κορμιά
συνθέτουν το σκαρί
του οξειδωμένου ναυαγίου
σφηνωμένα στην πλώρη.

Εκείνου του καραβιού
που ναυάγησε χρόνια
μετά την προδοσία
αιώνες μετά τη γέννηση της Κυπρίδας.

Τα οστά που θάβουμε
είναι η αποστεωμένη μας συνείδηση.
Αυτή που θάφτηκε αταυτοποίητη
στην απανεμιά της ιστορίας.

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ/17 ΝΟΕΜΒΡΗ

Το μεσημέρι αυτό ήταν αλλιώτικο.
Η μυρωδιά της σαπίλας
του ξεραμένου αίματος
μεταφερόταν στον αέρα.

Η σιδερένια πόρτα χαρακωμένη
από τις λεπίδες του οδοστρωτήρα.
Παρτέρια σπαρμένα με νόμους
από το σύνταγμα των Τριάκοντα.

Στο χαραγμένο πλακόστρωτο
της ξεχαρβαλωμένης μας συνείδησης
όρθιος αγορεύει ο Κλεισθένης
σε διψασμένους ανθρώπους.

Ανάμεσα στο πλήθος
κρύβονται οι ίσκιοι.
Τα απρόσωπα ανδρείκελα
που ξερνάνε το φως.

Στα σκοτάδια βηματίζουν
έχοντας στα χέρια τον οξειδωμένο σουγιά.
Αυτόν που λάβωσε το φεγγάρι
όταν ο οδοστρωτήρας πατούσε σε σώμα και αίμα.

Σώμα και αίμα ανθρώπου
ποδοπατημένο από τις αρβύλες.
Πώς βουβάθηκαν όλοι.
Πώς πέτρωσαν όλοι.

Το μεσημέρι εκείνο πόσο μας άλλαξε;
Πόσους ίσκιους σκόρπισε;
Καθόλου δεν μας άγγιξε, κανένα δεν σκόρπισε.
Μόνο ο Κλεισθένης για πάντα σώπασε.

ΕΣ ΓΗΝ ΕΝΑΛΙΑΝ

Αυτός ο τόπος,
χώρα νησιωτική και ενάλια,
στων Κατσίβελων απέμεινε τα χέρια
σερνάμενη υπό τους ήχους των κυμβάλων.

Μετοίκησαν οι Θεοί
τις στρατιές των Βασιβουζούκων
όταν είδαν να μαγαρίζουν
τα λευκά της Αφροδίτης στήθη.

Αμέτοχοι παρακολουθούν οι Γραικομάνοι.
Τι σόι αίμα κυλάει στις φλέβες τους;
Μαζί διδαχτήκαμε την Ελληνική.
Την ένδοξη προσωκρατική φιλοσοφία.

Εμείς βάλαμε τις δασείες
στα άναρθρα λόγια τους.
Γιατί με αίμα μάς το ξεπλήρωσαν;
Τη χείρα τους αποτράβηξαν.

Κιρκάσιοι λεηλάτησαν τα σύμβολα.
Ό,τι απέμεινε από την Ελέα.
Στα χρόνια της Εξαρχίας
σώπασαν οι Άγιοι.

Τα βουνά, όμως, αυτά
καλύπτουν τις ιαχές των οιστρόπληκτων
στις Διθυραμβικές και Φαλλικές τελετές
όπου γονιμοποιείται η γη.

Κρυμμένη στους κέδρους
του Πάνα η λεγεώνα
καγχάζει μαινόμενη, κερασφορούσα
πλάι στο αγίασμα των μοναστηριών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου