Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΒΙΒΛΙΑ ΟΛΑ2
ΒΙΒΛΙΑ ΟΛΑ1
ΒΙΒΛΙΑ ΟΛΑ
2 ΓΙΩΡΓΟΣ

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας (ΜΑ in Journalism).
Για την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ένια, (Εκδόσεις Ατέλεια, Λευκωσία 1996) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, ενώ για τη δεύτερη, Ονειτροτριβείο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001) με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ακολούθησε το Εγχειρίδιο Καλλιεργητή (Γκοβόστη, Αθήνα 2004), Το Απραγματοποίητο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010) και ο Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης (Φαρφουλάς, 2013).
To 2019, το ποίημα του «Είδη Πρώτης Ανάγκης» από το «Εγχειρίδιο Καλλιεργητή», Γκοβόστης 2005, σε μετάφραση στα γερμανικά της Michaela Prinzinger συμπεριλήφθηκε στην Ανθολογία Ευρωπαϊκής Ποίησης » Grand Tour» – Μάρτιος 2019. Την επιμέλεια της Ανθολογιας η German Academy for Language and Literature ανέθεσε στους ποιητές Jan Wagner και Federico Italiano.
Το 2018 επιμελήθηκε μαζί με τον Παναγιώτη Νικολαϊδη την «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018» η οποία εκδόθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους από τις εκδόσεις «κυμα», Αθήνα.
To Σεπτέμβριο του 2018, 10 ποιήματα του μεταφράστηκαν στα ισπανικά από τον Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο, 5 εκ των οποίων συμπεριελήφθησαν στην ανθολογία του φεστιβάλ ποίησης ARS POETICA 1, που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα.
Την Άνοιξη του 2018 ο Παλαιστίνιος ποιητής Najwan Darwish μετέφρασε 10 ποιήματα του Χριστοδουλίδη τα οποία δημοσιεύτηκαν στην παναραβική εφημερίδα Alaraby.
Τον Φεβρουάριο του 2016 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, η έκτη ποιητική του συλλογή, Πληγείσες περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, η οποία το ίδιο έτος μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Michel Volkovitch και κυκλοφόρησε στη Γαλλία από τον εκδοτικό οίκο Le miel des ang.es. Παρουσιάστηκε δε στο Παρίσι τον Μαϊο του 2017.  Η ίδια συλλογή μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα σερβικά (εκδ.οίκοςTreći Trg) από την Aleksandra Milanovic και παρουσιάστηκε στο Βελιγράδι τον Οκτώβριο του 2018.Τον Ιούνιο του 2010 μια επιλογή ποιημάτων εκδόθηκε στα γερμανικά, στο Βερολίνο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ποίησης του Βερολίνου (Poesiefestival Berlin) και αναρτήθηκαν στον ιστότοπο του Φεστιβάλ https://www.lyrikline.org/en/poems/kalokairi-1983-6883#.WnwoJHyYPIU
σε απαγγελία του ιδίου του ποιητή. Το 2011, πέραν των 150 ποιημάτων του, που διατρέχουν δεκαπέντε χρόνια ποιητικής πορείας, μεταφράστηκαν στα βουλγάρικα από την Βασίλκα Πετρόβα-Χατζήπαπα, σε αυτόνομη έκδοση με τον τίτλο Ονειροτριβείο (Σόφια, 2011). To 2014 ,  6 βιντεοποιήματα του παρουσιάστηκαν στη Γερμανία. Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στις πλείστες ευρωπαϊκές γλώσσες ενώ δημοσιεύτηκαν σε κυπριακά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά.
Διετέλεσε μέλος του ΔΣ της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Συνεργάζεται με τα πολιτιστικά περιοδικά «ΔΙΟΡΑΜΑ» (Κύπρος) και την ηλεκτρονική έκδοση της ιστοσελίδας «ΠΟΙΕΙΝ» (Ελλάδα)
Παρουσιάζεται επίσης σε σημαντικές ανθολογίες ποίησης και ποιητικές εκδόσεις, όπως: ARS POETICA 1, Πάτρα 2018, Anthologie de la poesie chypriote cotemporaine (editions Variations 2016), Θυμήσου, η κατοχή εξακολουθεί να υφίσταται (εκδόσεις Ανευ,2014), Uva di Cipro- Antologia della giovane poesia greco-cipriota ( Edizioni Joker 2014), Η ποίηση για την ποίηση (εκδόσεις ΠΕΝ Κύπρου 2012), Το Καταφύγιο (Αθήνα 2011),Nέα Ευθύνη (Αθήνα 2011), Ανθολογία Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης(Μανδραγόρας 2011) Αύριο, Maňana, Tomorrow (Λεμύθου, 2011), Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας (Λευκωσία 2010), Ο ποιητής και ο κόσμος του (Λευκωσία, 2010), Εν αρχή ην ο λόγος (Λευκωσία, 2009),  Σύγχρονη Κυπριακή Λογοτεχνία (εκδόσεις Πλάμικ, Σόφια 2009), Zypern Literarisch (Γερμανία 2008), Ανθολογία Κυπρίων Ποιητών (1950-2008), Επιμέλεια Σ.Π. Βαρνάβας – Σ.Λ. Σκαρτσής, εκδ. «Ταξιδευτής», Αθήνα 2008, Zypern Poesie & Fotografie (Berlin 2008), Kipras Djeza (Λετονία 2007) , Fern von der dicht  besiedelten Sprache (Romiosini Verlag,Koln2006)κ.α
Συμμετοχή σε Διεθνείς Εκδηλώσεις (επιλογή)
Festival of Literature of the European Mediterranean – FLEM 2, Βελιγράδι, Οκτώβρης 2018, ΑRS POETICA 1, Πάτρα, Σεπτέμβριος 2018, Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης και Βιβλίου Βελιγραδίου (Treci Trg),  Μάης 2017 , Νύχτα της Λογοτεχνίας La Nuit de la Littérature, Παρίσι, Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Πληγείσες Περιοχές (Zones sinistrées)  στα γαλλικά, Μάης 2017,  Crowd Omnibus Reading Tour 2016 – Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποιητικές αναγνώσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ,Festival Voix Vives de Méditerranée en Méditerranée 2013, Sète, Γαλλία, Crossing Borders, Connecting Cultures 2010, Στοκχόλμη, Σουηδία, Poesiefestival Berlin: Βερολίνο, 2010  ,Συμπόσιο Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2008 ,“Kleine Sprachen, Grosse Literaturen” Forum (Λειψία, 2006), Τhe Gerard Manley Hopkins Society of Poetry (Kildare, Ιρλανδία 2005), Διεθνής Μπιενάλε Ποίησης (Λιέγη, 2003), Literature Express Europa 2000: Σε διάστημα 45 ημερών, o Γ.Χριστοδουλίδης μαζί με 100 άλλους Ευρωπαίους λογοτέχνες ταξίδεψαν με ειδικά διαμορφωμένο τρένο, σε πέραν των 20 πόλεων και 10 χωρών, συμμετέχοντας σε σωρεία ποιητικών εκδηλώσεων. Το ποίημα του Χριστοδουλίδη «Οι θήκες των βιολιών» μελοποιήθηκε και δραματοποιήθηκε στο Παρίσι









ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (2019)

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Κάθομαι γυμνός στο παγκάκι της κόλασης
και είναι νύχτα
όμως το σκοτάδι δεν μ’ αγγίζει.
Κάθομαι φωταγωγημένος από πυρσούς έκπτωτων αγγέλων
στο παγκάκι της κόλασης
επειδή μπορώ πια να παίξω με τους δαίμονες
και να τους στριμώξω προσωρινά
μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα.
Είμαι γυμνός
αλλά στολισμένος
σαν επιτάφιος
και σχεδόν θαρραλέος
για κάποια λεπτά.

ΑΘΕΑΤΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

(Αμμόχωστος 1972)
Με πήραν από το χέρι και με πήγαν στην προβλήτα
δεν θυμάμαι ποιοι
αλλά μ’ αγαπούσαν.
Η πρωινή ομίχλη πύκνωνε
όσο περιμέναμε το πλοίο.
Κατέπλευσε
πρώτα η αναμονή
μετά η κούραση.
Οι γονείς μου
σαν κέρινα ομοιώματα
αποβιβάστηκαν μηχανικά
κι αγκάλιασαν σφικτά τα πέντε μου χρόνια
που ήταν εκεί
κι ύστερα
τα πέντε μου αναιμικά
που στέκονταν σκυμμένα μακρύτερα.
Με δυο κινήσεις οι γονείς μου
αγκάλιασαν τον έναν
που ήμουν εγώ.
Τα χρόνια μου ενώθηκαν
όπως ενώνεται το μισογεμάτο
ενός ποτηριού.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Σε μια επίσκεψη γονέων στο σχολείο
τον είδα.
Φορούσε ένα φθαρμένο μπλε κοστούμι
ο σπινθηρισμός στο βλέμμα του
ράγιζε τα περισκόπια της μνήμης
σαν αγιοστέφανο πάνω από το κεφάλι του
έλαμπαν η γλυκύτητα και η πρώιμη σωφροσύνη
για έναν άντρα 30 χρόνων.
Το σκληρόδετο δέρμα στα χέρια του
με ευδιάκριτους ρόζους
στις μεριές των δακτύλων,
σήμαινε ότι πέρασε χρόνο
σε πετρωμένα χώματα
και πρωινούς παγετούς.
Μετροφύλλισε επιδέξια τις ακατάστατες σελίδες
και πλησιάζοντας χαμογέλασε:
«ο νεαρός είναι έξυπνος
πρέπει όμως να διαβάζει περισσότερο.
Και να μην φοβάται».
Ο μικρός γιος της πόρνης
που τις αργίες
όταν εκείνη τους έμπαζε από την πίσω πόρτα
του πλινθόκτιστου σπιτιού
αυτός με τα κοντοβράκια
κλεινόταν στα πιο υγρά υπόγεια της μέρας
πίσω από φιάλες υγραερίου
μέσα στον σκουπιδοτενεκέ της πολυκατοικίας
ήταν ο καθηγητής του γιου μου.
Έσκυψα
και του φίλησα τα χέρια.

ΑΠΡΙΛΗΣ

Τα ξεχασμένα παιδιά
κλωτσάνε μια ξεφούσκωτη μπάλα
στην αυλή του ξεφούσκωτου σχολείου.
Είναι 3 και 30 ακριβώς
ο ήλιος τέτοιο μήνα είναι συμπονετικός
καψώνει όμως σιγά-σιγά
ένα μετά το άλλο
τα ηλιοστάσιά του.
Το ξανθό κορίτσι
η μικρή κλειδούχος
ανοίγει παραφυλώντας το κάγκελο
και τρέχει προς τα έξω
για να φέρει κάτι ασήμαντο.
Η πόρτα μένει μισάνοιχτη
ένα παιδί τη βλέπει και προλαβαίνει
βγαίνει από τα όρια
και γίνεται σύννεφο
ένα άλλο παιδί κάνει το ίδιο
και γίνεται αστραπή
τα άλλα παιδιά γίνονται σταγόνες και άνεμοι
τα παιδιά πολλαπλασιάζονται
τα παιδιά εξαϋλώνονται.
Κάπως έτσι
εκείνη την ηλιόχαρη μέρα
ξέσπασε
πάνω από την αυλή του σχολείου
μια αλλόκοτη καταιγίδα.

ΤΑΧΥΠΑΛΜΙΑ

Όποτε με πιάνει ταχυπαλμία
με κυριεύει ένας φόβος
ότι κάτι κακό θα μου συμβεί
όμως προχθές
που έφτασα τους 200 παλμούς
την ώρα που ξεντυνόσουν
την ώρα που ξεντυνόσουν για μένα
δεν φοβήθηκα καθόλου.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ

Της κράταγε το χέρι
και περπατούσανε
πρωί απόγευμα.
Εκείνη λεπτή στα όρια της ύπαρξης
αυτός φαλακρός, μικρόσωμος
έμοιαζαν καμωμένοι ο ένας για τον άλλο
όταν έβγαιναν για περίπατο
τα χελιδόνια άφηναν τη φωλιά τους
για να δείξουν ότι είναι κι εκείνα μαζί.
Δεν θα το φανταζόμουν ποτέ
πως κάποιοι που έχουν περάσει τα πενήντα
κάπου εκεί
μπορούν να μοιράζονται ακόμη τόσο χρόνο
χωρίς να βαριούνται και να σουρώνουν.
Έτσι, μια φορά που τον είδα από μακριά
στο εμπορικό κέντρο
να χαϊδεύει τα μαλλιά μιας ξανθιάς
ήμουν βέβαιος ότι έφταιγε το πολύ κλάμα
που έκανα μικρός
η προδιάθεσή μου να βλέπω
πράγματα που δεν υπάρχουν.
Τώρα όμως δεν ξέρω
ποια από τις δυο εικόνες είναι αληθινή.

ΑΦΟΥΣΙΑ

Ακούω τον άνεμο
να γρατζουνάει τις χορδές της κιθάρας του
και βλέπω τη λίμνη να γδύνεται.
Μένει ολόγυμνη
αρχαίες ζωές αποκαλύπτονται
δεν μπορούν να κρυφτούν
ξεβράζονται από τα βάθη της
στάζοντας γύψο και πηλό.
Εδώ άρχισαν όλα, σκέφτομαι
ο έρωτας και ο πνιγμός
οι μυστικές συνευρέσεις
του νερού και του ηδυπαθούς φυσήματος
και να πώς καταλήξαμε
ο τόπος τώρα είναι έρημος
το σκοτάδι αφόρετο και αδοκίμαστο
σε τολμητίες που θα λάμψουν ξαφνικά.
Να ζεσταθείς
αλλά πρέπει κάποιος να τρίψει
μανιασμένα δυο αγκωνάρια
πάνω σε κάτι που θα ‘ναι πρόθυμο να θυσιαστεί.
Και να βιαστεί κυρίως
διότι μια περιοδικά ακανόνιστη τυφλότητα
μάς ταλαιπωρεί.
Περπατώ στο μονοπάτι
όπου απλώνει χαλί φωτός μια μεθυσμένη σελήνη
και την ώρα που νομίζω ότι σ’ αγγίζω
η σελήνη συνέρχεται.

Ο ΚΑΡΠΟΥΖΑΣ

Πουλάει καρπούζια μπροστά από τη στάση του λεωφορείου
Και τις προηγούμενες του ζωές πουλούσε καρπούζια
όμως επειδή τον 17ο αιώνα δεν υπήρχαν λεωφορεία
τα πουλούσε δίπλα από κοπριές αλόγων
και γαϊδουριών
στα σταυροδρόμια των χωματόδρομων
που ένωναν τα βοσκοτόπια
μια φορά χάρισε ένα ζουμερό καρπούζι
στην αυλή της Ρήγαινας
αλλά δεν κέρδισε την εύνοιά της
κι από τότε
υποψιάζεται πως
και στην επόμενή του ζωή
καρπούζια θα πουλά
μόνο που θα ήθελε να είναι
πιο νέος
λιγότερο σκυφτός
και καλύτερα ντυμένος
όταν εγώ θα περνώ με το ιπτάμενο αμάξι μου
θα τον βλέπω
και θα γράφω το ίδιο ποίημα.

ΠΕΝΤΕ ΓΑΡΥΦΑΛΛΑ

Πάτρα, 21.09.2018
Του είχαν απομείνει
πέντε γαρύφαλλα να πουλήσει
και ήταν μεσάνυχτα.
Αποκαμωμένος κι αρρύθμιστος να αντέχει
το συγκεκριμένο ωράριο εργασίας
κάθισε στο τραπέζι μιας νεανικής παρέας
που τον καλοδέχτηκε. Έπαιζαν μαζί του
σαν να ήταν εκείνο το εξελιγμένο είδος της κούκλας
που μπορούσε να ανταποκριθεί
χωρίς τις μπαταρίες της.
Εμείς πίναμε μπύρες
βαθιά μέσα στη φουσκωμένη πόλη.
Οι κλασικές ερωτήσεις:
-Οι γονείς σου;
-Σπίτι…
-Τόσο μικρός και πουλάς λουλούδια κατάνυχτα;
Καμία απάντηση
-0ες να κοιμηθείς;
-Ναι.
-Πόσο κάνουν και τα πέντε;
-Τρία ευρώ.
-Αν τα αγοράσουμε θα πας σπίτι;
-Ναι.
Ο κλασικός επίλογος:
– Το γαμημένο κράτος…
Οι υπηρεσίες…
Δεν υπάρχει τίποτα…
κανονικά θα έπρεπε να…
φυσικά, είναι εντελώς απαράδεκτο…
Σήκωσε στάχτες εκείνη τη νύχτα
κι ύστερα τα σπλάχνα της πόλης
πετάχτηκαν έξω.

ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
ένα αγέλαστο παιδί στην Ταϊλάνδη
πλέκει το φούτερ της επιστήθιάς σου επωνυμίας
κι άλλο ένα στο Περού
κατεβάζει πέτρες από το βουνό
στο πεινασμένο στόμα του ορυχείου
για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
λεχώνες μανάδες με θηλές φουσκωμένες
δουλεύουν πλύστρες
στις πιο βρώμικες κουζίνες της τουριστικής περιοχής
εδώ παρά δίπλα αλλά κι εκεί πέρα στην Ευρώπη
κι οι πατεράδες γίνονται ξανά σκλάβοι στην Αμερική
για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
οι πρόγονοί τους σκεπάστηκαν 60 χρόνια
από μια ασήκωτη πλάκα γης
κι όταν ξεμύτισαν από ένα φρεάτιο
που κατά λάθος έμεινε ανοικτό
πιο μαύροι από τη μαυρίλα τους
ήταν σαν να είχαν δει τον ήλιο πρώτη φορά
για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα
πλεούμενα βυθίζονται αύτανδρα στη Μεσόγειο
φανταστικά εισιτήρια
για τον βυθό βρέθηκαν στα χέρια τους
να τα κρατούν ακόμα
ενώ η δεκαπεντάχρονη Μύριαμ
βγαίνει οργισμένη το απόγευμα
από εβραϊκή φυλακή
και αναζητά το μάχιμο στρατιωτικό της σώμα.
Όλοι αυτοί ίσως δεν διάβασαν ποτέ ποιήματα
δεν έμαθαν ποτέ για σένα
για τον Σαχτούρη, τον Γουόλκοτ, τον Χίνι,
τον Κουαρόζ
τους υπερρεαλιστές, τα μεταμοντέρνα ρεύματα
και το σλαμ
ωστόσο, είναι αυτοί που έχουνε γράψει
τα ποιήματά μας
την ηρεμία μας πίσω από τους τέσσερις τοίχους
τα ονόματά μας στο διαδίκτυο
και τις εγκυκλοπαίδειες
την ευκαταφρόνητη φήμη μας
έχουνε θρέψει την υπερμεγέθη φιλοδοξία μας
όσο δεν μπόρεσαν να θρέψουν τα όνειρα
και τα στομάχια τους
και τώρα γράφω αυτό το ποίημα
γιατί πια ξέρω καλά
ότι αν δεν ήταν αυτοί
θα ήμουν εγώ
θα ήταν τα παιδιά μου
θα ήσουν εσύ
χωρίς το ραφιναρισμένο στυλ
και. το προβληματισμένο υφάκι
και τότε εμείς θα έπρεπε να γράψουμε
κάποιων άλλων τα ποιήματα.

ΘΡΥΜΜΑΤΑ

Εκείνη τη στιγμή
που το φλιτζάνι πέφτει στο πάτωμα
και θρυμματίζεται σε εκατό κομμάτια
καταλαβαίνεις τη σημασία της ακεραιότητας
ότι αυτό που λέμε ακέραιο
είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει
αυτό που δεν αφήνεται να πέσει
και να γίνει εκατό κομμάτια
αλλά επιμένει να συγκρατεί
ό,τι το αποτελεί
αποφασισμένο να μην δείξει
ότι είναι τόσο εύθραυστο
όσο ένα φλιτζάνι
ότι είναι ακριβώς αυτό:
εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.




ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ/ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2016)

[Το παιδί]

O KΡΟΤΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ

στον Ορέστη
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό στο σχολείο
κρυφόκλαιγα
όταν το χέρι της μάνας μου αποτραβιόταν
κι ένα σιδερένιο χέρι
με χάιδευε στην πλάτη.
Νομίζω
δεν ήταν ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο.
Τον ψυκτικό κύκλο της γνώσης τους φοβόμουν.
Τις λέξεις τους
σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν ζυμωμένες στη στοργή.
Έτσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιο μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις αγαπητερές
να τις παίρνει μαζί του
να τον κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ

0 πατέρας τους έφτιαχνε τα σπασμένα ποδήλατα
της γειτονιάς.
Έρχονταν και περαστικοί κάποτε, του έφερναν.
Τα δυο παιδιά του έτρεχαν πέρα-δώθε ξυπόλητα
και ρακένδυτα
– στα μάτια τους έλαμπε η περιπέτεια
και το τέλος της.
Όλη μέρα έτρεχαν
αυτός πνιγμένος στη δουλειά
δεν τα χάνε απ’ τα μάτια του
όμως μια κοφτερή στιγμή
που το αδόκητο δρεπάνιζε τα σύθαμπα
στο τυφλό σημείο
όταν ο αυχένας αδυνατεί να στρίψει
του ξέφυγαν
καβάλησαν δυο σέλες
με τρυπημένους τροχούς
ξεχαρβαλωμένες καδένες
διαλυμένα φρένα
κι ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο των ονείρων.
Στη μεγάλη κατηφόρα των χρωμάτων
εκεί που συνήθως
όλα τα ξυπόλητα παιδιά την παθαίνουν
δεν τα κατάφεραν.
Τα γύρεψε μάταια
ο πατέρας τους
– ο ανήλιαγος.
Τα γύρεψε βουβά.
Μόνο αυτός τα γύρεψε.
Αυτά και άλλα περιστατικά
συμβαίνουν σε αφώτιστα μέρη.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.

[Περιπέτειες]

ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος, ποιος είναι;»

Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ

Τυχαία πριν από χρόνια
βρήκα μια φοινικιά πεταγμένη
στο περβόλι του πατέρα
ήταν δεν ήταν όσο το χεράκι ενός παιδιού
μην τη φυτέψεις χαμένος κόπος
μου είχε πει
δεν τη βλέπεις;
Την πήρα και τη φύτεψα.
Αν έρθει κανείς τώρα στον κήπο μου
θα δει μια θεόρατη φοινικιά
να ρίχνει κλαδιά στην αυλή του γείτονα
και να τραγουδά
κι όταν με ρωτούν πόσα παιδιά έχω
λέω πέντε και το ένα παραλίγο να πεθάνει.

ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ

Δεν είναι η φωνή μου αυτή που ακούω να ηχεί
στο σκοτεινό δωμάτιο.
Χρόνια ακίνητος και άλαλος
μέσα σε νυχτερινή ονειροπόληση
και περισυλλογή
η σιωπή της πρέπει να έβγαλε ρίζες
σε κάποιου πρόσφορου το στόμα.
Κάποιου εξόχως ομιλητικού
που με ακρίβεια υπέθεσε τη φωνή μου.

[Θανατερά]

Ο ΓΕΡΟ ΓΙΩΡΚΗΣ

Κάθε που ο γέρο Γιωρκής
–που σε χρόνους δύσκολους έκλεψε τη Δεσποινού–
ένιωθε άρρωστος
έπινε κάθε μέρα για μια εβδομάδα ένα ποτηράκι ούζο
κι αν δεν του πέρναγε το γύριζε στο ελαιόλαδο
ένα κουτάλι τη βδομάδα σταθερά.
Όμως από τότε που είπε στη Δεσποινού
και στα δώδεκα τους κοπελλούθκια
“φύεετε εσείς, εγιώ εν να μείνω να προσέχω τα κτηνά”
από τότε που καταχωρήθηκε ως αγνοούμενος
και δεν ξανακούστηκε γι’ αυτόν
από τότε που έπαψαν να ταχυδακτυλουργούν
οι δωρητές της ελπίδας
από τότε η αμφιβολία:
Θα χτυπήσει ο εκσκαφέας πάνω στο σκληρό του καύκαλο;
Θα έρθουν μια μέρα οι αρμόδιοι με τα απομεινάρια του;
Τι διάολο γιατροσόφια υπάρχουν για κάτι τέτοια;

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι
για να το γλείψει αργότερα.

ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ

Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
– πολλών ήσυχων ημερών.

[Ερωτικά (της γυναίκας)]

Η ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Ο ερχομός της στην πόλη
έφερε δονήσεις
που προκάλεσαν διακοπές
στην ηλεκτροδότηση της λήθης
της λήθης του έρωτα
και αρρυθμίες στην καθημερινή διεκπεραίωση
πολυκαιρισμένων συνηθειών
ενώ οι λάμψεις
που προείκαζε σε προπορευόμενους ορίζοντες
στην αντανάκλαση μελλοντικών αιώνων
πολιορκούσαν απροσδόκητα
το εικονικό φρούριο του.
Εκείνες τις μέρες λοιπόν
που ήξερε ότι δεν θα είναι πολλές
όπως ένα πιάτο τριαντάφυλλα
που ρευστοποιούνται σε συναισθήματα
απέφευγε να πλησιάζει
τα ψηλά παράθυρα των πάνω ορόφων
τους φωταγωγούς που μέσα τους
η παιδική περιέργειά μας
σκοτώθηκε πολλές φορές
τις ταράτσες του ουρανοξύστη αδύνατου
με την ουρανομήκη σιωπή των ευρισκόμενων
σε απρόσιτες κορυφές
όλα εκείνα τα αρχιτεκτονικά κολαστήρια των πόλεων
που τα επινόησαν
όσοι λίγο αγάπησαν ή αγαπήθηκαν
και που χωρίς να καταλάβεις
έχεις ήδη ενσωματωθεί
στην κυριαρχία του βάθους τους
όταν με πετρόχτιστη αδιαφορία
συχνά ενθαρρύνουν
μια διαδοχική σειρά
σχεδόν πραγματικών σου πτώσεων.

Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ

Κοιμάται αποκαμωμένη
διαγώνια του κρεβατιού
και δεν ξέρω καν αν αναπνέει.
Δίπλα της
απλωμένος ο γιος μου
σκεπασμένος με φύλλα της νύχτας.
Η μυστική ανεμόσκαλα της σελήνης
8α ξεδιπλωθεί
αλλά θα την ανέβω πάλι μόνος.
Εκείνη θα ξυπνήσει
0α προσέξει της ανεμόσκαλας την άσκοπη αιώρηση
και θα τη μαζέψει
τη βάλει στο ντουλάπι
πως τόσα άλλα πράγματα
ανεξήγητα κάποτε
ρίχνει ο ουρανός.

[Ερωτικά (της ποίησης)]

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ

                              Στον Μ.Π.
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
εγώ κι εσύ το ξέρουμε, Μιχάλη.
Όλα τα άλλα
φλυαρίες
μια ενθρόνιση της κενότητας.
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
και μεταξύ μας αυτή είναι η αλήθεια.
Όλα τ’ άλλα
να έχουν δουλειά οι ειδήμονες
ο σκόρος, η κιτρινίλα, η λήθη
ενώ εμείς άφωνοι, τελειωμένοι
με φαγωμένα από τη νικοτίνη δόντια
να μας κατατρώει το αναπάντητο:
Μπορούσαμε να βγάλουμε κάτι περισσότερο;
Να μην τα παρατούσαμε τόσο εύκολα;
Γινόταν να εναντιωθούμε λίγο ακόμα;
Γινόταν να εναντιωθούμε κάπως καλύτερα;

ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;

ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ (2013)

ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ

Θα υπάρχουν πάντοτε
καράβια που πάνε και καράβια που έρχονται
Μαραθώνες και Σαλαμίνες
γι’ αυτό
θα προκύπτει πάντοτε
κάποιος Κυναίγειρος
με τα πελώρια χέρια του
ν’ αρπάζει το περσικό πολεμικό
να το κρατά ακίνητο
και όταν του κόβουν τα χέρια
να το συγκρατεί με τα δόντια του
και όταν του συνθλίβουν το σβέρκο
(για να ξαπολήσει επιτέλους)
τα δόντια του να βυθίζονται
στο ξύλο της πλώρης
και να μένουν εκεί βυθισμένα
μέχρι να λιώσει πρώτα το ξύλο
και μετά τα δόντια του.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ

Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.
Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;
Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσα της με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες
δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να γίνουν.

ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ ΣΕ ΚΑΔΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Διαλέγουν συνήθως τις λιχουδιές
με βάση το μνημονικό του ουρανίσκου τους
την εξωραϊσμένη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους
συνδυάζοντας πάθος για νέες γεύσεις με βουλιμία
καλούς τρόπους και αριστοκρατική φινέτσα
το ίδιο και το χαμίνι της γειτονιάς
λιποβαρής στα κιλά ενός παιδιού
δεν τον υπολογίζεις
περνά απαρατήρητος
όταν πεθάνει
μια σελίδα θα έχει σχιστεί
από παραμύθι που δεν διάβασε κανείς
με το ποδήλατο του περιφέρεται στις γειτονιές
γι’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο
οσμίζεται σαν λαγωνικό
αποκλειστικά το χρήσιμο
κοντοστέκεται
κοιτάζει αριστερά, δεξιά
και επιτίθεται
στους κάδους απορριμμάτων
διαλέγοντας πάντα τις λιχουδιές.

ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι τον κουτσό Αζέρο
να λογοφέρνει με τη γυναίκα του
και να εγκαταλείπει τα τρία παιδιά του
ανεβαίνοντας αλαφιασμένος τα σκαλιά
που κάποτε ανέβαιναν
ο Μεγάλος Πέτρος και οι αυλικοί του.
Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι το μικρότερο παιδί του Αζέρου
να γαντζώνεται από το σακατεμένο πόδι
του πατέρα του
να τον ικετεύει μάταια να μη φύγει
να κλαίει πάνω στα σκαλοπάτια.
Από τότε φαντάζομαι το μικρό αγόρι
να μεγαλώνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα
να απομακρύνεται από τ’ ανάκτορα
να γίνεται πατέρας που δεν φεύγει.
Μα το αγόρι δεν μεγάλωσε ποτέ
το αγόρι έμεινε για πάντα ασάλευτο
στα σκαλιά των Ανακτόρων
να περιμένει
τον πατέρα του να επιστρέψει
αυτά ακριβώς θυμάμαι
από τα ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου.

Η ΒΕΛΟΥΔΙΝΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΠΟΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο καθένας πορεύεται τον δρόμο του
τον διανύει μέρα νύχτα
ξύπνιος ή στον ύπνο του
διανύει τον δρόμο του
είναι αποκλειστικά δικός του
περαστικοί τον διασταυρώνουν
τους συναντάς
σε συναντούν
κάποιοι μένουν για λίγο
κάθονται και τρώνε μαζί σου
ώσπου η μερίδα τους να τελειώσει
φεύγουν ραίνοντας με οσμές τα φύλλα της καρδιάς σου
το δέρμα τους το παίρνει ο ουρανός
για να φτιάξει καινούργιους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος πορεύεται μονάχος τον δρόμο του
οι μέρες του είναι αποκλειστικά δικές του
κανείς δεν βλέπει το ξημέρωμα όπως εσύ
κανείς δεν υποψιάζεται για πολύ την οδύνη του άλλου
όταν όλα έχουν αφαιρεθεί
τα σύννεφα της απελπισίας
είναι καθαρά
μόνο στου καθενός ξεχωριστά τον δρόμο
γι’ αυτό εκατομμύρια άνθρωποι θα συνεχίσουν να χάνονται
με όλους τους τρόπους
χωρίς κανείς να θρηνήσει
περισσότερο απ’ όσο διαρκεί
η αναμονή της έλευσης ενός αστικού λεωφορείου
γιατί όλοι έχουν να πορευτούν τον δρόμο τους
χωρίς προειδοποιητικές σημάνσεις
χωρίς δυνατότητες επαναστροφής
έως ένα τελικό σημείο συνεύρεσης
όπου ένας δρόμος κοινός
συνάμα άγνωστος θ’ ανοίγεται για όλους.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Αν το καλοσκεφτείς
ένας παλμός μάς διατηρεί
και μαζί του
χιλιάδες άλλες λεπτομέρειες
που η μια από την άλλη
χωρίς να δίνουν λογαριασμό
εξαρτάται και διαπλέκεται.
Έτσι λοιπόν
οι αυτόχειρες είχανε πάντοτε
ένα πλεονέκτημα:
Έζησαν όσο ήθελαν
οι υπόλοιποι
όσο μπορούσαν.

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Αφού έσφαξαν τους Ινδιάνους
πυρπόλησαν τις σκηνές τους
ισοπέδωσαν τους καταυλισμούς τους
στείρωσαν τη ζωή τους
(για να μην υπάρξει η συνέχειά της)
γονιμοποίησαν τις ερήμους τους
με μηχανικές πολιτείες
όπου όλα έμοιαζαν μεταξύ τους
σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι με τα ποτάμια
που αντί νερού
έρεαν αίμα
ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι με τα ινδιάνικα αγάλματα
που αποκτούσαν σάρκες
και βρυχούνταν.

ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ

Ταξιδεύοντας στον δρόμο Κοιλανίου-Αμιάντου
βλέπω ξαφνικά
καβάλα στο γαϊδουράκι του
τον κύριο Κώστα
τον παππού μου
η ώρα πέντε του χαράματος.
Πού πας παππού; τον ρωτώ
Κυριακή ημέρα
το μεταλλείο είναι κλειστό
δεν γίνεται η ανάγκη να σε πηγαίνει πάλι στη δουλειά.
Τα ίχνη των βημάτων του
πολλών ετών θαρρώ
βυθίζονταν ανεξήγητα στην άσφαλτο
τον ακολούθησα με πόθο βαθύ
τρυπημένο από νοσταλγία αιχμηρή
να τον κουβεντιάσω ήθελα
τώρα που τον συνάντησα
με κοιτάζει όμως παράξενα
δεν αποκρίνεται στις εκκλήσεις μου
παρά μόνο προχωρά.
Είμαι ο άγγονάς σου, παππού
τα σκαμμένα χέρια σου
με κράτησαν κάποτε σφικτά
σε αυτόν τον κόσμο
χωρούσα ολόκληρος μες στις χούφτες σου
τις αργίες
με πήγαινες στον κινηματογράφο
πηδούσα κρυφά μέσα στο έργο
και επέστρεφα
λίγο πριν ξυπνήσεις
αποκαμωμένος ‘συ από τη σκληράδα των ημερών σου
συγχώρα με
δεν θυμούμαι ούτε μια ταινία πια
θερμομετρούσες μέσα μου τον πυρετό
με τα πόδια στον γιατρό για τα φάρμακα
μέσα στ’ αγιάζι
τις νεροποντές
δεν έμαθες ποτέ σου ποδήλατο
πάνω σε πέτρες κύλησε η ζωή σου
από καιρό σε κατάλαβα
δεν ήξερες πέραν της αγάπης.
Πώς την αντλούσες; Από πού;
Έβλεπες χορδές να παίζουν
δίχως ήχο
μεγάλη χωματερή η υπομονή
χωράει όλο το σκουπιδαριό του κόσμου.
Δεν χαίρεσαι που με θωρείς, παππού;
Τον ρώτησα.
Συνέχισε ατάραχος τον δρόμο του.
Πες μου πώς γίνεται
εσύ στους ζωντανούς να βρίσκεσαι
σε θάψαμε γρήγορα
ήταν Μάης
πώς να σε περιφέρουμε
μέσα σε ανθισμένους κήπους;
Κοντοστάθηκε τότε
κάτι μουρμούρισε δίχως ν’ ακούσω
(σαν θλίψη χωρίς το σχήμα των λέξεών της)
και συνέχισε σκυφτός
έτρεξα ξωπίσω του
ήθελα να τον αγκαλιάσω
αν και ήξερα ότι τα απέφευγε όλ’ αυτά
οι αγκαλιές δεν είναι για τους άνδρες,
μου έδειχνε.
Δεν τον προλάβαινα.
Περπάταγε ανάλαφρα
πέραν απ’ το ταχύ ή το αργό
δοκιμασμένος καιρό στο βασίλειο της σιωπής
τον έχανα, γινόταν σκιά ασύλληπτη
ενώ εγώ από κάπου αιωρούμουν
σαν στοιχειό.
Κοίταξα γύρω μου
ξέβαφαν τα χρώματα
το τοπίο πίσω απ’ του Τροόδους τα βουνά
μαβί πηχτό, μολύβι
πανδαισία από στάχτη
έσμιγε όλη την απελπισία
σε τερατούργημα αποχρωματισμένο
έβγαλα τότε μακρόσυρτη κραυγή
που κατάλαβα
πως κανείς δεν μαθαίνει
ότι επέθανεν.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

Αν τα σπίτια μάς ανήκουν
τα γεγονότα των σπιτιών
δεν τα ορίζουμε
τα μυστικά, οι γογγυσμοί
οι άοπλες συγκρούσεις
αλλά και συμβάντα πιο τραγικά
εκείνων που μέσα απ’ τον ύπνο τους
ποτέ τους δεν θα σηκωθούν
να μάθουν ότι πέθαναν
ενώ ήταν για να πάνε όπως κάθε μέρα
στη δουλειά.
Σαν αναρριχητικά φυτά
διεισδύουν μες τα χρόνια μας
τα γεγονότα των σπιτιών
καταλαμβάνοντας κάθε τους στρωμνή,
υψιτενείς σκιές που περιφέρονται
σε πεδίο ακήρυχτου πολέμου,
κανείς δεν τα καρφώνει πάνω σε τοίχους
κανείς δεν τα σταυρώνει σε σταυρούς
όμως δεν φεύγουν.

ΣΒΗΝΟΝΤΑΣ ΙΧΝΗ ΕΠΙΜΕΛΩΣ

Σύντομα θα αποχαιρετήσουμε κι αυτό το καλοκαίρι
θα αποτινάξουμε τους τελευταίους κόκκους άμμου
απ’ τα σώματα
ένας θα ξεχαστεί βαθιά
μες τον λαβύρινθο του αυτιού
κι ίσως θαφτεί μαζί μας
θα σφαλίσουμε σφιχτά σε κάποιο ποίημα
ένα κομμάτι ήλιο λαμπερό
θα το διαβάσουν οι τυφλοί
και θα λάμψει σαν μικρός πυρσός τη νύχτα
(κι είναι πολλές τώρα οι νύχτες).
Θα κρύψουμε μιαν υποψία δροσιάς κάτω απ’ τη γλώσσα
θα διαχυθεί με τον καιρό στον ουρανίσκο
κι ένα μελλοντικό φιλί θα έχει γεύση θάλασσας
θα εξαφανίσουμε έναν απροσδόκητο έρωτα
όπως ο ταχυδακτυλουργός
–με κίνηση αστραπιαία
το φοβισμένο κουνέλι–
καταχωρώντας τον στα μη συντελεσθέντα
έτσι κανείς δεν θα μπορέσει να μας κλέψει τίποτα
αφού τίποτα δεν θα έχουμε
πέραν από τον απολογισμό
ότι από μπροστά μας πέρασε
ακόμη ένα καλοκαίρι.

ΕΞΟΔΟΣ

Εδώ
σε αυτόν τον τόπο
η ζέστη είναι στεγνή
άνθρωποι δραπετεύοντας
από τα ξεραμένα τους κορμιά
περνούν την ενδοχώρα
κι ακολουθώντας όλοι τις ίδιες γραμμές
ενώνονται με τη θάλασσα
όπως ενώνονται με μια γυναίκα
η οποία τους θέλησε σιωπηλά πολύ καιρό
πριν εκείνοι ανακαλύψουν τον βυθό της.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Πέρασε από τότε πολύς καιρός
ο μοναδικός μάρτυρας δεν μίλησε
έδεσε σφικτά τη σιωπή του
σε λήθης προεξοχή
το μυστικό δεν διέρρευσε
κανείς δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ αυτό
θα μπορούσε λοιπόν να το ξεχάσει
να το θεωρήσει ως μη γενόμενο
θα μπορούσε ακόμη
να το αρνηθεί
δεν ήταν αυτός
τον μπέρδεψαν με άλλον
εκείνη την ώρα βρισκόταν αλλού
όλοι ήξεραν ότι βρισκόταν αλλού
εξάλλου
ήταν σκοτάδι όταν συνέβη
κι αυτός μη αναγνωρίσιμος
φορώντας τα μαύρα του γυαλιά.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια
αναρωτιέται αν θέλουν να του μηνύσουν
ότι εκείνη ξέρει την αλήθεια
ότι ξέρει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια
για το φοβερό εκείνο μυστικό
που ενώ αυτός σχεδόν ανώδυνα διατηρεί
στην επιφάνεια της ζωής του
σαν αμυχή πάνω στο δέρμα
αυτή το έχει φυλάξει
βαθιά μέσα στην καρδιά της.
Για να αποκαλυφθεί
εκείνος μόνο
πρέπει να τ’ ομολογήσει.

ΤΟ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ  (2010)

ΤΟ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ

Πόση βροχή δεν έπεσε
από τους δισταγμούς των σύννεφων
μαύρος ήταν ο ουρανός
κοιλοπονούσε
νερό πολύ να βρέξει ήθελε
δεν έβρεξε.
Αόρατος τοίχος ο δισταγμός
όσο τον ανεβαίνεις
τόσο πιο πολύ ψηλώνει
πάνω του σπάνε
κύματα ψηλά
έρωτα έγκλειστου
στο ανομολόγητο
εξίσου επιδέξια αποτρέπει
ζωές στεγνές να βρέξουν
που τρεκλίζουν στη μεθόριο
της στεριάς με τη θάλασσα.
Τι γίνονται όλα αυτά
που δεν έγιναν;
με ρώτησες.
Σε ονειροφράγματα υποθέτω αποθηκεύονται
και από εκεί διοχετεύονται
σε μέλλον διψασμένο
με παραπόταμους που εκτείνονται
και χάνονται πέρα από τους χάρτες
σταγόνα σταγόνα να ποτίζουν
το απραγματοποίητο.

ΚΑΠΟΤΕ ΗΜΟΥΝ ΠΟΤΑΜΟΣ

Το τραγούδι μας, ψιθύρισες
το θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι τίποτα πια
εδώ και πολύ καιρό
έχω λιμνάσει
με γέννησε ένας καταρράκτης
που τρέχει χωρίς μνήμη αδιάκοπα
που τρέχει πολύ νερό αδιάκοπα
δεν σταματά
αποκομμένος από την πηγή του
ενσωμάτωσε όλο το μήκος της αποδημίας του
και το πλάτος της έλλειψης του
βάθος μου ζητάς
άλλα σε λίγο ρηχό ρυάκι θ’ απομείνω
και μετά θα ξεραθώ
σε μακρύ αποτύπωμα
μόνο να κελαρύζω μπορώ
την επικείμενη αφυδάτωση μου.

ΔΟΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΝ

Δέρμα ανθεκτικό σε καύσωνες
με απορροφημένα τα εγκαύματα του
για περιπτώσεις βαριές
σε όσους έλιωσαν
μέσα σε βραδυφλεγείς ήλιους
προσωπικής μόνο χρήσης.
Πνεύμονες που νόμιζαν
ότι ήταν βράγχια
αφού συνήθως
ρουφούσαν θάλασσα.
Ήπαρ έμπειρο
σε καταχρηστικές οινοποσίες
στίχων με υψηλή περιεκτικότητα άλκοόλης.
Καρδιά σε άριστη κατάσταση
επαρκούς χωρητικότητας
και με διαφορά ώρας
στα ημισφαίρια της
να μην συναντούν
οι νυν
τούς πρώην.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ας χαραχτεί λοιπόν κι αυτός ο δρόμος.
Κάντε τον όμως να μην οδηγεί στο ίδιο αδιέξοδο
να μην τους υπόσχονται οι οδοδείκτες
προορισμούς ονείρων
και μετά περίλυπους
να τους επιστρέφουν
σε αφετηρία χωρίς αφέτη
να πρέπει να διανύσουν
ως άλλοι πια
την ίδια περπατημένη απόσταση.
Κάντε λοιπόν κι αυτόν το δρόμο.
Φροντίστε όμως να φτιάξετε λωρίδες διαφυγής
προς οδικό δίκτυο ανεξερεύνητης σημασίας
σε μέρη άγνωστα να οδηγούν
σε εκτάσεις αχανείς
να ταξιδεύουνε
σαν ανεμοσκορπίσματα
στους τέσσερις ορίζοντες.
Κάντε τον όσο γίνεται μακρύτερο αυτόν το δρόμο
να μην τελειώνει
σε μιας ζωής πεζοπορία
να πεθαίνει από κούραση
ο έρωτας
πριν να γεράσει.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΧΑΛΑΖΙ

Εκείνο το απόγευμα
έριξε θυμάμαι
πολύ χαλάζι
σε πήρα τηλέφωνο
για να σου πω
ότι δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα.
Η μπουγάδα είναι μέσα;
με ρώτησες
Ναι, είναι μέσα,
όμως εμείς
για μια στιγμή
μου φάνηκε ^
ότι ήμασταν έξω στην αυλή
αγκαλιασμένοι
και χορεύαμε.

ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

Γράμματα βλοσυρά
μου φέρνει ό ταχυδρόμος
γράμματα που δεν λένε καλημέρα
βυθισμένα στο έρεβος
του γραμματοκιβωτίου
μουλιασμένα, της υδατοπρομήθειας
γράμματα ηλεκτροφόρα της Αρχής Ηλεκτρισμού
επιστολές τραπεζικές,
υπενθυμίσεις ανεξόφλητων λογαριασμών
και προειδοποιήσεις τελευταίες
για άμεση αποπληρωμή
συσσωρευμένου χρέους
σε γενναιόδωρα χρόνια
που μου είχαν μυστικά δανείσει
λίγα μετρητά ευτυχίας
με το επιτόκιο που επιβάλλει
το τοκογλύφο παρελθόν
για να τα βγάζουν πέρα οι μέρες μου,
να μην ζητιανεύουν τον καιρό.
Αν όμως κάτι απρόσμενα
πολλαπλασίασε την άξια του
ήταν οι μετοχές μου
σε αζήτητα όνειρα
πού επέμεναν παρά τις προειδοποιήσεις
να επενδύονται
σε επισφαλείς ύπνους.
Δεν ξέρω πώς
φούσκα ίσως να ονειρεύεσαι τις μέρες
το βράδυ εξαργυρώνονται
οι δοσοληψίες με το υπερπέραν.
Αυτές μου κληροδότησαν
σπάνιο σμήνος φευγαλέων ελπίδων
φτερούγιζαν για κάμποσο καιρό στον κήπο μου
να με φυγαδεύσουν κατάφεραν σε άγνωστο έδαφος
χωρίς διεύθυνση, χωρίς συντεταγμένες
να ηρεμήσει επιτελούς ο απελπισμένος ταχυδρόμος
να έχει πού να παραδώσει
τα αταχυδρόμητα και μη παραληφθέντα.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΒΙΣΚΟΣ Ο ΕΔΩΔΙΜΟΣ

Το παιδί είπε «παπά, θέλω:> νερό».
Αυτός τρέμοντας σύγκορμος
του έφερε νερό.
Το παιδί δεν μπορούσε να πιει νερό.
Το παιδί ξεψύχησε μέσα σε λίγες ώρες.
Τώρα, όταν εκείνος πίνει νερό,
θυμάται τη ζωή του
σαν μια έρημο
που μέσα της
κάποτε είχε φυτρώσει
ο μικρός ιβίσκος
ο εδώδιμος.
Τώρα όταν το νερό κυλά στο λαρύγγι του
είναι όπως ένας ποταμός
που εκβάλλει
σ’ εκείνη την έρημο.
Μακάριο νοσοκομείο, 2006

ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΕ ΝΤΟΥΛΑΠΙΑ

Μπήκε κρυφά στο παιδικό του δωμάτιο
έβγαλε τα ρούχα του
και φόρεσε τις έφηβες του πιτζάμες.
Είχε επιστρέψει με υπηρεσιακό
από παλαιότερες ηλικίες,
τα τεράστια τριχωτά πόδια του
κρέμονταν σαν ξεχαρβαλωμένες κεραίες
από το μικρό κρεβάτι.
Ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι,
ήταν σκληρό σαν βότσαλο,
η θάλασσα που κάποτε
τον είχε βγάλει στη στεριά
λίμναζε τώρα
φυλακισμένη
μέσα σε στενάχωρα ντουλάπια.

ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟ

Όταν έρχονται οι λέξεις, είπε
πρέπει να τις τακτοποιείς αμέσως
όπως μπορείς κι όπως ξέρεις,
αν δεν το κάνεις
οι λέξεις
θα μείνουν παγωμένες
σαν το μέτωπο
της γιαγιάς
μες στον ηλιόλουστο Απρίλη.
Η πνοή που φέρνει τέτοια πράγματα
είναι πάντα βιαστική.
Εξαντλεί το απόθεμα της
σε μεταφορές
όχι σε διατηρήσεις
δεν είναι για να περιμένεις
είναι μόνο για να προλαβαίνεις.

ΣΕ ΤΟΜΟΥΣ

Όπως οι εκλιπόντες
τοποθετούνται ευλαβικά στα φέρετρα
τα φέρετρα
στους θαλάμους των νεκροτομείων
όπως οι φωτογραφίες των εξαφανισθέντων
σε αστυνομικούς σταθμούς αναρτούνται
όπως οι σκελετοί
των προϊστορικών ζώων
στα μουσεία μεταφέρονται
έτσι και τα ποιήματα
σε τόμους καταλήγουν.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΠΙΤΙ

Πάνω στο λόφο
είναι το μεγάλο σπίτι
χτισμένο με ακριβή πέτρα
από λατομεία όπου πολλοί σκοτώθηκαν.
Ηλεκτροφόρα καλώδια
το περιβάλλουν
σαν απόρθητο φρούριο.
Όμως συχνά
κάτι βαρύ ακούγεται να πέφτει απ’ τις επάλξεις του
και να σκάει με πάταγο στο έδαφος.
Κάποιος που είχε καταφέρει να αποδράσει
είπε ότι είδε ανθρώπους
να καθαρίζουν μέρα νύχτα το πλακόστρωτο
από τα αίματα
τα τζάμια από τα άδεια βλέμματα,
τα πατώματα
από τα ίχνη που άφησαν
βιαστικά φαντάσματα
και μετά να εξαφανίζονται.
Κάποιος που είχε έρθει από μέσα
είπε ότι το μεγάλο σπίτι
είχε ένα μεγάλο άδειο
που ένα αόρατο χέρι
με μαεστρία έχει χτίσει.

ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ

Σε κάθε δουλειά
είναι μια γυναίκα για τις άλλες δουλειές.
Πλένει τα πιάτα
καθαρίζει τα αποχωρητήρια
ψήνει καφέδες όταν τα πλήκτρα κροταλίζουν,
καφέδες λυπημένους
για να βλέπει στα φλιτζάνια
το πρόσωπο της.
Έχει χέρια μακριά σαν σκουπόξυλα
δείχνει συνήθως κουρασμένη
από ένα φορτίο
που πάντα κουβαλάει στους ώμους της.
Είναι το φορτίο αυτών που έπονται
που δεν τους βλέπει
παρά μόνο τους ανοίγει το δρόμο
να μεγαλώνουν
φτάνοντας έτσι αυτή
στο τέλος του δρόμου.
Αυτό το φορτίο
το διακρίνεις μόνο εσύ
και τη βοηθάς
πότε πότε
να το κατεβάζει.

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Προχωρούν αγέρωχοι στο μέλλον.
Δουλικός περίγυρος
καθαρίζει τον καθρέφτη
από τα προηγούμενα είδωλα τους.
Τι προηγήθηκε πριν γίνουν εξουσία;
Τι μεσολάβησε της αγιοποίησής τους;
Υπάρχει πάντα ένα σκοτεινό μεσοδιάστημα
που αποσιωπάται.

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Η κόρη του ποτέ δεν τον είχε δει.
Η κόρη του ποτέ δεν τον είχε πει.
Όταν τα λείψανα του ταυτοποιήθηκαν
όταν επιβεβαιώθηκε το γεγονός
πως ήταν στα τρία μέτρα εκτελεσμένος
από τότε
στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη
κι έκανε πρώτη φορά
να τον ψελλίσει:
«Πατέρα».
Η λέξη σχηματίστηκε στα χείλη της
κι έσκασε με κρότο
στο πάτωμα
όπως ή έκρηξη μιας βόμβας
που χάρις στη βραδύτητα του ήχου
έχεις το προνόμιο να δεις
το δευτερόλεπτο εκείνο
πριν ακουστεί.

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Όχι, δεν είναι εκείνος
που χάθηκε πριν τόσα χρόνια.
Μικρό παιδί
επιμένει
να περιφέρεται στη μνήμη μου
πέφτοντας πάντα
στο κενό
μιας συμπαγούς
απώλειας.
Με το κοντοπαντέλονο
το άγουρο δέρμα
το βλέμμα το ασκοτείνιαστο
πήγαινε στον πόλεμο
και πιο πέρα από τον πόλεμο
σε χώρο και χρόνο
αγνοούμενο.
Εκείνον θέλω να μου επιστρέψετε
όχι αυτόν τον άγνωστο
που φέρνει μαζί του
γένια σκληρά
από φυλακή μακρινή
και κατασκότεινη.

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ (2005)

Ο ΣΥΓΓΝΩΜΩΝ

Έσπασε την πέτρα
έφτασε στο χώμα
άρχισε να σκάβει
με τα δυο του χέρια
ολημερίς έσκαβε
χτύπησε πάνω σ’ ένα σπασμένο κόκκαλο
κροτάλισε το αυτόματο
συντρίβοντας το όστρακο της λήθης
ξεθάφτηκε ο προαιώνιος πυροβολισμός
μύρισε ο τόπος μουλιασμένο μπαρούτι.
Έπιασε τότε τη σφαίρα και την χάιδεψε
την τύλιξε σ’ ένα γαρύφαλλο
και βούλωσε το στόμιο του όπλου
το χέρι του άλλου αποσύρθηκε από την σκανδάλη
έκανε άσπρο κύκλο πάνω στο μέτωπο της νύχτας.
Αποκοιμήθηκε.
Να βρουν την ησυχία τους οι επόμενοι
να πορευτούν εν ειρήνη.

Ο ΤΑΦΟΣ

Αυτός που σκότωσες
πέρασε μέσα σου
φώλιασε τρομαγμένος σαν αηδόνι
στο ταβάνι του πίσω μπαλκονιού σου
περιφραγμένη θέα επιλέγει
και δεν μιλάει.
Φοβάσαι τη μετέωρη του σιωπή
το βουβό του κατηγορώ
που ως ουρλιαχτό διασκορπίστηκε στα κύτταρα σου.
Μέσα σου ζει ο σκοτωμένος
ασάλευτος σαν νεκρός
δεν σου ζητά τον λόγο
μόνο χορτάρια και βρύα σε γεμίζει
με μύρα μυρωδικά σε ραίνει
ηχούν τρισάγια στ’ αφτιά σου
γίνεσαι ο τάφος του.

ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΟΣΧΟΒΙΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Τρία παιδάκια
σαν τρία πουλάκια
σκάλιζαν τα σκουπίδια
κελαηδούσαν και τιτίβιζαν
σε περασμένη ώρα
ύστερα πέταξαν
στις φωλιές τους
όχι δεν πέταξαν
στις φωλιές τους
νομίζω δεν πέταξαν στις φωλιές τους.
Παρασύρθηκαν από τον αέρα του πρωινού
πριν τους κλείσει η φυλακή
που δεν την βλέπεις
παρά μόνο ακούς
τις ανέκκλητες μπάρες της
να πέφτουν.
Είδα ένα παιδάκι να πουλάει λουλούδια
εκατό ρούβλια το μπουκέτο
κανείς δεν αγόρασε
από την πολυεθνική παρέα
«λέει ψέματα,
ο πατέρας του δεν τον εγκατέλειψε
κι η μάνα του
δεν είναι κατάκοιτη στο στρώμα».
Εσείς πόσα ψέματα είπατε άθλιοι
ούτε καν για να πουλήσετε
ένα μπουκέτο λουλούδια
λοιπόν
μονάχα αν δεν υπήρξατε
έχετε το δικαίωμα να υπερασπιστείτε
αξιοπρεπώς την αθωότητά σας
Προσκομίστε πάραυτα
πιστοποιητικό ανυπαρξίας!

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ

Άλλο πρόσωπο είχε το πρωί
τί είδους μαχαίρια σε χαράκωσε έτσι;
Σε είχα προειδοποιήσει να σταματήσεις
να καλλιεργείς αδέσποτα χέρια
δεν θα φυτρώσουν
για να γράψουν τη θεσπέσια λέξη
αναπόφευκτα στράφηκαν εναντίον σου
αγανακτισμένα με την ποιότητα του εδάφους
πώς να πιάσουν με τόσο αίμα να τα ποτίζει;
Δικό τους αίμα που μέχρι πρόσφατα
στις φλέβες τους κυκλοφορούσε
να μην σε ξαναδώ λοιπόν στο αυθόρμητο
να καυχιέσαι ότι απέκτησες φτερά
για κατακόρυφη απογείωση
ό,τι κατακόρυφα ανυψώνεται
κατακόρυφα συντρίβεται
καλλιέργησε αν θέλεις σύθαμπα
από σπόρους αδήλωτου ήλιου
άλλωστε κρύβεις πολλές
ξεθυμασμένες αχτίδες
στην αποθήκη σου
ποθούν να λάμψουν φευγαλέα
πάρε ως παράδειγμα εμένα
από καιρό έχω πάψει δημόσια να ανθίζω
για να κερδίσω εύκολη πρόσβαση
στη λεπιδοφόρο νύχτα
επέλεξα το συμβιβασμό
μιας μυστικής ανθοφορίας
και φυσικά έπρεπε κάποια στιγμή να μαρανθώ
όπως είχα υποσχεθεί
στα εκ γενετής ζηλότυπα μαραμένα
όλα τα κλαδιά μου τα έστρεψα
τότε προς τα μέσα
σ’ ένα άδειο χώρο πού αν δεν δοκιμάσεις
δεν θα μάθεις ότι υπάρχει
με την πείρα και τις δοκιμασίες
σε όλες τις μορφές της κίνησης
διδάσκεσαι το σεβασμό προς την ακινησία.
Δες πόσα χρόνια κάνουνε τα δέντρα να πεθάνουν.

ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ

Έβαλα τη φωνή σου σε ναφθαλίνη
και την έκλεισα σ’ ένα παλιό μπαούλο
να την ακούω εκεί πού θα πάω
θα χτίσω κι ένα μπαλκόνι
να την ελευθερώνω και να τη βλέπω
να κατακτά άπαρτες κορφές
κι υστέρα να επιστρέφει κουρασμένη
στο πρόχειρο μου αντίσκηνο.
Τη νύχτα θα την εμπλουτίζω με προσωπικές παρηχήσεις
πού θα αφομοιώνω από το χορό της άμμου
για να με ξυπνά το πρωί
μ’ ένα ευθύβολο τραγούδι
και όλα τα βαρέλια με νερό να γεμίζει
έτσι θα σε καταπίνω
φυλάξου όμως μην διαρρεύσεις
από τις πληγές ώριμου πόθου
σε τεράστια πυρκαγιά κατευθείαν θα βρεθείς
κι άντε μετά ανέγκαυτη να επιστρέψεις.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ

Θυμάμαι το φυματικό κήπο
και τον χάρτινο αλεξιπτωτιστή
να συντρίβεται σ’ ένα χλωμό τριαντάφυλλο.
Θυμάμαι το νυστέρι του χειρουργού
να αστράφτει στον αέρα
και να αφαιρεί τα σάπια χρόνια
θυμάμαι πού τον ρώτησα
αν μπορούσε να χειρουργήσει
επιτέλους τον χρόνο
ή να τον υποβάλει
έστω σε εντατική θεραπεία
να του αντιστρέψει τη μονοδρομικότητα
ώστε να μάς γυρίζει ενίοτε πίσω
φτάνει το όλο μπροστά.
Μια ατίθαση θάλασσα αναπολώ
να εφορμά στη βραχνάδα του λαιμού μου
και να την καθαρίζει
σαν υδραυλικός πού ξεβουλώνει
σωλήνες νεροχύτη.
Θυμάμαι μια εφήμερη στιγμή
να ερωτεύεται αυτό που εγκατέλειπε
από πού να γαντζωθεί να σταματήσει;
Όλες οι προεξοχές του χρόνου αμβλύνθηκαν
από κοφτερά μαχαίρια αναζητήσεων.
Το ποίημα που το έσκαγε πριν το πιάσω,
θυμάμαι,
γιατί πίστευε ότι ήταν πεταλούδα
τις μέρες μου που νόμιζα βαριές
και τώρα ταξιδεύουν πάνω σε σύννεφα
τα θεριά και τα τέρατα θυμάμαι
αλλά και τις ακατανόητες γυναίκες των ονείρων
να περιεργάζονται καχύποπτα
νεόκοπους ονειροπόλους
και τις αγρύπνιες πού έκανα στον ύπνο μου,
θυμάμαι,
για να τις συναντήσω όταν θα ξυπνούσαν.

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ

Έχω χρέος, είπε
να αποτίσω φόρο τιμής
σ’ αυτό τον κόσμο
αυτός με πλούτισε
αυτός με φτώχυνε
αυτός μου εκμίσθωσε
την ρυμούλκηση του πνεύματος
μέχρι την πλήρη εκταμίευση
όλων των αισθήσεων
αυτός εντέλει συνταξιοδότησε
τα πάθη μου
ώστε τώρα ρεμβαστικά
να απολαμβάνω καπνίζοντας
της ζωής τα ερείπια
ενιότε ναι, ανεβαίνω στο απέναντι βουνό
για να επιβεβαιώσω
πόσο επιβλητικότερος
είναι ακόμα ο ουρανός
από αυτά που ευθυγραμμίζονται
στο βλέμμα μου
θυμάσαι που με ρώτησες
«γιατί όσο τον πλησιάζουμε
αυτός απομακρύνεται»;
θυμάσαι που με επίσημο τόνο με ρώτησες
«αν η θάλασσα που δείχνει να συγκλίνει
ως μαγνητισμένη στο ομοούσιο γαλάζιο,
αγνοεί τη ληξιπρόθεσμη σύμβαση χρώματος
που της δόθηκε»;
Μακριά ερώτηση. Δεν χωρεί αβρόχοις ποσίν
σ’ ένα ποίημα.
Όμως τον τυφλοπόντικα συχνά επισκέπτομαι
στον οποίο απέραντο σεβασμό τρέφω
για να τείνω ευήκοον ους
στην ερμητικά έγκλειστη
αναπνοή των νεκρών.

ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Πώς γίνεται; διερωτήθηκες
δύο διαφορετικές φωτογραφίες
να δείχνουν το ίδιο πράγμα;
Η μια – προάστια Μόσχας
χιόνι παντού, φοιτητική παρέα
που ακροβολίστηκε στις ταράτσες του χρόνου
εσύ για μια στιγμή να ισορροπείς
στις στιλβωμένες ράγιες
που χάνονταν στο αχανές βαθύ της ενδοχώρας
κι ύστερα λίγο πριν σωριαστείς στο χώμα
κάποιος που δεν ξανάδα
λες και τον παρέσυρε τρένο-φωτοβολίδα
να σε απαθανατίζει.
Η άλλη στους απέραντους αμπελώνες του Μπορντώ
στενός διάδρομος χορτόσπαρτος
κυκλωμένος κουρεμένα πυκνά φυτά
να αποκαλύπτει στο βάθος μικροσκοπική έξοδο
στη μέση της ολοστρόγγυλη κουκίδα
εσύ με μορφασμό αδιευκρίνιστο
– χαρά πρόσκαιρη ενέσκηψε πάλι.
Ποιος μας απαθανάτισε τούτη τη φορά
και τον σάρωσε ο χρόνος;
Πώς γίνεται δύο διαφορετικοί δρόμοι
να μην σε οδηγούν στο ίδιο σημείο
αλλά σαν μπανανόφλουδες
να κρέμμονται στο λοξό κορμό της μνήμης;

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ

Και πότε θα μας πουν τι γίνεται εκεί πέρα;
Πότε θα μάθουμε τι μας περιμένει
ή καλύτερα τι μας επιφυλάσσεται
Αν μας ακούνε, ας μας σφυρίξουν μια φορά
τη σιωπή τους θα την εκλάβουμε
ως οριστική επιβεβαίωση
στην ανάγκη θα εγερθούμε από τον πένθιμό μας ύπνο
ας διαρρήξουν την πύλη των ανερμήνευτων ονείρων
που νεκροσκοπία θυμίζουν
απαιτούμε να δούμε πέραν από το σκοτάδι
αυτόπτες μάρτυρες περίπεμπτους να επιστρέφουν
για να καταθέσουν την άποψή τους για τα συνειμαρμένα
χωρίς να χρειαστεί να βάλουν το χέρι στο ευαγγέλιο
ούτως ή άλλως αυτό δεν θα είχε πια καμία σημασία.
Υποσχόμαστε να μην του καταδώσουμε
Στους ονειροκρίτες.

ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Για να εξαλείψω την απόσταση
απλώνω τα χέρια μου να διαβείς.
Ισορροπείς τρομαγμένος
στις λυγισμένες κλωστές της βροχής
έμφοβο το είδωλο
στον καθρέφτη του ορίζοντα
μην πέσεις και θρυμματιστείς
μην επιζήσει τον κομματιών σου.

ΞΕΝΟΔΟΧΕΊΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Νοικοκυρεμένη νύχτα.
Η βόλτα στην πόλη σε περιμένει
κι ο άδειος οδηγός
σου φέρνει ένα καινούργιο τετράδιο
μαλακότερο και με πλατύτερα διαστήματα
μεταξύ των γραμμών
να χορεύουνε βαλς οι ηλικιωμένες λέξεις
και να αποκοιμούνται ανάλαφρα στα ποιήματα
σαν σε δωμάτιο ξενοδοχείου πολυτελείας.
Σε εποχή αιχμής
αυξάνεται η τιμή διανυκτέρευσης
υπεύθυνο κρατήσεων αναζητώ
τους υπερπόντιους στίχους να διανέμει
σε δίκλινα με θέα στη θάλασσα
μην τους κακοφανεί
η ξαφνική αλλαγή περιβάλλοντος
να έχουν εύκολη πρόσβαση στον κήπο
και σε φιλόξενα τριαντάφυλλα
να γράφονται τις νύχτες
να λούζονται σε δωρεάν φως σελήνης
κι όλο το σύμπαν να τους διαβάζει.

ΕΙΔΗ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Πήρα δυο κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τζέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Έφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια,
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ήρθε το σπίτι
και στάθηκε δίπλα
από τα ασιτικά τους κορμάκια.
Ανασηκώθηκε και τα σκέπασε.
Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν καθαρό νερό
γέμισαν τα πιάτα φαΐ
τα παράθυρα άνοιξαν
κι ένα άλλο φως χύθηκε στα προσωπάκια τους
παρασέρνοντας μακριά το φόβο του θανάτου.
Στο βάθος του σπιτιού
στρωμένα κρεβατάκια με λινά σκεπάσματα
και χοντρά πουπουλένια μαξιλάρια
τους περιμέναν
Στις τεντωμένες ακόμα παλάμες τους
(σαν ικεσία που εκπληρώθηκε)
σπόροι φύτρωναν
και γίνανε ο κήπος του σπιτιού.

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ  (2001)

ΠΕΡΙΦΛΕΓΗΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

«Από που αντλείς τόση καλοσύνη;» τον ρώτησε
«Από τον εναπομείναντα χρόνο μου.
Κάθε φορά που κάνω κάτι καλό
αφαιρώ από τη διάρκειά μου.
Η καλοσύνη είναι μια σύντμηση».
«Και τι κερδίζεις σε αντάλλαγμα;»
«Κερδίζω στη συμπύκνωση.
Αισθάνομαι να προσεγγίζω τις διαστάσεις μου,
εντείνομαι αφήνοντας πίσω προηγούμενα όρια
σαν τη φωτιά που απλώνεται και δυναμώνει
λιώνοντας την άχρηστη ύλη
η οποία καίγεται συστρεφόμενη».
«Κι εγώ που έχω αμέτρητο χρόνο μπροστά μου
κάτοχος μιας θριαμβικής αθανασίας
θα μπορούσα να γίνω καλύτερος από σένα
μια αιωνιότητα καλοσύνης
είναι τόσο εύκολο», είπε με βεβαιότητα.
Ο άλλος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.
Του ήταν αδύνατο — σκέφτηκε — να καταλάβει
τη σημασία της περιφλεγούς θνησιμότητας.

ΦΟΒΟΣ

Δεν φοβάμαι το θάνατο.
Τον καυτό ήλιο φοβάμαι
του Αυγούστου.
Τη ζέστη την τρομακτική.
Πού δεν θα ‘μαι
σε κάποια αμμουδιά
να με φιλά η θάλασσα — φοβάμαι —
παρά βαθιά μέσα στο χώμα.
Με τόση ζέστη.

ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ

Περνούσε η πομπή αμίλητη
ευπρεπώς πένθιμη.
Που και που σποραδικά αναφιλητά έβρεχαν
το ξεραμένο χείλος του νεκροταφείου.
Ήτανε Μάης – ανήσυχος κι ανόθευτος.
Ο ήλιος
αυτός ο μεγάλος ανυποψίαστος
έφεγγε, έφεγγε
στ’ ακονισμένα δόντια
των κληρονόμων.

ΤΟ ΒΟΥΒΟ ΤΟΠΙΟ

Οι πατέρες δεν αγαπάνε τα παιδιά τους.
Τους δίνουν χαρτζιλίκι για να απαλλαγούν
από την ανώριμη φορτικότητά τους.
Τα πηγαίνουν στο σχολείο
αμίλητοι, ευθυτενείς
σαν αρχαία αγάλματα
που τρέμουν
λίγες ρωγμές τρυφερότητας.
Τα δεν πρέπει και τα μην τολμήσεις
Τα διαδέχεται με τον καιρό
μια αμήχανη σιωπή
προϊόν απωλεσθείσας εξουσίας.
Μια σιωπή τραυματισμένη
από τους πυροβολισμούς της τηλεόρασης
τη βουβαμάρα του τοπίου.
Αυτό το τοπίο διαρκώς επαναλαμβάνεται
πολιορκεί, ζυγίζεται στο χρόνο
καθορίζει το χρόνο
αναβάλλεται
και τελικά εκβάλλεται
ξεβράζοντας τις κομμένες μας γλώσσες
στο άδειο στόμα της ύπαρξης.

ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Παρέλαση στο Παρίσι.
Απροσδόκητη.
Κατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Οι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα κτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ό Κουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Βγήκαμε βόλτα στην προκυμαία
κι ακόμα την αλμύρα την κουβαλώ
στο κορμί μου.
Γωνιακό μπαράκι
κι άγευστο μπράντι σάουαρ
τριγύρω ξένοι με πέτσινα σακάκια
κρυμμένα εσώψυχα
στα περισκόπια της μέρας
η θάλασσα σαν καθρέφτης
να πολλαπλασιάζει τη μοναξιά της πόλης.
Ιστιοφόρα απελπισμένων ναυαγών
τα τροχοφόρα,
κυλούν πάνω στο νερό.
Να μπορούσα να εξαφανιστώ
πριν το βλέφαρο σου ξανανοίξει
να επιστρέψω ως φάντασμα πραγματικό να
-σου χρωστώ άλλωστε ένα χωρισμό—
σκεφτόμουν έκθαμβος
ενώ ο Μάριος μου έδειχνε
την άλλη πόλη ψηλά στο λόφο
με τα φώτα και τις μουσικές της
να κατακλύζουν ως και το σύννεφο
που άνοιγε το στόμα
για να γευτεί λίγη ευτυχία
Εκεί να πάμε, εκεί να πάμε
με προέτρεψες
-με ενθουσιασμό-
λες και δεν έβλεπες
πως δεν είχαμε πόδια.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ

Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου
που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Το τσιγάρο

Παράξενο.
Κανείς δεν τόλμησε να εκμεταλλευτεί
¿κείνο το τσιγάρο
που στο γάζωμα των αυτομάτων
έμεινε κολλημένο στο στόμα σου
σαν προσθετικό μέλος
σαν καπνοδόχος
ή πονοδόχος
κι ύστερα έγινε ιστός
στη σημαία των μυρμηγκιών.
Ούτε τη μάρκα του δεν μάθαμε.
Τί φοβήθηκαν;

Το κάπνισμα

Κι όταν θα προβάλουν
και ξαναπροβάλουν
εκείνη τη σκηνή
θα τους είναι δύσκολο να πείσουν
ότι το κάπνισμα μπορεί να βλάψει
σοβαρά την υγεία.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Πόσων χρονών είναι ο άνεμος;
Πόσων χρονών είναι τούτος ο άνεμος
που ραπίζει το βόρειο πρόσωπο της μνήμης;
Πόσων χρονών είναι ο γέρος;
Πόσων χρονών είναι εκείνος ο γέρος
που έμεινε να φροντίσει τα βόδια
όταν επέλαυναν οι ορδές των ξένων;
Πόσα χρόνια έζησε;
Πόσων χρονών είναι τα εικοσιεφτά μωρά;
Πόσων χρονών είναι τα χαμένα εικοσιεφτά μωρά
οι αναβεβλημένες ζωές τους;
Πόσων χρονών είναι οι φωτογραφίες τους;
Πόσων χρονών είναι τα χέρια των μανάδων που τις περιφέρουν;
Πόσων χρονών είναι οι αυλακιές στα χέρια τους;
Πόσων χρονών είμαστε;

ΑΤΙΤΛΟ

(Σ’ ένα παιδί που εγκαταλείφθηκε)
Κοιτώντας στο χάρτη
ίσως βρεις τελικά
το δρόμο
που θα σε οδηγήσει
πίσω σε σένα
Ο ουρανός -ένα ρήγμα-
όταν ζήτησες επίμονα
να μάθεις την αλήθεια.
«Ποιαν απ’ όλες;»
σε ρώτησε ο παππούς.
«Ήθελα ν’ αγαπήσω»
φώναξες
και το βράχνιασμα στο λαιμό σου
τ’ άκουσες μόνο εσύ
Ήτανε τύχη ή ατυχία;
τα χαμόγελα που απευθύνονταν σε άλλους
να ξεψυχούσαν πάντα
μέσα στις τσέπες σου.
Τα ‘βρίσκε η γιαγιά
λίγο πριν βάλει πλυντήριο
κι όσο κι αν έκανε την ανήξερη
τα φύτευε προσεκτικά στο δικό της νεκροταφείο.
Μια μέρα ήρθε ένα γράμμα
τρέξαν όλοι να το διαβάσουν
σ’ άφησαν μόνο να συγκολλάς σκισμένες φωτογραφίες.
Πόσος καιρός χρειάζεται άραγε
για να ταιριάξεις τις στιγμές
μιας άλλης ζωής;
Κι εκεί που πίστεψες ότι θα πάρεις τις απαντήσεις
ένα χέρι -το δικό σου χέρι—
που δεν ταίριαζε με τίποτα
άρχισε να σου χαϊδεύει
τις νύχτες τα μαλλιά.
Έβρεχε.
Απ’ το παράθυρο διέκρινες τον άγνωστο
να σε κοιτάει από την πλαγιά του λόφου.
Μολονότι χιλιάδες δέντρα παρεμβάλλονταν
ήσουν σίγουρος
ότι είχε καρφωμένο το βλέμμα πάνω σου.
Όταν έφυγες
η πόρτα έμεινε ανοιχτή
το εξέλαβαν σαν οιωνό επιστροφής
ξεχνώντας ότι οι άγγελοι
μπορούν να πετάξουν
μέσα από τα παράθυρα.

ΠΡΟΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Μοναδικό μου παράπονο
ότι δεν με καταδέχεσαι
πολύ τελευταία,
Πίστεψέ με:
Εγώ μπορεί να μετοίκησα
αλλά η ψυχή μου
παραμένει στο ίδιο υπόγειο.

ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Κι αυτή η επίμονη συνήθεια
να βάζεις τελεία
στον τελευταίο στίχο.
Εντάξει, ίσως σκοντάψει η λέξη,
μα αυτό που λέμε ποίημα
θα συνεχίσει το δρόμο του.

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ

                   του Θεόδωρου
Όλο κοντά σου με ήθελες
κι όλο εγώ αργούσα.
Ή δεν ερχόμουν.
Όταν με ρωτούσες που ήμουν
σου έλεγα δουλειά.
Τι να σου ‘λεγα στο κάτω κάτω;
Ότι ήμουν στο ονειροτριβείο λιωμένος
κάτω από τους φοβερούς του μύλους;
Ότι παρίστανα το σκοτεινό κομμάτι του κενού
πίσω από τα χαμόγελα των ζωντανών – νεκρών;
Τον τζόγκερ μήπως που βγαίνει άξαφνα
και σκοτώνει την παρτίδα;
Ή τον καβαλάρη της χίμαιρας
που κάηκε όταν πήρε φωτιά το σπιρτόκουτο;

ΤΟ ΒΑΘΟΣ

στον παλαιστή Πολυκανδριώτη
Δεν αρκούν οι λέξεις για να γραφτεί το ποίημα.
Ούτε τα δομικά υλικά για να κτιστεί η θαλπωρή μας.
Οι αδένες δεν παράγουν οδύνη
παρά μόνο τα δάκρυά της.
Όταν η σιωπή δεν είναι έλλειψη λόγου
είναι η αναζήτηση του.
Οι ώμοι που στο σεισμό συγκρατούν ένα τοίχο
όσο χρειάζεται να μην πέσει
δεν είναι απλώς μια μυϊκή μάζα.
Πίσω από κάθε έκρηξη
υπάρχει ένα αθέατο βάθος
πού απορροφά την έκρηξη.

ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ

Μπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον ‘Ιούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο —έστω—
να μην Τον αρνηθεί.

ΕΝΙΑ  (1996)

ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ

Μ’ αρέσουν οι σπάνιες εκπομπές της τηλεόρασης
για τους ποιητές, όταν μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι,
με φόντο στοίβες βιβλία
τριγυρισμένοι από ασήμαντα σουβενίρ και μπιχλιμπίδια
θυμούνται, διαλογίζονται, στιγματίζουν.
Το ξέρουν πώς όλα τούτα είναι του κάκου.
Πάντα το ‘ξέραν , με τον πρώτο στίχο το ‘χαν νιώσει –
η απόσταση του σύμπαντος τεράστια,
τα όνειρα είχαν πάντα σαν σπίτι τους τα σύννεφα.
Ο χρόνος, ο θλιβερός αυτός δήμιος,
να συνθλίβει τα πρόσωπα, τα πράγματα,
να παρασέρνει στο διάβολο τις αναμνήσεις.
Σαν παλιά σαπιοκάραβα τραβηγμένα στην άκτη
πού ‘ναι γραφτό να μην ξανασαλπάρουν
μοιάζουν οι ποιητές σ’ αυτές τις εκπομπές.
Ό θησαυρός δεν βρέθηκε ποτές,
ενώ απ’ το ταξίδι έμεινε μόνο η αλμύρα της θάλασσας
κι ο ηλίθιος απολογισμός
για ό,τι αξίζει να χαίρεσαι και για ό,τι να λυπάσαι.

ΟΙ ΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΒΙΟΛΙΩΝ

Τα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
έκτος από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Οι βιολιστές θα ‘πρεπε να ‘ταν νάνοι•
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑ

Εστιατόρια χαμένα μες στα δέντρα.
Για να μπεις και να καθίσεις πρέπει να περάσεις
μέσα απ’ τις φωτιές των πουλιών.
Μικρά ξενοδοχεία ψάχνουν για ισορροπία
πάνω στους ανηφορικούς δρόμους,
σπίτια διάσπαρτα εδώ κι εκεί,
γαντζωμένα στις πλάγιες των λόφων,
μέσα απ’ την απλότητα τους
ξεμυτίζουν παιδικά προσωπάκια.
Τι θα γίνει λοιπόν
αν αποσύρω το τοπίο
από τα όρια του παραθύρου,
αν το πάρω μαζί μου
σαν μια μεγάλη ζωντανή ανάμνηση;
Θα συνεχίσει νά ακούγεται το κελάρυσμα του νερού
από απέναντι;
Το βουνό θα μείνει ακίνητο;

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Έβαλε λίγο κραγιόν στο πύρινο στεφάνι των χειλιών,
χτένισε τα μαλλιά της με το βελούδο μιας απλόχερης εύνοιας
και κοίταζε προς τον παραμυθένιο κήπο.
«Ξέρεις», του είπε, «όλα ήτανε μια παρεξήγηση
που δημιούργησε ο χώρος, η στιγμή, η τρελή εποχή
κι ίσως το χιόνι που λιώνει.
Σε λίγο θα έρθει η Άνοιξη και θέλω να είμαι μόνη.
Ό δρόμος δεν χωράει δυο».
Αυτός θυμάται την ψυχραιμία που επέδειξε,
το πώς κατέβηκε στη στάση να περιμένει το λεωφορείο,
την απάντηση που του ‘ρθε στο μυαλό
μόνο σαν έκλεισε η πόρτα,
το μοναδικό μεθυσμένο επιβάτη,
τη νύχτα που ήταν μαλακή και αδιάφορη.

ΕΝΙΑ

Δεν είναι απελπισία
να ξέρεις ότι το ποίημα τούτο
ποτέ δεν θα διαβάσεις.
Παρηγοριά είναι.
Γιατί τα ποιήματα δεν γίνονται
για να διαβάζονται.
Για να πεθαίνουν γίνονται,
μέσα στην ομορφιά που αναπέμπει
ένας ασύλληπτος χρησμός.
Μελωδική μουσική τα συνοδεύει
κατά την ανάληψη
και οι άγγελοι ανοίγουν τις φτερούγες,
να τα υποδεχτούν.
Ουράνιες γυναίκες
με τα στήθη έξω
περιμένουν να τα βυζάξουν
αγνότατα βρέφη
σε μια ανύποπτη δικαίωση.

ΑΡΓΗ ΕΞΟΔΟΣ

Πάλευε με τα τελευταία απομεινάρια των αναμνήσεων.
Τόση μοναξιά και κάνεις δεν την είδε.
Την πάλεψε μονάχος.
Τον βασάνιζε αύτη η σταδιακή έξοδος
από μια άλλη ζωή.
Τώρα, στα τελευταία στάδια μπλεκότανε στους συνειρμούς.
Ανατολή – δύση.
Μετά πάλι ανατολή;
Και μετά πάλι δύση;
Κι η παλιά αγάπη σαν ένα μικροσκοπικό αγκάθι,
που νόμιζες πώς δεν θα βγει ποτέ από το δάκτυλο.

ΤΟ ΠΑΓΟΘΡΑΥΣΤΙΚΟ

Δέκα μέρες τώρα χιονίζει.
Ένα χιόνι κατάλευκο,
σαν το χαμόγελο μιας νύμφης αναπάντεχης,
σαν τον ερχομό μιας ελπίδας ανέλπιδης.
Τα χέρια μου πάγωσαν. Τα ποιήματα πάγωσαν.
Οι στίχοι γλιστρούν απ’ το χαρτί
και χάνονται στη σκόνη των βουβών επίπλων.
Έχει γεμίσει το κομοδίνο πράγματα
ασήμαντα, αμφίβολα, ανυπόληπτα.
Η καρδιά μου σαν κάποιο πεισματάρικο παγοθραυστικό
των βόρειων παραλλήλων
κλυδωνίζεται, ταράζεται, αγωνίζεται
να σπάσει τους πάγους που σχηματίστηκαν μέσα μου.

ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ

Της φόρεσε το δακτυλίδι απαλά
με μια λεπτότητα που πρώτη φορά
παρατηρούσε στις κινήσεις του.
Ύστερα πήρε απ’ τη συγκατάβαση του φεγγαριού
όλη τη φαντασία που πρόσφερε ή στιγμή
κι έφτιαξε τα μεγάλα λόγια.
Εκείνη δάκρυσε.
Πέρασαν πολλές ώρες έτσι μαζί,
ώσπου ο άνεμος έσβησε τα κεριά
και τραβήχτηκαν μέσα.
Αυτός ακόμα θυμάται
πως ξαφνικά σκλήρυναν τα χέρια του
πως όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε διόλου
μην και νιώσει τον αφέντη
που γεννήθηκε μέσα του.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Στην Χαριτίνη Μαλισσόβα
Ηρωες και ηρωϊδες υπάρχουν μόνο πέραν από τους μύθους
Αναζητώντας τις γέφυρες που ενώνουν τον κόσμο των ανθρώπων με τον κόσμο των ψυχών καταπιάνεται στην Πέμπτη του ποιητική συλλογή ο Γιώργος Χριστοδουλίδης.
Με γλώσσα καυστική,άκρως παρακινητική προς τον αναγνώστη να γίνει θεατής της δικής του οπτικής προς τα μεγάλα κοινωνιολογικά προβλήματα του καιρού μας,με υπαρξιακές προεκτάσεις και με αμφίσημη γραφή, μετατρέπει τους στίχους σε βέλη καθιστώντας μας μάρτυρες της φθοράς και του ανέλπιδου του λόγου του.
Με έντονο το αίσθημα της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο,η ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη καθηλώνει και τον πιο δύσκολο και υποψιασμένο κάθε μορφής ποιητικού λόγου,αναγνώστη.
Έχοντας διαβάσει και τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, συναισθάνεσαι την εξωστρέφεια του ποιητή ,ο οποίος γεννήθηκε και σπούδασε στη Μόσχα,η διαμονή του στην οποία «επηρέασε όχι μόνο τη γραφή αλλά και την ύπαρξή του»,οπως ο ίδιος λέει.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε και το περνά στην Κύπρο,με έντονες τις μνήμες και τις προσωπικέςκαι οικογενειακές εμπειρίες από το ‘74, πιστεύει ότι «ο ποιητής ποιώντας ,αφαιρεί κάτι από το θάνατο».Με την πεποίθηση ότι ήρωες είναι πέρα από τους μύθους και με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα να τον κάνει να κοιτά πιο βαθιά στους ανθρώπους,ανατροφοδοτώντας έτσι την πένα του , «κλέβει» εικόνες και σπαράγματα από το εφήμερο της δημοσιογραφίας για να περάσει στην ποιητική αιωνιότητα.
Θεωρεί ότι μόνο αν εξαλειφθεί η η απληστία και η αδικία που μας κυβερνούν θα επέλθει ανάκαμψη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο και πιστεύει πως πρέπει να δώσουμε στα παιδιά την ευκαιρία και την επιλογή να τα απομυθοποιήσουν όλα και να τα ξαναπλάσουν με το δικό τους βλέμμα,όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις.
Ο Κύπριος ποιητής και δημοσιογράφος Γιώργος Χριστοδουλίδης μιλά στις Διαδρομές για την τελευταία του ποιητική συλλογή,»Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης»,(εκδ.Φαρφουλάς)και απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν την ποιητική,δημοσιογραφική και γονεική του ιδιότητα,μέσα από το πρίσμα της Κρίσης που πλήττει την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Για την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ένια, (Εκδόσεις Ατέλεια, Λευκωσία 1996) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, ενώ για τη δεύτερη, Ονειτροτριβείο, (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001) με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ακολούθησε το Εγχειρίδιο Καλλιεργητή (Γκοβόστη, Αθήνα 2004) και Το Απραγματοποίητο (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010).
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, βουλγάρικα, ισπανικά, λετονικά, πορτογαλικά, λιθουανικά, κλπ.
1)Σας καλωσορίζω στην εφημερίδα Θεσσαλία,κύριε Χριστοδουλίδη.
«Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης»η πρόσφατη ,πέμπτη κατά σειρά,ποιητική σας συλλογή.
Ποια η σημειολογία του τίτλου;
Ευχαριστώ πολύ για τη δυνατότητα που μου δίνετε. Η σημειολογία του τίτλου έχει μάλλον να κάνει με την αναζήτηση του υπερβατικού στοιχείου στη ζωή. Μια αναζήτηση με μηδενικό χειροπιαστό αποτέλεσμα, όμως οι κραδασμοί παραμένουν και γίνονται ή προσπαθούν να γίνουν ποίηση. Το ομώνυμο ποίημα της συλλογής το οποίο αιωρείται σε αυτόν το νοητό δρόμο μεταξύ ουρανού και γης, δίνει μια πιο επαρκή απάντηση στο ερώτημά σας.
2)Στα ποιήματά σας διακρίνει κάποιος έντονο το στοιχείο της απαισιοδοξίας,με έντονη κοινωνιολογική κριτική και συχνά πολιτικές προεκτάσεις….
Δεν πρόκειται θέλω να πιστεύω για απαισιοδοξία, αλλά για συναίσθηση της ματαιότητας. ‘Ο,τι ο πολύς κόσμος ενδεχομένως να αντιλαμβάνεται στη δύση της ζωής του, ο ποιητής το βιώνει και το μετουσιώνει σε χημικές ενώσεις λέξεων από το λυκαυγές της ποιητικής του ύπαρξης. Ακόμα κι έτσι όμως, η ποίηση είναι από μόνη της μια μικρή άρνηση της ματαιότητας. Ποιείς, άρα αφαιρείς κάτι από το θάνατο. Προσωρινά. Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, σιχαίνομαι την ομφαλοσκόπηση και την εσωστρέφεια. Την ώρα που ο ποιητής κοιτά έκθαμβος μια ξαφνική καταιγίδα με τα αστραπόβροντα της, κάποιοι πνίγονται. Δεν θα μπορούσα να το προσπεράσω αυτό. Μου δίνει άλλωστε έωλο άλλοθι και ενίοτε με πείθει ότι «κοίτα εσύ γράφεις κάποτε για τους αδικημένους και καταφρονεμένους, μην νιώθεις άσχημα». Γελοιότητες φυσικά, άσχημα δεν πρέπει να νιώθει μόνο όποιος αναλώνει το σύνολο των δυνάμεων για όσα αξίζουν, για όσους δεν μπορούν από μόνοι τους.
3)Έχοντας διαβάσει και προηγούμενες ποιητικές σας συλλογές,με άγγιξαν ιδιαίτερα οι αναφορές σας στα παιδιά και τους ηλικιωμένους.Πόσο σημαντική νομίζετε ότι είναι η προστασία αυτών των δύο ηλικιών;
Υπάρχει αυτό που λέτε. Κοιτάχτε, αν η ποίηση μπορούσε να προστατεύσει τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ευχαρίστως να γράφω δέκα ποιήματα τη μέρα. Θα ήταν μετριότατα, αλλά θα τό ´κανα.. Με συγκλονίζει η πολύμορφή παιδική δυστυχία. Μια φορά στη Μόσχα στις μία τα ξημερώματα, τρία παιδιά σκάλιζαν ένα κάδο απορριμμάτων. Τώρα αυτή η φτώχεια ήρθε και στο σπίτι μας. Οσο για τους ηλικιωμένους, φεύγουν επειδή άλλοι πρέπει να πάρουν τη θέση τους. Γιατί λοιπόν να μην φεύγουν χορτάτοι, πλήρεις ημερών και αγάπης; Επειδή όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, λέω, ας υπάρχει τουλάχιστον μια ποιητική κατάθεση. Μια ιερή κατάθεση αμφιβόλου κοινωνικής αξίας και ανύπαρκτης ανταπόδοσης. Φυσικά όλα αυτά δεν δικαιολογούν το ανάλγητο κράτος.
4)Οι σπουδές σας στη Ρωσική πρωτεύουσα,πόσο επηρέασαν τη γραφή σας;
Οι σπουδές μου στη Μόσχα, όπου και γεννήθηκα, δεν επηρέασαν απλώς την ποίηση μου. Διαμόρφωσαν την ύπαρξή μου. Ταξίδεψα εκεί το 1987. Η κατάρρευση μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, ήταν συνώνυμη για μένα με την κατάρρευση ενός απόρθητου έτσι φάνταζε) ιδεολογικού κώδικα αξιών.
Δεν ήταν μόνο αυτό. Στη Μόσχα γνώρισα τον Σαλμάν, ένα τυφλό φοιτητή της ιατρικής. Έναν σοφό άνθρωπο. Παίζαμε σκάκι και με νικούσε. Θήτευσα κοντά του. Ξέρετε πόσοι σπουδαίοι φιλόσοφοι υπάρχουν στον κόσμο που δεν θα τους μάθει κανείς; Όπου φουρτούνα λοιπόν, για να επανέλθω, και ένα έναυσμα για αναζήτηση. Οι απαντήσεις είχαν γίνει ξανά ερωτήματα και αυτή τη φορά έπρεπε να απαντηθούν όχι συνταγογραφικά. Ετσι έψαξα τη δική μου αλήθεια. Δεν βγήκα τόσο στους δρόμους, όσο είδα δρόμους μέσα μου. Τείνω να καταλήξω ότι δεν υπάρχει κατάληξη και αυτό από μόνο του είναι ένα υπέροχο τέλος. Η αλήθεια είναι πάντοτε ένας κινούμενος στόχος. Πρέπει να τρέχεις ξωπίσω της. Βρήκα επίσης στους λογαριασμούς μου με τη ζωή, ένα χρέος, μια οφειλή που ενώ ξέρεις ότι είναι αδύνατο να αποπληρωθεί, αναλώνεσαι να την αποπληρώσεις: Είναι οφειλή προς εκείνους που δεν είδαν το φως που τους έδειχνε μια έξοδο, την πόρτα πίσω από τον τοίχο. Στο τέλος, γίνεται μια οφειλή προς τον εαυτό σοu.Πιστεύω όμως ότι είμαστε στην αρχή, αρκεί να γλυτώσουμε την περιβαλλοντική καταστροφή, έναν πυρηνικό όλεθρο ή την απόλυτη ένδεια.
5)Ποιοι ποιητές αποτέλεσαν γενικότερα πρότυπο για εσάς;
Σε διάφορα στάδια της ζωής μας, δεχόμαστε επηρεασμούς αναλόγως σε ποια κατάσταση είναι οι κεραίες μας να τους δεχτούν. Στα είκοσι δεν είσαι έτοιμος να δεχτείς αυτό που δέχεσαι στα 40. Δεν θα σταθώ σε ονόματα, πλην των: Μάρκες, Χριστιανόπουλου και Μπουκόβσκι. Όχι γιατί οι άλλοι που διάβασα δεν με συντάραξαν ή έθελξαν ή μάγεψαν. Αλλά αυτοί οι τρεις διείσδυσαν πολύ βαθιά μέσα μου. ´Ολα και όλοι σε καθορίζουν και με τον καιρό καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, κρίνεται κυρίως από εκείνα που ΔΕΝ έγραψε.
6)Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ήρωες και ηρωίδες της λογοτεχνίας;
Διαφωνώ με τον χαρακτηρισμό. Ήρωες και ηρωίδες υπάρχουν μόνο πέραν από τους μύθους. Και πόσοι από αυτούς το επιδίωξαν; Πιστεύω μάλιστα ότι οι περισσότεροι αν υπήρχε η δυνατότητα μετά θάνατον να ερωτηθούν, θα απέρριπταν τον τίτλο. Ο κάθε άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του καλύτερα από τον καθένα. Αν όμως με ρωτάτε για πρόσωπα μπορώ να αναφέρω κάποιους που ενδεχομένως να μην είναι ευρέως γνωστοί όπως ο Σβιτρικάιλοφ στο Εγκλημα και Τιμωρία, ο Πιέτρο Κρέσπι στα 100 χρόνια μοναξιά, αλλά και ο Κουασιμόδος στην Παναγία των Παρισίων. Ειδικά ο Κουασιμόδος συμβολίζει τόσα πολλά. Και ,ξέρετε ,αν με ρωτούσαν ποιος είναι ο πιο όμορφος ήρωας των βιβλίων όπως τον αναφέρετε,, μάλλον αυτόν θα διάλεγα. Ολα αυτά με επιφύλαξη διότι διάβασα τα μισά βιβλία μου όντας ανώριμος και τα άλλα μισά ίσως πιο ώριμος απ’ ότι έπρεπε.
7)Πόσο παρατηρητής της πραγματικότητας οφείλει να είναι ένας ποιητής,και πόσο η δημοσιογραφική σας ιδιότητα τροφοδοτεί την ποιητική γραφή σας;
Δεν γνωρίζω το πόσο, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα μια τάση σε τέτοιες παρατηρήσεις, κυρίως των ανθρώπινων,όχι τόσο της φύσης. Κοιτούσα τους ανθρώπους να περπατούν, να κάθονται, να γελούν, να κλαίνε, να τσακώνονται. Αργότερα, όταν ήρθε και η δημοσιογραφική μου ιδιότητα, μου δόθηκε η δυνατότητα να κοιτώ τους ανθρώπους πιο βαθιά και διέκρινα ότι δυστυχούν. Πάντα κοιτούσα, σπανίως παρέμβαινα και αυτό είναι μια εξομολόγηση, αλλά και όπου επιχείρησα να παρέμβω, οι τοίχοι ή τα τείχη ήταν πολύ ψηλά για μένα και την μη επαρκούσα επιμονή μου. Εκλεβα λοιπόν- και τώρα κλέβω -εικόνες και σπαράγματα από το εφήμερο της δημοσιογραφίας για να τα περάσω στην «ποιητική αιωνιότητα». Κάτι σαν κλεπταποδοχή μοιάζει αλλά στον καιρό υπάρχουν τόσες κλεψιές, ας κάνω κι εγώ μίαν.
8)Κατάγεστε,ζείτε και εργάζεστε στην Κύπρο.Ως συνομήλική σας,έζησα τη φρίκη του πολέμου έμμεσα,καθώς όλοι αισθανθήκαμε ανασφάλεια και τρόμο ότι θα συνέβαινε και στην Ελλάδα.Πόσο επηρέασε τη γραφή σας η εμπειρία αυτή;
Έμεινε ως τραύμα ή έδωσε ώθηση στην πένα σας;
Θυμάμαι τον πατέρα μου την 15η Ιουλίου 1974. Είναι γιατρός ο πατέρας μου. Εκείνη την ώρα έκανε μια ενδοφλέβια ένεση σε ασθενή του,όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο το βδελυρό «ο Μακάριος είναι νεκρός». Τέλειωσε με την ένεση και εξαφανίστηκε. Αργότερα πολύ μάθαμε ότι οργάνωσε την αντίσταση στη Λάρνακα κατά του πραξικοπήματος, και ακολούθως ανέβηκε μαζί με άλλους στον Πενταδάκτυλο να πολεμήσει τους Τούρκους. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να διώχνει τους πραξικοπηματίες όταν ήρθαν στο σπίτι της(εμείς κρυβόμασταν εκεί) για να συλλάβουν τον πατέρα και τον παππού μου. Τους έδιωξε κουνώντας τα χέρια και φωνάζοντας «αίσχος». Ξέρετε, η δύναμη του καλού ,στον κατάλληλο άνθρωπο, μπορεί να υπερνικήσει άοπλη το κακό. Έκτοτε δεν χρειάστηκε κανείς να μου πολλά για το τι είναι αξιοπρέπεια και θάρρος. Ηξερα. Και όταν ξεχνώ, θυμάμαι εκείνα τα γεγονότα.
9)Ως δημοσιογράφος,αλλά και ως ευρωπαίος πολίτης,πώς βλέπετε ευρύτερα την κατάσταση σε Ελλάδα και Κύπρο;Ποιο είναι το πιο έντονο συναίσθημά σας για την υπάρχουσα κατάσταση;
Υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης;
Ελπίδα ανάκαμψης; Πάντα πρέπει να ελπίζουμε αλλά δεν βλέπω κάτι. Ελπίδα θα υπήρχε αν οι αχόρταγοι απατεώνες για κάποιο λόγο σταματούσαν να κυβερνούν τον κόσμο και να υποδουλώνουν χώρες και λαούς. Ηδη έχει υπολογιστεί ότι από τη λεγόμενη κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο,αλλά και σε παγκόσμιο, οι πολυεθνικές τριπλασίασαν τα κέρδη τους ενώ οι μισθωτοί τριπλασίασαν τη φτώχεια τους. Για ποια ανάκαμψη μιλάμε συνεπώς; Βλέπω απληστία, αδικία και φόβο. Αυτά μας κυβερνούν.
10)Ποια είναι η μεγαλύτερή σας ανησυχία ως γονιός;Με ποιον τρόπο μπορεί κάποιος μέσω της συγγραφικής του δουλειάς να δώσει κίνητρα και ελπίδα στα νέα παιδιά;
Τα μεγαλύτερα ατιμώρητα εγκλήματα, έγιναν στα κρυφά, πίσω από τους τέσσερις τοίχους των σπιτιών, από γονείς σε βάρος των παιδιών τους. Ένα μέρος μου θρηνεί γι’ αυτά τα παιδιά. Εγκληματίες γονείς έχουν δημιουργήσει εγκληματίες ενήλικες. Ενας από τους μεγαλύτερους εκτελεστές της μαφίας στην Αμερική , ο Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι, ήταν δημιούργημα των γονέων του ,οι οποίοι ποτέ δεν του έδωσαν αγάπη, παρά μόνο τον έσπαζαν στο ξύλο, πολλές φορές χωρίς λόγο. Πρέπει να δώσουμε επιλογή στα παιδιά να βιώσουν και την ομορφιά αλλά και να μάθουν από την ασχήμια της ζωής. Να τα απομυθοποιήσουν όλα και να τα ξαναπλάσουν με το δικό τους βλέμμα. Να τους δώσουμε την επιλογή να ανεβούν αλλά και να πέσουν. Να έχουμε τη δύναμη να το κάνουμε. Κι όλα αυτά μέσα από την ανόθευτη αγάπη μας. Τα παιδιά να ξέρουν ότι τα αγαπάμε, και επειδή τα αγαπάμε, τ’ αφήνουμε όταν πρέπει και είμαστε δίπλα τους όταν το θέλουν. Μα το κυριότερο, δεν είναι τα λόγια αλλά οι πράξεις μας. Αυτές θυμούνται τα παιδιά και από αυτές θα μας κρίνουν.
Σας ευχαριστώ πολύ !

Στο ΠΑΡΑΘΥΡΟ Λοξές ματιές στο πολιτισμό 25/1/2012

Η ποίηση αρχίζει….
Και τελειώνει…
Η ιστορία της ζωής σου σε 85 λέξεις.
Για ποιο λόγο γράφεις;
Για τι γράφεις;
Ψηφιακά ή έντυπα βιβλία;
Με ή χωρίς βιβλία στο σχολείο;
Η ποίηση είναι μια εξευγενισμένη ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Ένα καταφύγιο όπου ο ποιητής και ο αναγνώστης, αλληλεπιδρούν χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Είναι όμως και μια διαφυγή την οποία αναζητούμε όταν η καθημερινή ροή της ζωής μας παραλύει από τα ασφυκτικά αδιέξοδα. Η ποίηση λοιπόν, αρχίζει, εκεί που απομυθοποιείται ο υλικός κόσμος και έρχεται για να αναγγείλει την ολική φθορά του. Στις καλύτερες στιγμές της, η ποίηση θεσμοθετεί τις νομοθετικές διατάξεις των ονείρων.
2 . Η ποίηση τελειώνει όταν αποστρέφει το πρόσωπο της από τον ανθρώπινο πόνο και αναλίσκεται σε προσωπικές ομφαλοσκοπήσεις. Όταν αποξενώνεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Όταν υποτάσσεται στην κάθε λογής εξουσία, διότι η ποίηση είναι μια πράξη αντίστασης. Όταν υποκύπτει στις κολακείες. Όταν ξαστοχεί στον εντοπισμό της ομορφιάς του κόσμου, του θαύματος της δημιουργίας και της συνέχειας του.
Υπάρχει ένα αθέατο βάθος μέσα μας και μέσα στην πραγματικότητα. Πολλοί θα το αντιληφθούν αν τους βοηθήσουν οι περιστάσεις. Ο ποιητής ζει μέσα του. Από παιδί συνδιαλέγομαι μαζί του. Βίωσα ευτυχίες και δυστυχίες, χαμούς και αναπάντεχες αποκτήσεις. Υπάρχουν στιγμές που θα μου μείνουν αξέχαστες και χρόνια ολόκληρα που θα ήθελα να έχουν ξεχαστεί. Διεκδικώ το δικαίωμα της αμφισβήτησης, αμφισβητώντας πρώτα το εγώ μου. Ο άνθρωπος είναι πολλοί άνθρωποι μαζί. Μια πολυδιάστατη συγκρότηση εκφάνσεων ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο δρα. Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους.
Μπορώ μόνο να υποθέσω. Γράφω για να ικανοποιήσω την εσωτερική μου ανάγκη να εκφράσω και να ερμηνεύσω τον συμβατικό και υπερβατικό κόσμο. Να διερευνήσω την ανάγκη των ανθρώπων να γίνουν δέκτες αυτής της ματαιοδοξίας μου. Να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου και να ανακαλύψω τα όρια του. Ισως γράφω για να συμπληρώσω έστω μια σελίδα από την τεράστια εγκυκλοπαίδεια στη βιβλιοθήκη του σύμπαντος. Να επιμηκύνω ἐτσι την παρουσία μου στο χρόνο, μετά το τέλος της φυσικής μου ζωής, με κάποια υποτυπώδη μνημόνευση του έργου μου.
Βγαίνω στο δρόμο. Βλέπω ξένους εργάτες σε θερμοκρασία μηδέν να τους δρεπανίζει το κρύο. Βλέπω οικοδόμους στο λιοπύρι να κόβουν σίδερα. Επιβεβαιώνω την ανθρώπινη μου υπόσταση αναγνωρίζοντας την υπέρμετρη δυσκολία της ζωής τους. Μιας και δεν μπορώ να τους μαζέψω όλους στο σπίτι μου, προσπαθώ να τους χωρέσω μέσα στην ποίηση μου που είναι πιο φιλόξενη και ευρύχωρη. Αγναντεύω τον Πενταδάκτυλο. Δεν έχω πάει ποτέ. Γράφω για τις Κερύνειες που στέκονται βουβές και οι γνωστικοί μας λένε ότι τις χάσαμε. Υποκλίνομαι σε αυτόν που κάηκε μέσα στη φωτιά αλλά και σε αυτόν που είδε τη ζωή του σκορπισμένη σε ερείπια. Συνομιλώ με την ενόργανη σιωπή των πραγμάτων και των ψυχών. Αφουγκράζομαι τους κραδασμούς της πέμπτης εποχής, της εποχής του έρωτα. Μένω άναυδος με τα κομψοτεχνήματα της φύσης και των ανθρώπων. Γεύομαι τα αποστάγματα της παγκόσμιας σοφίας. Μετά προσπαθώ να συναρμολογήσω τα κομμάτια της δικής μου ταπεινής φωνής, σε στίχους.
5.Τα ψηφιακά βιβλία είναι η εξέλιξη των εντύπων και όπως κάθε τι που ανήκει στο μέλλον, χρειάζεται χρόνο να αφομοιώσει εκείνο που ανήκει στο παρελθόν και στο παρόν. Ελπίζω ο χρόνος αυτός να είναι πολύς…
6.Το σχολείο θα έπρεπε να ήταν χώρος δημιουργίας και έμπνευσης. Χώρος καλλιέργειας της κρίσης των μαθητών. Συνεπώς, χρειάζονται αφενός, καινοτόμες εκπαιδευτικές πολιτικές, αφετέρου, εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί που να φωτίζουν με τη παρουσία τους και να καθηλώνουν με τη σοφία τους τις νέες γενιές και όχι να βολεύονται πίσω από τη στερεότυπη διδακτέα ύλη. Απαιτείται εκπαίδευση που να ελκύει τα παιδιά να πάνε στο σχολείο και όχι να τα απωθεί, που να αποδέχεται και να σέβεται τον εύθραυστο και εύπλαστο ψυχικό τους κόσμο, τις ιδιαιτερότητες τους. Χρειάζονται λοιπόν και τα ανάλογα βιβλία.

Συνέντευξη στο Γραφείον Ποίησεως.

1.Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
1. Διαμορφωνόμαστε μέσα από τα βιώματα και την τριβή με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Πιστεύω ότι όσο μεγαλώνουμε η σχέση μας με το παιδί που υπήρξαμε, βαθαίνει. Σφυρηλατείται. Σε νεότερες ηλικίες αυτό δεν συμβαίνει. Εκεί έχουμε ένα πλατύ μπροστινό χρονο-ορίζοντα. Προχωρώντας μέσα από τα χρόνια, ο χρονο-ορίζοντας αυτός στενεύει, έτσι αρχίζουμε να κοιτάμε πίσω πιο συχνά. Τι είμασταν τότε που ακόμη είχαμε άπλετο χρόνο; Αξιοποιήσαμε τις ευκαιρίες; Γίναμε πιο πολύ το άθροισμα των επιλογών μας ή των φόβων μας; Εκείνο το παιδί που αναφέρετε ήταν το πρόπλασμα αυτού που είμαι σήμερα. Αν κάτι υποψιάζομαι ότι διατήρησα από αυτό, είναι τη διερευνητική ματιά προς τον κόσμο. Αγνή θα ήθελα να πιστεύω, ενίοτε επιφυλακτική. Αν είναι να το συστήσω σε άλλους, θα πω, “προσπάθησε να γίνει κάτι που δεν ήξερε και πολλές φορές λάθεψε”. Πορεύτηκε περισσότερο με την καρδιά και το ένστικτο παρά με τη λογική. Θα χρειαζόμασταν μια δεύτερη ζωή, με την εμπειρία της πρώτης, για κάνουμε λιγότερα λάθη. Όμως ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την τελειότητα του ή από το πόσο αλάνθαστος είναι. Κρίνεται από τη γνησιότητα των πράξεων του και από το αν πρόδωσε το αρχετυπικό παιδί που είχε μέσα του. Αισθάνομαι ότι η ουσία εκείνου του παιδιού, ακόμη με καθορίζει. Αν δεν την διατηρούσα, νομίζω δεν θα μπορούσα να γράφω ποίηση. Εξάλλου, η μεγάλη ποίηση έχει μέσα της το ανολοκλήρωτο, το ατελές, ακόμη και το παιδικό. Η τελειότητα είναι για μένα μια υπέροχη ατέλεια.
2.Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
2. Ειλικρινά δεν μ αρέσει. Χρειάζεται και μια χαρισματικότητα στην ανάγνωση, ένα ύφος που δεν κατέχω. Προτιμώ τη σιωπηλή ανάγνωση της ποίησης, απομονωμένη από ήχους και κυρίως από τη φωνή μου. Οχι μόνο δικών μου ποιημάτων αλλά και ποιημάτων άλλων ποιητών, αγαπημένων. Πιστεύω άλλωστε ότι το ποίημα συγγενεύει περισσότερο με τη σιωπή παρά με ήχους και φωνές, εκτός αν υπάρχει χαρισματικότητα όπως προανάφερα. Κοιτάξτε πόσο σιωπηλό είναι το φως! Κανένας ήχος δεν το συνοδεύει, όμως λάμπει. H ποίηση είναι μια καμπάνα που χτυπά σιωπηλά, μια χορωδία σιωπής. Βλέπεις τα στόματα να ανοιγοκλείνουν αλλά για να ακούσεις, πρέπει να συντονιστείς στη σωστή συχνότητα.
3.Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
3. Θα ήταν άτοπο να πω ότι είμαι επίγονος κάποιου ποιητή. Με την ανασφάλεια που συνοδεύει κάθε τι συμπερασματικό το οποίο αφορά την ποίηση, θα έλεγα ότι οι στίχοι μου είναι παιδιά, αφενός της ύπαρξης μου που νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί πέραν της καθημερινής ομιλίας, να συνθέσει το δικό της τραγούδι, αφετέρου, όλων εκείνων των αναγνωσμάτων που με συνεπήραν και μου άνοιξαν πιο μεγάλες πόρτες για να εισέλθω στο μυστήριο της ποίησης. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος στην ποίηση. Πρόσφατα έγραψα ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο ΠΟΙΕΙΝ ότι «οι άλλοι είναι μέσα μας». Είναι οι άλλοι που διαβάσαμε και μας ανάγκασαν να επανερχόμαστε σε αυτούς. Είμαι πια πεπεισμένος ότι η μεγάλη λογοτεχνία γεννά νέα λογοτεχνία. Μυούμαστε στο είδος χάρις στις παρακαταθήκες των προγενέστερων. Αισθάνομαι ότι σε κάθε πόρτα που άνοιγα, ένας ποιητής με καλωσόριζε. Εξάλλου, οι νεκροί ποιητές απαλλαγμένοι από τις μικρότητες της ζωής, είναι πολύ πιο ανιδιοτελείς από τους ζωντανούς.
4. Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;
5. Είναι αλήθεια ότι οι πλείστοι ποιητές έχουν άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς. Και είναι επίσης αλήθεια πως συνήθως πληρώνουμε για να αγοράσουμε τα αντίτυπα των βιβλίων μας από τον εκδότη. Προσωπικά ελπίζω να πετύχω κάποτε να εκδώσω χωρίς να πληρώσω. Είναι μια ευγενής φιλοδοξία, έτσι τουλάχιστον το βλέπω. Σπούδασα δημοσιογραφία και την ασκώ εδώ και 24 χρόνια. Την παρούσα στιγμή είμαι βοηθός αρχισυντάκτης στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, πέρασα όμως από την “κόλαση” του ιδιωτικού τομέα, ζυμώθηκα μέσα από ανθρώπινες ιστορίες οδύνης.
Η ποίηση μπορεί να μην αποφέρει, αλλά μας χαρίζει μια ψευδαίσθηση που αξίζει τον κόπο: Ότι μπορούμε να αφήσουμε κάτι πίσω μας . Στο κάτω κάτω, οι άλλες ψευδαισθήσεις είναι καλύτερες; Αλλοι αφήνουν διαθήκες με περιουσίες, οι ποιητές, το έργο τους. Να επιμηκυνθούμε κατά κάποιον τρόπο στο διηνεκές Στη ζωή είναι σημαντικό να μπορείς να τραφείς και να θρέψεις, στην ποίηση βρίσκεσαι για άλλο σκοπό. Η ποίηση σου δίνει την ευκαιρία να δείξεις αν αξίζει να μνημονεύεσαι. Συνεπώς δεν αδικεί τον ποιητή η ποίηση, μάλλον τον ευνοεί υπό τις περιστάσεις. Φυσικά και θα ήθελα να δω τα βιβλία μου να πουλούν, όχι τόσο για να αποφέρουν έσοδα, αλλά επικοινωνία και γιατί όχι, επιβεβαίωση. Ας το παραδεχτούμε, είμαστε ανασφαλείς εμείς οι ποιητές. Να μετρηθώ λοιπόν μέσα από την αυστηρή ματιά του αναγνώστη. Και με τον χρόνο. Η αναμέτρηση είναι πολύπτυχη, και αφορά το τι γράφτηκε, το τι γράφεται και το τι δεν έχει ακόμη γραφτεί. Είναι στην ουσία μια αναμέτρηση που μας ξεπερνά.
5.Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι΄ αυτές;
5. Μου λένε ότι πρέπει να βιαστώ. Η πνοή που τις φέρνει δεν διαρκεί πολύ. Αν δεν κρατήσεις σημειώσεις, μετά είναι αργά. Και τις λέξεις να θυμάσαι δεν θα είναι το ίδιο. Η πνοή που φέρνει τους στίχους διαθέτει τη δική της ατμοσφαιρική πίεση, δεν γίνεται βγαίνοντας “έξω”, να “συναρμόσεις” το υλικό της σε ποίημα. Πρέπει να προλάβεις όσο είσαι “μέσα”. Μπορεί ένας αστροναύτης να επιβιώσει βγάζοντας το σκάφανδρο; Δεν μπορεί. Είναι κάτι πέραν από τα όρια του συνειδητού. Γίνομαι δέκτης μηνυμάτων που εκπέμπονται από άγνωστη πηγή. Ενίοτε έχουν την μορφή αινιγμάτων. Καλούμαι να τα λύσω. Το αίνιγμα της ζωής. Όλα γύρω από αυτό περιστρέφονται. Μετά, το αίνιγμα του θανάτου και της φθοράς που προηγείται. Στο μεσοδιάστημα, ο έρωτας, η αγάπη, η αλληλεγγύη για τον καταφρονημένο, το να γνοιάζεσαι και να πονάς για εκείνους που υποφέρουν, χωρίς ποτέ να το μάθουν ότι συμπάσχεις μαζί τους.
Συμβαίνει συχνά όταν οδηγώ, όταν περπατώ, το βράδυ λίγο πριν το ύπνο. Λέω κάποτε θα το γράψω το πρωί και το πρωί έχει ήδη φύγει ο στίχος. Οσον αφορά τη θεματική, δεν υπάρχει κάτι αυστηρά προκαθορισμένο. Μπορεί να είναι ένα βίωμα-έχω κάνει μια στροφή τελευταία σε αυτό που αποκαλούμε βιωματική ποίηση- που έρχεται από πολύ μακριά, μπορεί να είναι ένα σκάψιμο στην ύπαρξη, μια δόνηση, ένας κραδασμός της ψυχής, που θέλουν να μορφοποιηθούν σε ποίημα. Προκύπτουν επίσης κάποιες ιστορίες ανθρώπων, ως αποτέλεσμα και της επαγγελματικής μου ιδιότητας. Η οδύνη όμως της πραγματικότητας είναι πολύ πιο βαθιά από αυτό που μπορεί κανείς και συγκεκριμένα εγώ, να μεταφέρει στην ποιητική του γραφή.
6. Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;
6. Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί ποιητές από μένα που γράφουν εξαιρετικά. Ξεκινώ λοιπόν από αυτό, υπάρχουν πολύ πιο δεξιοτέχνες με ευρεία γκάμα αποθεματικού λέξεων, συνδυασμών, επινοητικότητας. Ετσι ακολουθώ τη λογική ότι ακόμα μαθαίνω το πως γράφεται η ποίηση. Και θα μαθαίνω μου φαίνεται μέχρι τέλους. Ισως το πιο σημαντικό που έχω μάθει και αναπτύξει είναι να ξεχωρίζω τι να κρατώ και τι να απορρίπτω. Ειδικά το τελευταίο, το κρίνω πολύ ουσιώδες. Aφαιρώντας φτάνεις στην ελλειπτικότητα της πύκνωσης. Ομως εν γένει, όπως προανέφερα, είμαστε όλοι επίγονοι των προηγούμενων ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε. Οποιος δεν το μάθει αυτό, θα περάσει δύσκολα στην ποίηση, δεν θα μπορέσει να αφήσει το δικό του στίγμα.
7. Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
7. Επιλέγω μέσα από την ποίηση να κάνω φίλους παρά εχθρούς. Και έχω κάνει, λίγους αλλά ακριβούς. Φυσικά αυτό είναι μόνο η δική μου επιλογή. Υπάρχουν πεινασμένοι άνθρωποι για φήμη και καθιέρωση, χωρίς να διαθέτουν τον αναγκαίο ποιητικό εξοπλισμό, ας πούμε, εξού και είναι τόσο πεινασμένοι. Υποκαθιστούν την ποιητική τους ανεπάρκεια με υπερμεγέθη φιλοδοξία που αγγίζει τα όρια του φαιδρού. Θέλουν να κυριαρχήσουν πάση θυσία, θέλουν να αρχηγεύσουν. Δημιουργούν κυκλώματα, ένα είδος πελατειακών σχέσεων αναπτύσσεται. Εξοβελίζονται όσοι αρνούνται να παίξουν το παιγνίδι αυτό. Ξέρετε πόσοι μου είπαν ότι θα γράψουν για το προηγούμενο μου βιβλίο και δεν έγραψαν; Γιατί; Διότι δεν παρακαλάω και δεν πρόκειται να παρακαλέσω κανέναν. Κι όσοι έγραψαν και τους ευχαριστώ, είτε θετικά είτε αρνητικά, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία.
Βλέπουμε αξιόλογες φωνές, να αποσιωπούνται από την εγχώρια κριτική και άλλες, όχι τόσο αξιόλογες θα έλεγα, να υπερπροβάλλονται. Ετσι όμως πλήττεται η ίδια η ποίηση διότι με ποιόν τρόπο να φτάσει ο σημερινός αναγνώστης σε ένα αξιόλογο έργο, όταν αυτό απωθείται από το ίδιο το σύστημα; Δημιουργούνται ετερόφωτοι ποιητές αφού τα βιβλία τους που λανσάρονται (όχι όλα βεβαίως), δεν έχουν τη δύναμη να μιλήσουν από μόνα τους. Άλλοι ομιλούν για αυτά και εντεταλμένα. Όμως ο χρόνος και πάλι θα είναι αδυσώπητος κριτής. Οταν οι άλλοι παύσουν να επαινούν, ό,τι δεν αξίζει απλώς θα ξεχαστεί. Μόνο ένα αυτόφωτο έργο μπορεί να επιβιώσει κι ας μην συμβεί αυτό σήμερα ή αύριο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ποιητική συλλογή που πιστεύω αξίζει να διαβαστεί. Το κάνω επειδή δεν είδα να γράφει κανείς κάτι γι’ αυτή. Αναφέρομαι στις “Ζωογραφίες”, της Σοφίας Σακελλαρίου. Δεν την γνωρίζω την ποιήτρια, το κάνω αυτό επειδή θεωρώ το βιβλίο αδικημένο, είναι ένα είδος φόρου τιμής στα αποσιωπημένα.
8. Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
8. Δεν έχω σχεδιάσει κάτι, δεν τα καταφέρνω με τους σχεδιασμούς. Ζω το σήμερα, το πολύ να σκεφτώ τις επόμενες μέρες. Ο ποιητής δεν σχεδιάζει, απορροφά ή απορρίπτει ό,τι του έρχεται. Σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι. Προσδοκώ φυσικά να γράψω ακόμη κάποια ποιήματα που ελπίζω να έχουν κάτι να πουν, να σημαίνουν κάτι, πρώτα για μένα, μετά για όσους τύχει να τα διαβάσουν. Ελπίζω επίσης να έχω το θάρρος να φανώ αρκετά έντιμος ώστε να σιωπήσω όταν βεβαιωθώ πως δεν έχω κάτι άξιο λόγου να πω, δηλαδή να γράψω. Ξέρετε, πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό όλα έχουν λεχθεί, τα πιο σημαντικά τουλάχιστον, από πλευράς θεματικής. Αυτό που καλείται ο ποιητής να κάνει είναι να τα συνθέσει ξανά ανοίγοντας ένα νέο βάθος.
9. Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;
9. Σε κάποιο κάλαθο των αχρήστων ίσως ή σε κάποιο υπόγειο με πέντε εκατοστά σκόνη πάνω του . Ειλικρινά δεν μπορώ να γνωρίζω. Ο ποιητής ενώ γράφει στο σήμερα δεν γράφει μόνο για το σήμερα αλλά κυρίως για το αύριο. Το αύριο όμως είναι ανεξερεύνητο όπως και τα γούστα του και οι αισθητικές του. Νομίζω όμως πως ο καθένας ξέρει αν έχει γράψει κάτι που αξίζει ή απλώς πέρασε το χρόνο του λέγοντας ότι έγραφε ποίηση για να γεμίσει τις άδειες από νόημα ώρες του. Στην ποίηση ο τελικός κριτής έρχεται πολύ αργότερα που θα πέσει η αυλαία, μέσα στο σκοτάδι.
10.Πώς ορίζετε το ποίημα που «αντέχει τον χρόνο»;
10. Γι’ αυτά γράφουμε. Πρέπει να έχεις μεγάλη δίψα μέσα σου για να γράψεις τέτοια ποιήματα. Μεγάλη κατανόηση του κόσμου, της ύπαρξης και τι σημαίνει η ποίηση απέναντι σε αυτά. Ισως πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις ότι η λογοτεχνία σου δίνει αυτή τη μοναδική δυνατότητα, γιατί πολλοί δεν το συνειδητοποιούν και νομίζουν ότι σημαντικό είναι να γράψεις ακόμη ένα ποίημα και όχι ένα σπουδαίο ποίημα ή μια σειρά ποιημάτων που θα σε οδηγήσουν σε μια άλλη σειρά σπουδαίων ποιημάτων. Το παράξενο όμως είναι πως ακόμη κι αν γράψεις τέτοια ποιήματα, δεν μπορείς να πεις ότι ξέρεις πως γράφονται, ειδάλλως, θα τα έγραφες συνέχεια. Είναι κάτι μοναδικό, ένα προνόμιο που σου δίνεται για κάποιες μόνο στιγμές και πρέπει να το αρπάξεις. Είναι αδύνατο να το κατέχεις, αν είσαι τυχερός, μπορείς να το αγγίξεις. Τα ποιήματα που αντέχουν στο χρόνο έχουν τα κότσια να τα βάλουν με το χρόνο. Αντέχουν όχι επειδή συμφιλιώνονται με τον χρόνο αλλά επειδή τον νικούν. Τον κάνουν να παραδεχτεί την ήττα του και να παραμερίσει επειδή το μήνυμα που μεταφέρουν πάντα θα βρίσκει ευήκοον ους. Γράφτηκαν για αναγνώστες που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Είναι τα ποιήματα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα διαβάζεις και νομίζεις ότι γράφτηκαν χθες, ενώ μπορεί να έχει παρέλθει αιώνιος χρόνος από τη συγγραφή τους. Τα καλύτερα δε εξ αυτών, εγώ τουλάχιστον αποκομίζω την αίσθηση ότι έχουν γραφτεί σε κάποιο γραφείο του μέλλοντος. Κάποιο φανταστικό γραφείο ποιήσεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου