.
Η Έλενα Τουμαζή, φιλολογικό ψευδώνυμο Ρεμπελίνα, γεννήθηκε στη Λευκωσία αλλά μεγάλωσε στην Αμμόχωστο. Μετά το γυμνάσιο σπούδασε στη Γενεύη πειραματική ψυχολογία του παιδιού. Για μικρά χρονικά διαστήματα εργάστηκε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση τη Κύπρου. Το 1980 παρακολούθησε ένα σεμινάριο γυναικείας γραφής στο Παρίσι στο πανεπιστήμιο της Βενσέν. Από το 1982 ζει και γράφει στη Λεμεσό.
Το κάθε βιβλίο συνοδεύεται με δικά της σχέδια.
Εργογραφια :
Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972, Αμμόχωστος.
Λειτουργία του νεκρού παρόντος, Ιούνιος 1974, Λευκωσία.
Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά το δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη
του 20ου αιώνα μ.Χ, 1977, Λευκωσία.
Παραλλαγές για τη γη, εκδοτική των γυναικών, 1981, Αθήνα.
Ανάσες αληθινού ονόματος- σύνθεση, με στίχους αγαπημένων ποιητών και
αποσπάσματα παραμυθιών – εκδόσεις Αφή, 2008, Λεμεσός
Έρχου, εκδόσεις Αφή, 2011, Λεμεσός (κρατικό βραβείο ποίησης).
MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές εκδ. ΑΦΗ (2016)
MARGINALIA Δυο γυναικείες φωνές (2016)
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Δέντρο
δίδαξέ με
τη γυμνότητα σου.
Δίδαξέ με το ρίζωμά σου
δίδαξέ με το πείσμα σου
δίδαξέ με την οικονομία σου
δίδαξέ με την πληρότητα σου.
Έστω
κι αν μ’ έχουν πετσοκόψει
τα τσεκούρια τους.
Κάτι πρέπει να έχει απομείνει
κάτι να αντέχει ακόμα
για να με συγκινείς τόσο...
ΝΟΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 2
Μυθικοί κόσμοι
τελετουργικοί κόσμοι
που η μορφή τους
στάζει αίμα.
Κόσμοι κτισμένοι
πάνω σε σώματα
που σπαρταρούν ακόμα...
Πότε το ανθρώπινο
θα μιλήσει
τη γλώσσα πού τού αρμόζει;
Τη γλώσσα του ονόματος του;
ΩΣ ΧΟΡΤΟΝ...
Ο θάνατος ταπεινώνει
μας δείχνει τα όρια
της οιήσεως μας.
Ό θάνατος ενός ζώου
μοιάζει με το ποδοπάτημα
ενός αγριολούλουδου.
Μπορεί να συμβεί
από την πρώτη μέρα της άνθισης του
η λίγο αργότερα...
Το ζώο πάντοτε
πεθαίνει εν πλήρη αθωότητι,
ζει εν πλήρει αθωότητι.
Τα ζώα είναι οι θεοί μας
είναι οι μαστοί
που καταβροχθίζουμε
σαν αιωνία βρέφη.
Είναι η αβάσταχτη ένοχη μας.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Το όνομα ως ρήμα
η λέξη ως ρήμα
ο λόγος ως ρήμα
το όνομα ως σαρκωμένος χρόνος
η σάρκα ως ρήμα…
ΝΟΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 3
Σφάγιο που το μετατρέπουμε
σε θεότητα η δαίμονα
-σε «απαραίτητη» τροφή τον εγώ μας-
για ν' αντέξουμε
το μέγεθος της βίας μας.
ΝΟΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 4
Υψηλοί πολιτισμοί
λεπταίσθητοι πολιτισμοί
με πόδια βουτηγμένα στο αίμα.
ΑΤΙΤΛΟ 4
Κάποτε ένα βλέμμα βαθύ
θα με επισκεφθεί ξανά.
Το γνωρίζω.
ΑΤΙΤΛΟ 5
Οι ψυχές αγγίζονται
από καταβολής κόσμου.
Τα σώματα αγγίζονται
μέσα στο παρόν.
Όταν οι δυο αφές συναντηθούν
φωτίζεται το Υπάρχον
Η Χάρις κυβερνά.
.
ΑΤΙΤΛΟ 6
Όλοι αυτοί
οι αθώοι
που σε σκοτώνουν...
Πώς να τους διαχειριστείς;
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μια φωνή
πού διασχίζει τον Μύθο
την 'Ιστορία τους αιώνες,
κινούμενη αέναα στο παρόν.
Εκλαμβάνεται από τούς ανθρώπους
ώς τροφή
ώς είκόνα
ώς ένδυμα
ώς κατεύθυνση
ώς καθρέφτης
ώς νόημα.
Αλλά ποτέ ποτέ
ως αυτό πού πραγματικά
είναι:
Μια φωνή.
Γυμνή.
Που αναπνέει.
Εκφερόμενη από ένα
ένσαρκο,
έμφυλο σώμα.
Βροτό.
Χρονικό σώμα.
Μια φωνή πού έναρθρα
καλεί,
κάθε φορά,
εσένα
(γνωρίζοντας σιωπηλά τό όνομά σου).
ΕΚΕΙΝΟ
Πόση Άνοιξη
πόσες ηδονές
πόση δροσιά
πόσα γαλήνια πέλαγα
πόσα ταξίδια
πόσα καλοκαίρια
μου αρνήθηκες.
Πόσες κίτρινες μαργαρίτες
σβήνοντας κάθε φορά
το πρόσωπό μου
τη φωνή
το όνομά μου
και γράφοντας βίαια επάνω του
ένα άλλο
κάθε φορά ένα άλλο,
κάθε φορά...
Λες και δεν μας περιμένει
τον κάθε ένα
την κάθε μια
στη στροφή του δρόμου,
εκείνο,
πού σβήνει
οριστικά
όλα τα πρόσωπα
όλες τις αναπνοές
όλα τα ονόματα
(ίσως γι’ αυτό...).
ΕΡΧΟΥ (2011)
και έρχου νότε
Αεί ωραία
Μια υποψία
παιδιού
μια σπασμένη
μετώπη ένα ακροκέραμο
-νάμαν πουλί
να πέταγα -
το βλέμμα
ενός άνδρα στο δρόμο
-υπάρχω
ακόμη;
Δελφίνια
αγγίζονται απαλά
κάτω από την
επιφάνεια του Αιγαίου
απέραντο
ασήμι
κεντρίζει
τη ναρκωμένη
μνήμη
Ανοίγονται
διάπλατα οι θύρες οι ολόχρυσες
καθώς κοιτάς
τούς φοίνικες
τα
περιστέρια
να
ερωτεύονται στον άνεμο
Η θάλασσα
αεί
ωραία
ην και εστίν
και έσται
(2.3.2002)
ερήμου φέγγος και παραμυθία
Αν είναι αυτό η έρημος θα πω
της έρημου το τραγούδι
Αν είναι η σιωπή
αν είναι η σιωπή
- ώ ας μη ψοφήσω
μες στο αρράγιστο το τσόφλι
της ξανά
Θα βγω μες στους λιμιώνες
να γεννηθώ μαζί σου
(25.4.2002)
Η έρημος
η
έρημος
το μαρτύριο της δίψας
Ορμούν να σε καταβροχθίσουν
σ' ένα κόσμο
χωρίς
ετερότητα
Αγριότητα του πολιτισμού
πού ξεπηδά από τη σύνθλιψη των
ορίων
στο χορό της γης μέσα στο
χρόνο
Όπως οι πλάκες πού μεταμορφώνουν
προχωρώντας ασταμάτητα
το πρόσωπο της
Αγριότητα της ομορφιάς
που ξεπηδά
ανερμήνευτη
μέσα στη γύμνια
Ας τους
Δεν ξέρουν τί κρύβεται
Μέσα ατά παραμύθια
Η συμπόνια
Το βλέμμα
για σένα
για μένα
Που μας αφαίρεσαν την ιστορία
(13.10.2001)
σε κύματα αστραφτερά
Γράφεις με
ευγνωμοσύνη
Βουτώντας
την πέννα σου
στο ασήμι
της θάλασσας
Που σε
κοιτάζει αμετάβλητη
Γράφεις
κοιτάζοντας κατάματα
Αυτό που σε
κοιτάζει
Ανυπεράσπιστο
Και ολόκληρο
Προσευχή
Θάλασσα ώ θάλασσα
Ίλεως γενού
Να στεριώσεις μόνο σου ζητώ
τη μνήμη
Εκείνην του καρπού
για το Θαβώρ του δέντρου
Και του μικρού χελιδονιού
για τ' ακριβό του ταίρι
(24.3.2002)
νύχτα
Όπως κάποτε
Ένα καράβι
Αναμμένο
Βαθειά μέσα ατή νύχτα
Αγκυροβολεί ησυχάζοντας
Λικνίζεται απαλά
Στο ύψιλον δύο σκοτεινών δέντρων
Βαθειά μέσα στη νύχτα
Προστάζει
Τη ψυχή σου
Να μιλήσει
Σαλεύει
Όπως το κύμα
Τη μνήμη του κορμιού...
έρως πατήρ ονομάτων
Μιά χούφτα οί άθώοι
Αποσύρουν ό ένας μετά τον άλλον
την παρουσία τους άπό τη ζωή μας
Ξεγυμνώνουν τή δική μας άπου σία
Κοιμάμαι μ' ένα βλέμμα που έπεσε άπάνω μου
σέ μιά μόνο τρομερή στιγμή
Κάποιος μου μίλησε και δέν τον άκουσα
Κάποιος μέ κοίταξε και δέν τον γνώρισα
Τώρα άπομένει στά χέρια μου τό ψαροκόκκαλο
του ονόματος του
Ά ν μπορούσα άν ήξερα τουλάχιστον
νά μαστορεύω φλογέρες...
μέλη φωτός
Αύτη η πόλη
αφήνει χαραμάδα
για να μπορείς να ξεγλιστρήσεις
Αύτη η πόλη
κάθε λογής προσφύγων
εντόπιων και ξένων που
κρατά με απόγνωση όλα τα πρόσωπά της
παλαιά και νέα
οικεία και απροσπέλαστα
ασύντονα θραύσματα χρόνου
γυρεύει την υφή μιας άλλης φωνής
Είναι και δεν είναι η πόλη
της σκοτεινής ρίζας της πικρής
ανθοφορίας
απ' όπου γύρεψες να γλυτώσεις κάποτε
και που τώρα κείται αμίλητη και παγωμένη σε στάση
επίκλησης
δίχως μια φτερούγα στο κύμα της
ένα δάκρυ στο πέτρινο βλέφαρο
ένα χάδι στο μαραμένο στήθος
Είναι και δεν είναι η πόλη όπου κατέφυγες
για να σώσεις την εφήμερη
λεπταίσθητη άνοιξη
και σούδωσε ηδονή
και θάνατο
προτού
σκιστεί στα δυο
με το κάθε κομμάτι
να ψηλαφεί τυφλά τη μνήμη
ποθώντας το όλον του σώματος
Αυτή εδώ η πόλη
σου επιτρέπει
το μεγάλο Τίποτα
για να σκύβεις
να μαζεύεις απ’ τη γη
μικρούς αρνημένους θησαυρούς
για να βαδίζεις
όπως μέσα στο ανεξιχνίαστο χάος
με τις βίαιες σπαρακτικές γεννήσεις
μα και τα ρόδα-πλανήτες
στην αυλή του μικρού πρίγκιπα
(Μάρτης-Απρίλης 2001)
Η χώρα της ψυχής
Πότιζα αρμύρα τα σγουρά σου τα μαλλιά
Και άλειφα μέ λάδι το κορμί σου
Σου έφτιαξα φωλιά από κλαριά
Με φύλλα ευωδιαστά του παραδείσου
Μονάχη μου σε πήρα αγκαλιά
Και σε ταξίδεψα σε θάλασσες - θυμήσου
Κι' όταν σε έκαιγε πληγή παλιά
Με το λαγούτο μου ψιθύριζα «κοιμήσου»
Μα ήρθαν καιροί λυπητεροί χρόνια σκληρά
Και μέσα σου κατοίκησεν η σκόνη
Οι εχθροί αρπάξαν ρόδα τρυφερά
Απ' το μικρό μας μοσχομύριστο μπαλκόνι
Και το κεφάλι απόστρεψες ευθύς
Ως χώθηκε στην πόλη το κοντάρι
Λησμόνησες τη χώρα της ψυχής
Και άφησες το κύμα να μας πάρει
ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΜΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ (1977)
Το σώμα μας ένα θέατρο μαυσωλείο σημάτων
Χρυσόθεμη
από δω και πέρα χωρίς μάνα
μικρό κορίτσι κουλό απ’ το δεξί
μπορούσα χωρίς
υπήρχε βέβαια η γιαγιά κι’ ο τροβαδούρος
φτάνουν ;
η επέμβαση
έγινε τα πράγματα
σκόρπισαν στο σταυροδρόμι το πλοίο
μπήκε ονειρευόμουνα
από περιστέρια συναμένα
σε γλυκύν ύπνο το κορμί μου
ν’ απογειωθούν
στον άνεμο
μια μικρή κλόουν κι ‘ ο αδερφός μου α ό αδερφός μου
τον έσφαζαν δέκα χρονώ η μάνα μας
κατάπιε υστέρα τη ξερριζωμένη του
δυο πανσέδες στη θέση των ματιών
απέναντι
στη χέρσα καθότανε
το άδειο φλυτζάνι πλάι στο δικό του
μόλις να δούμε τον εσταυρωμένο .
η μάνα μας
* * *
ο ατός
κι’ έτσι
καταματωμένον και γυμνόν τον σήκωσε μακριά αχ μακριά
αφήνοντας με κατάμονη
μαζί τους
Αδάμ Αδάμ δεν είμαι
εκείνη που σου μάθανε δεν είμαι
η άλλη είμαι η ζωή
μόνος παλεύοντας
να φυτρώσω απ’ το πλευρό του
μόνος πασκίζοντας
να κερδίσει την αγάπη του κόσμου
ο αποκεφαλισμένος αδερφός
ο δακρυσμένος χορευτής
ό γιός μου
Που να σαι τάχατες αητέ
που να σαι άστρογέννητε
που τον ήλιο αδερφό
και το φεγγάρι σύντροφο
πιάνω τους δρόμους παρπατώ
κι έναν έναν άρωτώ
τα πετραδάκια του γιαλού
τα κύμματα του πελάγου
μην είδατε τον αητό
με το χρυσό του μέτωπο
είχε τα μάτιά του υγρά
και δυο αυλάκια μάγουλα
ναι ναι τον είδαμε κυρά
ναι ναι πετούσε κει ψηλά
έλαμπεν σαν αυγερινός
τζιαι θάμπωσεν ο ουρανός
κι’ έκατσα εκεί στην αμμουδιά
χωρίς μιλιά χωρίς λαλιά
πού να σαι τώρα αητέ
πού να σαι αστερογέννητε
είν’ η καρδούλα μου ξέρη
ούτ΄ ένα δάκρυ δε μπορεί
γύρισε πίσω να χαρείς
είναι νωρίς είναι νωρίς
σώπασε σώπασε κυρά
ψιθύρισαν τα κύμματα
σώπασε σώπασε κυρά
είπε η μικρούλα η λεμονιά
στοχάσου πώς η λεφτεριά
έχει ολόμαυρα φτερά
που δε χωράνε σύντροφο
παρά κοντάρι στο πλευρό
γυμνά
από τη μέση και κάτω
τα κεφάλια τους γέννησαν
δεύτερο πλάσμα
μοιρασμένες για πάντα
για πάντα στο σκοινί του ακροβάτη
ενώ τα τραίνα πάνε
άσπρα και τρυφερά
στον πρώτο ήχο της αυγής έτοιμα
το κορμό μου
τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωί
με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι!
Ορέστη φονιά Αδάμ
πλανεμένε
πώς αγαπήσαμε κι οι δυό το φίδι πε μου
το σώμα μας ένα θέατρο
μαυσωλείο σημάτων
της γυναίκας πικρό δεύτερο τύπωμα
Παναγιά ή πόρνη το ίδιο
η πόλη καιγόταν
άδειασαν
τα ξενοδοχεία οι πολυκατοικίας τίποτα
άγρια αγκάθια και τσουκνίδας φυτρώνουν από τις ρωγμές τ’ αυλάκια
φτάνουν κάποτε ίσαμε το δεύτερο πάτωμα τα φίδια
πλήθυναν πάλι ας τους να φύγουν
καλυτέρα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος
Θα σκάβουμε τότες δίπλα-δίπλα μέχρι να καθαρίσουμε τους δρόμους
Θα σταθούμε τότες στ’ αντικρινά παράθυρα
Θα χαμογελάσουμε
πως είμαστε γείτονες για πρώτη φορά
πως αγαπιόμαστε ύστερα από τόσα χρόνια
μεγάλη πέτρινη Μέδουσα και γύρω γύρω θάλασσα ό πόλεμος
ξάφνου ό πόλεμος
στη θέση της καρδίας μια τρύπα
μάνες μοιρολογηστρες
δίχως δάκρυ το πρώτο αίμα στη θέση
θυμασαι
που ξέσπασες σε λυγμούς συγνώμης
αδερφέ μου
γιέ μου
* * *
την Ώρα της ‘Εξόδου ζεκοκκάλίζε το πρόσωπο σου
έπαιζε το κρανίο σου η Μάγισσα
δεν μπορούσα την έβλεπα δε μπορούσα ούτε τον εαυτό μου τότε
και σ’ άφησα στο έλεος της
ένας
ανεβοκατεβαίνει τη γραμμή των κυμμάτων
φεύγει πίσω
από το πρόσωπο λυγμός
* * *
«Ποιά είναι αύτη η γυναίκα πούμε διώκει αύτός ο άντρας . . .»
την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια
την πετάνε στο νερό στο νερό
στη θάλασσα
κι’ απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά στη
βουλιαγμένη τριήρη
το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης
τα δάκτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν
κράτησα το κεφάλι του σφιχτά το έσωσα
από τις Βάκχες τη Μήδεια
ήμουν μόνη
φύγαμε μαζί μου ξέφυγε
* * *
κατρακύλησε στους δρόμους χόρευε
τρομάζοντας και διασκεδάζοντας τον κόσμο
Χριστέ μου τι ομορφιά τι λαγνεία
* * *
η ιστορία του πατέρα όπως όλες οι ιστορίες μ’ ένα καθρέφτη
καλός άνθρωπος ό πάππους μα τον έκανε ότι ήθελε ή μάνα του
καρκινοκεφαλος γιγαντοπεόδαρος
καρκινοκεφαλος γιγαντοπεόδαρος
το σώμα μας
μαυσωλείο σημάτων
καθαρός και ταχτικός αυτός ήτο ο φτωχός
γεννώντας τον είπε:
ευλογημένος να σαι γιε μου
να ζεις για να υποφέρεις
να βασανιστείς
να σταυρωθείς
να βρυκολακιάσεις
και να γίνεις Δήμιος
όταν επέστρεφε από τη ξενιτειά εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα
σκοτώνοντας την μάνα
σκοτώνοντας την μάνα
με τη βοήθεια της Ηλέκτρας
για ο ‘Ορέστης δε θυμάμαι
η προφητεία εκπληρώθηκε
Δήμιος το επάγγελμα
σχεδόν
Θεατρίνος
Τι να πρωτοθυμηθείς Χρυσόθεμη
την παράσταση επί του φέρετρου
τον πόλεμο
την προσφυγιά
Α όχι όχι
Η Quelle Bellina έρκεται,
κι’ εγώ μες τους αιώνες
ούτε μάνα ούτε κόρη αγωνιώ
πλέοντας στον αστερισμό του ερμαφρόδιτου
τα μάτια μου στραμμένα στην ‘Ανατολή
Αύτη τη φορά δε θα ‘ρθω πίσω σου Περσέα
θα σεβαστώ τη βιαιότητά μου
-ακέφαλο το άλογο ακέφαλος κι ο καβαλλάρης
Ιώ Ιώ
μάνα μου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα
κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο
μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξει με το γαίμα
η Quelle Bellina έρκεται δίπλα στον Διγενήν
ήρθεν το τέλος εκείνου του μύθου που σας έλεγα
βομβάρδισαν τις πολυκατοικίες
εισήλθε ένα στοιχείο κόκκινο και άμορφο στο χώρο των γκρίζων κουτιών
η Αννόχωστος δεν είναι πια η ίδια
βομβάρδισαν τις πολυκατοικίες
εισήλθε ένα στοιχείο κόκκινο και άμορφο στο χώρο των γκρίζων κουτιών
η Αννόχωστος δεν είναι πια η ίδια
Να τους οι εξουδετερωμένοι
παρέα με τους μεγάλους μοναχικούς ποιητές
πορεύονται
έξω από τα τείχη και της δικής μας πόλης
ο Αττίλας ήρθε να «αποκαταστήσει την ανατραπείσα τάξη»
μονολογώντας ο γελωτοποιός
ο Τάκης ο Τρελλός
στην ταράτσα μιας κενής πολυκατοικίας
«Δεν με φτάνουν τ’ αλαφροπέτρινα φεγγάρια
η σκόνη τους γι’ αυτοκτονία
Ας τους να φύγουν
Καλύτερα ή πόλη έτσι άδεια
νεκρή
τα σπίτια μόνα ολομόναχα
σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος
* * *
Ας τους
Αυτοί οι βάρβαρου έτσι κι’ αλλιώς είναι ξένοι
προς τις πολυκατοικίες και τα αντικείμενα
Σχεδόν ανώδυνοι
Και οι ποιητές πορεύονται
οι παλιοί μεγάλοι ποιητές πορεύονται
και οι προφήτες και οι αρχηγοί
και το εξουδετερωμένο πλήθος
τα δάση και τα όρη γέμισαν γυμνούς και πεινασμένους
ω θεατές μας
«ουai ούαι, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι
μια ώρα
ηλθεν η κρίσις σου»
Τώρα μόλις αγάπησα τους ανθρώπους σου και περιμένω
Το ταξίδι της Χρυσόθεμης
έψαχνε το πάθος της το πρόσωπο της
-είσαι τρελή ; τον λατρεύω άλλα μπορεί κανείς να κάνει έρωτα
με το Θεό;
* * *
έχω ένα λόγο να σου πω
εκεί που πίνεις το νερό
και με το χτένι τ’ άργυρό
και το μαντήλι το φαντό
περήφανε αητέ μου
’γώ θα’ ρθω να καθίσω
την αρχοντιά σου θα λυγίσω
Τον χάιδεψα τον γέννησα τον Άδωνη
εγώ η Πιέτα
εγώ η Κύπριδα
Γυναίκες θα πάμε πίσω κάποτε
«Τζ’ αναστήχηκεν ο κόσμος γιέ μου»
Λειτουργία του νεκρού παρόντος (1974)
σχέδια και ποιήματα
Παρόν τετελεσμένο
απόηχοι μιας ποίησης
κηλίδες του ήλιου στο νερό μες την ομίχλη
ω να κρατούσαμε τα φωτεινά βλέμματα κάποιων προσώπων
τους χώρους εκείνους μιας ελευθερίας
τις φλόγες των αντικειμένων
όταν υπήρχαν
χώροι προσώπων
φώτα ματιών
ελευθερίες αδύνατες στον αλλόφρονα και ματωμένο νότο
Το προϊόν πουλιέται δέκα σελίνια
το προϊόν είναι ένα βιβλίο ματωμένων ποιημάτων
το προϊόν στοιχίζει δυό λίρες
το προϊόν είναι μια απελπισμένη συνομιλία με το ψυχίατρο (μια ηλίθια
συνομιλία)
σου προσφέρω την αγάπη μου διαλυμένη και συμπυκνωμένη
σ ένα γυαλιστερό νόμισμα
Σ αυτό το χώρο έχουνε στραγγαλίσει ύπουλα
το αντίκρισμα του φωτός
Οι δρόμοι της Λευκωσίας είναι γεμάτοι
από αγνοούντες δολοφονημένους
από αποσταγμένα δέρματα που βρωμοκοπάνε πτωμαΐνη
δε ξέρω ποιός φταίει γι αυτό θάταν όμως θλιβερό να μη φταίει κανείς
Στη πόλη των προβάτων κανείς δε ξεχωρίζει
οι ποιητές θα γεννηθούν στο μέλλον
το ίδιο κι η ζωή
αργότερα ακόμη πολύ αργότερα
δε θα το πίστευε κανείς: πόσες γωνιές πόσες ατσάλινες αιχμές
υπάρχουν σ ένα βρέφος !
Ο ξάδερφος μαρτέν
ζούσε κι αυτός στη πόλη των προβάτων
τρελό παιδί αυτός ο ξάδερφος μαρτέν
δίπλα του αισθανόσουν παγωνιά
περίεργο σημάδι
καμιά γωνιά σχισμή για
κοίλωμα
δεν είχε στη ψυχή παράξενο παιδί
κι όμως πετούσαν γύρω του πουλιά
ο ξάδερφος μαρτέν
που λέτε
ο αδερφός μαρτέν
δεν ήταν ιεραπόστολος
μήτε είχε το θεό του
άπλωνε τις παλάμες ανοιχτές
και τα φαντάσματα ευτύς
στη σκέψη (την ήρεμη ανία) των προβάτων
κάτι σα νεκροθάφτης
δεν έτρωγε ούτε νερό
κάτι σα μολυβένια αστραπή
ένα μαχαίρι άστραφτε σιμά μας
ο ξάδερφος μαρτέν
τυφλός
παράξενο παιδί
με παγωμένα χέρια
ένα στητό λεπίδι ήτανε στους προβατίσιους μας λαιμούς
μαζί του
πάντα
ανεξήγητα
ο τροχός κι
κούπα η χρυσή
των παιδιών
Ανθρώπινο δέρμα
λουλούδι του φωτός και του αίματος
Γυμνώνοντας τον άνθρωπό για να τον εξαγνίσεις
πρέπει να σταματάς στην επαφή με το τρυφερό του δέρμα
πιο κάτω βρίσκεται ο παγωμένος θάνατος των οστών
Κατεβαίνουν οι άνθρωποι τώρα απ τον πέτρινο αγέρα
στο νερό της φωτιάς
αυτί στήνουν για ν ακούσουν των μύθων τη ρίζα τη πικρή
στο βυθό των χεριών
Τα ξημερώματα υποφέρουμε ήδη απο την υποκρισία του απογεύματος
να γλυτώσουμε από τον ουρανό
Είσαι άντρα μου το κερί που κρατά το άδειο κάθισμα του ήλιοι
είσαι άντρα μου ασήμι των χορδών που κλαίνε
αστέρι πληγιασμένο από δάχτυλα πολλά
αυτός που δε θυμάται αυτός που δε ξεχνά
αυτός που δε κλαίει και δεν αγαπά
κι αυτός που τραγουδά
νερό της καρδιάς μου χλοΐζεις τα μάτια
άγιο σύννεφο γύρω από νησιά χωρίς χέρια
ω έχει χάσει το δρόμο της η φωτιά
Ζούσα σε μια πόλη γεμάτη άδεια σπίτια
Μόνος της κάτοικος ένας χλωμός
καβαλάρης
όλος χαμόγελα και χάρη
Ο προστάτης της μέρας μας είναι φωτιά
ο προστάτης της νύχτας μας στάχτη
η στάχτη θάνατος
μα κι ή φωτιά θάνατος
Η μοναξιά της πανοπλίας
η απόφαση του κεντημένου στην παλάμη θανάτου
Τα μάτια δεν είναι πόρτα για να μπει
αυτός με το μαχαίρι
ποτέ τα δυνατά ποτέ τα μεγάλα χωρίς τις πανοπλίες
ποτέ τα δυνατά ποτέ τα μεγάλα με τις πανοπλίες
Είναι ακόμη μέρα
τα χρώματα καθαρά
κι όμως η σελήνη λάμπει
όπως και τα φώτα των δρόμων
Πλάι σ ένα πελώριο χρυσό δίσκο
που καθρεφτίζεται στα τζάμια μιας πολυκατοικίας
ένα χρυσό δίσκο που στάζει αίμα
Ήλιος ωχρός η πανσέληνος
Η ώρα του πρωινού και η ώρα του δειλινού
είναι οι ώρες που δεχώμαστε την αγάπη των θεών
Με τη μέρα βλέπουμε κοντά
με τη νύχτα μακρυά
Ποτέ δεν είναι «η» μέρα και «η» νύχτα
μα και τα δυό μαζί
Κι όμως η νύχτα μας αποκαλύπτει περισσότερα από τη μέρα
Η νύχτα μας αποκαλύπτει την ύπαρξη των άστρων
στην Αμμόχωστο οι πολυκατοικίες έχουν όλα τα προνόμια
τους ανήκει η ανατολή το ασήμι του φεγγαριού
και η θάλασσα η ζώσα
κάποτε πνίγεται το φεγγάρι από μιαν αργή θλίψη
κάποτε γεννιέται ο ήλιος τα χαράματα μέσα από τη θάλασσα
μου αφήσατε μιαν αύρα ένα σμαράγδι μια πληγή
αιώνια πολύτιμα ξεκινήματα
Μια φορά κάθε έξη χρόνια η σελήνη κατεβαίνει βόλτα
στα σοκκάκια
είναι τότε οι εποχές των λιμών των καταποντισμών και της διάλυσης
όταν επιστρέψει πίσω πάλι, εμείς
έχουμε ήδη γνωρίσει τη γεύση της… Παρ όλα αυτά είμαστε πάντα
μόνο που ο καθένας μας τότε αρχίζει να ονειρεύεται τη σελήνη
είμαστε όμως πάντα οι ίδιοι
Το φεγγάρι έχει μείνει μια πρόκληση ομορφιάς,
η μνήμη ενός χρόνου όπου όλα κυλούσαν πιο αργά
Όπως τ αμαξάκια με τα πωρικά
όπως οι παλιές λάμπες των δρόμων
όπως το καφενείο «σπιτφάϊαρ»
Το φεγγάρι δεν είναι καν ένας θεός που απέμεινε
αφού πέθαναν όλοι οι άλλοι
…οι αμφορείς κατέρχονται στο βυθό
η τριήρης καταποντίζεται γαλήνια..,
ύστερα από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια; Ίσως…
Ίσως ποτέ. Μάλλον ποτέ.
Οι αρχαιολόγοι θα εκφέρουν υποθέσεις για βίαια σταματημένα ταξίδια
μελετώντας σάπια κομμάτια ιστών και καρίνας
κάποτε όμως σώζονται οι αμφορείς με λίγους ξηρούς καρπούς
προφυλαγμένους στον πάτο
άθικτους από το μακρυνό ταξίδι
ΩΔΗ ΣΤΙΣ ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΕΣ
Σκυφτή γυναίκα καθαρίστρια των καφενείων
μέσα σ αναποδογυρισμένα τραπέζια
και σε σκόνες
Μόνη σου συντροφιά η τελευταία λάμπα
της περασμένης νύχτας
το τελευταίο αστέρι της αυγής
η ψυχή σου,
που τρεμοσβήνει
ετοιμάζοντας τις «καθαρές» ζωές
αυτών που έρχονται τη μέρα
η γρηά ρακοσυλλέκτις ένα τσουβάλι παραμορφωμένα κόκκαλα • οστεοπόρωσης
η νέα μόνη της μ ένα βυζί (το άλλο της το κόψανε)
Πάρε το φεγγάρι
κι άφησε το στο σπασμένο πεζοδρόμιο
απόψε βασιλεύει ο ήλιος στο στερέωμα
το σύννεφο είναι νερό
το κόκκινο σύννεφο της Δύσης αίμα
Οι λαψανούδες στο αυλάκι φωτίζονται
απ το φεγγάρι του δειλινού
και μια λάμπα του δρόμου
εγώ φωτίζομαι από τα κλαριά της μαρτιάτικης ροδακινιάς
Συνάντησαν για πάντα το φως τα φτερά της παπαρούνας
Μέρα γεμάτη φεγγάρια και δέρματα κιτρινισμένα
τα μάτια σου τα ταξίδια σου μέχρι τ άστρα
τα μάτια σου οι γεμάτες σου στέρνες
τα μάτια σου αυτές οι ταραγμένες αθωότητες
αυτά τα ζεστά ποτάμια
που μ άγγιζαν το δέρμα σα παλάμες
που μ άγγιζαν τη ψυχή σα λουλούδια
τα μάτια σου
γιατί συνέχισαν το ταξίδι τους στο σύμπαν
γιατί μ οδήγησαν στις ξερές πέτρες των νησιών
στους ανεπίστρεπτους δρόμους του παγωμένου αγέρα;
Τα μάτια σου αγαπημένε γιατί
δεν έμειναν λουλούδια
αλλά μόνον άστρα;
μια μακρυνή πηγή για να φτιάχνω στις αχτίνες της
φθαρτά φορέματα
να ντύνω που και που το φαγωμένο μου κορμί
Θυμάσαι που ήσουνα πουλί;
Θυμάσαι που ήσουνα πουλί ερωτευμένο με το καθρέφτη του τη θάλασσα;
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ 1972
και υψώθηκα πάνω από τα νησιά μου
και πέταξα σ’ όλη τη νιότη μου
μέσα από θάλασσα αγαπημένη, ουρανό και ήλιο
Ταξίδεψα κι ήρθα στον ύπνο σου
και κάθισα πάνω απ’ το πέτρινο καλύβι
μέσα στο διαυγές διάστημα
και σκέπασα τον ύπνο σου με τις φτερούγες μου
και τα μαλλιά σου πότισα νερό της θάλασσας κι αχτίνες.
Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τούς ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα
κατεβαίνουν αδιάκοπα, δύο-δύο, δέκα-δέκα, μυριάδες
από τις στέγες και τούς καπνούς
της ξένης πολιτείας,
κι’ όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου
πρασινίζει τα χόρτα
περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.
Αυτοί οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στο δρόμο μου….
έχουν χτίσει τα σπίτια τους στα πόδια μου,
κάθονται λύνοντας ασκήσεις ή γράφοντας μουσική
μέσα στις παλάμες μου….
Κι’ αυτός πού στέκεται στους ώμους μου γελώντας τρανταχτά
κι’ αυτός πού τρώει τα μαλλιά μου παίρνοντας τα για μολόχες..,.
πού να τούς βάλω πού να τους αφήσω.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια
μα το σώμα τους είναι βαρύ σα σίδερο.
Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου
όταν με πήραν για λιβάδι.
‘Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα
τώρα πού φεύγουν.
Περίπολος στο δρόμο
-Μη φοβάσαι το θάνατο Μαρία —
«Παρουσιάστε όπλα! Προβάλατε αιχμές!»
-Δεν ανασταίνεται το φώς Μαρία —
Κλείστε τις πόρτες, τα παράθυρα
την καπνοδόχο.
Μαντρώστε τις αυλές! Βουλώστε τρύπες.
Περίπολος στο δρόμο.
ώ, να φτιάξω τις γραμμές μου στον αέρα!
Ένα μικρό ύπνο στο νερό!
Ένα κοίλωμα!
Ό καθρέφτης μου! —
«Ετοιμάσετε όπλα!
Σημαδέψετε: Πυρ!»
-μη φοβάσαι το θάνατο Μαρία —
Ι
Σταυρωμένε άνεμε
πληρωμένε ληστή του Θεού
πόνε μου
Πληγή που περπατάς στον ίσκιο
Εξαρτάται από το πόσο έρημοι και γυμνοί
θα κατέβουμε
να ντύσουμε με τις λέξεις μας
τον σπαραγμό της μέρας.
II
Κουράστηκαν οι ήλιοι
κουράστηκαν τα πέταλα,
το καθαρό μέτωπο της αυγής
και τα χέρια της’
τα χέρια της, για δες αυτά τα σκουληκάκια
αιώνες βαίνουν προς τη θάλασσα
Κουραστήκαμε σύντροφε.
III
Τραυματισμένη θάλασσα
πέτρινη ελευθέρια
στάσου
Θα χορέψουμε
Στάζοντας δηλητήριο στα παραγεμισμένα τους κεφάλια
Θα χορέψουμε
Απλώνοντας τους υδάτινους χώρους μας
στις τρύπες των ματιών τους
θα χορέψουμε.
*
Κάποτε σκορπούσαμε
όλα τ’ άστρα μας στους ουρανούς.
*
Ποιός όμως πρόσεξε ποτέ τα τέσσερα μας μάτια;
Κι’ όλα τα μικρά στόματα στις άκρες των δακτύλων;
Κι αυτό πού κρύβουμε προσεκτικά και
φοβισμένα κάτω απ’ την ποδιά;
και τολμούν να λεν ότι μας ξέρουν
καλά! Χά!
Δεν έχουνε καιρό να μετρούν
τα στρώματα σκόνης
πού στοιβάζονται και πήζουν
κάθε μέρα
πάνω στο μαλακό κρεβάτι τους
στα έπιπλα του σπιτιού
τά παράθυρα τις πόρτες
Για σκούπισμα ούτε λόγος’
πάει καιρός που τα πράγματα μπήκαν
σ’ ένα ρυθμό
που δεν επιτρέπει καμιά ελπίδα
Αμίλητοι απομένουν
να κοιτάζουν τα νέα άγνωστα αντικείμενα
πού φτιάχνονται από τα παλιά
τα δικά τους
συν τη στερεά σκόνη
Κοσμήματα από άχρηστες λέξεις βαραίνουν το κορμί σου περπατώντας’
ντύνεσαι προκλητικά το θάνατο σου και
φοβάσαι
αυτό αυτό αυτό
το λουλούδι
τα πέταλα του έχουν τις παραστάσεις
των πολλών του θανάτων
ίσως και
του δικού σου
Να περπατήσεις
να φύγεις γυρεύοντας πιο δακρυσμένες πεδιάδες
να ψηλώσεις
να πνίγεις στο ουράνιο ποτάμι
να περπατήσεις
ξυπόλητος να περπατήσεις χωρίς
ξεκούραση
χωρίς ξεκούραση
προς τα δάση των κομμένων χεριών
προς τις λίμνες των σκισμένων ματιών
εκεί πού κυβερνούν οι άσπροι γλάροι
Σώπα
κλάψε
σκίσε τα μάτια
είσαι νεκρός
είσαι νεκρός
τα περιστέρια κρέμονται πνιγμένα
στο πίσω μέρος των βολβών σου
το κρανίο σου
ξεβράζει νεκρά ψάρια
και μέλη ζώων και ρίζες φυτών
είσαι νεκρός
το ξέρεις
έχεις μια μαύρη λίμνη μέσα στο κεφάλι σου
Δεν έχεις εκλογή
Θα βαδίσεις με δυό ξύλινα πόδια
το ταξίδι σου
κλαίγοντας μόνο
κλαίγοντας μόνο πια
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ
Και πέφτει ό ήλιος•
κι έπεσε
και το φεγγάρι αντάμα
και κατέβηκαν κουτρουβάλα ψάχνοντας
στα όνειρα κάποιου παιδιού το θάμα
Κι εκεί στην κάτω θάλασσα την τρελλοδιάφανη
την μυρωδάτη
τους καρτερούσε ρωτευμένο μες τα κύματα
το μαύρο το χιλιόχρονο το άτι
Πηδάει ό ήλιος στα νερά και πνίγεται
το κοιμισμένο σώμα του παιδιού ματώνει
το χαλινάρι στο χεράκι σφίγγεται
ξυπνά το άλογο
φτερά στον ουρανό απλώνει
Σέρνει παιδί στην πλάτη το άλογο
κόκκινο, νηστικό παιδί, πνιγμένο
το φεγγαράκι πρόφτασε και κάθισε
στ’ άλογου ανάμεσα τ’ αυτιά, θαλασσοποτισμένο
Κλαίει, γελά πάνω στο σώμα το άφτιαχτο
χορεύει τραγουδά του και δακρύζει
Λύχνο ζεστό στα όνειρα του στέκεται
παρατηρά το, το γροικά και το φροντίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου