Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


ΚΥΡΙΑΚΟΣ


Ο Κυριάκος Δημητρίου είναι καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
ΒΙΒΛΙΑ
Ο Πλατωνικός Μύθος (2008) [Επιστημονικό σύγγραμμα]
Το Χειρόγραφο (2016) [Νουβέλα]
Τρεις μήνες και μια μέρα (2016) [Νουβέλα]
Άνθρωποι στο βαγόνι (2016) [Διηγήματα]
Το Κώμα (2017) [Νουβέλα]

44Β

33Β

22Β

11Β

ΤΟ ΚΩΜΑ (2017)

17 Αυγουστιάτικη πανσέληνος
Μάρμπουργκ, 1916
ΣΤΑ ΔΑΣΗ τού Μάρμπουργκ οι λυκάνθρωποι αλιεύουν στις ασημένιες λίμνες της σελήνης. Τον Αύγουστο φεγγοβολά η ολοστρόγγυλη σελήνη, σαν κρανίο
φωτισμένο, λαμποκοπούν στα ξέφωτα τα αβαθή έλη, στάμνες λουσμένες φωτοστέφανα. Το φεγγάρι ανεβαίνει ράθυμα στον ουρανό, ολόγιομο, αγκαλιά
μ’ ένα πορφυρό μεταλλικό δαχτυλίδι – το δέκατο τρίτο φεγγάρι του χρόνου. Το ασημένιο φως πλανιέται πάνω από την επιφάνεια των νερών -γυαλοκοπούν τα βαλτονέρια και τα ποτάμια-, γλιστρά μέσα από τις κουφάλες των γερασμένων δέντρων και τις βαθιές χαράδρες, φτάνοντας στα δροσερά ξέφωτα, καταβυθίζεται σιωπηλά στις απάνεμες σπηλιές, ενώ τα ερπετά ανασαλεύουν από ηδονή κι έρωτα. Απόψε οι σαύρες κι οι νυχτερίδες θ’ αγαπηθούν, τα
ερπετά θα γλυκοκοιτάξουν κατάματα το ένα το άλλο, και θα νιώσουν τον έρωτα να διαπερνά σύγκορμα τη σκληρόπετση ψυχή τους, αδάμαστη δύναμη – το ολόγιομο πνεύμα τού σύμπαντος κόσμου.
Ο πατέρας με κρατά σφιχτά από το χέρι και μ’ οδηγεί στο δάσος.
«’Απόψε, Λέναρντ, θα περπατήσαμε μέσα από τους αγρούς και τις καλαμιές, θ’ ανηφορίσουμε στους πρόποδες των αγγέλων και θ’ αναρριχηθούμε στις πιο ψηλές βουνοκορφές».
Νιώθω ευγνωμοσύνη, γιατί επιτέλους θα μάθω αν τις αυγουστιάτικες νύχτες με πανσέληνο πλημμυρίζουν τα δάση με ασχημομούρες, αναμαλλιασμένες μάγισσες και λυκανθρώπους, πού στήνουν χορό και γρυλίζουν στο ολονύχτιο πανδαιμόνιο, αρμέγουν το άργυρό αίμα του φεγγαριού, το πίνουν, και μεθοκοπούν και γίνονται ημίθεοι.
«Μισός άνθρωπος μισός λύκος, ό λυκάνθρωπος είναι καταραμένος, άκληρος απέθαντος θνητός, αναθεματισμένος, καταδικασμένος να ζει και να ξαναζεί αιώνια τη συμφορά του», μου είπε ο εφημέριος. Είναι παραμορφωμένος από τις στάχτες της προαιώνιας λάβας, την οργή του Θεού, και μοχθηρός· τον περισσότερο καιρό λουφάζει στο σκότος μέσα στις πυκνές φυλλωσιές και στα κρύα ρεύματα του βουνού, μα είναι φεγγαροχτυπημένος και σεληνομανής. Είναι ερωτευμένος με το φεγγάρι μ’ έναν έρωτα βαθύ, γιατί τον βγάζει -έστω και για λίγο- από τη μαύρη απεραντοσύνη της αιώνιας νύχτας.
Βαδίζουμε σβέλτα, βουβά, ανηφορίζουμε δαιμονισμένοι προς τις κακοτράχαλες πλαγιές και τα πετρώδη μονοπάτια· στα πόδια μας τσακίζονται με κρότο τα σάπια κόκαλα και τα ξερόκλαδα – τα φαρδιά φύλλα κάτω από τις βελανιδιές γίνονται κίτρινη σκόνη και βυθίζονται στο χώμα, πολύ βαθιά, στις
βρικολακιασμένες αδηφάγες ρίζες των δέντρων.
Είναι μεσάνυχτα, πλησιάζουμε στην κορφή τού βουνου. Είναι μεσάνυχτα στο Μάρμπουργκ, καί κρυώνω πολύ, φο-βάμαι πολύ.
Μεσάνυχτα – η σελήνη, ένας τεράστιος φανός, εποπτεύει μεσουρανίς τη μικροσκοπική ανθρωπότητα. Τώρα ντύθηκε το ασημοκόκκινο ατλάζι, μεγαλοπρεπής στον θρόνο του ουρανού, λες και πλύθηκε με αίμα, χτενίστηκε με αίμα, και το σώμα της μοιάζει άλικο κι ασημί. Οι πέτρινες λίμνες τού φεγγαριού και τα άδεντρα φαράγγια ξεχείλισαν μέλι πορφυρό.
Κρυώνω, πουντιάζω. Το χέρι μου σιγά-σιγά παγώνει – «Πατέρα, γιατί είναι τόσο κρύο το χέρι σου;»
Μέσα στη σιγαλιά της πανσέληνης νύχτας, στο πυροφόρο δάσος, ένας βόρειος άνεμος μουγκρίζει από μακριά, ξεσηκώνει στο πέρασμά του τις ψυχές
των δέντρων και των ζωντανών, καλπάζει με ορμή όπως τα άλογα του Αχιλλέα στον χάλκινο ουρανό. Τα δέντρα λυγίζουν, ικέτες, στο ξέφρενο κυνηγητό κι υστέρα σηκώνονται ψηλά, λες και θα πετάξουν. Μα οι ρίζες τα κρατούν στέρεα στη γη, σκίζεται η νύχτα σε δύο κομμάτια, κι εμείς μέσα στη νεκρική σχισμή τυφλές σκιές κουβαριασμένες.
«Πατέρα, γιατί λαμπυρίζουν τα μάτια σου σαν δύο σταγόνες φωτιάς; Πες μου».

30 Οι ψυχές ξεχύνονται στο δωμάτιο
Μόναχο, 1942
Το δωμάτιο γεμίζει σταχτιά καταχνιά. Οι σκιές τρυπώνουν στην κάμαρη από παντού – τις κλειδαρότρυπες, το παραβάν, τα παραθυρόφυλλα. Στριμώχνονται ανάμεσα στα έπιπλα, κολλάνε όπως οι βεντούζες στα τζάμια, γαντζώνονται στις κουρτίνες σαν χνουδωτές ταραντούλες. Τότε σχηματοποιούνται, γίνονται φιγούρες, σέρνουν τα βήματά τους η μία πίσω
από την άλλη, συνωστίζονται στο δωμάτιο, ο χώρος ξανοίγει, μεταμορφώνεται· βλέπω τώρα μια πλατιά αίθουσα με σκοτεινούς καθρέφτες. Καμία δεν μιλά, δεν έχουν μάγουλα, είναι ρουφηγμένα στα οστά του προσώπου, μονάχα οι μύτες ξεχωρίζουν, ξεφλουδισμένες, μοιάζουν με μάσκες τρόμου σε θέατρο του μακάβριου. Το δέρμα τους είναι καρβουνιασμένο και γκρίζο, άλλες σκιές είναι ακρωτηριασμένες. Μάτια
αιωρούνται στο ταβάνι, κομμένα μπράτσα με νούμερα κρατάνε ακόμα τις βαλίτσες τους – από μέσα ξεπηδούν κούκλες τσακισμένες, ακέφαλες, κατσαρόλια, βούρτσες, γόβες, κουρέλια.
Οι γυναίκες στέκονται βουβές, κοντοκουρεμένες, σχεδόν φαλακρές, με φαρδιές γκρίζες πιτζάμες και πρησμένες κοιλιές, λες κι εγκυμονούν έναν κοπιαστικό θάνατο. Από τις βαλίτσες τους σταλάζουν βαριές μαυροπράσινες σταγόνες, αίμα και λάσπη, και καθώς πέφτουν στο πάτωμα γίνονται μικρά φίδια πού στριφογυρίζουν συρίζοντας. Άλλες είναι γυμνές, το δέρμα τους είναι καμένο και ξεκολλά σαν λέπια, σώματα ψειριασμένα, γεμάτα πυώδεις πληγές. Τυφλές κι ανήμπορες, κουτουλάνε στους τοίχους, στο ταβάνι και στα τζάμια.
Στο πάτωμα μπουσουλάνε σκελετωμένα παιδιά· τα ρουθούνια τους ξεκαπνίζουν καμένο λίπος. Κάποιες στιγμές οι φιγούρες κουνιούνται ρυθμικά,
ανοίγουν το ζαρωμένο, ξεδοντιασμένο στόμα τους – «Είμαι ο αριθμός… ο αριθμός…». Πανδαιμόνιο, ένας γιγάντιος ψίθυρος μονάχα εισβάλλει στην κάμαρη, σαν να μηρυκάζει τον πόνο.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ (2016)

Τ0 ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΩΝ
Βρίσκομαι στο τρένο με προορισμό τη Λυών, αναμενόμενη ώρα άφιξης 12 και 5, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό. Είναι βράδυ, περασμένες έντεκα. Μόλις πού πρόλαβα το τελευταίο δρομολόγιο – αναχώρηση 9 και 15 από το Παρίσι.
Κάθομαι στο βαγόνι της πρώτης θέσης κι ακούω τον συρμό να στριγγλίζει πάνω στις χιονισμένες ραγές, σκαρφαλώνοντας τις φιδίσιες στροφές του βουνού. Πιάνοντας μια στενή στροφή, το τρένο επιβραδύνει απότομα και βγάζει έναν δαιμονισμένο θόρυβο, τα φρένα σκαλίζουν τη σκουριά σαν λεπίδι, η σκουριά λιώνει από την τριβή και σμίγει με το νυχτωμένο χιόνι. Η νύχτα στο βουνό δεν μπορεί να κοιμηθεί, είναι εκκωφαντικός ο θόρυβος της μηχανής, απανωτές οι εκρήξεις στα σωθικά τού τρένου· κι έτσι παρακαλεί να εκτροχιαστεί ο καταραμένος συρμός, για να γαληνέψει. Κι αν κλείσει για λίγο τα μαύρα της βλέφαρα, τα δέντρα-γίγαντες του δάσους περπατούν με βαριά βήματα, ανασηκώνουν τον παγωμένο αέρα με τα κλωνάρια τους, σείεται η γη από τα τρίσβαθα, κι υστέρα μεταμορφώνονται σ’ εφιάλτες και την κυνηγούν. Οι γίγαντες του δάσους θέλουν να μείνει ξάγρυπνη η υγρή νύχτα, για να κοιμηθούν οι πετροκότσυφες στις αχυροφωλιές που κρέμονται -με τις κοιλιές τους γεμάτες γαλαζωπά αυγά-
από τα ψηλά κλωνάρια σαν γινωμένα τσαμπιά.
Κάτω από τις ράγες οι βράχοι αναστενάζουν στο σκοτάδι. Ευτυχώς που κάποιο καλοκαίρι τα μυρμήγκια άνοιξαν γαλαρίες κι είδαν λίγους σπόρους
γαλάζιο φως να χύνονται στο χώμα μέσα σε λίγες στάλες βροχής, πασκίζοντας να φυτρώσουν, θηλυκό κι αρσενικό φώς.
Μεγάλη στροφή, σφυρίζει το τρένο τρεις φορές, τέσσερις φορές, μουγκρίζει η ατμομηχανή καταπίνοντας λαίμαργα το μαύρο κάρβουνο, αγκομαχά σαν το κεφάλι τού λιονταριού που κουράστηκε να κυνηγά ελάφια στη γλιστερή άβυσσο. Κι υστέρα τα βαγόνια κλυδωνίζονται στο ξέφωτο από μια αρμαθιά αέρηδες που αντιπαλέψανε κάτω από το φεγγαρόφωτο και ειρήνεψαν, για να γίνουν σιδερένια γροθιά που πέφτει στη γη, λαξεύει τούς βράχους και σκάβει λαγούμια.
Σφυρίζει η αμαξοστοιχία με τα φώτα αναμμένα, μπρός-πίσω, και συρρικνώνονται τα λαχανιασμένα χιλιόμετρα στο φαράγγι, σαν να ξεκολλούν από τον χάρτη, και ναυαγούν στις κόγχες της νύχτας, λίγο πριν κοντέψουμε το πέτρινο γεφύρι – απόψε, στα πόδια του γεφυριού κοιμάται μια λίμνη μ’ ανθισμένα νερά, μπλε νούφαρα και λευκόχρυσους κρίνους. Η λίμνη μοσχοβολά βατράχια και πράσινα κοχύλια, η άμμος καρτερεί το φώς να κεντήσει το χρυσοκίτρινο υφάδι· μα δεν θα ξημερώσει απόψε, δεν θα
ξημερώσει αύριο, γιατί ούτε χθες ξημέρωσε.
Το τρένο πρέπει να φτάσει στον προορισμό του, να συναντήσει τα χρωματιστά όνειρα των τυφλών. Θέλω να κοιμηθώ και να ονειρευτώ τ’ απάνεμα όνειρα των τυφλών στ’ αμμουδερά μονοπάτια του νου, μα το σκοτάδι είναι πηχτό σαν βούρκος και καταβροχθίζει τα όνειρα. Ο εισπράκτορας εμφανίζεται υποβασταζόμενος από τα δεκανίκια μιας πένθιμης ελπίδας που σέρνεται στον ζαρωμένο διάδρομο· στο πηλήκιό του το έμβλημα είναι ένας χάλκινος πυρσός. Είμαι σ’ ένα τρένο που χάνεται σε μια άμορφη στάλα σκουριάς.
Θυμάμαι, πρέπει να θυμηθώ· στην εσπερινή ώχρα της αποβάθρας μ’ αποχαιρέτησε η Κλεμεντίν μ’ ένα φιλί στα χείλη σαν το ζεματιστό χάδι της προσευχής – «στο καλό, μόλις φτάσεις, να μου τηλεφωνήσεις». Πίσω της στέκεται διακριτικά ένα ζευγάρι, ο Βενσάν και η Σοφί, σηκώνουν τα χέρια ψηλά λες κι αγκαλιάζουν αόρατα τείχη ψελλίζοντας μελαγχολικά ένα ακαθόριστο «αντίο». Τούς βλέπω μέσα από το θαμπό τζάμι του βαγονιού, πού ολοένα μικραίνουν, ώσπου να σβήσουν οι εικόνες τους μες στο τεμαχισμένο μου βλέμμα – σπαράγματα μαραζωμένης μνήμης. Είχαμε αναχωρήσει βιαστικά από το καφέ «Λέ ντε Μαγκό», απέναντι από την εκκλησία Σαιν
Ζερμέν, αφού απολαύσαμε ζεστές κρέπες με αχλάδια, πασπαλισμένες με ζάχαρη άχνη, και μπάλες παγωτό βανίλια. Η Κλεμεντίν είχε βυθίσει τα μεγάλα μάτια της στα μάτια μου, κι έβλεπα με τα δικά της, ένα ζευγάρι μάτια θηλυκά, το μενεξεδί σούρουπο πού απλωνόταν νωχελικά στην Πόλη του Φωτός σαν εαρινή παλίρροια. Δεν ήθελε να ταξιδέψω με το τελευταίο τρένο για τη Λυών.
Όταν ο Βενσάν παρενέβη καθησυχαστικά, η Κλεμεντίν τον διέκοψε με σπαραχτική φωνή: «Δεν συμφωνώ μαζί σου, Βενσάν. Ό κόσμος είναι αλλόκοτος σήμερα, είμαστε το θήραμα στη δίνη του παμφάγου χρόνου – δεν νιώθετε το ωστικό κύμα του ανεκπλήρωτου κινδύνου; Ό κίνδυνος παραμονεύει ακόμα και στις ρίζες της τριανταφυλλιάς, στις χελιδονοφωλιές,
στ’ άνθη του γιασεμιού που μοιάζουν με πάλλευκες πεταλούδες».
Η αμαξοστοιχία πλησιάζει ράθυμα στον κεντρικό σταθμό της Λυών, τρυπώνει στη στενή σήραγγα διασχίζοντας το στομάχι του λόφου. Κλείνω τα μάτια σφιχτά για να μη βλέπω το σκοτάδι, κρατάω την αναπνοή στο στήθος μου για να μην εισπνέω τον λιπαρό αέρα. Οι ράγες είναι χορταριασμένες στη σήραγγα, ανάγλυφη σιδηροτροχιά λησμονημένη ακόμα και στις ρίμες των ποιητών. Φτάνουμε στη χιαστή διασταύρωση, το τρένο σφυρίζει υπόκωφα για ύστατη φορά, στο βάθος της πλατφόρμας διακρίνω τους επιβάτες πού περιμένουν βουβά με ψηλά καπέλα, ομπρέλες, μπόγους κι αποσκευές. Εγώ δεν έχω αποσκευές. Θα πρέπει να ξέχασα τη βαλίτσα μου στην αποβάθρα στο Παρίσι, όταν βιάστηκα να πεταχτώ στο βαγόνι – ευτυχώς η Κλεμεντίν θα τη φύλαξε, ίσως τη φρεσκάρει κιόλας με καφετί βερνίκι· η υφασμάτινη ταπετσαρία στο εσωτερικό της σκίστηκε σε μια γωνιά. Εκεί φύλαγα το διαβατήριό μου και λίγα χαρτονομίσματα για έκτακτη ανάγκη.
Το τρένο γλιστρά απαλά στις ράγες του τερματικού λες κι είναι τσουλήθρα, κόβει ταχύτητα, τα φώτα στο βαγόνι αναβοσβήνουν σαν βραχυκυκλωμένα, υστέρα σβήνουν ολότελα. Στην πλατφόρμα γυναίκες,
άντρες, παιδιά σπρώχνονται, στριγγλίζουν, στρέφουν το κεφάλι, και στο βλέμμα τους αισθάνομαι την αύρα ενός διαστατού κενού. Το βαγόνι ακινητοποιείται για λίγα δευτερόλεπτα· έχω την αίσθηση ενός θολού
απονεκρωμένου χρόνου που μετεωρίζεται στον αφρό μιας θαλάσσιας δίνης. Ο σταθμάρχης ανυψώνει την πράσινη ράβδο σηματοδότησης, κι αμέσως αρχίζει ένα ανάστροφο ταξίδι – τώρα πια έχω την πλάτη γυρισμένη κι ακούω τούς ήχους ανάποδα.
Εγώ όμως θέλω ν’ αποβιβαστώ στη Λυών! Αυτός είναι ό τελευταίος μου σταθμός. Άλλα το τρένο σφυρίζει ήδη στη διασταύρωση και σέρνεται ξεφυσώντας «τσαφ, τσουφ» στις ράγες· φτάνει στο φαράγγι, διέρχεται πάνω από τη γέφυρα και σκαρφαλώνει στο βουνό. Η νύχτα στο βουνό εκτείνεται απροσκύνητη στις βαθιές κουφάλες των δέντρων, στους νερόλακκους, στις σχισμές των βράχων, εισχωρεί στον ρυτιδωμένο φλοιό της σημύδας, στ’ απολιθωμένα φύλλα της οξιάς. Ό εισπράκτορας εμφανίζεται και πάλι, το βλέμμα του είναι ανέκφραστο, άτονο, σκυθρωπό, σαν να ιχνηλατεί τις ρωγμές στο διάφανο γκρίζο της καμπίνας. Τεντώνομαι να ρεύσει το αίμα στις φλέβες μου, μα είμαι καθηλωμένος στο κάθισμα, τα πόδια μου είναι βαριά σαν πέτρα, τα χέρι μου παγωμένα σαν ατσάλι, νιώθω έναν οξύ πόνο στο στήθος και κάτι ζεστό να τρέχει στο δέρμα μου κάτω από τα ρούχα.
«Γιατί δεν κάναμε σταθμό στη Λυών;» ρωτώ αμήχανα τον εισπράκτορα.
Με κοιτάζει με ύφος ασπόνδυλο, το βλέμμα του υποκρύπτει χλευασμό για τούς αμύητους – το κεφάλι του μοιάζει με σβηστό φανάρι, τα μάτια του σαν
στρογγυλές χαρακιές στο γυαλί.
«Κύριε, βρίσκεστε στην αμαξοστοιχία με προορισμό το Παρίσι», μου απαντά με φωνή καλοζυγισμένα ψυχρή και ήρεμη σαν τηλεγράφημα. «Έχουμε οδηγίες να επιστρέψουμε στο Παρίσι, να επαναλάβουμε τη διαδρομή».
«Οδηγίες; Από ποιούς έχετε οδηγίες;» Θυμήθηκα τα λόγια της Κλεμεντίν: «Ό κόσμος είναι αλλόκοτος σήμερα». Ναι, βέβαια, Κλεμεντίν, σήμερα εκκολάπτονται αλλόκοτοι άνθρωποι, λεηλατημένα είδωλα ενός άστεγου, αφέγγαρου κόσμου.
Επιστρέφουμε στο Παρίσι, η αμαξοστοιχία κυλά στις ράγες βουβά, προσέχω το ρολόι στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, δείχνει 9 και 16. Σκέφτομαι
πώς θα έχει ήδη αναχωρήσει το τρένο των 9 και 15 για τη Λυών.
Εκεί στην αποβάθρα διακρίνω την Κλεμεντίν σωριασμένη στα γόνατα, στο πρόσωπό της βραδιάζει ο πόνος, βλέπω τον Βενσάν βουρκωμένο να μισοσκεπάζει με το μάλλινο παλτό του ένα αδρανές μαραγκιασμένο σώμα. Διαβάζω τα χείλη τους, «στο στήθος, τον βρήκε στο στήθος» – στην παγερή αποβάθρα ένας άνθρωπος αιμορραγεί.
Κάποιοι ταξιδιώτες προστρέχουν να βοηθήσουν,
κάποιοι άλλοι απομακρύνονται βιαστικά, να ξεφύγουν από τον απροσδιόριστο κίνδυνο. Συγκρούονται οι κινήσεις τους και ζευγαρώνουν, χωνεύονται στη
μεγάλη εικόνα του σταθμού και απομένουν μονάχα λίγοι άνθρωποι, ατελή δυσδιάκριτα πρόσωπα, ναρκωμένα από τον φόβο. Διαισθάνομαι τη στυφή γεύση της απόγνωσης να αιωρείται στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του σταθμού, τα χείλη μου ραγίζουν, στάζουν αίμα και κρυσταλλιάζουν. Η Σοφί κάθεται σ’ ένα ξεθωριασμένο ξύλινο παγκάκι και κρατά το κεφάλι μες στα χέρια της, σαν ανάγλυφη σιωπή. Πάνω στο παγκάκι είναι μια καφετιά βαλίτσα.
Το τρένο κοντοστέκεται σαν γέρικος γίγαντας υστέρα φορτώνει κάρβουνο η μηχανή και ξεκινάμε το ταξίδι για τη Λυών. Ο εισπράκτορας επαναλαμβάνει την επωδό: «Κύριε, βρίσκεστε στο τρένο με προορισμό τη Λυών». Τα τζάμια στο βαγόνι σιγά σιγά θαμπώνουν και καφετίζουν από μια στρώση παχιάς κόκκινης σκόνης, ερημωμένο χώμα σ’ έναν απάτριδα πλανήτη. Ταξιδεύω για τη Λυών σ’ ένα κιβωτιόσχημο βαγόνι, άναρθρος δεσμώτης στον σκληρό πυρήνα της νύχτας.
Φωνάζω τον εισπράκτορα. Αυτή τη φορά με διορθώνει. «Δεν είμαι μονάχα ο εισπράκτορας, κύριε, το αντίτιμο του εισιτηρίου σας είναι έξαλλου προ πολλού πληρωμένο, είμαι ο μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας».
Ακούω τον μεταλλικό αντίλαλο της αφυδατωμένης μου κραυγής: «Θέλω να κατεβώ από το καταραμένο τρένο».

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ (2016)

Δεύτερος μήνας (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
’Εκείνη τη μέρα η «ανασκαφή» έβγαλε στην επιφάνεια ένα κιτρινισμένο βιβλίο, σε σχήμα οκτάβο με σπασμένη ράχη -τα σκληρά εξώφυλλα είχαν αποκολληθεί—, το όποιο έφερε τον τίτλο θεαίτητος ή περί επιστήμης. Ήταν ελαφρά νοτισμένο από την υγρασία κι οι σελίδες ήταν κατάστικτες από μαυριδερές κηλίδες και κιτρινωπά ακανόνιστα εξογκώματα σαν μικρά σπυριά. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι οι μύκητες της μούχλας θα είχαν μάλλον αποθαρρύνει τους τερμίτες να το πλησιάσουν. Η πρώτη σελίδα είχε
αποκοπεί βίαια προ καιρού, συνεπώς δεν μπορούσα να γνωρίζω τη χρονολογία έκδοσης. Έτσι, ως έμπειρος βιβλιόφιλος, ξεφύλλισα προσεκτικά τον τόμο μέχρι το τέλος της εισαγωγής, που παραδόξως ήταν και το τέλος του ολιγοσέλιδου βιβλίου, για νι διαβάσω ένα γνωστό μου όνομα, Φλόυερ Σίντενχαμ – και μετά Λονδίνο, 1772. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο
στήθος μου κι ένιωσα ίλιγγο από τη συγκίνηση. Ο Σίντενχαμ, ήξερα, δεν είχε μεταφράσει τον πλατωνικό Θεαίτητο δεν θυμάμαι να είχε προλάβει να ξεκινήσει αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Αυτό το πυκνογραμμένο βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου, που ψαχούλευα με αγάπη κι αγωνία, έκρυβε μέσα του ένα αίνιγμα.
Στις πρώτες σελίδες ο Σίντενχαμ αναφερόταν στις απόψεις τού Σερ Τόμας Μπράουν για τα «ενύπνια». Οπαδός της νέας επιστήμης, ο φυσικός φιλόσοφος Μπράουν ήταν ένα ιδιόρρυθμο μείγμα εμπειριστή και δεισιδαίμονος χαρακτήρα. Στη Θρησκεία ενός φυσικού επιστήμονα, που εξέδωσε ανώνυμα το 1642, προχωρούσε μεθοδικά στην αποδόμηση των «κοινών ψευδαισθήσεων» και διατύπωνε μεν ανορθόδοξες θρησκευτικές απόψεις, άλλα επέμενε στην ύπαρξη των λυκανθρώπων και των δαιμόνων. Τα ξωτικά που καταβρόχθιζαν τις ρίζες του νερού στις πράσινες λίμνες και οι ξενυχτισμένες μάγισσες που έκαναν μαγγανείες του προκαλούσαν δέος. Με την πάροδο του χρόνου, ο Μπράουν ανέπτυξε μια ακατανίκητη έμμονή με
τον θάνατο – την τελευταία πράξη που συνθλίβει ανελέητα με χλεύη την ανθρώπινη ζωή, τον θάνατο των έμβιων οργανισμών και την απόληξή τους στη χοϊκή μήτρα. Ο Σίντενχαμ, κι αυτός ένα παράδοξο μείγμα εμπειριστή αισθησιοκράτη και διαισθητιστή, διάλεξε ένα απόσπασμα από τον Μπράουν, για ν’ αναλύσει ακολούθως τις απόψεις του για τα όνειρα.
Τον μισό χρόνο της ζωής μας τον περνάμε στη σκιά της γης. Κι ο άγγελος του θανάτου απομυζά το ένα τρίτο της ύπαρξής μας. Ο ύπνος μας παρασέρνει σε μονοπάτια μύησης στον άυλο κόσμο της αιωνιότητας. Το
φώς της μέρας μας εφοδιάζει με αισθησιακές εικόνες, αβέβαιες ματιές, απατηλά χρώματα, απατηλές οσμές, ρόδα μαραμένα… Η νύχτα ανακαλεί μια μνήμη απρόσιτη, πέρα από τη μεταβλητότητα των πραγμάτων, μες στο ονειρώδες πέπλο της μυθοπλασίας. ’Έχοντας διέλθει την ημέρα μας με εργώδη προσπάθεια για ορθολογική διερεύνηση της αλήθειας, έρχεται η νύχτα, και στα όνειρά μας εμείς είμαστε πια καταδικασμένοι να παραδοθούμε στην αιχμηρή, απέλπιδα μελαγχολία, σε αναπαραστάσεις του νου όπου δύσκολα διακρίνεις την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, τον λογισμό
από την πυρετώδη έκσταση της τρέλας.
Ό Σίντενχαμ συνέκρινε τη θέση του Μπράουν με το συμπέρασμα του Σωκράτη, πως «η γνώση δεν μπορεί ν’ απορρέει από την αίσθηση», αφού στην κατάσταση του ονείρου ή της τρέλας εμφανίζονται παραισθήσεις που
συγχέονται με αισθήσεις και αντιστοιχούν σε συνθήκες βιολογικής εγρήγορσης. Συνεπώς είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να διακρίνει μέσα στο ίδιο το όνειρο ποια πράγματα είναι περισσότερο αληθινά από κάποια άλλα.
Μια πρόσθετη δυσκολία είναι η αδυναμία του ανθρώπου να ξεχωρίσει ανάμεσα στην κατάσταση του ονείρου και του μη ονείρου, του όντος και του μη όντος. Κι αν τα όνειρα είναι η πύλη μιας αόρατης, δυσθεώρητης πραγματικότητας, μια αναλαμπή στον ζόφο της φαινομενικότητας; Αν ζούμε κοιμισμένοι, κι αν όντας ξύπνιοι, δραπετεύουμε από την πραγματικότητα, διότι φοβόμαστε να τη βιώσουμε; Αν παραδεχόμασταν πως «η γνώση απορρέει από την αίσθηση», τότε θα έπρεπε να εξαγάγουμε ένα και μόνο θλιβερό συμπέρασμα: δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, ούτε ποτέ θα υπάρξει βέβαιη γνώση.
Κι όμως κάποιος είχε προσπεράσει το κομβικό εικοστό πρώτο σκαλοπάτι. Στην απόλυτη μυστικιστική σιωπή της υπόγειας κατακόμβης άκουγα πολύ καθαρά τα βαριά βήματα να κατεβαίνουν ένα-ένα, αργά-αργά και
προσεκτικά, τα ελικοειδή σκαλοπάτια. Απέναντι μου στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού, ελαφρά καμπούρης και ισχνός. Ήταν ντυμένος φτωχικά- φορούσε κίτρινο γιλέκο, άσπρο πουκάμισο με πλατύ γιακά και μαύρο παλτό. Τό κεφάλι του σκέπαζε ένα ημίψηλο καπέλο. Έγειρε ελαφρά το σώμα, ως υποκλινόμενος, και με πλησίασε στο πρόσωπο. «Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη μετάφραση αυτού του διαλόγου» μου είπε απολογητικά, με φωνή κεντημένη με συγκίνηση ή παράπονο – δεν ξέρω. Μετά κάθισε πάνω σ’ ένα κουτί από βιβλία κι έβγαλε το καπέλο από το κεφάλι. «Όταν διάβαζες την Εισαγωγή μου, τη Σύνοψη στους πλατωνικούς διαλόγους, θα πρόσεξες πως ο Θεαίτητος ήταν στις προτεραιότητές μου. Και μετά
-θυμάσαι;- απορούσες γιατί δεν υλοποίησα ποτέ τα σχέδιά μου· σκεφτόσουν τι σκεφτόμουν, ανασυγκροτούσες στο μυαλό σου τα κίνητρά μου, τις προθέσεις μου· ωστόσο δεν έβγαζες ένα λογικό συμπέρασμα. Μετά έψαξες απεγνωσμένα να βρεις στοιχεία για μένα, προσωπικά, ανεκδοτολογικά, για ν’ ανασυνθέσεις τη σκορπισμένη στους τέσσερις ανέμους ζωή μου… Πουθενά δεν βρήκες χειρόγραφα, επιστολές· μόνο κάτι σκόρπιες πληροφορίες κι ανακοινώσεις σε φυλλάδες κι εφημερίδες, ενίοτε αντιφατικές. Άμορφο υλικό, όπως μια χούφτα
σκόνη». Ο Σίντενχαμ ανασηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, στήριξε με δυσκολία το σκελετωμένο του κορμί στο μπαστούνι, σαν έτοιμος να φύγει. Κοντοστάθηκε για λίγο, τον είδα εξασθενημένο πολύ και τρόμαξα, ξαφνικά
όμως το πρόσωπό του φωτίστηκε και ξανασιάστηκε στο κασόνι με τα βιβλία. «Γιατί δεν φεύγεις;» τον ρώτησα. «Νόμιζα πως θα έφευγες, δεν φαίνεσαι καλά, είσαι χλωμός, παγωμένος, στάζει αίμα ο λαιμός σου,
χρειάζεσαι ξεκούραση». Ξεροκατάπιε, με κοίταξε διαπεραστικά με τα ζαρωμένα υγρά του μάτια, που ήταν βυθισμένα στις κόγχες του λεπτοκαμωμένου του προσώπου.
«Άκουσέ με, μην παραπονιέσαι – σε παρακολουθούσα συνεχώς, ήμουν πάντα δίπλα σου, διακριτικά, αθόρυβα, ανεπαίσθητα, σ’ όλες τις αγωνιώδεις σου προσπάθειες να ιχνηλατήσεις τον βίο και το έργο μου. Διέκρινα την αγάπη σου, τον υπέρμετρο θαυμασμό σου, που ίσως όμως δεν άξιζα. Εγώ, ένας ταπεινός αναγνώστης του Πλάτωνα -ναι, είναι αλήθεια, πρώτος προσπάθησα να τον μεταφράσω σε γλώσσα κατανοητή-, χάθηκα ξαφνικά, λες κι άνοιξε τις πύλες της η άβυσσος και με παρέσυρε στην αέναη ανακύκλωση. Κι έμεινε το έργο μου ημιτελές, ανολοκλήρωτο, ν’ απορεί που το άφησα να περιφέρεται, μισή ψυχή, μισό σώμα, ακρωτηριασμένο, στη δίνη του χρόνου. Σου έδωσα, σου έδινα, ακόμη σου δίνω κάποιες ενδείξεις στις υποσημειώσεις μου. Μάταια όμως, τις προσπέρασες βιαστικά. Υποτίμησες τα μικρά για τα μεγάλα, τα άρρητα για τα ρητά – όμως η αλήθεια κρύβεται στις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες των πραγμάτων. Αυτό δεν είναι το μεγάλο μυστικό του φιλοσοφικού στοχασμού;
»Άκου λοιπόν, άκουσέ με προσεκτικά. Το μυαλό σου δεν μεγάλωσε ακόμη για να κατανοεί το μεγαλείο της αμφιβολίας. Νόμιζες πως όλα είναι ευθυγραμμισμένα με τη λογική, πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο από τον καθαρό λογισμό. Θέλησες, αυτό είναι το λάθος, να βάλεις τάξη στο χάος, ν’ ανακαλύψεις συμμετρία στην άβυσσο .Έφτιαξες έναν Πλάτωνα στα μέτρα σου, όχι στα μέτρα του, όχι στα μέτρα μου. Μα αφού το αποφάσισες να εισέλθεις στο μαγικό βασίλειο της άχρονης γνώσης, άκουσε τη συμβουλή μου: Μην πιστεύεις μονάχα αυτά που διαβάζεις στη λιθογραφία, στις επιγραφές και στις
σελίδες των βιβλίων. Αν, λόγου χάρη, αποκτούσες τη γνώση διαβάζοντας όλους αυτούς τους τόμους που βρίσκονται τώρα, αυτή τη στιγμή, σ’ αυτό το υπόγειο, τότε θα γινόσουν παντογνώστης! Θα έβγαινες από τούτο τον
χώρο στο φως της μέρας με μια υπεράνθρωπη έπαρση, και δικαιολογημένα – θα ήσουν Θεός, δεν θα ήσουν πια ένας θνητός, ένας κοινός θνητός.
»Άκουσέ με προσεκτικά: Συνέχισε να ψάχνεις πίσω από τις γραμμές, ανάμεσα τους, δίπλα τους, κοντά τους, εκεί που υπάρχουμε εμείς, οι ανείπωτες ιδέες μας, οι ανολοκλήρωτες σκέψεις μας, τα μικρά και μεγάλα πάθη μας, οι μικροί και μεγάλοι φόβοι μας, τα οράματα μας, οι ελπίδες μας. Εκεί πάλλεται αιώνια, ατελεύτητα, η καρδιά μας – εκεί φωσφορίζουν σαν τη φεγγαρόλουστη θάλασσα οι ιδέες μας, κρυμμένες στις πιο μικρές, δυσδιάκριτες λεπτομέρειες, στις κρυφές εσοχές του πίνακα, στον πίνακα του κόσμου».
Ο Σίντενχαμ σηκώθηκε- αυτή τη φορά φαινόταν αποφασισμένος νά φύγει. Ότι ήθελε να πει μου φάνηκε πως το είχε πει. Όμως ξαφνικά άλλαξε γνώμη, σαν να διάβασε τη σκέψη μου.
«Ξέρω τί σε βασανίζει. Σε βασανίζει η εξαφάνισή μου. Γνωρίζεις πως επισκέφτηκα όλα τα τυπογραφεία του Λονδίνου, μικρά και μεγάλα, για να δω αν ενδιαφέρονταν να εκδώσουν τις μεταφράσεις των διαλόγων του Πλάτωνα. Στο τέλος ένιωθα ένας ουτιδανός, ένας γυρολόγος πού αναζητούσε εμπόρους για να πουλήσει τις ιδέες του μεγάλου δασκάλου για λίγα αργύρια. Όμως
δεν είχα άλλη επιλογή, πίστεψέ με. Ξέρεις πως η οικογένεια Σίντενχαμ με αποκήρυξε όταν υπέπεσα στο αμάρτημα του έρωτα- δυστυχώς γι’ αυτούς, ερωτεύτηκα μια ταπεινή υπηρέτρια. Φάνηκα δειλός, λιγοψύχησα, την εγκατέλειψα στο έλεος των ανθρώπων κι έγινα ναύτης- δέκα χρόνια ταξίδευα μ’ ένα σαπιοκάραβο μέχρι τις μακρινές Ινδίες, θαλασσοδαρμένος, πάτησα απάτητα λιμάνια, άγνωστες πολιτείες. Όταν πια επέστρεψα στο Λονδίνο, ήμουν άφραγκος και μετανιωμένος. Ζούσα σε τρώγλες, σε πτωχοκομεία, σε σανατόρια -σαν αυτό που ζεις εσύ τώρα- με τον όβολό των λίγων που εκτιμούσαν τις ικανότητες μου. Καταλαβαίνεις… Δεν είχα τα χρήματα για να εκδώσω τις μεταφράσεις, κι έπειτα κανείς, μα κανείς δεν ενδιαφερόταν για τον Πλάτωνα. Προσέφυγα στους τοκογλύφους και κατάφερα να εκδώσω εννιά
έργα. Ελάχιστοι όμως ενδιαφέρονταν να αγοράσουν “τον Πλάτωνα” – μήπως πλήρωνα ένα ασύγγνωστο ολίσθημα; Μήπως ο δάσκαλος ήθελε μόνο τους “μυημένους”, τους κυνηγούς των ιδεών, να διαβάζουν το έργο του;
»Ένα χιονισμένο βράδυ του Δεκέμβρη του 1787 μου πέρασαν αλυσίδες στα πόδια και μ’ έσυραν στο φοβερό Νιουγκέιτ, ως ένα ποταπό υποκείμενο, αναξιόχρεο οφειλέτη… Θα έχεις επισκεφτεί το Νιουγκέιτ! Μ’ έριξαν σ’ ένα υγρό μπουντρούμι μαζί με κάμποσους άλλους ψειριασμένους, άρρωστους με τύφο, τυφλούς, αναθεματισμένους από τον Θεό, κολασμένους. Κάποιοι διέδωσαν πως εκεί, στο κολαστήριο, τρελάθηκα. Θεία καταδίκη; Κάπως έτσι φανταζόμουν το πλατωνικό σπήλαιο. Εκεί να με αναζητήσεις, αν ποτέ το θελήσεις. Εκεί θα με βρεις.
»Και να θυμάσαι τον αιώνιο γυρισμό του Νίτσε. Η αιώνια κλεψύδρα της ζωής θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα, κι εσύ μαζί της, απειροελάχιστη σκόνη στο εκκρεμές του χρόνου. Μόνο τότε θα καταλάβεις. Ποτέ δεν φύγαμε από εδώ, κι όταν φεύγουμε για λίγο, είμαστε καταδικασμένοι παντοτινά να επιστρέφουμε».

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ (2016)

Μέρος πρώτο (Απόσπασμα)
Ο Γκέιλ αυτοπροσδιοριζοταν ως νέος διανοούμενος με λαμπρές προοπτικές, προπάντων στον κλάδο της αγγλικής φιλολογίας. Δεν τον αδικούσε βέβαια κανείς γι’ αυτό. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες συστάσεις, αυτές -στην περίπτωσή του- ήταν μάλλον επουσιώδεις. Διάβαζε με άνεση λατινικά και αρχαία ελληνικά από τα παιδικά του χρόνια. Το Ούέστμινστερ, το ξακουστό ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, με τη μακραίωνη παράδοση, του παρείχε όλα τα εφόδια για να γίνει ένας κλασικός φιλόλογος. Μπορούσε να κλίνει με την ίδια απαράμιλλη ευκολία οποιοδήποτε αρχαιοελληνικό ρήμα, ν’ αναλύσει την ετυμολογία οποιοσδήποτε ουσιαστικού, είτε από τα ομηρικά έπη είτε από τον Πλούταρχο.
Όταν αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της ’Οξφόρδης, διδάκτωρ αγγλικής φιλολογίας τού ιστορικού κολεγίου Μπάλιολ, οι προοπτικές για μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ήταν εξαιρετικές. Στο άνθος της ηλικίας του -δεν είχε ακόμα κλείσει τα τριάντα- αποφάσισε πως δεν θα επέστρεφε στη χιονισμένη Ουαλία, στο μέγαρο της αριστοκρατικής οικογένειας των Έλιοτ. Δεν θα ενέδιδε στα κελεύσματα της αριστοκρατικής πολυτέλειας, η όποια θα τον οδηγούσε, όπως πίστευε, σ’ έναν αργό πνευματικό θάνατο, σ’ έναν παρατεταμένο διανοητικό λήθαργο. Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της
μητέρας του, ο μοναχογιός Γκέιλ αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, για να βρίσκεται στην αιώνια πόλη της καλλιτεχνικής κίνησης και των πνευματικών προκλήσεων. Έτσι, πολύ σύντομα μετά την αποφοίτηση
του, αποχαιρέτησε τον μέντορά του και την ’Οξφόρδη και κατέβηκε στο μεγαλοαστικό προάστιο του Χάιγκεϊτ, στο βορειοανατολικό Λονδίνο. Την καθημερινή του φροντίδα θ’ αναλάμβανε η παλιά του γκουβερνάντα, η Άλμα,
που τόσα χρόνια παρέμενε φύλακας στην οικία, να ποτίζει τον κήπο, να βερνικώνει τα έπιπλα και να προσέχει τον ηλικιωμένο γάτο τους, τον Μάιλο.
Το σπίτι είχε χτιστεί στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, κατά μήκος ενός αρχαίου δάσους, κοντά στο μεγάλο πάρκο του Γουότερλο. Ως επί το πλείστον νεοκλασικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας, το οικοδόμημα μαρτυρούσε τη μεγαλοπρέπεια, τη στιβαρή, ανυπότακτη αύρα που εξέπεμπαν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παλαιών του ενοίκων. Εσωτερικά οι τοίχοι
ήταν βαμμένοι με βασιλικά χρώματα, ενώ η τραπεζαρία και η βιβλιοθήκη ήταν επενδυμένες με ακριβή βυσσινοκόκκινη ταπετσαρία. Τα βαριά ξύλινα έπιπλα δυσκόλευαν τον βηματισμό, ιδιαίτερα εφ’ όσον η εσωτερική διάταξη ήταν αρκετά περίπλοκη, με μικρούς μαρμάρινους διαδρόμους, κρυφούς φωτισμούς, πολυελαίους που κρέμονταν στα χαμηλοτάβανα δωμάτια κι ελικοειδείς σκάλες
που οδηγούσαν στη σοφίτα με τους φεγγίτες. Οι κρυφοί φωτισμοί σε συνδυασμό με τις βαριές κουρτίνες, που σκοτείνιαζαν τα δωμάτια, έμοιαζαν με οδοδείκτες πλοήγησης στην αναζήτηση ενός κρυμμένου θησαυρού.
Οι Έλιοτ, συντηρητικοί Ουαλοί, ανεπιτήδευτα θρησκόληπτοι, αποφάσισαν να μην παρέμβουν στην αταραξία του χρόνου, να σεβαστούν τ’ αντικείμενα, τα μπιμπελό, τα πελώρια έπιπλα· έτσι, έκλεισαν τ’ αυτιά
τους στην πεισματική έμμονή του Γκέιλ για εκτενή ανακαίνιση της οικίας στο Χάιγκεϊτ. Μάταια τους εκλιπαρούσε ο Γκέιλ, στο τέλος έβαζε τα γέλια: «Αυτό το σπίτι θα πρέπει να χτίστηκε για λιλιπούτεια ανθρωπάκια… Θα το είδε ο Τζόναθαν Σουίφτ κι εμπνεύστηκε τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ!». Έτσι χαμηλοτάβανο όπως ήταν, η διέλευση από το ένα δωμάτιο στο άλλο, μέσα
από τούς στενούς διαδρόμους που σχημάτιζαν τα βαριά, ογκώδη έπιπλα, τον εξανάγκαζε σε κωμικούς ακροβατικούς ελιγμούς, για ν’ αποφύγει τις κουτουλιές στις ξύλινες δοκούς της οροφής και στις τραχιές επιφάνειες
των τοίχων. Η άνοδος στους πιο πάνω ορόφους, για έναν ψηλό σωματώδη άντρα όπως ο Γκέιλ, ήταν ένα κοπιαστικό, κλειστοφοβικό εγχείρημα, οι ελικοειδείς σκάλες ήταν απότομες και σκοτεινές. Η κατάβαση ήταν
βασανιστική λόγω της απότομης κλίσης και του περιορισμένου χώρου – τα σκαλοπάτια έμοιαζαν με βαθιά μονοπάτια πού κατρακυλούσαν από το βουνό. Ο Γκέιλ μεταμορφωνόταν σ’ έναν γιγάντιο τυφλοπόντικα που ανεβοκατέβαινε ασθμαίνοντας στο λαγούμι του, αφού σερνόταν ιδρωμένος στις στενές σήραγγες, απορημένος πώς χωρούσε σ’ έναν τόσο μικρό κόσμο.
Η οικία στο Χάιγκεϊτ διατήρησε αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία της: τα χρώματα της βικτοριανής εποχής, την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση, ακόμα και τον εσωτερικό διάκοσμο με τα ξυλόγλυπτα ερμάρια και τους χρωματιστούς υαλοπίνακες. Οι Έλιοτ ξεκαθάρισαν στον Γκέιλ πως δεν επρόκειτο να διασαλεύσουν αλόγιστα τη φυσική ροή του χρόνου· όφειλαν να σεβαστούν τη μυστηριακή πνευματικότητα του χώρου, το άσυλο των ψυχών. Πολύ ευχαρίστως θα τού νοίκιαζαν ένα πολυτελές μοντέρνο διαμέρισμα στο κεντρικό Λονδίνο, φτάνει να τους το ζητούσε. Η μεταφυσική που ασπάζονταν οι Έλιοτ με θρησκευτική ευλάβεια ήταν βαθιά ριζωμένη στην κελτική
εσχατολογική μυθολογία. Η διάβαση στον «’Άλλο Κόσμο» είναι δυσχερής, αφού οι νεκροί δεν έχουν επίγνωση του θανάτου τους· έχοντας πιει το νερό της λήθης, διαγράφουν τις οδύνες και τη δυστυχία του υλικού κόσμου.
Μαζί με τη λησμονιά όμως κυριεύονται κι από ένα αδέσποτο πνεύμα που αψηφά τον χρόνο. Το σπίτι είναι γεμάτο ψυχές πεθαμένων. Παραμένουν στον οικείο τους χώρο κι εξακολουθούν να διασκεδάζουν και να γιορτάζουν την κάθε μέρα, μέχρι να έρθει εκείνοι η στιγμή που ένας θεός, ένας δαίμονας τελοσπάντων, θα πληρώσει το ναύλο για τί μεταθανάτια ζωή και θα τους
οδηγήσει στην αντίπερα όχθη.
Αμέσως μετά την αποφοίτηση του ο Γκέιλ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Τις νύχτες, το φθινόπωρο άπλωνε το σεντόνι του στο αρχαίο δάσος του Χάιγκεϊτ, για να πέσουν απαλά τα κιτρινισμένα φύλλα της οξιάς και της
βελανιδιάς, χωρίς να φοβούνται το κενό. Το πρωί ήτανε στρωμένο με τη συγκομιδή των νεκρών χρυσαφένιων φύλλων, και το φθινόπωρο, σαν στοργικός πατέρας, το ξαλάφρωνε όσο μπορούσε, είτε με τη βοήθεια τού ψυχρού αέρα, που ταξίδευε ορμητικός από τα βόρεια, τις παγωμένες βουνοκορφές της Σκοτίας, μέχρι τη λασπερή γη του Χάιγκεϊτ, είτε με το ψιλόβροχο, που τα έσπρωχνε στα βάθη της γης – να σμίξουν με τις ρίζες, να ξαναγίνουν φως, να ξαναγίνουν χρώμα.
Το δάσος μάγευε τον Γκέιλ. Καθόταν στη σοφίτα με τις ώρες συντροφιά με τον Μάιλο, που κοιμόταν γουργουρίζοντας, κουλουριασμένος στην κοιλιά του, και θαύμαζε τους πανύψηλους κορμούς των αιωνόβιων βελανιδιών με τα άλλοτε καταπράσινα κι άλλοτε κιτρινωπά ή κόκκινα σαν αίμα φύλλα τους. Οι εποχές ήταν οι απόλυτοι άρχοντες, καθόριζαν τα χρώματα στις φυλλωσιές, όπως και τη διάθεση των ανθρώπων.
Τα φθινοπωρινά απογεύματα, όταν έπεφταν οι αχτίδες του ήλιου, το μαγεμένο δάσος εκτόξευε γυαλιστερές ανταύγειες φλόγας στα χαμηλά σύννεφα, σαν να καιγόταν από ένα ακατασίγαστο πάθος να διαπεράσει τη
συννεφιασμένη ομίχλη και να φτάσει στον ουρανό με τ’ άστρα. Μαζί του θα ταξίδευαν και οι πιστοί θαμώνες της αιώνιας δασούπολης – οι κουκουβάγιες που αλέθουν τη νύχτα στα κίτρινά τους μάτια, οι καστανόξανθες αλεπούδες και οι παιχνιδιάρικοι μικροσκοπικοί σκίουροι. «Το μαγεμένο δάσος της νεφέλης» σκεφτόταν ό Γκέιλ, κι αναπολούσε τα χρόνια της παιδικότητάς του, τα πικρόγλυκα παραμύθια που τον κρατούσαν χέρι-χέρι και τον οδηγούσαν στις αγκάλες του Μορφέα, για να ονειρευτεί άλλους κόσμους, άλλους ανθρώπους, ν’ ανοίξουν τα σύνορα τού μυαλού του. Θυμόταν πόσο πολύ λαχταρούσε να έφτιαχνε μια ανεμόσκαλα, κι ένα βράδυ, όταν θα κοιμούνταν οι γονείς του, βαθιά μεσάνυχτα, να σκαρφάλωνε μέχρι τη βάση του παλατιού. Να περπατούσε σαν το ελάφι στα βαμβακερά μονοπάτια, στο μαγεμένο δάσος με τα ξωτικά, μέχρι να βρει την κοιμισμένη πριγκιποπούλα της έναστρης νεφέλης, εκείνη με τη χρυσή καρδιά, τις πυρόξανθες πλεξούδες και τα μεγάλα μαύρα μάτια.
Μετά την εγκατάσταση του στο Χάιγκεϊτ ό Γκέιλ άρχισε να οργανώνει μεθοδικά τις επόμενες κινήσεις του. Η Άλμα είχε πια αναλάβει τις καθημερινές δουλειές τού σπιτιού, εκδηλώνοντας μια τάση υπερπροστατευτισμού απέναντι του, λες και ήταν ακόμα το ψηλόλιγνο ξανθό αγόρι με τις φακίδες που συνόδευε κάθε πρωί στο Ούέστμινστερ. Η Άλμα φρόντιζε να μην του λείψει τίποτα. Το φρεσκομαγειρεμένο, αχνιστό φαγητό
σε τακτικές ώρες, το μυρωδάτο απογευματινό τσάι με τα μπισκότα κρέμας και την κανέλα, τα καλοσιδερωμένα, κολλαριστά ρούχα που άστραφταν από καθαριότητα. Και κάθε λίγο εξέφραζε, με μητρική αγάπη, την ανησυχία της για τις πολλές ώρες που καθόταν σιωπηλός στη σοφίτα και διάβαζε. Διάβαζε άραγε; Σε ποιά βαθιά περίσκεψη ταξίδευε ο νους του;
Η Άλμα παραπονιόταν πως είχε αδυνατίσει πολύ, τα οστά του ξεχώριζαν σαν ωχρά κεριά μπλεγμένα στο τριγωνικό του πρόσωπο. Ο Γκέιλ την καθησύχαζε· ήταν μια χαρά, απλώς ήταν η αγωνία, το άγχος που φώλιαζε
στην ψυχή του. Ήθελε να οργανώσει το ερευνητικό του πρόγραμμα με σχολαστική λεπτομέρεια αν επρόκειτο να πετύχει τον στόχο του, μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα σ’ ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Αγγλίας. Στο μυαλό του ανακαλούσε συχνά την τελευταία συνάντηση πού είχε με τον σύμβουλό του, στην ’Οξφόρδη, τον καθηγητή Ντίξον. Δεν ήθελε να λησμονήσει την εικόνα εκείνη, θα την αξιοποιούσε ως τον καταστατικό χάρτη της μελλοντικής του δραστηριότητας.
Ό Ντίξον καθόταν απέναντι του, ασπριδερός με πρόσωπο κατακόκκινο, σε μια μάλλον άβολη μεταλλική καρέκλα, κουκουλωμένος σ’ ένα σκούρο παλτό. Ο Γκέιλ είχε βυθιστεί ευτυχής, γεμάτος αυταρέσκεια, στη δερμάτινη πολυθρόνα, ενώ έριχνε κρυφές ματιές έξω στην αυλή, σαν να μετρούσε τους σπουργίτες και τους κορυδαλλούς που τσιμπολογούσαν τα σπόρια από το γρασίδι, γύρω από μια μικρή λακκούβα νερό. Δεν μιλούσε, όμως στα μάτια του, που έλαμπαν, ξεχείλιζε η υπερηφάνεια του νεαρού διανοουμένου, του μύστη της καινούργιας γνώσης. Πολιτογραφήθηκε στην ακαδημία των γραμμάτων, τ’ όνομά του καταγράφηκε στους Κώδικες των διδακτόρων του Μπάλιολ. Τα λόγια τού καθηγητή Ντίξον ήταν μετρημένα, καρφωμένα στο στόμα του – δεν ήθελε ν’ αναλωθεί ή τελευταία τους συνάντηση σε τετριμμένες, αποστειρωμένες νουθεσίες. Ό Γκέιλ είχε απομνημονεύσει τις λέξεις πού ταξίδευαν στο λιτό γραφείο τού Ντίξον, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν μουσικές νότες.
«Είσαι στον προθάλαμο μιας ακαδημαϊκής καριέρας, Γκέιλ, είναι κακοτράχαλος αυτός ο δρόμος, γεμάτος αγκάθια, αστοχίες· πρόσεξε μη χαθείς στις ατραπούς. Κουβαλάς στο μυαλό σου ιδέες και μύθους, τους αιθέριους στυλοβάτες της δημιουργίας, το βλέμμα σου είναι ένας καταρράκτης φωτιάς, οι σπίθες της πρωτοτυπίας φωτίζουν τον χάρτη του μέλλοντος σου σαν πυγολαμπίδες· διαθέτεις όλα τα εφόδια για το μεγάλο ταξίδι, έχεις την καύσιμη ύλη. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου ν’ αυτονομηθείς επιστημονικά, να ταξιδέψεις στον κόσμο του δυσπρόσιτου, του φανταστικού, του ανεύρετου· να εντρυφήσεις στην ηδονή της πρωτογενούς έρευνας, να γράψεις μια καλή μονογραφία. Ξέρεις…, στην πανεπιστημιακή ζωή το δόγμα μας είναι άτεγκτο, κώδικας απαράβατος: “ή δημοσιεύεις ή πεθαίνεις” (“publish or perish”). Περιμένω από σένα πολλά, είσαι ένα λαμπρό μυαλό».
Ό καθηγητής έγειρε πίσω στην καρέκλα του να πάρει ανάσα, αφαιρέθηκε για ένα-δύο λεπτά, σαν ν’ αποκοιμήθηκε μ’ ανοιχτά τα μάτια· κάτι τον βασάνιζε, έσμιξε τα φρύδια, και το μέτωπό του ζάρωσε σαν τσαλακωμένο ύφασμα από την υπερένταση – την ανεπίγνωστη αγωνία
του κενού. Οι λέξεις πάγωσαν για λίγο στα χείλη του και μετά ξεχύθηκαν στο δωμάτιο λαμπερές, σαν αντικατοπτρισμοί μιας αόρατης αλήθειας.
«Διάβασες το βιβλίο των Χάνσον και Χήθ Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; Λοιπόν, πραγματεύεται την παρακμή των κλασικών σπουδών στα σύγχρονα πανεπιστήμια. Είναι πολλές οι αιτίες αυτού του ξεπεσμού ασφαλώς, αλλά κυρίως η υποκρισία, η ατολμία, η εργαλειακή προσέγγιση των ερευνητών, που περιχαρακώνονται στον ακαδημαϊκό τους μικρόκοσμο καί δημοσιεύουν οποιαδήποτε ανιαρή, πληκτική ανοησία τους περάσει από τον νου, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουν με το ποσοτικά πλούσιο βιογραφικό τους. Μα
δεν το καταλαβαίνουν, σάμπως νοιάζονται (;) πώς το καράβι βουλιάζει, το δάσος καίγεται, σε λίγο θα μείνει ένα ναυάγιο σκουριασμένο, τσακισμένο στα βράχια και αποτεφρωμένο χώμα. Μια ριψοκίνδυνη παρτίδα σκάκι με τον διάβολο…
»Ωστόσο δεν αδικώ κανέναν, Γκέιλ. Ταξίδεψα ίσαμε δω από τη γενιά του ’60. Σαν να ’ταν χθες, σαράντα τόσα χρόνια, σάμπως να έζησα μία νύχτα και μία μέρα. Αγαπούσαμε τη δουλειά μας, κεραυνοβολημένοι από ένα πρωτόγνωρο πάθος, σεβόμασταν τους ήρωες μας, τους ήρωες των ηρώων μας, τα επιτεύγματα, τις αφέλειες, τα συμπλέγματά τους. Εκείνοι ζούσαν μέσα μας, ιδέες αφρισμένες, αθάνατες, κι εμείς υφαίναμε σαν τις αράχνες μες στην τοιχοποιία τού νου μας, υπομονετικά, τον ιστό της δικής τους φαντασίας. Εγώ κι άλλοι πολλοί σαν εμένα αφιερώναμε περίπου δέκα χρόνια πριν αποτολμήσουμε το ύστατο εγχείρημα, το βήμα του Οδυσσέα – να δημοσιεύσουμε τη μελέτη μας.
»Κι όταν αισθανόμασταν πως ακροβατούσαμε στα όρια των δυνατοτήτων μας, πάλι μας βάραιναν οι ένοχες – ψάχναμε τρόπους αυτοδιάψευσης, αυτοαναίρεσης: Εξαντλήσαμε την έρευνά μας; Σταθήκαμε αντάξιοι των προγόνων μας; Ελεύθεροι από σχολαστικισμούς, έξω από τα διανοητικά τείχη του αυτοεγκλεισμού μας, αποδώσαμε εν τέλει δικαιοσύνη στον Όμηρο, στον Σαίξπηρ, στον Μπάυρον, στον Έντγκαρ Άλαν Πόε; Σταθήκαμε με αξιοπρέπεια απέναντι στους προκατόχους μας, όλους αυτούς τους αναγνώστες της προηγούμενης γενιάς, της προπροηγούμενης, του περασμένου αιώνα; Η συναρπαστική αναζήτηση της αλήθειας, πάθος αμετάκλητο, πόθος ανολοκλήρωτος! Τόσες γενιές παρήλθαν, τόσα αναγνώσματα, διατριβές, μια ατελείωτη πομπή μελετών, μια αυτοκρατορία βιβλίων οικοδομήθηκε στα σπλάχνα της ανθρωπότητας. Κι όμως, δεν έπρεπε να επιτρέψουμε την έπαρση, την ψευδαίσθηση της “αντικειμενικής εποπτείας”. Τόσα χρόνια μετά, στέκομαι με συγκίνηση απέναντι σου και ομολογώ: ναι, εμείς σκοτώσαμε τον Όμηρο.
»Πτωχεύσαμε, Γκέιλ, προδώσαμε τις ιδέες. Εμείς οι ανάλγητοι γυρολόγοι του πνεύματος, σκληρόκαρδοι, τις κακοποιήσαμε, τις χτίσαμε σε τερατώδη διανοητικά συστήματα, αφαιμαγμένα σχήματα. Είναι ανήμπορες
πια να δραπετεύσουν· άνυδρες, αποξηραμένες, τις ρίξαμε σ’ ένα σακί σαν σκάρτο εμπόρευμα και τις διαπομπεύουμε. Ξεχάσαμε τη γνωστή ρήση του Αθήναιου στους Δειπνοσοφιστές, “το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, άλλα το πολύ βρίσκεται στο καλό”.
»Κάποια στιγμή -τώρα είσαι πολύ νέος, γεμάτος δύναμη, ορμή, πάθος σφριγηλό, ανυπότακτο- θα σταθείς και θά κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη με μια πένθιμη, καθημαγμένη αγωνία, που θα συνταράξει την ψυχή σου, και θ’ αναρωτηθείς: Πώς συνέβαλα εγώ στην επιστήμη; Έκανα το καθήκον μου έντιμα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, κι ακόμα πιο πέρα από
το μέτρο των δυνατοτήτων μου; Πρόσεξε -πρόσεξε, Γκέιλ-, εκείνη τη στιγμή να μην ωρύεται από τα βάθη της συνείδησής σου η αποκρουστική σκέψη, να μη βαραίνει την ψυχή σου η ζοφερή υποψία. Να πεις σταράτα, λυτρωτικά: Εγώ δεν συμμετείχα στον φόνο, απαιτώ να με κηρύξετε αθώο, είμαι αθώος”. Τότε, μονάχα τότε, θα έχεις επιτελέσει το καθήκον σου – οι ιδέες θα σου
αποκληθούν, θα σε χειροκροτήσουν, και η αυλαία θα κλείσει για σένα πανηγυρικά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου